ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ: Η "ΑΝΕΦΙΚΤΗ" ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΛΑΪΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ, ΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΓΑΡΥΦΑΛΛΩΝ (1974-75) - ΦΙΛ ΜΕΪΛΕΡ (Β΄ ΜΕΡΟΣ)


 

Το έργο του Φ. Μέιλερ για την Πορτογαλική Επανάσταση των Γαρυφάλλων κυκλοφόρησε το 2012 απ' τις εκδόσεις Ανάκαρα. Το παρουσιάζουμε σε ηλεκτρονική μορφή και θα δημοσιευτεί σε 3 μέρη (μετάφραση: Γ.Κ.).

VI. ΟΙ ΑΓΡΟΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ
Η Αγροτική Δομή.
Το 1968, το 42 % περίπου της καλλιεργούμενης γης το δούλευαν οικογένειες που κατείχαν ή νοίκιαζαν τις εκτάσεις τους. Το 1960, λιγότερο απ’ το 60 % του συνολικού αγροτικού δυναμικού που ανέρχονταν σε 1.300.000 ανθρώπους, δέχονταν αμοιβές υπό την ιδιότητα του πλήρως ή μερικά απασχολούμενου εργάτη γης. (1) Η γεωργία στην Πορτογαλία, αν και σε καπιταλιστική βάση, ήταν σαφώς υπανάπτυκτη.
Το 1968, ένα σύνολο 808.804 γεωργικών εκμεταλλεύσεων ήταν διασπαρμένο σ’ ολόκληρη τη χώρα. Η μορφή τους όμως άλλαζε ριζικά απ’ το Βορρά στο Νότο. (2) Στο Νότο, ελάχιστοι μεγαλοτσιφλικάδες έλεγχαν 1.103 λατιφούντια εκτάσεως μεγαλύτερης των 500 εκταρίων. Αυτοί κατείχαν το 30 % του συνόλου της καλλιεργήσιμης γης στην Πορτογαλία. Στο Βορρά, υπήρχαν μόνο 37 λατιφούντια που ξεπερνούσαν τα 500 εκτάρια. Πάνω απ’ το μισό των ιδιοκτησιών αποτελούνταν από μικρές εκτάσεις, κάτω του 1 εκταρίου (ένα εκτάριο έχει το μέγεθος ενός ποδοσφαιρικού γηπέδου περίπου), που ήταν συνήθως άνυδρες και βραχώδεις. Σ’ αυτές, ολόκληρες οικογένειες ζούσαν μια μίζερη ζωή, καλλιεργώντας λαχανικά ή διατηρώντας σε κάποιες περιπτώσεις λίγα πρόβατα ή κανα-δυο αγελάδες. Επιβίωναν με ότι παρήγαγαν. Περίπου οι 710.000 (88 %) απ’ τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις αποτελούσαν έκταση μικρότερη των 5 εκταρίων αλλά συνολικά ανέρχονταν μόνο στο 22,6 % της γης. Κατά κάποιο τρόπο, οι εκτάσεις αυτές δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μεγάλους παρατημένους μπαξέδες. Συχνά οι οικογένειες αυτές, για να μπορέσουν να τα φέρουν βόλτα, έπρεπε να ψάξουν για δουλειά αλλού.      
Το πρόβλημα της γαιοκτησίας ήταν σύνθετο. Το 29 % περίπου του συνόλου της γης, νοικιάζονταν. Αυτό περιελάμβανε ένα μικρό τμήμα των μεγάλων λατιφούντιων του Νότου (νοικιαζόμενων σε εμπορικά συμφέροντα) και μια μεγάλη μερίδα των μικροϊδιοκτησιών του Βορρά. Στο Βορρά, 212.111 νοικιαζόμενες εκμεταλλεύσεις συνολικά κάλυπταν μόνο 332.353 εκτάρια. Δεν απαιτείται μεγάλη φαντασία για ν’ αντιληφθεί ο οποιοσδήποτε το μέγεθος της πλειοψηφίας των αγροτεμαχίων του Βορρά (για επιπλέον λεπτομέρειες που αφορούν τη μορφή της γεωργίας βλ. Παραρτήματα 15α και 15β).  
Είναι φανερό πως οι πλέον μικρές εκτάσεις ήταν υπό καθεστώς υπανάπτυξης. Το ίδιο όμως συνέβαινε και με τα μεγάλα λατιφούντια. Το 1966, υπήρχαν μόνο 18.000 τρακτέρ στην Πορτογαλία (ο αντίστοιχος αριθμός για την Ελλάδα έφτανε τις 47.000). Τα περισσότερα, όπως θα ήταν λογικό, βρίσκονταν στα μεγάλα κτήματα. Μόνο το 42 % των λατιφούντιων ήταν ποτιστικά κι επιπλέον, λίγα απ’ αυτά αρδεύονταν για να καλλιεργηθούν.
Πολλοί απ’ τους «αγροτο-καπιταλιστές» δε ζούσαν ποτέ στη γη τους, παρά μόνο την επισκέπτονταν ορισμένες φορές το χρόνο. Οι ευκάλυπτοι και τα φελλόδεντρα αποτελούσαν λύση για πολλούς, μιας κι απαιτούσαν λίγους εργάτες και μικρή φροντίδα. Άλλα λατιφούντια χρησιμοποιούνταν μόνο ως κυνηγότοποι. Ένας απ’ τους πλουσιότερους μεγαλοτσιφλικάδες, ο Μανουέλ Βίνιας, ο οποίος ήταν επίσης και μεγαλομέτοχος της SCC (ζυθοποιία), είχε εγκαταστήσει στην έπαυλή του, κοντά στο Αλκάσερ, έναν ασημένιο ουρητήρα επενδυμένο με βελούδο (και σίγουρα αντικείμενο φθόνου για τους αντιδραστικούς Ντανταϊστές).
Η γεωργία έμενε στάσιμη. Αντιπροσώπευε το 30 % του εθνικού προϊόντος το 1964 αλλά το ποσοστό της έπεσε στο 18,8 % μέχρι το 1975. Οι τεχνικές εκτροφής των ζώων ήταν πρωτόγονες και τα παραγόμενα λαχανικά αντιπροσώπευαν πάνω απ’ το μισό του συνολικού προϊόντος.
Η κατάσταση για τους εργαζόμενους ήταν ακόμα χειρότερη σε σχέση μ’ αυτά που μπορεί να υποθέσει κάποιος με βάση τις προηγούμενες περιγραφές. Η ανεργία των αγρεργατών που ήταν αρκετά μεγάλη, κρύβονταν εν μέρει απ’ τις εποχικές διακυμάνσεις. Απ’ το Νοέμβρη μέχρι το Μάρτη, δύσκολα έβρισκες δουλειά. Ο μέσος όρος του ετήσιου εισοδήματος (3.800 εσκούδα) αποκαλύπτει ένα απίστευτο, σχεδόν ασύλληπτο, επίπεδο φτώχειας.
Ο δασμολογικός προστατευτισμός αποτελούσε τον κύριο εγγυητή των κοινωνικών προνομίων. Για τ’ αγροτικά προϊόντα υπήρχε απ’ την εποχή του Σαλαζάρ και του Νέου Κράτους του. Λόγω της εξασφαλισμένης εσωτερικής αγοράς, η ανάπτυξη που είχε σημειωθεί βρίσκονταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Η Επιτροπή Εσωτερικού Εποικισμού (ο τίτλος μιλάει από μόνος του) είχε αναλάβει, απ’ τη δεκαετία του 1930, να εκπονήσει μια σειρά μελετών πάνω στο αγροτικό πρόβλημα, χωρίς ποτέ να εφαρμοστεί οποιοδήποτε απ’ τα πορίσματά της. Η βασική εισήγηση (δημιουργία μικρών «κοινοτήτων» κοντά στις πολύ μεγάλες γεωργικές εκμεταλλεύσεις) προορίζονταν απλώς στο να παρέχει έτοιμο πλεόνασμα φτηνής εργασίας και τίποτα παραπάνω.
Το Δεύτερο Πλάνο Οικονομικής Ανάπτυξης (1960) επέβαλλε μια μεταρρύθμιση. Αυτή δεν ξεπέρασε ποτέ το όριο της διανομής περιορισμένων εκτάσεων εις βάρος κάποιων απ’ τα μεγαλύτερα τσιφλίκια, πράγμα που αντιπροσώπευε μια ανεπαρκή απόπειρα του Κράτους να διατηρήσει την υποστήριξη της υπαίθρου. Όλο αυτό αφορούσε μόνο 400 εκτάρια. Το πλάνο αυτό αποτέλεσε άλλη μια μεταρρύθμιση που έμεινε στα χαρτιά απ’ την πλευρά του παλιού καθεστώτος.
Η απόσπαση της πλεονασματικής εργασίας και της υπεραξίας διασφαλίζονταν απ’ την GNR και την αστυνομία. Ο μέσος όρος των ημερομισθίων το 1968 ήταν 59 εσκούδα για τους άντρες και 30 για τις γυναίκες. Όταν ξέσπασε το μεγάλο απεργιακό κίνημα του 1953, στο Αλεντέζο, 109 χωρικοί γαζώθηκαν με πολυβόλα, επειδή απαίτησαν αύξηση του μεροκάματου. Η αγροτική ηγέτιδα Καταρίνα Εουφέμια που είχε οδηγήσει μια επιτροπή απ’ τα χωράφια στο σπίτι του επιστάτη, ζητώντας τη βελτίωση των συνθηκών, έπεσε θύμα ενέδρας της GNR και δολοφονήθηκε. Η διαμαρτυρία θεωρήθηκε κομμουνιστική ανταρσία και καταστάλθηκε με τρόπο κτηνώδη. Τέτοιες ήταν κάποιες απ’ τις μνήμες των αγρεργατών του Αλεντέζο.  
Οι κύριοι αγροτικοί θεσμοί είχαν κληρονομηθεί απ’ το παλιό καθεστώς. Αυτοί ήταν τα Σπίτια του Λαού (Casas do Povo) που, τουλάχιστον στα χαρτιά, παρείχαν κοινωνικές υπηρεσίες. Οι αγρεργάτες έδιναν κάποιες εισφορές κι έπαιρναν ελάχιστα πράγματα σ’ ανταπόδοση. Οι ιατρικές υπηρεσίες που παρέχονταν αφορούσαν μόνο εξαιρετικές περιπτώσεις ή τους πλούσιους: οι γιατροί ξαπόστελναν τους ασθενείς τους σε αναρρωτήρια (όπου τους δίνονταν το χειρότερο φαγητό) παίρνοντας μεγάλα χρηματικά ποσά για τις υπηρεσίες τους. Όπως είχε πει κι ένας αγρεργάτης, «είσαι πιο ασφαλής αν δεν πατάς το πόδι σου σε τέτοια μέρη για βοήθεια, δε δίνουν δεκάρα για το λαό». Στις 25 Απρίλη, τα Σπίτια του Λαού αποτελούσαν κενό γράμμα. Δε διέθεταν καμιά σημασία, ούτε για τον κόσμο, ούτε για την οικονομία.    
Οι Πρώτες Συγκρούσεις.
Η 25η Απρίλη δημιούργησε το δικό της κίνημα στην ύπαιθρο. Η Ένωση των Αγρεργατών της Μπέζα (Αλεντέζο) ήταν απ’ τις πρώτες που συστήθηκαν. Το Σεπτέμβρη του 1974, προτάθηκε νέα σύμβαση για τους αγρεργάτες. Έλαβαν χώρα συνομιλίες με την Ελεύθερη Ένωση Γεωργών (ALA) (3) υπό την παρουσία του Υπουργού Εργασίας, όπως και εκπροσώπων του MFA. Η νέα σύμβαση αύξησε το ελάχιστο ημερομίσθιο στα 120 εσκούδα. Ο τρίτος της όρος επέτρεπε «ν’ αναλαμβάνονται οι εν μέρει ή τελείως ανεκμετάλλευτες γαίες από ένα αριθμό αγρεργατών ο οποίος θα θεωρείτο ικανός να διασφαλίσει την καλλιέργειά τους». Αυτό ήταν κάτι που προετοίμαζε το δρόμο για την «αγροτική μεταρρύθμιση» και σίγουρα πολύ ανοιχτό όσον αφορά τον τρόπο που θα το ερμήνευε ο καθένας.
Το σύνθημα του PCP ήταν «η γη σ’ αυτούς που τη δουλεύουν!». Το Κόμμα προσπαθούσε να πετύχει την ευρύτερη δυνατή εκλογική υποστήριξη στην ύπαιθρο, απ’ αυτή των εργατών γης μέχρι των μικροϊδιοκτητών. Κατηύθυνε την κριτική του εναντίον των ιδιοκτητών των περίπου 50 μεγάλων λατιφούντιων, ζητώντας την εθνικοποίηση των κτημάτων τους. Το αίτημα αυτό περιλαμβάνονταν στο πρόγραμμα του Υπουργείου Οικονομίας. Μέσα σε 180 περίπου σελίδες, το πρόγραμμα αυτό εξέταζε με καπιταλιστικούς όρους τα προβλήματα της οικονομίας. Ο πληθωρισμός έπρεπε να σταθεροποιηθεί με την αύξηση της ανεργίας. Αυξάνοντας τις τιμές των αγροτικών προϊόντων θ’ αυξάνονταν τελικά η απασχόληση στη γεωργία. Θα προχωρούσαν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στο βιομηχανικό και αγροτικό τομέα, με εγγυημένες τιμές για τ’ αγροτικά προϊόντα. Οι επιδοτήσεις έπρεπε να κοπούν απ’ τα λατιφούντια και να διανεμηθούν σε μια ευρύτερη βάση. Η κολλεκτιβοποίηση της γης, ούτε προβλέπονταν, ούτε προωθούνταν.
Ξεπρόβαλε ένας αριθμός μικρών σωματείων και η «Ένωση των Μικρών και Μεσαίων Γεωργών» άρχισε να κερδίζει κάποια υποστήριξη. Eίχε συστηθεί απ’ το PCP προκειμένου μα κόψει υποστήριξη απ’ τoν ALA. Δραστηριοποιούνταν πιο ενεργά στο Νότιο Αλεντέζο.
 Εξαιτίας της απουσίας οργάνωσης, οι εργάτες γης απολύονταν ευκολότερα απ’ τα μεγάλα κτήματα σε σχέση με τα εργοστάσια. Στις αρχές Νοέμβρη του 1974, τριακόσιοι εργάτες γης απολύθηκαν από μια φάρμα στη Σέρπα του Αλεντέζο, αφού οι ιδιοκτήτες είχαν αρνηθεί να τηρήσουν τη νέα σύμβαση. Το σωματείο, που ήταν κάτω απ’ τον έλεγχο του PCP και του οποίου ο πυρήνας ήταν προγενέστερος της 25ης Απρίλη, οργάνωσε μια διαδήλωση στις 4  Νοέμβρη. Υποδείκνυε:
«Πρέπει να λάβουμε άμεσα μέτρα εναντίον της συστηματικής απουσίας απ’ τη δουλειά και του οικονομικού σαμποτάζ. Αυτό θα εξαφάνιζε το πλεονάζον εργατικό δυναμικό και θα βελτίωνε την παραγωγικότητα της υπαίθρου. Οι εργάτες γης αντιλαμβάνονται την κρίση που διέρχεται η χώρα, κρίση για την οποία δεν είναι υπεύθυνοι αυτοί και που οφείλεται στις φασιστικές πολιτικές και τους αποικιακούς πολέμους που διεξάγονται για τα συμφέροντα των μεγάλων καπιταλιστών. Αντιλαμβανόμαστε την πολυπλοκότητα της οικονομικής κατάστασης. Είμαστε πρόθυμοι να κάνουμε θυσίες αν κριθεί αναγκαίο. Δε θ’ ασκήσουμε πίεση για τα άμεσα αιτήματά μας. Πρέπει όμως να κάνουν θυσίες και τ’ αφεντικά επίσης. Πρέπει να συμφωνήσουν στην αύξηση των άθλιων αμοιβών μας. Έχουν αποσπάσει εξωφρενικά νοίκια. Οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να ξεχάσουν τι έκαναν τ’ αφεντικά για 48 ολόκληρα χρόνια, όμως μάλλον τ’ αφεντικά προτιμούν να το ξεχνούν».
Εμφανίστηκαν όμως και νέες δυνάμεις. Η Κόκκινη Επιτροπή του Αλεντέζο κέρδιζε υποστήριξη. Αναφέρθηκε ως εξής στην νέα συμφωνία που επεξεργάστηκαν σωματείο και κυβέρνηση:
«Οι εργάτες γης έχουν μια καινούρια σύμβαση για ένα χρόνο. Γιατί όμως η σύμβαση δεν εξασφαλίζει δουλειά κι όλα αυτά που περιλαμβάνει; Γιατί όταν βρέχει, τ’ αφεντικό πληρώνει μονάχα τη μια ώρα; Εκείνες τις μέρες δεν πρέπει να φάμε; Γιατί οι εργάτες να μπορούν ν’ απολύονται εφόσον προειδοποιηθούν δυο μέρες πριν; Γιατί τ’ αφεντικά συνεχίζουν την καλή ζωή τη στιγμή που οι εργάτες ζουν μεσ’ τη σκανδαλώδη φτώχεια; Ο καιρός του θερισμού τελειώνει κι οι ελιές μαζεύτηκαν. Τι θα γίνει όμως ύστερα; Οι οδηγοί των τρακτέρ κι οι άλλοι εργάτες πετιούνται στη δυστυχία. Πόσο ακόμα θα συνεχιστεί αυτό; Γιατί να υπάρχει διάκριση μεταξύ πλήρως απασχολούμενου κι εποχιακού εργαζόμενου; Στο τέλος-τέλος, όλοι μας είμαστε εργάτες που δουλεύουν ασταμάτητα. Μήπως δε δουλεύαμε όλη μας τη ζωή για τ’ αφεντικά; Αν δουλέψουμε ένα μήνα για ένα αφεντικό κι ύστερα αλλάξουμε εργοδότη, παύουμε να είμαστε πλήρως απασχολούμενοι; Ποιος τελικά κάνει τούτη τη διάκριση; Είναι ξεκάθαρο ότι γίνεται απ’ τ’ αφεντικά. Οι πλούσιοι λένε πως δεν μπορεί να είμαστε όλοι πλήρως απασχολούμενοι γιατί δεν υπάρχει δουλειά για όλη τη χρονιά. Αλλά τίνος σφάλμα είν’ αυτό; Ποιοι είν’ αυτοί που κρατάνε ακαλλιέργητα χιλιάδες εκτάρια για να τα χρησιμοποιούν σαν κυνηγότοπους; Ποιος βάζει άγριους ταύρους να βοσκάνε εκεί που θα ’πρεπε να σπέρνεται στάρι; Ο λαός δε θέλει να ξέρει για ταυρομαχίες. Θέλει ψωμί για τα παιδιά του. Τους άγριους ταύρους τους βάζουν σε γη που την έχει ανάγκη ο λαός. Τους παχαίνουν μόνο και μόνο για να τους σκοτώσουν στην αρένα, ενώ το κρέας λείπει απ’ τον κόσμο. Και ποιος πάει να μαζέψει τις ελιές, που τις τρώνε χιλιάδες, απ’ τα λιόδεντρα; Και ποιος τις αφήνει αμάζευτες πάνω στα λιόκλαδα; Ποιος πληρώνει για τα όπλα της “σιωπηρής Μειοψηφίας”, τα όπλα που πέρασαν απ’ τα σύνορά μας; Ποιος είν’ ο ένοχος που αρνήθηκε το ψωμί στους φτωχούς; Ποιος πάει στο εξωτερικό για ν’ αγοράσει όπλα προκειμένου να μακελέψει το λαό; Κανείς δεν τρέφει αυταπάτες για όλ’ αυτά. Η κρίση της οικονομίας θα ενταθεί. Έχοντας χάσει τα κέρδη της αποικιακής εκμετάλλευσης, η μπουρζουαζία έχει ένα μονάχα τρόπο για να διατηρήσει τα πλούτη της: να εντείνει την εκμετάλλευση στην Πορτογαλία, προκαλώντας περισσότερες απολύσεις, αυξάνοντας το φόρτο της δουλειάς, αναγκάζοντας τους εργάτες να πληρώσουν με τη μιζέρια την κρίση που η μπουρζουαζία και μόνο δημιούργησε. Κανείς δεν πρέπει να έχει αυταπάτες. Όσο θα υπάρχουν αφεντικά θα υπάρχει και φτώχεια. Δεν υπάρχει ανεργία μονάχα στο Αλεντέζο. Σ’ ολόκληρη τη χώρα, η μπουρζουαζία προχωρά σε μαζικές περικοπές. Λέγεται ότι σε κάποια μέρη, τ’ αφεντικά ενεργούν έτσι για να ξεσηκώσουν τους εργάτες ενάντια στην κυβέρνηση. Προς τα που όμως να στραφούν οι εργάτες, αφού η κυβέρνηση περνάει νόμους που επιτρέπουν στ’ αφεντικά να κάνουν τέτοια πράματα; Σύντροφοι! Ενάντια στις τακτικές της μπουρζουαζίας, οι εργάτες πρέπει ν’ απαντήσουν μ’ επαναστατική δράση. Η ενότητα μεταξύ των εργατών της πόλης και της υπαίθρου πρέπει να δυναμώσει για ν’ αποτινάξουν μια για πάντα την εξουσία των κυρίαρχων τάξεων και να δημιουργήσουν μια λαϊκή δημοκρατία που θα παραδώσει τη γη σ’ αυτούς που τη δουλεύουν, θ’ απαλλοτριώσει όλα τα λατιφούντια, θα δώσει τα εργοστάσια σ’ αυτούς που μοχθούν εκεί μέσα, και θα εθνικοποιήσει όλες τις τράπεζες έτσι ώστε ο λαός να μπορεί να διαχειρίζεται το δημόσιο χρήμα». (4) Κόκκινη Επιτροπή του Αλεντέζο, Νοέμβρης του 1974.      
Η Κόκκινη Επιτροπή εκπροσωπούσε μερικές χιλιάδες αγρεργατών απ’ την περιοχή του Κάστρο Βέρντε του νότιου Αλεντέζο. Ήταν μη κομματική. Ένα απ’ τα μέλη της συνελήφθη για το φόνο ενός μεγαλοτσιφλικά (κάποιου Κολουμπάνο που υπήρξε πράκτορας της PIDE κι ευθύνονταν για τη φυλάκιση δεκάδων τοπικών αγωνιστών). Αν κι η Επιτροπή τάσσονταν εναντίον της συνέχισης των «ατομικών μορφών δράσης», έθεσε το συμβάν στη σωστή του βάση:
«Η πράξη του συντρόφου μας, Ζοζέ Ντιόγκο, ήταν πράξη λαϊκής δικαιοσύνης, ένα χτύπημα εναντίον της αντίδρασης. Αποτέλεσε την σχεδόν αρμόζουσα απάντηση στους μεγαλοϊδιοκτήτες των κτημάτων. Και λέμε “σχεδόν αρμόζουσα” γιατί δεν είναι αυτός ο τρόπος με τον οποίο μπορούμε ν’ ανατρέψουμε το καθεστώς των ληστών που έχουν ήδη κατακλέψει το λαό. Το χτύπημα δεν μπορεί να προέλθει απ’ το χέρι ενός μεμονωμένου συντρόφου αλλά απ’ τα ενωμένα χέρια ολονών μας. Τα κίνητρα του Ζοζέ Ντιόγκο αποτελούν και δικά μας κίνητρα επίσης. Εμείς είμαστε οι εργάτες που στεκόμαστε απ’ τη μια πλευρά των οδοφραγμάτων. Στην άλλη βρίσκονται οι ληστές, οι μεγαλοτσιφλικάδες. Μετά την 25η Απρίλη, οι εργάτες διεκδίκησαν άφοβα το δίκιο τους. Προετοιμαστήκαμε για να μιλήσουμε στους ιδιοκτήτες. Αυτοί όμως δεν ήταν έτοιμοι να μιλήσουν. Ήθελαν ανοιχτή μάχη. Αν αυτό είναι που επιθυμούν, θα το έχουν. Εμείς, οι εργάτες, δεν κάνουμε πίσω. Τ’ αφεντικά φέρονται σαν άγρια θηρία. Ξέρουν ότι οι εργάτες θέλουν την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας. Ξέρουν ότι θέλουμε ν’ ανήκει η γη σ’ αυτούς που την καλλιεργούν. Σύντροφοι, η αποφασιστική μάχη που θα δοθεί εδώ στο Αλεντέζο, πλησιάζει. Ο σύντροφός μας, Ζε Ντιόγκο, αξίζει την υποστήριξή μας. Τ’ αφεντικό λέει πως αυτός ο οδηγός τρακτέρ δολοφόνησε τον Κολουμπάνο. Η αλήθεια του αφεντικού ανήκει στη μια πλευρά, η αλήθεια των εργατών είναι άλλη. Κι η δικιά μας αλήθεια είναι τούτη: ένας εργάτης υπεράσπισε το δικαίωμά του στη δουλειά χτυπώντας ένα βαμμένο φασίστα. Ο Κολουμπάνο, παλιός φίλος του Σαλαζάρ, ήταν πασίγνωστος πράκτορας της PIDE. Ας δείξουμε ότι το όπλο του Ζε Ντιόγκο είναι όπλο όλων των εργατών. Τέλος στη δυστυχία. Για το δικαίωμα στη δουλειά. Αλληλεγγύη στο Ζε Ντιόγκο. Ναι στη λαϊκή δικαιοσύνη, όχι στο φασισμό. Ζήτω η εργατική τάξη». (5)    
Ο Ντιόγκο συνελήφθη απ’ τα ΜΑΤ. Απελευθερώθηκε λίγο μετά, μόνο και μόνο για να ξανασυλληφθεί απ’ το MFA. Θ’ αντιμετώπιζε τελικά κατηγορίες, προς στιγμήν όμως ολόκληρο το νομικό σύστημα βρίσκονταν σε χαώδη κατάσταση, αμφιταλαντευόμενο μεταξύ των παλιών πολιτικών δικαστηρίων και των αποφάσεων του MFA.
Παίρνοντας τη Γη.
Στα τέλη Γενάρη του 1975, η εφημερίδα Α Καπιτάλ δημοσίευσε ένα άρθρο που συνοδεύονταν απ’ τη φωτογραφία μιας κατάληψης γης, στο Οουτέιρο (κοντά στη Μπέζα του Αλεντέζο), που πραγματοποιήθηκε από μια ομάδα ένοπλων αγρεργατών. Ακολούθησαν σύντομα κι άλλες καταλήψεις. Η COPCON συχνά αφόπλιζε τις εμπλεκόμενες ομάδες αλλά δεν προσπαθούσε να τις βγάλει απ’ τα κτήματα.
Οι καταλήψεις πήραν δύο ξεχωριστές μορφές που εξαρτώνταν απ’ την κάθε περιοχή. Βασικά, επρόκειτο για την επανοικειοποίηση νοικιασμένων εκτάσεων απ’ την πλευρά των ενοικιαστών που είχαν υποστεί έξωση ή τη συλλογική κατάληψη από εργάτες γης.  
Στο Αλκάσερ ντο Σαλ, στο δυτικό Αλεντέζο, θ’ ανακαταλαμβάνονταν ορισμένα πολύ μεγάλα κτήματα. Η γη ήταν είτε νοικιασμένη σ’ ενοικιαστές που καλλιεργούσαν τότε μικρές εκτάσεις, είτε χρησιμοποιούνταν για την καλλιέργεια λιόδεντρων ή ευκάλυπτων. Μεγάλα τμήματα των κτημάτων πήγαιναν χαμένα. Ενοικιαστές που δούλευαν τη γη για σαράντα περίπου χρόνια, είχαν πρόσφατα υποστεί έξωση. Αρχικά, τρεις-τέσσερις απ’ αυτούς διεκδίκησαν το βιος τους ...καταλαμβάνοντάς το. Κάποιοι άλλοι, έχοντας πάρει θάρρος, έπραξαν το ίδιο. Καλέστηκε έπειτα μια μεγάλη συνάντηση, στην οποία ακούστηκαν διάφορες προτάσεις. Η μια έλεγε να δουλευτεί η γη ατομικά κι ο κάθε ενοικιαστής να είναι υπεύθυνος για το κομμάτι του κτήματος που καλλιεργούσε και πριν. Κάποιοι άνεργοι αγρεργάτες διαφώνησαν. Επιθυμούσαν μια «λύση» που θα περιελάμβανε κι αυτούς. Τελικά, αποφασίστηκε να συσταθεί μια κοπερατίβα και να ενωθούν όλα τα κομμάτια. Δόθηκαν οδηγίες στην GNR να μην αναμιχθεί και το τοπικό Δημοτικό Συμβούλιο που ελέγχονταν απ’ το MDP υποσχέθηκε βοήθεια. Κάποια απ’ τους ηγέτες, ονόματι Μαρία, περιέγραψε τα γεγονότα ως εξής:
«Παλιότερα, επειδή δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι, μέναμε ήσυχοι. Μετά όμως απ’ την 25η Απρίλη, συζητούσαμε γι’ αυτά τα χωράφια που κάποτε ανήκαν σε άλλους. Δώσαμε μια λίστα με τους πρώην ενοικιαστές στο Δημοτικό Συμβούλιο. Η Δόνα Λάουρα Καρράκας (η ιδιοκτήτρια) αρνήθηκε να παρευρεθεί στη συνάντηση. Αποφασίσαμε να καταλάβουμε τα χωράφια... Η γη μοιράστηκε σε 90 από μας... Σκεφτήκαμε να φτιάξουμε μια κοπερατίβα και να ενωθούμε με τις υπόλοιπες καταλήψεις, δημιουργώντας μια ακόμα μεγαλύτερη κοπερατίβα. Αρχίσαμε να δουλεύουμε τη γη κι ελπίζουμε ν’ αποκτήσουμε ένα τρακτέρ». (6)
Κοντά στο Σανταρέμ, στα βόρεια της Λισαβόνας, έγιναν τα ίδια. Στο Καρράσκαλ, το Γενάρη του 1975, 100 περίπου εργάτες γης και πρώην ενοικιαστές, κατέλαβαν μια φάρμα που είχε αγοραστεί το 1969 απ’ τον Αουγκούστο Φελίξ ντα Κόστα (αυτός είχε διώξει όλους τους ενοικιαστές κι ένα τμήμα του τοπικού πληθυσμού είχε αναγκαστεί να μεταναστεύσει). Ο ιδιοκτήτης αποχώρησε. Στάλθηκε μια αντιπροσωπεία στο MFA που επικύρωσε την κατάληψη.
Το δεύτερο είδος κατάληψης πραγματοποιήθηκε αποκλειστικά από εργάτες γης. Η γη του Δούκα του Λαφφές για παράδειγμα, είχε αφεθεί ανεκμετάλλευτη επί μακρόν. Οι εργάτες του Αλκοέντρε, στο Ριμπατέζο, είχαν υποφέρει πολλά απ’ αυτό. Κατέλαβαν τη γη, φτιάχνοντας τις κοπερατίβες της Τόρρε Μπέλα και της Αμεϊσοέιρα
«Όταν ο λαός χρειάζεται φαγητό, αποτελεί έγκλημα το να παρατάς τη γη ακαλλιέργητη ή να τη γεμίζεις μ’ ευκάλυπτους. Με ποιο δικαίωμα αφήνουν οι καπιταλιστές τη γη σε τέτοια κατάσταση;», ρωτούσαν οι εργάτες. Αφού κατέλαβαν τα κτήματα, απαίτησαν κάποια παλιά γεωργικά μηχανήματα που ανήκαν σε μια κοντινή αγροτική φυλακή. «Οι αγρεργάτες απαιτούν να τεθούν αυτά τα μηχανήματα που είναι παρατημένα, στην υπηρεσία του λαού. Τώρα απλά σκουριάζουν. Υπάρχουν εκτάσεις που διευθύνονται απ’ την αγροτική φυλακή, οι οποίες δεν καλλιεργούνται. Αυτές θα μπορούσαν να τεθούν στη διάθεση των εργατών του Αλκοέντρε που σκέφτονται να οργανωθούν σε μια κοπερατίβα. Η κολλεκτιβοποίηση κι η κοινωνικοποίηση αυτών των χωραφιών αποτελούν το μόνο τρόπο να παραχωρηθεί ο έλεγχος στους παραγωγούς».   
Αντιμέτωπο με τα γεγονότα αυτά, τα οποία προσπάθησε αλλά δεν κατόρθωσε να ελέγξει, το PCP κατήγγειλε τις προηγούμενες καταλήψεις ως «αναρχικές». Πρότεινε ν’ αναληφθεί ο έλεγχος κι η διαχείριση όλων των μελλοντικών καταλήψεων απ’ τα σωματεία (τα οποία και έλεγχε).
Οι εργάτες όμως δεν ακολούθησαν αυτές τις υποδείξεις. Οι περισσότερες απ’ τις καταλήψεις που θ’ ακολουθούσαν, θα προέρχονταν ή θα οργανώνονταν από πρόσφατα απολυμένους εργάτες. Στην Κασέμπρες (κοντά στην Αλκασέρ του Αλεντέζο), οι εργάτες κατέλαβαν τη γη στην ενορία της «Παναγιάς της Μασέντε». Το PCP, τ’ οποίο ήταν παρόν στην πρώτη συνάντηση, τους συμβούλεψε ν’ αποφύγουν την κατάληψη. Κάποιος Λοχαγός Καρντόσο απ’ το MFA, δήλωσε ότι «αν οι εργάτες άπλωναν το χέρι τους, ειδικά πάνω σ’ αυτές τις γαίες, θα κατέληγαν όλοι τους στη φυλακή». Ένα μέλος του PCP ειδοποίησε την τοπική φρουρά της Εβόρα και στάλθηκε στρατός για να σταματήσει τη συγκεκριμένη ενέργεια. Κανονίστηκε μια συνάντηση των εργατών και μιας ομάδας μικρών γεωργών της περιοχής, η οποία επίσης συμβούλεψε τους πρώτους ν’ αποφύγουν την κατάληψη. Οι εργάτες προσέφυγαν στην COPCON που πρόσφερε την υποστήριξή της. Οι γυναίκες που είχαν αποχωρήσει απ’ τη συνάντηση, συγκέντρωσαν τους άντρες και προχώρησαν στην κατάληψη. Η αμφισβητούμενη γη ανήκε στον Δον Ζοάο ντε Νορόνια, ένα μεγαλοτσιφλικά. Προς το παρόν, το ζήτημα αφορούσε 1.500 περίπου εκτάρια. Αργότερα, μετά τις 11 Μάρτη, καταλήφθηκε το σύνολο των 4.000 εκταρίων του κτήματος. Όπως και σε πολλές άλλες καταλήψεις, ήταν οι γυναίκες που πήραν την πρωτοβουλία.    
Υπήρξαν πολλές ακόμα παρόμοιες περιπτώσεις (στο Μόντε ντα Βίρτζεμ, στη Βεντίνια και στο Ρεγκουένγκος ντε Μονσαράζ, για ν’ αναφέρουμε κάποιες απ’ αυτές). Αφού οι καταλήψεις ολοκληρώνονταν, θα εμφανίζονταν συνήθως το σωματείο στο προσκήνιο, προσπαθώντας να περάσει κάποια «συγκεκριμένα αιτήματα», όπως τη 45ωρη βδομάδα δουλειάς ή τον ελάχιστο εγγυημένο μισθό. Στη διαδήλωση της Μπέζα, στις 2 Φλεβάρη 1975, ο Υπουργός Γεωργίας Εστέβες Μπέλο εξέφρασε την κυβερνητική γραμμή:
«Η χώρα προς το παρόν εισάγει πολλά αγροτικά προϊόντα για κατανάλωση σε εθνική κλίμακα. Ολόκληρη η γη πρέπει να καλλιεργείται πλήρως ώστε να δημιουργήσει καινούριο πλούτο. Το κράτος θα αναλάβει την απαλλοτρίωση της γης των μεγαλοκτηματιών. Οι γαίες αυτές θα διανεμηθούν απ’ το κράτος. Στα κτήματα αυτά θα συντελεστεί μια πραγματική πολιτιστική επανάσταση, η οποία τελικά θα εξασφαλίσει τη μέγιστη παραγωγικότητα. Οι ιδιοκτήτες θα υποχρεωθούν να συνεργαστούν. Το κράτος συμφωνεί και υποστηρίζει τις καταλήψεις της γης που δεν καλλιεργούνταν μέχρι τώρα».
Δε θα καταλαμβάνονταν όμως όλα τα μεγάλα κτήματα: «Υπάρχουν και κτηματίες που κάνουν τη δουλειά τους. Αυτοί αξίζουν το σεβασμό μας».  
Είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή του ένα μοντέλο σύμφωνα με το οποίο κάθε αυθόρμητος αγώνας οδηγούσε σε παρέμβαση του κράτους, διευρύνοντας κι ενισχύοντας έτσι το πεδίο του κοινωνικού ελέγχου απ’ την πλευρά του. Θα επιστρέψουμε σ’ αυτό το θέμα αργότερα. Το συγκεκριμένο κρατικο-καπιταλιστικό πρόγραμμα υποστηρίχτηκε απ’ όλα τα πολιτικά κόμματα της συγκυβέρνησης. Οι καταλήψεις της ακαλλιέργητης γης συνεχίστηκαν. Ορισμένοι γαιοκτήμονες που έβλεπαν μακρύτερα υποστήριξαν πράγματι το κίνημα, παραχωρώντας επιλεγμένα τμήματα των κτημάτων τους στους εργαζόμενους.
Σημαντικότερες ήταν οι κινήσεις που έγιναν από αυτόνομες ομάδες όπως η Κόκκινη Επιτροπή του Αλεντέζο. Μετά τα PCP και MDP, ήταν οι ομάδες που τις υπολόγιζαν περισσότερο. Τα PCP και MDP ήταν σημαντικά, όχι λόγω της μαζικής υποστήριξης που τύγχαναν, αλλά επειδή  ασκούσαν τον έλεγχο στις παλιές δομές της γεωργίας: τις Επιτροπές, τα Σπίτια του Λαού και τα διευθυντικά κέντρα. Η Κόκκινη Επιτροπή, όπως και άλλες, ήταν σημαντικές επειδή μπορούσαν να εκφράσουν καλύτερα τις προσδοκίες των απλών εργατών γης.  
Σ’ αυτό το στάδιο, δεν υπήρξε κάποια σοβαρή απόπειρα να επιβληθεί η κολλεκτιβοποίηση της γης ή να καταργηθούν οι καπιταλιστικοί τρόποι διανομής της. Τα ζητήματα αυτά παρέμεναν αυστηρά στο επίπεδο συζητήσεων αριστερών διανοουμένων. Τα PCP και MDP αποδέχονταν την κολλεκτιβοποίηση στη θεωρία αλλά δεν αποπειράθηκαν (ούτε πριν, ούτε μετά τις 11 Μάρτη) να την εφαρμόσουν στην πράξη. Ορισμένες απ’ τις σαρωτικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνταν απ’ τα κάτω, στην πραγματικότητα ανακόπτονταν ή καταγγέλλονταν απ’ το PCP.
Στο Βορρά, η κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική. Εκεί, υπήρχε ο μεγαλύτερος αριθμός μικρο-ιδιοκτησιών και η πολιτική άγνοια με τους φόβους του παρελθόντος υποχωρούσαν πολύ πιο δύσκολα. Οι ιδιοκτήτες των εκτάσεων και πρώην μέλη του ANP, στις πλούσιες αμπελοκαλλιεργούμενες περιοχές της κοιλάδας του Ντούρο, ήταν τώρα μέλη του CDS ή του PPD. Οι εργάτες παρέμεναν αφημένοι μέσα στην παλιά ανασφάλειά τους. Η Εκκλησία, στις περισσότερες περιπτώσεις, ήταν αντικομμουνιστική, κι ο «κομμουνισμός» στην προκειμένη αναπαριστούνταν με τη μορφή του PCP. Όλο αυτό έπαιρνε σάρκα και οστά ανοιχτά μέσω κηρυγμάτων και φυλλαδίων του CDS. Οι απογευματινές εφημερίδες του Πόρτο ή της Λισαβόνας σπάνια έφταναν σ’ εκείνες τις περιοχές, κι όταν το κατόρθωναν, το έκαναν με καθυστέρηση αρκετών ημερών. Το 35 % του πληθυσμού, ίσως και παραπάνω, ήταν αναλφάβητο.  
Δύο ήταν οι δυνάμεις που ξεπήδησαν προς αμφισβήτηση της παραπάνω κατάστασης. Η πρώτη ήταν το MFA, που απ’ το Σεπτέμβρη του 1974 εγκαινίασε αυτό που αποκαλούνταν εκστρατεία  «Πολιτιστικής Δυναμοποίησης». Ομάδες υποστηριχτών του MFA θα έμπαιναν στα χωριά, παίζοντας επαναστατικά τραγούδια και συζητώντας με τον κόσμο τα προβλήματά του. Θα εξηγούσαν τι σήμαινε η 25η Απρίλη: όλοι θα μπορούσαν να λένε ελεύθερα τη γνώμη τους, τώρα που οι πράκτορες της PIDE ήταν στη φυλακή. Γενικά, οι επισκέψεις αυτές υπήρξαν πετυχημένες, παρόλο που συχνά, ο μόνος που άνοιγε το στόμα του ήταν ο «προύχοντας» του χωριού. Κάποιες φορές, οι συγκεντρώσεις συνοδεύονταν από απρόβλεπτα, τα οποία κάποτε μεταδίδονταν κι απ’ την τηλεόραση. Σε κάποιο χωριό για παράδειγμα, έφτασε το MFA, είπε τα τραγούδια του, μίλησε για την 25η Απρίλη κι ύστερα ζήτησε απ’ τους κάτοικους να μιλήσουν. Ένας γέρος είπε πως στο χωριό υπήρχαν ελάχιστα προβλήματα. Όταν το MFA αντέτεινε πως όλο και κάποια προβλήματα θα υπήρχαν σίγουρα, ο γέρος απάντησε πως δεν υπήρχε κανένα. «Μονάχα κανά-δυο κομμουνιστές αλλά αυτό δεν είναι και κανά σπουδαίο πρόβλημα».
Άλλη μια δύναμη στην ύπαιθρο αντιπροσώπευαν οι φοιτητές. Εκμεταλλευόμενη τη ζήτηση για ανώτερες σπουδές, η κυβέρνηση αποφάσισε ότι πριν ο οποιοσδήποτε περάσει στο πανεπιστήμιο, σε τεχνική σχολή ή στη γεωπονική, έπρεπε να δουλέψει σε γεωργικές εργασίες για ένα έτος. Η ιδέα ήταν να σταλούν μορφωμένοι νέοι στις περιφέρειες, να διδάξουν τους υπόλοιπους και να τους μεταδώσουν ότι ήξεραν. Αυτό αφορούσε περίπου 28.000 σπουδαστές. Το σχέδιο αυτό υποστηρίχτηκε απ’ την UEC, τη σπουδαστική του PCP.
Αυτή η Πολιτική Υπηρεσία (Servico Civico) επικρίθηκε απ’ τους περισσότερους σπουδαστές κι επίσης τόσο από αριστερές, όσο κι από δεξιές θέσεις. Επικρίθηκε ταυτόχρονα κι απ’ τους αγρεργάτες και τους γεωργούς του βορρά ως «προσβλητική». Οι δεξιοί σπουδαστές εναντιώθηκαν στο πλάνο επειδή έθετε σε κίνδυνο τα κοινωνικά προνόμια των νέων της μεσαίας και ανώτερης τάξης: ο μόνος τρόπος ν’ αποφύγουν την Πολιτική Υπηρεσία ήταν να παραιτηθούν ομαδικά απ’ την είσοδό τους στο πανεπιστήμιο. Οι αριστεροί σπουδαστές κριτίκαραν το σχέδιο από διάφορες θέσεις. Η οργάνωση εκπαιδευτικών του MES έβγαλε μια ανακοίνωση που συνόψιζε αυτές τις θέσεις απέναντι στο σχέδιο (βλ. Παράρτημα 16). Αυτό που απέρριπταν οι αριστεροί σπουδαστές δεν ήταν η αρχή της Πολιτικής Υπηρεσίας αλλά η οργάνωση κι ο σχεδιασμός της από μια καπιταλιστική Κυβέρνηση.
Οι σπουδαστές των «αγροτικών σχολών» σε κάποια φάση κατέλαβαν τις σχολές τους. Υποστήριζαν τα εξής: α) ότι δε θ’ αναλάμβαναν δουλειά που θα μπορούσε να γίνει από εργάτες γης, οι οποίοι μπορεί ν’ απολύονταν, και β) ότι θα έπρεπε να έχουν πλήρη αυτονομία απ’ το MFA κι απ’ τους πολιτικούς των κομμάτων. Θα εφάρμοζαν μόνο τις αποφάσεις που θα λαμβάνονταν από κοινές συνελεύσεις αγρεργατών και σπουδαστών. Παρόλ’ αυτά, χιλιάδες σπουδαστές σκορπίστηκαν στην ύπαιθρο, διδάσκοντας και δουλεύοντας στα χωράφια. Αποτελούσαν ένα μικρό στρατό μαχητών που «βοήθησαν» στις καταλήψεις και το σχεδιασμό. Η εκπαίδευση στις αγροτικές τεχνικές πήγαινε χέρι χέρι με την ανάλυση του εδάφους και την «αγκιτάτσια». Κουβεντιάζονταν επίσης κι άλλα προβλήματα, όπως η διανομή των τροφίμων  στις πόλεις.  
Η κολλεκτιβοποίηση της γης παρέμενε όμως προϋπόθεση για κάθε μορφή αναδιοργάνωσης της γεωργίας. Ενώ θεωρητικά αυτό δε θ’ αποδεικνύονταν αξεπέραστο πρόβλημα για τα λατιφούντια του νότου, θα ήταν μια πολύ δύσκολη υπόθεση στο βορρά.
VII. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΚΑΚΙΕΡΑ
Η Δεξιά.
Το MFA αποτελούσε το πραγματικό κέντρο της λήψης αποφάσεων στη διάρκεια της περιόδου που προηγήθηκε των πρώτων εκλογών (Απρίλης 1975), μιας περιόδου που αυτό το ίδιο επρόκειτο να περιγράψει ως «προ-δημοκρατική». Όμως ούτε οι ένοπλες δυνάμεις γενικά, ούτε το MFA ήταν σώματα που διέπονταν από ομοιογένεια. Αντιπροσώπευαν διάφορες ιδεολογικές και ταξικές θέσεις. Αυτό όμως ήταν κάτι που θα γίνονταν φανερό στον καθένα πολύ αργότερα.
Τα πολιτικά κόμματα υιοθέτησαν πιο φανερά αποκλίνοντες στόχους και γρήγορα φάνηκαν να μονοπωλούν τον αγώνα για την εξουσία. Ήταν αυτές ακριβώς οι πολιτικές (μη στρατιωτικές) οργανώσεις που επρόκειτο ν’ αγωνιστούν στις εκλογές (ή κι ενάντια στις εκλογές) και που επρόκειτο να εκφράσουν ποικίλα εναλλακτικά μοντέλα κοινωνικής αναδόμησης.  
Τον Ιούλη του 1974 υπήρχαν 70 με 80 πολιτικά κόμματα. Μετά τις 28 Σεπτέμβρη, θα διακόπτονταν η λειτουργία ορισμένων δεξιών οργανώσεων ή θα συγχωνεύονταν με άλλες. Με τους Τομάς και Καετάνο να έχουν διαφύγει, η παλιά δεξιά τελούσε υπό διάλυση. Οι  προϋπάρχουσες διαφωνίες μέσα στο στρατόπεδο του Καετάνο είχαν έρθει στο προσκήνιο. Το παλιό ΑΝΡ δεν αποτελούσε ποτέ ένα συμπαγές σώμα. Οι πρώην εκπρόσωποί του βρήκαν τώρα καταφύγιο σε μια πλειάδα κομμάτων. Μακράν το ισχυρότερο και πλέον δραστήριο ήταν το CDS, ιδρυμένο απ’ τον Φρέιτας ντο Αμαράλ, πρώην σύμβουλο του Καετάνο και καθηγητή του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Λισαβόνας. Στα υπόλοιπα ιδρυτικά μέλη συμπεριλαμβάνονταν οι Πιντάντο, Μπραντάο και Μασάντο, όλοι τους πρώην εκπρόσωποι του ρεύματος του παλιού συντηρητισμού. Το CDS υποστηρίζονταν απ’ την καθολική οργάνωση  Όπους Ντέι κι από ορισμένους ιερείς, ειδικότερα δε στο Βορρά. Χρηματοδοτούμενο απ’ το τραστ της CUF και την οικογένεια ντε Μέλο, το CDS χρησιμοποιούσε όλες τις διαθέσιμες σύγχρονες τεχνικές του πολιτικού «μάρκετινγκ»: έξυπνες αφίσες, διαφημίσεις, φιλμ και βίντεο. Δημοσίευσε το πρόγραμμά του στην εφημερίδα Ντιάριο ντε Νοτίσιας της 25ης Νοέμβρη, καταλαμβάνοντας δύο ολόκληρες σελίδες. Υποστήριζε την κρατική συνδρομή στους τομείς της υγείας, της παιδείας κτλ. Η στρατηγική του ήταν να ξεκινήσει απ’ την επαρχία, όπου η ενασχόληση με την πολιτική δεν ήταν ιδιαίτερα έντονη, δουλεύοντας παράλληλα για τη διοργάνωση ενός συνεδρίου στη Λισαβόνα. Οι περιφερειακές εκδόσεις του CDS έκαναν λόγο για «κομμουνιστική κατάληψη της Λισαβόνας» και «των υπερπόντιων εδαφών μας που κατακλύζονται από ερυθρούς τρομοκράτες».
Το PDC (Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα) αποτελούσε άλλο ένα κατάλοιπο του παλιού καθεστώτος. Ίσως ο πραγματικός εκπρόσωπος του παλιού φασιστικού κινήματος, βρίσκονταν στα δεξιότερα ακόμα και του CDS. Το είχε ιδρύσει ο ίδιος ο Σαλαζάρ μετά το πραξικόπημα του 1926. Πολλοί απ’ τους υποστηρικτές του ήταν παλιότερα – κι εξακολουθούσαν να είναι- μέλη του Πορτογαλικού Συνδέσμου Βιομηχάνων (CIP). Το κόμμα ισχυρίζονταν πως είχε 37.000 μέλη στο Βορρά (το Δεκέμβρη του 1974), αν και είναι πιθανό ο αριθμός αυτός να  είναι φανταστικός. Υποστήριζε ένα προεδρικό σύστημα, με το Σπίνολα ως Πρόεδρο, και χρησιμοποιούσε το δεξιό σύμβολο του Κελτικού (Γαελικού) Σταυρού (τ’ οποίο χρησιμοποίησαν κι οι Σταυροφόροι). Το PDC διέθετε απίστευτα δραστήριους συνθηματογράφους: οι τοίχοι της Λισαβόνας είχαν καλυφτεί απ’ τ’ αρχικά του. Συνδέονταν μέσω ανοιχτής συμμαχίας με την Καθολική Εκκλησία. Από πολλές απόψεις το PDC εκπροσωπούσε την καθαρότερη μορφή της Σαλαζαρικής ιδεολογίας.
Άλλα γκρουπούσκουλα της ακροδεξιάς χαρακτηρίζονταν από ασθενή οργάνωση, χωρίς όμως ν’ αποτελούν και απόλυτα ασήμαντες οντότητες. Προέρχονταν από κομμάτια του παλιού κατασταλτικού μηχανισμού του κράτους. Μικρές ομάδες αποτελούμενες από πρώην μέλη της (Πορτογαλικής) Λεγεώνας, της PIDE και μικρούς επιχειρηματίες που ήταν ακόμα σε θέση να συγκεντρώσουν αρκετά χρήματα (και οπλισμό), συνιστούσαν πηγή κινδύνου. Το Φιλελεύθερο Κόμμα («Ο Κομμουνισμός είναι χειρότερος του Φασισμού»), το Κόμμα της Προόδου (πρώην Φεντεραλιστικό Κόμμα) και το Πορτογαλικό Λαϊκό Κίνημα ήταν αρκετά δραστήρια ώστε να εμπλακούν με το φιάσκο της 28ης Σεπτέμβρη. Την αναξιοπιστία τους την κάλυπταν πίσω απ’ τα αξιόπιστα οπλοστάσιά τους. Στα μάτια τους, πίσω απ’ την 25η Απρίλη βρίσκονταν η ανικανότητα του Καετάνο, τον οποίο κατηγορούσαν ως «φιλελεύθερο» κι υπεύθυνο για την πολυ-φυλετικότητα που επικρατούσε στις αποικίες. Άλλες ομάδες, όπως το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (PSDI) εκπροσωπούσαν τον κόσμο των μεσαίων επιχειρηματιών. Καθοδηγούμενο απ’ τον πρώην Πρωθυπουργό Πάλμα Κάρλος, είχε κι αυτό προσπαθήσει να «σταματήσει την αριστερή πλημμυρίδα». Όμως αυτές οι οργανώσεις ήταν ανίκανες να συμφωνήσουν μεταξύ τους (εκτός απ’ την περίπτωση της 28ης Σεπτέμβρη) και παρέμεναν αδύναμες.  
Η κομματική νεολαία του CDS αποπειράθηκε να συγκεντρωθεί στις 4 Νοέμβρη 1974, σε κάποιο θέατρο της Λισαβόνας, πολύ κοντά στην παλιά έδρα της PIDE. Το MRPP διαδήλωσε έξω απ’ το θέατρο, φωνάζοντας «Η PIDE δολοφονούσε σ’ αυτό το δρόμο» και «Λαϊκή ενότητα ενάντια στο φασισμό». Οι διαδηλωτές σχημάτισαν αλυσίδες στο δρόμο για ν’ αντιμετωπίσουν τα ΜΑΤ που είχαν καταφτάσει. Η αστυνομία επιτέθηκε κάνοντας χρήση δακρυγόνων. Οι Μαοϊκοί απάντησαν με πέτρες, οπότε η αστυνομία πυροβόλησε στο πλήθος αφήνοντας έναν νεκρό και δεκαέξι τραυματίες. Ανάμεσα στους τραυματίες ήταν κι ο Σαλντάνια Σάντσεζ, διευθυντής της εφημερίδας του MRPP, Λούτα Ποπουλάρ, που είχε αποφυλακιστεί μετά απ’ την 28η Σεπτέμβρη, ως αποτέλεσμα της πίεσης της αριστεράς. Στις 9 το βράδυ, οι εξαγριωμένοι διαδηλωτές βάδισαν εναντίον των κεντρικών γραφείων του CDS, παραβίασαν την κύρια είσοδο και κατέστρεψαν όλα τα έγγραφα και τα αρχεία, απαλλοτριώνοντας τους πολύγραφους και τον υπόλοιπο εξοπλισμό.
To CDS ισχυρίστηκε ότι ζήτησε τη βοήθεια της COPCON, χωρίς όμως να βρει ανταπόκριση. Όταν η COPCON κατέφτασε, επευφημήθηκε απ’ το πλήθος. Δεν έγινε καμιά σύλληψη. Το όλο  επεισόδιο φανέρωσε μια σύγχυση στην τακτική αμφότερων των πλευρών. Το MES χαρακτήρισε την ενέργεια «επιδεικτική» και κάλεσε «σε αγώνες εναντίον συγκεκριμένων μορφών του καπιταλισμού και της εκμετάλλευσης».
Tο Κέντρο.
Κατά τους πρώτους έξι μήνες όλα τα πολιτικά κόμματα τύχαιναν ισότιμης μεταχείρισης απ’ τον δεσπόζοντα αριστερό τύπο. Μια διακήρυξη του PRP θα έπιανε τόσο χώρο όσο και μια αντίστοιχη του PPD ή του Σ.Κ. Η «επαναστατική» αριστερά καλούσε σε πορείες κι από πολλές απόψεις είχε τον έλεγχο στους δρόμους, ενώ τα κεντρώα κόμματα (PPD, Σοσιαλιστικό αλλά και το PCP) είχαν τον έλεγχο της κυβέρνησης.
Το πρώτο συνέδριο του Σ.Κ., στις 13 Δεκέμβρη 1974, έγινε αντικείμενο καταιγισμού αδερφικών χαιρετισμών απ’ όλα τα κόμματα της Δευτέρας Διεθνούς. Επίτιμος καλεσμένος ήταν ο Σαντιάγκο Καρίγιο που μίλησε εκ μέρους του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Αυτός ο ανέξοδος «διεθνισμός» έδωσε στο Σ.Κ. κάποια επίφαση πολιτικής ρώμης. Το συνέδριό του όμως αποκάλυψε επίσης και την αδύναμη δομή επί της οποίας είχε οικοδομηθεί. Εσωτερικές διαφωνίες που αφορούσαν σημαντικά θέματα, όπως η σχέση του κόμματος με την Εκκλησία ή τις αριστερές οργανώσεις, απειλούσαν με κατάρρευση ολόκληρο το οικοδόμημα. Ο Μάριο Σοάρες υπήρξε πάντα μέλος της ελίτ της Λισαβόνας. Στην οικογένειά του ανήκε το Κολέτζιο Μοντέρνο, ένα κλειστό ιδιωτικό σχολείο, στ’ οποίο είχαν φοιτήσει πολλοί απ’ τους τωρινούς επαγγελματίες πολιτικούς. Στο φέρσιμό του και στο λόγο του διακρίνονταν όλα τα χαρακτηριστικά της μεσαίας τάξης. Ήταν κατ’ εξοχήν οπορτουνιστής, πάντα σ’ επαφή με τη βάση του κόμματος και πραγματικός μάστορας στον κατευνασμό των παθών.  
Στο GAPS (μια οργανωμένη τάση μέσα στο Σ.Κ.) συμμετείχαν κάποια μέλη της οικογένειας του ίδιου του Σοάρες. Η τάση αυτή είχε υποστηρίξει τους Μαοϊκούς σε κάποιες διαδηλώσεις. Πολλοί υποστηριχτές του CDE είχαν προσχωρήσει στο Σ.Κ. μετά την 25η Απρίλη και βρίσκονταν στ’ αριστερά της ηγεσίας. Πράγματι, λίγο μετά το πρώτο συνέδριο, προέκυψε μια μεγάλη ρήξη στις τάξεις του Σ.Κ. που οδήγησε 3.000 μέλη του έξω απ’ αυτό. Η νέα οργάνωση (FSP: Λαϊκό Σοσιαλιστικό Μέτωπο) δήλωνε ότι «το διακύβευμα δεν ήταν απλά ζήτημα ηγεσίας ή προσωπικοτήτων, ήταν ο ταξικός αγώνας». Καθοδηγούμενη απ’ τον Μανουέλ Σέρρα, η οργάνωση πλησίασε τα MES και LUAR. Διαμόρφωσε ένα πρόγραμμα έντεκα σημείων, επιτιθέμενη εναντίον «μιας προσωπολατρίας που υπερασπίζονταν με ωραίες μαρξιστικές φράσεις, τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης». Όπως και πολλές άλλες οργανώσεις, το FSP υπερασπίστηκε «τη Συμμαχία του MFA με το λαό».   
Ο Σοάρες ήταν ο αγαπημένος της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας. Το κόμμα του δέχτηκε οικονομική βοήθεια απ’ όλα τα μεγάλα κόμματα της Δευτέρας Διεθνούς κι ειδικά απ’ το Βρετανικό Εργατικό Κόμμα και το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Ο Έντουαρντ Κέννεντυ απέστειλε θερμά τηλεγραφήματα και το Φλεβάρη του 1975, παρακολούθησε πράγματι μια συζήτηση στρογγυλής τραπέζης με τους ηγέτες του Σ.Κ..
Η διάσταση θέσεων PCP και Σ.Κ. στο θέμα της συνδικαλιστικής οργάνωσης αντανακλούσε τις διαφορές αντιλήψεων σχετικά με το μέλλον που οραματίζονταν. Το PCP έβλεπε το μέλλον με όρους κρατικού καπιταλισμού ενώ το Σ.Κ. υπερασπίζονταν τη «μικτή οικονομία». Η αντίθεση αυτή αποτελούσε και την κύρια αιτία της δημοφιλίας του Σ.Κ. ανάμεσα στους ανά τον κόσμο καπιταλιστές. Το Σ.Κ. δρούσε λιγότερο συκοφαντικά σε σχέση με το PCP και έπιανε καλύτερα το γενικό παλμό. Μπόρεσε, για παράδειγμα, να καταγγείλει τη δίωξη των Μαοϊκών (αν και διά της πλαγίας οδού: «Τέτοιες ομάδες είναι ασήμαντες»). Τα μέλη του ποτέ δεν είδαν με καλό μάτι τον τρόπο με τον οποίο το PCP διεξήγαγε τις συκοφαντικές αντιαπεργιακές εκστρατείες του. Το Σ.Κ. υποστήριξε την απεργία της CTT τον Ιούλη, ενώ το PCP την είχε καταγγείλει με τρόπο οξύτατο. Μπροστά στους υπερσυντηρητικούς «κομμουνιστές», αυτό φάνταζε προοδευτικότατο.
Το κάλεσμα όμως του Σ.Κ. υπέρ της «πλουραλιστικής δημοκρατίας» αποτελούσε απλά κάλεσμα υπέρ του φιλελεύθερου καπιταλισμού. Εκείνη την περίοδο, μέτρο για την καταγραφή της υποστήριξης αποτελούσε η ικανότητα οργάνωσης μαζικών κινητοποιήσεων. Με βάση αυτό, το Σ.Κ. δε διέθετε την απεύθυνση του PCP, ανεξάρτητα απ’ το τι θά ’φερναν αργότερα οι εκλογές. Με το ίδιο κριτήριο, το PPD θεωρούνταν επίσης αδύναμο, αφού η ισχύ του προέρχονταν απ’ τις μεσαίες τάξεις, οι οποίες σε γενικές γραμμές είχαν καλύτερα πράματα να κάνουν απ’ το να βγαίνουν στους δρόμους. Τους πρώτους μήνες που ακολούθησαν την 25η Απρίλη, η μπουρζουαζία κι οι μεσαίες τάξεις δε διέθεταν καμιά απολύτως δική τους πολιτική φωνή, πέρα απ’ τα συγκεκριμένα κόμματα.
Το PCP ήταν σαφώς το πιο πολυσυζητημένο και το πλέον ιεραρχικά κι αυστηρά οργανωμένο απ’ όλα τα κόμματα. Η αστική προπαγάνδα το περιέγραφε ακόμα σαν επαναστατικό και δέχονταν επιθέσεις σε διεθνές επίπεδο για το λόγο αυτό... Πολλές απ’ τις ενέργειες και τις θέσεις της επαναστατικής αριστεράς αποδίδονταν στο PCP, πράγμα που ασφαλώς απείχε πολύ απ’ την πραγματικότητα. Από πολλές απόψεις, το PCP ήταν το πιο συντηρητικό απ’ όλα τα κεντρώα πολιτικά κόμματα κι επιτίθονταν σε κάθε ανεξάρτητη κίνηση που προέρχονταν από άλλη πολιτική οργάνωση, απ’ τις γυναίκες, απ’ τους εργάτες στα εργοστάσια, απ’ τους αγρότες στη γη ή απ’ τους φοιτητές στα πανεπιστήμια.  
Το φοιτητικό κίνημα αντανακλούσε αυτούς τους πολιτικούς ανταγωνισμούς. Στις 22 Νοέμβρη 1974, όπως και σε πολλές ακόμα περιπτώσεις, η COPCON επρόκειτο να κληθεί στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών λόγω συμπλοκής σπουδαστών του MRPP μ’ αυτούς της UEC, που είχε ως  αποτέλεσμα την καταστροφή της λέσχης. Τέτοιου είδους συγκρούσεις προέκυπταν και σε πολλά λύκεια επίσης.
Κάποιο βράδυ, μέλη του URML που μοίραζαν φυλλάδια, σταματήθηκαν και ρωτήθηκαν ποιοι ακριβώς ήταν. Απάντησαν πως ήταν κομμουνιστές, όχι όμως του PCP. «Αν δεν είστε απ’ το PCP, τότε είστε ταραχοποιοί και φασίστες» ήταν ο αντίλογος. Συνελήφθησαν ως φασίστες και όντως οδηγήθηκαν στις φυλακές της Κασίας. Εκεί πέρασαν δυο βράδια, πλάι πλάι με πρώην άντρες της PIDE, ώσπου αποκαλύφτηκε το «λάθος». Αυτό το συμβάν είναι απλά ασυνήθιστο λόγω της αφορμής που οδήγησε στο συγκεκριμένο γεγονός. Υπήρξαν όμως πολλές τέτοιες συγκρούσεις και καυγάδες μεταξύ αντίπαλων οργανώσεων.  
Όλα τα κεντρώα κόμματα δέχονταν οικονομική βοήθεια απ’ το εξωτερικό. Το PCP έλαβε χρήματα κι εξοπλισμό τυπογραφείου απ’ την Ανατολική Γερμανία. Κανένα απ’ τα κόμματα δεν υπόκειτο στην υποχρέωση ν’ αποκαλύψει τι είδους ενίσχυση είχε δεχτεί από εξωτερικές πηγές, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις προς το σκοπό αυτό. Επιπλέον, μιας κι αυτή η ενίσχυση αφορούσε περισσότερο τα τρία κόμματα που απάρτιζαν την συγκυβέρνηση, δεν αναμένονταν καμιά νομοθετική ρύθμιση γύρω απ’ αυτή την κατάσταση.
Τα PPD και PCP ήταν τα πλέον συμπαγή απ’ τα κόμματα της συγκυβέρνησης. Διέθεταν σαφώς προσδιορισμένα προγράμματα (υπέρ του ιδιωτικού και κρατικού καπιταλισμού αντίστοιχα). Το Σ.Κ. απ’ την άλλη, αποτελούνταν από κάθε είδους τάση και συγκέντρωνε τις περισσότερες εσωτερικές διαφωνίες απ’ ότι τ’ άλλα δύο κόμματα μαζί. Οι Μαοϊκές οργανώσεις, απ’ το Γενάρη του 1975, άρχισαν να στηρίζουν το Σ.Κ. εναντίον του PCP, σε διάφορα ζητήματα, όπως για παράδειγμα, το θέμα της Ιντερσιντικάλ.
Η συγκυβέρνηση οφείλονταν περισσότερο στην επιβεβλημένη ανάγκη παρά στην πρόθεση για συνεργασία. Στην πραγματικότητα, απειλούνταν μονίμως με διάλυση, παρόλο που κανείς απ’ τους κομματικούς εταίρους δεν ήταν σε θέση ν’ αποχωρήσει με ασφάλεια και να παραμείνει ταυτόχρονα ισχυρός. Πάνω στα ζητήματα της Ιντερσιντικάλ και των Επιτροπών Γειτονιάς, συνέχιζαν να υφίστανται οξείες συγκρούσεις. Αν το PCP ήθελε να προχωρήσει, έπρεπε να παραμένει κοντά στο MFA. Ταυτόχρονα όμως επιθυμούσε να βγάλει απ’ τη μέση και τους πολιτικούς του αντιπάλους ή στη χειρότερη περίπτωση, να τους κρατά (προς το παρόν) ένα βήμα πίσω απ’ το ίδιο.
Μια βδομάδα μετά το χτύπημα εναντίον του συνεδρίου του CDS στο Πόρτο, το Σ.Κ. είχε καλέσει συγκέντρωση για να τιμήσει την αποτυχημένη εξέγερση του 1895 απ’ τις Δημοκρατικές δυνάμεις. Η συγκέντρωση αυτή ίσως να προσέλκυε μεγάλο αριθμό κόσμου.
Το PCP κι οι δορυφόροι του αντέδρασαν σφοδρά. Έκαναν λόγο για «νέα συνωμοσία» της δεξιάς, απευθύνοντας έκκληση για το «δυνάμωμα της δημοκρατικής ενότητας». Προτίθονταν να καλέσουν δική τους ξεχωριστή συγκέντρωση την ίδια μέρα, στις 31 Γενάρη. Φυσικά, τα MDP-CDE, MES και FSP υποστήριξαν το PCP. «Μια νέα σιωπηρή πλειοψηφία κάνει την εμφάνισή της», ισχυρίστηκε το MES. Το FSP προειδοποιούσε σχετικά με τ’ ότι οι  «μπουρζουάδικες οργανώσεις (που είναι) στην υπηρεσία του καπιταλισμού, εξάπλωναν την προπαγάνδα τους, σύμφωνα με την οποία κινδύνευαν τα δημοκρατικά δικαιώματα που είχαν κατακτηθεί με την 25η Απρίλη. Η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική. Υπάρχουν συντηρητικές κι αντιδραστικές δυνάμεις που φοβούνται την πρόοδο του εκδημοκρατισμού και προσπαθούν να τη σταματήσουν, όπως ακριβώς έκαναν στις 28 Σεπτέμβρη. Η συνωμοσία της μπουρζουαζίας προωθείται από κείνους που στις 28 [Σεπτέμβρη] βεβαίωναν (πείθοντας ελάχιστους) ότι στηρίζουν το πρόγραμμα του MFA. Καλούμε σε μεγάλη κινητοποίηση για τις 31 Γενάρη, στις 7.30 μ.μ. στο Εντρεκάμπος, προς στήριξη του MFA και συντριβή των προβοκατόρων και των συνωμοτών».
Οι ανακοινώσεις των MDP και MES που διαβάζονταν στο ραδιόφωνο, ήταν στο ίδιο πνεύμα. Η σύγκρουση μεταξύ Σ.Κ. και PCP φαίνονταν αναπόφευκτη. Η υποχώρηση των σοσιαλιστών θα ισοδυναμούσε με πολιτική ατίμωση. Κράτησαν τη θέση τους, επιτιθέμενοι στο PCP, κατηγορώντας το ως αντιδημοκρατικό και διαβεβαίωσαν ότι θα πραγματοποιούσαν την προαναγγελθείσα συγκέντρωσή τους. Στις 30 Γενάρη, το MRPP, για να μη μείνει έξω απ’ το χορό, κάλεσε τρίτη συγκέντρωση σε άλλο σημείο της Λισαβόνας.  
Ο Μάριο Σοάρες εμφανίστηκε στην τηλεόραση. Δήλωσε ότι για το κόμμα του, «οι συγκεντρώσεις που καλέστηκαν απ’ το PCP και άλλους, ήταν αντι-διαδηλώσεις». Ζήτησε επίσης απ’ το λαό «ν’ αγωνιστεί για τις εκλογές κι εναντίον της αντίδρασης». Ο Κουνιάλ αρνήθηκε να πάρει μέρος σε συζήτηση τέτοιων θεμάτων μέσω της τηλεόρασης.
Η ένταση κορυφώνονταν, τροφοδοτούμενη από πολλές φήμες αλλά ελάχιστα γεγονότα. «ΝΑΤΟϊκα σκάφη εμφανίστηκαν στις βόρειες ακτές της Πορτογαλίας». Τα «νέα» φάνηκε να επιβεβαιώνουν την πιθανότητα κάποιου δεξιού πραξικοπήματος στην Πορτογαλία. Διαδίδονταν επιπλέον ότι ο Σοάρες είχε ζητήσει βοήθεια απ’ το εξωτερικό.
Μετά από συναντήσεις της τελευταίας στιγμής μεταξύ Σοάρες και Κουνιάλ, οι συγκεντρώσεις αμφότερων των πλευρών τελικά ακυρώθηκαν. Τα FSP και MDP, όπως αναμένονταν, προσυπέγραψαν την απόφαση. Μόνο το MES αποφάσισε να προχωρήσει στη διεξαγωγή της συγκέντρωσης. Το MRPP δήλωσε ότι τίποτα δε θα σταματούσε τη δική του. Το MES ανακοίνωσε ότι τελικά θα έκανε μια σύντομη συγκέντρωση και τίποτα παραπάνω. Η COPCON έβαλε σε κλοιό το Ροσσίου, όπου επρόκειτο να γίνει η εκδήλωση του MRPP, συλλαμβάνοντας μερικούς Μαοϊκούς. Η κρίση είχε απλά μετατεθεί κι όχι επιλυθεί.
Η Αριστερά.
Οι αριστερές οργανώσεις γενικά θα μπορούσαν να ωφεληθούν τα μέγιστα απ’ το πολιτικό κενό που ακολούθησε την 25η Απρίλη. Απολιθωμένες όμως μέσα στις ορθοδοξίες τους, δε διέθεταν εκείνη την εσωτερική δυναμική που θα μπορούσε να κάνει τις επαναστατικές δυνάμεις να συσπειρωθούν γύρω τους. Η μόνιμη αξίωσή τους ν’ αποτελούν την πρωτοπορία (κι οι συζητήσεις γύρω απ’ αυτό το θέμα) τις απομόνωναν αρκετές φορές. Κανείς σοβαρός εργαζόμενος δε θα επέτρεπε στον εαυτό του να καθοδηγείται από ένα τσούρμο ριζοσπαστών φοιτητών, γιατί στο μεγαλύτερο μέρος τους οι οργανώσεις αυτές ήταν αυτό ακριβώς. Ακόμα κι όταν προσέλκυαν εργαζόμενους, ποτέ δεν κατόρθωσαν ν’ απαλλαχτούν απ’ τα ηγετικά τους συμπλέγματα: οι εργαζόμενοι παρέμεναν η μάζα της οποίας λειτουργία ήταν να επιβεβαιώνει την ορθότητα των κατάλληλα επεξεργασμένων επαναστατικών θεωριών. Δεν υπήρχε καμιά μαγική φόρμουλα που θα μπορούσε ν’ αντικαταστήσει τη «χειραφέτηση των εργατών (που) θα είναι έργο των ίδιων».
Η λίστα με τ’ αρχικά των διάφορων οργανώσεων ήταν ατέλειωτη. Αν κάποιος έριχνε μια ματιά στις εφημερίδες της εποχής θα τά ’χανε με την πληθώρα των ομάδων και το μακρύ κατάλογο των «εργατικών οργανώσεων» που θα είχε στη διάθεσή του για να επιλέξει. Απ’ το Μαοϊκό χώρο μονάχα προέρχονταν οι οργανώσεις CARP, CCRML, OCMLP, PC de P (2 φράξιες), FEC m-l, URML, MRPP και πολλές άλλες ακόμα. Για τους λάτρεις των ενδοπολιτικών, η μελέτη των λεπτομερειών που σχετίζονται μ’ αυτές θα ήταν πιθανώς ένα ενδιαφέρον, αν και τρομαχτικό, έργο. Για κάποιον όμως που είχε ήδη βαρύ κεφάλι -μετά από οχτώ ή εννιά ώρες δουλειάς – αυτό ήταν βασανιστήριο!
Ένα κομμάτι μαοϊκών που είχε αποσπαστεί απ’ το PCP το 1964 σχημάτισε το FAP (Πορτογαλικό Ένοπλο Μέτωπο). Ακολούθησε μια σειρά διενέξεων πάνω στις ταχτικές, οδηγώντας σε όλο και περισσότερες διασπάσεις. Το PCP θεωρούσε ότι μέσα στις ένοπλες δυνάμεις θα επέρχονταν ρήξη (πάνω σ’ αυτό θ’ αποδεικνύονταν σωστό) και εστίαζε τη δράση του προς τα κει. Το ένοπλο σκέλος του, γνωστό σαν ARA, παρότι ανενεργό απ’ τη δεκαετία του ΄50, διατηρήθηκε σε στοιχειώδη μορφή μέχρι την 25η Απρίλη. Άλλες οργανώσεις εξαπέλυσαν μετωπικές επιθέσεις εναντίον του παλιού καθεστώτος και των θεσμών του. Το 1969 σχηματίστηκε το μαοϊκό PC de P. Ακολούθησαν καινούριες διασπάσεις που ασπάζονταν γκεβαρικές και μαοϊκές ιδέες.
Στις 22 Νοέμβρη 1974, το Μαοϊκό MRPP ανακοίνωσε την πρόθεσή του να μετατραπεί σε πολιτικό κόμμα και να συμμετάσχει στις εκλογές. Με μια συνέντευξη στην Εσπρέσσο εκείνης της μέρας, επιτέθηκε στην τότε κυβέρνηση: «Η αντίδραση βρίσκεται επίσης και μέσα στην κυβέρνηση», δήλωναν. «Η κυβέρνηση μεταχειρίζεται δύο ταχτικές: με το χαμόγελο και με ψευτοδημοκρατικά καμώματα προσπαθεί να εξαπατήσει το λαό – μα όταν πια αυτό δεν είναι πια δυνατό, χρησιμοποιεί την καταστολή και τη βία. Μόλις η αντεπανάσταση, οργανωμένη και καθοδηγούμενη απ’ την κυβέρνηση, δυναμώσει αρκετά, θα την αφήσουν να επικρατήσει». Το MRPP ξεχώρισε απ’ την πλειοψηφία των υπόλοιπων αριστερών οργανώσεων αφού θεωρούσε στην ουσία τα γεγονότα που οδήγησαν στην 25η Απρίλη ως μια απόπειρα της άρχουσας τάξης να εκσυγχρονιστεί. Αποφάσισε λοιπόν να επιτεθεί κατά μέτωπο στο νέο καθεστώς. Έσπασε τις προσόψεις των τραπεζών στις 25 Απρίλη, επιτέθηκε ανοιχτά στην αστυνομία στη διάρκεια της διαδήλωσης της 25ης Μάη για τον Περάλτα και καθοδήγησε τη βίαιη επίθεση εναντίον του συνεδρίου της νεολαίας του CDS το Δεκέμβρη.
Η πλειοψηφία των υπόλοιπων αριστερών οργανώσεων διατηρούσε διαφορετικές απόψεις για την 25η Απρίλη και προσπαθούσε να «συμμαχήσει με την προοδευτική πτέρυγα του MFA», πιστεύοντας ότι αυτός ο αμοραλιστικός εναγκαλισμός θα απέφερε πολιτικούς καρπούς. Το PRP-BR για παράδειγμα, τ΄ οποίο είχε δημιουργηθεί από αποχωρήσαντες του PCP το 1970, αποφάσισε να οργανωθεί μέσα στο γενικότερο κίνημα μετά απ' την 25η Απρίλη. Αντίθετα απ’ το MRPP που επιθυμούσε να δημιουργήσει το δικό του «αληθινό», «γνήσιο», «λενινιστικό κόμμα της εργατικής τάξης», το PRP-BR ακροβατούσε ιδεολογικά μεταξύ της ιδέας ενός αυτόνομου κινήματος των εργαζόμενων και της ανάγκης για ένα παραδοσιακό κόμμα Μπολσεβικίκου τύπου. Πολεμώντας τα φασιστικά και ρεφορμιστικά συνδικάτα, προσπάθησε να συστήσει «επαναστατικά σωματεία» μέσα στα εργοστάσια.
Άλλη μια οργάνωση που προσπάθησε να ενσωματωθεί στο «γενικό κίνημα» ήταν το MES, το Κίνημα της Σοσιαλιστικής Αριστεράς. Το MES είχε εμφανιστεί μετά από διάσπαση του PCP και CDE, το 1973. Περιελάμβανε πολλούς διανοούμενους και επιστήμονες και διέθετε μέλη (ή πρώην μέλη) στη Δεύτερη Προσωρινή Κυβέρνηση. Από πολλές απόψεις το MES ήταν η πιο ανοιχτή και ειλικρινής απ’ όλες τις υπόλοιπες αριστερές οργανώσεις. Αυτό-χαρακτηρίζονταν μάλλον «κίνημα» παρά κόμμα και θεωρούσε ότι «οι συνθήκες για τη μετατροπή του σε κόμμα δεν ήταν ακόμα ώριμες». Σε μια συνέντευξη που είχε παραχωρηθεί στο Λούτσιο Μάγκρι (μέλος μιας ομάδας που είχε αποχωρήσει απ’ το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα), το MES αναφέρθηκε για τις δυσκολίες της οργάνωσης: «Το PCP ήταν το μόνο κόμμα που βγήκε απ’ την παρανομία με δυνατή οργάνωση. Είναι το μόνο κόμμα που είναι σε θέση να κινητοποιήσει τις μάζες. Το PCP όμως απέχει πολύ απ’ το ν’ αποτελεί την πρωτοπορία της Πορτογαλικής επανάστασης. Αυτό που μας θλίβει είναι ότι οι επαναστατικές πρωτοπορίες αποτελούνται από ελάχιστες μειοψηφίες, από “γκρουπούσκουλα” που την ίδια στιγμή, από κοινού, διακηρύττουν την αναγκαιότητα της δημιουργίας μαζικού κόμματος». (1)
Εδώ στην ουσία εντοπίζονταν και το πρόβλημα, αν και παρουσιάζονταν με ιδεολογικούς όρους. Μπορούσαν όλες οι πρωτοπορίες να γίνουν μαζικά κόμματα; Ή θα προέκυπταν καυγάδες μεταξύ των προφητών; To MES αντιλήφθηκε αυτή τη δυσκολία πρώτο και έριξε το σύνθημα της «λαϊκής εξουσίας», το Γενάρη του 1975. Όμως η «λαϊκή εξουσία» αποτελούσε απλώς για το MES μια διαφορετική ρότα προς τον ίδιο σκοπό: το μαζικό κόμμα που θα ελέγχονταν απ’ αυτό.
Το PRP-BR θεωρούσε αρχικά ότι τα «επαναστατικά σωματεία» θ’ αποτελούσαν τη βάση του κόμματος. Αφού καταπιάστηκε χωρίς επιτυχία με το συγκεκριμένο ιδιόμορφο αδιέξοδο, λάνσαρε τελικά τα «επαναστατικά συμβούλια». Προς στιγμήν όμως ήταν επικεντρωμένο στη σύσταση σωματείων.
Τόσο για το MES, όσο και για το PRP, το πρόβλημα ήταν η οργάνωση της εργατικής τάξης. Ενώ αμφότερα προωθούσαν την «αυτο-οργάνωση», θεωρούσαν τον εαυτό τους ως το επίκεντρο αυτής. Ούτε καν μπορούσαν ν’ αντιληφθούν κάποια αντίφαση πάνω σ’ αυτό.
Το LUAR, που υπήρχε ήδη απ’ το 1967 ως μια ομάδα άμεσης δράσης, ήταν μια διαφορετική περίπτωση. Τα μέλη του έβλεπαν τους εαυτούς τους σαν ένα στρατό που θα βοηθούσε τους εργαζόμενους όποτε καλούνταν να το πράξουν. Επικεντρωμένο σε τοπικά ζητήματα, μετατράπηκε σε «ομάδα υποστήριξης» για τις καταλήψεις σπιτιών ή άλλων εγκαταστάσεων. Σπάνια προσπάθησε να χειραγωγήσει κάποιους αγώνες, αν ποτέ τέθηκε τέτοιο ζήτημα. Το προσωπικό χάρισμα του Πάλμα Ινάσιο σε συνδυασμό με τη συγκεκριμένη μορφή δράσης του LUAR, το έκαναν δημοφιλές στους εργαζόμενους.
Πολιτικά το LUAR αποτελούνταν από τάσεις που άρχιζαν από Λουξεμπουργκιστές κι έφταναν στο συμβουλιακό κομμουνισμό. Το βασικό του σύνθημα ήταν «σοσιαλισμός από τα κάτω». Ενώ το MES θεωρούσε την εθνικοποίηση των στρατηγικών τομέων σαν δρόμο προς το σοσιαλισμό (προσθέτοντας ότι αυτή έπρεπε να εφαρμόζεται κάτω από «εργατικό έλεγχο»), το LUAR κριτίκαρε τη συγκεκριμένη θέση:
«Η εθνικοποίηση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας δεν αρκεί. Είναι αδύνατο να θεσπίσεις το σοσιαλισμό κι έπειτα να εξαναγκάσεις το λαό να υποταχτεί στον έλεγχο και τις αποφάσεις του κράτους. Πρώτα απ’ όλα, δεν πρέπει να επέλθει η αδρανοποίηση της αυτόνομης κίνησης της βάσης υπό το πρόσχημα ότι αυτό απαιτείται απ’ τους “υπεύθυνους εκπροσώπους” της εργατικής τάξης. Η μόνη εγγύηση για τους εργαζόμενους είναι ν’ ασκείται η εξουσία απ’ τους ίδιους, εκεί που ζουν και δουλεύουν. Αν ο σοσιαλισμός δεν αποτελεί κάποιο είδος ορθολογικοποίησης που υποβαθμίζει και χρησιμοποιεί τους εργαζόμενους με σκοπό ν’ αυξήσει την παραγωγικότητα κι αν, αντιθέτως, ο σοσιαλισμός είναι η υποταγή της εργασιακής διαδικασίας στα συμφέροντα αυτών που την πραγματώνουν και στη χειραφέτησή τους απ’ την καπιταλιστική κυριαρχία, τότε ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να σημαίνει κυβέρνηση υπέρ των εργατών καθοδηγούμενη από ένα κόμμα, μία οργάνωση, τάξη ή κάστα. Πρέπει να σημαίνει κυβέρνηση απ’ τους εργάτες, για τους εργάτες... Η στήριξη συνεπώς στο MFA θα πρέπει να παρέχεται υπό όρους και θα πρέπει ν’ αφορά τα προοδευτικά μέτρα που παίρνει, τα οποία θα οδηγούν παραδόξως στην εξασθένηση της κρατικής εξουσίας ως δύναμης που στέκεται πάνω απ’ τους εργαζόμενους, μέτρα που θα επιτρέπουν στους εργαζόμενους να δημιουργήσουν τις -εμβρυακής μορφής- εναλλακτικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης». (2)
Θα δούμε πως ακόμα κι αυτοί, των οποίων τα οράματα περί σοσιαλισμού ήταν τα πλέον ελευθεριακά, έτρεφαν κάποια απομεινάρια ψευδαισθήσεων σχετικά με το ρόλο του MFA και του κράτους, ενώ εκείνοι που είχαν ελάχιστες μόνο ανάλογες ψευδαισθήσεις (όπως το MRPP), έκαναν όνειρα για το σοσιαλισμό που μετατράπηκαν σ’ εφιάλτη κι αποξενώθηκαν από κάθε πιθανή στήριξη. Το MRPP κατανόησε την εξουσία και την ήθελε για τον εαυτό του. Αν αυτό ήταν το κύμα του μέλλοντος, τότε ήταν φυσικό για το λαό ν'  αναζητήσει τη στεριά.
To MES, το PRP, το MRPP και οι μικρότερες μαοϊκές οργανώσεις, δρούσαν όλες μέσα στα εργοστάσια, μπαίνοντας συνήθως στους αγώνες αφού αυτοί είχαν ξεκινήσει, προσπαθώντας να τους «βοηθήσουν». Στις περισσότερες περιπτώσεις, έπαιξαν αρνητικό ρόλο, δημιουργώντας διαιρέσεις και κουβαλώντας μαζί τους προβλήματα που πριν δεν υπήρχαν.  
Ήταν ασφαλώς αδύνατο για όλες αυτές τις πρωτοπορίες να συνυπάρξουν μεταξύ τους, μιας και πολύ συχνά συγκρούονταν πάνω στον ανταγωνισμό για την προσέλκυση προλεταριακής πελατείας. Μετά από λίγο, ελάχιστος νέος κόσμος έμπαινε στις οργανώσεις αυτές. Όταν ένα κόμμα κέρδιζε μέλη σήμαινε πως κάποιο άλλο τα έχανε κι αυτό πιθανώς εξηγεί το γιατί η μια οργάνωση επιτίθονταν στην άλλη με τέτοια μανία, που όμοιά της δεν επέδειξαν ούτε όλες μαζί ενάντια στη δεξιά.
Όταν το MES είχε απαιτήσει την «εθνικοποίηση των τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιρειών κάτω από εργατικό έλεγχο», στο Συνέδριό του που έγινε στις αρχές του 1975, δέχτηκε την επίθεση του PRP-BR, κατά τον ακόλουθο τρόπο:
«Το MES διεξήγαγε ένα συνέδριο πίσω από κλειστές πόρτες. Ας εξετάσουμε την πραχτική των διανοούμενων που βρίσκονται στις υπηρεσίες της εργατικής τάξης. Πριν την 25η Απρίλη, το MES ανέπτυσσε ημι-παράνομες δραστηριότητες. Ήταν η 25η Απρίλη που δημιούργησε τις συνθήκες για ν’ αναπτυχθεί το MES. Ένα νόμιμο κόμμα λοιπόν που αναπτύχθηκε μέσα από νόμιμες διαδικασίες. “Κάθε κυβέρνηση χρειάζεται μια αντιπολίτευση” είχε πει κάποτε ο Λένιν κι αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος του MES. Ως αντιπολίτευση, “συμπεριφέρεται σωστά”, “μετρημένα” και “δίκαια”. Βρίσκεται εκτός της συγκυβέρνησης κι επομένως καλεί στη “δικτατορία του προλεταριάτου”. Όμως αύριο μπορεί κάλλιστα να βαδίσει στους διαδρόμους της εξουσίας. Αυτό φαίνεται απ’ την πρόσκληση που απηύθυνε στο PCP να παρακολουθήσει το συνέδριό του. Το MES, το τόσο αδιάλλακτο και αντιρεφορμιστικό, ισχυρίζεται ότι το PCP δεν είναι ρεφορμιστικό επειδή έχει ρίζες μέσα στην εργατική τάξη. Μ’ αυτή τη λογική θα έπρεπε να συμμαχήσει και με το Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας...». (3)
Περιστασιακά, υπήρξαν επίσης και συμμαχίες πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα αλλά κι επειδή οι οργανώσεις ήταν υπερβολικά αδύναμες για να συνεχίζουν τους καυγάδες. Παρά τις ιδιομορφίες της κάθε οργάνωσης, αυτές μοιράζονταν –σχεδόν ενστικτωδώς- την υποτιμητική και βαθιά αστική πεποίθηση ότι οι μάζες, αν αφήνονταν μόνες, το μόνο που μπορούσαν ν’ αναπτύξουν ήταν μια συνδικαλιστική συνείδηση. Πάνω σ’ αυτό, οι οργανώσεις ήταν λενινιστικές μέχρι το κόκαλο. Παρόλες τις συζητήσεις τους για το σοσιαλισμό, σκοπός τους ήταν να εισάγουν τον κρατικό καπιταλισμό στην Πορτογαλία, με τις ίδιες στις καρέκλες της εξουσίας. Mε το PCP διέφεραν μόνο στ’ ότι ήταν πιο αδύναμες και ριζοσπαστικότερες στα λόγια.
Όλες οι αριστερές οργανώσεις είχαν πρόσβαση στον τύπο, αν και στις μη μαοϊκές ομάδες παραχωρούνταν περισσότερος χώρος. Οι ανακοινώσεις και τα προγράμματά τους δημοσιεύονταν παρέχοντάς τους ευρεία δημοσιότητα, στο μέτρο βέβαια που διανέμονταν και τα ίδια τα φύλλα (αυτό αφορούσε πολύ περισσότερο το Νότο παρά το Βορρά). Μέσα στις ίδιες τις εφημερίδες (π.χ. ως δημοσιογράφοι, κτλ) διέθεταν ισχυρό έρεισμα.
Η αναρχοσυνδικαλιστική CGT είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο τη δεκαετία του 1930. Όμως παρά την επανέκδοση της Α Μπατάλια, οι επίγονοί της δεν είχαν μεγάλο ακροατήριο. Δεν είχε απομείνει παρά μόνο μια χούφτα παλιότερων μελών. Ανίκανοι ν’ αποβάλλουν –ή έστω ν’ αμφισβητήσουν- την παραδοσιακή τους αντίληψη κι απρόθυμοι ν’ αντιμετωπίσουν τα νέα προβλήματα, παρέμεναν παγιδευμένοι στις αναμνήσεις και στη ρομαντική ιδεολογία τους που έβλεπε μονάχα στο παρελθόν. Η A Μπατάλια πουλούσε κάποτε τα περισσότερα φύλλα απ’ όλες τις πολιτικές πορτογαλικές εφημερίδες, ενώ τώρα περιορίζονταν να βγάζει 10.000, ανά 15μερο. Τα ίδια όμως ίσχυαν και για τις μαοϊκές οργανώσεις που είχαν σχηματιστεί στις αρχές του ’70. Ήταν στ’ αλήθεια λυπηρό.  
Η Πόλωση.
Ενώ τα κόμματα του κέντρου έκαναν προπαγάνδα «υπέρ της δημοκρατίας» κι «εναντίον του φασισμού», το CDS εξακολουθούσε να δέχεται επιθέσεις απ’ την αριστερά που το θεωρούσε ως το «ανασυγκροτημένο φασιστικό κόμμα». Το πρώτο μεγάλο συνέδριο του CDS, στις 25 Γενάρη 1975, θα καταγγέλλονταν απ’ όλους.  
Οι σύνεδροι είχαν συγκεντρωθεί από νωρίς το πρωί στο κτήριο Κρίσταλ Παλάς του Πόρτο. Το μεσημέρι, οι συγκεντρωμένοι χωρίστηκαν σε ομάδες εργασίας προκειμένου να συζητήσουν ειδικότερα ζητήματα. Στις 3 μ.μ. παρέθεσαν συνέντευξη τύπου δηλώνοντας ότι το CDS είχε ανοιχτές τις πόρτες σε μια μη-κομμουνιστική και μια πραγματικά δημοκρατική Ευρώπη. Το μεγάλο πανό μπροστά απ’ την Κεντρική Επιτροπή έγραφε «Για την Πρόοδο σε μια Καλύτερη Κοινωνία». Ο κ. Ρίππον, ο Βρετανός (Συντηρητικός) Σκιώδης Υπουργός Εξωτερικών, αναφέρθηκε στη φιλία μεταξύ των δύο κομμάτων. Στο ίδιο πνεύμα, ο Αντιπρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ανέφερε ότι το συνέδριο αντιπροσώπευε «τις ελπίδες μιας ελεύθερης Ευρώπης».
Παντού στην πόλη συγκεντρώνονταν οι δυνάμεις της αριστεράς. Μια οργάνωση-ομπρέλα (GAAF) αποτελούμενη απ’ τα μέλη των LUAR, PRP-BR, LCI, MES και JS (Νέοι Σοσιαλιστές) είχε καλέσει συγκέντρωση για ’κείνο το βράδυ. Φωνάζοντας «Ενάντια στους Λαϊκούς Φασίστες» και «Θάνατος στο CDS και σ’ όσους το υποστηρίζουν», έκαναν πορεία που κατευθύνθηκε προς το Κρίσταλ Παλάς. Σταμάτησαν έξω από ένα στρατόπεδο, ζητώντας να ματαιωθεί το συνέδριο. «Το συνέδριο δε θα συνεχιστεί γιατί θα το σταματήσει ο λαός», φώναξαν. Κατά τις οχτώ έφτασαν έξω απ’ το κτήριο, με τον αριθμό τους να έχει αυξηθεί και να φτάνει πια τις 5.000.
Μέσα στην αίθουσα, οι σύνεδροι άρχισαν να πανικοβάλλονται γιατί κατάλαβαν πως ήταν περικυκλωμένοι. Οι συζητήσεις έγιναν πολύ πιο έντονες όταν μαθεύτηκε ότι οι ένοπλες δυνάμεις είχαν λάβει ορισμένες θέσεις που πριν ελέγχονταν απ’ τα ΜΑΤ. Στο τέλος, λίγο μετά τις 9, ο Φρέιτας ντο Αμαράλ συμβούλεψε το συνέδριο να πάρει κάποιες προφυλάξεις. Στήθηκαν μερικά φράγματα, χρησιμοποιώντας παλιά στρώματα και πολυθρόνες. Στις 9.30 μ.μ. το συνέδριο αναβλήθηκε επ’ αόριστον.  
Έπεσε σκοτάδι. Η άφιξη της GNR με σκυλιά κι οπλοπολυβόλα προκειμένου να προστατευτούν οι σύνεδροι, εξαγρίωσε τους διαδηλωτές που άρχισαν να φωνάζουν «η Καταρίνα Εουφέμια θα εκδικηθεί» (αναφερόμενοι στην αγρεργάτρια που δολοφονήθηκε απ’ την GNR το 1954). Πετάχτηκαν πέτρες. Η αστυνομία απάντησε με δακρυγόνα. Οι διαδηλωτές κινήθηκαν προς την κύρια είσοδο του κτηρίου, παραβιάζοντάς την. Ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί απ’ την πλευρά της αστυνομίας. Ξέσπασε μάχη σώμα με σώμα μεταξύ αριστεριστών και συνέδρων του CDS που είχαν σχηματίσει μια ομάδα περιφρούρησης. Στα αυτοκίνητα του CDS που βρίσκονταν απ’ έξω, ρίχτηκαν βόμβες μολότοφ. Μια Μερσέντες και μια Τζάγκουαρ έγιναν στάχτη. Εκείνη η γωνιά του Πόρτο είχε πια μετατραπεί σε κανονικό πεδίο μάχης.
Ο κόσμος απ’ τα διπλανά σπίτια έδινε λεμόνια στους διαδηλωτές για να τους βοηθήσει ν΄ αποφύγουν τα χειρότερα εξ’ αιτίας των δακρυγόνων. Ζητωκραυγές ξέσπασαν όταν μια Άλφα Ρομέο τυλίχτηκε στις φλόγες. Απλώθηκε το σύνθημα «Φωτιά στο CDS». Δώδεκα τραυματίες μεταφέρθηκαν στα νοσοκομεία.
Τελικά κατέφτασε η COPCON. Μερικοί φαντάροι αγκαλιάστηκαν απ’ τους διαδηλωτές. Τα ΜΑΤ αποσύρθηκαν και τα βίαια επεισόδια τερματίστηκαν αμέσως. Ένας υπολοχαγός ζήτησε απ’ όλους να διαλυθούν, διαβεβαιώνοντας ότι το συνέδριο θα διακόπτονταν. Κανείς δεν έκανε βήμα. Μια ανάλογη ραδιοφωνική έκκληση έπεσε στο κενό. Η COPCON ζήτησε να κατέβει η σημαία του CDS απ’ την αίθουσα. Οι διαδηλωτές όχι μόνον αρνούνταν ν’ αποχωρήσουν αλλά οι γραμμές τους πύκνωναν από πολλούς νεαρούς εργάτες. Η κατάσταση είχε φτάσει σ’ αδιέξοδο: οι σύνεδροι του CDS στην αίθουσα κι οι δυνάμεις της αριστεράς ολόγυρά τους.  
Γύρω στις 11.30 επιστρατεύτηκε ένα έφιππο απόσπασμα της GNR. Μόλις έγινε αντιληπτό, σηκώθηκαν οδοφράγματα απ’ τους διαδηλωτές. Οι δυνάμεις όμως της COPCON πήραν θέση ανάμεσα στις δυο πλευρές, πυροβολώντας πάνω απ’ τα κεφάλια των αντρών της GNR. Έτσι, αυτή υποχώρησε. Η νύχτα είχε προχωρήσει κι οι διαδηλωτές παρέμεναν έξω απ’ το κτήριο συζητώντας την κατάσταση. Μέχρι τις 5 το πρωί, δεν είχαν αποχωρήσει παρά μόνο εκατό περίπου άνθρωποι.
Μεταφέρθηκαν αλεξιπτωτιστές απ’ τη Λισαβόνα. Υπήρχαν φόβοι ότι η κατάσταση θα οξύνονταν εκ νέου το πρωί κι ότι θα μπορούσε ν’ ακολουθήσει σύγκρουση μεταξύ του στρατού και της GNR. Μέχρι τις 8 το πρωί, ένα στρατιωτικό κονβόι είχε στήσει φράγματα, περικυκλώνοντας ολόκληρη την περιοχή. 180 περίπου οχήματα είχαν σπεύσει στην ευρύτερη περιοχή. Η μάχη είχε λήξει αφήνοντας 17 τραυματίες (12 πολίτες και 5 αστυνομικούς).
Στη διάρκεια της νύχτας, διάφορες πολιτικές οργανώσεις είχαν πάρει θέση για τα γεγονότα (βλ. Παράρτημα 17).
Το CDS, μέσα σ’ απόλυτη σύγχυση, έκανε λόγο γι’ απόσυρσή του απ’ τις εκλογές. Ενώ οργανώνονταν και προετοιμάζονταν γι’ αυτές, θα έπρεπε τώρα, δήλωσε, να λειτουργεί εν κρυπτώ. Στην πραγματικότητα, το CDS είχε οργανώσει όντως μυστικό συνέδριο στη Λισαβόνα, στις 22 Φλεβάρη 1975. Καμιά πληροφορία δεν είχε εκ των υστέρων δοθεί, σχετικά με τον αριθμό των συνέδρων ή το από που προέρχονταν.  
Απ’ το Γενάρη του 1975 κι έπειτα, τα συνέδρια κι οι συναντήσεις των CDS και PDC έγιναν επανειλημμένα στόχος επιθέσεων. Μια συγκέντρωση του PDC στην Μπράγκα είχε δεχτεί πυρά από άγνωστη ομάδα. Μεταξύ του Γενάρη του 1975 και των εκλογών του Απρίλη, εκτιμάται ότι σχεδόν οι μισές πολιτικές συγκεντρώσεις που οργανώθηκαν απ’ τα δύο αυτά κόμματα (όπως κι απ’ το PPD) είχαν διαλυθεί ή παρεμποδιστεί με διάφορους τρόπους. Το PDC κόντευε να χάσει κάθε ίχνος αξιοπιστίας. Μόνο οι συγκεντρώσεις στις οποίες ομιλητής ήταν ο Ταγματάρχης Σάντσεζ Οσόριο μπορούσαν να προσελκύσουν κόσμο. Το CDS φαίνονταν να βρίσκεται στα τελευταία του. Ο επόμενος στόχος για την αριστερά θα ήταν ασφαλώς το PPD.  
Στις 8 Μάρτη του 1975, το PPD οργάνωσε μια συγκέντρωση στο Ναυτικό Όμιλο του Σετούμπαλ, μια μεγάλη βιομηχανική περιοχή, 40 χλμ. απ’ τη Λισαβόνα. Περίπου 2.000 διαδηλωτές των LUAR, MES, FEC m-l, FSP, UDP και PRP-BR συγκεντρώθηκαν έξω απ’ τον όμιλο, στη Λεωφόρο Λουίζα Τόντι. Υπήρχαν 100 περίπου αστυνομικοί για να προστατέψουν τη συγκέντρωση. Το πανό του PPD κάηκε ενώ ακούγονταν το σύνθημα «Έξω το PPD και η Αντίδραση». Η αστυνομία προσπάθησε ν’ αποτρέψει τους διαδηλωτές απ’ το να εισβάλουν στον όμιλο. Άνοιξε πυρ εναντίον του πλήθους σημαδεύοντας χαμηλά, όπως φάνηκε κι απ’ τις τροχιές των βλημάτων. Ένας διαδηλωτής σκοτώθηκε και δεκατέσσερις τραυματίστηκαν. Τα νέα κυκλοφόρησαν κι άρχισαν να κινητοποιούνται δυνάμεις απ’ όλη την περιοχή. Στο Σετούμπαλ υπήρχε πολύ μεγάλος αριθμός υποστηριχτών του PCP, χωρίς αυτό να σημαίνει πως τους έλεγχε απαραίτητα. Καθώς η μάχη συνεχίζονταν, μεταφέρθηκε στρατός απ’ τη Σχολή Εκπαίδευσης Πεζικού για να ενισχυθούν οι αλεξιπτωτιστές και σύντομα πήραν τον έλεγχο από τα ΜΑΤ.  
«Πρόκειται για τα κρισιμότερα συμβάντα από την 25η Απριλίου», ανέφερε η ανακοίνωση του PPD. «Θέτουν σε κίνδυνο ολόκληρη την επανάσταση». Οι Μαοϊκοί, εξοργισμένοι απ’ το θάνατο του συντρόφου τους, φώναζαν «το Σετούμπαλ είναι κόκκινο», «Κάτω η Αντίδραση», «Κομμουνισμός», «Να τελειώνουμε με τους Λαϊκο-Δημοκράτες»... Έκαναν πορεία προς το αρχηγείο των ΜΑΤ, απαιτώντας να συλληφθούν οι υπεύθυνοι για τη δολοφονία. Οι αλεξιπτωτιστές παρακολουθούσαν την κατάσταση από κοντά αλλά δεν παρενέβησαν.
 Οι 50 άντρες του αστυνομικού τμήματος πολιορκήθηκαν όλη τη νύχτα, καθώς κι όλη την επόμενη μέρα. Ο συνταγματάρχης που ήταν επικεφαλής των αλεξιπτωτιστών προσέγγισε κάποιους απ’ τους διαδηλωτές αλλά δεν κατάφερε τίποτα. Αργά το απόγευμα, μίλησε μέσω τηλεβόα, λέγοντας στους διαδηλωτές ότι η αστυνομία αποσύρονταν. Ο στρατός αποδοκιμάστηκε. «Οι στρατιώτες είναι με το λαό», τόνισε ο συνταγματάρχης. «Γιατί τότε οι μπάτσοι είναι ακόμα ελεύθεροι;», ήρθε η απάντηση. Τα αστυνομικά οχήματα (φορτωμένα με άντρες για τις αλλαγές βάρδιας) χτυπήθηκαν και γενικά δέχτηκαν διάφορες επιθέσεις καθώς επιτάχυναν. Τελικός απολογισμός: ένας νεκρός και τριάντα τραυματίες.   
Το συμβάν υπήρξε αποκαλυπτικό: ο στρατός, φοβούμενος την απώλεια της λαϊκής υποστήριξης, δεν επενέβη. Αν δέχονταν τέτοιες διαταγές, θα επιτίθονταν εναντίον των διαδηλωτών; Πολλοί απ’ τους στρατιώτες είχαν προσωπικές σχέσεις με τον τοπικό πληθυσμό. Το στοιχείο αυτό ήταν σημαντικό κι οι αρχές το ήξεραν. Στάθηκαν αρκετά έξυπνες για να μην  δοκιμάσουν το ενδεχόμενο αυτό στην πράξη.
Μια μικρή ομάδα Μαοϊκών κινήθηκε προς την έδρα της Σχολής Πεζικού, για να διαμαρτυρηθεί για το γεγονός αλλά η μεγάλη πλειοψηφία απέρριψε οποιαδήποτε σύγκρουση με το στρατό. Ένας ρεπόρτερ της βρετανικής Γκάρντιαν κι ένας φωτογράφος του αμερικανικού περιοδικού Τάιμ, δέχτηκαν επίθεση καθώς έδιναν την ανταπόκρισή τους στη Λισαβόνα.
Οι δημοσιογράφοι «ελέγχονταν» εξαιτίας του προκατειλημμένου τρόπου με τον οποίο είχαν περιγράψει το συνέδριο του CDS στο Πόρτο και λόγω της εχθρικής τους στάσης απέναντι στο συνολικό πολιτικό σκηνικό στην Πορτογαλία. Γενικά, οι ευρωπαϊκές κι αμερικανικές εφημερίδες υποστήριζαν δια της πλαγίας τα CDS και PPD, μέσω υπαινιγμών, αν όχι άμεσα. Αναφερόμενοι σε γεγονότα του δρόμου, κατέτασσαν το PCP μαζί με τις υπόλοιπες αριστερές οργανώσεις (πράγμα που εξόργιζε το Κομμουνιστικό Κόμμα). Στις ειδήσεις που επιλέγονταν απ’ αυτούς ως άξιες δημοσίευσης, τόνιζαν το κλίμα φόβου, χωρίς ν’ αναφέρουν τίποτα για τον ενθουσιασμό. Έδιναν συνεχώς έμφαση στα λεγόμενα των επαγγελματιών πολιτικών, χωρίς να τους ενδιαφέρει τι έκανε ο λαός. Υποβάθμιζαν αυτά που όφειλαν να προσπαθήσουν να κατανοήσουν. Φαίνονταν να μην ξεμυτίζουν τον περισσότερο καιρό απ’ τα δωμάτια των ξενοδοχείων τους ή τα κοσμικά μπαρ του Κασκάις, κάνοντάς την εμφάνισή τους μόνο όταν προσκαλούνταν από πολιτικούς του PPD ή του CDS. Ή μήπως ήταν η πολιτική που αποφασίζονταν στο Λονδίνο και το Παρίσι, αυτή που τους υπαγόρευε το περιεχόμενο των ανταποκρίσεών τους; Με μια ή δυο εξαιρέσεις (Φαϊνάνσιαλ Τάιμς και Λε Μοντ), τα δυτικά ρεπορτάζ ήταν μονίμως αρνητικά. Αυτό δεν αφορούσε μόνο τον Πρωθυπουργό (Βάσκο Γκονσάλβες) και τα σημαντικότερα μέλη του MFA (σαν τον Ρόζα Κουτίνιο) αλλά και τους Μάριο Σοάρες και Αλβάρο Κουνιάλ επίσης. Οι δημοσιογράφοι αντιπροσωπεύουν το χειρότερο είδος χαμαιλεοντισμού. Αλλάζουν χρώμα ανάλογα με το που φυσάει ο πολιτικός άνεμος και θα ήταν παράλογο να περιμένει κάποιος κάτι διαφορετικό από δαύτους. Τους ενδιαφέρει το παρόν και το παρόν είναι ο καπιταλισμός.      
VIII. ΤΟ MFA
Οι Απαρχές.
Οι Πορτογαλικές ένοπλες δυνάμεις διαθέτουν μακρύ πολιτικό παρελθόν. Υπήρξαν το εφαλτήριο τόσο για τη δημοκρατική επανάσταση του 1910, όσο και για το πετυχημένο πραξικόπημα του 1926. Μεταξύ 1926 και Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι Πορτογάλοι έγιναν μάρτυρες αλλεπάλληλων πραξικοπηματικών ενεργειών. Αντίθετα από παρόμοιες οργανώσεις που πήραν την εξουσία στην Ευρώπη στις δεκαετίες του 1920 και 1930, το Πορτογαλικό φασιστικό κίνημα αντλούσε τη δύναμή του απ’ το στρατό. Δεν υπήρξε κάποιο μαζικό κίνημα υπέρ του φασισμού όπως στην Ιταλία ή τη Γερμανία. Η φασιστική εξουσία στην Πορτογαλία βρίσκονταν στα χέρια μιας σειράς παραστρατιωτικών σχηματισμών. Η Σχολή Ευελπίδων της Λισαβόνας, η ανώτερη σχολή αξιωματικών, θεωρούνταν ευρέως ως η ραχοκοκαλιά του Σαλαζαρικού καθεστώτος. Το Υπουργείο Ασφαλείας υπόκειτο στον Αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων. Το ίδιο ίσχυε και για το διοικητή της GNR (Ρεπουμπλικανική Εθνική Φρουρά). Οι πολιτικές υποθέσεις αναλαμβάνονταν από ειδικά συγκροτημένα παραστρατιωτικά σώματα όπως η Πορτογαλική Λεγεώνα και η Φρουρά (Guarda).
Οι αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων απολάμβαναν κάποια ελευθερία κινήσεων εντός του συγκεκριμένου συστήματος. Είχαν αποπειραθεί να κάνουν χρήση αυτής της ελευθερίας στη διάρκεια των αποτυχημένων πραξικοπημάτων του 1930, του 1931, του 1945 και του 1962. Δεν υπήρχε όμως η ίδια ελευθερία και για τις κατώτερες βαθμίδες. Μόνο μετά απ’ το αποτυχημένο πραξικόπημα που καθοδηγήθηκε απ’ τον πρώην Στρατηγό Ουμπέρτο Ντελγκάντο, άρχισε η διείσδυση της PIDE στις ένοπλες δυνάμεις. Όμως ακόμα και τότε, η δράση της ήταν περιορισμένη και δεν μπορούσε να ενεργεί αυτόνομα. Συνήθως αυτή που κινητοποιούνταν εναντίον των μονάδων που στασίαζαν ήταν η GNR, μέσω συγκεκριμένων διαταγών της στρατιωτικής ελίτ.   
Η δομή των Πορτογαλικών ενόπλων δυνάμεων έγινε λιγότερο άκαμπτη απ’ το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετέπειτα. Άρχισε επίσης να μεταβάλλεται κι η ταξική σύνθεση των δυνάμεων αυτών. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, η στρατιωτική καριέρα έχασε την αίγλη της μέσα στις κορυφαίες οικογένειες της χώρας. Η αριστοκρατία και η μεσοαστική τάξη έπαψαν να στέλνουν τους γιους τους στις «ένδοξες» Στρατιωτικές Ακαδημίες, κατευθύνοντάς τους προς το πανεπιστήμιο ή στην απόκτηση άλλων επαγγελματικών προσόντων. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, οι ανώτατες βαθμίδες του στρατού έφεραν ακόμα τα ονόματα των οικογενειών της ελίτ. Όσο όμως χαμήλωνε η ιεραρχία, τα ονόματα αυτά εξαφανίζονταν. Με το ξέσπασμα των τριών αποικιακών πολέμων, οι εισαγωγές στις Στρατιωτικές Ακαδημίες μειώθηκαν στο μισό. Μέχρι το 1972-73 είχαν φτάσει στο ένα τέταρτο του αντίστοιχου αριθμού για το 1958.
Λόγω της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, πολλοί αξιωματικοί έπρεπε να τοποθετούνται στις θέσεις τους αμέσως μετά τα πανεπιστήμια ή τα κολλέγια, περνώντας μια ταχύρυθμη στρατιωτική εκπαίδευση και σαλπάροντας σχεδόν αμέσως για την Αφρική. Πολλοί απ’ αυτούς που ενεπλάκησαν αργότερα στο πραξικόπημα της 25ης Απρίλη, υπήρξαν φοιτητές στις αρχές της δεκαετίας του 1960, σε μια περίοδο έντονων συζητήσεων και διαμαρτυριών.
Τα εκπαιδευτικά προγράμματα στη δεκαετία του ’60 είχαν επιτρέψει σε αρκετούς στρατιώτες να φοιτούν σε πανεπιστήμια και τεχνικές σχολές, παρακολουθώντας μαθήματα τεχνικού προσανατολισμού. Πολλοί στρατιώτες που προέρχονταν απ’ την εργατική τάξη ή την αγροτιά, είχαν προαχθεί λόγω των προσόντων που είχαν αποκτήσει με τον τρόπο αυτό. Μέσα απ’ την επαφή με τους φοιτητές (κι ειδικότερα με τις μαοϊκές ομάδες), άρχισαν να συστήνονται μικροί θύλακες αντίστασης. Απ’ το 1971 και μετά, δημιουργήθηκαν μέσα στις στρατιωτικές και ναυτικές μονάδες μικροί πολιτικοί πυρήνες όπως η RPA (Λαϊκή Αντιφασιστική Αντίσταση). Μοίραζαν προκηρύξεις κι έκαναν προπαγάνδα εναντίον του πολέμου και των αποικιακών πολιτικών που απέρρεαν απ’ αυτόν.  
Οι μισθοί αποτελούσαν ξεκάθαρα ένα αδύναμο κρίκο μέσα στο όλο σύστημα. Οι κληρωτοί αμείβονταν με 150 περίπου εσκούδα το μήνα, λιγότερα δηλαδή απ’ όσο κόστιζε ένα ζευγάρι μπότες. Οι αποδοχές αυξάνονταν κατακόρυφα για τους αξιωματικούς. Ο κληρωτός που είχε οικογένεια ήταν καταδικασμένος να υποστεί απίστευτη ταλαιπωρία όταν σάλπαρε για τις αποικίες προκειμένου να εκπληρώσει την υποχρεωτική στρατιωτική του θητεία. Η διάρκεια της στράτευσης ήταν δύο χρόνια το 1962. Αυξήθηκε στα τέσσερα μέχρι το 1971 και συνήθως περιελάμβανε από 9 ως 24 μήνες υπερπόντιας υπηρεσίας.
Η αδιάλλακτη στάση του Σαλαζαρικού και Καετανικού καθεστώτος απέφερε οφέλη μονάχα για μια χούφτα ανθρώπων. Τα κέρδη που προέρχονταν απ’ την Ανγκόλα και τις αμοιβές των Μοζαμβικανών εργαζόμενων στη Νότια Αφρική (οι οποίοι διέσχιζαν τα σύνορα για να δουλέψουν στη Νότια Αφρική) πλούτιζαν τους Πορτογάλους αφέντες. Το κόστος όμως για την εργατική τάξη που σήμαινε καταπίεση και θάνατο, δεν εμφανίζονταν σε κανένα εθνικό ισοζύγιο. Χιλιάδες νέοι λιποτακτούσαν. Δεκάδες χιλιάδες αρνούνταν να υπηρετήσουν κι εγκατέλειπαν τη χώρα.
Οι ένοπλες δυνάμεις αμφισβητούνταν επίσης ευθέως. Ομάδες σαν το LUAR, το PRP-BR και άλλες, επιτίθονταν στις συγκεκριμένες πολιτικές στρεφόμενες κατά στρατιωτικών μονάδων: επέδραμαν εναντίον στρατοπέδων κι ανατίναζαν πολεμικά πλοία. Το «Κίνημα των Λοχαγών» επρόκειτο ν’ αναπτυχθεί μέσα σ’ ένα τέτοιο υπόβαθρο.
Όπως όλοι οι θεσμοί, οι ένοπλες δυνάμεις είχαν προσελκύσει ρουφιάνους και πράκτορες της PIDE. Οι γραμμές όμως των αξιωματικών αποδείχτηκαν λιγότερο πρόσφορες για διείσδυση. Οι πρώτες επαφές μεταξύ αξιωματικών έλαβαν χώρα τον Ιούνη του 1973, ως αντίδραση σ’ εκδήλωση της δεξιάς «Ένωσης Βετεράνων Πολέμου» που απαιτούσε «περαιτέρω αποφασιστική δράση εναντίον της κόκκινης τρομοκρατίας».
Πολλές διαφορετικές ομάδες έκαναν πιθανώς συναντήσεις τον ίδιο καιρό και μόνο αργότερα ένωσαν τις δυνάμεις τους. (1) Τα κυβερνητικά διατάγματα του Σεπτέμβρη του 1973 που επέτρεπαν στους δόκιμους αξιωματικούς που επέστρεφαν να ενσωματωθούν στον παλιό μόνιμο κορμό, προκάλεσαν μεγάλη αναστάτωση. Το ίδιο κι οι μισθολογικές απαιτήσεις των μόνιμων υπαξιωματικών. Σύμφωνα με το δημοσιογράφο Λουίς Καραντάλ που ήταν σ’ επαφή με το κίνημα απ’ τη σύλληψή του, η πρώτη κοινή συνάντηση των διαφόρων ρευμάτων των «αντιφρονούντων» έλαβε χώρα στο Κασκάις, μεσοαστικό προάστιο της Λισαβόνας. Οι 200 αξιωματικοί που ήταν παρόντες ήταν όλοι τους επαγγελματίες. Αργότερα πραγματοποιήθηκαν μικρότερες συναντήσεις ανά τακτά διαστήματα, ώστε να συζητηθούν οι θέσεις για τον πόλεμο και η πολιτική κατάσταση. Η συνάντηση του Ομπίντος, την 1η Δεκέμβρη του 1973, πήρε την απόφαση να προχωρήσει σε πραξικόπημα αμέσως μόλις δίνονταν η ευκαιρία.  
Η στροφή της Πορτογαλίας προς την ανάπτυξη οικονομικών σχέσεων με τις χώρες της ΕΟΚ ερμηνεύονταν απ’ τους δεξιούς στρατηγούς ως πολιτική «φιλελευθεροποίησης». Επιχείρησαν πραξικόπημα το Δεκέμβρη του 1973, υπό το Στρατηγό Κάουλζα ντε Αριάγκα. Η αποτυχία του ήταν το αποτέλεσμα της εναντίωσης του «Κινήματος των Λοχαγών» και συνέβαλε απλώς στην περαιτέρω εδραίωση του κινήματος αυτού.
Ένα μανιφέστο (Παράρτημα 18) που θεωρείται γενικά ότι κυκλοφόρησε ανάμεσα στις ένοπλες δυνάμεις το Φλεβάρη και το Μάρτη του 1974, φανερώνει ξεκάθαρα το τι συζητούνταν. Μια συνοδευτική επιστολή καλούσε σ’ επίδειξη αλληλεγγύης στους συναγωνιστές που είχαν συλληφθεί και κρατούνταν στις φυλακές της Τραφάρια. Προέτρεπε κάθε ενδιαφερόμενο να μείνει προσηλωμένος στην υπόθεση και να μην επιτρέψει να κάνουν την εμφάνισή τους διαιρέσεις μέσα στους τρεις κλάδους των ενόπλων δυνάμεων.
Τέσσερις μέρες μετά απ’ το συγκεκριμένο μανιφέστο ήρθε η αποτυχημένη στάση της Κάλντας ντα Ραΐνια. Ένα ακόμα μανιφέστο του «Κινήματος των Λοχαγών» (18 Μάρτη) έκανε λόγο για τέσσερις συλληφθέντες συντρόφους. Επιδοκίμαζε την απόφαση των Στρατηγών Σπίνολα και Κόστα Γκόμεζ, καθώς και του Ναυάρχου Μπογκάλιο, να μη λάβουν μέρος στη διαδήλωση για τη στήριξη του Καετάνο. Ανέφερε ότι τα στρατεύματα στην Κάλντας έδρασαν με υπερβολική βιασύνη αλλά εξέφραζε την πλήρη αλληλεγγύη του σ’ αυτό που είχαν κάνει. «Ο σκοπός τους είναι και δικός μας», δήλωνε. Το μανιφέστο καταδίκαζε με οξύ τρόπο τις δυνάμεις της PIDE/DGS, της GNR και της Πορτογαλικής Λεγεώνας, για το ρόλο τους στο μπλοκάρισμα του RI-5 (5ο Σύνταγμα Πεζικού) που είχε ξεκινήσει απ’ την Κάλντας εκείνη το βράδυ. Έκανε έκκληση για προσοχή, προτρέποντας τους υποστηρικτές του να βρίσκονται σ’ ετοιμότητα αναμένοντας το καθορισμένο σύνθημα.  
Ο Ταξίαρχος Οτέλο Σαράιβα ντε Καρβάλιο (τότε ταγματάρχης και τον οποίο –για λόγους συντομίας- θ’ αποκαλούμε από δω και στο εξής απλά Οτέλο) μίλησε αργότερα για τις δυσκολίες που αφορούσαν την οργάνωση υπό το καθεστώς Καετάνο (Εσπρέσσο, 4 Γενάρη 1975). Ανέφερε ότι στις 12 Μάρτη 1974, είχε μεταβεί στην οικία του Στρατηγού Σπίνολα προκειμένου να τον ρωτήσει αν γνώριζε τι θα ανακοίνωνε άμεσα ο Καετάνο στην Εθνοσυνέλευση. Ο Σπίνολα αποκάλυψε ότι ο ίδιος επρόκειτο ν’ απομακρυνθεί απ’ τη θέση του, όπως επίσης κι ο Στρατηγός Κόστα Γκόμεζ. Ο τελευταίος είχε εγκρίνει τη δημοσίευση του βιβλίου του Σπίνολα «Η Πορτογαλία και το Μέλλον», στ’ οποίο γίνονταν έκκληση υπέρ μιας μάλλον πολιτικής παρά στρατιωτικής λύσης στο πρόβλημα του πολέμου.  
«Ετοιμάσαμε ένα πλάνο δράσης κι ο Αντισυνταγματάρχης Γκαρσία ντος Σάντος, ο Ταγματάρχης Καζανόβα, ο Ταγματάρχης Μόνζε, ο Ταγματάρχης Αζεβέντο κι εγώ, συνεργαστήκαμε πάνω σ’ αυτό. Θα εμπλέκονταν πέντε μονάδες, ανάμεσά τους το 5ο Σύνταγμα Πεζικού, η Σχολή Εκπαίδευσης Πεζικού και μια μονάδα αλεξιπτωτιστών (…) Στις 13 Μάρτη συναντηθήκαμε ξανά κι αποφασίσαμε ότι το πλάνο δεν μπορούσε να προχωρήσει. Το πραξικόπημα είχε σχεδιαστεί για κείνη τη νύχτα. Αφού όμως αναβλήθηκε, όλες οι μονάδες έθεσαν τα όπλα τους σε αναμονή εκτός απ’ το σύνταγμα ελαφρού πεζικού RI-5. Ο Ταγματάρχης Καζανόβα προσπάθησε να τους καθησυχάσει, λέγοντάς τους ότι υπήρχε καινούριο σχέδιο. Τους ζήτησε να περιμένουν μέχρι την επόμενη Δευτέρα. Στις 15 του μήνα, συναντήθηκα με το Λοχαγό Μαρκές Ράμος και τον Ταγματάρχη Καζανόβα. Αναφέρθηκε ότι σε κάποιες μονάδες υπήρχε μεγάλη ανυπομονησία. Ακούσαμε απ’ τον Ταγματάρχη Λαμέγκο ότι μια μονάδα ήταν εξοπλισμένη κι έτοιμη να βγει στο δρόμο. Μεγάλος ενθουσιασμός κατέλαβε τον καθένα κι ειδικότερα τον Ταγματάρχη Μόνζε. Χωρίσαμε στις 9.30 μ.μ. και δεν επρόκειτο να ξανασυναντηθούμε παρά μόνο στις 25. Αναχώρησα για να πιάσω υπηρεσία. Οι υπόλοιποι πήγαν στην Κάλντας. Δε διαθέταμε μέσα για να επικοινωνούμε μεταξύ μας. Διαπίστωσα αργότερα ότι ο Ταγματάρχης Μόνζε πέρασε όλο το βράδυ τηλεφωνώντας σε διάφορες μονάδες για να δει ποιες θα αναπτύσσονταν στη Λισαβόνα: δεν επρόκειτο να το κάνει καμιά. Στο τέλος, ξεκίνησε μόνο η μονάδα απ’ την Κάλντας. Ο Ταγματάρχης Μόνζε πήγε στο σπίτι του Ταγματάρχη Καζανόβα, ξυπνώντας τον και ζητώντας του να πάει στη μονάδα της Κάλντας και να προσπαθήσει να τη γυρίσει πίσω, μιας κι ήταν απόλυτα απομονωμένη. Πήγα στη Λισαβόνα και πέρασα απ’ το σπίτι του Ταγματάρχη Μόνζε: υπήρχαν τρία αυτοκίνητα με πράκτορες της DGS μπροστά απ’ το σπίτι του. Έφυγα για το Ενκαρνασάο όπου υποτίθεται ότι ο Ταγματάρχης Μόνζε θα περίμενε τις φάλαγγες που θα κατέφταναν. Δεν υπήρχε τίποτα εκτός από πληρώματα της DGS και αστυνομία. Έμεινα μέχρι τις 7 το πρωί και οι μόνες φάλαγγες που είδα να καταφτάνουν ήταν της 5ης και 7ης Τεθωρακισμένων (για να σταματήσουν το κίνημα). Εκείνη τη στιγμή ήταν πια ανώφελο. Επέστρεψα στη Λισαβόνα και πληροφορήθηκα ότι οι Ταγματάρχες Μόνζε και Καζανόβα είχαν συλληφθεί».       
Το πραξικόπημα της 16ης Μάρτη απέτυχε. Οι συλλήψεις όμως και τα βασανιστήρια που θ’ ακολουθούσαν δυνάμωσαν την αποφασιστικότητα του Κινήματος. Αποφασίστηκε να μη γραφτούν καινούριες ανακοινώσεις. Η Συντονιστική Επιτροπή συναντήθηκε και συμφώνησε πάνω σ’ ένα νέο πρόγραμμα. Για ν’ αποφευχθεί η τυχόν εξάπλωση των εστιών δυσαρέσκειας, πολλοί αξιωματικοί που θεωρούνταν ύποπτοι εμπλοκής στο κίνημα, μετατέθηκαν σ’ άλλες μονάδες. Αυτό βοήθησε μιας και τους επέτρεψε να εξαπλώσουν τις ιδέες τους σε περιοχές που πριν δεν ήταν δυνατό. Αντίγραφα του προγράμματος έφτασαν στους Σπίνολα και Κόστα Γκόμεζ μέχρι τα τέλη Μάρτη. Έκαναν κάποιες τροποποιήσεις που με τη σειρά τους άλλαξαν και πάλι απ’ τη Συντονιστική Επιτροπή για το Πρόγραμμα (CCP). Το σύνθημα δόθηκε το πρωί της 25ης Απρίλη. Το σκέφτηκε ο Οτέλο μ’ έναν έμπιστο ντι τζέι του τότε μοδάτου «Ντράγκστορ 70». Το «Grandola, Vila Morena» παίχτηκε απ’ το Ράντιο Ρενασένσα και μια επιτυχία της εποχής απ’ τη Ραδιοφωνία της Λισαβόνας.
Η 25η Απρίλη 1974.
Δύο ήταν οι διακριτές ομάδες που κινούνταν προς την κατεύθυνση της πολιτικής παρέμβασης. Πρώτα, το Κίνημα των Λοχαγών, στην ηγεσία του οποίου βρίσκονταν η CCP. Η CCP αποτελούνταν απ’ το Μέλο Αντούνες, το Βάσκο Γκονσάλβες, το Βίτορ Άλβεζ και 16 ακόμα μέλη. Σ’ ολόκληρη τη χώρα ήταν διασπαρμένες μικρές ομάδες αξιωματικών και λοχαγών (υπολογίζονται σε 800 συνολικά) που συντόνιζαν τις διάφορες μονάδες.  
Η δεύτερη ομάδα ήταν μικρότερη και χρησιμοποιούνταν απλώς απ’ το Κίνημα προκειμένου να περιβληθεί με κάποιο σεβασμό και ανάλογη κάλυψη. Επικεντρώνονταν γύρω απ’ τους Στρατηγούς Σπίνολα και Κόστα Γκόμεζ, κι αξιωματικούς σαν τον Ταγματάρχη Σάντσεζ Οσόριο και Φιρμίνο Μιγκέλ. Οι επαφές μεταξύ των δύο ομάδων ήταν συχνές και ορισμένοι αξιωματικοί που ανήκαν στο «Κίνημα των Λοχαγών» υποστήριζαν την ομάδα γύρω απ’ τον  Σπίνολα.
Το πραξικόπημα είχε διεξαχτεί απ’ το «Κίνημα των Λοχαγών» κι ο ίδιος ο Σπίνολα δε έμαθε  τις ακριβείς λεπτομέρειες παρά μόνο τη στιγμή που οι στρατιωτικές προετοιμασίες είχαν όντως αρχίσει. Ο Λοχαγός Μαΐα, ένας Διοικητής Τεθωρακισμένων στο Σανταρέμ, 29 χρόνων και μ’ ενεργή υπηρεσία στη Γουϊνέα-Μπισσάου και τη Μοζαμβίκη υπό τον Σπίνολα, ήταν ένας απ’ τους βασικούς ενδιάμεσους μεταξύ των δύο ομάδων κι ένας απ’ τους αρχηγούς της κατάληψης της Λισαβόνας: «Έλαβα τις διαταγές δύο μέρες πριν την 25η και μετά απ’ αυτό με παρακολουθούσαν στενά πράκτορες της DGS. Επικοινώνησα μ’ όλες τις μονάδες, λέγοντάς τους “να βρίσκονται σ’ ετοιμότητα γι’ αυτό που αναμέναμε”. Μέχρι και το πραγματικό συμβάν, ελάχιστοι γνώριζαν το χρόνο που θα εκδηλώνονταν».    
Η μονάδα Τεθωρακισμένων ήταν η πρώτη που έφτασε στη Λισαβόνα. Προσπέρασαν μια μονάδα της GNR που νόμισε πως επρόκειτο για άσκηση. Δε συνάντησε καμιά αντίσταση. Αν παρουσιάζονταν προβλήματα, υπήρχε πλάνο υποχώρησης προς το Σανταρέμ και προβολής αντίστασης από εκεί. Οι επαφές μεταξύ Συντονιστικής Επιτροπής και Σπίνολα έλαβαν χώρα το πρωί κι ο δεύτερος συμφώνησε να προσχωρήσει στο Λοχαγό Μαΐα. Αυτός, είχε στο μεταξύ περικυκλώσει το Αρχηγείο της GNR στο Κάρμο κι είχε κινηθεί για να συναντήσει τον Καετάνο. «Γνωρίζω ότι δεν κυβερνώ πια», είχε πει ο Καετάνο. «Ελπίζω μόνο να τύχω του σεβασμού που μου αρμόζει». Ρώτησε ποιοι ήταν οι αρχηγοί. Ο Μαΐα απάντησε ότι τους γνώριζε μόνο με το κωδικό όνομα ΟΣΚΑΡ κι ότι επίσης εμπλέκονταν οχτώ στρατηγοί. Ο Καετάνο αρνήθηκε να παραδοθεί σε οποιονδήποτε έφερε βαθμό κατώτερο του στρατηγού. Τελικά, μετά από συζητήσεις μεταξύ του Αλβάρο Ροκέτ (Υπουργός Τουρισμού) και του Σπίνολα, ο Πρωθυπουργός παραιτήθηκε.
Το άμεσο επακόλουθο ήταν η δημιουργία της «Επιτροπής Εθνικής Σωτηρίας». Η ομάδα γύρω απ’ το Σπίνολα, κυριαρχούσε στο συγκεκριμένο σώμα, με πέντε εκπροσώπους έναντι δύο του «Κινήματος των Λοχαγών». Η Επιτροπή αποτελούνταν απ’ τον Αρχηγό και τον Υπαρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων (Στρατηγούς Σπίνολα και Κόστα Γκόμεζ), τον Αρχηγό των Διαβιβάσεων (Ταξίαρχο Ζαΐμε Σιλβέριο Μαρκές), τον Υποπλοίαρχο Ρόζα Κουτίνιο (Ναυτικό), τον Σμήναρχο Γκαλβάο ντε Μέλο (Αεροπορία) και τον Πτέραρχο Ντιόγκο Νέτο (Αεροπορία). Ο Σπίνολα, ως πρόεδρος, διόρισε την κυβέρνηση.
Έτσι, την επαύριο της 25ης Απρίλη, ήταν η ομάδα γύρω απ’ το Σπίνολα που ανέλαβε τα ηνία της εξουσίας, αν κι η εξουσία αυτή ήταν κάθε άλλο παρά απόλυτη. Ισχυρή επιρροή ασκούσαν γνωστές πολιτικές προσωπικότητες και οι ηγέτες των πολιτικών κομμάτων, όπως επίσης κι η Συντονιστική Επιτροπή για το Πρόγραμμα (CCP). Το σώμα αυτό συνέχισε να υφίσταται ως ξεχωριστό απ’ την Επιτροπή (Εθνικής Σωτηρίας). Το «Κίνημα των Λοχαγών» μετατράπηκε στο Κίνημα Ενόπλων Δυνάμεων (MFA). Κατά παρόμοιο τρόπο, η Συντονιστική Επιτροπή κάθε κλάδου των ενόπλων δυνάμεων συνέχισε να συνεδριάζει από κοινού αλλά και ξεχωριστά. Το συνολικό άθροισμα αυτών των επιτροπών έγινε τελικά γνωστό ως Γενική Συνέλευση του MFA.  
Με την κατάρρευση της Πρώτης Προσωρινής Κυβέρνησης του Πάλμα Κάρλος, η CCP μετατράπηκε μαζί με την Επιτροπή Εθνικής Σωτηρίας, στο σημαντικότερο κέντρο λήψης αποφάσεων στη χώρα. Ο Πάλμα Κάρλος επιθυμούσε περισσότερη εξουσία για τους πολιτικούς και μικρότερη εξάρτηση απ’ τις ένοπλες δυνάμεις. Για την CCP αυτό ισοδυναμούσε με την πλήρη υποβάθμιση του αποφασιστικού ρόλου που είχε διαδραματίσει στην 25η Απρίλη. Τα μέλη της Επιτροπής θώρησαν ότι αυτό έθετε σε κίνδυνο το σύνολο του προγράμματός της.
Εδώ ακριβώς βρίσκονταν η βασική αδυναμία (ή ίσως δύναμη) όλου του κινήματος. Το «πρόγραμμα» ήταν διφορούμενο κι ανοιχτό σε κάθε είδους ερμηνεία. Το ποιες ακριβώς ερμηνείες θα δίνονταν, σε ποιο συγκεκριμένο χρόνο κι από ποια συγκεκριμένη ομάδα σε έννοιες όπως «δημοκρατία», «στήριξη των μη προνομιούχων τάξεων», κτλ, ήταν ζήτημα πολιτικής ισχύος.
Μέχρι τον Αύγουστο του 1974, ο ίδιος ο Σπίνολα είχε αναλάβει τη διεξαγωγή συνομιλιών με τα’ απελευθερωτικά κινήματα της Ανγκόλας. Έκανε όλο και περισσότερες πολιτικές δηλώσεις χωρίς να κάνει αναφορές στο συνολικό κίνημα. Η ομάδα των αξιωματικών που τον περιέβαλε κι ειδικότερα άνθρωποι σαν τον Σάντσεζ Οσόριο, του ασκούσαν πιέσεις προκειμένου ν’ ανακόψει τη μετατόπιση που λάμβανε χώρα στην Πορτογαλία προς τ’ αριστερά. Η διαδήλωση της «σιωπηρής πλειοψηφίας» ήταν, σύμφωνα με το Σπίνολα, μια ξεκάθαρη έκκληση υπέρ ενός ισχυρού προεδρικού συστήματος.  
Το βράδυ της 27ης Σεπτέμβρη, ο Οτέλο πήγε στο προεδρικό μέγαρο. Αργότερα περιέγραψε όσα είχαν συμβεί:
«Αντί να μιλήσει μαζί μας, ο Σπίνολα συγκάλεσε συνεδρίαση της Επιτροπής (Εθνικής Σωτηρίας). Ο Βάσκο Γκονσάλβες ανταποκρίθηκε. Ήταν μια θλιβερή σκηνή. Αποπειράθηκαν να εκδιώξουν τρία μέλη της Επιτροπής. Μου ειπώθηκε πως δεν ήμουν πια στη διοίκηση της COPCON. Απάντησα πως ο Κόστα Γκόμεζ συνέχιζε να είναι ο διοικητής κι εγώ ήμουν απλά ο βοηθός του. Τηλεφώνησα στην COPCON, λέγοντάς τους ότι θα οργάνωνα τα γεγονότα από κει». Ο Σπίνολα προσπάθησε να προσεταιριστεί τις μονάδες και να δημιουργήσει κλίμα δυσπιστίας μεταξύ αυτών των μονάδων κι ημών, του MFA. Οι μονάδες τεθωρακισμένων, οι αλεξιπτωτιστές κι οι καταδρομείς δεν γνώριζαν αν έπρεπε ν’ ακολουθήσουν το Στρατηγό ή να εμπιστευτούν τις προθέσεις μας». Ο Μέλο Αντούνες απέδωσε την κρίση στην αυταρέσκεια του MFA. «Η αυταρέσκεια αυτή κι η συγκεκριμένη υπερβολική ανοχή πηγάζει από μια λανθασμένη αντίληψη της ουσίας του εκδημοκρατισμού, η οποία πιθανώς ωθείται απ’ τον υπερβολικό φιλελευθερισμό κι από μια γιακωβίνικη παράδοση της δημοκρατίας που υπάρχει ακόμα στην Πορτογαλία». (2)
Η Τρίτη Κυβέρνηση δεν τροποποίησε τις υπάρχουσες πολιτικές δομές. Άλλαξε απλώς τους ηγέτες. Δημιουργήθηκε το Ανώτατο Συμβούλιο του Κινήματος. Ήταν πρωτίστως τεχνικής φύσης και μοιράζονταν την εξουσία με τη Γενική Συνέλευση του MFA, με το τελευταίο σώμα ν’ αποτελείται από 240 αξιωματικούς. Η Γενική Συνέλευση αποτελούνταν από αξιωματικούς και των τριών κλάδων των ενόπλων δυνάμεων. Ο στρατός ξηράς εκπροσωπούνταν από 114 μέλη, σε σύνολο 240.
Η Γενική Συνέλευση αποτελούσε συνεπώς αυτό που το MFA είχε γίνει στις μέρες που ακολούθησαν την 28η Σεπτέμβρη. Το δελτίο του, Movimento, εκδίδονταν ανά 15μερο. Το κύριο άρθρο του Οχτώβρη ανέφερε ότι «ο Σπίνολα είχε πέσει όμως οι δομές που τον είχαν ανεχτεί παρέμεναν ανέπαφες».
Οι Επιτροπές Στρατιωτών και Ναυτών.
Η Γενική Συνέλευση του MFA ισχυρίζονταν ότι μέσω των Συμβουλίων των Όπλων υπήρχαν άμεσοι δεσμοί μεταξύ αυτού και των κατώτερων βαθμίδων. Υπήρχε όμως μια αυξανόμενη πίεση απ’ τις βαθμίδες αυτές υπέρ μιας πιο απτής συμμετοχής τους στις δομές του MFA. Σε πολλές περιπτώσεις η ιεραρχία και οι διαταγές αμφισβητούνταν ή παρακούονταν. Την 1η Μάη 1974, παρεμποδίστηκε μια συνάντηση στρατιωτών στο στρατόπεδο Τάνκος. Στη διάρκεια της πρώτης βδομάδας του Ιούνη, στρατιώτες απ’ το Τόρρες Νόβας είχαν δηλώσει την άρνησή τους να μετατεθούν στις αποικίες. Είχαν μάλιστα οργανωθεί διαδηλώσεις απ’ τις μανάδες των εμπλεκομένων.   
Τον Ιούνη του 1974, δύο στρατιώτες που είχαν αρνηθεί να προσφέρουν απεργοσπαστική υπηρεσία στη διάρκεια της απεργίας της CTT, συνελήφθησαν και στάλθηκαν στην Τραφάρια, τη στρατιωτική φυλακή. Στις 9 Ιούλη, συνελήφθησαν δύο ακόμα για μοίρασμα μαοϊκών φυλλαδίων σε στρατόπεδα. Στις 6 Οχτώβρη, 6 στρατιώτες στη Λισαβόνα αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην «Ημέρα Εργασίας» που οργανώθηκε απ’ το Βάσκο Γκονσάλβες και φυλακίστηκαν. Η εφημερίδα Κομέρσιο ντο Φουνσάλ έκλεισε επειδή δημοσίευσε ένα άρθρο για το γεγονός. Το Νοέμβρη, ορισμένοι στρατιώτες που είχαν διαλύσει μια συγκέντρωση του CDS στη Λισαβόνα, συνελήφθησαν. Στις 28 Νοέμβρη, συνελήφθησαν 8 στρατιώτες γιατί είχαν οργανώσει συγκέντρωση έξω απ’ το στρατόπεδο της Σχολής Πεζικού, μιας μεραρχίας πεζικού στη Μάφρα, κοντά στη Λισαβόνα. Και οι 400 εκπαιδευόμενοι μεταφέρθηκαν στη Γενική Διοίκηση με σκοπό να επιτηρούνται στενότερα απ’ την Επιτροπή Εθνικής Σωτηρίας. Η διακήρυξή τους είναι κατατοπιστική. Συντάχτηκε λόγω της απαγόρευσης της προβολής στα στρατόπεδα της ταινίας του Αϊζενστάιν, «Θωρηκτό Ποτέμκιν».
«Οι εκπαιδευόμενοι έχουν εξ’ αρχής αντισταθεί σε κάθε μορφή εκπαίδευσης που εμπλέκεται στους επιθετικούς πολέμους που μαίνονται στις αποικίες. Είμαστε εναντίον της συστηματικής άρνησης του δικαιώματός μας να διεξάγουμε συναντήσεις και να συζητάμε ελεύθερα. Είμαστε εναντίον την επιβολής κανόνων απόλυτα ξένων προς το νέο πνεύμα που ενθαρρύνεται απ’ τo Μοβιμέντο (το περιοδικό του MFA). Είμαστε εναντίον των “φιλικών”  συζητήσεων με τη διοίκηση, στις οποίες μας λέγονται πράγματα του στυλ “ο στρατός είναι απολίτικος”, δείχνοντας έτσι ξεκάθαρα ότι τάσσονται στο πλευρό της αντίδρασης… Η άδικη φυλάκιση των συντρόφων μας μας αναγκάζει να δράσουμε. Αρνούμαστε να δεχτούμε τροφή και θα συνεχίσουμε ν’ αρνούμαστε υποδείξεις. Κι αυτό θα το πράξουμε παρουσία ενός μέλους της Κεντρικής Επιτροπής του MFA για να του δείξουμε τι ακριβώς συμβαίνει εδώ. Πέρα απ’ τις πολιτικές διαφορές μας και χωρίς αναφορές σε πολιτικά κόμματα, έχει φτάσει τώρα η ώρα να υπερασπιστούμε ενεργά το πρόγραμμα του MFA. Μέσα στα στρατόπεδα ο φασισμός συνεχίζεται. Ο αγώνας μας δε θα σταματήσει. Λευτεριά στους κρατούμενους. Έξω οι φασίστες» [Υπογράφεται απ’ τους 400 δόκιμους του 1ου Τάγματος της Μάφρα (δημοσιεύτηκε στις Κομπάτ, Ρεβολουσάο και Εσκέρντα Σοσιαλίστα)].  
Σχηματίστηκαν ομάδες αλληλεγγύης στα υπόλοιπα στρατόπεδα, με την πλέον σημαντική να είναι αυτή του RAL-1, στη Λισαβόνα. Οι συλλήψεις των συγκεκριμένων αντιφρονούντων στρατιωτών πραγματοποιήθηκαν απ’ την COPCON.
Όσον αφορά τις συλλήψεις, επιδείχτηκε ιδιαίτερη «προτίμηση» στους μαοϊκούς στρατιώτες. Το Δεκέμβρη, ένας απ’ τους συλληφθέντες στη διάρκεια της επίθεσης του Νοέμβρη στο συνέδριο του CDS στη Λισαβόνα, ο Ετελβίνο ντε Ζεσούς, προχώρησε σ’ απεργία πείνας. Αυτό προκάλεσε μια διαδήλωση Μαοϊκών στη Λισαβόνα. Οι Μαοϊκοί στρατιώτες που συμμετείχαν ένστολοι στη συγκέντρωση συνελήφθησαν αμέσως. Το LUAR προσέλκυε επίσης αρκετούς στρατιώτες που συμμετείχαν σε συγκεντρώσεις ένστολοι. Κι εδώ, ακολουθούσαν επίσης συλλήψεις.   
Παρά την καταστολή, πολλά στρατόπεδα είχαν συστήσει επιτροπές παρακάμπτοντας τους διοικητές τους ή τουλάχιστον απειλώντας με την ύπαρξη μιας κατάστασης δυαδικής εξουσίας. Είχαν γίνει γνωστά ακόμα και μέλη της COPCON που δρούσαν ανεξάρτητα απ’ τις διαταγές των ανωτέρων τους. Η υπακοή πολλών στρατιωτών δεν μπορούσε πλέον να βασίζεται στους αξιωματικούς τους.
Στις 8 Γενάρη 1975, ένα ολόκληρο τάγμα πεζικού (Τάγμα 4911) αρνήθηκε να πάει στην Ανγκόλα, κάνοντας έκκληση για «στήριξη του MPLA». Οι υπεύθυνοι συνελήφθησαν αμέσως. Πολλές μονάδες άρχισαν να εκδίδουν τα δικά τους έντυπα. Το RAL-1 στη Λισαβόνα, έβγαλε το περιοδικό Κοντεστάβελ (Πάλεψε), τ’ οποίο δεν ήταν πάντα σε συμφωνία με το MFA και το περιοδικό του (Μοβιμέντο). Η μονάδα τεθωρακισμένων εξέδιδε το περιοδικό Chaimite, η Αεροπορία το Ο Ελο. Πολλά απ’ αυτά τα έντυπα απαιτούσαν ανοιχτά τον εκδημοκρατισμό των ενόπλων δυνάμεων.
Οι στρατιώτες του RAL-1 είχαν υποστηρίξει ανοιχτά τη διαδήλωση της Ιντερ-Εμπρέσας που καλέστηκε στις 7 Φλεβάρη 1975 κι είχαν υπάρξει και πολλές άλλες περιπτώσεις, λιγότερο θεαματικές, όπου οι στρατιώτες είχαν πάρει το μέρος των εργατών. Κάνοντας αυτό, ανάγκαζαν συχνά το MFA να μετακινηθεί κι άλλο προς τ’ αριστερά.
Μια ειδική περίπτωση αποτέλεσε η «Καμπάνια για τη Γνώση και τη Δυναμοποίηση», μια αγκιτ-προπ ιδέα που προήλθε από ένα τάγμα της Πέμπτης Μεραρχίας Πεζικού κι η οποία υιοθετήθηκε αμέσως απ’ το PCP. Ευελπιστούσε να μεταμορφώσει τις συνηθισμένες στρατιωτικές ασκήσεις σε πολιτικές. Ο Συνταγματάρχης Βαρέλα Γκόμεζ οργάνωσε την καμπάνια για το MFA αλλά ασκούσε ελάχιστο έλεγχο επί του περιεχομένου των αποστολών. Μονάδες πήγαιναν στην ύπαιθρο, «εξηγώντας» το πραξικόπημα και τους λόγους για τους οποίους υπήρξε αναγκαίο. Ζητούσαν απ’ το λαό να οργανωθεί στην περιοχή του για να συζητήσει τα προβλήματά του.
Για τον Πολιτικό Ρόλο.
Το Συμβούλιο των Είκοσι αποτελούσε την πραγματική πολιτική ηγεσία του MFA, αν κι οι αποφάσεις του εξαρτώνταν σε πολλές περιπτώσεις απ’ την έγκριση των συναντήσεων των 240 εκπροσώπων που αποτελούσαν τη Γενική Συνέλευση. Το ζήτημα του μελλοντικού ρόλου του MFA ήταν κυρίαρχο.
Στις 4 Γενάρη 1975, μια συνέλευση του MFA συζήτησε τα προβλήματα της νέας Συντακτικής Συνέλευσης που θα εκλέγονταν τον Απρίλη. Ήδη απ’ το Νοέμβρη του 1974, ο Βίτορ Άλβεζ, σημαντικός εκπρόσωπος του «μεταρρυθμιστικού» ρόλου του MFA, προέβλεψε τρεις πιθανούς τύπους σχέσης μεταξύ του στρατού και της συγκεκριμένης Συνέλευσης. Το MFA θα μπορούσε να εκλέξει εκπροσώπους του σ’ αυτή, να στείλει παρατηρητές ή να καταλάβει το 10 ή 20 % των εδρών. Ενώ υπόσχονταν πολιτική εξουσία ως το τέλος του 1975, ο Άλβεζ δήλωνε ότι «αυτό που συμβαίνει στη χώρα μας δεν έχει τίποτα το κοινό με την Αιθιοπία ή το Περού (ΣτΜ: αναφορά στα αντίστοιχα στρατιωτικά καθεστώτα). Ο στρατός καλεί τους πολίτες να κυβερνήσουν και να καθοδηγήσουν τη χώρα». Το ζήτημα όμως του ακριβούς πολιτικού ρόλου του MFA παρέμενε ανοιχτό. Σε κάθε περίπτωση, τα γεγονότα επρόκειτο να συμβάλουν στην επίλυση του ζητήματος.
Ήταν η Συνέλευση του MFA αυτή που συζητούσε τα γενικά οικονομικά και πολιτικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η χώρα. Το Συμβούλιο των Είκοσι έπαιρνε έπειτα τις αποφάσεις, μετασχηματίζοντάς τες σε πλάνα. Αυτά επέστρεφαν πλέον στη Συνέλευση για να ψηφιστούν.
Η επιρροή επί της Συνέλευσης άπτονταν των κυρίαρχων συμφερόντων των πολιτικών κομμάτων. Ήταν το μόνο που τα συνέδεε με την εξουσία. Στις 8 Φλεβάρη 1975, η Εσπρέσσο, εξετάζοντας τη Συνέλευση του MFA, είδε δύο πιθανές λύσεις. Η πρώτη, προωθούμενη κι υποστηριζόμενη απo αξιωματικούς που βρίσκονταν κοντά στο PCP, ήταν ευρέως γνωστή ως η «Θεωρία της Κυρίαρχης Παρέμβασης». Πίστευε ότι «η συνθήκη της εκμετάλλευσης παύει να υφίσταται μόνο με την καταστροφή του καπιταλιστικού συστήματος στην Πορτογαλία και την επακόλουθη διάλυση της ξένης εξάρτησης. Είναι αναγκαίος ο άμεσος καθορισμός των φάσεων και σταδίων της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, ο καθορισμός των ορίων του ιδιωτικού κεφαλαίου και ο τύπος στήριξης που θα έπρεπε να δοθεί στους μικρούς  και μεσαίους παραγωγούς…». Η δεύτερη λύση, επιρροής του Σ.Κ., ήταν γνωστή ως «Μεταρρυθμιστικό Πλάνο». Απαιτούσε τον τερματισμό «όλων των μυστικών συναντήσεων, τη δημοσιοποίηση της ουσίας των δομών και εξουσιών του MFA και την εκλογή της Συνέλευσής του, απ’ το σύνολο των απλών μελών όλων των μονάδων των ενόπλων δυνάμεων. Απαιτούσε επίσης τη διεξαγωγή ελεύθερης συζήτησης απ’ τη Συνέλευση πάνω στα πεδία εξουσίας της και τη σχέση του MFA με τα υπόλοιπα σώματα».
Δεν επιτεύχτηκε κανένα κοινό συμπέρασμα. Η Εσπρέσσο είδε το MFA χωρισμένο σε τρία στρατόπεδα. Το πρώτο, γενικά θεωρούμενο ως προσκείμενο στο PCP κι επικεντρωμένο γύρω απ’ τους Βάσκο Γκονσάλβες, Οτέλο και ορισμένα μέλη της Επιτροπής. Η δεύτερη ομάδα ήταν γνωστή ως οι «Σπινολικοί». Εκπροσωπούσε εκείνους τους αξιωματικούς που ήταν στο πλευρό του Στρατηγού πριν την 25η Απρίλη και θεωρούνταν δεξιά. Η τρίτη ομάδα, πολιτικά φιλελεύθερη αν και όχι ξεκάθαρα καθορισμένη, συγκροτούνταν γύρω απ’ τους Βίτορ Άλβεζ και Μέλο Αντούνες. Θεωρούνταν ότι είχε ευρεία στήριξη απ’ την Αεροπορία.  
Οι εκλογές για το Συμβούλιο των Όπλων, στις αρχές Μάρτη του 1975, φανέρωσαν τη στήριξη προς τη δεύτερη και την τρίτη ομάδα. Ο Οτέλο και άλλοι δεν επανεκλέγηκαν. Το ζήτημα του μελλοντικού ρόλου των ενόπλων δυνάμεων έρχονταν δυναμικά στο προσκήνιο.
Η 11η Μάρτη 1975.
Η 11η Μάρτη προέκυψε ως απόλυτος αιφνιδιασμός. Δεν ήταν ότι δεν αναμένονταν ένα πιθανό δεξιό πραξικόπημα. Η πραγματική έκπληξη ήταν ότι ξέσπασε τόσο γρήγορα και τόσο χοντροκομμένα. Η ήττα του Οτέλο (όπως επίσης και άλλων γνωστών «αριστερών» του MFA) στις εκλογές για το Συμβούλιο των Όπλων συνιστούσε σίγουρα υποχώρηση γι’ αυτούς. Με τίποτα όμως δε δικαιολογούσε την αισιοδοξία που ένοιωθε η δεξιά. Δεν ήταν όμως η αισιοδοξία αυτή που οδήγησε τη δεξιά στην απόπειρα πραξικοπήματος αλλά ο φόβος.
Είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν φήμες που έλεγαν ότι η COPCON επρόκειτο να συλλάβει όλους τους δεξιούς στρατιωτικούς ηγέτες εντός του MFA (κι ότι το LUAR θα επιχειρούσε μια ακόμα «Σφαγή του Πάσχα» - ΣτΜ: η σφαγή των Εβραίων της Πορτογαλίας, τον Απρίλη του 1506). Υποτίθεται ότι διέθετε μια λίστα 100 Σπινολικών τους οποίους και θα εκτελούσε. Οι ιστορίες αυτές γίνονταν πιστευτές επειδή στους κύκλους των δεξιών αξιωματικών κυκλοφορούσε ένα έγγραφο που αποκάλυπτε πως οι μέρες τους ήταν μετρημένες.
Αν τα δύο αεροσκάφη Τ6 και τα τέσσερα ελικόπτερα που χρησιμοποιήθηκαν στην απόπειρα πραξικοπήματος της 11ης Μάρτη περίμεναν δέκα λεπτά ακόμα, θ’ επακολουθούσε σίγουρα σφαγή. Οι στρατιώτες του «αριστερού» RAL-1 στο Σακαβέμ (κοντά στο αεροδρόμιο της Λισαβόνας) ετοιμάζονταν να γευματίσουν στο εστιατόριό τους, όταν μέσα στο στρατόπεδό τους άρχισαν να πέφτουν βλήματα. Ένα Φολκσβάγκεν με τον οδηγό του, κάποιον Ζοακίμ Καρβάλιο Λουίς, έγιναν κομμάτια. Εξερράγησαν ρουκέτες, ανοίγοντας τρύπες στους τοίχους του εστιατορίου. Με τα πρώτα νέα της επίθεσης, χιλιάδες πολίτες κινήθηκαν προς το Σακαβέμ. Ένα συνεργείο της RTP (τηλεόραση) που βρίσκονταν εκεί κοντά, έσπευσε στο σημείο.
Μια μονάδα αλεξιπτωτιστών που διοικούνταν απ’ το Λοχαγό Σεμπαστιάο Μαρτίνς προσέγγισε το διοικητήριο του RAL-1. «Έχω διαταγές να καταλάβω το στρατόπεδό σας», δήλωσε ο Μαρτίνς στο Λοχαγό Ντινίς ντε Αλμέιντα, το διοικητή του RAL-1. «Κι εγώ έχω διαταχτεί να το υπερασπίζω. Τι συμβαίνει;», απάντησε ο Αλμέιντα. Ο Μαρτίνς έβγαλε ένα χαρτί απ’ την τσέπη του: «Είστε σίγουρος για τις διαταγές;».
«Τι στο καλό;», απάντησε ο Αλμέιντα. «Ετοιμάζεστε να μας επιτεθείτε για ένα κομμάτι χαρτί;». «Δεν είναι ένα απλό κομμάτι χαρτί», αποκρίθηκε ο Μαρτίνς. «Υπάρχουν κάποιοι υψηλά ιστάμενοι που δεν είναι καθόλου ευχαριστημένοι με την τροπή που παίρνουν τα πράγματα. Ενεργούμε στ’ όνομα των ανθρώπων αυτών και της υπεράσπισης των εκλογών».
«Το MFA έχει εγγυηθεί για τις εκλογές», αντέτεινε ο Αλμέιντα. «Σ’ αυτή τη χώρα, οι διαταγές έρχονται απ’ τον Πρόεδρο, ή μήπως όχι; Αν δε συμφωνείτε, ας πολεμήσουμε. Να θυμάστε όμως ότι ο λαός δεν είναι μαζί σας». Πλήθη πολιτών είχαν εμφανιστεί επί τόπου. Συμφωνούσαν: «Ο λαός δεν είναι μαζί σας! Ο λαός δεν είναι μαζί σας!».
Οι αλεξιπτωτιστές του Μαρτίνς βλέποντας ότι είχαν εξαπατηθεί, συμφώνησαν ως μονάδα να προσχωρήσουν στο RAL-1. Άντρες που θα μπορούσαν να είχαν αλληλοσκοτωθεί, όρμησαν μπροστά κι αγκαλιάζονταν. Το ίδιο κι οι πολίτες που είχαν καταληφθεί από χαρά κι έξαψη. Όλα κρίθηκαν εκεί και τότε. Και (σαν σημείο των καιρών) οι δύο μονάδες, χωρίς να τηλεφωνήσουν για διαταγές, αποφάσισαν να προχωρήσουν σε κοινή δράση, κάτι που θα επηρέαζε τη συνολική μελλοντική πορεία των γεγονότων.
Οι επιπτώσεις ήταν εκρηκτικές. Χιλιάδες άνθρωποι με νωπές τις μνήμες της 28ης Σεπτέμβρη, σήκωσαν οδοφράγματα στους δρόμους. Το Σεπτέμβρη είχαν δράσει έτσι από απόγνωση ενώ τα οδοφράγματα του Μάρτη ήταν οδοφράγματα χαράς, βοήθειας κι αλληλεγγύης. Όλο το απόγεμα, δημοσιογράφοι και ραδιοφωνικοί εκφωνητές καλούσαν σε λαϊκή επαγρύπνηση. Βρήκαν ανταπόκριση με κάθε πιθανό τρόπο. Η Γέφυρα 25ης Απρίλη στη Λισαβόνα, μπλοκαρίστηκε. Ο δρόμος προς το Πόρτο, το ίδιο. Ένοπλοι πολίτες και αριστεριστές κρατούσαν όλα τα σημεία-κλειδιά και τους κόμβους. Ερευνούνταν αυτοκίνητα μέχρι και στη Λεϊρία, την Κοΐμπρα και το Σετούμπαλ. Νέοι εργάτες με όπλα είχαν καταλάβει τους δρόμους. Στο Πόρτο, η οργή ξέσπασε στα γραφεία του CDS που καταστράφηκαν τελείως. Τα περισσότερα απ’ τ’ αρχεία του κάηκαν στη δημόσια πυρά. Στη Λισαβόνα, η έδρα του CDS λεηλατήθηκε επίσης. Το ίδιο συνέβη και με την οικία του Σπίνολα, στο Κασκάις, όπου κάηκαν ακόμα περισσότερα αρχεία. Ο Οτέλο μίλησε στην τηλεόραση, υποσχόμενος ότι «αν κρίνονταν αναγκαίο, η COPCON θα εξόπλιζε το λαό για να υπερασπιστεί την επανάσταση». Τα λόγια ήταν εύκολα. Ήταν ήδη φανερό ότι η «Επανάσταση» δε θα έπεφτε στις 11 Μάρτη. Μέχρι το βράδυ, η δεξιά είχε συντριφτεί. Ο Σπίνολα και 18 ακόμα αξιωματικοί διέφυγαν στην Ισπανία. Από κει πέρασαν στη Βραζιλία, στο κατόπι των Καετάνο και Τομάς.  
Αυθόρμητες ενέργειες εμφανίστηκαν οπουδήποτε. Οι τραπεζοϋπάλληλοι έκλεισαν τις τράπεζες νωρίς το μεσημέρι και συνέλαβαν τους διευθυντές τους. Οχτώ διευθυντές της Τράπεζας Εσπίριτο Σάντο επρόκειτο να διεξάγουν μια σύσκεψη όταν ξαφνικά ένοπλοι εργάτες και φαντάροι όρμησαν στο γραφείο τους και τους έστησαν στη σειρά μπροστά στον τοίχο. Οι εργαζόμενοι της Λισνάβ στη Μαργκέιρα, παράτησαν τις δουλειές τους κι οργάνωσαν ομάδες περιφρούρησης στους δρόμους που ερευνούσαν αυτοκίνητα. Χιλιάδες άλλοι έδρασαν παρόμοια.  
Για τρεις μέρες, η αριστερά κι οι εργατικές ομάδες ασκούσαν απόλυτη εξουσία. Ένα άρθρο για το Σπίνολα στην Παρισινή εφημερίδα Temoignage Chretien (6 Μάρτη) ανέφερε ότι ο πρέσβης των ΗΠΑ, Φρανκ Καρλούτσι (που είχε διασυνδέσεις με τη CIA), είχε δώσει τη συγκατάθεσή του για ενδεχόμενο δεξιό πραξικόπημα στην Πορτογαλία. Η παρατήρηση του Οτέλο στις 11 Μάρτη, ότι «ο Καρλούτσι θα ήταν καλύτερα να σκέφτεται το πώς θα φύγει απ’ τη χώρα ή αλλιώς ν’ αντιμετωπίσει τις συνέπειες» θεωρήθηκε ότι σχετίζονταν με το αποτυχημένο πραξικόπημα. Ο Κίσσινγκερ, σύμφωνα με αναφορά της Σάντεϊ Τάιμς (Λονδίνο), είχε εγκρίνει την εμπλοκή της CIA.  
Στις 11 Μάρτη, η GNR κι οι αλεξιπτωτιστές υπήρξαν οι μόνες δυνάμεις που τάχτηκαν με τη δεξιά. Ο Στρατηγός Φρέιρε Νταμιάο, διοικητής της GNR, κι ο Πτέραρχος Ρουί Ταβάρες Μοντέιρο (Αεροπορία), είχαν σχεδιάσει την όλη επιχείρηση. Ανέμεναν βοήθεια απ’ τα φιλελεύθερα μέλη του MFA που δεν ήρθε ποτέ. Ο Νταμιάο ζήτησε άσυλο στη Δυτικογερμανική Πρεσβεία (που τελικά τον παρέδωσε στην COPCON). Ο Μοντέιρο κατέληξε παρέα με το Σπίνολα, στη Βραζιλία.
Η κηδεία του «στρατιώτη Λουίς» έδειξε πόσο άστοχα έδρασε η δεξιά. Εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες κι εργαζόμενοι έδωσαν το παρών για ν’ αποτίσουν φόρο τιμής. Η Διακήρυξη του RAL-1 αποτύπωνε το πνεύμα που επικρατούσε.
«ΠΡΟΣ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΚΑΙ ΝΑΥΤΕΣ, ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΕΣ – ΠΡΟΣ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΕΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΕΣ – ΠΡΟΣ ΟΛΟ ΤΟ ΛΑΟ… Η εγκληματική φασιστική απόπειρα αυτού του πρωινού ενάντια στους στρατιώτες του RAL-1 φανερώνει ότι οι εκκαθαρίσεις και το ξήλωμα όλων των δεξιών στρατιωτικών και γνωστών αντιδραστικών (που ξεπουλήθηκαν στους καπιταλιστές και τους ιμπεριαλιστές) δεν αρκεί για να τους αποτρέψει απ’ την προετοιμασία της αντεπανάστασης και το αιματοκύλισμα ολόκληρου του λαϊκού κινήματος. Σύντροφοι, ενώ συνεχίζουν να φέρονται με το γάντι στην PIDE (για να μην αναφέρουμε τις περιπτώσεις που τους αφήνουν ελεύθερους), ενώ τα φασιστικά κόμματα συνεχίζουν ν’ απολαμβάνουν νόμιμης ύπαρξης, ενώ πυροβολούν το λαό στο Σετούμπαλ (8 Μάρτη), ενώ οι στρατιώτες και το στρατιωτικό προσωπικό που αγωνίζονται ενάντια στη φασιστική απειλή κρατούνται αιχμάλωτοι μέσα στα ίδια τους τα στρατόπεδα, ενώ τ’ αστικά κόμματα υπερασπίζονται δήθεν το λαό οργανώνοντας καρναβάλια, ενώ όλα αυτά συνεχίζονται, εξακολουθούν να εκμεταλλεύονται βάρβαρα και να καταπιέζουν το λαό. Όμως, σύντροφοι, οι φαντάροι είναι παιδιά του λαού. Οι στρατιώτες κι οι αντιφασίστες στρατιωτικοί γνωρίζουν πώς να στρέψουν τα όπλα τους ενάντια στη μπουρζουαζία και τους φασίστες αξιωματικούς, τασσόμενοι στο πλευρό του λαού. Σύντροφοι, οι φαντάροι κι όλοι οι στρατιωτικοί του RAL-1 (που πάντα αγωνίζονταν ενάντια στο φασισμό και σ’ αυτούς που προσπαθούν να τον υπερασπιστούν) είναι ενάντια στην καταπίεση. Απαιτούμε την άμεση εκτέλεση όλων των φασιστών κι όσων προσπαθούν να τους κρύψουν, πέρα απ’ το αν είναι στρατιωτικό προσωπικό ή όχι, στρατηγοί ή μη. Θάνατος στο φασισμό – Λαϊκή Δικαιοσύνη – Έξω ο ιμπεριαλισμός απ’ την Πορτογαλία – Άμεση εκτέλεση όλων των φασιστών – Οι φαντάροι είναι παιδιά του λαού», (Οι στρατιώτες κι όλο το στρατιωτικό προσωπικό του RAL-1 που βομβαρδίστηκε απ’ τους φασίστες, Ενκαρνασάο – 11 Μάρτη 1975).
Τα γεγονότα αυτά στιγμάτισαν για λίγο ολόκληρη τη συζήτηση γύρω απ’ τον πολιτικό ρόλο του MFA. To Κίνημα «θεσμοθετήθηκε». Ένα «Ανώτατο Συμβούλιο της Επανάστασης» με 28 μέλη συστήθηκε ως ανώτατο όργανο λήψης πολιτικών αποφάσεων. Θα παρέμενε στην εξουσία για τρία χρόνια. Ζητήθηκε απ’ όλα τα πολιτικά κόμματα που θα λάμβαναν μέρος στις εκλογές να προσυπογράψουν ένα σύμφωνο που θα επικύρωνε τη συγκεκριμένη διευθέτηση.
Η πρώτη ενέργεια του νέου Συμβουλίου ήταν να εθνικοποιήσει τις 19 ιδιωτικές τράπεζες. Μόνο 3 τράπεζες με διεθνή κεφάλαια αφέθηκαν σε χέρια ιδιωτών. Οι ιδιωτικές τράπεζες είχαν τον έλεγχο του κύριου όγκου της Πορτογαλικής οικονομίας. Πάνω απ’ το 99 % των χορηγούμενων δανείων κατευθύνονταν προς μεμονωμένους ιδιώτες ή εταιρείες ιδιωτών. Εθνικοποιήθηκαν επίσης κι οι ασφαλιστικές εταιρείες που ελέγχονταν ως επί το πλείστον απ’ τις ίδιες οικογένειες. Απ’ τις 35 Πορτογαλικές εταιρείες, οι 3 κατείχαν πάνω απ’ το 33 % της αγοράς κι ανήκαν στις οικογένειες Σαμπαλιμώ, ντε Μπρίτο και Εσπίριτο Σάντο.
Εθνικοποιήθηκαν επίσης κι οι τομείς του χάλυβα, των μεταφορών, του ηλεκτρισμού και του πετρελαίου. Οι τιμές ανακοινώθηκε πως θα «πάγωναν» μέχρι τα τέλη του 1975. Εκτιμάται ότι το 50 % του συνολικού βιομηχανικού κεφαλαίου πέρασε στα χέρια του κράτους. Ο ελάχιστος μηνιαίος μισθός ανέβηκε στα 3.600 εσκούδα, ενώ εξαγγέλθηκε ένα πρόγραμμα αγροτικής μεταρρύθμισης. Συνολικά, επρόκειτο να επενδυθεί στις κοπερατίβες και τις αγροτικές ενώσεις ένα ποσό της τάξης των 5 εκατομ. εσκούδων. Συστήθηκε το Ινστιτούτο Γεωργικής Ανασυγκρότησης (IRA) για να επιβλέπει τα τοπικά συμβούλια. Η πορεία προς τον κρατικό καπιταλισμό δέχτηκε μια μεγάλη ώθηση προς τα μπροστά.  
Τα οικονομικά προβλήματα παρέμεναν σοβαρά. Μεταξύ Γενάρη κι Απρίλη του 1975, καταγράφηκε έλλειμμα της τάξης των 13.548 εκατομ. εσκούδων. Τ’ αποθέματα χρυσού μειώθηκαν κι οι μετανάστες έστελναν μόνο μικρά εμβάσματα στην πατρίδα. Η οικονομική εξάρτηση απ’ τις χώρες της ΕΟΚ ήταν μεγάλη (που αντιπροσώπευε το 45 % των εισαγωγών της Πορτογαλίας και το 16 % των εξαγωγών) κι η οικονομική βοήθεια ήταν πολύ αναγκαία. Πρέπει να σημειωθεί ότι στη διάρκεια αυτής της περιόδου παρατηρήθηκε εμπορικό έλλειμμα και στις συναλλαγές με τη Ρωσία, παρά τους ισχυρισμούς του PCP περί βοήθειας της χώρας αυτής προς την Πορτογαλία.
Η Ένωση Τραπεζοϋπαλλήλων (που συνδέονταν με την Ιντερσιντικάλ) αποκάλυψε το οικονομικό σαμποτάζ και τις καταχρήσεις των μεγάλων τραπεζιτικών οικογενειών. Λογαριασμοί με ψευδή στοιχεία ή ανήκοντες σε γνωστούς δεξιούς πιστώνονταν μυστηριωδώς με ποσά που κατόπιν περνούσαν στη διάθεση των διάφορων δεξιών κομμάτων, ανάμεσα στα οποία ήταν και τα CDS και PPD. Κονδύλια που προορίζονταν για την αύξηση της απασχόλησης κατευθύνονταν σε μικρές εταιρείες των αποικιών και καταρτίζονταν ψευδή στοιχεία για την κάλυψή τέτοιων ενεργειών. Πολλοί απ’ αυτούς που εμπλέκονταν σε τέτοιου είδους πρακτικές, περιλαμβανομένων και διευθυντών τραπεζών, συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν.
Σοβαρότερα, από κάποιες απόψεις, ήταν τα νέα που ανέφεραν ότι ο ELP (ο Στρατός για την Απελευθέρωση της Πορτογαλίας) προετοίμαζε επιθέσεις στο έδαφος της χώρας. Έχοντας έδρα την Ισπανία κι υποστηριζόμενη από Πορτογάλους επιχειρηματίες που είχαν διαφύγει μετά την 25η Απρίλη, η οργάνωση αυτή είχε δεχτεί μαζική οικονομική βοήθεια απ’ ορισμένες τραπεζιτικές οικογένειες. Είχε επίσης συνάψει εξοπλιστικές συμφωνίες με την Ευρώπη κι εμπλέκονταν σε μεγάλης κλίμακας λαθρεμπόριο όπλων. Ο EPL είχε ταχτεί εναντίον της διεξαγωγής πραξικοπήματος στις 11 Μάρτη, ζητώντας απ’ τους Σπινολικούς αξιωματικούς να περιμένουν μια ευνοϊκότερη στιγμή.
Οι περισσότερες οργανώσεις (ανάμεσά τους το PPD και το Σ.Κ.) δέχτηκαν με ικανοποίηση τις εθνικοποιήσεις. Τα MES, LUAR και PRP-BR ήταν «επικριτικά», προσθέτοντας ότι οι εθνικοποιήσεις έπρεπε να συνοδεύονται από «εργατικό έλεγχο». Απ’ το PCP και την Ιντερσιντικάλ οργανώθηκαν διαδηλώσεις υποστήριξης των υιοθετηθέντων μέτρων. «Εθνικοποιημένη στην υπηρεσία του λαού» έγραφε ένα σύνθημα που εμφανίστηκε σε πολλές τράπεζες κι εταιρείες σ’ ολόκληρη τη χώρα. Νέοι διευθυντές ορίστηκαν στρατιωτικοί ή «αριστεροί»  οικονομολόγοι που ανήκαν στα MDP-CDE. Οι εθνικοποιήσεις δεν επηρέασαν παρά ελάχιστα τους πραγματικούς αγώνες των εργαζόμενων.  
ΙΧ. ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ
Το Υπόβαθρο.
Οι μεγαλύτερες πληθυσμιακές μετακινήσεις στην Πορτογαλική ιστορία έλαβαν χώρα στη διάρκεια του Δεύτερου (1959-1964) και Τρίτου (1965-1968) Αναπτυξιακού Πλάνου. Απ’ το 1968 και μετά, γνώρισαν ιδιαίτερη ώθηση ακολουθώντας την κλιμάκωση των πολέμων στην Αφρική. Έλαβαν τη διπλή μορφή της μετανάστευσης και της τάσης για συγκέντρωση στα μεγάλα αστικά κέντρα.  
Η μετανάστευση υπήρξε μόνιμο χαρακτηριστικό της Πορτογαλικής ιστορίας απ’ το δέκατο-έβδομο αιώνα. Στην εκατονταετία που προηγήθηκε του 1968 (1), περίπου τρία εκατομμύρια άνθρωποι εγκατέλειψαν την Πορτογαλία. Μεταξύ 1900 και 1930, περίπου 750.000 Πορτογάλοι εγκαταστάθηκαν στη Βραζιλία, ενώ 250.000 κατέληξαν στη Βόρεια Αμερική. Πάνω από μισό εκατομμύριο άνθρωποι μετανάστευσαν μεταξύ 1961 και 1967 κι ο αριθμός αυτός ίσως διπλασιάστηκε μεταξύ του 1967 και του Απρίλη του 1974. Στη διάρκεια των τελευταίων δέκα-είκοσι χρόνων, η Ευρώπη (κι ιδιαίτερα η Γαλλία) ήρθε ν’ αντικαταστήσει τους παραδοσιακούς προορισμούς (όπως η Βραζιλία κι οι Αφρικανικές αποικίες). Ίσως κι ένα εκατομμύριο Πορτογάλοι να ζουν σήμερα στη Γαλλία. (2) Οι περισσότεροι μετανάστες προέρχονται απ’ τις βόρειες επαρχίες, με τους μεγαλύτερους αριθμούς να καταγράφονται στις περιοχές του Βισέου  και της Μπραγκάνσα.  
Είχε σημειωθεί επίσης κι ένα ρεύμα εσωτερικής μετανάστευσης. Η αντίθεση μεταξύ υπαίθρου και αστικών περιοχών μεγάλωσε στη διάρκεια της οικονομικής ανάπτυξης, στις αρχές του 1959. Το 1960, το 16,75 % του Πορτογαλικού πληθυσμού βρίσκονταν στη Λισαβόνα. Το 46 % ζούσε σε τέσσερις πόλεις (Λισαβόνα, Πόρτο, Μπράγκα και Αβέιρο). Το μισό του αστικού πληθυσμού ήταν συγκεντρωμένο στην πρωτεύουσα.
Η εγκατάλειψη της γης και οι «στεγαστικές» πολιτικές του Σαλαζαρικού καθεστώτος οδήγησαν στη δημιουργία παραγκουπόλεων στα προάστια της Λισαβόνας, καθώς και γύρω απ’ το Πόρτο και τη Μπράγκα. Η αρχική υπόσχεση του Σαλαζάρ για «ένα σπίτι σε κάθε Πορτογάλο» είχε εκπέσει στο επίπεδο συζητήσεων περί «δυϊστικής ανάπτυξης». Ο Σέντας Νούνεζ, ένας φασίστας συγγραφέας, μπορούσε να γράψει ότι «δύο κοινωνίες συνυπάρχουν στην Πορτογαλία και η “σύγχρονη” υπερισχύει με γοργό ρυθμό της “παραδοσιακής”». Οι αντιθέσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης αποδίδονταν στις «παραδοσιακές» στάσεις του αγροτικού πληθυσμού ή «ερμηνεύονταν» από κηρύγματα περί «εθιμικής» φτώχειας. Τέτοιες αντιλήψεις επέτρεπαν στις αρχές να κλείνουν τα μάτια μπροστά σ’ αυτό που πραγματικά συνέβαινε.  
Η εξέταση της πραγματικότητας φιλτράρονταν μέσω των επίσημων στατιστικών. Το 1960 για παράδειγμα, 34.000 οικογένειες λέγονταν ότι ζούσαν σε παράγκες (18.400 στη Λισαβόνα και 1.900 στο Πόρτο). Περίπου 136.000 οικογένειες διέμεναν σε καθεστώς «υπενοικίασης» και «τμήματα» οικιών. 330.000 οικογένειες ζούσαν σε «συνθήκες συνωστισμού». Αν υπολογιστούν 4 άτομα ανά οικογένεια, περίπου 2 εκατομμύρια Πορτογάλοι (το ένα τέταρτο του συνολικού πληθυσμού) ζούσαν συνεπώς «επισήμως» σε υποβαθμισμένες στεγαστικές συνθήκες (Εσπρέσσο, 22 Φλεβάρη 1975). Χιλιάδες οικογένειες ζούσαν σε 6άδες ανά δωμάτιο, σε ξύλινες παράγκες, χωρίς νερό, αποχέτευση ή ηλεκτρισμό. Ας φανταστούμε τις εντάσεις, τη φτώχεια, τη δυστυχία, τους θανάτους… Αυτή ήταν η κληρονομιά του φασισμού.
Σ’ αντίθεση με τα παραπάνω, οι μεσαίες τάξεις ζούσαν καλά, ειδικά σε Λισαβόνα και Πόρτο. Η υπερτιμημένη αξία της γης και τα οικιστικά πλάνα που προσανατολίζονταν στην οικοδόμηση ακριβών σπιτιών είχαν βαθμιαία σπρώξει την εργατική τάξη στα προάστια. Τα σχέδια για τη δημιουργία στεγαστικών συγκροτημάτων δεν ήταν μόνο απελπιστικά ανεπαρκή σε σύγκριση με τις ανάγκες αλλά αποτελούσαν απλώς ένα καμουφλάζ για την μετεγκατάσταση των εργαζόμενων σε πιο απομακρυσμένες περιοχές. Οι γειτονιές (Bairros Camararios) που σχεδιάστηκαν για να κατοικηθούν από δημόσιους υπάλληλους έφτασαν ν’ αποτελούν το 10 % της συνολικής παροχής στέγης στη χώρα. Η ανασφάλεια της μη μονιμότητάς εξασφάλιζε τον έλεγχο επί των ενοίκων.    
Η κατάσταση επιδεινώθηκε στις αρχές του ’60, όταν οικοδομούνταν μόνο 3,4 μονάδες ανά 1000 ενοίκους (το χαμηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη). Ως το 1974, το ποσοστό των οικογενειών που δε διέθεταν σπίτι είχε φτάσει το 33 %. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν τρεις επιλογές: Ν’ αγοράσουν ή να νοικιάσουν μια παράγκα, να εγκατασταθούν σ’ ένα ήδη νοικιασμένο σπίτι (υπενοικίαση) ή να μεταναστεύσουν, αν φυσικά μπορούσαν.
Παραγκουπόλεις: Είχαν χτιστεί παράνομα, συνήθως από ξύλο ή λαμαρίνα. Οικογένειες των 8 ή και 10 ατόμων ζούσαν σ’ ένα μόνο δωμάτιο. Η γη ήταν συχνά ιδιωτική και ο κάτοχός της μπορούσε να χρεώσει νοίκι που κυμαίνονταν από 200 μέχρι 400 εσκούδα το μήνα. Τα κτίσματα φτιάχνονταν είτε από πιθανούς ενοίκους ή από ανθρώπους που ζούσαν ήδη στις παραγκουπόλεις για να τα πουλήσουν ή να τα νοικιάσουν στη συνέχεια όπου επιθυμούσε ο «ιδιοκτήτης». Οι δύστυχοι εκμεταλλεύονταν τους δύστυχους. Τα μονοπώλια μέσα στις παραγκουπόλεις δεν ήταν κάτι άγνωστο. Αν κι αποτελούσαν κυρίως φαινόμενο της Λισαβόνας, οι παραγκουπόλεις υπήρχαν και σε πολλά άλλα μέρη της χώρας.
Υπενοικιάσεις: Ένα οίκημα νοικιάζονταν συχνά από κάποιον «επιχειρηματία» που το υπενοικίαζε κατόπιν (ανά δωμάτιο), αποκομίζοντας έτσι μεγάλο κέρδος στην πορεία. Οι «ιδιοκτήτες» σε γενικές γραμμές ενδιαφέρονταν ελάχιστα για τις συνθήκες στις οποίες ζούσαν οι ένοικοι. Έτσι, 3 ή 4 οικογένειες στριμώχνονταν σ’ ένα διαμέρισμα 4 ή 5 δωματίων. Αυτός ήταν ο τύπος στέγασης που επικρατούσε στο Πόρτο και τη Μπράγκα αλλά ήταν επίσης διαδεδομένος και στη Λισαβόνα (ειδικότερα δε αφορούσε τις οικογένειες που προέρχονταν απ’ το Πράσινο Ακρωτήρι).
Ιδιοκτήτες: Τα περισσότερα καινούρια σπίτια ανεγείρονταν από ιδιωτικές εταιρείες. Μειώνοντας το ρυθμό οικοδόμησης (και πληθωρίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τα νοίκια) κυριαρχούσαν στη στεγαστική αγορά. Μόνο 35.000 μονάδες ανεγείρονταν σ’ ετήσια βάση στα διάρκεια της περιόδου 1960-70, ενώ το αντίστοιχο έλλειμμα στα 1960 απαιτούσε την οικοδόμηση πάνω από 50.000 μονάδων ανά έτος. Τα νοίκια αυξήθηκαν καθώς ανέβηκε κι η ζήτηση. Μόνο οι μικροαστοί μπορούσαν να καταφέρουν κάτι με τα νέα σπίτια. Οι φτωχοί έγιναν φτωχότεροι, με βάση την αγοραστική τους ικανότητα.   
Στέγαση της εργατικής τάξης και των μικροαστών: Λόγω των υψηλών ενοικίων (τα καινούρια σπίτια έβγαιναν στην αγορά με τιμή 1.000 εσκούδων ανά δωμάτιο το μήνα), η εργατική τάξη κι η φτωχότερη μεσαία τάξη έπρεπε να κάνουν μεγάλες θυσίες αν ήθελαν να έχουν ή να διατηρούν ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι τους. Μόνο τα νοίκια ανέρχονταν στο 40 % τουλάχιστον του οικογενειακού προϋπολογισμού στην περιοχή της Λισαβόνας (και σ’ ορισμένες περιπτώσεις ακόμα περισσότερο). Στις παλιές εργατικές περιοχές, τα νοίκια μπορούσαν ν’ αυξάνονται μόνο κάθε πέντε χρόνια και αποκλειστικά στη βάση προκαθορισμένου ποσοστού. Εκεί τα νοίκια παρέμεναν χαμηλότερα. Στις άλλες περιοχές που μετακινούνταν οι νέες οικογένειες ήταν εκτεθειμένες στις χειρότερες μορφές εκμετάλλευσης. Πολλοί εξωθούνταν στις «πόλεις-υπνωτήρια» των προαστίων. Ζώντας εκεί, είχαν ν’ αντιμετωπίσουν όλες τις αντιξοότητες που προέκυπταν απ’ τις ανύπαρκτες συγκοινωνίες, την κόπωση, την απομόνωση και την εσωτερική καταπίεση της ίδιας της οικογένειας. Οι εργάτες έφευγαν το πρωί, ξόδευαν μια ώρα για να φτάσουν στη δουλειά, γύριζαν στο σπίτι το βράδυ, εξαντλημένοι κι νευρικοί, έβλεπαν τηλεόραση, μάλωναν με τους συγγενείς τους κι αποκαρδιώνονταν μέρα με τη μέρα.
Υπηρεσίες υγείας, κτλ: Υπό το παλιό καθεστώς, το 6,5 % του μισθού παρακρατούνταν κάθε μήνα υπέρ του Ταμείου Κοινωνικής Πρόνοιας (Caixa da Previdencia) που υποτίθεται ότι λειτουργούσε ως κοινωνική υπηρεσία. Απ’ το 1970 και μετά, το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών των πόρων ξοδεύονταν για τη χρηματοδότηση των αποικιακών πολέμων, μέσω δανείων προς το κράτος. Υπήρχαν κρατικά νοσοκομεία αλλά οι λίστες αναμονής ήταν μεγάλες και διάφορες προϋποθέσεις περιόριζαν την πρόσβαση. Διαθέσιμες ήταν μόνο οι ιδιωτικές κλινικές αλλά αυτές κόστιζαν περισσότερο απ’ όσα μπορούσε να διαθέσει μια εργατική οικογένεια. Στις περισσότερες καπιταλιστικές χώρες, υπάρχει κάποιο σύστημα υγείας, προοριζόμενο να διατηρεί τους εργαζόμενους σε μια λογική κατάσταση. Στην Πορτογαλία δεν υπήρχε παρά η ελάχιστη απαιτούμενη υποδομή. Η Πορτογαλία διέθετε τους λιγότερους γιατρούς (0,85 ανά 1.000 κάτοικους) (3) απ’ οποιαδήποτε άλλη χώρα της Δύσης. Αυτό που έκαναν οι γιατροί ήταν να παρακολουθούν τους πιο εύπορους απ’ τους ασθενείς τους, αφήνοντας τους εργαζόμενους να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Τα ποσοστά βρεφικής θνησιμότητας ήταν υψηλά (84 / 1.000). Μόνο οι μισές γεννήσεις πραγματοποιούνταν υπό ιατρική παρακολούθηση. Οι παράνομες εκτρώσεις ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένες. Σύμφωνα με την Combate, περίπου 150.000 ανάλογες «επεμβάσεις» πραγματοποιούνταν κάθε χρόνο. Η διαφθορά αποτελούσε τον κανόνα κι ενώ οι εργαζόμενοι δε λάμβαναν στην ουσία καμιά βοήθεια, κάποιοι διευθυντές του Ταμείου Κοινωνικής Πρόνοιας πλούτιζαν υπερβολικά.  
Οι Καταλήψεις.
Την 25η Απρίλη ακολούθησε μια έκρηξη ενημέρωσης σχετικά με την «κατάσταση του έθνους». Η νέα κυβέρνηση έκανε ανεπαρκείς προσπάθειες να διορθώσει ορισμένα απ’ τα στραβά που είχαν ανακαλυφθεί αργά. Οι υπηρεσίες αναδιοργανώθηκαν. Η «Επιτροπή Εσωτερικού Εποικισμού» έγινε «Ινστιτούτο Γεωργικής Ανασυγκρότησης»». Το FFH (Ταμείο Στεγαστικής Ανάπτυξης) αναδιοργανώθηκε κι εκκαθαρίστηκε. Στις 14 Μάη 1974, η Στρατιωτική Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση που αφορούσε τις αυθόρμητες καταλήψεις άδειων σπιτιών που είχαν λάβει χώρα τις πρώτες μέρες. Οι «άτακτες καταλήψεις οικιών» θεωρήθηκαν ως «πράξεις αντίδρασης εναντίον της αναποτελεσματικότητας των επίσημων οργανισμών που ποτέ δεν κατόρθωσαν να επιλύσουν τα προβλήματα». Η Στρατιωτική Επιτροπή «δε θ’ απαιτούσε την άμεση εκκένωσή τους, ούτε όμως θα νομιμοποιούσε τις συγκεκριμένες καταλήψεις».  
Το διάταγμα Νο 217/74 πάγωσε όλα τα ενοίκια στο επίπεδο που βρίσκονταν στις 24 Απρίλη 1974. Λίγο μετά ψηφίστηκε νέος νόμος που όριζε ένα ποσό 5 δισ. εσκούδων για τη στέγαση και χορηγούσε ορισμένες φοροαπαλλαγές σ’ όσους έχτιζαν. Η κυβέρνηση στήριζε ξεκάθαρα τον ιδιωτικό κατασκευαστικό κλάδο σαν μέσο αντιμετώπισης της έλλειψης διαθέσιμης στέγης. Ευελπιστούσε μέσω των συγκεκριμένων πόρων να επιφέρει αύξηση του ποσοστού κατοχής στέγης από 10 ως 25 % μέσα σ’ ένα χρόνο, όμως ακόμα κι αυτό φάνταζε απελπιστικά ανεπαρκές.
Η απάντηση των εργαζόμενων ήταν ένα κύμα νέων καταλήψεων το Μάη και τον Ιούνη του 1974. Αυτό ανάγκασε την κυβέρνηση να εισάγει ένα νέο νόμο, στις 12 Σεπτέμβρη, που περιόριζε στις 120 μέρες το χρονικό διάστημα που κάποιο σπίτι θα μπορούσε να παραμείνει κενό. Οι αρχές έκαναν λόγο ακόμα και για τη δημοσιοποίηση των καταλόγων με τ’ άδεια σπίτια. Οι ιδιοκτήτες δεν ανησύχησαν. Αντιπαρήλθαν εύκολα των απειλών μέσω της πλαστογράφησης ενοικιαστηρίων και συμβολαίων. Το Νοέμβρη του 1974 εκδόθηκε το διάταγμα 663/74. Έδωσε κι άλλες ενισχύσεις στον ιδιωτικό κλάδο των κατασκευών (4) παραχωρώντας επιπλέον φορολογικές ελαφρύνσεις.
Ακολουθώντας την αναδιοργάνωση και την εκκαθάριση του FFH (Ταμείου Στεγαστικής Ανάπτυξης), κάποιοι «προοδευτικοί» αξιωματούχοι δημιούργησαν την Κινητή Υπηρεσία Τοπικής Υποστήριξης (SAAL). Ήταν μια ημι-κυβερνητική υπηρεσία, με σκοπό τη «στήριξη των αγώνων στις πόλεις»! Οι τοπικές αρχές της Λισαβόνας σύστησαν το Συμβούλιο Στέγασης (CTH) και τη Δημόσια Επιχείρηση Αστικής Ανάπτυξης της Λισαβόνας (EPUL). Οι θεσμοί αυτοί με τη σειρά τους δημιούργησαν τις Ταξιαρχίες Τοπικής Υποστήριξης (BAL) στην περιοχή της Λισαβόνας. Η αρχική ιδέα πίσω απ’ τις SAAL και BAL ήταν κοινή: να εκτονώσουν την εκρηκτική κατάσταση που αφορούσε το ζήτημα της κατοικίας, με μια σειρά υποσχέσεων και ελέγχου των πραγμάτων από τα πάνω.
Πολλοί επαναστάτες προσχώρησαν στη SAAL, ριζοσπαστικοποιώντας την σημαντικά. Η άνευ όρων υποστήριξη της SAAL στις καταλήψεις, για παράδειγμα, δεν ήταν με κανένα τρόπο μέσα στις αρχικές προθέσεις της κυβέρνησης. Μια απόπειρα διάσπασης της οργάνωσης έλαβε χώρα το Νοέμβρη του 1974, με τις προσπάθειες για την ίδρυση μιας ανάλογης αλλά πιο ρεφορμιστικής ομάδας (SAC). Παρά την αριστερή της εικόνα, η SAAL ξεκίνησε στην πραγματικότητα να δραστηριοποιείται πιο ενεργά μόνο μετά τις 3 Μάρτη 1975 (και την εκκαθάριση του νέου συντηρητικού προέδρου του FFH), βοηθώντας στην ίδρυση των Επιτροπών Γειτονιάς. Η SAAL αποδοκίμασε τις εκτιμήσεις του FFH σχετικά με το στεγαστικό ζήτημα (σύμφωνα με τις οποίες απαιτούνταν να οικοδομηθούν μόνο 60.000 μονάδες για το 1975 και 90.000 μέχρι το 1978). Η SAAL άσκησε επίσης κριτική και στην πρόταση που ήθελε το κράτος να πληρώνει το 40 % του κόστους κάθε σπιτιού, αφήνοντας τους μελλοντικούς ιδιοκτήτες ν’ αποπληρώσουν το υπόλοιπο μέσω δανείων μ’ επιτόκιο 7,5 %.   
Οι καταλήψεις εξυπηρετούσαν δύο κύριους σκοπούς: να στεγάσουν κάποιους ανθρώπους ή να εξασφαλίσουν χώρο ως πολιτικά γραφεία. Το δεύτερο είδος συνήθως υποστηρίζονταν απ’ την COPCON. Κάποιος έκανε κατάληψη και κατόπιν τηλεφωνούσε σ’ αυτήν. Αυτή με τη σειρά της πληροφορούσε την αστυνομία.
Οι ιδιοποιήσεις αποτελούσαν ένα τελείως διαφορετικό ζήτημα. Όταν στις 26 Νοέμβρη, 260 οικογένειες μιας παραγκούπολης εγκαταστάθηκαν σ’ ένα άδειο συγκρότημα διαμερισμάτων στο Τσέλας, κοντά στη Λισαβόνα, η COPCON τις διέταξε να βγουν. Οι οικογένειες επέμειναν. Η COPCON αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Ακολούθησαν σύντομα κι άλλες τέτοιες ενέργειες. Η εφημερίδα Ρεβολουσάο κατέγραψε κάποιες δηλώσεις που έγιναν επ’ αυτού, στη Λάπα, μια αστική κατά κύριο λόγο περιοχή που είχε στο κέντρο της μια παραγκούπολη:  
«Εδώ, κάποια σπίτια ήταν άδεια για δεκαοχτώ χρόνια και βρίσκονται ακόμα σε καλή κατάσταση. Δεκαοχτώ οικογένειες που κατέλαβαν τέτοια σπίτια έχουν υπογράψει συμβόλαιο με τους ιδιοκτήτες τους. Όμως ορισμένοι ιδιοκτήτες δεν ήθελαν να κάνουν το ίδιο. Άλλοι πήγαν στα δικαστήρια. Ορισμένοι μίλησαν με τους δικηγόρους τους κι αποφάσισαν να νοικιάσουν τα σπίτια. Τα ενοίκια κυμαίνονταν από 500 ως 1.500 εσκούδα το μήνα. Αν η Επιτροπή Κατοίκων (που φτιάχτηκε για να υπερασπιστεί τις καταλήψεις) μπορούσε να νομιμοποιηθεί, θα μπορούσαμε να καλέσουμε τους ιδιοκτήτες κι αν αυτοί αρνούνταν να εμφανιστούν, θα μπορούσαμε να τους τιμωρήσουμε, ακόμα δε και να συλληφθούν. Όμως, όπως είναι τα πράγματα τώρα, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε μιας και δε διαθέτουμε τις δυνατότητες. Αν κρατάνε τα σπίτια τους άδεια τόσο καιρό και δεν τα συντηρούν ποτέ, αυτό σημαίνει ότι δε χρειάζονται χρήματα. Εμείς όμως είμαστε αυτοί που χρειάζονται τα σπίτια. Είμαστε στα πρόθυρα μιας επανάστασης. Νομίζω πως θα γίνει μακελειό μεταξύ ιδιοκτητών και καταληψιών. Έχω έξι παιδιά κι άλλο ένα στην κοιλιά. Θα πάω και με τα εφτά και θ’ απαιτήσω να μου βρουν σπίτι. Το σπίτι που μένω τώρα ανήκει σ’ ένα τύπο που έχει τράπεζες στη Βραζιλία. Λέει πως θέλει να το κατεδαφίσει κι έχει άδεια απ’ το Συμβούλιο. Αυτό δείχνει πως οι πλούσιοι έχουν ακόμα το νόμο στο πλευρό τους. Ασκούν επιρροή μεσ’ το Συμβούλιο… Κανένας δεν μπορεί αυτή τη στιγμή να μας πετάξει στο δρόμο. Αν το προσπαθήσει η αστυνομία ή αρχίσει τους πυροβολισμούς, θα έχουμε φασαρίες κι η COPCON θα πρέπει ν’ αποφασίσει με ποιανού το μέρος είναι».  
Στο Μπαΐρρο ντας Φονσέκας, οι παράγκες είχαν γκρεμιστεί απ’ την αστυνομία πριν απ’ την 25η Απρίλη. Είχε χρησιμοποιηθεί μια ειδική «οικιστική» αστυνομία, ενισχυμένη απ’ τα ΜΑΤ. Στο Πόρτο, όπου η κατάσταση με τις υπενοικιάσεις ήταν σοβαρή, οι κάτοικοι του Μπλοκ 402, στην οδό Δ. Ζοάο IV, έβγαλαν μια διακήρυξη προς τους εργαζόμενους της πόλης: (5)
«Οι υπενοικιάσεις εξακολουθούν να επιτρέπονται απ’ το νόμο και μπορεί να βρεθούμε έξω απ’ τα σπίτια μας. Εδώ, είμαστε 20 οικογένειες: υπάρχουν 20 παιδιά και στο σύνολο, 100 άνθρωποι. Το κτήριο δε διαθέτει καθόλου υποδομές. Δεν υπάρχει ούτε καν λουτρό και για να πλυθούμε πρέπει να τρέχουμε στα Δημοτικά Λουτρά. Τα ταβάνια πέφτουν. Υπάρχει μονάχα μια τουαλέτα κι αυτή χωρίς νερό. Η υγρασία είναι αφόρητη. Ούτε γουρούνι δε θα ζούσε εδώ. Πληρώνουμε ενοίκια από 600 ως 1.000 εσκούδα για τα δωματιάκια που ζουν οι οικογένειές μας. Η σπιτονοικοκυρά μας, Μαρία ντε Κόστα Περέιρα, κατέχει πολλά κτήρια σαν κι αυτό. Αρνείται να επισκευάσει οτιδήποτε. Το ηλεκτρικό στο σπίτι είναι πολύ επικίνδυνο… Αρνηθήκαμε να πληρώσουμε τα νοίκια του Σεπτέμβρη, λέγοντας ότι θα το κάναμε μόνο με την προϋπόθεση να ολοκληρωθούν όλες οι αναγκαίες επισκευαστικές εργασίες στο συγκρότημα. Τα χρήματα τα έχουμε στην άκρη. Μας πήγε στα δικαστήρια και τώρα είμαστε αντιμέτωποι με διαταγή έξωσης. Πήγαμε στο FFH. Πήγαμε στην κυβέρνηση. Όλοι μας είπαν ότι ήταν αναρμόδιοι κι ότι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Μας είπαν επίσης πως η γνώμη τους είναι ότι θα χάσουμε την υπόθεση. Δήλωσαν ότι οι υπενοικιάσεις είναι νόμιμες. Ο νόμος τις καλύπτει, όπως καλύπτει κι όλους αυτούς που εκμεταλλεύονται τους εργάτες. Είναι δίκαιο αυτό; Όλοι μας λένε να κάνουμε υπομονή και να είμαστε ήρεμοι. Μας είπαν να κάνουμε «papel selados» (επίσημες αναφορές σε γαλάζιο χαρτί που φέρει κρατική σφραγίδα). Πως είναι δυνατόν να είμαστε ήρεμοι κι υπομονετικοί όταν ζούμε σε τέτοια μιζέρια για τόσο καιρό; Μόνο όσοι δεν έχουν προβλήματα μπορούν να κάνουν υπομονή. Θα θέλαμε να λύσουμε το πρόβλημά μας με νόμιμο τρόπο αλλά βλέπουμε πως οι νόμοι δεν είναι με μας. Ούτε χρόνο, ούτε χρήματα διαθέτουμε για δικηγόρους. Κι όπως και νά ’χει, οι νόμοι προστατεύουν τους παρασιτικούς ιδιοκτήτες που κάνουν τις υπενοικιάσεις, όχι εμάς. Αυτό δεν είναι δημοκρατία, είναι φασισμός. Μιας κι έτσι έχει το πράγμα, θα κάνουμε κι εμείς το δικό μας νόμο και θα διεκδικήσουμε το δίκιο μας. 1) Δε θα επιτρέψουμε να υποστεί έξωση κανένας ένοικος του συγκροτήματος. 2) Απαιτούμε να γίνουν άμεσα οι αναγκαίες επισκευές, ξεκινώντας απ’ το ηλεκτρικό. 3) Επιθυμούμε να καταργηθούν οι υπενοικιάσεις και να συνταχτεί συμβόλαιο ανάμεσα σ’ εμάς και τον ιδιοκτήτη. 4) Επιθυμούμε να ενωθούν όλοι οι εργαζόμενοι και να παλέψουν για καλύτερα σπίτια. Κάτω οι επινοικιαστές κι οι καπιταλιστές. Οδός Δ. Ζοάο VI, 402, Πόρτο, 23/10/74».
Στις 26 Οχτώβρη, οι ένοικοι του συγκροτήματος εισέβαλαν στο Δημαρχείο του Πόρτο μαζί με ενοίκους άλλων υπενοικιαζόμενων συγκροτημάτων. Παραγράφηκαν τα ενοίκιά τους που αφορούσαν τους μήνες Σεπτέμβρη κι Οχτώβρη.
Οι καταλήψεις σπιτιών αυξήθηκαν στη διάρκεια του Γενάρη και του Φλεβάρη του 1975. Τα LUAR και MES έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εύρεση κτηρίων για τα «Εργατικά Κέντρα», τους «Παιδικούς Σταθμούς», τα «Νηπιαγωγεία» και τις «Λαϊκές Κλινικές». Η πολυτελής ιδιωτική κλινική της Σάντα Κρουζ, κοντά στη Λισαβόνα, καταλήφτηκε απ’ τους εργαζόμενούς της και μετονομάστηκε σε «Νοσοκομείο της 25ης Απρίλη». Ο τοπικός πληθυσμός και το LUAR βοήθησαν στις διευθετήσεις και ορισμένοι γιατροί πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους δωρεάν. Η κλινική λειτουργούσε για κάποιο διάστημα αλλά τελικά σταμάτησε επειδή δε βρήκε οικονομική στήριξη. Οι εργαζόμενοι ωστόσο διατήρησαν την κατάληψη. Με παρόμοιο τρόπο, το FSP άνοιξε ένα «Λαϊκό Πανεπιστήμιο» στο Πόρτο, με σκοπό «να βοηθήσει την ανάπτυξη επαναστατικών ομάδων και το διάλογο πάνω σε πολιτικά κείμενα». Δεν υπήρχαν εξετάσεις, δίδακτρα, διπλώματα – αλλά λίγοι εργαζόμενοι απόλαυσαν αυτό το είδος των συνεδριών. Μπορούσαν να παρακολουθήσουν παιδιά κι ενήλικες. Αρχοντικά και μέγαρα καταλαμβάνονταν από διάφορες οργανώσεις σ’ ολόκληρη τη χώρα για να χρησιμοποιηθούν σαν γραφεία. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα κτήρια έμεναν άδεια για πολλά χρόνια. Οι καταλήψεις δε νομιμοποιήθηκαν και δεν πληρώνονταν ενοίκια.   
Στο Κάμπο ντε Ουρίκε (Λισαβόνα) υπήρχαν 400 περίπου άδεια σπίτια κι η τοπική Επιτροπή Γειτονιάς άρχισε να τα καταλαμβάνει. Όρισε ένα «κοινωνικό ενοίκιο» που θα πήγαινε για τις βελτιώσεις. Η κυβέρνηση, θορυβούμενη απ’ την έκταση των καταλήψεων (που ως τον Απρίλη του 1975 είχαν φτάσει τις 5.000, μόνο στην περιοχή της Λισαβόνας) υιοθέτησε σκληρότερη γραμμή. Αρνήθηκε να νομιμοποιήσει ορισμένες απ’ τις καταλήψεις. Τα κόμματα της συγκυβέρνησης (περιλαμβανομένου του PCP) άρχισαν ν’ απαγορεύουν στα μέλη τους να συμμετέχουν σε τέτοιου είδους δραστηριότητες. Ο Νούνο Πόρτας, Γραμματέας επί του Οικιστικού, πρώην μέλος του MES και του PCP, καταδίκασε τις «αυθόρμητες» καταλήψεις επειδή ήταν «εκτός κρατικού ελέγχου».
Οι Στεγαστικοί Αγώνες.
Δύο ήταν οι μορφές αυτόνομης οργάνωσης που ανέλαβαν την ευθύνη της αντιμετώπισης της στεγαστικής κρίσης. Η πρώτη ήταν η CRAM (Αυτόνομες Επαναστατικές Επιτροπές Γειτονιάς – Comissoes Revilucionarias Autonomas de Moradores). Βασίζονταν συνήθως στις περιοχές που κατοικούνταν από παλιά απ’ την εργατική τάξη και τα χαμηλότερα στρώματα της μεσαίας. Παρόλο που γενικά ασκούσαν κριτική στην ιδιοκτησία, ασχολούνταν περισσότερο με το πώς θα εκμεταλλευτούν τ’ άδεια σπίτια και με τη σύσταση δομών κοινωνικής εξυπηρέτησης, όπως οι παιδικοί σταθμοί κτλ. Μετά το Μάρτη του 1975, ήταν αυτές οι Επιτροπές (μόνο στην περιοχή της Λισαβόνας υπήρχαν περίπου 38 απ’ αυτές) που πρωτοστάτησαν στις περισσότερες καταλήψεις. Οι Επιτροπές εκλέγονταν στις Γενικές Συνελεύσεις που συγκέντρωναν όλους τους κατοίκους μιας συγκεκριμένης περιοχής. Οι συνελεύσεις ήταν συνήθως μεγάλες με συμμετοχή άνω των 500 ανθρώπων. Συζητούσαν τα προβλήματα της γειτονιάς κι έκαναν προτάσεις πάνω στο τι έπρεπε να γίνει. Μπορεί να ειπωθεί ξεκάθαρα ότι μέσα σ’ αυτές τις δομές έλαβαν χώρα κομματικοί πολιτικοί ανταγωνισμοί. Η πλειοψηφία όμως των Επιτροπών αυτών δεν ελέγχονταν από κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα. Η λαϊκή αποστροφή στις κομματικές πολιτικές ήταν τέτοια ώστε όσοι εκλέγονταν στις Επιτροπές συχνά έπρεπε να κρύβουν τις πολιτικές τους διασυνδέσεις.  
Η δεύτερη οργάνωση που εμφανίστηκε είχε διαφορετική προέλευση κι ανταποκρίνονταν σε μια πιεστικότερη ανάγκη. Η «Ομοσπονδία των Παραγκουπόλεων και Φτωχών Γειτονιών της Λισαβόνας» (Ίντερ-Κομισσόες) συγκέντρωνε εκπροσώπους από 30 διαφορετικές παραγκουπόλεις . Αντιπροσώπευε 150.000 περίπου ανθρώπους και θεωρούνταν ως η μη κομματική κι ανεξάρτητη οργάνωση των παραπηγματούχων. Η «Ίντερ» ασκούσε κριτική στην CRAM την οποία χαρακτήριζε «αστική» (bourgeois). Αυτό δεν ήταν απόλυτα αληθινό αν και τ’ αντίστοιχα πεδία ενδιαφέροντος ήταν ξεκάθαρα διαφορετικά. Η «Ίντερ» δεν είχε καμιά σχέση «με τα κόμματα που έρχονται εδώ για να καταστρέψουν τη δουλειά που μόνοι μας έχουμε κάνει». Απέφευγε συνειδητά να εμπλέκεται σε σχέσεις ή συμφωνίες με τις τοπικές κυβερνητικές υπηρεσίες επειδή «αυτές σχετίζονται μονάχα με τη γραφειοκρατία και τα λόγια και στελεχώνονται από άτομα που μένουν σε ωραία σπίτια και δεν έχουν ιδέα απ’ τα προβλήματά μας».  
Ωστόσο, στις 15 Φλεβάρη 1975, η «Ίντερ» παρουσίασε μια λίστα αιτημάτων. Εναντιώθηκε στα κυβερνητικά σχέδια για «αυτοβοήθεια» στο χτίσιμο, όπου οι αρχές θα προμήθευαν δωρεάν οικοδομικά υλικά στους παραπηγματούχους ώστε να χτίσουν μόνοι τους τα δικά τους σπίτια. Το κείμενο της «Ίντερ» μιλάει από μόνο του:
«Στις συναντήσεις διαπιστώθηκε ότι οι Ταξιαρχίες (BAL) δεν μπορούσαν να επιλύσουν τα προβλήματά μας (αποχέτευση, νερό, σκουπίδια κτλ). Οι γείτονες ορισμένων περιοχών αποφάσισαν ότι οι αγώνες θα έπρεπε να περάσουν στα δικά τους χέρια. Αποφάσισαν να καταλάβουν σπίτια, ενάντια στην απόφαση της κυβέρνησης που έλεγε ότι οι καταλήψεις αυτές ήταν παράνομες. Σ’ αυτό μας οδήγησε η ανάγκη και μόνο. Σαν εργαζόμενοι, γνωρίζουμε όλοι ότι είμαστε εμείς που παράγουμε τον πλούτο αυτής της χώρας κι ότι παρόλ’ αυτά δεν έχουμε δικαίωμα σε μια αξιοπρεπή στέγη που να μπορούμε να νοικιάσουμε με βάση τις αμοιβές μας, ούτε δικαίωμα σε παιδικούς σταθμούς ή σε σχολεία και πάρκα για τα παιδιά μας. Εξαιτίας όλων αυτών, οργανώθηκαν από κοινού οι 30 Επιτροπές Γειτονιάς».
«Απαιτούμε να χτιστούν νέες γειτονιές στα μέρη που μας αφορούν, εκεί που ζούμε σήμερα κι εκεί που οι περισσότεροι από μας γεννήθηκαν. Οι εργάτες οδηγούνται στις παρυφές της πόλης επειδή κάποιοι άλλοι θέλουν να σηκώσουν γραφεία και μαγαζιά στο κέντρο της πόλης. Η κυβέρνηση κερδοσκοπεί στο ζήτημα της γης. Προτίθεται να μας δώσει 60.000 εσκούδα ανά σπίτι, με τόκο 7,5 %. Με 60.000 εσκούδα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, για να μην αναφέρουμε τους τόκους του δανείου. Οι παροχές αυτές μπορεί να είναι κάτι, δεν μπορούμε όμως να ξεχάσουμε ότι αντιπροσωπεύουν μόνο ένα μικρό μέρος της υπεραξίας που παράγουμε καθημερινά με τη δουλειά μας και την οποία καταληστεύει η καπιταλιστική τάξη. Δεν πρέπει να παρακαλάμε γι’ αυτά που μας ανήκουν δικαιωματικά. Απαιτούμε να λυθούν τα προβλήματά μας. Και πρέπει να λυθούν χωρίς να πλουτίσουμε κι άλλο αυτούς που ήδη μας εκμεταλλεύονται. Αυτό συμβαίνει όταν οι κερδοσκόποι κι αυτοί που εκμεταλλεύονται τη γη μέσω των αποζημιώσεων, βοηθούν τις καπιταλιστικές κατασκευαστικές εταιρείες. Συμβαίνει επίσης και στην περίπτωση της “αυτοβοήθειας στο χτίσιμο”. Ο κόσμος λέει ότι η “αυτοβοήθεια στο χτίσιμο” είναι κάτι καλό αφού θα χτίσουμε μόνοι μας τα σπίτια μας. Στην πραγματικότητα πρόκειται για διπλή εκμετάλλευση. Μετά από μια μέρα εργασίας που γεμίζει τις τσέπες των καπιταλιστών, περιμένουν να πεθάνουμε στη δουλειά χτίζοντας σπίτια. 400.000 άνθρωποι είναι σήμερα άνεργοι, πεταμένοι στους δρόμους και τη μιζέρια απ’ τους καπιταλιστές. Οι δουλειές πρέπει να δοθούν σ’ αυτά τ’ αδέρφια μας. Γιατί να μη δουλέψουν αυτοί στις οικοδομές; Τα σχέδια για στεγαστικούς συνεταιρισμούς αποτελούν μια διέξοδο για την κυβέρνηση. Μέσα από τέτοια σχέδια, η κυβέρνηση μπορεί ν’ αποφύγει την καταβολή πληρωμών για την οικοδόμηση των νέων σπιτιών. Αυτό της επιτρέπει να διευθετήσει τα δίκαια αιτήματά μας…».
«Οι κάτοικοι των διάφορων παραγκουπόλεων κι οι φτωχοί της Λισαβόνας και των προαστίων της, έχουν μπουχτίσει από ψεύτικες υποσχέσεις για την επίλυση του στεγαστικού προβλήματος. Απορρίπτουμε όλα τα αντιλαϊκά μέτρα που μοναδικό σκοπό έχουν να κοροϊδέψουν το λαό και να καθυστερήσουν την επίλυση των προβλημάτων μας. Η “Ίντερ”, ενώνοντας τις διάφορες Επιτροπές και τους συνεταιρισμούς, υιοθετεί την παρακάτω στάση. Απαιτούμε να παρθούν τα παρακάτω χειροπιαστά μέτρα: 1) Οι νέες δημοτικές γειτονιές να χτιστούν στις υπάρχουσες περιοχές. 2) Την απαλλοτρίωση της ελεύθερης και κατεχόμενης γης στις υπάρχουσες γειτονιές ως διέξοδο για την επαναστέγαση του κόσμου. Θέλουμε μια ξεκάθαρη απάντηση ως προς το ποιες περιοχές μπορούν ν’ απαλλοτριωθούν και πότε. 3) Μια απάντηση σχετικά με το χρόνο έναρξης των εργασιών οικοδόμησης των νέων γειτονιών και σχετικά με το πώς αυτές θα είναι. 4) Δικαίωμα ν’ αποφασίσουμε τον τύπο των σπιτιών που θα χτιστούν. 5) Δικαίωμα οργάνωσης σε συνεταιρισμούς. Τα δάνεια να ξεπληρωθούν μ’ επιτόκιο 2,5 % σε ορίζοντα 25ετίας. 6) Στην περίπτωση των γειτονιών που θα επιλέξουν την κοινωνική στέγαση, τα νοίκια να μην υπερβαίνουν το 10 % του μισθού του επικεφαλής της οικογένειας (χωρίς την απόρριψη αυτών που δεν μπορούν να πληρώσουν). 7) Ενημέρωση σχετικά με τους πόρους που προορίζονται για τους παραπηγματούχους απ’ το Συμβούλιο, με λεπτομέρειες για το που θα κατευθυνθούν τα χρήματα, έτσι ώστε οι ενδιαφερόμενοι να είναι σε θέση να ελέγξουν τη χρηματοδότηση. 8) Να επιλυθούν άμεσα όλες οι επείγουσες περιπτώσεις που θα παρουσιαστούν απ’ τις Επιτροπές (περιλαμβανομένων των BAL και EPUL). 9) Απάντηση στα αιτήματα που ήδη έχουν γίνει απ’ τις άλλες παραγκουπόλεις. 10) Μέχρι τη στιγμή της αποπεράτωσης των κατάλληλων σπιτιών, να είναι νόμιμες οι καταλήψεις των άδειων σπιτιών. 11) να είναι παρόν μέλος της “Ίντερ” σ’ όλες τις συναντήσεις μεταξύ του Συμβουλίου της Λισαβόνας και του EPUL. 12) Να ελέγχεται από εκπροσώπους των κατοίκων η διανομή των σπιτιών που θα γίνει απ’ το Συμβούλιο, το EPUL, από Ιδρύματα ή απ’ οποιοδήποτε άλλο επίσημο οργανισμό. Απορρίπτουμε: 1) Την “αυτοβοήθεια στο χτίσιμο”. 2) Την ανακαίνιση ή “αναμόρφωση” των υφιστάμενων γειτονιών, όπως επίσης και τη χρησιμοποίηση προκατασκευασμένων σπιτιών. 3) Την υπάρχουσα νομοθεσία για τους συνεταιρισμούς που αποτελεί απλά μια μέθοδο για να εξαπατούν το λαό και να καθυστερούν την ανεύρεση λύσεων (για παράδειγμα, ο όρος ύπαρξης 200 μελών κτλ, όταν η γενική νομοθεσία απαιτεί μόνο 50). Ίντερ-Κομισσόες, 15/2/75». (6)
Αν και το κείμενο έτυχε ευρείας αναφοράς απ’ τις εφημερίδες εθνικής κυκλοφορίας, αγνοήθηκε απ’ την κυβέρνηση, της οποίας τα μέλη εκείνο το διάστημα ενδιαφέρονταν περισσότερο για τις εκλογές παρά για συγκεκριμένα προβλήματα που εμφανίζονταν στην πορεία.  
Ως τις αρχές του Απρίλη, είχαν αναφερθεί 20.000 καταλήψεις σ’ ολόκληρη τη χώρα. Στις 14 Απρίλη 1975, η κυβέρνηση, θορυβημένη απ’ το ανεξέλεγκτο της κατάστασης, πέρασε ένα νόμο (DL 198-A) που νομιμοποίησε όλες τις συλλογικές καταλήψεις (παιδικούς σταθμούς κτλ) αλλά απαγόρευε τις ιδιοποιήσεις. (7) Η αριστερά πήρε θέση εναντίον του κέντρου (PCP, Σ.Κ.) για να πολεμήσει το συγκεκριμένο νόμο.  
Η CRAM οργάνωσε διαδήλωση για τις 19 Απρίλη. Αυτή υποστηρίχτηκε από διάφορες οργανώσεις παρότι δεν τους επιτράπηκε να φέρουν ξεχωριστά πανό. Άλλη μια διαδήλωση καλέστηκε απ’ την «Ίντερ» που καταδίκασε επίσης το νέο νόμο κι εφιστούσε την προσοχή στα αιτήματα που είχε διατυπώσει στις 15 Φλεβάρη. Η διαδήλωση αυτή συγκέντρωσε 10.000 περίπου παραπηγματούχους στη Λισαβόνα, με βασικό σύνθημα το «Ναι στα σπίτια, όχι στις παράγκες».
Η Ίντερ, η CRAM, η SAAL κι οι Παραπηγματούχοι.
Οι διαφορές μεταξύ της Ιντερ-Κομισσόες και των Επιτροπών Γειτονιάς (CRAM) αξίζουν κάποιας περαιτέρω εξέτασης επειδή απεικόνιζαν τον πολυσύνθετο διάλογο που επιχειρούνταν στα πλαίσια της εργατικής τάξης. Η «Ίντερ» κατανοούσε πλήρως ότι η κατάσταση αυτών για λογαριασμό των οποίων μιλούσε διέφερε απ’ την αντίστοιχη των εργαζόμενων που διέθεταν ήδη μια στέγη. Όμως μέσω των αιτημάτων και της οργάνωσής της «επαναστατικοποιούσε» τους τελευταίους. Οι υπόλοιπες Επιτροπές Γειτονιάς (είτε σχετίζονταν με την CRAM είτε όχι) είχαν μικτή σύνθεση (συγκεντρώνοντας δασκάλους, υπαλλήλους γραφείων κτλ, όπως επίσης κι εργοστασιακούς εργάτες) κι επομένως είχαν την τάση να βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά.
Για τους παραπηγματούχους, ένα σπίτι αποτελούσε κάτι πολύ σημαντικό. Σημαντικότερα για τους εργαζόμενους που διέθεταν ήδη σπίτι ήταν τα ζητήματα του ελέγχου (ή της κατάργησης) των ενοικίων και του ελέγχου του χώρου. Αυτοί οι εργαζόμενοι δεν μπορούσαν ν’ αγνοηθούν ως «προνομιούχοι», μόνο και μόνο επειδή διέθεταν μια στέγη.
Υπήρχαν όμως και βαθύτερα προβλήματα. Οι παραπηγματούχοι δεν ήταν ενωμένοι. Κάποιοι «ιδιοκτήτες» παραγκών τις νοίκιαζαν στην πραγματικότητα σε άλλους. Μέσα στην ίδια παραγκούπολη, οι μαύροι παραπηγματούχοι (απ’ το Πράσινο Ακρωτήρι) ζούσαν τελείως απομονωμένοι απ’ τους αντίστοιχους λευκούς Πορτογάλους. Οι οικογένειες που ζούσαν στις τρώγλες δούλευαν σε διαφορετικές εργασίες. Γενικότερα, υπήρχαν εργάτες χωρίς συμβάσεις, περιστασιακά απασχολούμενοι ή χειρώνακτες στις οικοδομές.    
Ενώ σε πολλές παραγκουπόλεις, η σύσταση των Επιτροπών Γειτονιάς έγινε δεκτή μ’ ενθουσιασμό, σ’ άλλες περιοχές επικράτησε η αδιαφορία. Αυτό δεν μπορεί να ερμηνευτεί αποκλειστικά λόγω της «εθιμικής φτώχειας» και άλλων παρόμοιων αντιδραστικών εφευρημάτων. Η αδιαφορία μπορεί επίσης και να υποδηλώνει ότι οι ενδιαφερόμενοι ένοιωθαν πως ο αγώνας τους διευθύνονταν από κάποιους τρίτους.
Αυτή ήταν μια αντίθεση που οι «παρέχοντες τεχνική βοήθεια» άνθρωποι της SAAL, την κατάλαβαν καλά. H SAAL, αφού εγκαινίασε τις πρώτες επαφές, δεν έκανε και πολλά, παρεμβαίνοντας σπάνια στις συνελεύσεις. Όσοι προσπάθησαν να δουλέψουν μέσω της SAAL περιορίζονταν απ’ τη συνολική βραδύτητα και τη γραφειοκρατία του κρατικού μηχανισμού (σ’ ότι αφορούσε τη χρηματοδότηση κτλ). Η διακήρυξη της Ίντερ ήταν επομένως πολύ σημαντική για την οργάνωση των παραπηγματούχων.  
Η CRAM αντιμετώπιζε διαφορετικά προβλήματα. Οι Επιτροπές Γειτονιάς υπόκεινταν σε κομματικές πολιτικές παρεμβάσεις (των PRP, UDP, κτλ) υπό την έννοια του ότι αυτοί που ήταν πιο «πολιτικοποιημένοι» έμπαιναν σε ηγετικές θέσεις. Όσοι ακολουθούσαν κάποια πλατφόρμα χρησιμοποιούσαν μια ειδική «πολιτική» γλώσσα που ήταν απωθητική για τους υπόλοιπους. Κάποιοι αρνούνταν να μιλήσουν επειδή δεν ήθελαν να συζητάνε μ’ αυτόν τον τρόπο. Έτσι, οι κομματικοί ιδεολόγοι μπορούσαν ν’ αναρριχώνται στην «ηγεσία» όλο και πιο εύκολα. Ακόμα κι οι Επιτροπές, χειραγωγούμενες από κάποια πλατφόρμα, μπορούσαν να προκαταλαμβάνουν συνελεύσεις, απορρίπτοντας ή αγνοώντας προτάσεις.
Τα ζητήματα που προέκυπταν στις συνελεύσεις των Επιτροπών Γειτονιάς αφορούσαν ένα ευρύτερο φάσμα σε σχέση μ’ αυτά που συζητούνταν στις παράγκες. Η γενικότερη λειτουργία της CRAM ήταν να συλλέγει πληροφορίες για την περιοχή κι έπειτα να καταλαμβάνει όλα τα διαθέσιμα σπίτια. Όμως η προσήλωση του PRP-BR στην «οικοδόμηση του Κόμματος μέσω των Επιτροπών» (τα PCP, MES και UDP έκαναν τα ίδια) δύσκολα μπορούσε να συνεισφέρει κάτι στην ενότητα. Σε γενικές γραμμές οι οργανώσεις αυτές, ενώ βοηθούσαν με την έννοια της προμήθειας χαρτιού για τα έντυπα, του καλέσματος συγκεντρώσεων κτλ, είχαν αρνητική επίδραση πάνω στους ίδιους τους παραπηγματούχους. Όταν υπήρχε η αίσθηση ότι μια Επιτροπή χειραγωγούνταν από μια συγκεκριμένη οργάνωση, πολλοί αποχωρούσαν απ’ την πρώτη.     
Οι Επιτροπές Γειτονιάς γνώριζαν κι άλλους περιορισμούς απ’ τις ίδιες τις δομές του χώρου και της εργασίας στην Πορτογαλία. Η μεγάλη πλειοψηφία ζούσε σε διαφορετική περιοχή απ’ αυτή που εργάζονταν. Αυτό ήταν κάτι που δεν επέτρεπε ν’ αναπτυχθεί μεγάλη επαφή μεταξύ των  εργοστασίων και των περιοχών διαμονής. Τις Εργατικές Επιτροπές τις παρακολουθούσαν τη μέρα και τις Επιτροπές Γειτονιάς, αν και όταν ήταν δυνατόν, το βράδυ.
Οι παραγκουπόλεις που περιβάλλονταν από αστικές (bourgeois) περιοχές (όπως η Κρουζ Κεμπράντα, κοντά στη Λισαβόνα) ήταν συχνά ευάλωτες στις αντίστοιχες επιρροές. Εδώ, οι ατομιστικές στάσεις εκδηλώνονταν συχνά με τρόπο καλυμμένο. Στην παραγκούπολη του Φαλγκέιρο για παράδειγμα, μια γυναίκα που δεν μπορούσε να πληρώσει ούτε καν το ελάχιστο νοίκι (2 ₤ τη βδομάδα) επικρίνονταν απ’ τους υπόλοιπους ενοίκους.
Κάποιοι απ’ τους παραπηγματούχους άρχισαν να κατασκευάζουν τα δικά τους σπίτια με ξύλινους σκελετούς. Έχτιζαν ένα τοίχο τη μια βδομάδα, το δεύτερο την επόμενη, μέχρι που το σπίτι να πάρει μορφή. Αυτό συνέβη σε μεγάλη κλίμακα κοντά στο Οντιβέλας, ένα απ’ τα υποβαθμισμένα προάστια της Λισαβόνας.
Οι παραγκουπόλεις αποτελούσαν τη «μεγάλη ντροπή» του Πορτογαλικού καπιταλισμού. Ήταν μια φρίκη σε κοινή θέα κι όλοι επιδίωκαν να «τις ξεφορτωθούν με κάθε κόστος». Η σκέψη όμως σπάνια πήγαινε πέρα απ’ αυτό. Τι θ’ αντικαθιστούσε τις παράγκες; Πως θα ήταν οι νέες κοινότητες; Τέτοια προβλήματα δύσκολα συζητούνταν στις Συνελεύσεις. Πάνω σ’ αυτό υπήρχε μια καθολική παράλυση της έμπνευσης. Οι «πιέσεις» στα καινούρια σπίτια (αν και όταν τ’ αποκτούσαν οι παραπηγματούχοι) θα ήταν πράγματι μικρότερες σε σχέση με τις παλιές τρώγλες – ή απλά διαφορετικού είδους; Τα ζητήματα αυτά δε συζητούνταν ποτέ ανοιχτά επειδή ποτέ δεν αναγνωρίστηκαν ανοιχτά ως σχετικά με το θέμα. Η σιωπή της αριστεράς πάνω στα ζητήματα αυτά μπορούσε να γίνει αντιληπτή από μακριά.
Οι παραπηγματούχοι επιθυμούσαν μια γρήγορη λύση στο πρόβλημά τους. Ήθελαν να διατηρήσουν την κουλτούρα τους, διαμορφωμένη εδώ και δεκαετίες, ανέπαφη. Οι συνθήκες στις οποίες ζούσαν (χωρίς νερό, ηλεκτρικό, αποχέτευση κι όλες τις πιέσεις που συνεπάγεται ένας υπερπλήρης χώρος) έπρεπε ν’ αλλάξουν προς το καλύτερο. Όμως πως και με ποιο σκοπό; Για να τους κάνουν «καλύτερους εργαζόμενους», έτσι ώστε να τους εκμεταλλεύονται αποτελεσματικότερα; Κάνοντάς τους ν’ αποδεχτούν ιδέες που θα επέτρεπαν τη μεγαλύτερη   απόσπαση υπεραξίας απ’ αυτούς για λογαριασμό της άρχουσας τάξης (είτε εκπροσωπούνταν απ’ το κράτος είτε όχι), όπως λ.χ. με τα διάφορα προγράμματα για την «αυτοβοήθεια στο χτίσιμο»;   
Στις αρχές του Ιούνη του 1975, η συνολική κατάσταση ήταν ακόμα ανοιχτή. Η κυρίαρχες τάξεις βρίσκονταν ακόμα στην εξουσία. Αντιμετώπιζαν όμως δυσκολίες στη διατήρηση της εξουσία τους. Η εργατική τάξη (στεγασμένη ή μη) συνέχιζε να πιέζει για όλα όσα μπορούσε ν’ αποσπάσει, όπως και όποτε μπορούσε να τα αποσπάσει.
Ο Φαλλοκρατισμός και το Γυναικείο Κίνημα.
Καμιά συζήτηση για το στεγαστικό και τους αγώνες των πόλεων δε θα ήταν πλήρης χωρίς μια ειδική αναφορά στις γυναίκες. Σε κοινωνίες που η πλειοψηφία των γυναικών παραμένει στο σπίτι, είναι αυτές που υποφέρουν περισσότερο απ’ τις κακές συνθήκες στέγασης. Η κατάσταση θα περιγραφτεί ρεαλιστικά και χωρίς ψεύτικη αισιοδοξία. Ήταν διαποτισμένη από αντιθέσεις.
Οι αγώνες που αναπτύχτηκαν στις πόλεις ήταν πολύ θετικοί. Τα συναισθήματα ελπίδας και χαράς που ξεσήκωσαν είναι δύσκολο να περιγραφτούν. Είχαν πάρα πολλές όψεις: ελευθερία στους δρόμους, ελευθερία να πας και νά ’ρχεσαι, μικρές αλλαγές που συνέθεταν μια τεράστια μεταβολή της καθημερινής ζωής. Οι γυναίκες ένοιωσαν αυτή την ελευθερία. Μια γυναίκα απ’ την «Τιντουράρια Πορτουγκάλια» (μια εταιρεία καθαριστηρίων), όταν ρωτήθηκε για τη μεγαλύτερη αλλαγή που έζησε με τον ερχομό της 25ης Απρίλη, απάντησε: «Πριν ήμουνα κλειδαμπαρωμένη στο σπίτι. Δε γνωρίζω γιατί. Μετά, ξεχύθηκα στους δρόμους, στις διαδηλώσεις… Είναι αδύνατο να περιγράψω τις χαρές που γεύτηκα μετά την 25η του Απρίλη». Η πρώην γειτόνισσά μου επίσης εκδήλωνε με υπερβολή τις πεποιθήσεις της. Άρχισε να μου ασκεί κριτική επειδή δεν κατέβηκα σε διαδηλώσεις που εκείνη είχε συμμετάσχει. Αυτές ήταν πραγματικές αλλαγές.
Υπήρχε όμως κι η άλλη όψη του νομίσματος. Οι γυναίκες ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Το 1975 πιθανώς να ήταν το «Έτος της Γυναίκας» για πολλές χώρες του κόσμου, όχι όμως και για την Πορτογαλία.
Τα πραγματικά προβλήματα των γυναικών της Πορτογαλικής κοινωνίας ήταν αμέτρητα. Πριν την 25η Απρίλη υποτιμούνταν νόμιμα και με πολλούς τρόπους. Το διαζύγιο απαγορεύονταν. Αντισυλληπτικά δίνονταν μόνο με ιατρική συνταγή κι έτσι ήταν απλησίαστα για τις φτωχότερες τάξεις. Οι αξίες της μητρότητας και της γονιμότητας εξυμνούνταν ευρέως στην προσπάθεια να γεννηθούν οι αυριανοί λευκοί κυρίαρχοι και οι στρατιώτες για τις αποικίες. Θυμάμαι πολύ καλά μια έγκυο που δούλευε στα ψαρέματα, κοντά στο Ναζαρέ, πριν την 25η Απρίλη, να χαϊδεύει την κοιλιά της και να λέει υποταχτικά, «τούτο δω είναι για τον πόλεμο». Η έκτρωση ήταν παράνομη, ακόμα και στην περίπτωση που απειλούνταν η υγεία της γυναίκας.
Οι σχέσεις των συζύγων ήταν σχεδόν «φεουδαρχικές». Ο σύζυγος μπορούσε ν’ ανοίγει νόμιμα τα γράμματα της γυναίκας του. Αυτή δεν μπορούσε να βγει απ’ τη χώρα χωρίς τη γραπτή του συγκατάθεση. Όλες οι αποφάσεις για τα οικονομικά βρίσκονταν διά νόμου στα χέρια του συζύγου. Για το νόμο, η γυναίκα ήταν σκλάβα στις διαθέσεις του άντρα της.
Κάποια πράγματα άλλαξαν μετά το πραξικόπημα, ωστόσο είναι δύσκολο να φανταστείς τους αξιωματικούς του στρατού να δείχνουν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα γυναικεία προβλήματα. Αναπτύχτηκε μια κίνηση ώστε να καταστεί δυνατό το διαζύγιο κι αυτό προπαγανδίζονταν σ’ ολόκληρη τη χώρα. Το MDP-CDE έδωσε τη στήριξή του. Ο νόμος άλλαξε τελικά, αν κι η έκτρωση παραμένει παράνομη. Τ’ αντισυλληπτικά μπορούν να βρεθούν μόνο με ιατρική συνταγή.    
Ένα διάταγμα που δημοσιεύτηκε λίγο μετά απ’ την 25η Απρίλη ανέφερε ότι εφεξής το κράτος θα ήταν υπεύθυνο για τα παιδιά: «εθνικοποίηση των παιδιών», όπως το αποκάλεσε μια γυναίκα που έκανε τα ψώνια της στην αγορά. Στην πραγματικότητα, το διάταγμα αφαίρεσε απ’ την οικογένεια (και συγκεκριμένα απ’ τον πατέρα) το δικαίωμα να κάνει τα παιδιά ότι ήθελε. Θεσπίστηκαν ποινές για τον ξυλοδαρμό των παιδιών και την κακομεταχείριση.  
Τις συζύγους τις αποκαλούσαν «αφέντρες του σπιτιού» (donas de casa). Ιδιαίτερα δε στο Βορρά, αποκαλούνταν συχνά «αφεντικά» απ’ τους άντρες τους. Αυτό δεν ήταν μόνο μια επίφαση: ήταν, κατά ένα περιορισμένο τρόπο, γεγονός. Επειδή όμως ήταν γεγονός κατά τρόπο περιορισμένο, ήταν και υποτιμητικό. Υπήρχαν πολλοί προσβλητικοί για τη γυναίκα όροι στη γλώσσα: ένα κορίτσι που πήγαινε με άντρες ήταν πουτάνα ενώ ο άντρας που έκανε έρωτα με τις κοπέλες, επιβήτορας που τον θαύμαζαν.        
Στην περίοδο 1969-74, ο αριθμός των εργαζόμενων γυναικών αυξήθηκε κατακόρυφα επειδή πολλοί διαθέσιμοι άντρες εργαζόμενοι βρίσκονταν εκτός συνόρων, πολεμώντας. Οι μισθοί τους όμως ήταν χαμηλότεροι. Ακόμα και μετά απ’ την 25η Απρίλη, οι Συλλογικές Συμβάσεις ήταν εις βάρος τους. Στις κοπερατίβες που ελέγχονταν απ’ το PCP (κι ειδικά στην ευρύτερη περιοχή της Μπέζα) οι γυναίκες εργάζονταν απ’ τις 6 ως τις 8 το πρωί στο σπίτι και μετά  πήγαιναν στα χωράφια, μάζευαν ελιές κτλ. Μεταξύ 7 και 10 το βράδυ έκαναν κι άλλες οικιακές εργασίες. Επιπλέον, πληρώνονταν λιγότερο απ’ τους άντρες που δούλευαν απ’ τις 8 το πρωί ως τις 7 τ’ απόγεμα. Σε άλλες, πιο ανεξάρτητες, κοπερατίβες κοντά στη Λισαβόνα και το Σετούμπαλ για παράδειγμα, οι γυναίκες έπαιρναν ίσες αμοιβές για τις αγροτικές εργασίες.
Οι φαλλοκρατικές συμπεριφορές άλλαζαν δύσκολα. Οι άντρες συχνά υπεραμύνονταν των μεγαλύτερων αμοιβών τους ισχυριζόμενοι ότι ήταν αποδοτικότεροι. Όταν όμως οι γυναίκες τόνιζαν ότι το μάζεμα των ελιών ήταν δουλειά που οι άντρες δεν ήθελαν να την κάνουν, το επιχείρημα φάνταζε κάπως επιπόλαιο. Τα ζητήματα αυτά δεν ξεκαθαρίζονταν ποτέ κι ο φαλλοκρατισμός εξακολουθούσε να υφίσταται.
Στις 13 Γενάρη 1975 το MLM (Κίνημα για την Απελευθέρωση των Γυναικών) οργάνωσε μια συγκέντρωση στο Άλσος του Εδουάρδου VII. Υπήρχαν γύρω στις δέκα γυναίκες που έφεραν αφίσες και πλακάτ. Αυτό πυροδότησε την αντιδραστικότερη αντιδιαδήλωση μέχρι τότε. Οι γυναίκες δήλωναν:
«Θα κάψουμε αντικείμενα που αποτελούν παραδείγματα ή σύμβολα της καταπίεσης των γυναικών. Θα καταστρέψουμε για παράδειγμα τον Αστικό και Ποινικό Κώδικα της Πορτογαλίας που είναι τώρα εν ισχύ, όπως επίσης και την Εργατική νομοθεσία. Όλα τους στηρίζουν την άθλια θέση στην οποία βρίσκονται οι γυναίκες και την υποταγή τους στους άντρες. Θα κάψουμε πορνογραφικά περιοδικά που χρησιμοποιούν το γυναικείο σώμα ως σεξουαλικό αντικείμενο· ξεσκονόπανα και σκούπες που υποδηλώνουν τη θέση των γυναικών ως σκλάβες του σπιτιού και οικιακές βοηθούς· βιβλία στα οποία η εικόνα της γυναίκας παρουσιάζεται με τρόπο απόλυτα παραμορφωτικό, δημιουργημένα από άντρες, και στα οποία ο άντρας την κάνει ότι του γουστάρει· πάνες ως σύμβολα του μύθου που θέλει τη γυναίκα στο ρόλο της μάνας που θυσιάζεται (ο άντρας είναι απλώς ο νομοθέτης), που κάνει τη σκληρή δουλειά, που τα βγάζει πέρα τις άυπνες νύχτες· παιχνίδια που εξ’ απαλών ονύχων δείχνουν στα παιδιά τους προκαθορισμένους ρόλους που πρόκειται ν’ ακολουθήσουν στην κοινωνία και που εξαρτώνται απ’ το αν είναι αγόρια ή κορίτσια, παιχνίδια που ωθούν τ’ αγόρια στη βία και την επιθετικότητα (όπως τα όπλα και τα τανκς) και τα κορίτσια στους παθητικούς ρόλους της μάνας και της νοικοκυράς (όπως οι κούκλες και τα κατσαρολικά). Ελπίζουμε ότι το 1975, Διεθνές Έτος της Γυναίκας, θα συγκεντρώσει τουλάχιστον τη γενική προσοχή στο σκάνδαλο που τα γεγονότα αυτά αντιπροσωπεύουν αλλά και στο γεγονός ότι το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού (και 53 % της Πορτογαλίας) είναι υποταγμένο αποκλειστικά και μόνο επειδή είναι γυναίκες».
Η προτιθέμενη συγκέντρωση προβλήθηκε απ’ τον τύπο με τον πλέον απαξιωτικό τρόπο. Η Α Καπιτάλ (μια εθνικής κυκλοφορίας σοβαρή εφημερίδα σε πολλά άλλα θέματα) αντιμετώπισε το όλο θέμα σαν αστείο. Προανήγγειλε μόνο το επεισόδιο με το «κάψιμο των στηθόδεσμων». Όπως κι η πλειοψηφία των υπόλοιπων εφημερίδων υποσχέθηκε ένα «στριπτίζ». Το MDM (οργάνωση γυναικών που ελέγχονταν απ’ το PCP) κατήγγειλε με οξύ τρόπο τη συγκέντρωση. Συνέρευσαν πλήθη αντρών που άρχισαν να γιουχάρουν. Οι κοπέλες αποδοκιμάζονταν και χλευάζονταν. Τελικά οι γυναίκες γλίτωσαν μετά βίας το ξύλο.
Καλύπτοντας τη συγκέντρωση, η Ο Σέκουλο Ιλουστράντο (17 Γενάρη) καταδίκασε τη συμπεριφορά των αντρών:
«Πρόκειται πιθανώς για τους ίδιους ανθρώπους που επευφημούσαν τις ένδοξες νίκες του Καετάνο, που έστρωναν με λουλούδια τους δρόμους για να περάσουν οι δικτατορίσκοι, που αλληλοσυγχαίρονταν για τις σφαγές στις αποικίες και ρουφιάνευαν επιμελώς στην PIDE, που για μισό αιώνα υποστήριζαν την πλύση εγκεφάλου και την καταπίεση και που σήμερα διαδηλώνουν ευκαιριακά υπέρ της δημοκρατίας. Ωραίοι δημοκράτες χωρίς αμφιβολία».
Το MDM, αν και συμμετείχε στους γυναικείους αγώνες, κινούνταν περισσότερο προς την κατεύθυνση της υπεράσπισης της οικογένειας παρά στη συζήτηση των βασικότερων προβλημάτων των γυναικών. Κατηύθυνε τους αγώνες σε διόδους που αν και διέθεταν μεγάλη σημασία για τις οικογένειες (παιδικοί σταθμοί, οικονομική στήριξη για τα παιδιά, πάρκα κτλ) δεν σχετίζονταν άμεσα με τις ίδιες τις γυναίκες ή τους ρόλους που τους αποδίδονταν στις ταξικές κοινωνίες.
Μετά τη διάλυση της συγκέντρωσης του MLM, οι ριζοσπάστριες φοβήθηκαν πραγματικά να προχωρήσουν σε περαιτέρω πολιτική δράση. Ένα ολόκληρο πεδίο αγώνα για την απελευθέρωση καταπνίχτηκε επιτυχώς.
X. ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΚΙ Η ΜΕΤΕΚΛΟΓΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Εκλογική Αριθμητική.
Οι εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση τον Απρίλη του 1975, δεν έκρυβαν εκπλήξεις. Με τις δύο μαοϊκές οργανώσεις (MRPP και AOC) και το δεξιό PDC να έχουν αποκλειστεί απ’ την αναμέτρηση (ΣτΜ: τυπικά, για παραβίαση της εκλογικής νομοθεσίας), παρατάχτηκαν τελικά δώδεκα κόμματα.
Τα αρχικά των συμμετεχόντων αποτελούσαν μια πραγματική αποκάλυψη για το νέο λαβύρινθο της Πορτογαλικής πολιτικής ζωής. Στις 20 εκλογικές περιφέρειες ο λαός είχε να επιλέξει ανάμεσα σε 8 λενινιστικά κόμματα (PCP, MDP, FSP, MES, LCI, FEC m-l, UDP και PUP), 2 σοσιαλδημοκρατικά (Σ.Κ. και PPD), 1 δεξιό (CDS) και το μοναρχικό ΡΡΜ. Τα PCP, Σ.Κ., MDP, PPD και CDS κατέβηκαν σ’ όλες τις περιφέρειες, το FSP σε 16, το MES σε 15, το FEC m-l σε 12, τα ΡΡΜ και UDP σε 10, το PUP σε 7 και το LCI σε 4. Ο λαός ψήφισε μάλλον  τα κόμματα παρά τους υποψήφιους.
Μια συμφωνία που θα εξασφάλιζε το MFA –εκ των προτέρων- στην εξουσία για τα 3 επόμενα χρόνια υπογράφηκε από 7 εκ των συμμετεχόντων κομμάτων ( τα UDP, LCI, MES, PUP και FEC m-l αρνήθηκαν να δεσμευτούν). Οι υπογράφοντες συμφώνησαν στη θεσμοθέτηση του MFA, αναγνωρίζοντας το Επαναστατικό του Συμβούλιο ως το ανώτερο πολιτικό και νομοθετικό σώμα της χώρας. Η Γενική Συνέλευση του MFA (ανασχηματισμένη ώστε να συμπεριλάβει 120 κατώτερους αξιωματικούς) θα είχε νομοθετικές εξουσίες που θα περιορίζονταν αποκλειστικά απ’ το Συμβούλιο αυτό. Η Συντακτική Συνέλευση, η σύνθεση της οποίας θ’ αποφασίζονταν απ’ τις επικείμενες εκλογές, θα είχε ως αποκλειστικό της έργο τον καταρτισμό προσχεδίου του νέου Συντάγματος.
Οι πρώτες ελεύθερες εκλογές των τελευταίων 49 χρόνων αντιμετωπίστηκαν σοβαρά σχεδόν απ’ όλους. Όλοι όσοι ήταν άνω των 18 όφειλαν να εγγραφούν στους καταλόγους, αν και η ίδια η ψηφοφορία (παρότι πιστεύονταν ευρέως το αντίθετο) δεν ήταν υποχρεωτική. Η προεκλογική εκστρατεία ελέγχονταν αυστηρά – «προς διατήρηση της δημοκρατίας»- και η διάρκειά της περιορίστηκε στις τρεις βδομάδες. Η έναρξή της βρήκε όλους τους συμμετέχοντες να έχουν καταληφθεί από μια ξέφρενη βιασύνη, κολλώντας αφίσες και κρεμώντας πανό σε κάθε πιθανό σημείο (κάποτε δε και στα πλέον απίθανα) όλης της χώρας. Κάθε διαθέσιμος τοίχος, μνημείο, παράθυρο, επιφάνεια και ταράτσα της Λισαβόνας ήταν γεμάτα από συνθήματα, προτροπές και γκράφιτι μέχρι που η πόλη έμοιαζε λες κι είχε επενδυθεί με μια τεράστια ταπετσαρία. Το να κατεβάζεις τις αφίσες των υπολοίπων ήταν παράνομο: πολλοί Μαοϊκοί είχαν συλληφθεί γι’ αυτήν την «παράβαση». Τα συνθήματα ήταν προβλέψιμα. Το CDS προωθούσε το «Πρόοδος εν Ειρήνη» - το παλιό σύνθημα του καθεστώτος Καετάνο. Το PPD αναγνώριζε «Μόνο μία λύση: Σοσιαλδημοκρατία». Το Σ.Κ. ήθελε «Σοσιαλισμό με Ελευθερία», ενώ το PCP προέτρεπε το λαό να πάρει «το Δρόμο του Σοσιαλισμού». Οι αφίσες του PCP απεικόνιζαν καθόλα αξιοσέβαστες οικογένειες κι έφεραν συνθήματα όπως «Γυναίκες, στα χέρια σας κρατάτε το μέλλον των παιδιών σας» - σύνθημα που γνώρισε την κριτική του Φεμινιστικού Κινήματος. Το PCP χρησιμοποιούσε επίσης φωτογραφίες αγροτών που δούλευαν και φοιτητών. Οι άλλες οργανώσεις δε διέθεταν τέτοια οικονομική άνεση και τα έβγαζαν πέρα με λιγότερες αφίσες. Κινούνταν στα διάφορα παρακλάδια του επαναστατικού σοσιαλισμού.
AOC και PCP m-l, καθοδηγούμενα απ’ το μίσος για το PCP που έπαιρνε γραμμή απ’ τη Μόσχα, υποστήριξαν το Σ.K. Το MRPP απείλησε να σαμποτάρει την καμπάνια ενώ τα PRP-BR και LUAR αρνήθηκαν κάθε σχέση μ’ όλα αυτά. Επιλέγοντας τον «άμεσο εργατικό έλεγχο» δήλωναν ότι οι εκλογές δεν είχαν καμιά σχέση με την επανάσταση στην Πορτογαλία και καλούσαν στη σύσταση Εργατικών Συμβουλίων. Για καθένα απ’ τα κόμματα ορίστηκε ίσος τηλεοπτικός χρόνος. Εμφανίζονταν τρεις φορές τη μέρα (όπως τα χάπια), έδιναν τις υποσχέσεις τους, επαναλάμβαναν τα συνθήματά τους, ενέτειναν το θράσος και τη δημαγωγία τους καθώς η εκστρατεία προχωρούσε, σ’ ένα επαναστατικό πλειστηριασμό προκειμένου να υπερνικήσουν τους αντιπάλους τους. Τα μαοϊκά UDP και PUP έκλειναν πάντα τους λόγους τους με το «Ζήτω οι Μαρξ, Λένιν, Στάλιν και Μάο». Αυτό έκανε πολλούς να σκάνε στα  γέλια σε πολλά απ’ τα καφενεία που επισκεπτόμουν.    
Η συμμετοχή (92 %) ήταν η μεγαλύτερη που είχε καταγραφεί ποτέ σε εθνικές εκλογές. Το Σ.Κ. συγκέντρωσε το 38 % των ψήφων, το PPD το 26 %, το PCP 12,5 %, το CDS 8 % και το MDP 4 %. Τέλος, τα λεγόμενα «λοιπά» συγκέντρωσαν το 4,5 % των ψήφων. Τελευταία στη σειρά ήρθαν τα LCI, PUP και PPM.
Το Σ.Κ. εξασφάλισε το 42 % των ψήφων στο Πόρτο (έναντι 5 % του PCP). Στη Λισαβόνα, το Σ.Κ. συγκέντρωσε το 45 % (ενώ το PCP 19 %). Στο Σακαβέμ, στη Μαρίνια Γκραντ και την Αλμάντα, βιομηχανικές περιοχές στις οποίες το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε ισχυρή παράδοση, το PCP υπέστη σχεδόν ολοκληρωτική ήττα.  
Δύο ήταν οι παράγοντες που ευθύνονταν για την συγκεκριμένη κατεύθυνση της ψήφου. Ο πρώτος και πιο σημαντικός ήταν η προφανής επιλογή μιας μη-σταλινικής λύσης για την Πορτογαλική επανάσταση που προσφέρονταν στην εργατική τάξη. Το Σ.Κ. ήταν αποδεκτό από ένα ευρύ κι ανομοιογενές κομμάτι της Πορτογαλικής κοινωνίας. Ξέχωρα απ’ την υποστήριξη της μαοϊκής αριστεράς (που ήταν μικρή αλλά έντονη), το Σ.Κ. ωφελήθηκε επίσης κι απ’ την πλατιά διαδεδομένη παραδοχή ότι το PCP ήταν γραφειοκρατικό και σταλινικό, άποψη που προωθήθηκε αποτελεσματικά κι από διάφορους αντιδραστικούς παπάδες και τοπικά αφεντικά. Το υψηλότερο ποσοστό για το PCP καταγράφηκε ανάμεσα στους αγρεργάτες της Μπέζα, στο Αλεντέζο. Στο Βορρά, οι μικρομεσαίοι αγρότες προτίμησαν το CDS ή το PPD. Ο δεύτερος βασικός παράγοντας ήταν η στάση των εργαζόμενων και των στρατιωτών των αποικιών που δεν είχαν εμπλακεί άμεσα στην επαναστατική διαδικασία της Πορτογαλίας. Περίπου ένα εκατομμύριο ψήφοι (σε σύνολο 5,5) προήλθαν απ’ τη Γαλλία, τη Σουηδία και την Ανγκόλα. Αυτές ήταν συντριπτικά υπέρ του Σ.Κ.
Μόνο το 7 % των ψηφοδελτίων ήταν συνειδητά άκυρο. Το ποσοστό αυτό ήταν χαμηλό αν συνυπολογίσει κάποιος την καμπάνια του MFA υπέρ της συμμετοχής του λαού αλλά με αδιευκρίνιστη ψήφο, δηλαδή της ψήφου που δε θα έδειχνε προτίμηση σε κάποιο απ’ τα κόμματα.
Όταν έγιναν γνωστά τα αποτελέσματα των εκλογών, το Σ.Κ. και η δεξιά άρχισαν να καταγγέλλουν τα MDP και PCP για τη δυσανάλογα μεγάλη εκπροσώπησή τους στον κρατικό μηχανισμό και τα μέσα ενημέρωσης. Εξαπέλυαν επανειλημμένες επιθέσεις με κάθε ευκαιρία. Απειλούνταν με κατάρρευση ολόκληρη η συγκυβέρνηση. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα ήταν που συζητήθηκε κι άρχισε να προωθείται η ιδέα των Συμβουλίων. Το ξεκίνημα των Επαναστατικών Συμβουλίων είχε λάβει χώρα στις 19 Απρίλη, έξι μέρες πριν τις εκλογές, ενώ μια ακόμα συνάντηση είχε οργανωθεί στο Πόρτο στις 10 Μάη, την οποία είχαν παρακολουθήσει ανοιχτά Επιτροπές Στρατιωτών απ’ το Βορρά (το όλο θέμα των Συμβουλίων θα εξεταστεί εκτενέστερα στο επόμενο κεφάλαιο). Τα κύρια πολιτικά κόμματα αντέδρασαν κατάλληλα. Αποφάσισαν να συμβιβαστούν, τουλάχιστον προς το παρόν. Εκδόθηκε μια κοινή ανακοίνωση εκ μέρους του Σ.Κ., του PCP και του PPD. Θα συνέχιζαν να στηρίζουν τη συγκυβέρνηση.
Όμως, με εκλογές ή χωρίς αυτές, με συγκυβέρνηση ή όχι, ο αγώνας συνεχίζονταν. 50.000 εργαζόμενοι σε ξενοδοχεία κι εστιατόρια κατέβηκαν σ’ απεργία μεταξύ 10 και 15 Μάη. Οι εργαζόμενοι στη χημική βιομηχανία του Βορρά σταμάτησαν τη δουλειά στις 6 Μάη. Οι ψαράδες στο Πενίς απήργησαν για μεγαλύτερες αμοιβές. Πολλές μικρές επιχειρήσεις πέρασαν σε αυτοδιαχείριση. Οι εργάτες στη μεταλλουργία της Κοράμ συνέλαβαν τους διευθυντές τους και τους παρέδωσαν στην ΚΟΠΚΟΝ που τους κατηγόρησε για παράνομη εξαγωγή χρημάτων. Οι εργαζόμενοι στον υψηλό οίκο ραπτικής Καντατίνια (απ’ όπου η ανώτερη μπουρζουαζία αγόραζε ρούχα για πάνω από έναν αιώνα) προχώρησαν σε κατάληψη της επιχείρησης κι άρχισαν να βγάζουν φτηνά ρούχα. Τόσο στην CTT (την τηλεφωνική εταιρεία) όσο και στην TAP (εθνικές αερογραμμές) απειλούνταν απεργίες.  
«Λαϊκή Εξουσία» και Στρατός.
Σ’ αυτό το υπόβαθρο έκαναν την εμφάνισή τους δύο προτάσεις για το ξεπέρασμα των υφιστάμενων πολιτικών κομμάτων συνολικά. Θα συζητούνταν αρχικά στη Γενική Συνέλευση του MFA της 26ης Μάη.
Η πρώτη (διατυπωμένη απ’ το Ρόζα Κουτίνιο και την CODICE κι υποστηριζόμενη απ’ το PCP) ήταν να συσταθούν Επιτροπές για την Υπεράσπιση της Επανάστασης βασιζόμενες στις παλιές Τοπικές Επιτροπές (Juntas de Frequesia – ΣτΜ: αντίστοιχο του θεσμού των συνοικιακών συμβουλίων). Ήταν μια αρκετά αναμενόμενη αντίδραση στην εκλογική αποτυχία του PCP. Η δεύτερη παρουσιάστηκε από αντιπροσώπους της Συνέλευσης που δραστηριοποιούνταν στα πλαίσια της COPCON. Τόνιζε την «οργάνωση και την άσκηση εξουσίας στη βάση». Έδινε έμφαση στις «λαϊκές οργανώσεις» (ειδικά στα Συμβούλια) και στην ανάγκη για τον συντονισμό τους σ’ ευρεία κλίμακα. Πρότεινε τη «δημιουργία ενός λαϊκού στρατού, δημοκρατικού κι επαναστατικού» και προωθούσε μια «πραγματική συμμαχία» μεταξύ λαού και MFA. Έκανε λόγο για «δικτατορία του προλεταριάτου»… κι ανέφερε την Κορέα του Κιμ Ιλ Σουνγκ σαν παράδειγμα άξιο αναφοράς (βλ. Παράρτημα 20)! Προτείνονταν πρώτ’ απ’ όλα ν’ ανήκει η Γενική Διοίκηση του νέου «λαϊκού στρατού» στην COPCON… τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή της δημιουργίας οτιδήποτε καινούριου. Η εισήγηση υποστηρίχτηκε απ’ το Προσωρινό Γραφείο των Επαναστατικών Εργατικών Συμβουλίων που προωθούνταν απ’ το PRP-BR.
Ο Οτέλο (όπως τώρα πια ήταν ευρέως γνωστός) μίλησε προς υποστήριξη του δεύτερου κειμένου: «Οι κομματικές αντιπαραθέσεις προκαλούν εξαιρετικά επικίνδυνες διαιρέσεις ανάμεσα στην εργατική τάξη που επεκτείνονται και στις ένοπλες δυνάμεις (…) Οι Σπινολικοί αξιωματικοί έχουν σχηματίσει ένα μπλοκ που πρόσκειται στο Σ.Κ. – αν και το ίδιο το Σ.Κ. πιθανώς δεν έπαιξε ρόλο σ’ αυτό (…) Είμαι πεπεισμένος ότι η δυναμική της Πορτογαλικής Επανάστασης (δεδομένου του ότι το MFA δε συντάσσεται πίσω απ’ οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα) θα υπερβεί όλα τα μεγάλα πολιτικά κόμματα συνολικά. Δεν έχουμε δεσμευτεί απέναντι στην Ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Δεν έχουμε συμμαχήσει με κάποιο απ’ τα μεγάλα ιμπεριαλιστικά μπλοκ. Ούτε και είμαστε σύμμαχοι της Κίνας».
Για τα κόμματα της συγκυβέρνησης φυσικά, όλ’ αυτά αποτελούσαν ανάθεμα. Απειλούσαν τη συνολική βάση της εξουσίας τους. Το Σ.Κ. και το PPD επιτέθηκαν άμεσα στην φιλοCOPCON-ική πρόταση αποκαλώντας την «δικτατορία» (κάτι που άλλωστε ποτέ δεν διαψεύστηκε). Το PCP επίσης την κριτίκαρε, αν και προσεχτικότερα: του έκλεβε πολλές απ’ τις ιδέες του.  
Ο διάλογος έγινε δημόσιος. Το MES κατέκρινε αμφότερες τις προτάσεις: τόσο τις «Επιτροπές για την Υπεράσπιση της Επανάστασης», όσο και τα Συμβούλια. Η επανάσταση δεν είχε γίνει ακόμα, ισχυρίστηκε, κι ήταν συνεπώς αδύνατο να την υπερασπιστείς. Θεωρούσαν τα Συμβούλια ως συγκεκριμένο δημιούργημα του PRP-BR που εξασθενούσε τις ήδη υπάρχουσες λαϊκές οργανώσεις. Τα LUAR και MES είδαν το μέλλον υπό τους όρους της ενδυνάμωσης των ήδη υφιστάμενων δομών της βάσης κι όχι υπό το πρίσμα ενός καθοδηγητικού σχεδίου, καθορισμένου εκ των προτέρων. Το UDP κατέκρινε το φιλοCOPCON-ικό κείμενο για άλλους λόγους: ως ήδη υπάρχουσα πρωτοπορία έβλεπαν τους εαυτούς τους.  
Αυτό που πραγματικά συζητούνταν στη Συνέλευση του MFA ήταν το αν θ’ αφήνονταν οποιοσδήποτε ηγετικός ρόλος στα χέρια κάποιου εκ των πολιτικών κομμάτων ή αν τα κόμματα έπρεπε να ξεπεραστούν συνολικά υπέρ ενός συστήματος εργατικών συμβουλίων (soviets) ή λαϊκών οργανώσεων. Αυτό που δεν πήγαινε καλά με το συγκεκριμένο διάλογο αφορούσε κάτι που συνέβαινε παντού, το πως δηλαδή θεωρήθηκε κατάλληλο θέμα για την ατζέντα μιας στρατιωτικής μάζωξης η επαναστατική αυτενέργεια και αυτοοργάνωση των μαζών. Ο διάλογος συνεχίστηκε για αρκετές μέρες. Όταν η φιλοCOPCON-ική εισήγηση τελικά κατατέθηκε, ηττήθηκε, αν και για λίγο. Τα πολιτικά κόμματα θα διατηρούνταν.   
Με τη φιλοCOPCON-ική πρόταση να έχει απορριφθεί, μια ομάδα του MFA που αποκαλούνταν «Γραφείο για την Ισχυροποίηση της Συμμαχίας MFA-Λαού» έβγαλε ένα «καθοδηγητικό κείμενο» που παρουσιάστηκε στη Συνέλευση της 8ης Ιούνη. Το «Καθοδηγητικό Κείμενο» υποστήριζε μια ισχυρή κρατική οικονομία, την αγροτική μεταρρύθμιση, περαιτέρω εκκαθαρίσεις, την αποκέντρωση της διοίκησης και τον εργατικό έλεγχο. Για την πραγματοποίηση των παραπάνω πρότεινε μια δομή στην οποία οι Επιτροπές Γειτονιάς κι οι Εργατικές Επιτροπές θα σχημάτιζαν «τοπικές λαϊκές συνελεύσεις» που θα εξέλεγαν αντιπροσώπους σε δημοτικές συνελεύσεις, οι οποίες με τη σειρά τους θα έκαναν το ίδιο για την Εθνική Λαϊκή Συνέλευση. Μέσα στα στρατόπεδα, οι ADUs (συνελεύσεις μονάδας) θα στήριζαν τις πολιτικές συνελεύσεις. Το Συμβούλιο της Επανάστασης θα επέβλεπε όλα τα παραπάνω. Η πρόταση διατυπώθηκε με τη χαρακτηριστική ρητορική του Συμβουλίου και της κυβέρνησης. Τούτα τα πρόβατα του ρεφορμισμού προσπαθούσαν μονίμως να παρουσιάζονται φορώντας λυκοτόμαρο.  
Στις 21 Ιούνη, το MFA (που από συγγραφικής άποψης υπήρξε μια απ’ τις πλέον παραγωγικές οργανώσεις στρατιωτικών που εμφανίστηκαν ποτέ) δημοσίευσε ένα Πλάνο Πολιτικής Δράσης. Ήταν μια συνέχεια του «Καθοδηγητικού Κειμένου» και επέλεγε ένα πλουραλιστικό «σοσιαλισμό» επικεντρωμένο γύρω απ’ την αυθεντία του MFA:
«Το MFA αποτελεί απελευθερωτικό κίνημα του Πορτογαλικού λαού. Ορίζει σαν βασικούς σκοπούς του την εδραίωση της εθνικής ανεξαρτησίας και τη σοσιαλιστική κοινωνία. Με τη σοσιαλιστική κοινωνία εννοούμε μια αταξική κοινωνία, την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, την εξάλειψη κάθε μορφής εκμετάλλευσης και το ίσο δικαίωμα όλων στην εκπαίδευση, την εργασία και την πρόοδο χωρίς διάκριση με βάση το φύλο, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις ή την ιδεολογία».
Μετά απ’ αυτές τις γενικότητες, διατυπώνονταν συγκεκριμένα αιτήματα: 1) Μια πλουραλιστική κοινωνία στην οποία θα επιτρέπονταν τ’ αντιπολιτευόμενα κόμματα 2) Πολιτική κυβέρνηση ανεξάρτητη απ’ τη Συντακτική Συνέλευση 3) Την ισχυροποίηση της εξουσίας του MFA 4) Ένα νόμο εναντίον των παράνομων ένοπλων ομάδων 5) Την ενσωμάτωση των αριστεριστών και των ψευτοεπαναστατών που αν και διακατέχονταν από καλές προθέσεις, δημιουργούσαν κλίμα αναρχίας 6) Τη λιτότητα επί των καταναλωτικών αγαθών 7) Την κινητοποίηση των οργανώσεων βάσης, ως αποφασιστικό παράγοντα της ενιαίας εξουσίας 8) Τη δημιουργία επίσημης εφημερίδας του MFA 9) Τον έλεγχο της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου απ’ το κράτος.
Το σχέδιο έτυχε καλής υποδοχής απ’ τα τέσσερα κόμματα της συγκυβέρνησης όπως κι απ’ το CIP (Σύνδεσμος Βιομηχάνων). Το Σ.Κ. και το PPD καλωσόρισαν τον «πλουραλισμό» του ενώ το MDP έμεινε ευχαριστημένο απ’ την προφορική έγκριση που δόθηκε στη «λαϊκή εξουσία». Όμως σαν απόπειρες επίλυσης των πραγματικών προβλημάτων, οι προτάσεις ήταν απελπιστικές επειδή όλες τους βασίζονταν σταθερά στην ταξική συνεργασία.   
Η Συντακτική Συνέλευση συνεδρίασε για πρώτη φορά στις 3 Ιούνη. Άρχισε τις εργασίες της με μια έκκληση υπέρ της ελαχιστοποίησης των κομματικών αψιμαχιών. Η Συνέλευση ήταν όμως καταδικασμένη εξ’ αρχής ν’ αντανακλά τις βεντέτες που μαίνονταν εκτός αυτής, αν όχι να τις οξύνει. Ειδικότερα το Σ.Κ. χρησιμοποιούσε τη Συνέλευση για πολιτική προπαγάνδα. Το PCP αναζητούσε την προσοχή του κόσμου μ’ άλλες μεθόδους. Στις 10 Ιούνη, η Ιντερσιντικάλ –σ’ ένα είδος προαπεικόνισης της κοινωνίας που οραματίζονταν- απηύθυνε κάλεσμα για μια «Κυριακή της Εργασίας» που θα εγκαινίαζε τη «Μάχη της Παραγωγής». Ενδιαφέρον ως σχέδιο, αποδείχτηκε σαφώς υποτονικό και περιορίστηκε στις περιοχές υπό την επιρροή του PCP, όπως το Αλεντέζο. Η ιδέα κατακρίθηκε από πολλές Επιτροπές που επιθυμούσαν να μάθουν υπέρ ποιου θα παρήγαγαν. Ο Υπουργός Εργασίας (μέλος του PCP και του Επαναστατικού Συμβουλίου) απάντησε: «υπέρ του συνόλου». Του επιφυλάχτηκε μεγάλη κατακραυγή (απ’ τους εργαζόμενους της Λισνάβ μεταξύ άλλων) λόγω παντελούς έλλειψης ταξικής αντίληψης.
Οι Υποθέσεις της Ρεπούμπλικα και του Ράντιο Ρενασένσα.
Στη διάρκεια του Μάη, του Ιούνη και του Ιούλη του 1975, η Ρεπούμπλικα και το Ράντιο Ρενασένσα (R.R.) θα μετατρέπονταν σ’ εστίες αγώνα. Οι σχετικοί αγώνες έχουν παραποιηθεί και παρεξηγηθεί σε μεγάλη κλίμακα απ’ το διεθνή τύπο και τους αξίζει μια λεπτομερέστερη αναφορά. Δημιούργησαν σημαντικά ζητήματα που αφορούν το ρόλο της ενημέρωσης στην επαναστατική διαδικασία. Οι εξελίξεις αυτές ήταν πράγματι τόσο σπουδαίες ώστε συνέβαλαν καθοριστικά στην κατάρρευση της Τέταρτης Προσωρινής Κυβέρνησης.
Στις 15 Μάη 1975, η Εργατική Επιτροπή της Ρεπούμπλικα αποπειράθηκε ν’ αναλάβει την εφημερίδα. Σ’ όλα τα χρόνια της λογοκρισίας, η Ρεπούμπλικα είχε παραμείνει η μοναδική ανεξάρτητη φωνή. Υπό το διευθυντή της, Ραούλ Ρέγκο, είχε δημοσιεύσει πολλές ανακοινώσεις του CDE και κριτικές για το καθεστώς. Οι δημοσιογράφοι της ήταν σταθερά με το Σ.Κ. και τα κύρια άρθρα της το στήριζαν κατηγορηματικά. Μετά την 25η Απρίλη η εφημερίδα είχε μετατραπεί σε φερέφωνο του Σ.Κ. Σε μια ανακοίνωσή της, η Εργατική Επιτροπή δήλωνε: «Η πλειοψηφία των εργαζόμενων της Ρεπούμπλικα τη θέλουν μια μη κομματική εφημερίδα κι όχι ένα φύλλο στην υπηρεσία μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας». Στις 5 Μάη 1975, σε μια γενική συνέλευση, οι εργαζόμενοι εξέλεξαν μια 14μελή επιτροπή. Απαίτησαν επίσης την απομάκρυνση του διευθυντή και του εκδότη. Τύπωσαν τη δική τους έκδοση της εφημερίδας και τοποθέτησαν περιφρούρηση στην κύρια είσοδο. Μια ξεχωριστή συνέλευση του εκδοτικού και δημοσιογραφικού προσωπικού αρνήθηκε ν’ αποδεχτεί τη νομιμότητα της Εργατικής Επιτροπής και των αποφάσεών της. Τo PCP θεωρήθηκε υπεύθυνο για την κατάληψη παρά το γεγονός ότι στην Επιτροπή εκπροσωπούνταν όλα τα είδη των τάσεων.
Στις 19 Μάη, ο Μάριο Σοάρες και άλλοι μοίρασαν φυλλάδια στους δρόμους της Λισαβόνας. Έγραφαν: «Δεν μπορείτε να αγνοείτε τη θέληση του λαού. Η Ρεπούμπλικα δεν ανήκει στον Κουνιάλ». Στις 7 μ.μ. το συντακτικό προσωπικό μπήκε στο κτήριο της εφημερίδας. Ένας απ’ αυτούς, ο Ζοάο Γκόμες, μίλησε στο πλήθος που βρίσκονταν απ’ έξω. Σύντομα κατέφτασαν κι οι εκπρόσωποι της COPCON που μπήκαν επίσης στο κτήριο. Φαίνεται ότι ακολούθησε μια κάποια σύγχυση. Μια πέτρα έσπασε ένα απ’ τα παράθυρα, υπό τη συνοδεία συνθημάτων όπως «Θάνατος στη CIA και την KGB» (σύνθημα με σαφώς μαοϊκή προέλευση). Το πλήθος τραγουδούσε τον εθνικό ύμνο. Κατέφτασαν κι άλλοι στρατιώτες. Το πλήθος ρωτούσε, «MFA,  σε τίνος την πλευρά είσαι;». Το MRPP επαναλάμβανε τα δικά του συνθήματα, «Έξω οι σοσιαλφασίστες». Τα μέλη του Σ.Κ. πρόσθεταν «Σοσιαλισμός, ναι – Δικτατορία, όχι». Όταν προσπάθησε κι ο Σοάρες να μπει στο κτήριο, οι εργαζόμενοι του το αρνήθηκαν. Κάποιος έβγαλε λόγο: «Εδώ δεν είναι τα γραφεία του Σ.Κ. Εσύ κι ο συνεταίρος σου, ο Κουνιάλ, θά ’πρεπε να προσέχετε το λαό και τη δύναμη της εργατικής τάξης και να μην παίζετε παιχνιδάκια μαζί μας. Γιατί δε γυρνάτε κι οι δυο σας από κει πού ’ρθατε;». Το αδιέξοδο συνεχίζονταν.    
Γύρω στα μεσάνυχτα, επιτράπηκε η είσοδος στην τηλεόραση και τους υπόλοιπους εκπρόσωπους των υπόλοιπων εφημερίδων. Ξεκίνησε ένας ιδιότυπος διάλογος απ’ τα παράθυρα. Ο Ζοάο Γκόμες απ’ το συντακτικό προσωπικό, ισχυρίστηκε ότι υπεύθυνοι για την απόφαση αυτή ήταν οι τυπογράφοι (κατά κύριο λόγο μέλη του PCP). Ένα μέλος της Επιτροπής τον διόρθωσε, αναφέροντας πως η απόφαση είχε παρθεί απ’ όλους τους εργαζόμενους. Τόνισε ότι στη διάρκεια των προηγούμενων μηνών απολύθηκαν 14 μέλη του συντακτικού προσωπικού κι αντικαταστάθηκαν από μέλη του Σ.Κ. Ο αυθόρμητος διάλογος, τις πρώτες πρωινές ώρες, σ’ ένα υπόβαθρο αποδοκιμασιών, συνθηματολογίας και επευφημιών απ’ το μεγάλο πλήθος στο δρόμο, υπήρξε από πολλές απόψεις χαρακτηριστικός της άμεσης δημοκρατίας της περιόδου. Εκ μέρους του MFA, o Υπουργός Κοινωνικών Επικοινωνιών  (Ταγματάρχης Κορρέια Ζεσίνο) δήλωσε ότι οι αναγνώστες θα έπρεπε ν’ αποφασίσουν τι είδος εφημερίδας επιθυμούσαν. Όμως στις 2 τα μεσάνυχτα ήταν λίγο δύσκολο να βρεθούν οι αναγνώστες. Ένα μέλος της Επιτροπής ανέφερε ότι το είδος της εφημερίδας που ήθελαν να βγάλουν εξαρτώνταν απ’ το σύνολο των εμπλεκομένων εργαζόμενων. Κι αυτό δεν ήταν ζήτημα που θ’ αποφασίζονταν από μια μειοψηφία (του συντακτικού δηλαδή προσωπικού ή όσων ανήκαν σε κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα).
Γύρω στις 4 το πρωί, έβγαλε λόγο ένα ακόμα μέλος της Επιτροπής που ίσως συνόψιζε με τον καλύτερο τρόπο το όλο πρόβλημα. «Σαν εργαζόμενος, δεν μπορώ και δε θέλω να παραβλέψω τις υπάρχουσες διαφορές μέσα στον αγώνα της εργατικής τάξης ενάντια στην τάξη των εκμεταλλευτών. Γνωρίζουμε όλοι μας πως οι εργαζόμενοι στο τεχνικό τμήμα δε συμμετείχαν στη διαμάχη μεταξύ του Σ.Κ. και του PCP. Αυτή δεν έχει καμιά σχέση με μας. Σκοπός μας είναι να μετατρέψουμε αυτή την εφημερίδα σε κάτι καινούριο: ένα αντικειμενικό κι ανεξάρτητο φύλλο, χωρίς συμμαχίες με κάποιο απ’ τα πολιτικά κόμματα. Αυτό είναι που προκαλεί την αντίδραση. Απ’ αυτούς που θέλουν να συνεχίσει η Ρεπούμπλικα ως κομματική εφημερίδα θα έπρεπε να ζητηθεί ν’ αποχωρήσουν. Δε θα έπρεπε να είναι οι εργαζόμενοι… αυτοί που οφείλουν να φύγουν. Στο κάτω κάτω της γραφής, ο κόσμος ήταν που για δώδεκα χρόνια αγόραζε την εφημερίδα και πλήρωνε γι’ αυτήν, κι όχι το Σ.Κ.».
Παρόλο που έβρεχε καταρρακτωδώς, η νύχτα ήταν ζεστή. Ο διάλογος συνεχίστηκε ως τις 6 το πρωί, όταν εργαζόμενοι και συντακτικό προσωπικό συμφώνησαν να εκκενώσουν το κτήριο και να περιμένουν την απόφαση του Επαναστατικού Συμβουλίου.
Στις 24 Μάη, η Εργατική Επιτροπή της Ρεπούμπλικα εξέδωσε μια δήλωση των σκοπών της: «Ο συγκεκριμένος αγώνας αποτελεί το αποκορύφωμα μιας ολόκληρης σειράς δυσαρεσκειών που ήρθαν στην επιφάνεια απ’ την 25η Απρίλη και μετά. Εκτείνονται απ’ την εσωτερική λογοκρισία ως την απόρριψη των αιτημάτων μας και περιλαμβάνουν τις απολύσεις, την πτώση της κυκλοφορίας, τη μείωση των συνδρομητών, τις διαμαρτυρίες των αναγνωστών, τη μη δημοσίευση ορισμένων επιστολών, την επίδειξη αυθαιρεσίας στη δημοσίευση κάποιων άρθρων, την επιλογή των γραφόντων και πάνω απ’ όλα, την κατάληψη της εφημερίδας από μια κομματική πολιτική παράταξη. Η Ρεπούμπλικα από δω και πέρα δε θ’ ανήκει σε κανένα κόμμα, υπό την έννοια της στείρας αναπαραγωγής των απόψεων του κόμματος αυτού. Όλα τα προοδευτικά κόμματα θα τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης που θα εξαρτάται μονάχα απ’ τη σοβαρότητα των συμβάντων». (1)
Για μεγάλο διάστημα υπήρχε πλήρες αδιέξοδο. Το ζήτημα συζητούνταν πλατιά σ’ ολόκληρη τη χώρα. Έπειτα, στις 16 Ιούνη, η COPCON άνοιξε τις πόρτες στους εργαζόμενους που ασχολούνταν στο τεχνικό τμήμα της εφημερίδας. Στις 11 Ιούνη, οι εργαζόμενοι αυτοί εξέδωσαν τη δική τους ερμηνεία πάνω στο τι διακυβεύονταν. Το συγκεκριμένο κείμενο είναι ενδιαφέρον και σημαντικό, παρά τις αυταπάτες που αφορούν τα συνδικάτα και τα κόμματα, επειδή θέτει υπό αμφισβήτηση τη συνολική δομή της ταξικής εξουσίας στην Πορτογαλία, όπως επίσης και την αποδοχή των πολιτικών κομμάτων:    
«ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΦΤΩΧΟΥΣ, ΤΟΥΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΟΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΤΗΣ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑΣ. Οι εργαζόμενοι της Ρεπούμπλικα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της συλλογικής δύναμης της εργατικής τάξης της Πορτογαλίας. Στην παρούσα κρίση που αφορά την ενημέρωση, αντιδρούμε ενάντια στις ρεφορμιστικές τάσεις. Δεν υπακούμε σε καμιά σέχτα, δεν υπαγόμαστε σε κανένα κόμμα, δεν ανήκουμε σε καμιά αδελφότητα. Προσφέρουμε την αλληλεγγύη μας σ’ όλους τους εκμεταλλευόμενους της Πορτογαλίας και θέλουμε την ενημέρωση συλλογική λειτουργία (…) Ως εργαζόμενοι θέλουμε μια εφημερίδα που βοηθάει τους Πορτογάλους που αγωνίζονται, με πλήρη συνείδηση των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειάς τους ενάντια στους δημαγωγούς και οπορτουνιστές που περιορίζουν την ελευθερία (…) Εμείς, οι εργαζόμενοι της Ρεπούμπλικα, έχουμε πλήρη επίγνωση του ότι ζούμε σε μια κοινωνία στην οποία οι μάζες στερούνται τη γνώση και τη μόρφωση. Πιστεύουμε ότι η πολιτική ενημέρωση θα έπρεπε να δίνει στο λαό τη δύναμη της γνώσης (…) Ήρθε η ώρα να επανεξετάσουμε την πολιτική μας που σχετίζεται με την ενημέρωση. Θέλουμε να βρίσκεται η ενημέρωση στα χέρια των εργαζόμενων, χωρίς σαχλαμάρες και κομματικές εξαρτήσεις. Όπως ήταν αναμενόμενο, ένα κομμάτι της μπουρζουαζίας που πριν συμβάδιζε με τους εκμεταλλευόμενους και τους φτωχούς –είτε με τα τραγούδια της (μιας και διαθέτει και καλλιτεχνική αίσθηση) είτε με σκοπό να κατοχυρώσει μια μελλοντική πελατεία- εγκατέλειψε προοδευτικά τη συγκεκριμένη στάση. Σήμερα, μετά την 28η Σεπτέμβρη και την 11η Μάρτη, υιοθετεί δεσποτικές και δογματικές θέσεις. Από αντιφασίστες πριν την 25η Απρίλη, μετατράπηκαν σε εξουσιαστές μετά την 11η Μάρτη. Προσπαθούν να κυριαρχήσουν στην ενημέρωση, επιβάλλοντας στο λαό τη δική τους ιδεολογική φόρμα. Η ενημέρωση θα έπρεπε να μετατρέπει τις εκμεταλλευόμενες τάξεις σε νικήτριες. Η Ρεπούμπλικα θα έπρεπε να στηρίζει αυτή τη διαδικασία. Η ενημέρωση, επιπλέον, δε θα έπρεπε να διέπεται από αυθορμητίστικες και φανφαρόνικες αντιλήψεις για την επανάσταση. Δε φτάνει απλά να εμφανίζονται οι Εργατικές Επιτροπές και ακολούθως να εξαφανίζονται μετά τη λήξη ενός αγώνα. Πρέπει ν’ αποτελούν σταθερούς οργανισμούς, συνδεμένους με τη βάση. Πρέπει να καθορίζουν τις ενέργειες των σωματείων και των κομμάτων. Διακηρύσσουμε σ’ όλους τους εργαζόμενους ότι αγωνιζόμαστε για να εξασφαλίσουμε τον έλεγχο της εργατικής τάξης πάνω στην ενημέρωση. Απλώνουμε την αλληλεγγύη μας στους φτωχούς της Πορτογαλίας, σ’ όλους όσους δουλεύουν στα εργοστάσια, στα χωράφια, στις ανοιχτές θάλασσες, στους τομείς των υπηρεσιών και τις μεταφορές. Αγωνιζόμαστε για μια επανάσταση που θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ίδιων των εργαζόμενων κι όχι μιας χούφτας ανθρώπων με φιλοδοξίες για την εξουσία, οι οποίοι είναι πάντα έτοιμοι να προδώσουν τους πραγματικούς στρατιώτες της επανάστασης».           
Οι εργαζόμενοι της Ρεπούμπλικα στηρίχτηκαν απ’ τις Εργατικές Επιτροπές διαφόρων εφημερίδων, ανάμεσα στις οποίες ήταν η Ντιάριο ντο Νοτίσιας κι η Ο Σέκουλο. Η Α Καπιτάλ πρόσφερε επίσης τη στήριξή της με τον παρακάτω τρόπο:
«Η ενημέρωση δεν μπορεί ν’ αφεθεί αποκλειστικά στα χέρια των δημοσιογράφων. Όλοι οι εργαζόμενοι του κλάδου πρέπει να συμμετέχουν και πρέπει να διαμαρτυρόμαστε εναντίον κάθε ελιτίστικου ελιγμού (…) Τώρα, που όλοι επιθυμούν ένα έντιμο διάλογο, δεν μπορούμε ν’ ανεχτούμε τους προνομιούχοι γραφιάδες που δημιουργούν διαχωριστικές γραμμές αποκόπτοντας τους χειρώνακτες εργαζόμενους. Τα όργανα επικοινωνίας (όπως η Α Καπιτάλ) που ισχυρίζονται πως είναι ανεξάρτητα απ’ τα κόμματα και που προσπαθούν να οικοδομήσουν το σοσιαλισμό, πρέπει να είναι στην υπηρεσία της εργατικής τάξης. Δεν πρέπει με τίποτα να ευνοούν τις κομματικές έριδες που μεταφέρουν στον αναγνώστη αρνητικές εντυπώσεις, σχετιζόμενες με την ύπαρξη μιας δικτατορίας της ενημέρωσης».
Το ζήτημα της «δικτατορίας της ενημέρωσης» συζητήθηκε πλατιά σ’ όλες τις εφημερίδες. Στις καπιταλιστικές χώρες είναι φανερό ότι υφίσταται ταξικός έλεγχος στις πληροφορίες. Υπήρχε όμως πιθανότητα να συστήσουν δικτατορία, αστική ή προλεταριακή, οι 150 εργαζόμενοι; Αυτό που διέκρινε τους εργαζόμενους της Ρεπούμπλικα ήταν η άρνησή τους να σχετιστούν με κάποιο πολιτικό κόμμα ή οργάνωση, εμπιστευόμενοι τα δικά τους ταξικά ένστικτα και συμφέροντα. Να πως το είδαν οι ίδιοι:
«Ας το θέσουμε καθαρά. Τα όργανα λήψης αποφάσεων μπορεί να βρίσκονται στο πλευρό των δυναμικών στοιχείων της επαναστατικής διαδικασίας: τις Εργατικές Επιτροπές, τις Επιτροπές Γειτονιάς, τα όργανα λαϊκής εξουσίας. Ειδάλλως, συνδεόμενα με τα πολιτικά κόμματα, υποτάσσονται σ’ αυτά, που στις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπερασπίζονται στο ελάχιστο τα συμφέροντα των εργαζόμενων. Το ζήτημα είναι το ποιος θα πάρει την πολιτική εξουσία σ’ αυτή τη χώρα. Ενδιαφέρεται το MFA να οικοδομήσει μια σοσιαλιστική κοινωνία; Η μήπως μια αστική δημοκρατία; Είμαστε απλά 150 εργαζόμενοι αλλά κατά μία έννοια εκπροσωπούμε την τάξη μας κι εκατομμύρια από μας. Αυτό που διακυβεύεται είναι η πολιτική εξουσία κι η επίγνωση του ποιος την κατέχει. Θα καταλήξει στα χέρια της μπουρζουαζίας κι αυτών που υπερασπίζονται τα συμφέροντά της; Ή θα πάει στα χέρια των εργαζόμενων κι αυτών που παλεύουν για τα δικά τους δίκαια;».  
Η περίπτωση του Ράντιο Ρενασένσα (R.R.) ήταν κάπως διαφορετική, αν και έθεσε πολλά παρόμοια ζητήματα. Ο ραδιοσταθμός ανήκε στην Καθολική Εκκλησία. Σταδιακά, μέσα στο Μάη, τον ανέλαβαν όσοι εργάζονταν σ’ αυτόν, όντας δυσαρεστημένοι με τη γραμμή που τους επιβάλονταν. Η ανακοίνωσή τους, στις 6 Ιούνη, δίνει μια ιδέα των όσων κρίνονταν:
«Το πλήρες ιστορικό των αγώνων μας στο R.R. θα μπορούσε να συγκεντρώσει επιχειρηματολογίες και ντοκουμέντα, πράγμα που μια απλή ανακοίνωση δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα πετύχει. Όταν γραφτεί η ιστορία μας, πολλές θέσεις θα καταστούν σαφέστερες, όπως και οι τρόποι με τους οποίους συνδέονται με τη γενική πολιτική στη χώρα μας. Ο Πορτογαλικός λαός θα είναι τότε σε θέση να κρίνει την αντεπαναστατική πολιτική των αφεντικών, τις αισχρότητες κάθε είδους που διαπράχτηκαν στ’ όνομα της Εκκλησίας και τις πάμπολλες προδοσίες που έγιναν απ’ τους λακέδες των καπιταλιστών ανάμεσά μας. Στο τελευταίο της παραλήρημα, η Διευθύνουσα Επιτροπή (δηλ. η Εκκλησία) διαστρέβλωσε τελείως τον αγώνα μας κι επιτέθηκε στο MFA. Απ’ τις 127 σειρές, οι 73 ήταν αφιερωμένες σε καταγγελίες εναντίον της κυβέρνησης (…) Όταν κάνουν λόγο για βίαιη κατάληψη του ραδιοσταθμού, ξεχνούν ν’ αναφέρουν ότι το μόνο βίαιο επεισόδιο ήταν όταν ο Μάξιμο Μαρκές (μέλος της Διευθύνουσας Επιτροπής) επιτέθηκε σ’ έναν σύντροφό μας, ο οποίος δεν απάντησε στην προβοκάτσια (…) Η διεύθυνση ισχυρίζεται ότι είμαστε μια μειοψηφία των 20 ενώ το ορθότερο θα ήταν 30. Το Ράντιο Ρενασένσα είναι μια ιδιωτική εταιρεία που κατέχει ένα ραδιοσταθμό, ένα τυπογραφείο, ένα δισκοπωλείο, δύο κινηματογράφους, κτήρια και συγκροτήματα γραφείων, κτλ. Στο σταθμό είμαστε περίπου 60 εργαζόμενοι. Η διεύθυνση δηλώνει ότι προσπαθούμε να φιμώσουμε τη φωνή της Εκκλησίας, εμποδίζοντάς την να προσεγγίσει μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού. Αν μ’ αυτό εννοούν ότι προσπαθούμε να φιμώσουμε τις φασιστικές φωνές, τότε έχουν δίκιο. Λέξεις όπως αλήθεια, δικαιοσύνη κι ελευθερία, χάνουν κάθε νόημα όταν προέρχονται απ’ τη διεύθυνση του Ράντιο Ρενασένσα. Θυμόμαστε τις εποχές που οι παπάδες διοικούσαν το σταθμό λογοκρίνοντας εγκυκλίους, κείμενα του Βατικανού, ακόμα δε και τη Βίβλο!! Προτείνουμε στη διεύθυνση να επιδείξει το ενδιαφέρον της για την ελευθερία, υποστηρίζοντας την παρούσα απελευθέρωση του Ράντιο Ρενασένσα, που βρίσκεται τώρα στην υπηρεσία των εργαζόμενων κι ελέγχεται απ’ αυτούς. Οι εργαζόμενοι του Ράντιο Ρενασένσα, 6 Ιούνη 1975».    
Ο αγώνας στο Ράντιο Ρενασένσα υποστηρίχτηκε πλατιά. Οι επιλογές ήταν ξεκάθαρες: ή με την πλευρά της Εργατικής Επιτροπής ή με την Εκκλησία. Ο Βάσκο Γκονσάλβες με άλλα μέλη του Επαναστατικού Συμβουλίου αποφάσισαν να παραδώσουν το σταθμό πίσω στην Εκκλησία. Στην απόφαση αυτή αντιστάθηκαν σφοδρά περίπου 100.000 εργαζόμενοι. Στις 18 Ιούνη, καλέστηκε μια διαδήλωση που βρήκε τους εργαζόμενους της Λισνάβ και της ΤΑΡ να παρατάσσονται έξω απ’ την είσοδο, προειδοποιώντας ότι το Ράντιο Ρενασένσα θα επιστρέφονταν στην Εκκλησία «μόνο πάνω απ’ τα πτώματά τους». 400 Καθολικοί αντιδιαδηλωτές αναζήτησαν καταφύγιο στο κτήριο της τοπικής Επισκοπής. Η αποφασιστικότητα των εργαζόμενων έκανε το Επαναστατικό Συμβούλιο να ανακρούσει άμεσα πρύμνα. Η διέξοδος που βρήκε; Αποφάσισε την εθνικοποίηση όλων των εφημερίδων, των ραδιοσταθμών και των τηλεοπτικών δικτύων.
Οι υποθέσεις της Ρεπούμπλικα και του Ράντιο Ρενασένσα περιγράφηκαν τόσο λεπτομερώς ώστε προκάλεσαν μια ολόκληρη μυθολογία. Το ζήτημα που τέθηκε ήταν αυτό του ελέγχου. Δεν επρόκειτο για διαφωνία ανάμεσα στο PCP απ’ τη μια και το Σ.Κ. ή την Εκκλησία απ’ την άλλη. Και στις δυο περιπτώσεις είναι σίγουρο ότι υπήρχαν συμπαθούντες του PCP ανάμεσα στους εργαζόμενους που κατέλαβαν τις εγκαταστάσεις. Υπήρχαν όμως παράλληλα και συμπαθούντες του Σ.Κ, του PRP, του UDP και πάει λέγοντας. Η πλειοψηφία των εργαζόμενων που συμμετείχε και στις δύο καταλήψεις δεν αποτελούνταν σε καμιά περίπτωση από κομματικά μέλη. Η διαφορά στην ουσία υπήρχε ανάμεσα σ’ αυτούς που υποστήριζαν την άμεση δημοκρατία και τον εργατικό έλεγχο στα μέσα παραγωγής και σ’ όσους επιθυμούσαν ένα φιλελεύθερο-καπιταλιστικό τύπο κοινοβουλευτικού σοσιαλισμού.
Η κρίση των αρχών του Ιούλη του 1975 (με τους εργαζόμενους της CTT, της ΤΑΡ και της TLP να βρίσκονται σε απεργία) προκάλεσε μια μεγάλη κινητοποίηση στις 4 Ιούλη προς υποστήριξη των αγώνων σε Ρεπούμπλικα και R.R. Οι απεργοί είχαν συνάψει δεσμούς μεταξύ τους. Ενίσχυσαν επίσης τους εργαζόμενους του R.R. και της Ρεπούμπλικα – οι οποίοι με τη σειρά τους ανταπέδωσαν τη στήριξη. Εκδόθηκαν δυο ξεχωριστά καλέσματα, ένα απ’ την πλευρά της Ίντερ-Εμπρέσας κι ένα απ’ τους απεργούς. Όπως το έθεσαν οι εργαζόμενοι της Σιντερουρτζία σε μια τους ανακοίνωση, οι διαδηλωτές έπρεπε «να δείξουν στην μπουρζουαζία τη δύναμη των εργατών». Συμμετείχαν εργαζόμενοι απ’ την Τάιμεξ, τη Σαπέκ, την Πετροκίμικα και τη Γκερίν. Ήρθε κόσμος ακόμα κι απ’ τη Σόντα Πόβοα που λειτουργούσε στη Βίλα Φράνκα, 40 χλμ. απ’ τη Λισαβόνα. Οι εργαζόμενοι της Λισνάβ και της Σετνάβ παρείχαν μαζική στήριξη. Το κύριο σύνθημα της μεγαλύτερης «μη-κομματικής» διαδήλωσης  απ’ τις 7 Φλεβάρη, ήταν το «Θάνατος στον καπιταλισμό». 40.000 κατέκλυσαν τους δρόμους κι οι πρώτοι διαδηλωτές που έκαναν πορεία στο Τσιάντο (το εμπορικό κέντρο της μπουρζουαζίας) ήταν γεγονός. Δύο ήταν οι βασικοί παράγοντες που προκάλεσαν τη μαζική συμμετοχή: ο αγώνας πάνω στην ενημέρωση της Ρεπούμπλικα και του R.R. και η είδηση της απόδρασης 90 πρακτόρων της PIDE απ’ τις φυλακές ασφαλείας του Αλκοέντρε. To R.R. έκανε εκκλήσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας: «Μόνο η ενότητα της εργατικής τάξης μπορεί να βοηθήσει τους εργάτες να πάρουν την εξουσία. Οι αγώνας στο R.R. μας έμαθε ότι οι εργαζόμενοι μπορούν να νικήσουν όταν βασίζονται στις δικές τους δυνάμεις και στη ικανότητα που διαθέτουν για επίδειξη ταξικής αλληλεγγύης. Η αλληλεγγύη αυτή γεννιέται πάνω στον αγώνα…».
Το Σ.Κ. αντέδρασε δυναμικά απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση. Αυτό που κρίνονταν δεν αφορούσε μονάχα τη μοίρα της Ρεπούμπλικα αλλά και της ίδιας της αστικής δημοκρατίας. Στις 7 Ιούλη, ο Μάριο Σοάρες εκφράστηκε ανοιχτά: «Είμαστε έτοιμοι να καλέσουμε διαδηλώσεις παραλύοντας ολόκληρη τη χώρα με σκοπό να επεκτείνουμε την επανάσταση της ελευθερίας. Δεν επιθυμούμε καινούριες μορφές διχόνοιας. Δεν υπάρχει όμως μάχη τόσο σημαντική αυτή τη στιγμή, όσο η μάχη για ένα ελεύθερο τύπο». Πρόσθεσε ότι οι στάσεις που θα υιοθετούνταν γύρω απ’ τη Ρεπούμπλικα αποτελούσαν «βαρόμετρο». Το όλο ζήτημα παρουσιάζονταν ως υπεράσπιση της «δημοκρατίας» έναντι του σταλινισμού. Ένα τεράστιο γκράφιτι του Σ.Κ. έγραφε: «Όχι στο Σταλινισμό. Ναι στη Λαϊκή Δημοκρατία». Η κριτική όμως του Σ.Κ. γίνονταν απ’ τα δεξιά. Στις 2 Ιούλη απαίτησε τη στήριξη των ιδιοκτητών των εργοστασίων. Στις 5 του μήνα, απηύθυνε κάλεσμα υπέρ του «δικαιώματος της ιδιωτικής περιουσίας».   
Η κατάσταση ήταν εξαιρετικά περίπλοκη. Αν και οι δίοδοι της ενημέρωσης ελέγχονταν απ’ τις επιτροπές των εργαζόμενων, υπήρχε ακόμα μεγάλο ζήτημα κομματικής επιρροής. Οι Εργατικές Επιτροπές των δύο πρωινών εφημερίδων (Ντιάριο ντε Νοτίσιας και Ο Σέκουλο) τάσσονταν αναφανδόν υπέρ του PCP. To PCP υποστήριξε τους εργαζόμενους της Ρεπούμπλικα ενώ είχε καταδικάσει τη μαχητικότητα των εργαζόμενων της Ζορνάλ ντε Κομέρσιο, μόλις το Σεπτέμβρη του 1974. Οι απογευματινές εφημερίδες στάθηκαν πιο ανοιχτές και λιγότερο συκοφαντικές. Έκλιναν λιγότερο προς πρωτοσέλιδα και άρθρα υπέρ του «σοσιαλιστικού πραγματισμού», όμως εξαρτώμενες καθώς ήταν απ’ την κρατική χρηματοδότηση, δεν επέδειξαν και το ανάλογο επίπεδο κριτικής που ενδεχομένως θα μπορούσαν. Η Α Καπιτάλ δημοσίευσε εξ’ αρχής διαφορετικές απόψεις απ’ την αριστερά και συνέχισε ανάλογα. Πολλές πλευρές του αγώνα όμως δεν αναφέρονταν ποτέ. Όπως το έθεσε και το κύριο άρθρο της Κομπάτ (με τίτλο «Η κατάσταση της ενημέρωσης κι η ενημέρωση για την κατάσταση»): «Αυτός που εξουσιάζει την ενημέρωση, υποτάσσει και καθιστά εξαρτώμενο τ’ οτιδήποτε έχει σχέση με την καθημερινότητα και το τοπικό γίγνεσθαι. Η ενημέρωση παράγει κοινοτυπία, ομοφωνία και διαμεσολάβηση, πράγματα έχουν την τάση να καθιστούν ομοιόμορφες όλες τις ατομικές αντιδράσεις μας, παρέχοντας “εναλλακτικές” που ποτέ δεν αμφισβητούν την υπάρχουσα τάξη…».  
Θα δούμε ότι η απόφαση για την εθνικοποίηση του τύπου πάρθηκε απ’ την κυβέρνηση σε  στιγμές δραματικής κρίσης. Η απόφαση, κατά κάποιο τρόπο, επιβλήθηκε στην κυβέρνηση απ’ τους εργαζόμενους. Ικανοποίησε όμως όλους αυτούς που ενδιαφέρονταν να παραμείνει η ενημέρωση σε χέρια «υπεύθυνων ανθρώπων». Οι μόνοι χαμένοι ήταν αυτοί που επιθυμούσαν τον έλεγχο της ενημέρωσης απ’ τη βάση. Ως εκ τούτου, η κυβερνητική απόφαση χαιρετίστηκε μεγαλοφώνως απ’ την πλειοψηφία των αριστερών κομμάτων, απ’ το PCP μέχρι και τις ομάδες των Χριστιανών μαρξιστών. Μέσω κάποιου τιμήματος, βοήθησε ακόμα και το Σ.Κ. να βγει απ’ τη δύσκολη θέση. Ένας ακόμα δίκαιος αγώνας της εργατικής τάξης κατέληξε για άλλη μια φορά να συμβάλει στην περαιτέρω εδραίωση του κρατικού καπιταλισμού.
Η COPCON και το MRPP.
Η επομένη των εκλογών της 25ης Απρίλη 1975, βρήκε το MFA και την κυβέρνηση αντιμέτωπους με πολλά προβλήματα. Η αμφισβήτηση της εξουσίας τους εντείνονταν σταθερά. Δεν ήταν μόνο οι ομάδες βάσης που αναλάμβαναν τις διόδους της ενημέρωσης αλλά κι οι «ανατρεπτικές» προτάσεις που προέρχονταν μέσα απ’ τις ίδιες τους τις δομές και τους θεσμούς. Αν κάποιος πρέπει ν’ ασχοληθεί μ’ ένα εκ των πλέον παράδοξων επεισοδίων της Πορτογαλικής επανάστασης, πρέπει να το κάνει μέσα στα πλαίσια του προαναφερθέντος υπόβαθρου: τη σύλληψη μερικών εκατοντάδων μελών του MRPP απ’ τις δυνάμεις της COPCON.  
Η COPCON αποτελούσε προσωπικό δημιούργημα του Οτέλο Σαράιβα ντε Καρβάλιο, όπως ο ίδιος ποτέ δεν κουράστηκε να υπενθυμίζει στον κόσμο. Συστήθηκε ως τμήμα «ένοπλης επέμβασης» του MFA, σε μια απόπειρα ανάκτησης ενός μέρους της εξουσίας που αρχικά είχε παραχωρηθεί στο Σπίνολα, μετά την 25η Απρίλη. Τα γεγονότα της 28ης Σεπτέμβρη ήταν, υπό μία έννοια, το αποτέλεσμα της μάχης για την εξουσία μεταξύ του συγκεκριμένου τμήματος του MFA και των Σπινολικών.
Ο ρόλος της COPCON αναβαθμίζονταν καθώς βάθαινε η πολιτική κρίση, στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1975. Δεδομένης της «αδρανοποίησης» της GNR, (2) η COPCON κατέστη το βασικό επιχειρησιακό αστυνομικό όργανο στη χώρα. Είναι όμως σημαντικό να τονιστεί και πάλι, ότι η COPCON, όπως άλλωστε και το MFA, αποτελούσαν μειοψηφικές τάσεις μέσα στο σύνολο των Ενόπλων Δυνάμεων. Έτσι λοιπόν, περπατούσαν σε τεντωμένο σχοινί. Αυτό επρόκειτο ν’ αποδειχτεί ιδιαίτερα αληθινό για την COPCON. Το σώμα αυτό χρειάζονταν μαζική υποστήριξη αν ήθελε να συνεχίσει να υφίσταται. Αν και σε τελική ανάλυση, η COPCON αποτελούσε τμήμα των Ενόπλων Δυνάμεων κι αυτές με τη σειρά τους το στυλοβάτη της καπιταλιστικής κοινωνίας, οι εργαζόμενοι ένοιωθαν πως ήταν σε θέση ν’ ασκούν σημαντική επιρροή στις χαμηλές βαθμίδες αμφότερων των σωμάτων. Η COPCON ήταν αναγκασμένη να υποστηρίζει πολλές καταλήψεις γης και σπιτιών.
Η COPCON ήταν αρκετά δημοφιλής σε μεγάλο κομμάτι της εργατικής τάξης παρά το γεγονός ότι είχε συμβάλει στην καταστολή ορισμένων αγώνων (για παράδειγμα, στην απεργία της ΤΑΡ, στο ζήτημα της Ζορνάλ ντο Κομέρσιο τον Αύγουστο του 1974, καθώς και στην απεργία των δημοτικών υπαλλήλων του Σανταρέμ, τον Οχτώβρη της ίδιας χρονιάς. Οι τελευταίοι, ως δημόσιοι υπάλληλοι, δεν είχαν το «δικαίωμα» ν’ απεργούν νόμιμα). Παρόλ’ αυτά, η COPCON προσπάθησε να καλλιεργήσει μια φιλο-λαϊκή εικόνα. Οι εργαζόμενοι κατέφευγαν συχνά σ’ αυτήν με τους πλέον απροσδόκητους τρόπους. Το Δεκέμβρη του 1974, για παράδειγμα, μια απ’ τις γειτόνισσές μου – επρόκειτο για γυναίκα που όταν φιλονικούσε χρησιμοποιούσε τη γλώσσα της αποτελεσματικότερα από μαστίγιο- πήγε το πρωί στην ψαραγορά. Στις εφημερίδες είχε προηγουμένως δημοσιευτεί η λίστα με τα είδη που είχαν μπει σε διατίμηση αλλά ο έμπορος δε φάνηκε να την πήρε και πολύ στα σοβαρά. Έτσι, η γυναίκα τηλεφώνησε στην COPCON. Εντός 90 λεπτών έκαναν βέβαια την εμφάνισή τους δυο στρατιώτες μ’ ένα λοχία που επέβαιναν σ’ ένα τζιπ. Ανάγκασαν έτσι τον έμπορο να συμμορφωθεί με τις δημοσιευμένες τιμές αγοράς.    
Ως τους πρώτους μήνες του 1975, η COPCON είχε φτάσει να καλείται σχεδόν για τα πάντα – με τους συζυγικούς καυγάδες να είναι η πιο συνηθισμένη αιτία. Στις 3 το πρωί, όλο και κάποια ξυλοφορτωμένη σύζυγος θα καλούσε για βοήθεια, με την COPCON να σπεύδει πρόθυμα στο προσκήνιο. Υπήρξε περίπτωση, στην Αζούντα, που η COPCON κλήθηκε να περιμαζέψει ένα αδέσποτο γατί.
Στη διάρκεια του καλοκαιριού, η COPCON άρχισε να χάνει μέρος της καλής φήμης που είχε αποκτήσει νωρίτερα. Αυτή ήταν η «Γκονσαλβική» περίοδος του MFA που δεν άρεσε ιδιαίτερα στον κόσμο. Στο Νταφούντο για παράδειγμα, μια οικογένεια είχε καταλάβει ένα σπίτι έξι δωματίων. Δεν το είχε όμως κάνει μέσω της Επιτροπής Γειτονιάς κι η τελευταία της είπε ν’ αποχωρήσει. Η οικογένεια δεν το κουνούσε. Έτσι λοιπόν κατέφτασε η COPCON στη μία τα ξημερώματα, έσπασε την πόρτα και τους διέταξε όλους να βγουν έξω. Ενώ οι περισσότεροι εργαζόμενοι της περιοχής είχαν αποδοκιμάσει την αρχική κατάληψη, άρχισαν τώρα να υποστηρίζουν την οικογένεια εναντίον της COPCON. Υπήρξαν πολλές παρόμοιες περιπτώσεις. Οι εργαζόμενοι άρχισαν ν’ αναρωτιούνται αν υπήρχε κάποια αλήθεια στους ισχυρισμούς του MRPP ότι η COPCON ενεργούσε σαν μια καινούρια PIDE.  
Το MRPP, ασφαλώς, επιτίθονταν στην COPCON συστηματικά – κυρίως, θα μπορούσε να υποπτευτεί κάποιος, επειδή δεν μπορούσε να τη χειραγωγήσει. Στην πορεία, έκανε ορισμένες σωστές παρατηρήσεις, όπως επίσης και κάποιες τελείως άστοχες. Κατηγόρησε την COPCON, όπως και το MFA, ότι ελέγχονταν απ’ το PCP. Το MRPP άρχισε τότε να συλλαμβάνει στρατιώτες και πολίτες, κατηγορώντας τους ως φασίστες. Τους κρατούσαν για λίγο, τους ξυλοφόρτωναν κι ύστερα τους παρέδιδαν στο RAL-1 – προκαλώντας τους «αριστερούς» του MFA να πάρουν θέση επί του ζητήματος. Το βράδυ της 28ης Μάη, η COPCON αποφάσισε ότι δεν πήγαινε άλλο. Κάνοντας χρήση των παλιών φακέλων της PIDE, συνέλαβε πάνω από 400 μέλη του MRPP στην περιοχή της Λισαβόνας. Οι παλιές διευθύνσεις που ήταν γνωστές στην PIDE δεν ίσχυαν, ωστόσο ερευνήθηκαν. Η COPCON προσπάθησε να δικαιολογήσει την κατάσταση ως εξής: «Απ’ την 25η Απρίλη, το αποκαλούμενο Κίνημα για την Ανασυγκρότηση του Προλεταριακού Κόμματος – MRPP, που στην πλειοψηφία του αποτελείται από νεαρούς φοιτητές, επιτίθεται εναντίον των συντεταγμένων επαναστατικών αρχών. Το MRPP μοιάζει περισσότερο με θρησκευτική σέχτα. Διαθέτει ελάχιστα ερείσματα ανάμεσα στους εργάτες. Είναι τελείως απομονωμένο απ’ τα υπόλοιπα εθνικά κόμματα και χρησιμοποιείται απ’ τους αντεπαναστάτες (…) Η COPCON κατηγορεί το MRPP για τις ακόλουθες πράξεις: στις 15 Μάη, το MRPP απήγαγε τον τότε τυφεκιοφόρο Κοέλιο ντα Σίλβα που κατόπιν χτυπήθηκε απ’ τα μέλη του. Στις 18 Μάη, τρία ακόμα άτομα κακοποιήθηκαν. Στην Κοΐμπρα, την ίδια μέρα, απήγαγαν και χτύπησαν τον Μαξίμο ντος Σάντος». (3)
Τα συλληφθέντα μέλη του MRPP αφέθηκαν ελεύθερα λίγες βδομάδες αργότερα, αν κι ο εξοπλισμός των γραφείων, όπως κι άλλα αντικείμενα που κατασχέθηκαν, δεν επιστράφηκαν παρά μόνο τον Αύγουστο του 1975. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το MRPP ασκούσε τρομοκρατία ακόμα και στα ίδια του τα μέλη (κι ειδικότερα σ’ όσα επιθυμούσαν ν’ αποχωρήσουν). Αν είχε να διαλέξει μεταξύ της υποστήριξης της COPCON και της υπεράσπισης του MRPP, πολύς κόσμος θα επέλεγε το πρώτο. Αυτό ήταν γεγονός – είτε αρέσει είτε όχι. Ν’ αναφερθεί ότι αυτό δεν αποτελεί τόσο επιβράβευση της COPCON, όσο κριτική για το ισχύον καθεστώς μέσα στο MRPP.  
Οι συλλήψεις είχαν μεγάλο αντίκτυπο στα μέλη του MRPP.  Πείστηκαν ότι ο «διωγμός» υποκινήθηκε απ’ τους «σοσιαλφασίστες του PCP». Κατέφυγαν έτσι στις πλέον ανήθικες συμμαχίες, δουλεύοντας όχι μόνο με το Σ.Κ. αλλά ακόμα και με δεξιές οργανώσεις. Το MRPP έφτασε στο σημείο να χαιρετίζει το κάψιμο των γραφείων του PCP (βλ. επόμενο κεφάλαιο) ως «πράξεις λαϊκής εκδίκησης ενάντια στους σοσιαλφασίστες». Ήταν σχεδόν αναπόφευκτο ν’ αρχίσει το MRPP να χρησιμοποιείται από ξεκάθαρα αντεπαναστατικές τάσεις, ανίκανο ν’ αποκτήσει ερείσματα από μόνο του μέσα στους εργαζόμενους. Οι συλλήψεις ενέτειναν τόσο την παράνοια, όσο και τον ελιτισμό του MRPP. Διώκονταν, έλεγαν, επειδή αποτελούσαν «την πραγματική πρωτοπορία». Ο πρόλογος της Πορτογαλικής έκδοσης του έργου του C. Reeves, Le Tigre de Papier, (4) περιγράφει με σαφήνεια την «ανεπανόρθωτη ψυχολογική βλάβη που υπέστησαν (οι Πορτογάλοι Μαοϊκοί) στα χρόνια της παρανομίας». Και γεγονότα όπως οι συλλήψεις της 28ης Μάη, δε βοήθησαν και πολύ στην αποκατάσταση της βλάβης αυτής.   
Στην COPCON θα μπορούσε ν’ ασκηθεί και μια διαφορετικού είδους κριτική. Η ίδια της η ύπαρξη σαν «αριστερή» τάση μέσα στο MFA ενέτεινε την όλη σύγχυση που επικρατούσε σε σχέση μ’ αυτό. Αφού η COPCON υπήρχε για να τους στηρίζει, γιατί θα έπρεπε οι εργαζόμενοι ν’ αρχίσουν έστω και να σκέφτονται την αυτόνομη στρατιωτική οργάνωση σε ταξική βάση; Μ’ αυτή την έννοια,  η COPCON στέκονταν εμπόδιο στην ανάπτυξη αυτό-καθοδηγούμενων οργανώσεων για την υπεράσπιση των εργαζόμενων, οργανώσεων δηλαδή που θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν το πρόπλασμα μιας εργατικής πολιτοφυλακής. Η COPCON είχε επίγνωση αυτής της αντίφασης. Το κείμενο πάνω στη λαϊκή εξουσία που παρουσιάστηκε στη Γενική Συνέλευση του MFA, στις αρχές του Ιούνη έκανε λόγο για «επικείμενο εξοπλισμό της εργατικής τάξης». Παρόλο που ο «εξοπλισμός» παραπέμπονταν πάντα στο μέλλον, η ρητορική υπνώτισε την πλειοψηφία των αριστερών οργανώσεων. Σχεδόν όλες υποστήριξαν την COPCON – όχι και πολύ «κριτικά» επ’ αυτού. Οι αυταπάτες τους θα συντρίβονταν στις 26 Νοέμβρη του 1975, όταν η COPCON διαλύθηκε με άνωθεν διαταγές – και μάλιστα χωρίς ν’ ακουστεί ούτε «κιχ» απ’ την πλευρά αυτών που βρίσκονταν στην ηγεσία της.  
ΧΙ. ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΗ-ΚΟΜΜΑ
Τον Ιούλη του 1975, η Γενική Συνέλευση του MFA θεσμοθέτησε τη «συμφωνία» ανάμεσα στο ίδιο και το λαό. Υιοθέτησε τη «λαϊκή εξουσία» σαν μέσο άμυνας ενάντια στις επιθέσεις της δεξιάς, όπως και σαν μέσο επίλυσης οικονομικών προβλημάτων. Περιέγραψε ένα περίπλοκο σύστημα σχέσεων μεταξύ MFA, κυβέρνησης και λαϊκών οργανώσεων. Προσδιορίζοντας τη λαϊκή εξουσία, τάσσονταν υπέρ της αποκέντρωσης του κρατικού μηχανισμού. Προωθούσε το πέρασμα της εξουσίας στις εργατικές επιτροπές, στις επιτροπές γειτονιάς, στα συμβούλια των χωριών, στις κοπερατίβες, στις κολλεκτίβες και… στην Ένωση των Μικρομεσαίων Γεωργών. Ζητούσε την ομοσπονδιοποίηση των τοπικών συνελεύσεων στο επίπεδο των αντίστοιχων δημοτικών και ακολούθως την συνομοσπονδιοποίηση αυτών, σ’ αυτό που θα ονομάζονταν  Εθνική Λαϊκή Συνέλευση, η οποία θ’ αντικαθιστούσε την κυβέρνηση. Ο μιλιταριστικός αναρχισμός είχε κάνει την εμφάνισή του. «Οι παρούσες κατευθυντήριες δεν αποτελούν κάτι το άκαμπτο», κατέληγε το MFA. «Η εφαρμογή τους θα εξαρτηθεί απ’ τις τοπικές συνθήκες και τη δυναμική της επαναστατικής διαδικασίας».    
Η απόφαση για τη θεσμοθέτηση της λαϊκής εξουσίας χαιρετίστηκε απ’ όλα τα αριστερά κόμματα. Μόνο το CDS, το PPD και το Σ.Κ. τάχτηκαν εναντίον της. Στις 11 Ιούλη, το Σ.Κ. αποφάσισε ν’ αποχωρήσει απ’ την συγκυβέρνηση εξ’ αιτίας του ζητήματος της Ρεπούμπλικα. «Τι δουλειά έχει το Σ.Κ. σε μια κυβέρνηση που δεν κυβερνά;», ρωτούσε ο Μάριο Σοάρες. «Δεν είναι η αποχώρησή μας ή μη, αυτό που θα καθορίσει το είδος της κυβέρνησης. Ήμασταν στην κυβέρνηση για να κυβερνούμε. Αφού αυτό δε γίνεται και δεν μπορεί να γίνει, δεν υπάρχει λόγος να παραμένουμε εκεί». Το Σ.Κ. αποφάσισε να διατηρήσει τη θέση του στη Συντακτική Συνέλευση. Κατήγγειλε το PCP ως τον «κύριο χειραγωγό που βρίσκεται πίσω απ’ την κυβερνητική κρίση» κι απαίτησε να μπει ένα τέλος σ’ αυτό που περιέγραψε σαν «κομμουνιστική δικτατορία».   
Στις 16 Ιούλη, όπως άλλωστε αναμένονταν, το PPD ακολούθησε τους Σοσιαλιστές στην έξοδό τους απ’ την Τέταρτη Κυβέρνηση. Στη συγκυβέρνηση έμεινε μόνο το PCP και το «μέτωπό» του, MDP, παράλληλα με ορισμένους ανεξάρτητους. Βασικά, το PCP δέχτηκε κάποιους απ’ τους όρους που είχε θέσει το PPD προκειμένου να παραμείνει στην κυβέρνηση αλλά, ενδιαφερόμενο για την εικόνα του, το Σ.Κ. δεν είχε το θάρρος να το παραδεχτεί ανοιχτά. Και τα δύο κόμματα επιθυμούσαν την επαναφορά των παλιών νόμων περί τύπου (οι οποίοι παραχωρούσαν την εξουσία στο συντακτικό προσωπικό). Οι υπόλοιποι όροι του PPD ήταν οι εξής: 1) Συμμετοχή όλων των κομμάτων σε τηλεόραση και ραδιόφωνο 2) Μια εφημερίδα (σε Βορρά και Νότο) για κάθε κόμμα της συγκυβέρνησης 3) Προβολή των θέσεων του PPD που αφορούσαν το καθοδηγητικό κείμενο του MFA 4) Έξωση των καταληψιών απ’ όλα τα σπίτια που κατείχαν παράνομα 5) Τη μη παρέμβαση του στρατού σε θέματα που δεν τον αφορούσαν 6) Την ανάκληση όλων των Συμβουλίων που είχαν εκλεγεί παράτυπα 7) Τον καθορισμό ημερομηνίας για τη διενέργεια τοπικών εκλογών 8) Τον καθορισμό ορίων μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα 9) Εγγυήσεις για τους μικρομεσαίους κατόχους ιδιοκτησιών 10) Άμεση στήριξη για τους τομείς της υφαντουργίας, των κατασκευών και της υποδηματοποιίας
Οι περισσότεροι απ’ τους συγκεκριμένους όρους φυσικά απορρίφθηκαν. Η μόνη παραχώρηση αφορούσε την κήρυξη ως παράνομων των καταλήψεων που αφορούσαν τα σπίτια όσων είχαν μεταναστεύσει. Το PPD και το Σ.Κ. βρέθηκαν στην αντιπολίτευση που (όπως το έθετε μια ανακοίνωση του PRP-BR) «ήταν η φυσική τους θέση».
Η κατάρρευση της Συγκυβέρνησης είχε εσωτερικές και εξωτερικές επιπτώσεις. Τα κόμματα της Β’ Διεθνούς (ειδικά οι Σοσιαλιστές της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Γαλλίας) κατηγόρησαν το PCP. H Γαλλία άσκησε βέτο κατά της παροχής βοήθειας εκ μέρους της ΕΟΚ προς την Πορτογαλία. Στην ίδια την Πορτογαλία, οξύνθηκαν οι κομματικές έριδες, όπως βέβαια κι ο ταξικός αγώνας. Ο Επίσκοπος της Μπράγκα, στο Βορρά, κάλεσε διαδήλωση στην οποία συμμετείχαν 10.000 Καθολικοί. Σ’ ολόκληρη τη χώρα, πραγματοποιούνταν επιθέσεις ενάντια σε γραφεία αριστερών οργανώσεων, όπως κι εναντίον των εδρών του PCP. Οι 400 Μαοϊκοί που είχαν συλληφθεί απ’ την COPCON αφέθηκαν ελεύθεροι χωρίς όρους. Ο Αρνάλντο Μάτος, ηγέτης του MRPP, καμάρωνε επειδή η κυβέρνηση «χρειάζονταν το MRPP για να πατάξει την αντίδραση».Στις 15 Ιούλη, 20.000 άνθρωποι πραγματοποίησαν διαδήλωση υπέρ της παραίτησης του Βάσκο Γκονσάλβες. Η ηγεσία του Σ.Κ., ξαφνιασμένη απ’ τη δεξιά πορεία που έπαιρνε η κομματική βάση του, προσπαθούσε να καλμάρει τον κόσμο που τώρα πια κραύγαζε, «ο λαός δεν είναι με το MFA» και «ο Οτέλο στη Μοζαμβίκη, δεν είναι Πορτογάλος». Ο Σοάρες έπρεπε να επαναβεβαιώσει τη «συμμαχία» με το MFA και να κατεβάσει τους τόνους της κριτικής του. «Δεν πρέπει και δεν μπορούμε να ξεχνάμε ότι χωρίς το MFA δε θα είχε υπάρξει η 25η Απρίλη». Ισχυριζόμενος ότι οι σοσιαλιστές δεν αποτελούν την καινούρια «σιωπηλή πλειοψηφία», ζήτησε να γίνει σεβαστή η θέληση του λαού, η οποία «είχε φανεί μέσω των εκλογών».        
Στις 16 Ιούλη, μια διαδήλωση στη Λισαβόνα που είχε καλεστεί απ’ την Ίντερ-Κομισσόες (την Ομοσπονδία Επιτροπών Γειτονιάς των παραγκουπόλεων) πλαισιώθηκε από τρία τανκς κι ένοπλους στρατιώτες, στην πρώτη φορά που ένστολοι φαντάροι έκαναν πορεία μ’ αυτόν τον τρόπο στα πλαίσια μια λαϊκής διαδήλωσης. Όταν συνάντησαν τα τανκς του RAL-1 και του RIOQ, το πλήθος βροντοφώναξε «Εργάτες στα χωράφια και τα εργοστάσια, φαντάροι και ναύτες, ενωμένοι θα νικήσουμε». Οι στρατιώτες ανταπέδωσαν μέσω του τηλεβόα τους – «Οι στρατιώτες του RAL-1 έχουν έρθει για να στηρίξουν τον αγώνα σας». Οι επευφημίες ήταν εκκωφαντικές. Σκαρφαλωμένοι στις «αύρες», οι διαδηλωτές συνέχισαν την πορεία στους δρόμους της Λισαβόνας.
«Πρέπει να ξεπεράσουμε τους ψεύτικους διαχωρισμούς που οι αντεπαναστάτες, οι κοινοβουλευτικοί, οι καθηγητάδες (doutores) και τα κόμματά τους, έχουν δημιουργήσει ανάμεσά μας», δήλωνε ένας απ’ τους ηγέτες της «Ίντερ» απευθυνόμενος στον κόσμο. «Πρέπει να ενώσουμε τους αληθινούς επαναστάτες, αφήνοντας πίσω τους στείρους σεχταρισμούς. Οι Εργατικές Επιτροπές είναι τα όργανα που πρέπει να προωθήσουν τον επαναστατικό αγώνα. Πρέπει να βάλουμε ένα τέλος σ’ αυτήν την κυβέρνηση της ταξικής συνεργασίας, σ’ αυτήν την κυβέρνηση που δεν μπορεί ν’ αντιμετωπίσει τα προβλήματά μας… Η κυβέρνηση περιλαμβάνει στους κόλπους της αυτούς που συνωμοτούν, αυτούς που διστάζουν, αυτούς που δε θέλουν την επανάσταση… Η μπουρζουάδικη Συντακτική Συνέλευση πρέπει επίσης να καταργηθεί, γιατί εκεί μέσα, οι φασίστες του CDS, το δεξιό PPD κι οι ψευτοσοσιαλιστές δίνουν τα χέρια για να σταματήσουν την επαναστατική διαδικασία. Η ενότητά μας θα τους πετάξει στο σκουπιδοντενεκέ της ιστορίας». (1)
Το Σ.Κ. σχεδίαζε την πραγματοποίηση διαδήλωσης στη Λισαβόνα, στις 18 Ιούλη, πράγμα που καταγγέλθηκε από πολλές αριστερές οργανώσεις. Οι φήμες έδιναν κι έπαιρναν. Στις 18 Ιούλη, σηκώθηκαν οδοφράγματα σ’ ολόκληρη τη χώρα για να σταματήσουν την αναμενόμενη πορεία. Ένοπλοι στρατιώτες φυλούσαν τους κύριους δρόμους κι όλες οι είσοδοι της πόλης ήταν μπλοκαρισμένες. Στη Γέφυρα της 25ης Απρίλη, αυτοί που επέστρεφαν απ’ τα μπάνια τους έβαζαν τις φωνές ενοχλημένοι ενώ νεαροί μαχητές ερευνούσαν τ’ αυτοκίνητά τους που σχημάτιζαν ουρές. Η πορεία δεν έγινε ποτέ: το Σ.Κ. ήταν σαν να έμπαινε στην ημι-παρανομία. Στις 28 Ιούλη 1975, ο Μάριο Σοάρες έβγαλε λόγο (βλ. Παράρτημα 21) που αν εκφωνούνταν από κάποιον λιγότερο καταφανώς συμβιβασμένο, θα ήταν στ’ αλήθεια πολύ εύστοχος.  
Οι Αυτόνομοι Εργατικοί Αγώνες.
Η στήριξη του MFA στους νέους θεσμούς λαϊκής εξουσίας και οι προσωρινές επιτυχίες της εργατικής τάξης σε Ράντιο Ρενασένσα και Ρεπούμπλικα, προσέδωσαν ώθηση στην ανάπτυξη κι άλλων αγώνων. Εκκαθαρίστηκε έτσι κάποιο ίδρυμα που διευθύνονταν απ’ την Καθολική Εκκλησία. Ήταν ένα γηροκομείο στο Σετούμπαλ. Έξι Φραγκισκανές καλόγριες πετάχτηκαν έξω απ’ τους ίδιους τους τρόφιμους (που βοηθήθηκαν από άλλους εργαζόμενους), κατηγορούμενες για «απάνθρωπες πραχτικές». Οι ηλικιωμένοι σιτίζονταν πολύ άσχημα και κάποιοι είχαν ελάχιστο ή καθόλου ρουχισμό, αν κι επιβαρύνονταν με 1.000 εσκούδα το μήνα για τη συντήρησή τους. Ο τοπικός πληθυσμός, νοιώθοντας φρίκη μ’ αυτά που συνάντησε στο ίδρυμα, έβαλε μπροστά ν’ απολυμάνει το μέρος.
Τόσο δυνατή ήταν εκείνη την περίοδο η αποστροφή προς τη χειραγώγηση, ώστε κάθε ομάδα, κόμμα ή οργάνωση προσπάθησε να «υποβαθμίσει» το ρόλο που έπαιζε. Αυτό όμως τους βοήθησε απλώς να καμουφλάρουν τις κινήσεις τους ακόμα καλύτερα. Η ιστορία αναφέρει ότι όταν οι δύο μεγάλες «μη-κομματικές» διαδηλώσεις της 4ης Ιούλη συναντήθηκαν (βλ. προηγούμενο κεφάλαιο), πολλοί εργαζόμενοι ρωτούσαν γιατί δεν υπήρχε μία ενιαία πορεία, μιας κι οι σκοποί των δύο ξεχωριστών διαδηλώσεων έμοιαζαν να είναι οι ίδιοι. Οι πορείες σταμάτησαν, ενώ οι κρυμμένοι «ηγέτες» της κάθε μιας έκαναν την εμφάνισή τους για να συζητήσουν το ενδεχόμενο να ενωθούν. Οι διαδηλωτές παρέμειναν παθητικοί, χειραγωγημένοι κι απογοητευμένοι. Είχαν έρθει σε μια μη-κομματική ταξική πορεία, ή μήπως όχι; Γιατί λοιπόν δεν ένωναν τις δυνάμεις τους;   
Γιατί όμως δε συνέβη αυτό; Η απάντηση βρίσκεται στην εκρηκτική εξάπλωση που γνώρισαν οι αντιλήψεις περί μεσσιανικών ομάδων της πρωτοπορίας, μετά την 25η Απρίλη. Η εξάπλωση αυτή με τη σειρά της σχετίζεται με δύο βασικούς παράγοντες. Αντιμέτωποι με την έλλειψη δυνατότητας για μια ριζική μεταβολή των πραγμάτων μέσω των επίσημων διόδων, οι επίδοξοι επαναστάτες κατέφυγαν στο μπολσεβικισμό σαν ευκολότερη επιλογή σε σχέση με την αυτό-οργάνωση. Αυτό με τη σειρά του αντανακλούσε τη βαθιά διείσδυση της αστικής ιδεολογίας που ήθελε την κοινωνία διαιρεμένη κατά τρόπο «φυσικό» σε ηγέτες και καθοδηγούμενους. Η συγκεκριμένη στάση είχε διαπεράσει σε μεγάλο βαθμό την ίδια την αριστερά, η οποία υιοθέτησε τη λενινιστική αντίληψη ότι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι «το μόνο που μπορούσαν ν’ αναπτύξουν ήταν απλά μια τρεϊντγιουνιονιστική αντίληψη». Όλοι ήθελαν ν’ αναλάβουν την ηγεσία. Οι πιο «ψαγμένες» οργανώσεις, διαισθανόμενες τη λαϊκή αποστροφή προς τη χειραγώγηση, προσπάθησαν να «υποβαθμίσουν» την ίδια τους τη λειτουργία, αναζητώντας μια αμεσότερη σχέση με τις ομαδοποιήσεις των εργαζόμενων, προσπαθώντας να τις ελέγξουν απ’ τα μέσα.
Αν και όχι πάντα με τρόπο πετυχημένο, όπως δείχνει και τ’ ακόλουθο συμβάν. Κάποιοι Μαοϊκοί διαδήλωναν στο Πόρτο, φωνάζοντας «Viva o Grito do Povo» («Ζήτω η Φωνή του Λαού», απ’ τ’ όνομα της εφημερίδας τους). Ορισμένοι εργάτες ενώθηκαν μαζί τους, παράκουσαν το σύνθημα, και άρχισαν να φωνάζουν – εκφράζοντας χωρίς αμφιβολία τις ελπίδες τους για το μέλλον- «Viva o Rico Povo» («Ζήτω ο Μονάκριβος Λαός»). Όταν τα μέλη του Κόμματος τους εξήγησαν ότι το σύνθημα ήταν «λάθος», οι εργάτες απάντησαν: «Ε, και τι τρέχει λοιπόν; Εμάς μας φαίνεται μια χαρά!». Θα μπορούσαν να είχαν προσθέσει: «Και τέλος πάντων, ποιο απ’ τα δύο είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα;».  
Το πραγματικό κίνημα αναπτύχθηκε σημαντικά στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1975. Στη Μαρίνια Γκραντ, 700 εργάτες κατέλαβαν το εργοστάσιο κατεργασίας γυαλιού του Μανουέλ Περέιρα Ροντάο. Εκκαθάρισαν τη διεύθυνση και λειτουργούσαν μόνοι τους την επιχείρηση. Το Υπουργείο Εργασίας ανέλαβε να πληρώσει τμήμα απ’ τους χρωστούμενους μισθούς, δίνοντας βοήθεια ύψους 3 εκατ. εσκούδων. Οι εργάτες απέρριψαν κάθε είδους κομματικού ελέγχου στο εργοστάσιο. Στο εργοστάσιο παραγωγής γιαούρτης Μπομ Ντία (Καλημέρα), οι 19 εργάτες κατέλαβαν τις εγκαταστάσεις και οργάνωσαν ένα σύστημα αυτοδιαχείρισης. Δεν έλαβαν βοήθεια απ’ την κυβέρνηση. Στην εταιρεία Τουριάγκα που είχε ως αντικείμενο τουριστικές και γεωργικές δραστηριότητες, πάρθηκε επίσης η απόφαση για την εκκαθάριση της διεύθυνσης. Η κυβέρνηση δεν έδωσε ενισχύσεις. Στις 26 Ιούλη, 150 εργαζόμενοι έφτασαν στη Λισαβόνα και πραγματοποίησαν απεργία πείνας έξω απ’ την Πρωθυπουργική κατοικία του Σάο Μπέντο «για να δουν το κράτος».   
Το Μάη του 1975, στην Ουναΐς ντα Σέρρα, 1.100 εργάτες στην υφαντουργία της Πεντεάντα και σε άλλες γειτονικές επιχειρήσεις, ιδιοκτησίας των Αφών Γκάρρετ, αποφάσισαν να συστήσουν Εργατική Επιτροπή αναλαμβάνοντας τη διαχείριση. Μετά από έκκληση για βοήθεια στην κυβέρνηση, οι Γκάρρετ (ένας εκ των οποίων υπήρξε στέλεχος του ΑΝΡ) συναντήθηκαν με την Εργατική Επιτροπή και τον Υπουργό Εργασίας (του PCP), o οποίος κάλεσε σε συμβιβασμό. Οι εργάτες κατέβηκαν σ’ απεργία κι οι συνομιλίες διακόπηκαν. Μια φάρμα 300 εκταρίων που ανήκε στα ίδια αδέρφια, καταλήφτηκε απ’ τους εργαζόμενους που ίδρυσαν μια «προ-κοπερατίβα». Η COPCON απέστειλε έντεκα στρατιώτες για να «προστατεύουν» την κατάληψη. Οι Γκάρρετ δήλωσαν στους εργάτες της υφαντουργίας ότι δεν μπορούσαν να πληρώσουν τους οφειλόμενους μισθούς λόγω της κατάληψης της φάρμας. Προέκυψε έτσι μια ρήξη μεταξύ των εργαζόμενων του εργοστασίου κι αυτών της φάρμας (σ’ αυτό έπαιξαν ρόλο και μέλη του FEC m-l που υποστήριξαν τους αγρεργάτες). Η Εργατική Επιτροπή της φάρμας, μαζί με τους στρατιώτες, αποφάσισε να οργανώσει πορεία εναντίον των αφεντικών. Μετά από συνάντηση των δύο Επιτροπών προέκυψε λύση σύμφωνα με την οποία οι εργάτες του εργοστασίου θα πλήρωναν τους μισθούς των αγρεργατών για όσο διάστημα οι δεύτεροι δεν λάμβαναν οικονομική βοήθεια απ’ το IRA. Κι οι δυο καταλήψεις είχαν τη στήριξη όλου του τοπικού πληθυσμού. Το σπίτι των αφεντικών ήταν κλειστό μέχρι την ολοκλήρωση της απογραφής που διεξάγονταν απ’ το IRA. Το σπίτι του επιστάτη καταλήφτηκε απ’ τους αγρεργάτες. Ανάμεσα σ’ άλλα, βρέθηκαν μυθιστορήματα β’ διαλογής και εγχειρίδια του τύπου «Πώς να γίνεις Σούπερ Ήρωας». Οι Γκάρρετ το ’σκασαν στην Ισπανία. (2)
Κοντά στο Άβο, το εργοστάσιο του Μανουέλ Ντίνις Ντίας που απασχολούσε 40 εργάτες, πέρασε σε αυτοδιαχείριση. Στο Πόρτο, στην επιχείρηση «Μανουέλ Εσπεράνσα Βιεϊρά», εργοστάσιο πλαστικών με 60 εργάτες, έγινε το ίδιο, όπως και στο εργοστάσιο μπισκότων του Γκετάρα ντε Πομπάλ (90 % Μεξικανικά κεφάλαια, 55 εργάτες). Η Κλόνα Εξορυκτική στο Λουλέ, με 100 εργαζόμενους, πέρασε σε αυτοδιαχείριση και δέχτηκε 500.000 εσκούδα απ’ την κυβέρνηση. Στο Σετούμπαλ, οι εργάτες του εργοστασίου της Σαπέκ (που παρήγαγε λιπάσματα κι αγροτικά εφόδια) απήγαγαν δύο απ’ τους διευθυντές, κρατώντας τους αιχμάλωτους, για να «δείξουν στην κυβέρνηση πόσο άσχημα ήταν τα πράματα». Η εταιρεία είχε σκοπό να μετακινηθεί στις Βρυξέλες.
Στην Εβόρα, το καφέ Αρκάντα (πολυσύχναστο εστιατόριο που απασχολούσε 47 ανθρώπους) καταλήφτηκε επειδή οι εργαζόμενοι δεν πληρώνονταν. Άρχισαν να λειτουργούν το μαγαζί μόνοι τους, δεχόμενοι τελικά κυβερνητικό δάνειο 175.000 εσκούδων. Το ξενοδοχείο Μπαλιέιρα στο Σάγκρες καταλήφτηκε στις 11 Ιούνη και διευθύνονταν απ’ το προσωπικό του.       
Αυτοί ήταν ορισμένοι απλώς απ’ τους εκατοντάδες αγώνες που αναπτύχθηκαν σ’ ολόκληρη τη χώρα. Στις αρχές Αυγούστου του 1975 εκτιμήθηκε ότι 380 περίπου εργοστάσια είχαν περάσει σε καθεστώς αυτοδιαχείρισης. Αξίζει ν’ αναφερθεί ένα συγκεκριμένο παράδειγμα και να εξεταστούν κάποια απ’ τα πρακτικά προβλήματα που προέκυψαν:
Η Εμπρέσα Φαμπρίλ ντε Μαλίας ήταν μια υφαντουργία της Κοΐμπρα που απασχολούσε 32 εργάτες. Ένας απ’ αυτούς εξηγεί τι συνέβη: «Όταν έγινε η 25η Απρίλη δουλεύαμε 4ήμερο. Ο ελάχιστος μισθός (3.300 εσκούδα) θεσπίστηκε το Μάη (1974). Τ’ αφεντικό πήρε απόφαση να βάλει λουκέτο. Οι εργάτες δεν τ’ άφησαν έτσι. Το εργοστάσιο καταλήφτηκε κι ορίσαμε περιφρούρηση. Τον Ιούλη πήραμε απόφαση να πουλήσουμε το υπάρχον απόθεμα για να πληρωθούν οι μισθοί. Η συνεταίρα του αφεντικού, Μαρία Κλάρο, ήρθε με το μέρος μας. Μετά τις 11 Μάρτη, οι γυναίκες οργάνωσαν νυχτερινή περιφρούρηση γιατί φοβούνταν μήπως συμβεί κάτι. Η Μαρία μας βοήθησε ν’ ανοίξουμε τ’ αρχεία και να τα διασώσουμε. Οι περισσότεροι  απ’ τους εργάτες πίστευαν ότι τ’ αφεντικό (Αΐρες ντε Αζεβέντο) θά ’πρεπε να συλληφθεί. Το MFA τον συνέλαβε στις 15 Μάη 1975». (3)
Προσφέρθηκε υποστήριξη, τόσο απ’ τα σωματεία της κλωστοϋφαντουργίας, όσο κι απ’ την Ιντερσιντικάλ αλλά οι εργαζόμενοι θεωρούσαν τη δεύτερη «καπέλωμα» (4) ή κλίκα. Κατέκριναν επίσης και τον Υπουργό Εργασίας του PCP θεωρώντας τον «νομικιστή». Ένοιωθαν πως η Εργατική Επιτροπή τους ήταν πιο κοντά σ’ αυτούς σε σχέση με το συνδικάτο. Η ίδια η εταιρεία αντιμετώπιζε κάθε είδους οικονομικά προβλήματα: όλος ο κλάδος της κλωστοϋφαντουργίας στην Πορτογαλία βρίσκονταν σε κρίση επειδή οι Ασιατικές χώρες μπορούσαν να παράγουν φτηνότερα.    
Η Εργατική Επιτροπή είχε εκλεγεί από διαφορετικούς τομείς του εργοστασίου. Αρχικά αποτελούνταν από δέκα μέλη κι αργότερα από πέντε. Συστήθηκε μια «επιτροπή διαχείρισης» που περιελάμβανε τη Μαρία, την πρώην συνεταίρα του αφεντικού. Η Επιτροπή έπρεπε να παρουσιάζει στη συνέλευση όλων των εργαζόμενων εβδομαδιαίες αναφορές. Η ιδέα  να ιδρυθεί μια εταιρεία με μετοχές κτλ, συζητήθηκε αλλά απορρίφτηκε. Οι εργάτες «δεν ήθελαν να γίνουν μικρά αφεντικά». Υπήρξαν διαπραγματεύσεις με τον Υπουργό Εργασίας που αφορούσαν ένα δάνειο 180.000 εσκούδων, με το οποίο ήλπιζαν να δημιουργηθούν 10 επιπλέον θέσεις εργασίας, περιλαμβάνοντας και την πρόσληψη φυλάκων που θ’ αντικαθιστούσαν την περιφρούρηση. «Δεχτήκαμε υποσχέσεις αλλά όχι και λεφτά». Η συνεταίρα είχε γνωρίσει την απόρριψη των απόψεών της σε πολλά θέματα που σχετίζονταν με τη λειτουργία του εργοστασίου, περιλαμβανομένης της ιδέας της ότι όλοι οι εργαζόμενοι έπρεπε ν’ αποτελούν εταίρους της επιχείρησης, όπως και της αντίστοιχης για τη δημιουργία κερδών που θα μετοχοποιούνταν. Οι εργαζόμενοι θεωρούσαν ότι η κατάστασή τους δε θα έπρεπε να συνιστά «εργατική συμμετοχή» αλλά «εργατική διαχείριση». Είχαν όμως επίγνωση των περιορισμών του συγκεκριμένου εγχειρήματος στα πλαίσια μιας καπιταλιστικής κοινωνίας. Δεν είχαν ιδέα σχετικά με την επίλυση αυτής της αντίφασης, πέραν του ότι «όλοι οι επαναστάτες εργάτες, ενωμένοι, θα μάχονταν μαζί». Αυτό όμως συνεπάγονταν την ανατροπή του συστήματος.
Η περίπτωση αυτή ήταν απόλυτα χαρακτηριστική για εργοστάσια τέτοιου μεγέθους (αν κι η προσχώρηση της πρώην συνεταίρας στην πλευρά των εργατών αποτελούσε εξαίρεση). Οι εργαζόμενοι είχαν απόλυτη επίγνωση του ότι ζούσαν σε μια καπιταλιστική κοινωνία κι ότι έπρεπε ν’ ακολουθούν τους κανόνες που τους επέβαλε η οικονομία της αγοράς. Απέρριψαν επανειλημμένα τις «ελιτίστικες» οργανώσεις που παρεισέφρησαν στον αγώνα τους, που προσπάθησαν να τους κατευθύνουν ή που τους έλεγαν ότι κάποιοι τους εκμεταλλεύονταν κι ότι θα έπρεπε να καταργήσουν το σύστημα των μισθών.
Υπήρξαν πολλές περιπτώσεις ανάκλησης αντιπροσώπων απ’ τους ίδιους τους εργαζόμενους – ή ακόμα κι ολόκληρων Εργατικών Επιτροπών, μέσω της Γενικής Συνέλευσης. Στην «Προβόμι» (εργοστάσιο ζωοτροφών), κοντά στην Αλβέρκα, εκκαθαρίστηκε ολόκληρη η Εργατική Επιτροπή γιατί προσπάθησε ν’ αποκρύψει πληροφορίες απ’ τους εργαζόμενους και ν’ αυξήσει ξεχωριστά τους μισθούς των μελών της. Εξ’ αιτίας της κρίσης και της γενικής πολιτικής κατάστασης ήταν δύσκολο για τις Εργατικές Επιτροπές των μικρότερων εργοστασίων να μετατραπούν σε «νέους διαχειριστές» ή ν’ αποκοπούν υπερβολικά απ’ τους εργαζόμενους που τις είχαν εκλέξει.
Η Ίντερ-Εμπρέσας και τα Συνδικάτα.
Το Γενάρη του 1975, όλες σχεδόν οι αριστερές οργανώσεις είχαν υποστηρίξει τον αγώνα υπέρ της ενιαίας συνδικαλιστικής δομής (unicidade). Αυτό που ήταν φανερό κατέστη σύντομα ολοφάνερο ακόμα και γι’ αυτές, δηλαδή ότι το «unicidade» θα ισοδυναμούσε με την κυριαρχία της Ιντερσιντικάλ και του PCP. Στο μεταξύ, ο ρεφορμισμός της Ιντερσιντικάλ, παράλληλα με τις ανοιχτές επιθέσεις της εναντίον ορισμένων αγώνων της εργατικής τάξης (Τάιμεξ, CTT, Μαμπόρ, ΤΑΡ, Ζορνάλ ντο Κομέρσιο κτλ) έκανε τους εργαζόμενους να διατηρήσουν τις Εργατικές Επιτροπές τους.
Η διαδήλωση της 7ης Φλεβάρη 1975 ενάντια στην αυξανόμενη ανεργία και την πιθανή ΝΑΤΟϊκή απειλή, υπήρξε τ’ αποκορύφωμα των συναντήσεων μεταξύ των διάφορων Εργατικών Επιτροπών. Μετά απ’ αυτό, η Ίντερ-Εμπρέσας –που είχε καλέσει τη διαδήλωση- αποδυναμώθηκε, και μάλιστα δικαιολογημένα. Αποτελούσε το ιδανικό μέρος για να δράσει (ή να εισέλθει) κάθε κόμμα της πρωτοπορίας, άξιο του ονόματος αυτού. Όλες οι λενινιστικές οργανώσεις που είχαν ως τότε εμφανιστεί (όπως επίσης και κάποιες «αόρατες») έσπευσαν να προσκυνήσουν την Ίντερ-Εμπρέσας, προσφέροντας …χρυσό, τερατουργήματα και βούρκο (ΣτΜ: λογοπαίγνιο στ’ αγγλικά που αφορά τα δώρα των 3 μάγων). Η Ίντερ (Εμπρέσας) δε συνένωσε κανέναν, έχοντας πολύ λίγο να κάνει με το συνδικαλισμό. Το ευφυές σύνθημα στον τοίχο συνόψιζε μια χαρά την κατάσταση σ’ αυτήν την τρελή για το ποδόσφαιρο χώρα: Ίντερ-Συνδικαλισμός 2-0.  
Αρχικά, κάποιοι εκπρόσωποι της Ιντερσιντικάλ (που είχαν επίσης εκλεγεί στις αντίστοιχες Εργατικές Επιτροπές τους) προσπάθησαν να σχηματίσουν ένα μπλοκ μέσα στην Ίντερ-Εμπρέσας. Μέσω αυτών, το PCP προσπάθησε να προωθήσει τη «μάχη για την παραγωγή» μέσα στο πεδίο της ίδιας της Ίντερ-Εμπρέσας. Το αποτέλεσμα ήταν ότι πολλές απ’ τις Εργατικές Επιτροπές σταμάτησαν να στέλνουν αντιπροσώπους στις γενικές συναντήσεις. Αυτό διευκόλυνε τη χειραγώγηση του κορμού της Ίντερ-Εμπρέσας απ’ τους εκπροσώπους του PCP ή των υπόλοιπων λενινιστών (PRP-BR, MES, MRPP, FEC m-l) και συνέβαλε στην περαιτέρω αποδυνάμωσή της.  
Οι Εργατικές Επιτροπές εκπροσωπούσαν με πιο γνήσιο τρόπο τους εργαζόμενους. Υπήρχαν παράλληλα με τα σωματεία. Τα τελευταία, όπως ήδη τονίστηκε, ήταν πολυάριθμα κι αναποτελεσματικά παρά το δυναμισμό των όποιων «ηγετών» ή «προσωπικοτήτων». Στην TLP (την Τηλεφωνική Εταιρεία), μόνο 2 απ’ τα 14 μέλη της Εργατικής Επιτροπής ήταν συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι κι αυτό αποτελούσε το χαρακτηριστικό πολλών εταιρειών. Στην TLP υπήρχαν τριάντα-δύο διαφορετικά σωματεία και καμία πραγματική ενότητα.  
Παρά το δημοκρατικό τους χαρακτήρα, οι περισσότερες Εργατικές Επιτροπές μπορούσαν ακόμα να χειραγωγηθούν απ’ τον οποιοδήποτε προτίθονταν να τις «αιχμαλωτίσει», χρησιμοποιώντας τες σαν πολιτική βάση για τον «αγώνα» του μέσα στην Ίντερ-Εμπρέσας.
Στην Εφασέκ-Ινέλ, οι Μαοϊκοί δούλευαν σκληρά. Καταλαμβάνοντας θέση στη Ζορνάλ ντε Γκρέβ (ΣτΜ: η εφημερίδα της εργατικής επιτροπής) εξασφάλισαν ένα σταθερό έρεισμα στη συγκεκριμένη βιομηχανία. Η θέση τους εκφράζονταν ρητά στο φύλλο Νο 55 (6 Ιούλη 1975): «Το γεγονός της μη ύπαρξης ενός πραγματικού μαρξιστικού λενινιστικού κόμματος στην Πορτογαλία δεν πρέπει να σταματήσει τη δράση των επαναστατών και κομμουνιστών μέσα στα σωματεία. Η εγκατάλειψη των σωματείων στους ρεφορμιστές αποτελεί μια πέρα για πέρα αναρχική θέση… ».
Οι Μαοϊκοί διέθεταν μια προοπτική ελέγχου των σωματείων. Ήθελαν τη δική τους, «ριζοσπαστικότερη» εκδοχή της Ιντερσιντικάλ. Για να το πετύχουν, χρειάζονταν ένα εφαλτήριο. Κι αν αυτό δεν ήταν άμεσα διαθέσιμο, έπρεπε να το δημιουργήσουν βάζοντας στο χέρι κάποιες Εργατικές Επιτροπές και χρησιμοποιώντας τες σαν όργανα στον αγώνα τους για εξουσία. Ενώ το PCP χρησιμοποιούσε την πιο λαϊκίστικη γλώσσα που μπορούσε να φανταστεί κάποιος, το MRPP έκανε χρήση πιο εργατίστικων συνθημάτων. Σε τελική ανάλυση, οι δύο προσεγγίσεις ήταν παρόμοιες.
Το MRPP δεν ήταν η μοναδική οργάνωση που προσπαθούσε να βάλει στο χέρι ή να χειραγωγήσει την Ίντερ-Εμπρέσας. Αυτό γίνονταν απ’ όλες. Η Σιντερουρτζία (τα μεγάλα χυτήρια σιδήρου έξω απ’ τη Λισαβόνα) απασχολούσε 4.200 εργάτες. Εκεί, στη διάρκεια του Ιούνη και Ιούλη του 1975, το UDP απέκτησε ερείσματα. Από τότε, η ιδεολογία του UDP συνδέθηκε, μέσα στα πλαίσια της Ίντερ-Εμπρέσας, με τις Εργατικές Επιτροπές της Σιντερουρτζία.
Στις 4 Ιούνη 1975, στη Γενική Συνέλευση της Ίντερ-Εμπρέσας ακούστηκε μια πρόταση απ’ την πλευρά των αντιπροσώπων της Εφασέκ για το σχηματισμό μιας «νέας Ίντερ-Εμπρέσας». Αυτό που οι Μαοϊκοί δεν κατόρθωσαν να κάνουν μέσω του ελέγχου της Γραμματείας, προσπάθησαν να το πετύχουν μέσα απ’ τη δημιουργία μιας νέας οργάνωσης με το ίδιο όνομα. Μια αντιπρόσωπος της Μέλκα (υφαντουργία) ανέλυσε τη συμμετοχή της Ίντερ-Εμπρέσας στη διαδήλωση της 1ης Μάη που είχε καλεστεί απ’ τις μαρξιστικές λενινιστικές οργανώσεις. Άσκησε κριτική στη Γραμματεία επειδή δε δημοσιοποίησε το σημείο συγκέντρωσης της διαδήλωσης αλλά και για τ’ ότι δεν είχε ορίσει ομάδες περιφρούρησης. Άλλα σημεία κριτικής στη Γραμματεία αφορούσαν τ’ ότι δεν επέμεινε, σε σχέση με τους οργανωτές της διαδήλωσης, πάνω στο ζήτημα των συνθημάτων που είχαν αποφασιστεί απ’ την Ίντερ-Εμπρέσας («Όχι άλλη απόλυση – Να επαναπροσληφθούν όλοι οι απολυμένοι» και «40ωρο, ναι! 45ωρο, όχι!»). Αυτά είχαν αντικατασταθεί στη διαδήλωση με το «Ενάντια στην ανεργία: 40 ώρες δουλειάς τη βδομάδα». Αυτό είχε αποτελέσει σημείο σύγκρουσης.     
Οι επικρίσεις οδήγησαν στο αίτημα για την αναδιοργάνωση της Γραμματείας. Εμφανίστηκαν αποκλίσεις σε σχέση με τον τρόπο που θα έπρεπε να εκπροσωπούνται ορισμένες εργατικές ομάδες. Οι αντιπρόσωποι της Εφασέκ, οι οποίοι είχαν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην Ίντερ-Εμπρέσας κατά τη διάρκεια της σύντομης ιστορίας της, δεν κατόρθωσαν να επιβάλουν τις απόψεις τους στους υπόλοιπους. Σε σχέση μ’ αυτό, γνωστοποιήθηκε από έναν αντιπρόσωπο της CDDT (Επιτροπή για την Υπεράσπιση των Εργατικών Δικαιωμάτων, μια απ’ τις επιτροπές που συστήθηκαν στην Εφασέκ ύστερα απ’ την απεργία της) ότι κάποιοι εργαζόμενοι της Εφασέκ συναντήθηκαν προκειμένου να επανεξετάσουν τη θέση τους πάνω στην Ίντερ-Εμπρέσας.
«Λοιπόν σύντροφοι, αυτό που συμβαίνει – κι έχουμε αποδείξεις γι’ αυτό- είναι ότι οι αντιπρόσωποι της Εφασέκ-Ινέλ προσπαθούν ηθελημένα να προκαλέσουν μια ρήξη στις γραμμές της Ίντερ-Εμπρέσας, δεδομένου του ότι σκέφτονται ήδη την οργάνωση μιας ακόμα “Ίντερ-Εμπρέσας”. Οι συγκεκριμένοι αντιπρόσωποι της Εφασέκ θα συνεχίσουν τον “αγώνα” τους μέχρι τέλους: τη δημιουργία μιας ακόμα Ίντερ-Εμπρέσας. Προσπαθούν να χωρίσουν τους εργαζόμενους ερχόμενοι σ’ επαφή και προσκαλώντας άλλους συντρόφους ή Εργατικές Επιτροπές. Εκτός της υιοθέτησης του ονόματος της Ίντερ-Εμπρέσας, ισχυρίζονται ότι η υφιστάμενη έχει τελειώσει. Λένε ότι η καινούρια Ίντερ-Εμπρέσας θ’ αποτελέσει καρπό της προηγούμενης. Την ίδια ώρα συκοφαντούν κάποιους μαχητές της εργατικής τάξης (…) ΄Όλ’  αυτά φανερώνουν σε ποιο σημείο έχουν φτάσει εκείνοι που λένε ότι είναι φίλοι των εργατών αλλά που στην πραγματικότητα κάνουν τα πάντα για να τους χωρίσουν. Μιας και τίποτα δεν έχει συμβεί μέχρι τώρα, μπορούμε μόνο να ρωτήσουμε γιατί και υπέρ ποιου προσπαθούν να διασπάσουν την οργάνωση της οποίας αυτοί οι ίδιοι αποτελούν κομμάτι κι η οποία αγωνίζεται εξ’ αιτίας της ανάγκης και του ταξικού αισθήματος».
Τ’ όνομα του συντρόφου απ’ τη Σοτέκνικα (εταιρεία ηλεκτρονικών απ’ τη Λισαβόνα) που ανέφερε αυτή τη συνάντηση (5) μπορεί να μη μαθευτεί ποτέ. Αυτός ή αυτή είχε αναμφίβολα αυταπάτες σε σχέση με τα «επαναστατικά σωματεία» όμως ο απολογισμός της συνάντησης της Ίντερ-Εμπρέσας έθεσε τον δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων. Η Ίντερ-Εμπρέσας χειραγωγούνταν από ομαδοποιήσεις Εργατικών Επιτροπών παρόμοιας κομματικής σκέψης. Οι αριστερές παρατάξεις έκαναν τα πάντα προκειμένου να δουν την αυτονομία της να μειώνεται.
Η ιστορία αυτή επαναλήφτηκε πολλές φορές. Οι αντιπρόσωποι Εργατικών Επιτροπών εμφανίζονταν στις συναντήσεις της Ίντερ-Εμπρέσας κάνοντας κομματικές διακηρύξεις. Ακολουθεί μια εξ’ αυτών, ελαφρώς διαφορετικής προέλευσης:
«Η εργατική τάξη δεν μπορεί να κρυφτεί απ’ την πολιτική. Αντίθετα απ’ τους φασίστες, οι Εργατικές Επιτροπές δηλώνουν ότι η πολιτική πρέπει να μπει στα εργοστάσια απ’ τις πύλες τους. Οι Εργατικές Επιτροπές ξέρουν ότι μόνο αν είναι συνειδητοποιημένες μπορούν να πάρουν την εξουσία. Ξέρουν που βρίσκεται το συμφέρον τους. Αυτό έχει διαφορά απ’ το να υπερασπίζεσαι ένα πολιτικό κόμμα, πράγμα που δε θα έπρεπε να κάνουν. Οι Εργατικές Επιτροπές είναι όργανα που δρουν αυτόνομα ενάντια στη μπουρζουαζία και το κεφάλαιο. Αντίθετα απ’ τα συνδικάτα, δεν υπόκεινται στους νόμους του συστήματος. Οι Εργατικές Επιτροπές θα έπρεπε να είναι εναντίον των συνδικάτων ή τουλάχιστον να προσπαθούν να τα υπερβούν, ακόμα δε και να εδραιωθούν ως παράλληλα όργανα. Οι Εργατικές Επιτροπές και τα συνδικάτα είναι όργανα της εργατικής τάξης όταν βρίσκονται κάτω απ’ τον έλεγχο της εργατικής τάξης, παρά το γεγονός ότι έχουν διαφορετικούς σκοπούς».
Ακολουθεί το τέλος του ανεκδότου, προδίδοντας τη λενινιστική αντίληψη: «Οι Εργατικές Επιτροπές δε θα πρέπει να δημιουργούν αυταπάτες στην εργατική τάξη, ότι δηλαδή θα μπορέσει να πάρει την εξουσία χωρίς το Κόμμα. Το Κόμμα όμως δεν μπορεί να υποκαταστήσει όλα τα ταξικά όργανα. Οι Εργατικές Επιτροπές διαθέτουν μια δομή η οποία πράγματι είναι μοναδική. Δημοκρατικά εκλεγμένες και ανακλητές, είναι σε θέση να αξιολογούν τις διάφορες κομματικές γραμμές μέσα στον αγώνα και ν’ αναλύουν τις διάφορες λύσεις που αφορούν πρακτικά προβλήματα. Μπορούν να το κάνουν αυτό σαν ένα πραγματικό Κόμμα της Εργατικής Τάξης».  
Τα Επαναστατικά Εργατικά Συμβούλια.
Τον Απρίλη του 1975, τόσο το PRP-BR, όσο και το LUAR προειδοποιούσαν το λαό να μην ξαφνιαστεί από ένα πιθανό φιλελεύθερο αποτέλεσμα των καπιταλιστικών εκλογών. Σ’ όλη τη διάρκεια της καμπάνιας, το PRP μιλούσε για τα «Εργατικά Συμβούλια». Στις 19 Απρίλη (6 μέρες πριν τις εκλογές) οργάνωσε μια μεγάλη συνάντηση στη Λισαβόνα με μέλη της Ίντερ-Εμπρέσας και διάφορες Εργατικές Επιτροπές. Αντιπρόσωποι της Λισνάβ, της ΤΑΡ, της Σετνάβ –καθώς και άλλοι απ’ τους κλάδους των κατασκευών και της υφαντουργίας- συναντήθηκαν για να συζητήσουν τη σύσταση μιας νέου τύπου οργάνωσης. Την παρακολούθησαν επίσης και ένστολοι εκπρόσωποι των Επιτροπών Στρατιωτών και Ναυτών. Εκεί βρίσκονταν βεβαίως και μέλη του PRP-BR – σε μεγάλο αριθμό. Συμφωνήθηκε ένα πρόγραμμα (βλ. Παράρτημα 19). Η συνάντηση εισήγαγε τα Επαναστατικά Συμβούλια των Εργατών, των Στρατιωτών και των Ναυτών (CRTSM – Conselhos Revolucionarios de Trabalhadores, Soldados e Marinheiros).  
Στη Μαρίνια Γκραντ, οι εργαζόμενοι είχαν οργανώσει ένα Συμβούλιο και (δεδομένων των ιστορικών συνειρμών που δημιουργούσε η πόλη – όπως κι η συγκεκριμένη ιδέα) το PRP-BR αποφάσισε πως αυτός ήταν ο τύπος της οργάνωσης που ταίριαζε γενικά στους εργαζόμενους. Είχαν υπνωτιστεί απ’ τη λέξη «συμβούλιο» (σοβιέτ), παρά το γεγονός ότι οι εργάτες των ορυχείων της Πανασκέιρα, είχαν, για παράδειγμα, ιδρύσει ήδη ένα «επαναστατικό κέντρο», όπως κι άλλοι εργαζόμενοι οπουδήποτε είχαν στήσει τις δικές τους Εργατικές Επιτροπές – και μάλιστα χωρίς να το υπενθυμίζουν διαρκώς. Αυτό που προωθούσε το PRP δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά ένας ακόμα ξεχωριστός τύπος οργάνωσης. Η ζωντανή πραγματικότητα έπρεπε να χωρέσει στα καλούπια του παρελθόντος.
Η προταθείσα συμβουλιακή δομή περιγράφτηκε με ορισμένες λεπτομέρειες. Τα τοπικά συμβούλια, βασισμένα σε επίπεδο δουλειάς, δήμου και στρατοπέδου, θα εξέλεγαν αντιπροσώπους στα συμβούλια ζώνης. Αυτά θα εξέλεγαν ένα περιφερειακό συμβούλιο κι αυτά με τη σειρά τους, ένα «εθνικό επαναστατικό συμβούλιο» - που θ’ αποτελούσε την ενσάρκωση της εξουσίας της εργατικής τάξης. Οι λειτουργίες των συμβουλίων καθορίζονταν απ’ την πολιτική διαφώτιση των εργατών, τον έλεγχο των οικονομικών και χρηματοπιστωτικών παραμέτρων των επιχειρήσεων, την εκκαθάριση (saneamanto) και τον εξοπλισμό της εργατικής τάξης.       
Τα κρίσιμα ζητήματα που αφορούσαν το πραγματικό κέντρο λήψης των αποφάσεων αυτής της τετραεπίπεδης δομής, παρακάμφτηκαν. Θα ήταν τα συμβούλια το έμβρυο της νέας μορφής της κοινωνικής οργάνωσης; Θα υλοποιούσαν την συνένωση της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας ή θα ήταν παράλληλοι πολιτικοί θεσμοί προς κάτι ακόμα; Δε φαίνεται να σπαταλήθηκε και πολύ σκέψη πάνω στα δυσκολότερα ζητήματα, όπως το ειδικό βάρος και τη φύση της αντιπροσώπευσης των εργατών γης, των γυναικών, της νεολαίας και των ανθρώπων υπό την ιδιότητα του καταναλωτή (σε σχέση μ’ αυτή του παραγωγού). Πόσο συχνά θα έδιναν αναφορά στη βάση οι «ανακλητοί αντιπρόσωποι»; Θα συνέχιζαν να εργάζονται οι αντιπρόσωποι κατά τη διάρκεια της θητείας τους; Πως θα εναλλάσσονταν οι λειτουργίες ώστε να μην κάνουν την εμφάνισή τους γραφειοκρατίες που θα βασίζονταν στο μονοπώλιο της ενημέρωσης; Τα ζητήματα αυτά ήταν σίγουρα κρίσιμα για την εγγύηση της πραγματικής – σ’ αντίθεση με την καθαρά τυπική- εξουσίας της εργατικής τάξης. Ενώ τα μοντέλα επί χάρτου ήταν πρόωρα, ήταν ανησυχητικό να βλέπεις τις λεπτομέρειες με τις οποίες είχαν καταστρωθεί και να τα συγκρίνεις με την απόλυτη έλλειψη φαντασίας (ή ακόμα κι επίγνωσης) που αφορούσε το σχετικό ουσιαστικό περιεχόμενο.     
Η πολιτική σύγχυση που στοίχειωνε τη σκέψη του PRP γύρω απ’ τα συμβούλια ήταν τεράστια. Το PRP δεν κατανόησε ποτέ πραγματικά τη φύση του κρατικού καπιταλισμού, όπως και των μέσων με τα οποία αυτός θα υλοποιούνταν. Τα «κόμματα της εργατικής τάξης» που βρίσκονταν στ’ αριστερά του Σ.Κ. (περιλαμβανομένου όμως κι αυτού) κλήθηκαν ν’ αποστείλουν αντιπροσώπους στην Προσωρινή (συμβουλιακή) Γραμματεία. Θα το έκαναν «μαζικά». Ήταν όμως αφελές κι επικίνδυνο σ’ ακραίο βαθμό να περιμένεις τη συνεργασία Σοάρες και Κουνιάλ στο συμβουλιακό κίνημα επειδή η κίνηση αυτή αποσκοπούσε στην καταστροφή της πραγματικής βάσης της δύναμής τους. Η συμμετοχή των σοσιαλδημοκρατών και των σταλινικών μόνο «ουδέτερη» δεν θα ήταν. Θ’ αποδεικνύονταν πέρα για πέρα αντεπαναστατική. Το Σ.Κ. και το PCP θα ήταν οι συνειδητοί φορείς της συγκεντροποίησης της οικονομίας προς μια κρατικο-καπιταλιστική κατεύθυνση. Όλο το βάρος των αντίστοιχων κομματικών μηχανισμών θα χρησιμοποιούνταν για την καταστροφή των αυτόνομων οργανώσεων της εργατικής τάξης. Τα συμβούλια σύντομα θα μετατρέπονταν σε τυπικά όργανα ενσωμάτωσης στον καπιταλισμό.    
Ένα ακόμα πεδίο ασάφειας συνιστούσε η σχέση των προτεινόμενων συμβουλίων με το MFA, τ’ οποίο θεωρούνταν ότι αποτελείτο από «προοδευτικούς αξιωματικούς», «δεξιούς» κι αυτούς που ήταν «ακόμα αναποφάσιστοι». Το MFA δεν αναλύθηκε ποτέ διεξοδικά με ταξικούς όρους. Τα κείμενα των Επαναστατικών Συμβουλίων έφτασαν ακόμα και να κομπάζουν για την «υποστήριξη» που το κίνημά τους απολάμβανε ανάμεσα στις γραμμές των υψηλόβαθμων αξιωματικών.
Η ιδέα των συμβουλίων κέρδισε δημοσιότητα όταν  Οτέλο και COPCON τάχτηκαν υπέρ τους. «Δε βλέπω κανέναν απολύτως κίνδυνο σ’ αυτά τα συνέδρια ή συμβούλια», είχε δηλώσει ο Οτέλο σε μια συνέντευξή του στο RTP. «Τα θεωρώ, όπως και τις Επιτροπές Γειτονιάς, ως ουσιώδες στοιχείο της Πορτογαλικής επανάστασης. Θεωρώ ότι συνιστούν κάτι παρόμοιο με τα Ρωσικά σοβιέτ του 1917 (…) Οι αναρχοσυνδικαλιστές είναι πολύ πνευματώδεις όταν γράφουν συνθήματα στους τοίχους, όπως το “A Portuguesa so temos cozido” (Το μοναδικό Πορτογαλέζικο πράγμα που έχουμε είναι το κοζίντου). (6) Είναι όντως αλήθεια. Πρέπει να οικοδομήσουμε το δικό μας σοσιαλισμό. Δίνω την ολόθερμη υποστήριξή μου σ’ αυτά τα επαναστατικά συμβούλια».   
Στις 10 Μάη, μια συνάντηση των συμβουλίων που διεξήχθη στο Πόρτο, παρακολουθήθηκε ανοιχτά από ένστολους στρατιώτες και ναύτες. Σε άλλη συνέλευση, ο προσωρινός γραμματέας (ο μεταλλεργάτης Βίτορ Κρέσπο) δήλωσε: «Θα έπρεπε ν’ αρχίσουμε καθιστώντας τα Επαναστατικά Συμβούλια την οργάνωση του Πορτογαλικού λαού, μια οργάνωση που μπορεί ν’ ασκήσει εξουσία, μια οργάνωση στην οποία όλοι θα έχουν λόγο. Σε κάθε εργοστάσιο, οι εργάτες θα έπρεπε να συγκεντρώνονται για να συζητήσουν τα προβλήματα και να εκλέξουν όργανα τα οποία θα εφάρμοζαν αυτά που οι εργάτες επιθυμούσαν». (7)
Στις 2 και 3 Αυγούστου του 1975, διεξήχθη στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Λισαβόνας το Δεύτερο Συνέδριο των Συμβουλίων. Ήταν ήδη αισθητή μια μεταβολή. Ενώ στο Πρώτο Συνέδριο υπήρχε πραγματική εκπροσώπηση της εργατικής τάξης, το δεύτερο απευθύνονταν κυρίως στους ημέτερους. «Εκπροσωπούνταν» κάποιος αριθμός εργοστασίων, όμως ο  κύριος όγκος του ακροατηρίου αποτελούνταν από μέλη του PRP-BR, καθώς κι απ’ τους φίλους του ή τις επαφές του. Τα πανό στους τοίχους προσπαθούσαν νοσταλγικά να ξαναζωντανέψουν την ατμόσφαιρα –κι επιπλέον το λεξιλόγιο- της Πετρούπολης του ’17. «Fora com a canalha – Poder a quem trabalha» (Έξω οι κανάγιες – Η εξουσία στους εργάτες). Ζήτω η Σοσιαλιστική Επανάσταση. Οι αριστεριστές ονειρεύονταν μέσ’ το ντουμάνι απ’ τους καπνούς των τσιγάρων. Το Τεχνολογικό Ινστιτούτο ήταν το Σμόλνυ και τα ναυπηγεία της Λισνάβ το εργοστάσιο Πουτίλοβ. Το Συνέδριο συζήτησε επί μακρόν ορισμένες αποφάσεις που αφορούσαν τη συμμαχία MFA-Λαού, καμιά εκ των οποίων δεν απαίτησε την ανοιχτή ρήξη μ’ αυτή τη «θολή» ιδέα. Οι σχέσεις μεταξύ COPCON και PRP ήταν πολύ στενές εκείνη την περίοδο κι ήταν απαραίτητο να μην εμφανιστούν αγκάθια ανάμεσά τους. Η γενική αντίληψη περιγράφονταν ξεκάθαρα σ’ ένα φυλλάδιο που μοιράστηκε στο Συνέδριο:
«Τα Συμβούλια αποτελούν την προτεινόμενη οργάνωση των εργατών στους τόπους δουλειάς τους, στις γειτονιές τους και στα στρατόπεδα. Τα Συμβούλια προσπαθούν να σχηματίσουν δομές για την ανάληψη της εξουσίας, τόσο της πολιτικής, όσο και της οικονομικής, με σκοπό να εγκαθιδρύσουν το σοσιαλισμό. Τα CRTSM δεν μπορεί να μετατραπούν σ’ εργαλείο κάποιου κόμματος εξ’ αιτίας του τρόπου εκλογής τους. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν μπορούν να παίξουν σπουδαίο ρόλο στη σοσιαλιστική επανάσταση. Δικό τους είναι το έργο της ιδεολογικής οργάνωσης των μελών και της παρουσίασης προτάσεων στην εργατική τάξη. Εξαρτάται απ’ την εργατική τάξη, και μόνο απ’ αυτήν, ν’ αποφασίσει τι πρέπει να επιτελέσουν».   
Για το PRP δεν ήταν αναγκαίο να καλεί διαδηλώσεις κάτω απ’ τ’ όνομα της Ίντερ-Εμπρέσας, αν σκοπός του ήταν η δημιουργία μιας «μη κομματικής» δομής. «Τα Συμβούλια είναι η οργάνωσή μας», ισχυρίζονταν, «και δεν μπορεί να κατηγορηθούν για κομματισμό, απλά και μόνο επειδή τα εισήγαγε ένα κόμμα. Τα μέλη των Συμβουλίων εκλέγονται στον τόπο δουλειάς τους κι είναι ανά πάσα στιγμή ανακλητά απ’ τους εργαζόμενους».  
Τυπικά αυτό ήταν αλήθεια. Τα Συμβούλια ωστόσο αποτελούσαν πρόσφορο έδαφος για κομματικούς ελιγμούς. Είχαν κάνει την «εμφάνισή» τους εκείνη ακριβώς τη στιγμή που, μετά απ’ τις διενέξεις στην Ίντερ-Εμπρέσας, οι εργαζόμενοι άρχισαν να κατευθύνονται προς νέες μορφές οργάνωσης. Δε γεννήθηκαν όμως ακριβώς πάνω στον αγώνα. Η δημιουργία τους ήταν αποτέλεσμα σχεδίου. Όπως το έθεσε η Κομπάτ (17 Ιούλη 1975):
«Τη στιγμή του αδιεξόδου για την αυτόνομη πάλη των εργαζόμενων κι όταν ο κόσμος έχει μπουχτίσει απ’ τις κομματικές πολιτικές – αλλά και σε μια στιγμή που οι εργαζόμενοι δεν έχουν ακόμα δημιουργήσει αυτόνομες οργανώσεις που να συνδέουν μεταξύ τους τους αγώνες- έρχεται να εμφανιστεί ένα μεγάλο κενό, προσφερόμενο για τον οπορτουνιστικό τυχοδιωκτισμό».
Το κενό αυτό εμφανίστηκε - και το PRP το γέμισε. Τα ίδια τα συμβούλια ρίζωσαν σε λίγες εταιρείες: τη Λισνάβ, τη Σετνάβ, την Εφασέκ, την Καμπουρνάκ κ.ά. Οι διαδηλώσεις τους σημείωσαν σίγουρα κάποιο αντίκτυπο στον Οτέλο και την «αριστερά» του MFA γενικότερα. Εξ’ αιτίας αυτού, τα CRTSM μπόρεσαν να υποστηρίξουν την COPCON και την «προοδευτική» πτέρυγα του MFA χωρίς να επιδειχτεί ιδιαίτερη σκέψη πάνω στο όλο ζήτημα του κρατικού καπιταλισμού.
Σαν πραγματικότητα μέσα στη ζωή της εργατικής τάξης, τα Συμβούλια, μόλις και μετά βίας υπήρξαν. Ήταν σημαντικά μονάχα στα μυαλά των θεωρητικών του PRP και των διανοουμένων που είχαν φετιχοποιήσει τη «συμβουλιακή» μορφή, δηλαδή που διέθεταν την παραδοσιακή αντίληψη. Ενώ οι εργαζόμενοι συμμετείχαν στις διαδηλώσεις που καλούσαν τα CRTSM, τα όργανα αυτά διέθεταν λιγοστά μόνο ερείσματα στα εργοστάσια, θεωρούμενα ως μία ακόμα κομματική πολιτική φράξια. Απ’ τους 1.300 εργαζόμενους της Λισνάβ, μονάχα καμιά σαρανταριά υποστήριζαν ενεργά τα Συμβούλια. Άλλοι εργαζόμενοι, ψάχνοντας για καινούρια μέσα αυτοέκφρασης, υποστήριξαν τα Συμβούλια προσωρινά, όπως στην περίπτωση της διαδήλωσης της Πρωτομαγιάς του 1975. Η πλειοψηφία των εργαζόμενων επέστρεψε στα αρχικά όργανα του αγώνα: τις Εργατικές Επιτροπές. Από κάθε άποψη, τα Συμβούλια συνιστούσαν περισσότερο μια ιδέα παρά ένα πραγματικό κίνημα.
Το Κίνημα των Κοπερατίβων.  
Μέχρι τον Αύγουστο του 1975 είχαν σχηματιστεί περίπου 300 κοπερατίβες ενώ άλλες 200 συστήθηκαν ως το Σεπτέμβρη. Γενικά, οι συγκεκριμένες παραγωγικές μονάδες (βιομηχανικές ή αγροτικές) εμφανίζονταν είτε όταν το αφεντικό εγκατέλειπε την εταιρεία του, είτε όταν το ίδιο ανακοίνωνε πως δεν ήταν σε θέση να συνεχίσει να τη λειτουργεί σαν κερδοφόρα επιχείρηση. «Νομιμοποιήθηκαν» συνολικά λιγότερες απ’ τις μισές: λειτουργούσαν στο ενδιάμεσο μιας κατάστασης, ανάμεσα στις εδραιωμένες καπιταλιστικές επιχειρήσεις και σ’ αυτές που βρίσκονταν κάτω από εργατική αυτοδιαχείριση. Δημιουργήθηκε μια ομοσπονδία των κοπερατίβων που βαθμιαία προσπάθησε ν’ αυτοκαθοριστεί, τόσο με όρους δομής, όσο και λειτουργιών.
Ας εξετάσουμε τα προβλήματα μιας συγκεκριμένης κοπερατίβας. Οι 17 εργαζόμενοι της Τέρμο ε Σολ (Λισαβόνα) απασχολούνταν στη συναρμολόγηση κλιματιστικού εξοπλισμού. Εξ’ αιτίας της δυσκολίας στην πληρωμή του μίνιμουμ εγγυημένου μισθού, το αφεντικό εγκατέλειψε την εταιρεία. Την ανέλαβαν οι εργαζόμενοι. Με πολλές θυσίες και πολύωρη υπερωριακή εργασία κατόρθωσαν να τροποποιήσουν τον τύπο παραγωγής, μετατρέποντας τη συναρμολόγηση κλιματιστικού εξοπλισμού στην αντίστοιχη ηλεκτρικών εξαρτημάτων, καθώς και άλλων που χρησιμοποιούνταν στις αποχετεύσεις, κάτι που θεωρούνταν καταλληλότερο. Συστήθηκε μια διαχειριστική επιτροπή για ν’ ασχοληθεί με το σύνολο των οικονομικών θεμάτων. Καμιά απόφαση δε λαμβάνονταν χωρίς την έγκριση της συνέλευσης. Τον Αύγουστο του 1975, ένας απ’ τους εργαζόμενους μου περιέγραψε την κατάσταση ως εξής:
«Απ’ την τυπική πλευρά του θέματος, θα ήταν ευκολότερο να ιδρύσουμε μια συμμετοχική ιδιωτική εταιρεία παρά μια κοπερατίβα. Η κοπερατίβα δεν έχει νομιμοποιηθεί ακόμα, αν και ιδρύθηκε το Νοέμβρη του 1974. Πληρώνονται διαφορετικοί μισθοί αλλά όλοι έχουνε την ίδια υπευθυνότητα. Είναι αδύνατο να κάνουμε πίσω. Αν χρειαστεί να πάρουμε τα όπλα για να υπερασπιστούμε την κοπερατίβα, εγώ κι οι άλλοι θα το κάνουμε. Τ’ αφεντικό διεκδικεί αποζημίωση αλλά αυτό δεν είναι δίκαιο. Πολλά αφεντικά προσχώρησαν σε διάφορες κοπερατίβες. Αυτό δε με πειράζει καθόλου, μιας και πρέπει κι αυτοί να βγάζουν το ψωμί τους. Αρχικά ήμασταν 22 εργαζόμενοι αλλά οι 5 αρνήθηκαν να μπουν (στην κοπερατίβα). Ο λόγος, νομίζω, ήταν ότι ένοιωθαν φόβο. Υπάρχουν πολλές δυσκολίες στο να χτίζεις το σοσιαλισμό σ’ ένα καπιταλιστικό κόσμο, το κίνημα όμως των κοπερατίβων αποτελεί ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Φυσικά είμαι ακόμα μισθωτός όμως ποιος άλλος τρόπος υπάρχει να λυθεί το πρόβλημα, εδώ και τώρα; Η κοπερατίβα έκανε μια συμφωνία με μια Ένωση Γειτονιάς μιας παραγκούπολης (στο δήμο του Φαλκέιρο, στην Αμαντόρα της Λισαβόνας). Η προσφορά μας ήταν η χαμηλότερη που δέχτηκε η Ένωση Γειτονιάς. Αφορούσε τις σωληνώσεις και την ηλεκτρική καλωδίωση (περίπου 5.000 εσκούδα ανά σπίτι έναντι 7 ή 9.000 που ζητούσαν άλλοι).    
Οι Καταλήψεις Γης.
Επίσημες αδημοσίευτες στατιστικές έδειξαν ότι μέχρι τις 8 Αυγούστου, 206.645 εκτάρια από 330 διαφορετικά «herdades» (αγροκτήματα) και «latifundios» (τσιφλίκια) είχαν καταληφτεί από 6.000 περίπου εργαζόμενους. Οι περιοχές που επηρεάστηκαν κατά κύριο λόγο ήταν το Αλεντέζο, το Ριμπατέζο και η περιοχή γύρω απ’ το Καστέλο Μπράνκο (στο Κέντρο). Η οργάνωση αυτής της γης σε κοπερατίβες και κολλεκτίβες ήταν λιγότερο εκτεθειμένη στη χειραγώγηση της αριστεράς. Το κυβερνητικό όργανο για την κοινωνική αλλαγή στην ύπαιθρο ήταν το IRA (Ινστιτούτο Γεωργικής Ανασυγκρότησης). Ομάδες αγρονόμων κι εξειδικευμένων υπαλλήλων εργάζονταν στα 8 Περιφερειακά Κέντρα του. Στην Εβόρα, το IRA λειτουργούσε με 18ωρο ημερήσιο ωράριο.
Στις 17 Μάη, καταλήφτηκαν 200 εκτάρια στο Αλεντέζο, από 100 περίπου εργαζόμενους (οι φάρμες των Μονταγκρίλ, Λεϊσόες, Πίπας ντε Μπαΐσο κτλ). Η κατάληψη υποστηρίχτηκε απ’ το ΙRΑ και το MFA που υποσχέθηκαν την παροχή αγροεφοδίων. Οι εργαζόμενοι ζήτησαν 15 τρακτέρ για ν’ αρχίσουν δουλειά. Όταν η έκταση θα καλλιεργούνταν πλήρως, ίσως χρειάζονταν 30.
Στις 11 Ιούνη, η Κίντα (φάρμα) ντα Τόρρε, κοντά στο Καμπάνας, μετατράπηκε σε κοπερατίβα. To IRA έδωσε την υποστήριξή του. Η γη είχε εγκαταλειφτεί απ’ τον προηγούμενο ιδιοκτήτη της, τον Κόμη του Τοζάλ. Η κατάληψη πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια της τοπικής Επιτροπής Γειτονιάς. Από ένα γειτονικό εργοστάσιο πήραν τα μηχανήματα που βοήθησαν να καθαριστεί η έκταση των 30 εκταρίων. Τα σπίτια που υπήρχαν στην έκταση θ’ αποτελούσαν τμήμα της κοπερατίβας.    
Τα 300 εκτάρια της Κίντα ντε Αλαγκόας, κοντά στο Λαγκόα (Αλγκάρβε), μετατράπηκαν σε κολλεκτίβα (με τα’ όνομα «Κόκκινο Αστέρι»). Η Κίντα του Σόουζα ντε Σε, κοντά στην Εβόρα, καταλήφτηκε. Η σχετική έκταση έφτανε τα 2.000 εκτάρια. Ακολούθησε ένοπλη επίθεση δώδεκα μεγαλοτσιφλικάδων εναντίον των εργαζόμενων. Υπήρξε ένας τραυματίας. Στις 16 Ιούλη, καταλήφτηκε κι η Κίντα ντε Σάο Πέντρο στο χωριό της Κούμπα (Αλεντέζο) που μετατράπηκε σε κοπερατίβα.
Στις 25 Ιούλη, καταλήφτηκαν γύρω στα 10.000 εκτάρια από 354 εργαζόμενους στην περιοχή του Σανταρέμ κι ανακηρύχτηκαν κολλεκτίβα. Άλλοι εργαζόμενοι κουβαλώντας αξίνες, ήρθαν σκαρφαλωμένοι στα φορτηγά για να βοηθήσουν τους αγρεργάτες να πραγματοποιήσουν τη μαζική αυτή κατάληψη. Με τον ίδιο τρόπο καταλήφτηκαν κι οι φάρμες στο Ενγκάλ (2.000 εκτάρια και 23 εργαζόμενοι), στο Μόντε Κούκο (3.000 εκτάρια και 62 εργαζόμενοι), στο Εσπαρτέιρο (300 εκτάρια και 45 εργαζόμενοι), στο Φαΐας (350 εκτάρια και 45 εργαζόμενοι), στο Άγκουας Μπέλας (700 εκτάρια και 62 εργαζόμενοι), στο Αλντέια Βέλια (1.100 εκτάρια και 59 εργαζόμενοι), στο Κοουρέλα ντος Μπαρέιρος (500 εκτάρια και 59 εργαζόμενοι), στην Πάλμα (300 εκτάρια και 19 εργαζόμενοι), στο Μόντε Νόβο (1.000 εκτάρια και 19 εργαζόμενοι) και στο Ρουίβος (700 εκτάρια και 48 εργαζόμενοι).  
Ως τα τέλη Ιούλη του 1975, είχε δημιουργηθεί ξεκάθαρα ένα πρότυπο. Το πιο αξιοσημείωτο γεγονός ήταν ότι ποτέ δε γίνονταν κουβέντα για το χωρισμό της γης. Η γη θα δουλεύονταν ομαδικά και θ’ ανήκε στο σύνολό της στο χωριό. Τα εργατικά χέρια δεν έλειπαν αλλά η έλλειψη μηχανημάτων προκάλεσε ατέλειωτα προβλήματα. Η Ένωση Τραπεζοϋπαλλήλων (που πρόσκεινταν στην Ιντερσιντικάλ) βοηθούσε να εξασφαλιστούν πιστώσεις που θα χορηγούνταν στα κατειλημμένα αγροκτήματα. Οι αγροτικές τράπεζες όμως επέμεναν ότι τα δάνεια έπρεπε να παρέχονται υπό την καθοδήγηση του Υπουργού Γεωργίας, Μπαπτίστα, καθώς και μέσω των Περιφερειακών Κέντρων του IRA.

Αμέσως μετά την πραγματοποίηση μιας κατάληψης, κατέφταναν ομάδες του IRA και συζητούσαν την κατάσταση με τους εργαζόμενους. Κατέληγαν σε αποφάσεις μόνο με τη σύμφωνη γνώμη των εργαζόμενων. Στις νέες κοπερατίβες θα χορηγούνταν δάνεια με το ισχύον τραπεζικό επιτόκιο (6,5 %). Οι πιστώσεις περιελάμβαναν ένα ταμείο έκτακτης ανάγκης απ’ το οποίο μπορούσαν να πληρώνονται οι καθυστερούμενοι μισθοί. Πολλές κοπερατίβες ανέλαβαν τ’ αποθέματα φελλού και ξυλείας που βρήκαν και τα πουλούσαν για να πληρώσουν τους μισθούς.
Ο νόμος για την Αγροτική Μεταρρύθμιση έθετε ανώτατο όριο 500 εκταρίων στην κατοχή γης από ένα πρόσωπο. Αυτό έδωσε στην κυβέρνηση τη δύναμη ν’ αναλάβει την επιπλέον γη που χρειάζονταν οι κοπερατίβες. Σε πολλές περιοχές, τα Περιφερειακά Κέντρα του IRA νομιμοποιούσαν άμεσα τις καταλήψεις. Έργο των κέντρων αυτών ήταν να υπηρετούν τις κοπερατίβες κι όχι να τις διευθύνουν. Οι υπάλληλοι των Κέντρων έπρεπε να υπενθυμίζουν συνεχώς στους αγρεργάτες το γεγονός αυτό.
Εκτός απ' το κίνημα των κοπερατίβων υπήρχε κι η «Ένωση των Μικρομεσαίων Γεωργών». Ήταν προβληματισμένοι απ' τις καταλήψεις και φοβούνταν το ενδεχόμενο να καταληφτούν κι οι δικές τους εκτάσεις. Η πλειοψηφία τους τάσσονταν κρυφά, αν όχι ανοιχτά, εναντίον του κινήματος.

Στην περιοχή της Εβόρα, είχαν σημειωθεί ήδη 100 περίπου καταλήψεις. Μέσα στον Αύγουστο του 1975 εμφανίζονταν νέες καταλήψεις καθημερινά. Ας εξετάσουμε και πάλι μια συγκεκριμένη περίπτωση: την κοπερατίβα της Σαφίρα, κοντά στο Μοντεμόρ (Αλεντέζο). Έχοντας καταλάβει δύο φάρμες (συνολικής έκτασης 1.100 εκταρίων), οι 89 εργαζόμενοι που συμμετείχαν εξέλεξαν μια Επιτροπή που επικοινώνησε αμέσως με το Περιφερειακό Κέντρο του IRA. Η κατάληψη δηλώθηκε. Η Επιτροπή, συνεδριάζοντας σ' έναν αχυρώνα, αποφάσισε να ζητήσει δάνειο 300.000 εσκούδων ώστε ν' αρχίσουν οι φάρμες να λειτουργούν. Ο Ζε, ο πλέον ευφραδής απ' τους ανθρώπους της Επιτροπής, μου μίλησε για κάποια απ' τα προβλήματα.


«Οι ιδιοκτήτες της γης ήρθαν το βράδυ με πρόθεση να πάρουν κάποια απ' τα μηχανήματα που είχαν αφήσει στη φάρμα. Εξ' αιτίας αυτού του γεγονότος οργανώθηκε νυχτερινή περιφρούρηση. Μια κοντινή μας φάρμα έχασε δύο τρακτέρ απ' την έλλειψη επαγρύπνησης. Οι περισσότερες καταλήψεις φυλάγονται από ένοπλους εργάτες. Ο κόσμος το ξέρει και δεν έρχεται προς τα δω τη νύχτα. Ένα ακόμα πρόβλημα είναι η συνεχιζόμενη καπιταλιστική νοοτροπία των εργαζόμενων. Οι γείτονές μας στην Ινφάντα έχουν δύο μηχανήματα που θέλαμε να δανειστούμε. Αντί όμως να μας τα δανείσουν, ζητούσαν να τα νοικιάσουμε για 400 εσκούδα τη μέρα. Το πρόβλημα λύθηκε με μια συνάντηση των δύο κοπερατίβων που ανέλυσαν τη σχέση μιας τέτοιας συναλλαγής. Μεταξύ των δύο καταλήψεων παρεμβάλλεται μια μικρή ιδιοκτησία. Αν κι οι καταλήψεις δεν τρέφουν κανένα ιδιαίτερο σεβασμό για τον ιδιοκτήτη, οι άνθρωποί μας πήγαν και του ζήτησαν να νοικιάσουν το κομμάτι του, το ενοίκιο του οποίου θα πλήρωνε η κυβέρνηση. Κάλεσαν τον ιδιοκτήτη να προσχωρήσει στην κοπερατίβα όμως αυτός αρνήθηκε. Το πρόβλημα παραμένει άλυτο. Θα εξαρτηθεί απ' τη γραμμή της Ένωσης Μικρομεσαίων Γεωργών το ποιανού μέλος είναι ο άνθρωπος αυτός. Οι εργαζόμενοι στην κοπερατίβα έχουν να πληρωθούν 7 βδομάδες. Δεν έχουν λάβει κάποια έκτακτη ενίσχυση. Κόψαμε 24 τόνους φελλού και πήραμε άλλους 25 όταν καταλάβαμε τη φάρμα. Θέλουμε να τους πουλήσουμε για να πληρωθούν οι μισθοί».

Ο Ζε αναφέρθηκε επίσης (ενώ τον διέκοπταν άλλα μέλη της Επιτροπής) και στον αριθμό των λαγών που τριγυρνούσαν στα χωράφια. Εξ' αιτίας της γενικής αντίθεσης στο κυνήγι του λαγού (πράγμα που αποτελούσε κυρίως χόμπι της αριστοκρατίας, καθώς κι έναν απ' τους λόγους για τη μη καλλιέργεια της γης), υπήρχε μια κάποια σύγχυση σχετικά με το τι έπρεπε να γίνει.  

Οι υπάλληλοι του Περιφερειακού Κέντρου της Εβόρα συμβούλεψαν τους ανθρώπους της κατάληψης να πράξουν ότι θεωρούσαν αυτοί σωστό. Μόνο εκείνοι γνώριζαν το πρόβλημα. Όπως το έθεσε κι ένας υπάλληλος του IRA: «Για 48 ολόκληρα χρόνια είχατε ανθρώπους που αποφάσιζαν για λογαριασμό σας. Αν κάνετε το ίδιο και τώρα, δε θ' αλλάξει τίποτα. Εσείς είστε που καταλάβατε τη γη, κάντε λοιπόν ότι θεωρείτε εσείς ορθό. Αν θέλετε, σκοτώστε τους λαγούς». Αυτή ήταν γενικότερα η στάση των υπαλλήλων του IRΑ. Η γραφειοκρατία ήταν περιορισμένη κι ο μόνος έλεγχος του Κέντρου αφορούσε την κατανομή των δανείων, που στις περισσότερες περιπτώσεις χορηγούνταν αυτόματα. Παρόλα αυτά υπήρχε μεγάλο κοινωνικό χάσμα μεταξύ της Επιτροπής και των τεχνικών που παρείχαν βοήθεια εκ μέρους του IRA. Η ομάδα τoυ IRA ζήτησε απ' τους εργαζόμενους να κάνουν μια κριτική για το Κέντρο. Ο Ζε εξέφρασε δύο παράπονα. Το πρώτο αφορούσε μια κάποια αποδιοργάνωση. Όταν πήγαινε στο Κέντρο συναντούσε κάθε φορά και διαφορετικούς ανθρώπους. Ακολούθως, αυτά που έλεγε κάποιος υπάλληλος του IRA δεν συμφωνούσαν πάντα μ' εκείνα που έλεγε ένας δεύτερος.

Αυτό φυσικά δεν αποτελούσε έκπληξη. Μέσα στο Κέντρο υπήρχαν όλα τα είδη των πολιτικών-τεχνοκρατικών τάσεων. Εκτείνονταν απ' το PCP μέχρι το MRPP, περιλαμβάνοντας κάποιες φορές ακόμα και «ελευθεριακούς». Γενικά, ο ρόλος του IRA ήταν αυτός της ενσωμάτωσης. Όπως η COPCON βοήθησε να εξαπλωθεί ο μύθος ότι η εργατική τάξη δε χρειάζονταν να εξοπλιστεί, το IRA προωθούσε τον αντίστοιχο που έλεγε ότι δεν ήταν αναγκαίο για την εργατική τάξη ν αναλάβει τον έλεγχο της νομοθετικής και οικονομικής εξουσίας συνολικά. Όσο κι αν το IRA επαναλάμβανε στους εργαζόμενους ότι διέθεταν φίλους στα Κέντρα, η ύπαρξή του ως σανίδα σωτηρίας για την εξουσία, εμπόδιζε τη σύσταση παράλληλων και αυτόνομων εργατικών οργανώσεων σ' αυτό το επίπεδο.

Οι Επιτροπές Γειτονιάς.

Κι εδώ όπως αλλού, οι κομματικοί αγώνες είχαν την τάση να κυριαρχούν στο αυτόνομο κίνημα. Οι Επιτροπές Γειτονιάς γνώρισαν παρεμβάσεις απ’ το PRP και το UDP και σ’ ορισμένες περιπτώσεις κι απ’ το MRPP. Μέσα στις Συνελεύσεις διεξάγονταν άγριοι αγώνες για τον έλεγχό τους και τα τοπικά προβλήματα υποβιβάζονταν στο επίπεδο των κομματικών ερίδων. Ως συνήθως, πολλοί κάτοικοι έχαναν κάθε ενδιαφέρον. Ενώ στη διαδήλωση της 19ης Απρίλη εκπροσωπούνταν 38 περίπου Επιτροπές, μόνο 8 απ’ αυτές είχαν μείνει να παρακολουθούν κανονικά τις εργασίες της CRAM μέχρι τον Αύγουστο.

Οι Επιτροπές των παραγκουπόλεων χειραγωγούνταν πιο δύσκολα. Οι αγώνες τους παρακινούνταν απ’ την απόλυτη ανάγκη: ήθελαν σπίτια και τα ήθελαν σύντομα.

Ενώ το PCP έκανε λόγο για «αναρχο-λαϊκισμό» (προκειμένου να περιγράψει οποιοδήποτε κίνημα δεν μπορούσε να ελέγξει) και το PPD αναφέρονταν στη «δήθεν λαϊκή εξουσία» (με τ’ οποίο εννοούσαν ότι η αστική δημοκρατία ήταν σε κρίση), οι ίδιες οι Επιτροπές Γειτονιάς αντιμετώπιζαν πολλές δυσκολίες. Να κάποιες απ’ αυτές:

1) Αντιπροσώπευση. Στο δήμο του Άνζος ζούσαν γύρω στους 17.000 ανθρώπους. Η Συνέλευση όμως που λειτουργούσε «εν’ ονόματι» των κατοίκων αριθμούσε μονάχα 300 άτομα. Οι αριθμοί δε σήμαιναν ότι 16.700 κάτοικοι ήταν εναντίον της Επιτροπής Γειτονιάς. Πολλοί δεν μπορούσαν να παρακολουθούν τις συνελεύσεις επειδή δούλευαν το βράδυ, επειδή ήταν κουρασμένοι μετά από μια μέρα δουλειάς, επειδή τους επισκέφτηκε κάποιος συγγενής, επειδή δε θεωρούσαν μια συγκεκριμένη συνέλευση σημαντική ή γιατί είχαν μπουχτίσει απ’ τους τσακωμούς. Ένας συγκεκριμένος τύπος ανθρώπων είχε την τάση να επιβάλλεται. Μιλούσαν καλύτερα, εξηγούσαν τις απόψεις τους σαφέστερα και τις χρησιμοποιούσαν για να οργανώνουν και να ελέγχουν.

2) Παθητικότητα. Στις παραγκουπόλεις, πολλοί εργαζόμενοι τηρούσαν παθητική στάση όσον αφορά τη μορφή των σπιτιών που θα χτίζονταν γι’ αυτούς. «Περιμένετε και θα δούμε, θα ξέρουμε μόλις πάρουμε στα χέρια το κλειδί», ήταν η συνηθισμένη αντιμετώπιση. Ούτε γίνονταν πολλές συζητήσεις για τη φύση της οικογένειας στα νέα σπίτια: αυτό σήμαινε ότι οι ίδιες δομές θα συνέχιζαν να υπάρχουν (αν και, προφανώς, σε καλύτερο περιβάλλον).

3) Ατομισμός. Σε γενικές γραμμές επικρατούσε συλλογικό πνεύμα κι όχι ατομιστικό. Όταν κάποιοι εργαζόμενοι εξέφραζαν ατομιστικές απόψεις (κατηγορώντας για παράδειγμα όσους δεν είχαν να πληρώσουν το νοίκι τους) επικρίνονταν άμεσα. Εξετάζονταν η δημιουργία ταμείων για όσους αντιμετώπιζαν δυσκολίες. Υπήρξαν επίσης περιπτώσεις ανθρώπων που εκδιώχθηκαν απ’ τις Επιτροπές. Η συνηθέστερη αιτία ήταν ότι δέχονταν χρήματα για να διευκολύνουν καταλήψεις σπιτιών.

4) Ενσωμάτωση. Οι Τοπικές Επιτροπές και τα υπόλοιπα όργανα της τοπικής διακυβέρνησης αποτελούσαν εμπόδιο στη συνολική πορεία της κοινωνικής αλλαγής, σαμποτάροντας κι εκτρέποντας συχνά διάφορα αιτήματα. Μια τέτοια Επιτροπή που έλεγχε μια περιοχή που κατοικούνταν κυρίως από μεσοαστούς είχε τη «σπουδαία» ιδέα να φτιάξει μια «παιδική χαρά» στη θέση των παραγκών. Η συγκεκριμένη Επιτροπή των MDP-CDE προσπαθούσε προφανώς να δημιουργήσει ένα πάρκο αποκλειστικά και μόνο γι’ αυτούς που διέθεταν ήδη σπίτι.

5) «Κρατισμός». Κατά μία έννοια, SAAL (για τις Επιτροπές Γειτονιάς) και IRA (για τις καταλήψεις γης) δρούσαν ως εκπρόσωποι του κρατικού καπιταλισμού, κατευθύνοντας τους αγώνες σε μορφές που θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές απ’ το κράτος, καταρτίζοντας λίστες με το καθετί που καταλαμβάνονταν και παρέχοντας πληροφορίες στα υπουργεία όσον αφορά τις εξελίξεις. Πολλοί επαναστάτες προσχώρησαν σ’ αυτούς τους οργανισμούς και, νοιώθοντας συμπάθεια για τα προβλήματα του κόσμου, προσπάθησαν να θέσουν τις φυσικές και διανοητικές τους δυνατότητες στη διάθεση των Επιτροπών. Όμως πολλοί εργαζόμενοι ένοιωθαν φόβο απέναντί τους, όπως ακριβώς και έναντι κάθε κρατικού θεσμού, παρά τη βοήθεια που τους παρείχαν.

ΧΙΙ. ΟΙ ΚΡΙΣΕΙΣ

Μεταξύ Ιούνη και Αύγουστου του 1975, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να γίνει λόγος για κυβέρνηση ή για πραγματική αντιπολίτευση. Η πραγματική εξουσία κατεβαίνει ολοένα και περισσότερο στο πεζοδρόμιο. Με την αποχώρηση του Σ.Κ. και του PPD απ’ την Τέταρτη Κυβέρνηση, τα PCP και MDP έμειναν μόνα τους στον εικονικό έλεγχο του κράτους. Οι «Γκονσαλβικοί», όπως αποκαλούνταν η στρατιωτική πτέρυγα του PCP, κυριαρχούσαν στο Συμβούλιο της Επανάστασης, ενώ το PCP κι οι συμπαθούντες του έλεγχαν την πλειοψηφία των υπουργείων. Η κοινωνική βάση τους όμως στη χώρα ήταν περιορισμένη και σίγουρα δε φαίνονταν να επεκτείνεται.

Το PCP είχε ηγηθεί των αντιδράσεων της 11ης Μάρτη και οι «μετριοπαθείς» πτέρυγες του MFA και του Σ.Κ. έπρεπε να συμβιβαστούν με τα επακόλουθά της, αποδεχόμενες τις εθνικοποιήσεις ως τίμημα που έπρεπε να καταβληθεί για τη συμμετοχή τους στην εξουσία. Μεταξύ Μάρτη κι Ιούνη, το Σ.Κ. (κι η σοσιαλδημοκρατική πτέρυγα του MFA) βρίσκονταν σ’ αποδιοργάνωση. Θα παρέμεναν σε μειονεκτική θέση, παρά την «υποστήριξη» που θα γνώριζε το Σ.Κ. μέσω των εκλογών του Απρίλη.

Η νεοσχηματισθείσα Πέμπτη Κυβέρνηση βάλλονταν από πολλές πλευρές. Αποτελεί χυδαία διαστρέβλωση η άποψη που ήθελε κάθε στήριξη προς την Κυβέρνηση να είναι αναγκαστικά «επαναστατική» σ’ αντίθεση με την όποια εναντίωση που ήταν αντίστοιχα «αντιδραστική» (σύμφωνα με τα παραμύθια που σερβίρει τώρα το PCP). «Η Πέμπτη Κυβέρνηση γεννήθηκε νεκρή», σύμφωνα με τον Αρνάλντο Μάτος (MRPP). Είχε κληρονομήσει όμως κι όλες τις νεκρές κυβερνήσεις που είχαν προηγηθεί. Οι ίδιες δυνάμεις που αντιτίθονταν στην Πέμπτη Κυβέρνηση, είχαν την ίδια στάση κι απέναντι στην Τρίτη ή την Τέταρτη. Η μοναδική διαφορά ήταν η απουσία των PCP και MDP από ορισμένες εκ των συγκεκριμένων αντιπολιτευτικών στάσεων. Τα αυτοχρισμένα κόμματα της εργατικής τάξης βρίσκονταν τώρα στην εξουσία και, σύμφωνα με ορισμένους, ότι κι αν έκαναν έπρεπε να τυγχάνει υπεράσπισης. Υπήρχαν όμως και αντιδράσεις διαφορετικού είδους που επρόκειτο τώρα να πάρουν μια βίαιη μορφή.

Η Αντίδραση στο Βορρά.

Οι βομβιστικές επιθέσεις που θα εξαπλώνονταν σ’ ολόκληρο το Βορρά ξεκίνησαν «επισήμως» απ’ το Φάφε (κοντά στο Πόρτο) στις 11 Ιούνη, όταν και εξερράγη χειροβομβίδα στα γραφεία του PCP. Οι περισσότερες απ’ τις τρομοκρατικές ενέργειες που ακολούθησαν ήταν ξεκάθαρα έργο της δεξιάς. Στο Πόβοα ντε Βαρζίμ (κοντά στο Πόρτο) μοιράστηκαν φυλλάδια που ανέφεραν ότι το MDP σχεδίαζε ν’ απαγάγει έναν παπά της περιοχής. Στην Τρόφα, στις 16 Ιούνη, συμπαθούντες του CDS οργάνωσαν διαδήλωση εναντίον του PCP.

Η πλατιά υποστήριξη που γνώρισε η συγκεκριμένη «αντιπολίτευση» στο Βορρά και το Κέντρο της χώρας, μπορεί μόνο να εξηγηθεί απ’ τη στρατηγική που ακολούθησε σ’ αυτές τις περιοχές το PCP. To PCP δεν είχε φανεί διαφορετικό απ’ τα παραδοσιακά κόμματα όσον αφορά τον έλεγχο που ασκούσε στα Σπίτια του Λαού (Casas do Povo) και τις Τοπικές Επιτροπές. Τα πρόσωπα πίσω απ’ τα γραφεία είχαν αλλάξει, όχι όμως κι οι συμπεριφορές. Εξ’ αιτίας του ότι το PCP λειτουργούσε «κλικαδόρικα», οι άνθρωποι σ’ αυτές τις περιοχές βοηθούνταν με κριτήριο την κομματική τους ένταξη κι όχι με βάση τις πραγματικές τους ανάγκες.

Την 1η του Ιούλη, οι εργαζόμενοι της Μολεφλέξ (στρώματα) παράτησαν τα εργαλεία τους κι έκαναν πορεία απ’ το Σ. Ζοάο ντα Μαντέιρα στους στρατώνες του Πόρτο. Οι 200 περίπου απ’ τους 2.000 εργαζόμενους ισχυρίζονταν ότι το PCP χειραγωγούσε τη Διευθύνουσα Επιτροπή (που είχε διοριστεί απ’ το Βάσκο Γκονσάλβες) κι ότι η Εργατική Επιτροπή τους ελέγχονταν απόλυτα απ’ το Κόμμα. Στη Λουρινιά, στα κεντρικά της χώρας, η πλειοψηφία των μικροαγροτών και των εργαζόμενων είχε στηρίξει τα κοινωνικά κινήματα μετά την 25η Απρίλη. Το τοπικό PCP κατηγόρησε ένα ξενοδόχο της περιοχής επειδή είχε νοικιάσει στο CDS μια αίθουσα για τη συγκέντρωσή του. Ο άνθρωπος αυτός ήταν δημοφιλής στην περιοχή κι είχε νοικιάσει το χώρο του αρκετές φορές στους περισσότερους απ’ τους εργαζόμενους, για γάμους, γιορτές κτλ, χρεώνοντας μάλιστα φτηνότερα τους φτωχότερους απ’ αυτούς. Όταν το PCP τον αποκάλεσε «φασίστα» και «αντιδραστικό», οι ντόπιοι μικροαγρότες κι εργάτες γης συγκεντρώθηκαν μαζικά για να τον υποστηρίξουν. Η διαδήλωσή τους, όπως και πολλές παρόμοιες, στρέφονταν τόσο εναντίον του τοπικού PCP, όσο κι υπέρ του PPD (ή του CDS κτλ). Στη διάρκεια της διαδήλωσης πετάχτηκαν αρκετές μολότοφ. Η μοναδική αντίδραση του PCP ήταν να χαρακτηρίσει όλους τους ντόπιους «αντιδραστικούς κι αμόρφωτους».

Αυτός ο πατερναλισμός ήταν διαδεδομένος. Με σκοπό να εξηγήσουν τις διαιρέσεις μέσα στην εργατική τάξη, οι αριστερές ομάδες περιορίστηκαν στο να μιλάνε για την καθυστέρηση του προλεταριάτου. Αυτό εξόργισε το «καθυστερημένο προλεταριάτο» ακόμα παραπάνω. Ενώ σ’ ένα θεωρητικό επίπεδο, ομάδες όπως το UDP ή το PRP-BR συζητούσαν στο εσωτερικό τους προβλήματα όπως εκείνα των αγρεργατών ή των ενοικιαστών μικροαγροτών, στην πράξη η συμπεριφορά τους έδειχνε το χειρότερο είδος κλικαδορισμού.

Η αντίδραση συνεχίζονταν ασταμάτητη όλο τον Ιούλη και τον Αύγουστο. Στο Σάντα Κόμπα Ντάο, στις 26 Ιούλη, το πλήθος εισέβαλε σ’ ένα στρατόπεδο της GNR, στ’ οποίο κρατούνταν ένας πρώην πράκτορας της PIDE. Στη Μπραγκάνσα συγκεντρώθηκαν περίπου 10.000 άνθρωποι για ν’ ακούσουν τον Επίσκοπο να τελεί τη Λειτουργία, φωνάζοντας «Κάτω ο Οτέλο, να πάει στη Μοζαμβίκη». Σε Αγκουέντα και Εσμορίζ, καταστράφηκαν τα γραφεία του PCP. Στις 29 Ιούλη, έγιναν στάχτη τα γραφεία του MDP στις ίδιες πόλεις, εν μέσω των συνθημάτων «Ζήτω το CDS». Στη Λουρινιά, όπου κάηκαν οι εφημερίδες της Λισαβόνας στη διάρκεια μιας «αντικομμουνιστικής» διαδήλωσης, 300 περίπου μικρομεσαίοι αγρότες και μαγαζάτορες της περιοχής έκαναν πορεία μέχρι τη μια απ’ τις εθνικοποιημένες τράπεζες (που τώρα ελέγχονταν απ’ το PCP) απαιτώντας την απομάκρυνση τριών μελών του PCP που εργάζονταν εκεί. Ισχυρίστηκαν ότι οι αγροτικές πιστώσεις δίνονταν με κομματικά κριτήρια κι ότι οι πληροφορίες για τις κομματικές πεποιθήσεις του καθένα παρέχονταν στην τράπεζα απ’ τους εργαζόμενους της περιοχής που ήταν μέλη του PCP. Όταν το PCP κατηγορήθηκε από 30 περίπου μέλη της «Επιτροπής για την Εκκαθάριση της PIDE» ότι χρησιμοποιούσε τους παλιούς της φακέλους εκβιάζοντας ανθρώπους προκειμένου να το υποστηρίξουν, το Σ.Κ. απαίτησε τη διενέργεια έρευνας. Το ότι το Σ.Κ. (ή και άλλοι) θα τους χρησιμοποιούσαν επίσης αν είχε έστω και μισή ευκαιρία, είναι άλλη ιστορία. Το σκάνδαλο συνέβαλε στο να απαξιωθεί ακόμα περισσότερο η Πέμπτη Κυβέρνηση.

Μέχρι τα τέλη Αυγούστου, οι περισσότερες απ’ τις οργανώσεις (με την εξαίρεση των πιο ορθόδοξων μαοϊκών) είχαν δεχτεί επιθέσεις. Μέσα σ’ αυτές περιλαμβάνονταν η Ιντερσιντικάλ, το PCP, το MDP, το FSP, το MES, το UDP, το PRP-BR, το FEC m-l και διάφορες μετωπικές οργανώσεις που ελέγχονταν απ’ αυτές τις ομάδες. Για να κατανοήσει κάποιος αυτό το κύμα των βομβιστικών επιθέσεων σε Βορρά και Κέντρο, πρέπει να εξετάσει τις κοινωνικές και πολιτισμικές ιδιομορφίες των συγκεκριμένων περιοχών. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ένα καθεστώς με βάση τη Λισαβόνα δέχονταν μετωπική επίθεση απ’ το Βορρά. Στους γνωστούς πολέμους της Πατουλεΐα (1846-48), η αναταραχή είχε ξεκινήσει απ’ το Πόρτο, κατευθυνόμενη εναντίον των μεταρρυθμίσεων που είχαν εισαχθεί απ’ το δεξιό Καμπραλικό (ΣτΜ: εκ του Αντόνιο Μπερνάρντο ντα Κόστα Καμπράλ, βασιλικού συμβούλου) καθεστώς. Το καθεστώς αυτό, εγκαθιδρυμένο μ’ ένα αναίμακτο πραξικόπημα, συνάντησε την αντίθεση των κύριων τάξεων της κοινωνίας (των αριστοκρατών, των τεχνιτών και των χωρικών), όπως και των διάφορων πολιτικών τάσεων (μοναρχικών, στρατηγών, κλήρου κι αριστερών ριζοσπαστών). Η εξέγερση της εποχής εκείνης (γνωστής και σαν εξέγερση της Μαρία ντα Φόντε) ήταν σίγουρα λαοφιλής παρόλο που οι εσωτερικές της αντιθέσεις ήταν το ίδιο μεγάλες μ’ εκείνες που θα προέκυπταν απ’ την κοινή εχθρότητα του 1975.

Πριν τον Απρίλη του 1974, οι θεωρητικοί κι οι οικονομολόγοι του PCP και του MDP είχαν προσπαθήσει ν’ αναλύσουν σοβαρά την κατάσταση μόνο στο Νότο, όπου οι καπιταλιστικές αντιθέσεις ήταν πιο έκδηλες. Είχαν καταστρώσει τα πλάνα τους για τη διάλυση των μεγάλων τσιφλικιών και μονοπωλίων μέσω μιας αγροτικής μεταρρύθμισης. Ο Βορράς, σχεδόν ξεχασμένος, διεκδικούσε το δικαίωμα να τον ξαναθυμηθούν, και μάλιστα εκδικητικά.

Η δομή και τα προβλήματα του Βορρά ήταν τελείως διαφορετικά απ’ αυτά του Νότου, όπως εύκολα μπορεί να φανεί από κάποια δεδομένα (βλ. Παράρτημα 15Β). Στην Εβόρα, το 71 % των υφιστάμενων αγροκτημάτων αποτελούνταν από λιγότερα των 4 εκταρίων. Όμως το σύνολο των πολυάριθμων αυτών αγροκτημάτων κάλυπτε ένα πολύ μικρό μέρος της γης (6 %). Το υπόλοιπο βρίσκονταν στα χέρια των ιδιοκτητών μεγάλων εκτάσεων. Στην άλλη άκρη του φάσματος, στην περιοχή του Βισέου, υπήρχαν λίγες μόνο μεγάλες ιδιοκτησίες και το υπόλοιπο 92 % καλύπτονταν από εκτάσεις μικρότερες των 4 εκταρίων. Παρόμοια, όλες οι μεγάλες εργοστασιακές μονάδες με μεγάλο αριθμό εργατών βρίσκονταν στο Νότο. 21 απ’ τα 49 εργοστάσια που απασχολούσαν πάνω από 1.000 εργαζόμενους έδρευαν στη Λισαβόνα και το Σετούμπαλ.

Η αγροτική μεταρρύθμιση στο Νότο δεν παρουσίασε πολλά προβλήματα. Οι μεγαλοτσιφλικάδες εγκατέλειψαν τη γη (ή εκδιώχτηκαν απ’ αυτή) κι οι εργάτες γης απλά προχώρησαν καταλαμβάνοντάς την. Στην Εβόρα, το 90 % του δυναμικού που απασχολούνταν στη γεωργία ήταν μεροκαματιάρηδες. Στη Βιάνα του Βορρά, το ποσοστό αυτό ήταν μόνο 27 %. Η ανομοιογένεια του βιομηχανικού τομέα συνοδεύονταν κι από μια μεγάλη ανομοιογενή ανάπτυξη της γεωργίας.

Στο Νότο υπήρχε σίγουρα μια υποστήριξη προς τις κρατικο-καπιταλιστικές πολιτικές του PCP και του MDP: άνοιγαν μια δίοδο που επέτρεπε στους εργαζόμενους να καταλαμβάνουν τη γη και μαζί της τα μηχανήματα και τα οικήματα που υπήρχαν σ’ αυτήν. Οι μεγαλοτσιφλικάδες (μέσω της PIDE και της GNR) κρατούσαν τους εργάτες στο χέρι. Οι άθλιοι μισθοί γεννούσαν απ’ τη μια πραγματική αλληλεγγύη κι απ’ την άλλη μίσος για τους μεγάλους γαιοκτήμονες. Οι εθνικοποιήσεις των τραπεζών και ο συγκεντρωτισμός των πιστώσεων αποτέλεσαν την προφανή αντίδραση του PCP στις πιέσεις απ’ τα κάτω. Η στήριξη των καταλήψεων γης κι η αποδοχή των «κοπερατίβων» ήταν επίσης αναγκαίες, τουλάχιστον στα πρώτα στάδια   

Ο Βορράς αποτελούσε διαφορετικό ζήτημα. Οι περισσότερες αγροτικές οικογένειες νοίκιαζαν τα μικρά τους κτήματα απ’ τους τοπικούς γαιοκτήμονες που τους είχαν στο χέρι πολύ παραπάνω σε σχέση μ’ όσα συνέβαιναν στο Νότο. Οι «νόμοι περί ενοικίου» που χρονολογούνταν στις αρχές του ’40, επέτρεπαν στους γαιοκτήμονες ν’ αρνηθούν τη διαδικασία επανενοικίασης ή εκμίσθωσης, ειδοποιώντας τους ένα χρόνο πριν. Ο νόμος αυτός άλλαξε στη διάρκεια της Τέταρτης Κυβέρνησης. Σχεδόν κανείς γαιοκτήμονας δεν μπορούσε τώρα να διώξει έναν ενοικιαστή για 18 χρόνια βάσει υπογραφής συμβολαίου. Ο νέος νόμος για την ενοικίαση –χαρακτηριστικός της καινούριας νομοθεσίας- αποτελούσε συμβιβασμό με τους τοπικούς γαιοκτήμονες. (1) Απ’ τη μια βοηθούσε τους ενοικιαστές ενώ απ’ την άλλη νομιμοποιούσε την όλη ιδέα του αγροτικού ενοικίου, επιβεβαιώνοντας το «δικαίωμα» του γαιοκτήμονα στη γη.   

Οι χωρικοί του Βορρά ήταν αυτοί που παρείχαν την όποια «μαζική βάση» διέθετε το παλιό καθεστώς. Οι διαδηλώσεις προς υποστήριξη του Σαλαζάρ μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αποτελούσαν όμως πολύ συχνά μια κωμωδία: οι αγρότες των επαρχιών του Βορρά στοιβάζονταν σα τα πρόβατα σε λεωφορεία και μεταφέρονταν στη Λισαβόνα (λαμβάνοντας 20 εσκούδα τη μέρα). Οι πράκτορες της PIDE κατάρτιζαν τις λίστες των διαδηλωτών, βοηθούμενοι απ’ τους παπάδες στις εκκλησίες.

Οι οικογένειες στο Βορρά ζούσαν συχνά ολοκληρωτικά απ’ τη γη, τρώγοντας λαχανικά, ανταλλάσσοντας τ’ αναγκαία ενώ σπάνια χρησιμοποιούσαν ή χρειάζονταν χρήμα. Κάποια χωριά ήταν τόσο απομονωμένα ώστε τους πήρε κάποιο χρόνο για να αντιληφθούν ότι στη Λισαβόνα είχε λάβει χώρα ένα πραξικόπημα. Το πρόγραμμα «πολιτιστικής δυναμοποίησης» της Πέμπτης Μεραρχίας διεξάγονταν σε πολλές περιοχές με τρόπο επιθετικό απέναντι στους χωρικούς. Οι τοπικές δομές εξουσίας ήταν δύσκολο ν’ αποδιαρθρωθούν κι οι ανάλογες απόπειρες συναντούσαν τη συνδυασμένη αντίσταση των αφεντικών της υπαίθρου, του ασκούντος μεγάλη επιρροή κλήρου και της αστυνομίας.

Η Καθολική Εκκλησία είχε αναθρέψει πολλές γενιές μέσα στην άγνοια. Ακόμα και σήμερα, οι εκπρόσωποι του Βατικανού εξακολουθούν ν’ ασκούν επιρροή σε Νότο και Λισαβόνα. Ο Καρδινάλιος Κερεζέιρα, δεξί χέρι του Σαλαζάρ, ήταν ελεύθερος να κυκλοφορεί στην πρωτεύουσα ενώ οι φίλοι του, οι επικεφαλής της PIDE, βρίσκονταν στη φυλακή. Όλα αυτά όμως συνιστούν απλά μια μερική εξήγηση. Μισός αιώνας Σαλαζαρισμού δεν είχε καταφέρει να γεννήσει τόσο αντικομμουνισμό όσο 18 μήνες συμμετοχής του PCP στις διάφορες κυβερνήσεις. Οι πραγματικές ρίζες της εξουσίας στην ύπαιθρο δεν απειλούνταν κατά κανένα τρόπο απ’ το MFA. Απ’ το σύνολο των ανθρώπων της PIDE που είχε συλλάβει η Πρώτη Προσωρινή Κυβέρνηση, το 75 % προέρχονταν απ’ το Νότο και μόνο το 6 % απ’ το Βορρά, σύμφωνα με δημοσιογράφο της Λισαβόνας που σχετίζονταν με το PCP. Σε Βορρά ή Νότο, δεν είχαν πιάσει ούτε έναν παπά.

Θεωρούνταν από πολλούς ότι το PCP ήταν υπεύθυνο διαχειριστικών καταχρήσεων στο Βορρά. Ενώ αυτό αληθεύει, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ούτε το PCP, ούτε κάποια απ’ τις υπόλοιπες αριστερές οργανώσεις αφιέρωσαν ιδιαίτερη σκέψη ή έδειξαν αξιοσημείωτο ενδιαφέρον για τα προβλήματα αυτής της περιοχής. Ο «αντικομμουνισμός» του Βορρά αποτελούσε μια σύνθετη περίπτωση, τα βασικά σημεία της οποίας ήταν: α) το γεγονός ότι οι παλιές δομές εξουσίας είχαν μείνει ανέπαφες στις μικρές πόλεις και την ύπαιθρο. Κάτω από καινούρια ονόματα, οι παλιοί κύκλοι είχαν αναδιοργανωθεί για ν’ αμυνθούν έναντι της επέλασης του κρατικού καπιταλισμού που είχε αποδειχτεί τόσο επιτυχημένος στο Νότο β)  η έλλειψη κάθε κατανόησης ή συνολικής στρατηγικής για τους χωρικούς του Βορρά, σε μια εποχή που η «πρωτόγονη» κομμουνιστική πραχτική υπήρχε σίγουρα σε ορισμένα χωριά, κάτι που συνέβαινε και κάτω απ’ το φασισμό γ) η απουσία κάθε άμεσου δεσμού ανάμεσα στην αριστερά και τους «μη προνομιούχους» του Βορρά. Η επιρροή που ασκούσε το PCP στο Υπουργείο Γεωργίας δε χρησίμεψε σχεδόν σε τίποτα στους χωρικούς του Βορρά. Ο πυρήνας του PCP μέσα στο Υπουργείο, το SADA, (2) διόριζε φίλα προσκείμενα κομματικά μέλη στα πόστα διαφόρων περιφερειών της χώρας, οι οποίοι με τη σειρά τους τοποθετούσαν τους αναπληρωτές τους. Περιορίστηκε λοιπόν σ’ αυτά. Μόνο όταν το IRA (μια διαφορετική υπηρεσία του ίδιου υπουργείου) άρχισε να υιοθετεί ριζοσπαστικότερες στάσεις υπερβαίνοντας το Κόμμα, άρχισε το PCP να ενδιαφέρεται. Όταν το IRA υποστήριξε τρεις καταλήψεις στο Βορρά που είχαν πραγματοποιηθεί στο πρώτο εξάμηνο που ακολούθησε την 25η Απρίλη, το SADA ήρθε σ’ επαφή μαζί τους για να «φροντίσει το Βορρά».

Η κατάσταση πολλών μικρών ενοικιαστών-αγροτών είτε δεν άλλαξε καθόλου, είτε στην πραγματικότητα επιδεινώθηκε. Οι τιμές αυξήθηκαν ενώ οι «μισθοί» παρέμειναν ίδιοι. Οι οικογένειες μπορούσαν να τραφούν γιατί παρήγαγαν μόνες τους αλλά διέθεταν ελάχιστα χρήματα για ν’ αγοράζουν απ’ τις πόλεις. Αυτή η επιδεινούμενη κατάσταση ήταν βούτυρο στο ψωμί πολλών δεξιών ομάδων. Οι εκλογές του Απρίλη του 1975 αποδείχτηκαν κωμωδία. Στο Σάο Ζοάο ντο Κάμπο, τ’ αποτελέσματα ευνόησαν το CDS, με το PPD και το Σ.Κ. να έρχονται δεύτερο και τρίτο αντίστοιχα. Υπήρξαν ελάχιστοι ψήφοι για το PCP. Απ’ τους 250 ψηφοφόρους του χωριού (που πίστευαν ότι έπρεπε να ψηφίσουν υποχρεωτικά), δύο προτίμησαν το PUP (τ’ οποίο δεν εμφανίστηκε ποτέ στην περιοχή κι είναι απίθανο ν’ απέκτησε ξαφνικά ρίζες στην περιοχή η μαοϊκή ιδεολογία – επρόκειτο προφανώς για ψήφους διαμαρτυρίας, πλάκα μεταξύ φίλων ή προτίμηση στο σήμα του που ήταν πιο θελκτικό). Ο παπάς της περιοχής είχε κάνει ένα κήρυγμα την προηγούμενη Κυριακή τονίζοντας πως «κάποιες συγκεκριμένες πράξεις οδηγούν στο πυρ της κολάσεως». Όλοι γνώριζαν ότι ήταν μέλος του CDS, όπως κι ότι δεν αναφέρονταν στη… μοιχεία.

Ο Δρόμος προς τον Κρατικό Καπιταλισμό.

Σε σχέση με την Ευρώπη ως σύνολο, η Πορτογαλία αποτελούσε, από κάθε άποψη, μια καθυστερημένη χώρα. Αν εξετάσουμε για παράδειγμα το κατά κεφαλήν ετήσιο εισόδημα για το 1974, ανέρχεται για την Πορτογαλίας στα 760 $ (ΗΠΑ). Απ’ τις χώρες του ΟΟΣΑ, μόνο η Τουρκία βρίσκονταν χαμηλότερα. Για να γίνει κάποια σύγκριση, το αντίστοιχο μέγεθος για τις ΗΠΑ ήταν 5.130, για τη Γαλλία 3.180 ενώ για την Ισπανία και την Ελλάδα έφτανε στα 1.100. (3)

Τα νούμερα αυτά δεν περιλαμβάνουν τα έσοδα που προέρχονταν απ’ τις πρώην Πορτογαλικές αποικίες, ούτε τα εμβάσματα των μεταναστών εργατών. Ούτε επίσης περιλαμβάνουν τις πρώτες ύλες που δεν έχουν τύχει εκμετάλλευσης ακόμα, όπως τα κοιτάσματα σιδήρου του Νότου ή το πετρέλαιο των ακτών του Σίνες. Εκτός υπολογισμού είναι και τα εκατομμύρια που εισέρεαν στη χώρα από ΗΠΑ και Ρωσία ταυτόχρονα.

Η Πορτογαλική οικονομία αποτελούνταν από τέσσερις κύριους τομείς: α) τον ημιφεουδαρχικό τομέα, στον οποίο οι ενοικιαστές αγρότες πλήρωναν μέρος του ενοικίου τους με τη μορφή εργασίας ή αγροτικής παραγωγής. Μεγάλες εκτάσεις του Βορρά διέπονταν απ’ το συγκεκριμένο τύπο β) ένα «φιλελεύθερο» καπιταλιστικό τομέα, στον οποίο τα μέσα παραγωγής ανήκαν σε μεμονωμένους ιδιώτες ή εταιρείες γ) τεράστια μονοπώλια και τράπεζες, ελεγχόμενα από 100 μεγάλες οικογένειες. Η CUF αποτελούσε ένα τέτοιο μονοπώλιο, συμμετέχοντας στο ένα δέκατο του εθνικού ακαθάριστου προϊόντος δ) κρατικές εταιρείες που ασχολούνταν στο ευρύτερο πεδίο των πρώτων υλών, της ενέργειας και των συγκοινωνιών. Η εθνικοποίηση αυτών είχε αρχίσει απ’ το Σαλαζάρ.

Τα πολιτικά κόμματα αντανακλούσαν την παραπάνω κατάσταση. Σε διάφορους βαθμούς, βασίζονταν στους προαναφερθέντες τομείς της οικονομίας. Έκαναν την εμφάνισή τους συμμαχίες – ή εναντιώσεις- στα συγκεκριμένα συμφέροντα. Η πραγματική ζωή όμως ήταν πιο περίπλοκη απ’ τα βασικά προτεινόμενα μοντέλα. Συχνά έπρεπε να γίνονται συμβιβασμοί: το PPD θα συμμαχούσε με το Σ.Κ. αν και δε του ήταν καθόλου αρεστή η κρατικο-καπιταλιστική ρητορική του τελευταίου. Η πλειοψηφία των λενινιστικών οργανώσεων υποστήριζε το PCP, παρόλη τη δυσαρέσκειά τους για την ανοχή που αυτό επιδείκνυε στο «φιλελεύθερο καπιταλισμό». Το MRPP, ωθούμενο απ’ τον παρανοϊκό φόβο ότι οι τεχνοκράτες του PCP μπορούσαν να του κλέψουν την παράσταση, έκανε τακτικές συμμαχίες με το Σ.Κ. ενώ παραδέχονταν την αντίφαση που εμπεριείχε μια τέτοια ενέργεια.

Η ιστορία του εργοστασίου Μανουέλ Γκονσάλβες στο Φαμαλικάο φανερώνει κάποια απ’ τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι εργαζόμενοι ως αποτέλεσμα των διεθνών διασυνδέσεων του κεφαλαίου. Το εργοστάσιο εθνικοποιήθηκε αμέσως μετά την 11η Μάρτη επειδή ο ιδιοκτήτης του εμπλέκονταν στο αποτυχημένο πραξικόπημα. Ο άνθρωπος αυτός απευθύνθηκε απ’ την Ισπανία στους διεθνείς προμηθευτές του (μια Ελβετική εταιρεία) προτρέποντάς τους να σταματήσουν την παροχή πρώτων υλών εκτός κι αν τις παραγγελίες τις έδινε ο ίδιος προσωπικά. Οι εργαζόμενοι ήταν χωρίς δουλειά για τέσσερις βδομάδες και φυσικά χωρίς μισθούς. Το Διοικητικό Συμβούλιο είχε διοριστεί απ’ το PCP και η αυτοδιοριζόμενη Εργατική Επιτροπή κυριαρχούνταν απ’ το ίδιο κόμμα. Ο ίδιος ο Μανουέλ Γκονσάλβες προέρχονταν από φτωχή οικογένεια. Είχε κατασκευάσει μια πισίνα στο εργοστάσιο για τους εργαζόμενους και τους είχε χτίσει καινούριο εστιατόριο. Οι μισθοί ήταν άθλιοι αλλά καλύτεροι απ’ το τίποτα. Μέσα στο εργοστάσιο, μέλη της οικογένειάς του άρχισαν μια προσπάθεια για την επιστροφή του ιδιοκτήτη. Όταν 200 απ’ τους εργαζόμενους (καθοδηγούμενοι απ’ τα μέλη της οικογένειας Γκονσάλβες) απαίτησαν νέες εκλογές για την ανάδειξη Εργατικής Επιτροπής, το PCP αρνήθηκε αποκαλώντας την κίνηση αυτή «αντιδραστικό ελιγμό». Μια διαδήλωση στο Φαμαλικάο, στα τέλη Ιούνη, θα οδηγούσε κατόπιν στην πυρπόληση των γραφείων που διατηρούσε το PCP στην περιοχή, τον Ιούλη.  

Ορισμένοι απ’ τους εργαζόμενους τόνιζαν ότι οι εθνικοποιήσεις τους είχαν φέρει μόνο δυσκολίες. Αυτό που ήθελαν να πουν ήταν ότι το καινούριο αφεντικό (το κράτος) δεν ήταν καλύτερο απ’ το παλιό (το μεμονωμένο καπιταλιστή). Ο κρατικός καπιταλισμός από πολλές απόψεις ήταν πραγματικά χειρότερος: όλες οι παλιές δυσκολίες διατηρούνταν, στις οποίες ήρθε τώρα να προστεθεί η απειλή της απώλειας της εργασίας. Μέσα στο εργοστάσιο, οι σχέσεις εργασίας δεν άλλαξαν. Οι μισθοί δεν αυξήθηκαν. Απλά μεγάλωσε η ανασφάλεια.

Οι μόνες οργανώσεις που υποστήριξαν αυτούς τους εργαζόμενους ήταν το CDS, το  PPD και το Σ.Κ. κι αυτό το έκαναν απλά με το να επιτίθονται στη νέα διεύθυνση που ελέγχονταν απ’ το PCP. Οι εργαζόμενοι βρίσκονταν σε σύγχυση σχετικά με το τι ήθελαν και το πώς θα λύνονταν τα προβλήματά τους. Μετά από μια διαδήλωση στην πόλη του Φαμαλικάο, τον Αύγουστο (με σύνθημα «Κάτω η Εργατική Επιτροπή – Ζήτω τ’ Αφεντικό»), μίλησα με κάποιους απ’ τους συμμετέχοντες στο σινεμά της περιοχής, όπου και είχαν συγκεντρωθεί. Οι μισθοί τους ήταν χαμηλότεροι απ’ το ελάχιστο όριο που είχε ορίσει η κυβέρνηση. Η οργή τους εκφράζονταν μέσω του αντικομμουνισμού.

Οι εμπρησμοί κι οι τρομοκρατικές επιθέσεις συνεχίστηκαν. Είναι αλήθεια ότι ο καιρός ήταν ξηρός αλλά ο αριθμός των δασικών πυρκαγιών που σημειώθηκαν στους καλοκαιρινούς μήνες ήταν εξαιρετικά μεγαλύτερος απ’ το συνηθισμένο. Ομάδες όπως ο ELP (Στρατός για την Απελευθέρωση της Πορτογαλίας) ευθύνονταν για πολλές απ’ τις επιθέσεις. Θα παρακάμπτονταν όμως τα πραγματικά ζητήματα αν αποδίδονταν σ’ αυτόν γεγονότα όπως η συγκέντρωση 20.000 ανθρώπων στη Μπράγκα που εμφανίστηκαν στις αρχές Αυγούστου για ν’ ακούσουν τον Επίσκοπο να καταγγέλει τις χώρες «πέραν του Σιδηρού Παραπετάσματος» (Ανατολικού μπλοκ).

Τα οικονομικά προβλήματα ήταν πράγματι σοβαρά. Διακόσιες πενήντα χιλιάδες Πορτογάλοι ήταν χωρίς δουλειά και χωρίς να διαθέτουν τα προς το ζην. Το ταμείο ανεργίας που είχε ιδρυθεί απ’ την Τρίτη Κυβέρνηση ήταν αναποτελεσματικό σε μεγάλα τμήματα της χώρας. Περίπου 300.00 άνθρωποι θα έρχονταν μέχρι τον Οχτώβρη απ’ την Ανγκόλα, και μετά θ’ ακολουθούσαν κι άλλοι. Πολλές επιχειρήσεις είχαν εγκαταλειφτεί απ’ τ’ αφεντικά τους επειδή δεν ήταν πια κερδοφόρες και καταλαμβάνονταν απ’ τους εργαζόμενους γιατί χρειάζονταν δουλειά. Το 75 % του ελλείμματος στο ισοζύγιο πληρωμών είχε να κάνει με τις χώρες της ΕΖΕΣ και της ΕΟΚ. Οι εξωτερικές κι εσωτερικές αγορές περιορίζονταν.

Η Κρίση των Λενινιστικών Ιδεών.

Στις 21 Ιούλη, ο Βάσκο Γκονσάλβες έκανε τη δική του ανάλυση για τα γεγονότα. «Η δημιουργία των συνθηκών εντός των οποίων μπορούν οι εργαζόμενοι να έρθουν προοδευτικά στην εξουσία, προϋποθέτει την ύπαρξη μιας πρωτοπορίας ικανής ν’ αναπτύξει μια σοσιαλιστική πρακτική». Εξέφρασε κατόπιν τις κρατικο-καπιταλιστικές πολιτικές του PCP. Διατηρούσε επιφυλάξεις για την αριστερά. «Ο βολονταρισμός κι ο ιδεαλισμός, μικρή σχέση έχουν με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού (…) Ο αριστερισμός είναι αντικειμενικά στο πλευρό της αντίδρασης (…) Η πρόοδός του οφείλεται στην αδυναμία της υφιστάμενης εξουσίας να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της επαναστατικής διαδικασίας».       

Αυτή ήταν μια απ’ τις πρώτες παραδοχές ότι είχαν διαπραχτεί λάθη κι ότι το PCP κινδύνευε να χάσει έδαφος εκτός κι αν αυτά διορθώνονταν. Ο Κόστα Γκόμεζ προειδοποίησε ότι «ο πυλώνας της Λισαβόνας διέτρεχε τον κίνδυνο ν’ αποκοπεί απ’ την υπόλοιπη χώρα» κι επίσης ότι «η επανάσταση προχωρούσε με ρυθμό που η χώρα δεν μπορούσε ν’ ακολουθήσει». Ο διχασμός που είχε σημειωθεί μέσα στο Επαναστατικό Συμβούλιο αντανακλούσε τον αντίστοιχο που υπήρχε έξω απ’ αυτό. Ο Βίτορ Άλβες θα έλεγε αργότερα (Εσπρέσσο, 20 Σεπτέμβρη 1975) ότι το Συμβούλιο είχε αποσυντονιστεί τελείως κι ότι εξαιτίας αυτού ήταν που αποφασίστηκε να συγκεντρωθεί η εξουσία στα χέρια μιας τριανδρίας. Αυτή αποτελούνταν απ’ τους Βάσκο Γκονσάλβες (ρεφορμισμός του PCP), Κόστα Γκόμεζ (ο «Φελλός») και Οτέλο (λαϊκισμός).    

 Η κίνηση αυτή δε θα γεφύρωνε τη ρήξη, αντιθέτως θα την όξυνε. Μια ομάδα αξιωματικών του Συμβουλίου έβγαλε ένα «ρεαλιστικό» κείμενο στις 7 Αυγούστου που έγινε γνωστό ως «Κείμενο των Εννιά». Οι εννιά ήταν οι εξής: οι Λοχαγοί Βάσκο Λουρένσο και Σόουζα ε Κάστρο, οι Ταγματάρχες Κόστα Νέβες, Κάντο ε Κάστρο, Μέλο Αντούνες και Βίτορ Άλβεζ, ο Διοικητής Βίτορ Κρέσπο και οι Ταξίαρχοι Φρανσίσκο Καραΐς και Πεζεράτ Κορρέια. Οι δύο τελευταίοι ήταν οι Διοικητές στις περιφέρειες Νότου και Κέντρου (ο Κορβάσιο που υποστήριζε το PCP, ήταν υπεύθυνος για το Βορρά). Ο Βάσκο Λουρένσο ήταν εκπρόσωπος του Συμβουλίου της Επανάστασης, ενώ ο Μέλο Αντούνες είχε συντάξει το πρώτο πρόγραμμα των Ενόπλων Δυνάμεων (βλ. Παράρτημα 1). Είχε επίσης καταστρώσει ένα οικονομικό πλάνο πριν την 11η Μάρτη, τ’ οποίο θ’ ακυρώνονταν με τις εθνικοποιήσεις. Οι Κρέσπο και Άλβεζ ήταν μέλη του «Κινήματος των Λοχαγών» απ’ το ξεκίνημά του κι είχαν μεγάλη συμμετοχή στα κατοπινά γεγονότα. Μαζί με τους υποστηριχτές τους σχημάτιζαν ένα ισχυρό μπλοκ στο Συμβούλιο της Επανάστασης.

Το κύριο σημείο στο «Κείμενο των Εννιά» ήταν ότι η επανάσταση προχωρούσε υπερβολικά γρήγορα κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να βλάπτεται η κοινωνική και πολιτισμική δομή της χώρας. Ο κρατικός μηχανισμός «περιέπεφτε στην αναρχία». «Η χώρα έβλεπε να διαψεύδονται οι ελπίδες που γέννησε η 25η Απρίλη», έγραφε, «και καθημερινά το χάσμα μεταξύ Λισαβόνας και Αλεντέζο –όπως και σχεδόν ολόκληρης της υπόλοιπης χώρας- μεγάλωνε». Αρνούμενοι το Ανατολικοευρωπαϊκό μοντέλο της γραφειοκρατικής οργάνωσης και ηγεσίας, όπως και τα σοσιαλδημοκρατικά μοντέλα της Δύσης, οι Εννιά θεωρούσαν ότι τα προβλήματα της Πορτογαλικής κοινωνίας απαιτούσαν κάτι καινούριο. Τονίζοντας την «αριστερή» φύση του σχεδίου τους ζητούσαν τη σύναψη δεσμών με τις χώρες της ΕΟΚ και της ΕΖΕΣ – όπως επίσης και με τις «σοσιαλιστικές» χώρες και την ΚΟΜΕΚΟΝ (ΣτΜ: το αντίστοιχο της ΕΟΚ για το ανατολικό μπλοκ), εν ολίγοις με τον οποιοδήποτε ήταν έτοιμος ν’ ανοίξει δουλειές με την Πορτογαλία. «Είναι απαραίτητο να καταγγελθεί», έλεγαν, «το φασιστικό πνεύμα ενός σχεδίου που διατείνεται πως είναι σοσιαλιστικό αλλά καταλήγει στη γραφειοκρατική δικτατορία επί των απαθών μαζών των πολιτών».

Ενώ τα σημάδια της κοινωνικής αναταραχής μεγάλωναν μέρα με τη μέρα, οι αριστερές οργανώσεις (απ’ το PCP ως το LUAR) καταδίκασαν το κείμενο. Οι υπογράφοντες απομακρύνθηκαν αμέσως απ’ τα καθήκοντά τους εντός του Συμβουλίου (οι δημοκρατικο-συγκεντρωτικές πρακτικές του οποίου είχαν παραβιαστεί μέσω της δημόσιας κοινοποίησης του κειμένου). Διατηρήθηκαν όμως στα στρατιωτικά τους καθήκοντα. Οι συμπαθούντες του PCP εντός του Συμβουλίου και της Πέμπτης Μεραρχίας δεν είχαν τη δύναμη να τους υποβιβάσουν ή να τους αποτάξουν, όσο κι αν το επιθυμούσαν. Από μέρους της αριστεράς, το κείμενο κατακρίθηκε σχεδόν εν χορώ, με την εξαίρεση κάποιων μαοϊκών ομάδων (όπως το PCP m-l και η AOC) που το υποστήριξαν, σ’ αντίθεση με τις «σοσιαλφασιστικές» πολιτικές του PCP. Το Σ.Κ. πρόσεξε το άνοιγμά τους. Επέσπευσε το δικό του πρόγραμμα «Να διασφαλίσουμε την επανάσταση και να ξεπεράσουμε την κρίση», που μαζί με το «Κείμενο των Εννιά», πρότεινε σα βάση για μια νέα κυβέρνηση.

Τέσσερις μέρες αργότερα, στις 13 Αυγούστου, μια ομάδα αξιωματικών της COPCON
δημοσίευσε τη δική της παρέμβαση για την κρίση. Το κείμενό τους θύμιζε παραδόξως κάποια άλλα που κυκλοφορούσαν στους κόλπους των PRP-BR και UDP εδώ κι ένα μήνα. Τιτλοφορούνταν «Εργατική Πρόταση για ένα Πολιτικό Πρόγραμμα» (με υπότιτλο «Μια Αυτοκριτική της COPCON») και κατηγορούσε τα πολιτικά κόμματα της συγκυβέρνησης (κι ιδιαίτερα το PCP) σαν υπεύθυνα για την κρίση. Η πρακτική του PCP να επιβάλλεται στις Τοπικές Επιτροπές κι η χορήγηση των ενισχύσεων με κομματικά κριτήρια είχε χειροτερέψει τη θέση των μικρών αγροτών. Η Πολιτιστική Δυναμοποίηση διεξάγονταν, ισχυρίζονταν το κείμενο, χωρίς τον απαιτούμενο σεβασμό στις συνήθειες των χωριών. Το PCP δεν ήταν το μόνο που κατηγορούνταν αφού για τις κυβερνητικές αποφάσεις ήταν υπεύθυνα όλα τα κόμματα της συγκυβέρνησης. Οι παραχωρήσεις στη δεξιά δεν ήταν λύση. Το κείμενο επισήμαινε ότι οι φιλελεύθεροι που έκαναν παραχωρήσεις στη δεξιά, ήταν ιστορικά και οι πρώτοι που ένοιωθαν τις συνέπειες. Καλούσε στην «ενδυνάμωση της συμμαχίας μεταξύ του MFA και του λαού» και στην ισχυροποίηση των οργάνων της λαϊκής εξουσίας. Η εξάρτηση απ’ τον ιμπεριαλισμό έπρεπε να τερματιστεί κι η χώρα να καταστεί αυτάρκης. Γι’ αυτό το σκοπό έπρεπε ν’ αναπτυχθεί η γεωργία. Τα ενοίκια έπρεπε να παγώσουν κι η κερδοσκοπία που σχετίζονταν με τη στέγαση να εξαλειφτεί. Θα θεσμοθετούνταν  η κοινωνικοποίηση στους τομείς της υγείας και της καθολικής εκπαίδευσης. Η εξουσία, σύμφωνα με το κείμενο της COPCON, έπρεπε να παραμείνει στα χέρια των Ενόπλων Δυνάμεων μέχρι το σχηματισμό μιας Λαϊκής Συνέλευσης σε εθνικό επίπεδο. Η εκλογή των αξιωματικών αποτελούσε τον μοναδικό τρόπο διατήρησης της πειθαρχίας.

Καμιά απ’ τις πολιτικές πρωτοπορίες δεν είχε την ελπίδα να εφαρμόσει πρόγραμμα σαν κι αυτό της COPCON. Καμιά τους δε διέθετε την αναγκαία μαζική βάση. Υπήρχε μεγάλη επίγνωση ότι η υλοποίηση μιας τέτοιας πολιτικής από μια ή το σύνολο των υπαρχόντων οργανώσεων –όσο ευπρόσδεκτο κι αν ήταν το ίδιο το πρόγραμμα- θα είχε σαν αποτέλεσμα την αναδιοργάνωση της Πορτογαλικής κοινωνίας και των σχέσεών της με τον υπόλοιπο κόσμο με βάση τη «Ρωσική» ή την «Κινεζική» γραμμή. Ο κόσμος αντιλαμβάνονταν ότι αυτές οι κοινωνίες συγκροτούσαν μια γκροτέσκα παρωδία του σοσιαλισμού. Ήταν κοινωνίες στις οποίες ο μαρξισμός είχε εκπέσει στο επίπεδο της «πειθαρχίας της παραγωγής», η οποία καθορίζονταν από μια άρχουσα ελίτ. Δεν ήταν οι εργαζόμενοι αυτοί που αποφάσιζαν τι ήταν αναγκαίο να παραχθεί –ή πόσο, με ποιο κόστος και σε βάρος ποιου- αλλά οι καθοδηγητές οικονομολόγοι. Οι αποφάσεις λαμβάνονταν σύμφωνα με τα συμφέροντα της κυρίαρχης γραφειοκρατίας. Οι εργαζόμενοι έπρεπε να υλοποιούν πολιτικές που ποτέ δεν είχαν αποφασίσει.

Μέρος της κρίσης αποτελούσε η ασάφεια που αφορούσε το ποιος θα ήταν αυτός που θα οργάνωνε τις μάζες για το «σοσιαλισμό». Οι άνθρωποι συζητούσαν ζητήματα που στοίχειωναν το επαναστατικό κίνημα ήδη απ’ τη Ρώσικη επανάσταση. Ήταν αναγκαίο το «Κόμμα»; Η «πρωτοπορία» θα προέρχονταν μέσα ή «έξω» απ’ την εργατική τάξη; Στα μυαλά κάποιων, τα όργανα της «λαϊκής εξουσίας» ήταν τα υλικά με τα οποία θα μπορούσε να χτιστεί το «Κόμμα». Χειραγωγώντας τις Εργατικές Επιτροπές και τις Επιτροπές Γειτονιάς (και κρατώντας τον έλεγχο αυτών όπου ήταν δυνατό), οι διάφορες λενινιστικές οργανώσεις έκρυβαν το δικό τους «ελιτισμό». Η εργατική τάξη είχε διαφορετικές ιδέες. Ο αριθμός των μη-κομματικών διαδηλώσεων το έδειχνε ξεκάθαρα. Σ’ αυτές τις διαδηλώσεις, όταν οι πολιτικές ομάδες προσπαθούσαν να σηκώσουν τα κομματικά τους πανό, άκουγαν να τους φωνάζουν: «Εδώ δεν υπάρχουν κόμματα».

Οι υπογράφοντες τα δύο κείμενα (οι «Εννιά» και η COPCON) γευμάτισαν μαζί στις 14 Αυγούστου για να επεξεργαστούν ένα τρίτο κείμενο που ενδεχομένως θα συνδύαζε τα βασικά σημεία των δύο προηγούμενων. Οι Καραΐς και Πεζαράτ (διοικητές σε Νότο και Κέντρο) θεωρούσαν ότι πολλές απ’ τις προτάσεις της COPCON ήταν αδύνατες. Οι συζητήσεις διακόπηκαν. Πολλές μονάδες στις Συνελεύσεις τους στήριξαν το κείμενο της COPCON αλλά αρκετοί αξιωματικοί, όπως και ADUs (Δημοκρατικές Συνελεύσεις Μονάδων), υποστήριξαν τους «Εννιά». Κάποιος υψηλόβαθμος αξιωματικός απ’ το Νότο δήλωσε ότι η στρατιωτική πειθαρχία είχε καταλυθεί κι ότι ο ίδιος ένοιωθε πως δεν είναι πλέον επικεφαλής της ίδιας του της μονάδας.

Η υπό την επιρροή του PCP Πέμπτη Μεραρχία κατέκρινε το κείμενο της COPCON, απαιτώντας ταυτόχρονα τη διεξαγωγή έρευνας γύρω απ’ τις δραστηριότητες του Βάσκο Λουρένσο και «των υπόλοιπων αξιωματικών που χειραγωγούνταν απ’ το Σ.Κ, στρεφόμενοι εναντίον του Βάσκο Γκονσάλβες και των εκπροσώπων του MFA». Οι απόπειρές της όμως να κατασκευάσει ένα «αξιόπιστο» κατηγορώ απέτυχαν.

Το Σ.Κ. και το PPD εξαπέλυσαν νέα επίθεση εναντίον της κυβέρνησης Γκονσάλβες. Οργάνωσαν διαδηλώσεις που κατέβασαν στο δρόμο 10.000 κόσμου, ο οποίος φώναζε «Έξω ο Βάσκο» και «Κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας». Μια συγκέντρωση του PCP στο Πόρτο, θ’ ακυρώνονταν εξ’ αιτίας απειλών. Στις 13 Αυγούστου, στρατιώτες στην Μπράγκα, αρνήθηκαν να προστατέψουν τα γραφεία του MDP, παρά τις διαταγές που έλαβαν απ’ τον προσκείμενο στο PCP Διοικητή του Βορρά, Καρβάσιο.

Στις 18 Αυγούστου, ο Βάσκο Γκονσάλβες εκφώνησε λόγο στην Αλμάντα, δίπλα στον ποταμό της Λισαβόνας, ο οποίος θα ήταν κι ο «επιτάφιός» του. Η γλώσσα του δύσκολα πια ξεχώριζε απ’ αυτή του PCP. Διακήρυξε την πίστη του στον κρατικό καπιταλισμό σαν βήμα για τη μετάβαση στο «σοσιαλισμό». Τόνισε την ανάγκη για μια ισχυρή πρωτοπορία βασισμένη στα συνδικάτα και για μια πανίσχυρη συγκεντρωτική εξουσία, την οποία ταύτιζε με την Πέμπτη Κυβέρνηση. Όμως όσο κι αν απηύθυνε εκκλήσεις υπέρ μιας τέτοιας «πρωτοπορίας» και «εξουσίας», αυτές απλά δεν υπήρχαν. Οι εργοστασιακοί εργάτες σε Βορρά και Νότο, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, δεν εμπιστεύονταν ούτε την Ιντερσιντικάλ, ούτε την Πέμπτη Κυβέρνηση, όπως και οι χωρικοί κι οι αγρεργάτες του Βορρά. Απτόητος, ο Βάσκο Γκονσάλβες προχώρησε ακόμα παραπέρα. Δήλωσε ότι αν ήταν αναγκαίο να εφαρμόσει το πρόγραμμά του ακόμα και με τη «μικρότερη (δυνατή) υποστήριξη», ήταν έτοιμος να το κάνει.

Την ίδια μέρα το PCP κάλεσε γενική στάση εργασίας. Περιορίστηκε σ’ αυτό αλλά αγνοήθηκε. Την ίδια ώρα κάποιες Εργατικές Επιτροπές και Επιτροπές Γειτονιάς των PRP-BR και UDP καλούσαν διαδήλωση για τις 20 Αυγούστου «προς υποστήριξη του προγράμματος της COPCON». Καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας, στις 19 Αυγούστου, το Ράντιο Ρενασένσα κράτησε ανοιχτά τα μικρόφωνά του για τις οργανώσεις που στήριζαν τη διαδήλωση. Η κινητοποίηση έλαβε τεράστιες διαστάσεις: στο τέλος, 200 με 250 Επιτροπές έδωσαν την επίσημή τους υποστήριξη σ’ αυτό που επρόκειτο να εξελιχτεί στη μεγαλύτερη διαδήλωση της Πορτογαλίας απ’ την αντίστοιχη του Γενάρη του 1975 υπέρ του unicidade. Γύρω στους 70.000 ανθρώπους έκαναν πορεία στο Σάο Μπέντο: εργάτες γης απ’ το Αλεντέζο και το Ριμπατέζο συνέρευσαν στη Λισαβόνα με τρακτέρ και πλατφόρμες, κουβαλώντας τα πανό τους που προέτρεπαν στην «Αγροτική Μεταρρύθμιση». Με μια περίτεχνη επίδειξη πολιτικού ακροβατισμού, το PCP τελικά «υποστήριξε» τη διαδήλωση που είχε αποκηρύξει μια βδομάδα νωρίτερα. Τα βασικά συνθήματα ήταν: «Άμεση Εφαρμογή του Προγράμματος της COPCON», «Θάνατος στο EPL και σ’ όσους το Υποστηρίζουν», «Να τελειώσει η Δυστυχία των Ανθρώπων της Υπαίθρου», «Φαντάροι, Ναύτες, Εργάτες στα Εργοστάσια και τα Χωράφια: Ενωμένοι θα Νικήσουμε», «Λαϊκή Επίθεση, Ενάντια στο Φασισμό και το Κεφάλαιο», «Ενάντια στους Ιμπεριαλισμούς, (4) Εθνική Ανεξαρτησία» και «Δικαίωμα στη Δουλειά».

Αυτό στο οποίο θα έδινε έμφαση η διαδήλωση είχε τώρα αλλάξει. Αρχικά είχε σχεδιαστεί μια διαδήλωση «προς στήριξη του προγράμματος της COPCON». Τώρα μετατρέπονταν σε διαδήλωση υπέρ της Πέμπτης Κυβέρνησης. Το γεγονός αυτό δημιούργησε ξεκάθαρα μια ψευδαίσθηση σχετικά με τις δυνατότητες που διέθετε ακόμα το PCP να κινητοποιεί τον κόσμο και του οποίου η στάση φαίνεται πως ήταν «αν δεν μπορείς να τους κοντράρεις, πήγαινε μαζί τους». Πολλές «αριστερές» οργανώσεις έπαιζαν το ίδιο παιχνίδι. Υποστήριζαν την Πέμπτη Κυβέρνηση και συχνά αυτό γίνονταν άκριτα. «Υπερασπίζονταν» τα PCP-MDP (στον ένα ή τον άλλο βαθμό, που εξαρτώνταν απ’ την κάθε οργάνωση) σε βάρος ενός ανοιχτού και τίμιου διαλόγου για τα ταξικά προβλήματα. Η στάση τους αποτελούσε ένα περίεργο συνδυασμό οπορτουνισμού και σεχταρισμού. Κάποιοι ισχυρίζονταν ότι δεν μπορεί να γίνει κανένας διάλογος με τους μικρούς γεωργούς – επειδή ακριβώς ήταν μικροί γεωργοί. Πολλοί απ’ αυτούς τους γεωργούς είχαν επίγνωση των ταξικών διαχωρισμών κι επιπλέον ορισμένοι έθεταν τα συμφέροντα του προλεταριάτου πάνω απ’ αυτό που φαίνονταν ν’ αποτελεί τα δικά τους άμεσα συμφέροντα.

Στις 25 Αυγούστου ιδρύθηκε το FUR (το Μέτωπο Επαναστατικής Ενότητας). Επρόκειτο ν’ αποδειχτεί ένα απ’ τα βραχυβιότερα πολιτικά φλερτ (μεταξύ του Κομμουνιστικού Κόμματος και της υπόλοιπης αριστεράς) στην ιστορία. Εκτός απ’ το PCP, στο «Μέτωπο» συμμετείχαν τα MDP, FSP, PRP, MES, LCI, LUAR και η μαοϊκή Ομάδα της 1ης Μάη. Όλες οι «αριστερές» οργανώσεις ένοιωθαν αναμφισβήτητα ότι μέσω της «συμμαχίας» έκαναν ένα βήμα προς την πολιτική εξουσία κι ήταν έτοιμες ν’ αφήσουν το PCP να κάνει τη δουλειά για λογαριασμό τους προς την συγκεκριμένη κατεύθυνση. Παρά τις «επικρίσεις» στο PCP, η αριστερά ήταν έτοιμη να στηρίξει την Πέμπτη Κυβέρνηση όταν η κατάσταση δυσκόλευε. Το δικαιολογούσε λέγοντας ότι η Πέμπτη Κυβέρνηση θα ήταν προτιμότερη από μια ενδεχόμενη Έκτη κι επομένως είχε ανάγκη στήριξης. (5)    

Στις 26 Αυγούστου, την επόμενη μέρα της ίδρυσής του, το FUR κάλεσε διαδήλωση. Το θέμα της θα ήταν «η συνέχιση της επαναστατικής διαδικασίας». Πριν η διαδήλωση βγει στο δρόμο, η μαοϊκή Ομάδα της 1ης Μάη εγκατέλειψε το Μέτωπο. Τότε το PCP πρόβαλε συνθήματα διαφορετικά απ’ τα προσυμφωνηθέντα κι η διαδήλωση αποδείχτηκε φιάσκο με την αποχώρηση των PRP και MES. Την επόμενη μέρα, το PCP αποβλήθηκε απ’ το FUR, τ’ οποίο  απώλεσε έτσι τη μόνη του ευκαιρία να μπει στην κυβέρνηση.

Κάθε οργάνωση μέσα στο FUR είχε τις δικές της αντιλήψεις σχετικά με τον τρόπο που θα οικοδομούνταν το κόμμα της εργατικής τάξης. Τα MES και PRP-BR αποτελούσαν πιθανώς χαρακτηριστικές περιπτώσεις αριστερίστικων οργανώσεων. Ήθελαν πρώτα να ισχυροποιήσουν τις οργανώσεις βάσης, με την ελπίδα ότι αυτές θα έπαιρναν έπειτα την εξουσία (ενώ οι ίδιες θα διατηρούσαν τον ηγετικό ρόλο μέσα σ’ αυτές). Αργότερα θα σχηματίζονταν και το «πραγματικό» κόμμα του προλεταριάτου.

Η αντίληψη της επανάστασης «απ’ τα έξω» συζητήθηκε επανειλημμένα απ’ την ίδια τη βάση. Το FUR δεν αποτελούσε πρωτοπορία για κανέναν εκτός απ’ τον εαυτό του. Η μεγάλη πλειοψηφία των οργανώσεων βάσης, όπου υπήρχαν, μικρή σχέση είχαν μ’ αυτό. Γενικά, το FUR είχε φτιαχτεί από μικροαστούς διανοούμενους (πρώην φοιτητές και καθηγητές, ειδικούς κτλ) που διέπονταν απ’ την αντίληψη «να σώσουν την εργατική τάξη» ή , συνειδητά ή μη, να τη χρησιμοποιήσουν για τους δικούς τους σκοπούς. Οι οργανώσεις αυτές διέφεραν απ’ τις αντίστοιχες άλλων χωρών στ’ ότι η βάση τους πρόσφερε μια ομιχλώδη και παροδική υποστήριξη. Για τους περισσότερους απ’ τους εργαζόμενους όμως, οι λεπτομέρειες των διάφορων ιδεολογικών φραξιών ήταν ακατανόητες. Τους γέμιζαν με προβλήματα που δεν τα ένοιωθαν δικά τους κι έτσι έπεφταν σε αδράνεια.

Η Πέμπτη Κυβέρνηση ήταν καταδικασμένη παρά την ελάχιστη υποστήριξη που της έδειχναν ακόμα αξιωματικοί της Πέμπτης Μεραρχίας και του Ναυτικού. Οι περισσότεροι αξιωματικοί υποστήριζαν τους «Εννιά», όπως επίσης και πολλές μονάδες. Η Πέμπτη Κυβέρνηση, νοιώθοντας το τέλος της να πλησιάζει, έσπευσε να περάσει μια σειρά νόμων που περιελάμβαναν επιπλέον εθνικοποιήσεις (όπως αυτή του γιγάντιου μονοπωλίου της CUF).

Στο Βορρά, οι εμπρησμοί γραφείων του PCP συνεχίζονταν χωρίς σταματημό. Το Σ.Κ. και το PPD άρχισαν ν’ αναφέρονται στο σχηματισμό νέας κυβέρνησης. Κατηγορίες και κόντρα κατηγορίες κατέκλυζαν τύπο και ραδιόφωνο. Στη Λεϊρία, στο Κέντρο, επιτέθηκαν στα γραφεία των PCP και MDP. Μέλη του PCP που κατέφτασαν ένοπλα από κοντινές περιοχές για να υπερασπιστούν τα γραφεία τους, συνελήφθησαν. Σε Νότο και Κέντρο, οι μονάδες απαιτούσαν την απομάκρυνση των δεξιών αξιωματικών, ενώ στο Βορρά, ορισμένες μονάδες απαίτησαν την εκκαθάριση του Διοικητή τους, Καρβάσιο (PCP). Η πραγματική ισορροπία δυνάμεων ήταν δύσκολο να εκτιμηθεί επακριβώς. Συνεχώς έκαναν την εμφάνισή τους αμφίβολα ανακοινωθέντα.

Αρχικά το PCP αντέδρασε σ’ όλα αυτά με το τύπωμα όλο και περισσότερων κομματιών της αφίσας του, «MFA-ΒΑΣΚΟ-ΛΑΟΣ», προσπαθώντας να προσωποποιήσει την επανάσταση στη φιγούρα του Βάσκο Γκονσάλβες. Όταν όμως τελικά, ο Οτέλο ήρθε σε ρήξη με τον Γκονσάλβες (6) στη Συνέλευση του MFA στο Τάνκος (βλ. επόμενη ενότητα), η τριανδρία κατέρρευσε. Μαζί της χάθηκε και μεγάλο μέρος της υποστήριξης που απολάμβανε η Πέμπτη Κυβέρνηση απ’ την πλευρά της βάσης του MFA. Το PCP, αντιλαμβανόμενο ότι ρίσκαρε συνεργαζόμενο με την αριστερά στο επίπεδο του δρόμου –και επιρρίπτοντας κάποια ευθύνη στον Γκονσάλβες- άρχισε διαπραγματεύσεις με το Σ.Κ. και το PPD, με σκοπό μια θέση σε μια Έκτη Κυβέρνηση.

Η Έκτη Κυβέρνηση και η Προώθηση των «Εννιά».

Η Πέμπτη Κυβέρνηση παραιτήθηκε στις 9 Σεπτέμβρη. Δέκα μέρες αργότερα, ανέλαβε η Έκτη. Στο μεταξύ όμως είχε συντελεστεί μια σημαντική μεταβολή στον πυρήνα της στρατιωτικής εξουσίας. Στη Γενική Συνέλευση του MFA στο Τάνκος, στις 6 Σεπτέμβρη, η «Ομάδα των Εννιά» γύρω απ’ το Μέλο Αντούνες, είχε κατορθώσει, προσεταιριζόμενη την πλειοψηφία των εκπροσώπων του Στρατού Ξηράς, την απόρριψη της επανεκλογής του Βάσκο Γκονσάλβες. Οι εκπρόσωποι της Αεροπορίας, που ήταν κυρίως με το μέρος της δεξιάς, ώθησαν τότε τα πράγματα στο τελικό ξεκαθάρισμα. Έχοντας χάσει την πλειοψηφία, ο Γκονσάλβες παραιτήθηκε. Οι επιπτώσεις αυτών των γεγονότων θα επηρέαζαν τη συνολική δομή εξουσίας του MFA.

Με την αποχώρηση των 10 μελών που βρίσκονταν κοντά στον Γκονσάλβες (ανάμεσά τους, ο Εουρίκο Κορβάσιο, διοικητής του Βορρά και ο Κόστα Μαρτίνς, πρώην Υπουργός Εργασίας), τα 29 μέλη του Συμβουλίου μειώθηκαν σε 19. Αποφασίστηκε να μην αντικατασταθούν οι αποχωρήσαντες αξιωματικοί. Απ’ τα 19 μέλη του νέου Συμβουλίου, 7 θα επιλέγονταν απ’ τον Πρόεδρο και 12 θα εκλέγονταν απ’ τους τρεις κλάδους των ενόπλων δυνάμεων (6 απ’ το Στρατό Ξηράς, 3 απ’ την Αεροπορία και 3 απ’ το Ναυτικό). Η πολιτική σύνθεση του νέου Συμβουλίου ευνοούσε σαφέστατα τους «Εννιά».

Η ηγεμονία PCP-Γκονσαλβικών που είχε δημιουργηθεί στη διάρκεια της Τέταρτης και Πέμπτης Κυβέρνησης, είχε τώρα εξαφανιστεί. Το PCP συναντούσε δυσκολία ακόμα και στο ν’ αποτελέσει μια κάποια αντιπολίτευση μέσα στο MFA. Είχε παίξει το παιχνίδι της εξουσίας κι είχε χάσει, έχοντας στην κυριολεξία πεταχτεί έξω απ’ τ’ ανώτερα κλιμάκια του στρατιωτικού μηχανισμού. Αποκαθηλούμενο απ’ την κορυφή της συγκεκριμένης ιεραρχίας, το PCP άρχισε να στηρίζει και να χειραγωγεί ομάδες της βάσης μέσα στο Στρατό, προσπαθώντας να εξαναγκάσει το MFA να επαναφέρει κάποια απ’ τα μέλη του.

Το νέο Συμβούλιο δεν τα κατάφερε καλύτερα. Η πρώτη του ενέργεια κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία. Απαγόρευσε σ’ όλες τις μονάδες να εκδίδουν κείμενα ή διακηρύξεις, εκτός κι αν είχαν λάβει προηγουμένως την έγκριση του Συμβουλίου. Η οδηγία καταδικάστηκε πλατιά απ’ τον τύπο κι οι μονάδες… απλά την αγνόησαν! Στόχος της ήταν να μην επιτρέπεται σε ομάδες όπως το SUV (Στρατιώτες Ενωμένοι θα Νικήσουν) που είχε εμφανιστεί στις αρχές Σεπτέμβρη, να προβαίνουν σε πολιτικές ανακοινώσεις. Σύντομα έγινε φανερό ότι αυτή η διαταγή δεν μπορούσε να εφαρμοστεί.

Ο Ναύαρχος Πινέιρο ντε Αζεβέντο έγινε Πρωθυπουργός της Έκτης Προσωρινής Κυβέρνησης. Υπήρξε μέλος του αρχικού «Κινήματος των Λοχαγών» κι είχε καθοδηγήσει την επίθεση εναντίον των γραφείων της PIDE, στις 25 Απρίλη. Το καθεστώς είχε ακόμα ανάγκη απ’ τη ριζοσπαστική του εικόνα, αν και με μοναδικό σκοπό να καμουφλάρει όσα είχε την πρόθεση να πράξει. Οι στόχοι της νέας κυβέρνησης εκφράστηκαν ξεκάθαρα: 1) Η εδραίωση της νομιμότητάς της 2) Η εγγύηση της λειτουργίας της Συντακτικής Συνέλευσης 3) Η αποκέντρωση της διοίκησης 4) Να μην επιτρέψει στις εκκαθαρίσεις να λάβουν ένα αυθαίρετο χαρακτήρα 5) Να δημιουργήσει τις συνθήκες εκείνες, εντός των οποίων θα μπορούσαν να λειτουργήσουν τα πολιτικά δικαστήρια 6) Να προωθήσει νομοθεσία που θα τιμωρούσε όσους πολίτες έφεραν όπλα 7) Να ξαναζωντανέψει τον ιδιωτικό τομέα και ν’ αναδιοργανώσει τον αντίστοιχο δημόσιο 8) Να συσφίξει τις σχέσεις με τις χώρες της ΕΟΚ και της ΕΖΕΣ.

Την Έκτη Κυβέρνηση αποτελούσαν έξι υπουργοί του Σ.Κ, δύο του PPD, ένας του SEDES κι ένας του PCP. Οι τέσσερις «στρατιωτικές» έδρες καταλαμβάνονταν από αξιωματικούς που υποστήριζαν τους «Εννιά». Η συγκρότηση της νέας κυβέρνησης είχε χαιρετιστεί απ’ το Σ.Κ. και το PPD ως «νίκη της δημοκρατίας». Καλωσορίστηκε επίσης κι απ’ τις κυρίαρχες τάξεις σε διεθνές επίπεδο. ΗΠΑ και ΕΟΚ υποσχέθηκαν μαζική βοήθεια. Το πρόβλημα όμως της διακυβέρνησης της Πορτογαλίας δε θα αποδεικνύονταν και τόσο εύκολο.

Ενώ στο Βορρά, η κατάσταση πυροδοτούνταν από μια σειρά «αντικομμουνιστικών» ενεργειών, στο Νότο τα πράγματα εξελίσσονταν τελείως διαφορετικά. Η πολιτική κρίση βάθαινε. Η νέοσχηματισθείσα Έκτη Κυβέρνηση και το «Συμβούλιο της Επανάστασης» γνώριζαν την αμφισβήτηση ευρέων τμημάτων της κοινωνίας και από πολλές κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Από πολλές απόψεις, η Έκτη Κυβέρνηση λειτουργούσε μόνο εικονικά. Εκείνη την περίοδο στην Πορτογαλία δεν υπήρχε μόνο μία αλλά αρκετές «παράλληλες» εξουσίες.


Η κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού είχε δύο άμεσα αποτελέσματα. Το πρώτο και σημαντικότερο ήταν ότι οι εργαζόμενοι (σε βιομηχανία και γεωργία) μπορούσαν ν’ ασκήσουν μεγαλύτερες πιέσεις στους εργοδότες. Το δεύτερο ήταν ότι οι διάφορες οργανώσεις, προκειμένου να κερδίσουν υποστήριξη, ανταποκρίνονταν σ’ όλα τα αιτήματα μ’ ένα απόλυτα δημαγωγικό τρόπο. Οι χειραγώγηση του τύπου, οι μετωπικές οργανώσεις που προσποιούνταν τις «ενωτικές, μη-κομματικές ομαδοποιήσεις», τα «φονταμενταλιστικού» τύπου ψέματα σε ραδιόφωνο κι εφημερίδες (στα όρια μιας παρανοϊκής αισιοδοξίας)… όλ’ αυτά είχαν γιγαντωθεί.


Το PCP συμμετείχε στην Έκτη Κυβέρνηση, ταυτόχρονα όμως την αντιπολιτεύονταν κι απ’ έξω. FUR και UDP, με διαφορετικούς τρόπους, έκαναν καλέσματα για μια για μια «Επαναστατική Εργατική Κυβέρνηση». Τα πλάνα τους περί κρατικού καπιταλισμού (FUR) και «εθνικής ανεξαρτησίας» διέθεταν περισσότερη δυναμική στο επίπεδο των μέσων ενημέρωσης παρά σ’ αυτό της πραγματικής υποστήριξης.


Η πλατφόρμα του FUR, όπως αποφασίστηκε στις 25 Αυγούστου 1975, θεωρούσε το κείμενο της COPCON όπως και το αντίστοιχο του PCP με τίτλο «Οι δρόμοι της προγραμματικής δράσης και τα καθήκοντα του μετασχηματισμού», ως βάση κοινής δράσης. Μετά τη ρήξη με το PCP, το FUR μπορούσε ακόμα να εξηγήσει την ανάγκη της ύπαρξής του ως εξής: «Τώρα που η επαναστατική διαδικασία βρίσκεται σε κάποιο αδιέξοδο (…) είναι αναγκαίο να πυκνώσουμε τις γραμμές και να ετοιμαστούμε για τη μάχη. Η μπουρζουαζία παλεύει να κερδίσει το έδαφος που έχασε μετά τις 11 Μάρτη και πρέπει ν’ αντισταθούμε στις αντιδραστικές δυνάμεις με μια επαναστατική προέλαση. Τη στιγμή αυτή, που οι αντιδραστικές δυνάμεις σκορπάνε τη σύγχυση και τη διχόνοια ανάμεσα στους εργάτες (…) αποτελεί αναγκαιότητα να ενώσουμε τις επαναστατικές δυνάμεις ενάντια στη σοσιαλδημοκρατία και το φασισμό» (Α Καπιτάλ, 12 Σεπτέμβρη 1975).


Για το FUR, τους μεγαλύτερους εχθρούς τους αποτελούσαν το Σ.Κ., το PPD κι η ακροδεξιά (που χρησιμοποιούσε αυτά τα κόμματα ως καμουφλάζ). Η αντίδραση βρίσκονταν αναμφισβήτητα στην επίθεση. Υπήρχαν αναφορές για εισροή χρημάτων της CIA στην Πορτογαλία (Νιου Γιορκ Τάιμς, 25 Σεπτέμβρη 1975). Είχαν περάσει στη χώρα πλαστά 20δόλλαρα που έφταναν το ποσό των 7 εκατομμυρίων. Μεγάλες ποσότητες ρωσικού χρήματος έφταναν επίσης σε Πορτογαλία και Ανγκόλα.


Το FUR, έχοντας μετατραπεί τώρα σ’ ένα περίεργο απομεινάρι έξι οργανώσεων (MDP, PRP-BR, FSP, MES, LUAR και LCI) εξέδωσε μανιφέστο στις 9 Σεπτέμβρη (βλ. Παράρτημα 22). Κατηγορούσε την Εκκλησία, τους Εννιά, τους πρόσφυγες απ’ την Ανγκόλα, τις «οικονομικές ομάδες», τους «πραξικοπηματίες μέσα στις Ένοπλες Δυνάμεις»… Προειδοποιούσαν για τ’ ότι η διάλυση ορισμένων μονάδων (όπως η Πέμπτη Μεραρχία) προετοίμαζε το έδαφος για δεξιό πραξικόπημα. Εργαλείο του FUR αποτελούσε η διαχείριση του θεαματικού στοιχείου κι όσον αφορά την εκ μέρους του χρησιμοποίηση του τύπου και των μέσων ενημέρωσης, θα εξεταστεί ξεχωριστά.


Οι καταλήψεις γης αυξάνονταν. Μέχρι τα τέλη Σεπτέμβρη, είχαν καταληφτεί 393.000 εκτάρια από 10.800 εργαζόμενους. (1) Ως το Νοέμβρη, οι σχετικές εκτάσεις θα ξεπερνούσαν το ένα εκατομμύριο εκτάρια. Έτσι, μέσα σ’ ένα δίμηνο, ο αριθμός των καταλήψεων είχε υπερτριπλασιαστεί. Ο βασικός λόγος ήταν η απουσία κρατικού ελέγχου. Οι γραφειοκράτες κι οι αξιωματούχοι ήταν πολύ αργοί στη σύνταξη των καταλόγων τους και την εφαρμογή της κρατικο-καπιταλιστικής πολιτικής για την αγροτική πολιτική. Η GNR (πάντα στυλοβάτης της σταθερότητας στην ύπαιθρο) είχε εν μέρει αδρανοποιηθεί. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, η αγροτική επανάσταση προχώρησε ορμητικά. Οι εργαζόμενοι είχαν πάρει το νόμο στα χέρια τους. Προχωρούσαν και καταλάμβαναν χωρίς ν’ ανησυχούν για τις «υποχρεωτικές» τυπικότητες, δηλαδή χωρίς να ενδιαφέρονται και πολύ για τις νόμιμες «προϋποθέσεις» όπως η βοήθεια του IRA. Η γενική αίσθηση έλεγε ότι οι καταλήψεις έπρεπε να γίνουν τώρα που η GNR ήταν ανίκανη ν’ αντιδράσει. Εκατοντάδες αγρεργάτες ωθήθηκαν σε καταλήψεις στις περιοχές Μπέζα, Πορταλέγκρε, Εβόρα, Σετούμπαλ, Λισαβόνα, Φάρο και Καστέλο Μπράνκο. Η αδυναμία του κρατικού μηχανισμού επέτρεπε στους ειδικούς του IRA να νομιμοποιούν άμεσα την πλειοψηφία των καταλήψεων. (2)


Τα ονόματα των νέων κοπερατίβων μιλούν από μόνα τους: «Στο Διάολο», «Τώρα ή Ποτέ», «Νέες Ψυχές», «Ατσάλινο Τείχος», «Λαμπρό Αστέρι», «Λευτεριά ή Θάνατος», «Στρατιώτης Λουίς», «Οτέλο Σαράιβα ντε Καρβάλιο» αλλά και… «Κόκκινο Αστέρι», «Λευτεριά ή Φασισμός», «Βάσκο Γκονσάλβες», κι ακόμα «Μπέντο ντε Ζεσούς Καράκα» (παλιός μαχητής του PCP και μαθηματικός).


Οι Λαϊκές Συνελεύσεις.


Οι οργανώσεις της βάσης, σε πολλές περιοχές, κατανόησαν απόλυτα την αναγκαιότητα του συντονισμού των αγώνων τους. Η στενομυαλιά δεν αποτελούσε κάποια απ’ τις αδυναμίες τους. Είχαν επίσης βαθιά συναίσθηση της ανάγκης για αυτοάμυνα, που από μόνες τους αντιμετώπιζαν δυσκολίες να εξασφαλίσουν. Φαντάροι κι εργάτες προσπάθησαν με τον ίδιο τρόπο να συνάψουν σχέσεις σ’ ένα μη κομματικό επίπεδο. Οι διάφορες λενινιστικές ομάδες λειτουργούσαν μέσα σ’ αυτές τις αυτόνομες οργανώσεις, έπρεπε όμως να κρύβουν την κομματική τους ταυτότητα αν ήθελαν να συμμετέχουν.


Στη Μαρβίλα, κοντά στο Αεροδρόμιο της Λισαβόνας, οι στρατιώτες του RAL-1 συναντήθηκαν με τις Εργατικές Επιτροπές και τις Επιτροπές Γειτονιάς. 23 περίπου τέτοιες επιτροπές, κολλεκτίβες και κοπερατίβες ίδρυσαν αυτό που έγινε γνωστό σαν Λαϊκή Συνέλευση, η οποία όρισε την ύπαρξη και τα καθήκοντά της ως εξής: «Η Λαϊκή Συνέλευση της Μαρβίλα: 1) είναι η οργάνωση των εργαζόμενων και των κατοίκων της Μαρβίλα. Είναι αυτόνομη και μη κομματική και παλεύει να εκπροσωπήσει τα συμφέροντά τους σε όλα τα επίπεδα. 2) αναγνωρίζει τις Εργατικές Επιτροπές και τις Επιτροπές Γειτονιάς που έχουν ήδη εκλεγεί. 3) θα ισχυροποιήσει τη συμμαχία μεταξύ των λαϊκών μαζών και του MFA, την οποία εγγυώνται οι Εργατικές Επιτροπές κι οι Επιτροπές Γειτονιάς, καθώς κι οι ADUs (Συνελεύσεις Αντιπροσώπων των Μονάδων) του RAL-1. 4) στοχεύει στην κινητοποίηση υπέρ μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, συμβάλλοντας στην επίλυση των πιο πιεστικών προβλημάτων. 5) εκπροσωπεί τις προσδοκίες και τις οργανώσεις των εργαζόμενων . 6) θα αντικαταστήσει προοδευτικά τα όργανα του κρατικού μηχανισμού, ήδη αδύναμα κι αναποτελεσματικά, παίρνοντας στα χέρια της την εξουσία να νομοθετεί σε τοπικό επίπεδο επί του συνόλου των προβλημάτων που επηρεάζουν τους εργαζόμενους. Η Λαϊκή Συνέλευση της Μαρβίλα αποτελείται από Εργατικές Επιτροπές και Επιτροπές Γειτονιάς, μ’ έναν εκπρόσωπο της Τοπικής Επιτροπής κι έναν απ’ τα Κοινωνικά Κέντρα. Θα υπάρξει ένας αντιπρόσωπος για τις κολλεκτίβες της Μαρβίλα που αριθμούν λιγότερα από 200 μέλη και δύο για τις κολλεκτίβες με 1.000 μέλη. Θα υπάρξουν επίσης κι αντιπρόσωποι των ADUs του RAL-1». (3)


Η πρώτη ενέργεια της Συνέλευσης ήταν η συλλογή κι επεξεργασία των πληροφοριών που αφορούσαν την περιοχή: σύντροφοι με δυσκολίες, περιπτώσεις οικονομικού σαμποτάζ, προβλήματα στέγασης, συγκοινωνίες και διαχείριση αποβλήτων κτλ.


Πολλές ακόμα Λαϊκές Συνελεύσεις δημιουργήθηκαν ή σχεδιάζονταν να δημιουργηθούν εκείνη την περίοδο (αρχές Σεπτέμβρη 1975). Οι περισσότερες ήταν στη Λισαβόνα αλλά είχαν εμφανιστεί επίσης στο Φάρο, την Κοΐμπρα, το Πόρτο και την Μπράγκα. Μέλη του Σ.Κ. συμμετείχαν σε ορισμένες περιοχές αλλά γενικά η κομματική συμμετοχή περιορίζονταν σε οργανώσεις που βρίσκονταν αριστερά του Σοσιαλιστικού Κόμματος.


Καταλαμβάνονταν σπίτια και φτιάχνονταν πάρκα. Κοινωνικά κέντρα ξεπηδούσαν εκεί που δεν υπήρχαν. Σε γενικές γραμμές έλαβε χώρα μια μεγάλη έκρηξη δραστηριοτήτων. Ακόμα και σε πόλεις του Βορρά, καταδικασμένου ως «αντιδραστικού» κι «αντικομμουνιστικού», δεν έλειψε απόλυτα η αυτενέργεια που στόχευε στη βελτίωση των συνθηκών στις περιοχές όπου ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι.


Στο Σετούμπαλ, η Λαϊκή Συνέλευση όρισε ως ανώτατο ενοίκιο τα 500 εσκούδα να δωμάτιο. Αυτό το «κοινωνικό ενοίκιο» εφαρμόστηκε σ’ όλη την πόλη. Συστήθηκε επίσης κι ένα κοινό ταμείο για τη βελτίωση των γειτονιών, για τη δημιουργία ψυχαγωγικών χώρων και το σχεδιασμό πάρκων και παιδικών χαρών.


Η συγκέντρωση στρατιωτών απ’ τις ADUs κι εκπροσώπων από τους τομείς της εργασίας (Εργατικές Επιτροπές) και στέγασης (Επιτροπές Γειτονιάς), αντιπροσωπεύει μια ενδιαφέρουσα απόπειρα να πέσουν οι διαχωριστικές γραμμές που παραδοσιακά κρατούσαν απομονωμένες αυτές τις λειτουργίες. Όμως όπως ισχύει και για πολλά ακόμα ζητήματα, οι τύποι από μόνοι τους αποδείχτηκαν ανεπαρκείς. Τα πιο δραστήρια μέλη στις Λαϊκές Συνελεύσεις ήταν λενινιστές της μιας ή της άλλης κατηγορίας – μ’ όλα όσα αυτό σήμαινε για τις συμπεριφορές και τα καθήκοντα.


Η Καθημερινή Ζωή στις Κοπερατίβες.


Δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική επαναστατική αλλαγή χωρίς οποιαδήποτε μεταβολή στον τρόπο ζωής των ανθρώπων. Αν κάποιος συγκρίνει την καθημερινή ζωή του 1975 με την αντίστοιχη του 1973 ή ακόμα και του 1974, θα δει μια ξεκάθαρη διαφορά. Τα εξωτερικά σημάδια ήταν έκδηλα. Οι πολιτικοί έκοβαν βόλτες στα χωριά του Νότου, κάνοντας 3 με 5 μεγάλες συγκεντρώσεις τη μέρα, στις οποίες «εκστόμιζαν ωραίες μαρξιστικές φράσεις». Τα ραδιόφωνα έπαιζαν όλη τη μέρα τραγούδια της «εξέγερσης». Άλλαζαν όμως κι οι καθημερινές χειρονομίες και τα έθιμα, κι εδώ ήταν που συντελούνταν οι μεγαλύτερες μεταβολές. Η πραγματική επανάσταση πάλευε να διεισδύσει στα μύχια αυτής της αίσθησης. Είναι πολύ πιο εύκολο ν’ αλλάξουν τα καθεστώτα παρά οι ζωές.


Αν οι εργαζόμενοι παλεύουν αποτελεσματικά, ο μόνος που χάνει είναι τ’ αφεντικό. Αυτός είναι που πανικοβάλλεται, που το σκάει, που παθαίνει η καρδιά του ή που μεταναστεύει για τη Βραζιλία. Οι εργαζόμενοι μένουν σαστισμένοι κι αφημένοι να ξεκινήσουν απ’ την αρχή. Οι ιστορίες τους κάποιες φορές λένε με δυο λόγια όσα οι τόμοι των στατιστικών αδυνατούν πιθανώς να μεταφέρουν.

Η αγροτική κοπερατίβα του Κασέμπρες φτιάχτηκε το Φλεβάρη του 1975 και την αποτελούσαν περίπου 4.000 εκτάρια. Από πολλές απόψεις αποτελούσε πρότυπο κατάληψης και τώρα ήταν μια πολλά υποσχόμενη κοπερατίβα, ένα παράδειγμα για τους υπόλοιπους. Οι παλιοί ιδιοκτήτες άφηναν τη γη χέρσα, χρησιμοποιώντας μεγάλα κομμάτια της σαν κυνηγότοπους για τους Πορτογάλους μεγαλοτσιφλικάδες και τους Γερμανούς κι Αμερικανούς φίλους τους. Τώρα το χώμα είχε δουλευτεί κι έδινε διάφορες σοδειές. Οι εργάτες ήταν «πέρα για πέρα» κομμουνιστές: η γη κι ότι έχει απάνω της είναι για όλους, έλεγαν. Το Μάρτη του 1975, σήκωσαν στην είσοδο μια μεγάλη επιγραφή που ανακήρυττε τη «Δικτατορία του Προλεταριάτου».

Ο Αλβάρο Κουνιάλ επρόκειτο να επισκεφτεί την κοπερατίβα και μια στρατιά υπασπιστών είχε σπεύσει στμέρος για να εξετάσει τα της υποδοχής. Το σύνθημα στην είσοδο ήταν «ιδεολογικά σωστό», εξήγησε το PCP, αλλά έπρεπε να κατεβεί. «Οι εκλογές πρέπει να κερδηθούν». «Μα είναι μέσα στα γραφτά σας», απάντησε ένας απ’ τους εργάτες, «εκεί το είδαμε». «Κάποια παρεξήγηση θα υπάρχει», δήλωσε ο εκπρόσωπος του PCP. «Το Έβδομο Συνέδριο του Κόμματός μας ψήφισε εναντίον της δικτατορίας του προλεταριάτου». «Να δες, εδώ το λέει» επέμεινε ο εργάτης, βγάζοντας ένα πολυδιαβασμένο αντίτυπο των Έργων των Μαρξ και Ένγκελς για να τ’ αποδείξει. Κι οι πρωτευουσιάνοι του PCP έμειναν να χάσκουν.

Αυτή η ιστορία φανερώνει βαθιά αίσθηση ταξικής δικαιοσύνης και κομμουνιστικών αρχών. Σε μια συνέντευξη που πήρε για το RTP προσωπικό προσκείμενο στο PCP από εργαζόμενους σε μια κοπερατίβα κοντά στην Εβόρα, ο σχολιαστής διακόπηκε καθώς επαναλάμβανε το σύνηθες σλόγκαν: «η γη σ’ αυτούς που τη δουλεύουν». Κάποιος εργαζόμενος ανέφερε ότι το σύνθημα ήταν λαθεμένο. Θα έπρεπε να είναι «η γη σ’ όλους όσους δουλεύουν». Εξήγησε κατόπιν πως λειτουργούσε η κοπερατίβα: «ο ένας παίρνει παραπάνω γιατί χρειάζεται παραπάνω, ο άλλος λιγότερα γιατί χρειάζεται λιγότερα».

Υπήρχαν όμως και σκοτεινότερες πλευρές. Σε μια κοπερατίβα που διέθετε δύο τρακτέρ υπήρχαν συχνοί καυγάδες για το ποιος θα τα δούλευε. Στο Αβέιρας ντε Σίμα, μια αυτοδιαχειριζόμενη φάρμα 40 χιλιόμετρα απ’ τη Λισαβόνα, το πρόβλημα αυτό θα οδηγούσε σε άγριο καυγά μεταξύ των εργαζόμενων. Άλλα προβλήματα που αφορούσαν το μοίρασμα της δουλειάς ανάγονταν κάποιες φορές σε βαθύτερα ζητήματα. Το θέμα του νοικοκυριού ήταν ένα απ’ αυτά. Στο εστιατόριο της «Κομμούνας» (μια έπαυλη του 19ου αιώνα που ανήκε στο Δούκα του Λαφόες, η οποία περιελάμβανε βιβλιοθήκη, αίθουσα εκδηλώσεων, σχολείο και ιατρικό κέντρο) μια επιγραφή διακήρυττε ορθά-κοφτά «αυτός που αφήνει τα πιάτα του άπλυτα στο νεροχύτη για να τα πλύνει κάποιος άλλος, αφήνει πίσω του και το σοσιαλισμό». Μια συνέλευση είχε επικρίνει την έλλειψη πρωτοβουλίας των αντρών στο συγκεκριμένο ζήτημα και μια «απεργία» των γυναικών είχε επιβάλει τη δικαιότερη κατανομή της εργασίας. Παρόλ’ αυτά και παρά τα παράπονά τους, οι γυναίκες συνέχιζαν να κάνουν το νοικοκυριό και τις μπουγάδες.

Η κατανομή των καθηκόντων διέφερε από κοπερατίβα σε κοπερατίβα. Στις πιο οργανωμένες είχε οριστεί η εκ περιτροπής εργασία. Συχνά όμως οι δουλειές δε γίνονταν τη στιγμή που έπρεπε. Στις περισσότερες περιπτώσεις το άφηναν έτσι. Υπήρξαν όμως παραδείγματα όπου εργαζόμενοι «έβαλαν στη θέση τους» άλλους εργαζόμενους.

Ένα ακόμα πρόβλημα ήταν το ποτό. Μετά τη Γαλλία, η Πορτογαλία είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη κατανάλωση αλκόολ ανά κάτοικο. Τουλάχιστον έτσι αναφέρει ο ΟΑΣΑ. Συμπεριλαμβανομένων κι όσων παρασκευάζονται στα σπίτια (κρασιά και αποστάγματα - aguardentes), ίσως η Πορτογαλία βρίσκεται ψηλότερα. Το περισσότερο κρασί το καταναλώνουν στην επαρχία. Σε κοπερατίβες που είναι κοντά στην Εβόρα, πολλοί άντρες πίνουν 3 με 5 λίτρα τη μέρα. Κάποιοι, ακόμα περισσότερο.

Στην κοπερατίβα του Τόρρε Μπέλα, στην περιοχή της Αζαμπούγια (βόρεια της Λισαβόνας), οι γυναίκες κάλεσαν μια συνάντηση για να συζητήσουν τις περί του ποτού συνήθειες των αντρών. Αποφάσισαν ότι έπιναν υπερβολικά κι ότι έπρεπε να μπει ένα όριο. Κατέληξαν σ’ ένα συμβιβασμό: το όριο μπήκε στα 4 λίτρα!

Η μέθη συχνά προκαλούσε έντονες διαιρέσεις. Υπήρχαν καυγάδες και φασαρίες κι η παραγωγή πήγαινε πίσω. Σε πολλά μέρη, το σπίτι του πρώην ιδιοκτήτη καταλαμβάνονταν μαζί με τη γη του. Εκεί μετακόμιζαν 8 με 10 άνθρωποι. Οι άντρες κάθονταν γύρω απ’ τη φωτιά, πίνοντας και κουβεντιάζοντας μέχρι αργά τη νύχτα, μην αφήνοντας τους υπόλοιπους να κοιμηθούν, με συνέπεια να αισθάνονται κουρασμένοι την άλλη μέρα.

Το εργοστάσιο επίπλων της Νεφίλ, κοντά στο Πόρτο, είχε περάσει σε αυτοδιαχείριση στα τέλη του 1974. Οι σχέσεις μεταξύ των εργατών βελτιώθηκαν σημαντικά και μια απ’ τις δημοφιλέστερες «μεταβολές» ήταν η κατασκευή ενός μπαρ μέσα στις εγκαταστάσεις. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι οι εργάτες άρχισαν να το χρησιμοποιούν. Η παραγωγή έπεσε κατακόρυφα. Όταν ένα μέλος της Εργατικής Επιτροπής βρέθηκε να ροχαλίζει μακάρια κάτω από ένα μηχάνημα, συγκαλέστηκε συνέλευση κι αποφασίστηκε να κλείσει το μπαρ. Οι εργαζόμενοι ανακάλεσαν αργότερα αυτήν την απόφαση, ψηφίζοντας να παραμείνει το μπαρ ανοιχτό – σε καθορισμένες ώρες. Η περίπτωση αυτή δεν ήταν η μόνη.

Το μεθύσι είχε συχνά κωμικά επακόλουθα. Στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 1975, ήταν παράνομο να κατεβάζεις τις αφίσες των υπολοίπων. Πολλά μέλη του MRPP είχαν φυλακιστεί γι’ αυτό το λόγο (στο στόχαστρό τους ήταν οι αφίσες του PCP). Κάποιος μεσήλικας, μέλος μιας κοπερατίβας, σταματήθηκε απ’ την αστυνομία γιατί είχε κατεβάσει μια αφίσα του Σ.Κ. Ο άνθρωπος αυτός ήταν τύφλα στο μεθύσι. Είχε χρησιμοποιήσει την αφίσα για να τυλίξει μια μερίδα κοτόπουλο. Όταν οι αστυνομικοί τον έψαξαν, βρήκαν πάνω του μια κάρτα μέλους του …Σοσιαλιστικού Κόμματος.

Πολλά μέλη κομμάτων αντιμετώπιζαν την προεκλογική καμπάνια με τέτοια σοβαρότητα που άγγιζε τα όρια της μανίας. Η νομικίστικη αντιμετώπιση των πραγμάτων ήταν διαδεδομένη σ’ ολόκληρη την Πορτογαλία. Τα πάντα ήταν συνδεμένα με τη γραφειοκρατία και για να γίνει μια νόμιμη δουλειά απαιτούνταν αμέτρητες υπογραφές. Πολλά κόμματα ξεκινούσαν τις αφισοκολλήσεις τους νωρίς, μια-δυο ώρες πριν τα μεσάνυχτα. Κάποιοι άνθρωποι που κατέβαζαν τις αφίσες όλων των κομμάτων, απειλήθηκαν από μέλη του PPD: θα καλούνταν η αστυνομία. Αυτοί που κατέβαζαν τις αφίσες επισήμαναν ότι απέμεναν δέκα λεπτά ακόμα μέχρι τα μεσάνυχτα κι άρα ο νόμος δεν μπορούσε να εφαρμοστεί. Τα μέλη του PPD ένοιωσαν ότι τους κορόιδευαν κι αποχώρησαν. Άλλοι δεν έπαιρναν τα πράγματα τόσο ελαφρά. Μέχρι και όπλα έβγαιναν στις μάχες που διεξάγονταν στους δρόμους, μεταξύ οπαδών του MRPP και του PCP. Σε μια περίπτωση, οπαδοί του UDP που έπιασαν κάποιο μέλος του MRPP να σκίζει μια αφίσα τους, τον πέταξαν στο ποτάμι. Μη μπορώντας να κολυμπήσει, πνίγηκε. Τις περισσότερες φορές, οι δυνάμεις της COPCON έκαναν την εμφάνισή τους για να «επαναφέρουν την τάξη». Τις περισσότερες φορές παρείχαν μεγαλύτερη στήριξη στο PCP παρά στο «παράνομο» MRPP.

Τα κόμματα του κρατικού καπιταλισμού που βρίσκονταν στ’ αριστερά του PCP ήταν συχνά εξαιρετικά πουριτανικά. Οι Μαοϊκοί υπήρξαν διαβόητοι στο θέμα αυτό, ιδεολογικοποιώντας τον ασκητισμό και τη μονογαμία και κρατώντας σκληρή στάση στο ζήτημα των εξωσυζυγικών σχέσεων. Υπήρξαν πολλοί νεαροί εργάτες που αποχώρησαν απ’ το MRPP επειδή τους άρεσε να «το τσούζουν λίγο παραπάνω». Τα κόμματα, κατά μία έννοια, ενίσχυσαν σε γενικές γραμμές την παραδοσιακή ηθική που επικρατούσε στη χώρα.

Παρά την ελευθερία των δικαιωμάτων του διαδηλώνειν και της προσέλευσης σε συγκεντρώσεις, οι καθημερινές συμπεριφορές δεν άλλαξαν και τόσο πολύ. Οι άντρες εξακολουθούσαν να πηγαίνουν στα τάσκα κι οι γυναίκες, ενώ μπορούσαν τώρα να προσέρχονται στις συγκεντρώσεις, συνήθως έμεναν στο σπίτι. Η αλλαγή ήταν πιο αισθητή στις αγροτικές κοπερατίβες παρά στις πόλεις.

Ήταν σίγουρο πως ο τρόπος ζωής δεν είχε αλλάξει σε μια νύχτα. Η ίδρυση παιδικών σταθμών σ’ ολόκληρη τη χώρα ήταν κάτι θετικό. Απελευθέρωσε τις γυναίκες απ’ τη διαρκή έγνοια των παιδιών. Το επίπεδο όμως της ανεργίας, που κινούνταν γύρω στο 12 %, δεν τις «απελευθέρωσε» τόσο ώστε να τις στείλει για δουλειά στα εργοστάσια. Οι παιδικοί σταθμοί οργανώθηκαν στο σύνολό τους απ’ τις γυναίκες, τις οποίες συχνά βοηθούσαν προοδευτικοί δάσκαλοι κι άλλοι νεαροί ειδικοί, μέσω των Επιτροπών Γειτονιάς. Φτιάχτηκαν επίσης και πολλές παιδικές χαρές.

Μέσα στις κοπερατίβες και τ’ αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια, οι σχέσεις εργασίας άλλαξαν καθοριστικά. Οι εργάτες είχαν μεγαλύτερη ελευθερία όσον αφορά την προσέλευση και την αποχώρηση. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορούσαν να πηγαίνουν αργά και να φεύγουν ακόμα αργότερα. Αυτό που ήταν σημαντικό ήταν να μη λειτουργούσαν παρασιτικά σε βάρος της δουλειάς των άλλων. Αυτός όμως ο βαθμός συνείδησης διέφερε από μέρος σε μέρος. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι Εργατικές Επιτροπές συμπεριφέρονταν σαν να ήταν τα καινούρια αφεντικά. Οι αποφάσεις δεν παίρνονταν πάντα από κοινού και κάποιες φορές μέλη των Επιτροπών περιφέρονταν κατασκοπεύοντας τους εργαζόμενους. Η υφαντουργία της Ζότοκαρ στη Βίλα Νόβα ντε Γκαΐα, κοντά στο Πόρτο, ήταν μια τέτοια περίπτωση. Η Εργατική Επιτροπή, η οποία αποτελούνταν από μέλη του Συνδικάτου Εργαζόμενων στον Ιματισμό, ξόδευε περισσότερο καιρό κάνοντας «εθνικό» πολιτικό έργο, παρά ασχολούμενη με τα πραγματικά προβλήματα του εργοστασίου. Για το λόγο αυτό «παύτηκε» απ’ τους εργαζόμενους που την κατηγορούσαν ότι ήταν κομματικά κατευθυνόμενη (PCP). Σε άλλες περιπτώσεις, οι εργαζόμενοι δεν επαγρυπνούσαν αρκετά κι οι Εργατικές Επιτροπές κατέληξαν γραφειοκρατικά μορφώματα που είχαν ελάχιστη επαφή με τη βάση τους. Στην αγροτική κοπερατίβα του Τόρρε Μπέλα (με την έπαυλη που ανήκε στο Δούκα του Λαφόες), ο Καμίλο Μορτάγκουα, ηγετικό μέλος της Εργατικής Επιτροπής και πρώην μέλος του LUAR, είχε επιτάξει το μεγαλύτερο υπνοδωμάτιο. Περνούσε όμως την περισσότερη ώρα του σε άλλες κοπερατίβες παρά στη δική του.

Τέτοιες περιπτώσεις, καθώς κι οι προστριβές που προκαλούσαν, έφεραν αναστάτωση στην καθημερινή ζωή. Οι απόπειρες επίλυσης των προβλημάτων που ακολουθούσαν έδωσαν ένα πολύτιμο μάθημα πάνω στην κατανόησή τους.

Οι κοπερατίβες ήταν το αποτέλεσμα της βούλησης των μελών τους. Κάποιες ήταν πολύ πιο ριζοσπαστικές από άλλες. Κοπερατίβες με ονόματα όπως «Κόκκινο Αστέρι» ή «Τα Βήματα του Λένιν» λειτουργούσαν βάσει οδηγιών που δέχονταν απ’ την Ένωση Εργατών Γης της Μπέζα, προπύργιου του PCP. Η ζωή εκεί άλλαξε ελάχιστα, παρά τ’ ότι η δουλειά οργανώνονταν από κοινού και τα μέλη δεν μπορούσαν ν’ αποφύγουν ορισμένα προβλήματα που απέρρεαν απ’ αυτό. Άλλες, πιο αυτόνομες κοπερατίβες προσπάθησαν να εδραιώσουν διαφορετικές σχέσεις εργασίας για την αντιμετώπιση των δικών τους προβλημάτων.

Ας πάρουμε για παράδειγμα την Αρτζέα, ένα χωριό 300 περίπου κατοίκων, 20 χιλιόμετρα απ’ το Σανταρέμ. Η συγκεκριμένη κοπερατίβα ιδρύθηκε αρχικά από μια ομάδα διανοουμένων απ’ τη Λισαβόνα. Εξ’ αιτίας του υψηλού ποσοστού ανεργίας στο χωριό, προσχώρησαν σύντομα πολλοί ντόπιοι. Οι τελευταίοι έγιναν γρήγορα η πλειοψηφία. Η αρχική καχυποψία, με την οποία οι κάτοικοι είχαν αντιμετωπίσει την κοπερατίβα, μετατράπηκε τελικά σ’ ενθουσιώδη υποστήριξη. Στο χωριό άνοιξε κι ένα κολλεκτιβιστικό κρεοπωλείο (προς μεγάλη ανησυχία του τοπικού χασάπη που αναγκάστηκε να ρίξει τις τιμές του). Οργανώθηκε επίσης ένα κοινοτικό εστιατόριο. Όσοι δε συμμετείχαν στην κοπερατίβα μπορούσαν να τρώνε εκεί, αρκεί να παρείχαν κυκλική εργασία την οποία μοιράζονταν όλοι οι υποστηριχτές.

Ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα απ’ όλα ήταν η οργάνωση των συνθηκών διαβίωσης στις κατειλημμένες φάρμες. Ο χώρος ήταν περιορισμένος κι όταν υπήρχαν μονάχα δύο ή τρία σπίτια έπρεπε να μοιραστούν. Η οικογενειακή μονάδα υπέστη κάποιες αλλαγές. Η αντίληψη της μεμονωμένης οικογένειας που πάλευε μόνη της, ξεπεράστηκε: η οικονομική επιβίωση της κοπερατίβας αποτελούσε κοινό μέλημα.

Σε μια κοπερατίβα του Ουνάις ντα Σέρρα (βλ. Κεφάλαιο 11), οι εργαζόμενοι ζήτησαν ν’ αποσταλούν στρατιώτες για να τους προστατεύσουν από ενδεχόμενη επίθεση των αφεντικών. Οι δυο φαντάροι απλά τριγυρνούσαν ολημερίς με τα G3 τους (αυτόματα). Όταν μαθεύτηκε ότι είχαν σχέσεις με κάποιες απ’ τις συζύγους, έπαψαν να είναι καλοδεχούμενοι. Ένας απ’ τους εργάτες είπε πως ήταν λάθος που ζήτησαν εξωτερική βοήθεια κι ότι η υπεράσπισή τους έπρεπε να εξαρτάται απ’ τους ίδιους.

Οι στάσεις απέναντι στα σεξουαλικά ζητήματα φανερώνουν πάντα πολλά πράγματα για την εξέλιξη της καθημερινής ζωής. Στην Πορτογαλία, η ηθικολογία γύρω απ’ το θέμα του σεξ ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη λόγω της επιρροής Καθολικής Εκκλησίας. Υπάρχουν πολλές εκφράσεις χλευασμού στα Πορτογαλικά, οι οποίες συνήθως αφορούν τις γυναίκες. Οι γυναίκες θεωρούνταν υπεύθυνες για την «απώλεια της ηθικής» πολύ περισσότερο απ’ τους άντρες.

Υπήρχαν επίσης και ταξικές αντιδράσεις απέναντι στα σεξουαλικά προβλήματα. Όταν στα τέλη καλοκαιριού του 1975, ολόκληρη η Πορτογαλία κατακλύστηκε από «επαναστάτες» που προέρχονταν απ’ όλη την Ευρώπη, έφεραν μαζί τους και προβλήματα, τα οποία οι Πορτογάλοι εργαζόμενοι θα μπορούσαν να είχαν αποφύγει. Η μετανάστευση προς την Πορτογαλία ήταν πάντα ένα κατ’ εξοχήν αστικό (bourgeois) φαινόμενο και οι ξένοι κάτοικοι της Πορτογαλίας σπάνια μιλούσαν με τους ντόπιους. Ζούσαν στις βίλες τους, στο Αλγκάρβε, ή στις «παροικίες των ξένων» του Εστορίλ και του Κασκάις. Οι νέοι «επαναστάτες-τουρίστες» διέφεραν. Έρχονταν στην Πορτογαλία για να δουν την επαναστατική διαδικασία. Πολλοί επισκέπτονταν τις αγροτικές κοπερατίβες για να εργαστούν πλάι στους εργάτες. Έμεναν για κανά δυο μήνες κι έπειτα έφευγαν. Στην αρχή ήταν ευπρόσδεκτοι.

Από πολλές απόψεις, αυτοί οι επισκέπτες δημιούργησαν περισσότερα προβλήματα σε σχέση μ’ αυτά που βοήθησαν να λυθούν. Διέθεταν μάλλον μικρό σεβασμό για την αυτονομία των εργαζόμενων και μικρή κατανόηση για το βαθύτερο, ιδιαίτερο νόημα των αγώνων τους. Σε κάποιες περιπτώσεις έφταναν να υποδεικνύουν στους εργαζόμενους ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος να διαχειριστούν τα προβλήματά τους. Στο Τόρρε Μπέλα για παράδειγμα, οι εργαζόμενοι αποφάσισαν να περιορίσουν τον αριθμό των «βοηθών» στους έξι. Οι 8 ξένοι που βρίσκονταν εκεί έκαναν μια ξεχωριστή συνάντηση, καταλήγοντας «να μη συμφωνήσουν με τη συγκεκριμένη απόφαση». Οι εργαζόμενοι ενοχλήθηκαν αλλά προσπάθησαν να εξηγήσουν την κατάσταση με ταξικούς όρους. «Εσείς στο Γερμανικό σας Πανεπιστήμιο, έχετε πιθανώς κάποια προβλήματα. Εμείς μπορούμε να σας βοηθήσουμε στέλνοντάς σας κρασί και τυριά. Στις διακοπές σας μπορείτε να έρθετε εδώ και να δουλέψετε. Πιστεύετε όμως ότι μπορούμε να πάμε στον πρύτανη του πανεπιστημίου σας και να του πούμε πως θα κάνει τη δουλειά του;».

Στα τέλη καλοκαιριού του 1975, κάποιοι Σουηδοί αριστεριστές επισκέφτηκαν την Πορτογαλία μένοντας σε διάφορες κοπερατίβες, ανάμεσα στις οποίες ήταν η Εστρέλα Βερμέλια και το Τόρρε Μπέλα. Οι κοπέλες συχνά εμφανίζονταν στα χωράφια ντυμένες αρκετά «ελαφρά». Η αντίθεση μεταξύ των κοριτσιών αυτών και των καλυμμένων, υποταχτικών, εργαζόμενων γυναικών ήταν τεράστια. Όταν άρχισαν ν’ αναπτύσσονται σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ των αντρών κι αυτών των κοριτσιών, οι γυναίκες της κοπερατίβας ένοιωσαν πληγωμένες και προδομένες. Συναντήθηκαν και συζήτησαν το πρόβλημα, αποφασίζοντας να διώξουν τις συγκεκριμένες μπουρζουά κοπέλες απ’ την κοπερατίβα. Ότι σχόλια κι αν κάνει κάποιος για τον «οπορτουνισμό» των αντρών, η συμπεριφορά αυτών των κοριτσιών βιώθηκε απ’ τις υπόλοιπες γυναίκες σαν μια μορφή τρομοκρατίας.

Πολλά ανάλογα προβλήματα έκαναν την εμφάνισή τους στην καθημερινή ζωή των εργαζόμενων. Επιλύθηκαν (ή όχι) με πολλούς και διάφορους τρόπους. Η συζήτηση, σε κάθε περίπτωση, ήταν το πρώτο μέσο, κάποιες φορές επίσημη, άλλες όχι, κι ακριβώς εδώ ήταν που βιώθηκαν οι πλουσιότερες εμπειρίες.

Τα πράγματα προσέγγισαν κάποιες φορές σουρεαλιστικά επίπεδα. Κάποιος μεγαλοτσιφλικάς στο Έλβας έτυχε να είναι και ιδιοκτήτης της τοπικής εταιρείας ταξί. Η γη του καταλήφτηκε κι οι οδηγοί του θεώρησαν τον τρόπο αυτό πολύ καλό παράδειγμα. Παρουσιάστηκαν λοιπόν ομαδικά στο Κέντρο Αγροτικής Μεταρρύθμισης, απαιτώντας να νομιμοποιηθεί κι η κατάληψη που είχαν κάνει στα ταξί.

Η συμπεριφορά των ανθρώπων δεν ακολουθούσε πάντα ένα «λογικό» πρότυπο. Πολλοί εργαζόμενοι ενοχλούνταν αρκετά απ’ αυτό αλλά έτσι ήταν η ζωή. Όταν μια κοπερατίβα αντιμετώπιζε το χάος εξ’ αιτίας εσωτερικών προβλημάτων, ορισμένοι απ’ τους μεγαλύτερους εργαζόμενους απειλούσαν ν’ αποχωρήσουν. Κάποιοι το έκαναν. Πήγαιναν πίσω στα χωριά τους κι έψαχναν εκεί για δουλειά. Μερικοί επέστρεφαν αργότερα πίσω κι επανεντάσσονταν. Άλλοι δε γύρισαν ποτέ.


Πέρα απ’ τις Τοπικές Εργατικές Επιτροπές.

Πολλές απ’ τις 700 κοπερατίβες επιβίωσαν αποκλειστικά χάρη στην υπερωριακή εργασία των μελών τους ή σαν αποτέλεσμα των δανείων που χορηγούνταν απ’ την κυβέρνηση. Οι κοπερατίβες αντιμετώπιζαν όλα τα προβλήματα μιας ιδιωτικής εταιρείας ...κι ακόμα περισσότερα. Γνωρίζοντας το μποϊκοτάζ απ’ τις διεθνείς επιχειρήσεις και την άρνηση των αγορών, επέζησαν χάρη σε δυο αλληλοσχετιζόμενες μεθόδους.

Πρώτα, μέσω των πιστώσεων. Από υψηλό στέλεχος του Πορτογαλικού Συνδέσμου Βιομηχάνων εκτιμήθηκε ότι η κυκλοφορία των χαρτονομισμάτων αυξήθηκε στους έξι τελευταίους μήνες του 1975 απ’ το 1,1 δισ.. εσκούδα στα 3,7. Πολλές απ’ τις υπό αυτοδιαχείριση επιχειρήσεις θα είχαν σβήσει αν δεν υπήρχε η αδιάκοπη ροή των τραπεζικών δανείων. Μια τέτοια αύξηση του όγκου των χαρτονομισμάτων σήμαινε πληθωρισμό από 50 ως 100 %. Η χορήγηση των πιστώσεων σε βιομηχανικές και αγροτικές μονάδες αποτέλεσε χειραγώγηση πρώτου μεγέθους. Οι κοπερατίβες του PCP μπορούσαν να είναι σίγουρες για τα δάνεια εκ μέρους της Πέμπτης Κυβέρνησης, ενώ αυτές του Σ.Κ. χρειάστηκε να περιμένουν την Έκτη.

Ο δεύτερος τρόπος υποστήριξης των κοπερατίβων προήλθε απ’ τους ίδιους τους εργαζόμενους. «Διαπραγματευόμενοι μεταξύ τους» δημιούργησαν μια παράλληλη εσωτερική αγορά. Η «Κοπερατίβα 25ης Απρίλη» άρχισε να κατασκευάζει σπίτια για τις παραγκουπόλεις, έχοντας πάρει παραγγελία για 600 διαμερίσματα. Οι εργαζόμενοι των ναυπηγείων της Λισνάβ έδιναν τις παραγγελίες τους για φόρμες εργασίας σε αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις. Οι αγροτικές κοπερατίβες οργάνωσαν αγορές μέσω των Επιτροπών Γειτονιάς, πουλώντας τα προϊόντα τους απ’ ευθείας στον κόσμο. Η Ομοσπονδία Επιτροπών Γειτονιάς του Σετούμπαλ προμηθεύονταν τα προϊόντα της απ’ τις αγροτικές κοπερατίβες της περιοχής του Αζαμπούγια, ενώ οι Επιτροπές Γειτονιάς της Λισαβόνας στήριζαν τις κοπερατίβες του Αλκάσερ και της Εβόρα.

Αν όμως οι Εργατικές Επιτροπές ήθελαν να οικοδομήσουν μια πραγματική εναλλακτική έναντι του κεφαλαίου θα έπρεπε αργά ή γρήγορα ν’ αντιμετωπίσουν κάποια πρακτικά και οργανωτικά προβλήματα. Το σημαντικότερο ήταν ο τρόπος με τον οποίο θα οργανώνονταν σε μια μεγαλύτερη ομοσπονδία. Αυτό συζητήθηκε σε πολλές περιπτώσεις αλλά συνήθως ήταν τα πολιτικά κόμματα που βρίσκονταν πίσω από τέτοιες κινήσεις κι όχι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι.

Η «πολιτική» δεν μπορούσε να κρατηθεί μακριά. Δεν μπορούσε να βοηθήσει κάποιος, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αν ασχολούνταν με όλα όσα συνέβαιναν. Οι Εργατικές Επιτροπές έκαναν πολιτικές επιλογές κάθε μέρα, είτε μέσα στις συνελεύσεις είτε αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες από μόνες τους. Χιλιάδες ανακοινώσεις δημοσιεύονταν στις εφημερίδες. Να ένα παράδειγμα, δημοσιευμένο στην Ρεπούμπλικα, στις 27 Σεπτέμβρη 1975: «Οι εργαζόμενοι της Εντροπόστο (μονάδα επισκευής αυτοκινήτων στο Σετούμπαλ) συγκάλεσαν συνέλευση στις 22 Σεπτέμβρη κι αποφάσισαν τα εξής: 1) Να υποστηρίξουν το λαό του Πόρτο στον αγώνα του ενάντια στους φασιστικούς νόμους των οποίων έκανε χρήση ο πολιτικός διοικητής προκειμένου να παρεμποδίσει τη λειτουργία του Δημοτικού Συμβουλίου. 2) Να υποστηρίξει το μανιφέστο του SUV (Στρατιώτες Ενωμένοι θα Νικήσουν) και τις διαδηλώσεις που θα καλούνταν απ’ την οργάνωση αυτή. 3) Να υποστηρίξει τους αγρεργάτες του Αλεντέζο στον επαναστατικό τους αγώνα. 4) Να υποστηρίξει το δίκαιο αγώνα των ανάπηρων πολέμου και θυμάτων των ντροπιαστικών αποικιακών πολέμων που διεξάγονταν απ’ το φασιστικό καθεστώς ενάντια στους λαούς των αποικιών και της ίδιας της Πορτογαλίας. 5) Να υποστηρίξει τον αγώνα των εργαζόμενων στη Ρεπούμπλικα και στο Ράντιο Ρενασένσα προς υπεράσπιση της λαϊκής εξουσίας και της ενημέρωσης στην υπηρεσία των εργαζόμενων και των οργανώσεών τους».

Σε κάποιες περιπτώσεις (όπως στην Αούτο Σέκο), οι εργαζόμενοι κατέλαβαν το παράρτημα της Λισαβόνας κι έστειλαν μηνύματα μέσω τέλεξ στο υποκατάστημα του Πόρτο. Οι εργαζόμενοι της Τάιμεξ έκαναν διεθνή τηλεφωνήματα, ζητώντας αλληλεγγύη, όμως ο ενθουσιασμός τους μετριάζονταν όταν στην άλλη άκρη της γραμμής έβρισκαν περισσότερους μάνατζερ παρά εργαζόμενους. Το σπουδαιότερο όμως σε κάθε περίπτωση ήταν η επίδειξη ταξικής αλληλεγγύης κι η υποστήριξη που έδιναν εργαζόμενοι σε άλλους εργαζόμενους.

Η Ίντερ-Εμπρέσας, που είχε σχηματιστεί το Δεκέμβρη του 1974, είχε τώρα κομματιαστεί σε διάφορες «Ίντερ» που ελέγχονταν από διαφορετικές κομματικές φράξιες. Είχαν φτάσει στο σημείο να παλεύουν ακόμα και για τη διατήρηση αυτών των ίδιων των διασπάσεων. Στις 13 Σεπτέμβρη, 50 περίπου Εργατικές Επιτροπές οργάνωσαν ένα συνέδριο στη βιομηχανική περιοχή της Λισαβόνας, στο εργοστάσιο της Κοπάμ, με κεντρικό θέμα την «Πρόοδο της Επανάστασης». Μια απ’ τις αποφάσεις που πάρθηκαν ήταν η οργάνωση μιας αυστηρά «μη κομματικής» διαδήλωσης στις 18 Σεπτέμβρη. Στα εργοστάσια που συμμετείχαν περιλαμβάνονταν η Κοπάμ, η Φίμα, η Ρομπιαλάκ, η Κοράμε, η Βόλβο, η Λέβερ, η Λούζο-Ιταλιάνο, η Αουτοσίλ, η Σορεφάμ, η Ζ. Πιμέντα, η Χ. Πάρρυ & Υιός, κτλ. Η διαδήλωση δε θα τερμάτιζε στο Σάο Μπέντο, όπου έδρευε η Συντακτική Συνέλευση, αλλά στο Άλσος Εδουάρδου VII.

Στη διάρκεια της διαδήλωσης (που υποστηρίχτηκε απ’ το PCP) κάποιοι, στερούμενοι ιδιαίτερης φαντασίας, άρχισαν να φωνάζουν «Βάσκο-Βάσκο». Η διαδήλωση κατόπιν αυτού καταγράφηκε σαν προσκείμενη στο PCP, πράγμα που ήταν άδικο για τους εργαζόμενους που συμμετείχαν σ’ αυτήν και δεν ανήκαν στο Κόμμα ή δε συμφωνούσαν μ’ αυτό.

Άλλη μια απόπειρα επανένωσης αποτέλεσε η «Ομοσπονδία της Κοβιλιά». Η Κοβιλιά ήταν μια πόλη της Κεντρικής Πορτογαλίας, στην οποία υπήρχαν πολλά εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας και είχε πλούσια παράδοση εργατικών αγώνων. Εκεί, συναντήθηκαν πάνω από 90 Εργατικές Επιτροπές στις 26 και 27 Σεπτέμβρη 1975. 52 απ’ τις εκπροσωπούμενες Επιτροπές είχαν εξουσιοδοτηθεί απ’ τις γενικές συνελεύσεις τους. Η βάση της αντιπροσώπευσης (δηλαδή τα δικαιώματα ψήφου και λόγου) στο συγκεκριμένο Συνέδριο την Εργοστασιακών Επιτροπών είχε ως εξής: 1) Επιχειρήσεις με λιγότερους από 100 εργαζόμενους: 1 ψήφος και δικαίωμα λόγου 2) 200-1.000 εργαζόμενοι: 2 ψήφοι και δικαίωμα λόγου 3) 1.000-4.000 εργαζόμενοι: 4 ψήφοι και δικαίωμα λόγου 4) Πάνω από 4.000 εργαζόμενοι: 6 ψήφοι και δικαίωμα λόγου 5)Επιτροπές Γειτονιάς: 0 ψήφοι και δικαίωμα λόγου 6) Επιτροπές Στρατιωτών και Ναυτών: 0 ψήφοι και δικαίωμα λόγου 7) Σωματεία: 0 ψήφοι, χωρίς δικαίωμα λόγου 8) Πολιτικά κόμματα: 0 ψήφοι, χωρίς δικαίωμα λόγου. Τα θέματα που συζητήθηκαν στο Συνέδριο περιελάμβαναν: Εργατικός Έλεγχος (μορφές ελέγχου που ασκούνταν απ’ τις Εργατικές Επιτροπές επί της παραγωγής και κατανάλωσης, αυτοδιαχείριση, κτλ.), ωράρια εργασίας, εξοπλισμός της εργατικής τάξης, εκκαθαρίσεις, ανεργία, συμμαχίες εργατών-αγροτών, εθνικοποιήσεις, κτλ.

Η γραμματεία της Ομοσπονδίας κατηγόρησε ορισμένες Εργατικές Επιτροπές για σεχταρισμό σε σχέση με το Συνέδριο: «Είμαστε μη κομματικοί αλλά επιμένουμε ακόμα πάνω στ’ ότι το ζήτημα του κόμματος της εργατικής τάξης αποτελεί υπόθεση που πρέπει να επιλυθεί. Η θέση μας είναι ξεκάθαρη: το Συνέδριο είναι ανοιχτό σ’ όλους τους αντιπρόσωπους των οργανώσεων, οι οποίες, μέσω του προγράμματός τους, της πολιτικής και της πρακτικής τους, υποστηρίζουν τα όργανα της λαϊκής εξουσίας, αντιλαμβάνονται τη σημασία τους και τα υπερασπίζονται… Αυτές οι Εργατικές Επιτροπές έχουν τη δική τους πολιτική σημασία. Αυτό που είναι σημαντικό είναι το απλό γεγονός της συγκέντρωσής τους σ’ ένα Εθνικό Συνέδριο για να συζητήσουν, όχι μόνο τα προβλήματα των δικών τους εργοστασίων ή οικονομικών τομέων, αλλά ένα ευρύτερο φάσμα γενικότερων πολιτικών προβλημάτων που είναι σημαντικά για την εργατική τάξη».

Η γραμματεία καταδίκασε το γεγονός του μποϊκοταρίσματος του Συνεδρίου απ’ την πλευρά του PCP, τ’ οποίο είχε οργανώσει εκδρομή στην Κοΐμπρα για το ίδιο Σαββατοκύριακο, υπό την αιγίδα του Συνδικάτου Ιματισμού του Νότου. «Ενώ σε επίπεδο Ιντερσιντικάλ υπερασπίζονται την ενιαία συνδικαλιστική μορφή (unicidade), στο επίπεδο των Εργατικών Επιτροπών μπορούν και κρατάνε μια τέτοια στάση (όπως το μποϊκοτάρισμα του Συνεδρίου), αγνοώντας το γεγονός ότι αυτό το Συνέδριο είναι ανοιχτό σ’ όλες τις Εργατικές Επιτροπές που εκλέχτηκαν ελεύθερα και σε ανακλητή βάση. Αμφιβάλουμε για το αν η διαδήλωση της 18ης Σεπτέμβρη ήταν αυστηρά μη κομματική. Γνωρίζουμε ότι η πλειοψηφία αυτών των Εργατικών Επιτροπών ανήκε σε κάποια ολοφάνερα καθορισμένη πολιτική τάση. Αν όμως είναι δημοκρατικά εκλεγμένες απ’ τα εργοστάσιά τους, αν αποδέχονται την αρχή της ανεμπόδιστης ανακλητότητας, αν υπερασπίζονται την πλήρη δημοκρατία στις συνελεύσεις, τις συναντήσεις και τις ιδεολογικές συζητήσεις μέσα στα δικά τους εργοστάσια, τότε οι Επιτροπές αυτές είναι αντιπροσωπευτικές. Δε θεωρούμε λαθεμένο το να υπερασπιζόμαστε μια συγκεκριμένη πολιτική γραμμή. Αυτό που είναι λάθος απ’ την πλευρά τους είναι το να τηρούν σεχταριστική στάση σε σχέση με τη γραμματεία μας και την Ίντερ-Κομισσόες κι ότι παίζουν κομματικά παιχνίδια, καλυπτόμενες κάτω απ’ το μανδύα του μη κομματισμού. Θεωρούμε ότι η πολιτική κατάσταση απαιτεί την ενοποίηση και το συγκεντρωτισμό των οργάνων της πολιτικής εξουσίας. Σήμερα, όλοι κάνουν λόγο για επιστροφή στο φασισμό και στροφή προς τα δεξιά. Το ζήτημα για μας είναι να γνωρίζουμε το ποιος ευθύνεται πολιτικά γι’ αυτό. Η ευθύνη πρέπει ν’ αποδοθεί σ’ εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις που συμμετείχαν στην κυβέρνηση μέχρι τώρα και οι οποίες συνεχίζουν τις συμφωνίες, τους συμβιβασμούς και τις προδοσίες τους σε βάρος των συμφερόντων του λαού. Αυτές είναι που ανοίγουν την πόρτα για την επιστροφή στο φασισμό. Αυτά τα στοιχεία προσπαθούν τώρα να αναλάβουν την πολιτική πρωτοβουλία, αποπειρούμενα να μεταχειριστούν μέσα που σχετίζονται μ’ αυτήν, καλύπτοντάς τα μ’ έναν μη κομματικό μανδύα και κινητοποιώντας ορισμένες Εργατικές Επιτροπές. Είναι σημαντικό να τονιστεί το ότι δε στρεφόμαστε εναντίον των συγκεκριμένων Επιτροπών που ακολουθούν μια πολιτική γραμμή. Η γραμμή αυτή μας φαίνεται λαθεμένη αλλά αν αυτές οι Επιτροπές αντιπροσωπεύουν την εργατική τάξη, τότε αυτή η γραμμή πρέπει να συζητηθεί. Η Γραμματεία της Ίντερ-Κομισσόες (Ίντερ-Εμπρέσας), 27 Σεπτέμβρη 1975».

Το Συνέδριο της Κοβιλιά όμως στηρίχτηκε απ’ το MRPP και χιλιάδες απ’ τις πολύ χαρακτηριστικές του κιτρινο-κόκκινες «μη κομματικές» αφίσες εμφανίστηκαν σ’ όλη τη χώρα, δημοσιοποιώντας το σε εργοστάσια και άλλα δημόσια μέρη. Το MRPP είχε διεισδύσει στην αρχική Ίντερ-Εμπρέσας και μέσω Εργατικών Επιτροπών όπως αυτή της Εφασέκ-Ινέλ (βλ. Κεφάλαιο 11), προσπαθούσε τώρα να μπει και σ’ όλες τις άλλες Επιτροπές που είχαν σχέση με τη συγκεκριμένη «Ίντερ». Το προηγούμενο κείμενο επέκρινε το PCP και την Ιντερσιντικάλ αλλά δεν μπόρεσε ούτε καν νύξη να κάνει για τον ιδιαίτερο ρόλο του MRPP στο συνολικό σχέδιο του συντονισμού. Το Συνέδριο εξέλεξε νέα γραμματεία που περιελάμβανε τα εργοστάσια του Χόεκστ (Κοβιλιά), Σελνόρτ (Βιάνα ντο Καστέλο), Κραβίνιος (Κοβιλιά), ΤΑΡ (Λισαβόνα), Καμπουρνάκ, Εφασέκ-Ινέλ, Τάιμεξ, Πλέσσεϋ, Σακόρ, κ.ά. Οι Εργατικές Επιτροπές των Καμπουρνάκ, Εφασέκ-Ινέλ και Σελνόρτ, ελέγχονταν πλήρως απ’ το MRPP.

Μία ακόμα προσπάθεια ομοσπονδιοποίησης ήταν η απόπειρα της δημιουργίας των Επιτροπών του TUV (Εργάτες Ενωμένοι θα Νικήσουν) που βασίζονταν στο μοντέλο του SUV (βλ. Κεφάλαιο XIV). Η απόπειρα αυτή ήταν μάλλον προπαγανδιστική παρά αληθινή και οργανώθηκε απ’ την ελεγχόμενη απ’ το PCP, Ντιάριο ντε Νοτίσιας.

Η αδυναμία του κρατικού μηχανισμού κι η αναξιοπιστία στην οποία βρέθηκαν τα πολιτικά κόμματα, άφησαν το έργο και το βάρος της αυτοοργάνωσης στα χέρια (και στους ώμους) των εργαζόμενων. Κράτος και πολιτικά κόμματα είχαν επίγνωση αυτής της πραγματικότητας και προσπάθησαν να τη χειραγωγήσουν δημιουργώντας υπερκομματικές δομές. Το PCP διακρίθηκε ιδιαίτερα σ’ αυτό, με το MRPP να το ακολουθεί με μικρή διαφορά. Το Σ.Κ. επίσης, αντιλαμβανόμενο την φθίνουσα υποστήριξή του μέσα στην εργατική τάξη, έδωσε το παρών στην Κοβιλιά.

Αυτές οι εμπειρίες αποτέλεσαν πολύτιμα μαθήματα πάνω στις τεχνικές χειραγώγησης – όπως και στις μεθόδους αποτροπής τους. Τα μαθήματα αυτά όμως δεν αφομοιώθηκαν αρκετά γρήγορα. Η πλειοψηφία των εργαζόμενων που ήθελε να πολεμήσει τον καπιταλισμό, δεν μπήκε ποτέ μπροστά. Στη διάρκεια εκείνης της περιόδου μπορούσε πολύ εύκολα να πάρει την πρωτοβουλία – δεν το έκανε όμως. Κάποιοι, ομολογουμένως, κινήθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση. Τα κομματικά πανό απαγορεύονταν στις διαδηλώσεις (υπήρξαν εργάτες που ανάγκασαν οργανώσεις σαν το LCI να κατεβάσουν τα πανό τους, φωνάζοντας «εδώ δεν υπάρχουν κόμματα»). Ο κόσμος κινούνταν από μια κατάσταση που γελοιοποιούσε τους στόχους συγκεκριμένων κομμάτων της πρωτοπορίας, προς μια άλλη, όπου έλεγε ανοιχτά ότι υπήρχαν πάρα πολλές πρωτοπορίες. Αυτό που απαιτούνταν ήταν να πάει ένα βήμα παραπέρα – και να δει ότι οι πρωτοπορίες ήταν περιττές. Αν τα κόμματα δεν μπορούσαν να επιφέρουν τη ριζοσπαστική αλλαγή - κι αν αυτή ήταν το ζητούμενο- τότε θα έπρεπε να εξεταστούν άλλοι τρόποι για να την πετύχουν. Αν έπρεπε να γίνει τ’ όνειρο πραγματικότητα, απαιτούνταν να πραγματοποιηθεί μια αυτόνομη κινητοποίηση τεράστιας κλίμακας και να δημιουργηθούν κάποιοι νέοι θεσμοί. Σ’ ολόκληρη την πορεία της Πορτογαλικής επανάστασης, αυτό παρέμενε το μεγαλύτερο πρόβλημα απ’ όλα. Και δε θα λύνονταν ποτέ.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις