O ΤΟΜΑ ΣΑΝΚΑΡΑ ΚΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΜΠΟΥΡΚΙΝΑ ΦΑΣΟ

 

*Του Mamadou Diallo από τον ιστότοπο https://viewpointmag.com (μεταφ: ΓΚ)

Το 1983, 23 χρόνια μετά απ’ την ανεξαρτησία της και τη διαδοχή πολλών νεοαποικιοκρατικών καθεστώτων, η Άνω Βόλτα ήταν μια απ’ τις πιο στερημένες χώρες στον κόσμο. Το 98% του πληθυσμού της ήταν αναλφάβητο και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της μόλις που ξεπερνούσε τα 100 δολάρια με την ισοτιμία της εποχής. Απ’ τα εφτά εκατομμύρια κατοίκους της χώρας, τα έξι ανήκαν στην αγροτιά. Η αγροτιά αυτή έπρεπε να επιβιώσει σε δύσκολα εδάφη, αντιμετώπιζε τη ραγδαία ερημοποίηση και τη χειροτέρευση των όρων στο εμπόριο του βαμβακιού, τη βασική πηγή συναλλάγματος του νεοσύστατου έθνους. Απ’ τη σύστασή της ως αποικία στη Γαλλική Δυτική Αφρική το 1919, η Άνω Βόλτα αποτελούσε μια περιφέρεια δίχως δικαιώματα, θεωρούμενη απ’ τον αποικιακό μηχανισμό σαν δεξαμενή εργατικού δυναμικού και αγρεργατών για τις μεγάλες φυτείες καφέ και κακάο της γειτονικής Ακτής Ελεφαντοστού. Οι υγειονομικές κι εκπαιδευτικές υποδομές, ακόμα και για τα πολύ χαμηλά πρότυπα της ευρύτερης περιοχής, ήταν ιδιαιτέρως φτωχές κι ανεπαρκείς για να καλύψουν τις ανάγκες ενός αυξανόμενου πληθυσμού.

Σανκαρά, η Διαμόρφωση Ενός Πολιτικού Υποκειμένου

Ο Τομά Ισιντόρ Νοέλ Σανκαρά, γιος ενός στρατιωτικού του αποικιακού στρατού που έγινε δημόσιος υπάλληλος, μεγάλωσε λόγω των μεταθέσεων του πατέρα του στις επαρχίες, σ’ επαφή με το λαό του αλλά προστατευμένος απ’ τη δυστυχία του τελευταίου. Υπήρξε ωστόσο μια στιγμή στην παιδική του ηλικία που δείχνει την κλίση του νεαρού Σανκαρά προς την εξέγερση και την κοινωνική δικαιοσύνη. [1] Όμως ήταν κυρίως ένα ευσυνείδητο αγόρι που, σύμφωνα με τους βιογράφους του, επέδειξε μια πρώιμη σοβαρότητα στις σπουδές του. [2] Το 1966, τη χρονιά που είδε τον Μορίς Γιαμεογκό, πρώτο πρόεδρο της Άνω Βόλτα, να εκδιώκεται με πραξικόπημα και ν’ αντικαθίσταται από ένα στρατιωτικό καθεστώς, ο νεαρός Σανκαρά έγινε δεκτός στη στρατιωτική ακαδημία του Καντιόγκο, στα προάστια της πρωτεύουσας Ουαγκαντούγκου. Εκεί ήταν που συνάντησε τον Ανταμά Αμπντουλαγιέ Τουρέ, διευθυντή σπουδών του ιδρύματος και μέλος του Αφρικανικού Κόμματος Ανεξαρτησίας [3] που συγκέντρωνε ορισμένους απ’ τους φοιτητές του για να πραγματοποιούν ενημερωτικές πολιτικές συζητήσεις μετά τις ώρες των μαθημάτων. Ήταν πιθανώς εκεί που ο νεαρός Τομά Σανκαρά άρχισε την ιδεολογική του κατάρτιση και πρωτάκουσε για τον ιμπεριαλισμό.

Αποφοιτώντας απ’ τη σχολή το 1969, ο Σανκαρά ήταν ένας απ’ τους τρεις σπουδαστές της ακαδημίας στους οποίους προσφέρθηκε υποτροφία και δυνατότητα να συνεχίσουν τις σπουδές τους στη Μαδαγασκάρη. Θα παρέμενε τέσσερα χρόνια στο νησί, όπου και θα επηρεαζόταν βαθιά απ’ τη Μαλαγασιανή Επανάσταση του 1972, η οποία θεωρήθηκε απ’ ορισμένους σαν η “δεύτερη ανεξαρτησία της”. Εκεί, ο Σανκαρά έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο ρόλο του στρατού στην κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη της χώρας. Όταν επέστρεψε στην Άνω Βόλτα με το βαθμό του αξιωματικού, του ανατέθηκε η διοίκηση ενός κέντρου εκπαίδευσης κι έγινε γνωστός τόσο για τις αυστηρές όσο και ανορθόδοξες ιδέες του, μια εκ των οποίων ήταν η πίστη του στη σημασία της πολιτικής και πνευματικής εκπαίδευσης των νεοσύλλεκτων.

Όταν η Επανάσταση Αποτελεί τη Λογική Πορεία της Δράσης

Η Επανάσταση του Τομά Σανκαρά συχνά απορρίπτεται με το επιχείρημα πως ήταν μάλλον αποτέλεσμα στρατιωτικού πραξικοπήματος παρά κατάληξη ενός λαϊκού κινήματος. Το επιχείρημα υποδηλώνει ότι επειδή γεννήθηκε απ’ τη βούληση ελάχιστων ριζοσπαστών πραξικοπηματιών, δε διέθετε ουσιαστική υπόσταση και ρίζες στη Βολταϊκή κοινωνία και ιστορία. Μια τέτοια παρουσίαση της Επανάστασης, που εστιάζει μονάχα στους στρατιωτικούς ελιγμούς της 4ης Αυγούστου του 1983 είναι επιφανειακή και δε λαμβάνει υπόψη της δυο βασικές συνθήκες: (1) το διεθνές και εθνικό πλαίσιο απ’ το οποίο προέκυψε η Επανάσταση (2) τη νομιμοποίηση που απέκτησε ο Τομά Σανκαρά στα χρόνια που προηγήθηκαν της Επανάστασης.

(1) Ο Τομά Σανκαρά κι οι σύμμαχοί του δεν ανέλαβαν την κρατική εξουσία σ’ ένα πλαίσιο θεσμικής σταθερότητας αλλά μάλλον μέσα σ’ ένα κλίμα χρόνιας αστάθειας κι ατέλειωτης διαδοχής καθεστώτων που εγκαθίσταντο από μόνα τους μέσω πραξικοπημάτων. [4] Όλα τούτα τα εφήμερα καθεστώτα – που γεννιούνταν απ’ την αντιδημοτικότητα των προκατόχων τους – αποδείχτηκαν ανίκανα να επιλύσουν την κοινωνική κρίση της [χώρας], ν’ απομακρύνουν την Άνω Βόλτα απ’ την τροχιά της Γαλλίας και ν’ αποδεσμεύσουν την οικονομία της απ’ την εξάρτηση της [ξένης] βοήθειας και τις διακυμάνσεις της τιμής του βαμβακιού στην παγκόσμια αγορά. Το διεθνές περιβάλλον των αρχών της δεκαετίας του 1980 επέβαλε στις χώρες της Αφρικής που εισήγαγαν πετρέλαιο, όπως η Άνω Βόλτα, μια σειρά εξωτερικών σοκ: αύξηση των τιμών πετρελαίου, αύξηση των επιτοκίων της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, βάσει των οποίων έγινε αναπροσαρμογή του χρέους, συνεχής επιδείνωση των όρων εμπορίου κι επιβράδυνση του διεθνούς εμπορίου λόγω της παγκόσμιας ύφεσης. Η Σανκαρική Επανάσταση υπήρξε σ’ αυτό το πλαίσιο το αποκορύφωμα μιας σειράς εξεγέρσεων, η κατάρρευση ενός κύκλου ανικανότητας κι η αφετηρία μιας ιστορικής ακολουθίας που θα έβλεπε την Άνω Βόλτα να γίνεται Μπουρκίνα Φάσο, που προκειμένου ν’ αντιμετωπίσει την κρίσιμη κατάστασή της “θα τολμούσε να καταστρώσει το μέλλον”. [5]

(2) Το να παρουσιάσει κανείς την Σανκαρική Επανάσταση ως ένα ακόμα πραξικόπημα, ένα απ’ τα πολλά που έλαβαν χώρα στη μεταποικιακή Αφρική και συχνά με την υποστήριξη ιμπεριαλιστικών κρατών, σημαίνει πως αγνοεί επίσης το νήμα των γεγονότων που συνέθεσαν το βίο του Τομά Σανκαρά ως αξιωματικού του στρατού της Άνω Βόλτα πριν απ’ τη νύχτα της 4ης Αυγούστου του 1983 προσδίδοντάς του τόσο δημοτικότητα όσο και πολιτική νομιμοποίηση. Τρία χρόνια πριν απ’ την Επανάσταση, στις 25 Νοέμβρη του 1980, μια ομάδα ανώτερων αξιωματικών του στρατού μ’ επικεφαλής το Συνταγματάρχη Σαγιέ Ζερμπό υποκίνησε πραξικόπημα και κατέλαβε την εξουσία με πρόσχημα “τη διάβρωση της κρατικής εξουσίας”. [6] Αν και δε συμμετείχε στη συνωμοσία, στον Τομά Σανκαρά, που ήταν αρκετά γνωστός στο κοινό λόγω των προοδευτικών ιδεών του κι ενός στρατιωτικού κατορθώματος στη διάρκεια της συνοριακής σύρραξης με το Μάλι το 1974, προσφέρθηκε μια θέση στην κυβέρνηση. Αρχικά την αρνήθηκε ευγενικά αλλά εξαιτίας της επιμονής του προέδρου αναγκάστηκε να την αποδεχτεί υπό τον όρο να μη μείνει στο αξίωμα περισσότερο από δυο μήνες.

Διορίστηκε στην πρώτη του πολιτική θέση το Σεπτέμβρη του 1981 ως Υπουργός Ενημέρωσης και πήρε καιρό στους κατοίκους της Ουαγκαντούγκου μέχρι να συνηθίσουν τη θέα ενός μέλους της κυβέρνησης να πηγαίνει στη δουλειά με το ποδήλατό του. Το Υπουργείο Ενημέρωσης, που ως τότε ήταν μάλλον αντίστοιχο της προπαγάνδας, άλλαξε ριζικά τις σχέσεις του με τα μέσα ενημέρωσης όταν ο Σανκαρά ανέλαβε επικεφαλής του. Ενθάρρυνε τους δημοσιογράφους που δεν είχαν συνηθίσει στην ελευθερία να γράφουν άρθρα για υποθέσεις διαφθοράς. Σύντομα δημοσιεύτηκαν άρθρα που τεκμηρίωναν υποθέσεις υπεξαίρεσης σε κρατική τράπεζα και που υποδείκνυαν τη συμμετοχή δημοσίων υπαλλήλων του Υπουργείου Εμπορίου. Η αστυνομία κάλεσε το διευθυντή του Εθνικού Πρακτορείου Ειδήσεων και τον κατηγόρησε ότι έδινε αυτές τις πληροφορίες στον τύπο. Ο Σανκαρά, ως Υπουργός Πληροφοριών, υπερασπίστηκε τον τύπο, επιβεβαίωσε την αποστολή του και την ελευθερία του να ενημερώνει το κοινό, διαμαρτυρόμενος στον Υπουργό Εσωτερικών.

Καθώς η δημοτικότητα της κυβέρνησης κατέρρεε, τα συνδικαλιστικά κινήματα καταστέλλονταν κι οι ηγέτες τους φυλακίζονταν, ο Τομά Σανκαρά παραιτήθηκε μ’ εμφατικό τρόπο: έστειλε ανοιχτή επιστολή στον Πρόεδρο Ζερμπό, καταγγέλλοντας το καθεστώς, τ’ οποίο αποκήρυξε ως αστικό και στην υπηρεσία των συμφερόντων μιας μειοψηφίας. Του αφαίρεσαν αμέσως το βαθμό του λοχαγού και τον ξαπόστειλαν σ’ ένα απομακρυσμένο στρατόπεδο. Ένα ακόμα πραξικόπημα σημειώθηκε στις 7 Νοέμβρη του 1982, χωρίς τη συμμετοχή του Σανκαρά και των αριστερών συντρόφων του στο στρατό, που πίστευαν πως ένα κίνημα καθοδηγούμενο μονάχα απ’ το στρατό δε θα επέτρεπε τις βαθιές πολιτικές αλλαγές στις οποίες προσδοκούσαν.

Αναγνωρίζοντας τη δημοτικότητά του, μια έκτακτη συνέλευση του CSP [Συμβούλιο για τη Σωτηρία του Λαού], υπό την προεδρία του Λοχαγού Ζαν Μπατίστ Ουεντραογκό, διόρισε το Λοχαγό Τομά Σανκαρά Πρωθυπουργό της Άνω Βόλτα στις 10 Γενάρη του 1983. Από τότε, όταν ο Σανκαρά εγκαινίασε τα διπλωματικά καθήκοντά του μ’ επίσημη επίσκεψη στην Τρίπολη [της Λιβύης] και συμμετοχή στη Σύνοδο των Αδεσμεύτων [Κρατών] στο Νέο Δελχί, όπου συναντήθηκε με το Φιντέλ Κάστρο, η γειτονική Ακτή Ελεφαντοστού άρχισε ν’ ανησυχεί για τις πολιτικές εξελίξεις στην Άνω Βόλτα. Μεταξύ Μάρτη και Μάη του 1983, ο Σανκαρά εκφώνησε βαρυσήμαντους λόγους σε μαζικές συγκεντρώσεις με μηνύματα και τόνους που δεν έκρυβαν κανένα μυστήριο για τις πολιτικές του προτιμήσεις.

Δυο μέρες μετά απ’ την ομιλία του Σανκαρά στο Μπόμπο-Ντιουλάσσο, στις 14 Μάη του 1983, ο Γκι Πεν, σύμβουλος του [Γάλλου Προέδρου] Μιτεράν για τις Αφρικανικές υποθέσεις, έφτασε στην Άνω Βόλτα για επίσημη επίσκεψη. Τα χαράματα της μέρας που ακολούθησε, στις 17 Μάη, τεθωρακισμένα οχήματα περικύκλωσαν την κατοικία του Τομά Σανκαρά, θέτοντάς τον στην ουσία σε κατ’ οίκον περιορισμό. Τις μέρες που ακολούθησαν, μεγάλες διαδηλώσεις κατέκλυσαν την Ουαγκαντούγκου, στις οποίες αντηχούσε το σύνθημα “Λευτεριά στον Σανκαρά!” Οι λαϊκές διαδηλώσεις, καθώς και μια φράξια του στρατού που ήταν πιστή στον Σανκαρά, ανάγκασαν τις αρχές να τον απελευθερώσουν. Για δυο μήνες, η πολιτική κατάσταση παρέμενε άλυτη, με το κάθε στρατόπεδο να έχει καταληφθεί από έξαψη και να εδραιώνει τις θέσεις του. Ο Σανκαρά κι η αριστερή πτέρυγα του στρατού ενίσχυσαν τους δεσμούς τους με τους πολίτες και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, δημιουργώντας μια πολιτική πλατφόρμα.

Ο Λοχαγός Μπλεζ Καμπαορέ, φίλος και παλιός σύντροφος του Τομά Σανκαρά, χρησιμοποίησε τότε τη φήμη για τη δολοφονία του τελευταίου σαν πρόσχημα για να κινηθεί με στρατεύματα προς την Ουαγκαντούγκου το απόγεμα της 4ης Αυγούστου του 1983. Ομάδες πολιτών στήριξαν την επιχείρηση κόβοντας το ηλεκτρικό ρεύμα στην πρωτεύουσα. Μέχρι τις 9.30 το βράδυ τα στρατεύματα του Καμπαορέ είχαν πάρει τον έλεγχο της πρωτεύουσας. Στις 10, ο Τομά Σανκαρά ανακοίνωσε μέσω ραδιοφώνου την πτώση της κυβέρνησης Ουεντραογκό και το ξεκίνημα μιας επαναστατικής διαδικασίας και το σχηματισμό του Εθνικού Συμβουλίου της Επανάστασης, κάνοντας έκκληση για τη δημιουργία επαναστατικών επιτροπών σ’ όλες τις περιοχές της χώρας. Εκείνο το βράδυ ανακοίνωσε στο ραδιόφωνο ότι ο σκοπός της κυβέρνησης θα ήταν εφεξής να βοηθήσει το λαό να πετύχει “τη βαθιά προσδοκία του για λευτεριά, πραγματική ανεξαρτησία, οικονομική και κοινωνική πρόοδο”. [7] Η Άνω Βόλτα, η αποικιακή επινόηση, παραμέρισε τότε για χάρη της Μπουρκίνα Φάσο, τη Χώρα των Ευθυτενών Ανθρώπων.

Η Επανάσταση Ποιανού;

“Κανένας βωμός, καμιά πίστη, κανένα ιερό βιβλίο, ούτε το Κοράνι, ούτε η Βίβλος, ούτε και κανένα άλλο, δεν κατόρθωσε ποτέ να φιλιώσει τους πλούσιους με τους φτωχούς, τον εκμεταλλευτή με τον εκμεταλλευόμενο. Κι αν ο ίδιος ο Ιησούς χρειάστηκε να πάρει το φραγγέλιό του για να τους διώξει απ’ το ναό του είναι επειδή αυτή είναι η μοναδική γλώσσα που καταλαβαίνουν”. [8]

Ο Μαρξισμός έχει καταλάβει περίοπτη θέση στο θεωρητικό οπλοστάσιο των διανοουμένων και των πολιτικών φυσιογνωμιών που ηγήθηκαν αγώνων υπέρ της Αφρικανικής ανεξαρτησίας. Λίγοι παρολ’ αυτά είναι εκείνοι μεταξύ των διανοουμένων και των Αφρικανών που ηγούνταν κρατών που δεν ένιωσαν την ανάγκη να εξαλείψουν απ’ το Μαρξισμό μια διάσταση που αποτελεί βασικό του στοιχείο: την πάλη των τάξεων. [9] Δυο τουλάχιστον παράγοντες φαίνεται να ερμηνεύουν την απόρριψη της ταξικής πάλης ως κινητήριας δύναμης της ιστορίας.

Ο ένας είναι η ταξική θέση των ηγετών της αποαποικιοποίησης, οι οποίοι στρατολογούνται ή απ’ τις τάξεις της ελίτ – η οποία καθιερώθηκε είτε μετασχηματίστηκε ριζικά στη διάρκεια της αποικιοκρατίας απ’ την ισχυρή τεχνογνωσία της έμμεσης διακυβέρνησης – ή, συχνότερα, απ’ τους μικροαστούς διανοούμενους. Αν κι οι δυο αυτές ομάδες διαφέρουν σημαντικά όσον αφορά την κουλτούρα, συνιστούν φυσικούς και συμπληρωματικούς συμμάχους στο πεδίο της ταξικής πολιτικής καθώς αμφότερες αποτελούν προϊόντα και βασικά γρανάζια του μηχανισμού ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας επί των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας τους. Ενώ οι μικροαστοί χρησιμοποιούν τις κτηθείσες δεξιότητές τους για να διαχειριστούν το μεταποικιακό κράτος και να διαπραγματευτούν τους όρους της εξωτερικής του εικόνας, οι παραδοσιακοί αρχηγοί κι οι θρησκευτικές αρχές οργανώνουν τη συμμετοχή των μαζών. [10] Η αποαποικιοποίηση, γι’ αυτές τις δυο ομάδες, δε σημαίνει ρήξη με το αποικιοκρατικό κράτος και τους καπιταλιστές του αλλά μεγαλύτερη και πιο προσοδοφόρα διαπραγματευτική ικανότητα.

Ένα δεύτερο σύνολο λόγων για την απόρριψη της ταξικής πάλης, και κατά συνέπεια της Μαρξιστικής σκέψης, προέρχεται απ’ την επιθυμία για πολιτιστική κι επιστημολογική ανεξαρτησία. Οι διανοούμενοι με Αφρικανική καταγωγή ασχολούνται εδώ και καιρό με τις ψυχικές επιπτώσεις της άρνησης της μετα-Διαφωτιστικής σκέψης στη Μαύρη λογική. Η ιστορικοπολιτισμική ιδιαιτερότητα του Μαρξισμού στην Ευρώπη του 19ου αιώνα έχει αποξενώσει πολλούς Αφρικανούς στοχαστές που λαχταρούν μια αυθεντική Αφρικανική κοινωνιολογική και πολιτική σκέψη, η οποία θα οφείλει τα πάντα στα Αφρικανικά μυαλά και τίποτα στα Ευρωπαϊκά. [11] Αυτό νομίζω πως έχει να κάνει με μια πληγωμένη περηφάνια και μια τάση εξιδανίκευσης των Αφρικανικών κοινωνιών πριν και κατά τη διάρκεια του Διατλαντικού δουλεμπορίου. Σε μια διάλεξη που δόθηκε το 1975 στη Νέα Υόρκη, ο Γουόλτερ Ρόντνεϊ παίρνει τον Κβάμε Νκρούμαχ ως την υποδειγματική φιγούρα αυτής της τάσης αποφυγής της πραγματικότητας της ταξικής πάλης, προσδιορίζοντας ότι ο πρώτος πρόεδρος της Γκάνας δεν ήταν απλώς ένας αστός ιδεολόγος. Απ’ τη δεκαετία του 1950 μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Νκρούμαχ – ειλικρινής κι αφοσιωμένος επαναστάτης, πολιτικός και στοχαστής – προσπάθησε ν’ αναπτύξει μια συνείδηση χειραφέτησης αρνούμενος τη σημασία των ταξικών αντιθέσεων στις Αφρικανικές κοινωνίες. Διωγμένος απ’ τη εξουσία απ’ τη μικροαστική τάξη της Γκάνας - σύμμαχο της CIA, την ανυπαρξία της οποίας ως τάξη είχε διατυπώσει, παρήγαγε τελικά μια θεωρητική ανάλυση που ήταν ταυτόχρονα και άσκηση αυτοκριτικής όντας εξόριστος στη Γουινέα του συντρόφου του, Σεκού Τουρέ. [12]

Όσον αφορά τον Τομά Σανκαρά, ο οποίος ανήκει σε διαφορετική γενιά απ’ αυτήν των Νκρούμαχ και [του Σενεγαλέζου ηγέτη] Σενγκόρ, δεν υφίσταται τέτοια αμφισημία ή υπεκφυγή όταν έρχεται αντιμέτωπος με το ταξικό ζήτημα: οι εχθροί του αντι-ιμπεριαλιστικού αγώνα είναι η μπουρζουαζία κι οι σύμμαχοί της απ’ το βορρά και το νότο – σύμμαχοί του [του αγώνα] και κυρίως ωφελημένοι [είναι] οι εργαζόμενες μάζες και σε μια χώρα όπως η Μπουρκίνα Φάσο, πιο συγκεκριμένα η αγροτιά.

Όταν ρωτήθηκε για την ουσία του οικονομικού του προγράμματος, ο Σανκαρά απάντησε πως έπρεπε η Επανάσταση να χρησιμοποιήσει τα μυαλά και τα χέρια των Μπουρκιναμπέ, δηλαδή του λαού της Μπουρκίνα Φάσο, ώστε να εγγυηθεί δυο γεύματα τη μέρα και δέκα λίτρα νερό για όλους. Υποψιάζεται κάποιος πως αυτός ο σκοπός, ταυτόχρονα μεγαλειώδης και μετριοπαθής, δεν ενθουσίασε τη μπουρζουαζία. Όμως η Επανάσταση των Μπουρκιναμπέ θα πετύχαινε τούτο το στόχο μέσα σε τέσσερα χρόνια ενώ στο μεταξύ θ’ απογαλακτιζόταν απ’ τη δημοσιονομική βοήθεια της Γαλλίας, της Παγκόσμιας Τράπεζας (η οποία σταμάτησε αμέσως μετά απ’ την Επανάσταση του 1983) και διαφόρων άλλων πηγών χρηματοδότησης που είχαν υποσχεθεί στα προηγούμενα φιλελεύθερα καθεστώτα. Η νηφάλια ταξική ανάλυση του Σανκαρά είναι κατά τη γνώμη μου μια απ’ τις πολυτιμότερες και ξεχωριστές πτυχές της κληρονομιάς του για το παρόν της Αφρικής. Ήταν πάνω στη βάση αυτής της ανάλυσης που κατόρθωσε να διαμορφώσει και να εφαρμόσει πολιτικές αναδιανομής.

Το Χρέος ως Εμπόδιο στην Εθνική Κυριαρχία

Όταν ο Σανκαρά ανέλαβε την εξουσία τέσσερα χρόνια πριν απ’ την ομιλία του στη συνδιάσκεψη του Οργανισμού Αφρικανικής Ενότητας, το χρέος έπνιγε όχι μονάχα τις χώρες της Αφρικής αλλά κι εκείνες της Λατινικής Αμερικής. Το 1985, από έναν προϋπολογισμό 85 δισ. φράγκων FCFA [Γαλλικό Φράγκο Δυτικής Αφρικής], η Μπουρκίνα Φάσο έπρεπε να πληρώσει τα 12 για την αποπληρωμή του χρέους. Η ομιλία του Τομά Σανκαρά, όπως κι η έκκλησή του για ένα ενιαίο μέτωπο κατά του χρέους, βρίσκεται σε άμεση σχέση με την εκστρατεία που ξεκίνησε ο Φιντέλ Κάστρο στην Αβάνα το 1985. Η συγκεκριμένη εκστρατεία κι η ομιλία του, η οποία έδωσε έμφαση στην επαχθή φύση του χρέους, τις αποικιακές του καταβολές, τις καταστροφικές του επιπτώσεις στις δημόσιες και κοινωνικές πολιτικές ιδιαίτερα και τη χρεοκοπία των οφειλετών, δεν εξαντλεί εν τούτοις το σύνολο των παραπόνων που ο Τομά Σανκαρά έτρεφε ενάντια στο θεσμό του χρέους.

Ο Τομά Σανκαρά ήταν επικριτικός τόσο έναντι του χρέους όσο και της [ξένης] βοήθειας, η οποία αποτελείται εν μέρει από δάνεια. Σε σχέση με το τελευταίο, δήλωσε: “Σίγουρα ενθαρρύνουμε τη συνδρομή που μας εξυπηρετεί να τα καταφέρουμε χωρίς τη βοήθεια. Όμως γενικά, η πολιτική της συνδρομής και της βοήθειας μας έχει μονάχα αποδιοργανώσει κι υποδουλώσει, εξασθενώντας μας στο πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό μας πεδίο”. Αυτή η κριτική της βοήθειας δεν ασκήθηκε μονάχα σε λεκτικό επίπεδο – ενσωματώθηκε σε πρακτικές αποφάσεις. Το 1987, ανέφερε σ’ έναν απ’ τους βιογράφους του, τον [Αμερικανό καθηγητή] Έρνεστ Χαρς, ότι πρότεινε στις ΗΠΑ ν’ αντικαταστήσουν το πρόγραμμα του Ειρηνευτικού Σώματος της Μπουρκίνα Φάσο με δημοσιονομική στήριξη. Όταν οι ΗΠΑ αρνήθηκαν, ο Σανκαρά ανέστειλε αμέσως το πρόγραμμα. Αν κι επικεφαλής μιας πάμφτωχης χώρας κι απομονωμένος λόγω των ιδεολογικών του επιλογών, επέδειξε σπάνια δύναμη χαρακτήρα κι αξιοσημείωτο πείσμα στο ζήτημα της κυριαρχίας της χώρας του. Η ομιλία του στα Ηνωμένα Έθνη το 1984 περιλάμβανε τούτη την ισχυρή δήλωση: “Ορκιζόμαστε, διακηρύσσουμε, ότι από δω και πέρα στη Μπουρκίνα Φάσο δε θα συμβαίνει τίποτα χωρίς τη συμμετοχή των Μπουρκιναμπέ. Τίποτα που δεν έχει προηγουμένως αποφασιστεί κι εκπονηθεί από μας τους ίδιους. Δε θα υπάρξει πλέον άλλη επίθεση στην αξιοπρέπεια και το φιλότιμό μας”.

Αυτή η έγνοια για την αυτονομία, τη διαφύλαξη της Επαναστατικής ελευθερίας σκέψης και δράσης, είχε όπως είδαμε σαν συνέπεια τον αποκλεισμό της Μπουρκίνα Φάσο απ’ τις διάφορες πηγές χρηματοδότησης. Όμως ο Σανκαρά ήταν πρόθυμος να δράσει, να επιλύσει τις δυσκολίες του λαού του και να το κάνει γρήγορα. Αποφάσισε συνεπώς, δίχως την ανάγκη των εντολών του ΔΝΤ, την εφαρμογή αυστηρής λιτότητας. Μείωσε δραστικά τα λειτουργικά έξοδα της δημόσιας διοίκησης, κατήργησε τα μπόνους των δημοσίων υπαλλήλων και περιόρισε στο ελάχιστο τον τρόπο ζωής των κυβερνητικών. Ό,τι εξοικονομήθηκε απ’ τις συγκεκριμένες δημοσιονομικές περικοπές επενδύθηκε στην παιδεία, την υγεία και σε προγράμματα γεωργίας στις αγροτικές περιοχές. Για να πάρουμε μια ιδέα των ορίων που έφτασε αυτή η λιτότητα, ας θυμηθούμε πως στη διάρκεια του ταξιδιού του στη Νέα Υόρκη και τον ΟΗΕ, η αντιπροσωπεία του που περιλάμβανε υπουργούς, κοιμήθηκε στρωματσάδα στο πάτωμα της πρεσβείας της Μπουρκίνα Φάσο. Τα επίσημα ταξίδια κι οι αποστολές των Κρατικών αξιωματούχων γίνονταν μονάχα στην οικονομική θέση.

Θεσμικές και Πολιτισμικές Αποτυχίες της Επανάστασης

Αυτή η λιτότητα, ένα είδος ασκητικής πολιτικής, όπως κι η κλίμακα των προσπαθειών που απαιτούνταν απ’ τους Μπουρκιναμπέ αλλά κι ένας κάποιος αυταρχισμός, είχαν ως συνέπεια να δυσαρεστήσουν ή να κουράσουν ακόμα κι ορισμένα τμήματα του πληθυσμού που διάκειντο μάλλον θετικά έναντι της Επανάστασης. Παρά τα αδιαμφισβήτητα αποτελέσματα στους τομείς της υγείας, της διατροφής και της παιδείας, η Επανάσταση στα τελευταία της χρόνια αποξένωσε αρκετούς Μπουρκιναμπέ, ιδιαίτερα τους πιο προνομιούχους. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι αν κι ασκούσε κριτική στον κοινοβουλευτισμό κι αυτό που όριζε ως αστική δημοκρατία, ο Σανκαρά απέτυχε να δημιουργήσει μια βιώσιμη θεσμική εναλλακτική προς αυτόν.

Υπερεκτίμησε επίσης τα όρια ανιδιοτέλειας κι επαναστατικού ζήλου των συμπατριωτών του. Η Επανάσταση δημιούργησε μια σειρά θεσμών που εφαρμόστηκαν σε όλες τις περιοχές της χώρας με σκοπό ν’ αντικαταστήσουν τις φεουδαρχικές ηγεσίες και να διοχετεύσουν τη λαϊκή συμμετοχή στην κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη της χώρας αλλά και στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης. Τέτοιοι [θεσμοί] ήταν οι CDR [Επιτροπές για την Υπεράσπιση της Επανάστασης] και τα TPR [Λαϊκά Επαναστατικά Δικαστήρια]. Θεωρούμενοι ως αμφίδρομοι δίαυλοι επικοινωνίας ανάμεσα στο λαό και την επαναστατική ηγεσία κι ως θεσμοί άμεσης δημοκρατίας, οι CDR κατέστησαν σύντομα όχημα των καιροσκοπικών ελίτ. Εξαιτίας της έλλειψης αποτελεσματικής επιτήρησης και των μέσων επιβολής απ’ την πλευρά της κεντρικής εξουσίας, οι CDR βρέθηκαν ένοχες για πολλές περιπτώσεις κατάχρησης εξουσίας και αντιδραστικών τάσεων. [13] Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι ομιλίες, οι ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, οι εφημερίδες κι η πλειοψηφία των διαύλων επικοινωνίας του καθεστώτος βασίζονταν στα Γαλλικά, γλώσσα που η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, των οποίων τα συμφέροντα εξυπηρετούσε η Επανάσταση, δεν καταλάβαινε. Μεγάλα τμήματα της αγροτιάς, λόγω των συγκεκριμένων πολιτισμικών και θεσμικών αποτυχιών, δεν είχαν γνώση των αξιών, των επιχειρημάτων υπέρ της αλλαγής και των μακροπρόθεσμων στόχων της Επανάστασης.

Ένα Αιχμηρό Αγκάθι στα Πλευρά του Ιμπεριαλισμού

Στις 15 Οχτώβρη του 1987, ενώ ο Τομά Σανκαρά προήδρευε μιας σύσκεψης εργασίας στο αρχηγείο της Λεωφόρου Conseil de l’ Entente, ακούστηκαν πυροβολισμοί απ’ το προαύλιο. Σύμφωνα με τη μοναδική επιζήσασα εκείνης της συνάντησης, Αλούνα Τραορέ, ο Σανκαρά ζήτησε απ’ τους παρευρισκόμενους να παραμείνουν στην αίθουσα λέγοντάς τους: “Εμένα ψάχνουν”. Κινήθηκε προς την πόρτα, έχοντας υψωμένα τα χέρια του καθώς έβγαινε απ’ την αίθουσα. Ένοπλοι άντρες, υπό τις διαταγές του Λοχαγού Ζιλμπέρ Ντιεντιέρ, συγγενή του Μπλεζ Καμπαορέ, πυροβόλησαν εναντίον του χωρίς προειδοποίηση. Η επαναστατική διαδικασία διακόπηκε με δραματικό τρόπο. Ο Καμπαορέ, παλιός φίλος και σύμμαχος, κατέλαβε την εξουσία και προχώρησε στην επανένταξη της Μπουρκίνα Φάσο στη Γαλλική κυριαρχία. Η χώρα απέκτησε ξανά καλές σχέσεις με την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ, καθώς ο Καμπαορέ τη μετέτρεψε σταδιακά σε πυλώνα της “Γαλλαφρικής” [“Francafrique”]. [14]

Όταν το 2014, η νεολαία των Μπουρκιναμπέ, επικαλούμενη τη μνήμη του Τομά Σανκαρά, ανάγκασε τον Καμπαορέ να εγκαταλείψει την εξουσία, του προσφέρθηκε απ’ τον Πρόεδρο [της Γαλλίας] Ολάντ η διεύθυνση ενός διεθνούς οργανισμού και τελικά αυτοεξορίστηκε στο Αμπιτζάν της Ακτής Ελεφαντοστού. Το δικαστικό σύστημα κι ο λαός της Μπουρκίνα Φάσο ζητούν σήμερα την έκδοσή του προκειμένου να εξεταστεί στο πλαίσιο των ερευνών για το θάνατο του Τομά Σανκαρά, οι συνθήκες του οποίου δεν έχουν ακόμα διερευνηθεί πλήρως.

Ο Τομά Σανκαρά ήταν 37 ετών όταν δολοφονήθηκε κι οι σύντροφοί του, η ομάδα των ανθρώπων που καθοδήγησε την Επανάσταση, ήταν όλοι τους γύρω στα 30-κάτι. Έχουν περάσει τριάντα χρόνια κι οι προοδευτικοί άνθρωποι της ηπείρου και πέρα απ’ αυτή εξακολουθούν να τιμούν τη μνήμη του κάθε 15η του Οχτώβρη. Είναι μια απ’ τις πυξίδες που δίνουν κατεύθυνση, ένας απ’ τους γίγαντες, στους ώμους των οποίων οι μαχητές μπορούν ν’ ανεβούν για να δουν μακρύτερα και να φτάσουν ψηλότερα. Όταν έρχονται στο νου μου οι σκληρές συνθήκες που η ανθρωπότητα αναγκάζεται να υποφέρει όπως η Άνω Βόλτα τη δεκαετία του 1980, δε μπορώ παρά να σκεφτώ την άνθιση του Τομά Σανκαρά, την ανατροφή απ’ το λαό του ενός τόσου υπέροχου πνεύματος, ως μια εξαιρετικά εύγλωττη μαρτυρία της δυναμικής και της επιμονής του παγκόσμιου ανθρώπου.

Σημειώσεις:

[1] Όταν φοιτούσε στο δημοτικό σχολείο της Γκάουα, ο Σανκαρά με τους φίλους του λαχταρούσε το ποδήλατο του γιου του Γάλλου διευθυντή του σχολείου. Ο ίδιος εξομολογήθηκε σε μια συνέντευξη που έδωσε το 1985 στον Ελβετό δημοσιογράφο Ζαν-Φιλίπ Ραπ ότι συνήθιζαν να βοηθούν το παιδί του διευθυντή απλώς για να κάνουν μια μικρή βόλτα κι οι ίδιοι, πράγμα στ’ οποίο εκείνο δε συναίνεσε ποτέ. Τότε ο Σανκαρά αποφάσισε να πάρει το ποδήλατο χωρίς την έγκριση του ιδιοκτήτη του, κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα να μπει ο πατέρας του στη φυλακή.

[2] Ernest Harsch, Thomas Sankara: An African Revolutionary (Athens, OH: Ohio University Press, 2014).

[3] Σοσιαλιστικό και Παναφρικανικό κόμμα που ιδρύθηκε το 1963.

[4] Αυτοί ήταν ταυτόχρονα νεαρά στελέχη του στρατού και μέλη αριστερών οργανώσεων.

[5] “Θα επιθυμούσα ν’ αφήσω πίσω μου την πεποίθηση ότι, έχοντας λάβει κάποιες προφυλάξεις κι έχοντας οργανωθεί σε κάποιο βαθμό, θα δούμε τη νίκη [...] Δε μπορείς να πραγματοποιήσεις μια θεμελιώδη αλλαγή χωρίς μια δόση τρέλας. Σε τούτη την περίπτωση, προέρχεται απ’ τη μη συμμόρφωση, τη δύναμη να γυρίσεις τις πλάτες σου στις παλιές φόρμουλες, το κουράγιο να επινοήσεις το μέλλον. Άλλωστε, μας χρειάστηκαν οι τρελοί του χτες ώστε να μπορέσουμε να δράσουμε μ’ εξαιρετική σαφήνεια σήμερα. Θέλω να είμαι ένας απ’ αυτούς τους τρελούς [...] Πρέπει να τολμήσουμε να επινοήσουμε το μέλλον”. “Dare to Invent the Future: Συνέντευξη με τον Jean-Philippe Rapp (1985)” στο Thomas Sankara, Thomas Sankara Speaks: The Burkina Faso Revolution 1983–1987, 2η έκδοση, εκδ. Michael Prairie (Νέα Υόρκη: Pathfinder Press, 2007), 189–232, 228, 232.

[6] Ernest Harsch, Thomas Sankara: An African Revolutionary (Athens, OH: Ohio University Press, 2014).

[7] Thomas Sankara, “Déclaration du 4 aout 1983.” Βλ. στ’ αγγλικά: “A radiant future for our country: Proclamation of August 4, 1983,” στο Thomas Sankara Speaks, 65–68.

[8] Thomas Sankara: “Ενάντια σ’ όσους μας εκμεταλλεύονται και μας καταπιέζουντόσο εδώ όσο και στη Γαλλία” - στην επίσημη υποδοχή του [Γάλλου Προέδρου] Φρανσουά Μιτεράν (17 Νοέμβρη 1986)” στο Thomas Sankara Speaks, 325–34, 331–32.

[9] Μια απόρριψη που στηρίζεται κυρίως σε κουλτουραλιστικά και ουσιοκρατικά επιχειρήματα και σε μια τάση να πλάθεται μαι εικόνα των προ-αποικιακών Αφρικανικών κοινωνιών ως απαλλαγμένων από ανισότητες και σχέσεις εκμετάλλευσης. Επ’ αυτού, μια βασική αναφορά παραμένει ο [ψυχίατρος και συγγραφέας από τη γαλλική Μαρτινίκα] Φραντς Φανόν, “The Trials and Tribulations of National Consciousness” στο έργο The Wretched of the Earth, μετάφρ: Richard Philcox (Νέα Υόρκη: Grove Press, 2004), 97–144.

- μετάφραση στα ελληνικά, από την Αγγέλα Αρτέμη, Της γης οι κολασμένοι (Αθήνα: Κάλβος, 1982).

[10] Jean François Bayart, “L’Afrique dans le Monde: une histoire d’extraversion,” Critique Internationale 5, no. 1 (1999): 97–120.

[11] Για το απόγειο των προσπαθειών των Αφρικανών διανοουμένων ν’ αγνοηθεί η “τάξη”, μπορεί κάποιος ν’ ανατρέξει στα γραπτά του Λεοπόλντ Σεντάρ Σενγκόρ στα οποία υποτίθεται πως εργάζεται πάνω σε μια εκ νέου ανάγνωση του Μαρξ απ’ τη σκοπιά των ψευδο - “Μαυρο-Αφρικανικών Αξιών”, βλ. Léopold Sédar Senghor, Pour une relecture africaine de Marx et Engels (Αμπιτζάν: εκδ. Nouvelles Africaines, 1990).

[12] Kwame Nkrumah, Class Struggle in Africa (Λονδίνο: Panaf Books, 1970).

[13] Benoit Beucher, “La Naissance de la communauté nationale Burkinabé, où comment le Voltaique devint un ‘homme intègre,’” Politique Africaine, no. 118 (2010), 165–86.

[14] Ο όρος επινοήθηκε απ’ τον πρώτο Πρόεδρο της Ακτής Ελεφαντοστού Ουφουέ Μπουανί, ο οποίος τον χρησιμοποίησε για να περιγράψει με συμπάθεια την ειδική σχέση της Γαλλίας με τις Αφρικανικές χώρες ενώ η σημερινή υποτιμητική και κυρίαρχη σημασία της λέξης οφείλεται στον Φρανσουά-Ξαβιέ Βερσάβ, έναν οικονομολόγο που την όρισε ως εξής: “ένα νεφέλωμα οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων σε Γαλλία και Αφρική, οργανωμένων σε δίκτυα και λόμπι και πολωμένων σε δυο μορφές κέρδους: πρώτες ύλες και δημόσια αναπτυξιακή βοήθεια...” βλ. François-Xavier Verschave, La Françafrique, le plus long scandale de la République, (Παρίσι: Stock, 1998).


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις