ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ – ΤΟ ΟΥΓΓΡΙΚΟ ΑΝΑΡΧΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΣΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ ΚΑΙ Η ΚΟΜΜΟΥΝΑ ΤΗΣ ΒΟΥΔΑΠΕΣΤΗΣ (1919) - MARTYN EVERETT

 revolution – COSMONAUT

Το κείμενο του Μάρτιν Έβερετ αποτέλεσε κομμάτι της έκδοσης "ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ - 3 ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΟΥΓΓΡΙΚΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΟΥ 1919" (εκδ. Ανάκαρα, 2014, Σαλονίκη) - μετάφραση: Γ.Κ.

MARTYN EVERETT

ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ – Το Ουγγρικό Αναρχικό Κίνημα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και η Κομμούνα της Βουδαπέστης (1919)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 
Η Κομμούνα της Βουδαπέστης του 1919 έχει παραμεληθεί απ’ τους ιστορικούς του αναρχισμού, αν κι αποτελεί μια σημαντική και συναρπαστική ευκαιρία για την κατανόηση του αναρχικού κινήματος σε μια κρίσιμη ιστορική στιγμή. Μπορούμε να δούμε το πως και το γιατί η πορεία του αναρχισμού γνώρισε την παρακμή μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς οι αναρχικές οργανώσεις συγχωνεύτηκαν με Μαρξιστικά κόμματα ή συντρίφτηκαν απ’ τον πρωτο-φασισμό.
 
Η Κομμούνα εγείρει επίσης ζητήματα που έχουν απήχηση στις σημερινές συνθήκες – όπως το ρόλο των αναρχικών σε επαναστατικές καταστάσεις και το ρόλο που διαδραμάτισε ο αναρχισμός στο σχηματισμό αυτού που αποκαλέστηκε «Δυτικός Μαρξισμός», (σημ.1) αν και τα θέματα αυτά είναι τόσο σύνθετα ώστε απαιτούν μια δική τους, ξεχωριστή μελέτη. Συγκεντρώνοντας την ιστορία των Ούγγρων αναρχικών, αναγκάστηκα επίσης να σκεφτώ πάνω στον τρόπο με τον οποίο οι ιδέες του αναρχισμού κυκλοφορούν μέσα στο Βρετανικό αναρχικό κίνημα. Το ζήτημα αυτό έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον γιατί, αν και πολλοί απ’ τους κυριότερους θεωρητικούς του αναρχισμού υπήρξαν Ευρωπαίοι, η σύγχρονη αναρχική σκέψη φαίνεται να υπόκειται σε μια μορφή πολιτιστικού ιμπεριαλισμού, παρόμοια με τον αντίστοιχο ιμπεριαλισμό του κυρίαρχου συστήματος. Συνεχίζουμε ν’ αγνοούμε τις σημαντικές πλευρές της δικής μας, όπως και της Ευρωπαϊκής ιστορίας, ενώ οι ιδέες κι οι προτεραιότητές μας συχνά επηρεάζονται απ’ τις πολιτιστικές αξίες του αναρχικού κινήματος των ΗΠΑ. Λόγω της κοινότητας της γλώσσας, οι ιδέες διασχίζουν εύκολα τον Ατλαντικό, φτάνοντας μέχρις εδώ, όπου το εμπόδιο της γλώσσας, μας απομονώνει απ’ την επιρροή του Ευρωπαϊκού αναρχισμού. Αυτό μπορεί να προκαλέσει πραγματικά προβλήματα στην εξέλιξη του αναρχισμού ως αποτελεσματικού κοινωνικού κινήματος. Κλασσικό παράδειγμα μιας χαμένης ευκαιρίας αποτέλεσε η αποτυχία μας να υποστηρίξουμε τις νεοεμφανιζόμενες αναρχικές ομάδες στην Ανατολική Ευρώπη, μετά την κατάρρευση του Σταλινισμού.
 
Ο ΟΥΓΓΡΙΚΟΣ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΤΕΛΩΝ ΤΟΥ 19ΟΥ ΑΙΩΝΑ     
 
Αμέσως μετά απ’ την ίδρυση του πρώτου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στην Ουγγαρία, εμφανίστηκε μια αριστερή αντιπολίτευση, που σχημάτισε τη δική της οργάνωση το 1881, περιγραφόμενη απ’ την αστυνομία ως «σοσιαλ-αναρχική». Επηρεασμένη απ’ το Γερμανό Σοσιαλδημοκράτη που έγινε αναρχικός, τον Johann Most, και τη ριζοσπαστική Βιεννέζικη επιθεώρηση Die Zukunft, η ομάδα αυτή απέβλεπε σ’ ένα μαζικό λαϊκό ξεσηκωμό που θ’ ανέτρεπε τον καπιταλισμό. Οι πρώτες της εφημερίδες απαγορεύτηκαν αλλά το 1883 εξέδωσε το Neparkarat (Λαϊκή Θέληση) και τη γερμανόφωνη έκδοσή της, Radikal. Η ομάδα κι οι εφημερίδες κατόρθωσαν να διατηρηθούν για πάνω από ένα έτος, στη διάρκεια του οποίου κινήθηκαν πλησιέστερα προς τις θέσεις του Μπακούνιν. Αν κι οι Ούγγροι αναρχικοί δεν εμπλέκονταν με τον τερρορισμό, το 1884, ο Υπουργός Εσωτερικών διέταξε την απέλαση των όλων των ξένων αναρχικών και τη φυλάκιση των Ούγγρων ιδρυτών. Ο Andreas Szalay, εκδότης αμφότερων των εφημερίδων και συγγραφέας του παθιασμένου άρθρου, «Εναντίον των τυράννων όλα τα μέσα είναι νόμιμα!», φυλακίστηκε και πέθανε στο κελί του.
 
Ένα δεύτερο βήμα του Ουγγρικού αναρχισμού ήρθε να συσπειρωθεί γύρω απ’ το πρόσωπο του Jeno Kenrik Schmitt, που υποστήριζε μια μορφή Χριστιανικού αναρχισμού, επηρεασμένου απ’ το Γνωστικισμό (σημ.2) και το έργο του Τολστόι, «Το Βασίλειο του Θεού εντός σας», Ο Schmitt και μια μικρή ομάδα οπαδών του, εξέδωσαν την επιθεώρηση, Η Λατρεία του Πνεύματος, που περιείχε μεταφράσεις γραπτών του Τολστόι και αναφορές απ’ τον αγώνα [της θρησκευτικής σέχτας] των Dukhobor εναντίον της στρατιωτικής θητείας στη Ρωσία.  
 
Ο  Schmitt παραιτήθηκε δημόσια απ’ την εργασία του ως βιβλιοθηκάριος, το 1896, ως έμπρακτη μορφή αποκήρυξης του κράτους, όπως επίσης και θεωρητικά – εν μέρει, λόγω των πιέσεων που του ασκούνταν απ’ τις αρχές μετά τη συνεισφορά απ’ την πλευρά του ενός άρθρου της Λατρείας του Πνεύματος, στη Βερολινέζικη επιθεώρηση  του Gustav Landauer, (σημ.3) Der Sozialist. Στη διάρκεια του ίδιου έτους, ο  Schmitt ανέστειλε την έκδοση της πρώτης του εφημερίδας, Die Religion…, και εξέδωσε δύο νέες, τις Allam Nelkull (Άπατρις) και Ohne Staat (Χωρίς Κράτος). Το Γενάρη του 1897, ξεκίνησε μια καμπάνια πολιτικής αγκιτάτσιας ανάμεσα στην αγροτιά, σε συνεργασία με τον Istvan Varkonyi, σοσιαλδημοκράτη που είχε γίνει αναρχικός.
 
Ο Varkonyi είχε ηγηθεί μιας διάσπασης των Σοσιαλδημοκρατών, η οποία εξελίχτηκε σε ριζοσπαστικό αγροτικό κίνημα, επηρεασμένο από μια μίξη αναρχισμού, Προυντονισμού και ναρόντνικου σοσιαλισμού. (σημ.4) Η ιδέα του Varkonyi αφορούσε μια  ομοσπονδία Ελβετικής μορφής, τοπικών αυτό-κυβερνώμενων κοινοτήτων, ενώσεων χωρικών, διακριτών εργατικών ομοσπονδιών κι εθνικών συμβουλίων. Σύμφωνα με το σχήμα του, η γη δε θα κολλεκτιβοποιούνταν, ούτε θα μοιράζονταν σε μικρο-ιδιοκτήτες, αλλά θα διανέμονταν προσωρινά στους καλλιεργητές. Οι Schmitt και  Varkonyi επηρέασαν επίσης το σχηματισμό του αντι-κρατικού προγράμματος του Ανεξάρτητου Σοσιαλιστικού Κόμματος, που το 1897 εξέδωσε ένα μανιφέστο που αναγνώριζε ότι: «το κράτος είναι η πηγή όλων των δεινών, κι επομένως πρέπει οι άνθρωποι ν’ αρνηθούν να χορηγούν χρήματα κι εργατική δύναμη σ’ αυτό, έτσι ώστε να πάψει να υφίσταται η βία αυτή στη νόμιμη μορφή της στ’ όνομα της τάξης».
 
Παρόλο που το κίνημα του Varkonyi ξεσήκωσε επιτυχώς τις αγροτικές μάζες στη διάρκεια της Απεργίας του Θερισμού του 1897, η επιτυχία του ήταν σύντομη. Η κυβέρνηση αντέδρασε άμεσα, απαγορεύοντας τις συγκεντρώσεις των χωρικών. Οι εργατικές συγκεντρώσεις διαλύθηκαν βίαια απ’ το στρατό που προκάλεσε σοβαρές απώλειες. Η εφημερίδα των Ανεξάρτητων Σοσιαλιστών τέθηκε εκτός νόμου κι ο Varkonyi κατέφυγε στη Βιέννη, όπου παραδόθηκε και φυλακίστηκε για εννιά μήνες. Ο  Schmitt, αν και Τολστοϊκός πασιφιστής, δικάστηκε για παρακίνηση σε βία. Το αγροτικό κίνημα διαλύθηκε απ’ την καταστολή και πολλά απ’ τα μέλη του προσχώρησαν σε θρησκευτικές σέχτες ή επανεντάχτηκαν στους Σοσιαλδημοκράτες, καθώς και σε κάποιες διασπάσεις τους. Ο ίδιος ο Schmitt έφυγε για τη Γερμανία, ζώντας με Γνωστικούς φίλους του, μέχρι το θάνατό του, το 1916.
 
Ένας ακόμα αγροτιστής υπήρξε ο Sandor Csizmadia, αγρεργάτης από φτωχή περιοχή, κοντά στην Oroshaza. Αναγκασμένος να εγκαταλείψει τη λιγοστή γη του και να γίνει εργάτης σιδηροδρόμων για να καταφέρει να ζήσει, έγινε επίσης αναρχικός, και το 1894 φυλακίστηκε για αναρχική προπαγάνδα. Φυλακιζόμενος συχνά για τις δραστηριότητές του, χρησιμοποίησε τα διαστήματα του εγκλεισμού του σαν ευκαιρία για να μάθει να γράφει και να διαβάζει, κι έγινε έτσι ποιητής. Τα δημοσιευμένα έργα του περιλαμβάνουν τα Τραγούδια Ενός Προλετάριου (Proletarkoltemenyck), το Προς την Αυγή (Hajnel ’ban) και την Εργατική Μαρσεγιέζα, (σημ.5) τον Ουγγρικό επαναστατικό «ύμνο» που συχνά τραγουδούσαν στις διαδηλώσεις.
 
Το Δεκέμβρη του 1905, ο Csizmadia βοήθησε στην ίδρυση της Ένωσης Αγρεργατών που αμφισβητούσε την εξουσία των γαιοκτημόνων. Η Ένωση αναπτύχθηκε γοργά. Μέχρι το Μάη του 1906, διέθετε 25.000 μέλη, οργανωμένα σε 300 ομάδες, φτάνοντας στο τέλος να συγκεντρώνει 625 ομάδες και 75.000 μέλη. Η Ένωση έδωσε στους χωρικούς τη δύναμη να οργανώσουν απεργίες – αλλά και πάλι το κράτος έλαβε δρακόντεια μέτρα για να διαλύσει την αγροτική οργάνωση, συλλαμβάνοντας 4.000 ανθρώπους, επιβάλλοντας τεράστια πρόστιμα στους χωρικούς που απείχαν απ’ τη δουλειά κι απαγορεύοντας τη λειτουργία της Ένωσης. Ο Csizmadia ήταν ανάμεσα στους πρώτους που συνελήφθησαν και μετά απ’ την απελευθέρωσή του, ήταν αναγκασμένος να κρύβεται σε πολλές περιπτώσεις.
 
Ο ERVIN BATTHYANY ΚΑΙ Ο ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ 
 
Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Ervin Batthyany ήταν ένας απ’ τους πιο δραστήριους αναρχικούς στην Ουγγαρία. Μέλος μιας παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας, σπούδασε στα Πανεπιστήμια του Καίμπριτζ και του Λονδίνου κι επηρεάστηκε απ’ τον αναρχισμό του Κροπότκιν και τις ιδέες του Edward Carpenter. (σημ.6) Στα μέσα της δεκαετίας του 1890 επέστρεψε στην Ουγγαρία, όπου η οικογένειά του διέθετε μεγάλες εκτάσεις στην Παννονία. Οι αναρχικές του πεποιθήσεις προκάλεσαν τη σφοδρή αντίδραση της οικογένειάς του, που τον έκλεισε διά της βίας σ’ ένα άσυλο για δύο χρόνια. Επηρεασμένος απ’ το παράδειγμα του Τολστόι, μοίρασε τη γη του στους χωρικούς που την καλλιεργούσαν. Εμπνεόμενος απ’ τους Ναρόντνικους, σχεδίαζε να ιδρύσει συλλόγους, αναγνωστήρια και σχολεία αναρχικής κατεύθυνσης στην ύπαιθρο. Πρώτη του ενέργεια ήταν η ίδρυση ενός προοδευτικού σχολείου στην Bogote, αμφισβητώντας το μονοπώλιο της Καθολικής Εκκλησίας στην εκπαίδευση. Δέχτηκε αμέσως, μέσω του τύπου, την επίθεση του τοπικού κλήρου ως «άθεου» και των αρχών ως στασιαστή. Σε μια τουλάχιστον περίπτωση, ένας παπάς της περιοχής επιτέθηκε στο σχολείο, καθοδηγώντας έναν όχλο που πετούσε πέτρες κι ήταν οπλισμένος με ρόπαλα. Σπάστηκαν τα παράθυρα και τραυματίστηκε ο αναρχικός ποιητής Sandor Csizmadia. Απτόητος ο Batthyany, επέκτεινε το σχολείο, παρέχοντας δωρεάν βιβλία κι ελεύθερη μόρφωση.      
 
Ο Batthyany έδωσε επίσης οικονομική στήριξη σε αναρχικά περιοδικά κι επιθεωρήσεις, περιλαμβανομένης της επιθεώρησης Tarsadalmi Forradalom (Κοινωνική Επανάσταση), αν και αμέσως μετά απ’ την έκδοσή της, παρέδωσε τον εκδοτικό έλεγχό της στον Karoly Krausz, κάποτε υποστηριχτή του Χριστιανικού αναρχισμού του Schmitt, αλλά κατοπινού μέλους της αναρχικής Επαναστατικής Σοσιαλιστικής Ομάδας. Ο Batthyany χρηματοδότησε την Allam Nelkul, τo 1895 (που εκδόθηκε επίσης απ’ τον Krausz) που διατηρήθηκε κάτω από διάφορους τίτλους μέχρι το 1914, καθώς και τη μηνιαία εφημερίδα A Jovo (Το Μέλλον). Μετέφρασε έργα των Κροπότκιν, Τολστόι και Στίρνερ στα Ουγγρικά, ενώ έγραψε κι εξέδωσε στην κυκλοφορία πολλά φυλλάδια, περιλαμβανομένης και μιας μελέτης για τον  Edward Carpenter. Εμφανίστηκε αρχικά στη Βουδαπέστη, μιλώντας για τον αναρχισμό σε μια σειρά διαλέξεων που οργανώθηκαν απ’ την ισχυρής επιρροής αλλά αντικαθεστωτική, Κοινωνιολογική Εταιρεία. Πίστευε ότι ο αναρχισμός έπρεπε να βασίζεται στην αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων και την αλληλοβοήθεια, παρά στις βιβλικές αρχές που υιοθετούνταν απ’ τον Schmitt. Χάρις κυρίως στην επιρροή του, αναπτύχθηκαν πολλοί αναρχικοί κύκλοι στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα.
 
Η ένταση του ακτιβισμού του Batthyany κι οι αποκαρδιωτικές διαφωνίες του με άλλους αναρχικούς, είχαν ως τελικό αποτέλεσμα τη σταδιακή αποχώρησή του απ’ τον Ουγγρικό αναρχισμό. Ο έλεγχος του σχολείου της Bogote αναλήφθηκε απ’ το κράτος κι ο Batthyany εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αγγλία, το 1910, όπου ενεπλάκη με το εκεί κίνημα.
 
Ανάμεσα σ’ αυτούς που επηρεάστηκαν απ’ τον Batthyany, ήταν κι ο Bojtor, ο οποίος κατεύθυνε τις δραστηριότητές του στους εργατικούς κύκλους της Βουδαπέστης. Σύμφωνα με μια περιγραφή, ο Bojtor συνελήφθη για ανάμειξη σε μια απόπειρα εναντίον της ζωής του Αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ. Κατέφυγε στην Ιταλία αλλά απελάθηκε, καταλήγοντας στη Γαλλία, όπου και παρέμεινε μέχρι την επιστροφή του στη Βουδαπέστη, μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
 
ERVIN SZAMBO
 
O Ervin Szambo αποτελεί δεσπόζουσα μορφή του Ουγγρικού αναρχισμού – μια μοναδική σύνθεση λόγιου, προπαγανδιστή και συνωμότη. Γιος ενός πρωχευμένου μικρομαγαζάτορα, σπούδασε σε Βουδαπέστη και Βιέννη, πριν τελικά γίνει  βιβλιοθηκάριος στην Ουγγρική πρωτεύουσα. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στη δημιουργία ενός σύγχρονου συστήματος λειτουργίας των δημόσιων βιβλιοθηκών της Ουγγαρίας, κι έγινε Διευθυντής της Δημοτικής Βιβλιοθήκης της Βουδαπέστης, την οποία και μετέτρεψε σ’ ένα πρότυπο ίδρυμα. Η επιρροή του εκτείνονταν πέρα απ’ τις πολιτικές διαιρέσεις του Ουγγρικού σοσιαλισμού.
 
Στη διάρκεια της πρώιμης πολιτικής σταδιοδρομίας του, ο Szambo υπήρξε μέλος του Ουγγρικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (HSDP), αν και συγχρόνως διατελούσε σύνδεσμος στη Βουδαπέστη για τους Ρώσους επαναστάτες που είχε γνωρίσει όταν βρίσκονταν στη Βιέννη. Ο ρόλος του μέσα στο HSDP ήταν αντιπολιτευτικός, αν και δεν ήρθε σε πλήρη ρήξη με τους Σοσιαλδημοκράτες παρά μονάχα το 1909. Στη διάρκεια εκείνης της περιόδου, εξέδωσε μια δίτομη συλλογή με έργα των Μαρξ και Ένγκελς, η εισαγωγή της οποίας χαιρετίστηκε ως η αρτιότερη των διαθέσιμων στα Ουγγρικά Μαρξιστικών έργων. Το 1905, ο Szambo προσπάθησε ανεπιτυχώς να οργανώσει μια κριτική αντιπολίτευση στο εσωτερικό του HSDP, σε μια απόπειρα ν’ αναδιαμορφώσει του δομή του Κόμματος και να ριζοσπαστικοποιήσει το αγροτικό του πρόγραμμα. Όταν αυτό δεν πέτυχε, προσχώρησε στην Επαναστατική Σοσιαλιστική Ομάδα, μια ομάδα που έδρευε στη Βουδαπέστη κι αποτελούνταν από αναρχικούς και δυσαρεστημένους σοσιαλιστές, σαν τον ίδιο.
 
Ιδρυμένη απ’ τον Krausz, η Επαναστατική Σοσιαλιστική Ομάδα ήταν κάτω από αστυνομική επιτήρηση απ’ το ξεκίνημά της. Αποτελούνταν από 40-50 τεχνίτες κι εστίαζε κυρίως στον αντικοινοβουλευτισμό και την αντιμιλιταριστική προπαγάνδα, κάνοντας τυπώματα κι αφισοκολλήσεις σ’ όλη τη Βουδαπέστη. Ο Krausz εξέδιδε την εφημερίδα της ομάδας, Tarsadalmi Forradalom (Κοινωνική Επανάσταση) απ’ το σπίτι του, με το φυσιολογικό της τιράζ να φτάνει τα 3.000 φύλλα, που αυξάνονταν στις 5.000 για τις ειδικές αντιμιλιταριστικές εκδόσεις. Αν και συναντώντας εμπόδια απ’ την έλλειψη οικονομικών πόρων, οι Επαναστάτες Σοσιαλιστές δημιούργησαν σταδιακά επαφές μ’ άλλες ομάδες της Ουγγαρίας, κι η οργανωτική τους βάση έφτασε τα 200 μέλη. Ο Szambo προσπάθησε να οργανώσει μια ομάδα συνδικαλιστικής προπαγάνδας, κάποιες φορές σε συνεργασία μ’ άλλους αναρχικούς της Βουδαπέστης, στους οποίους περιλαμβάνονταν ο Ignac Beller, ένας μηχανικός εργοστασίου. Αν κι οι συναντήσεις ήταν μικρές, συνένωσαν αρκετούς απ’ τους ανθρώπους που κατόπιν δραστηριοποιήθηκαν στο αντιπολεμικό κίνημα, μερικά χρόνια μετά.
 
Ο Szambo είχε επίσης λάβει μέρος στις δραστηριότητες της «Φαβιανής» (σημ.7) Κοινωνιολογικής Εταιρείας, η οποία αποτελούσε το βασικό συντελεστή της επιθεώρησης Huszadik Szazad (Εικοστός Αιώνας) και διατηρούσε συνεχή επαφή με Γάλλους συνδικαλιστές, οργανώνοντας μια συνάντηση αναρχοσυνδικαλιστών που επισκέφτηκαν τη Βουδαπέστη, ενώ περιστασιακά έγραφε στην [επιθεώρηση] Le Mouvement Sociale. Αυτή ήταν μια δύσκολη περίοδος για τον Szambo, που απομακρύνονταν ολοένα και περισσότερο απ’ τους Σοσιαλδημοκράτες, απογοητευόμενος απ’ τις όλο και συχνότερες επαφές μεταξύ του διεθνούς συνδικαλιστικού κινήματος και του εθνικισμού.
 
ΤΟ ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ 
 
Στα πρώτα χρόνια του πολέμου, ο Szambo περιορίστηκε στην ανάλυση της φύσης του πολέμου και του καπιταλισμού, σε μια σειρά άρθρων και διαλέξεων. Αυτά δεν αποτελούσαν καλέσματα σε δράση, παρά μονάχα μια διαυγή ανάλυση των οικονομικών συνθηκών που συνόδευαν τον πόλεμο. Το χειμώνα του 1915-16 οργάνωσε μια συνάντηση συγγραφέων που ήταν εναντίον του πολέμου (ανάμεσα στους οποίους ήταν ο κατοπινός Μαρξιστής Γκέοργκ Λούκατς, ο ποιητής Mihaly Babits, ο σεναριογράφος Bela Bakazs κι ο οικονομολόγος Andre Gabor), απ’ την οποία όμως δεν προέκυψε τίποτα. Το 1916 προσπάθησε να οργανώσει μια αντιπολεμική αντιπολίτευση μέσα στις τάξεις του HSDP, στάθηκε όμως και πάλι ανεπιτυχής.  
     
Η πρώτη σύντομη αλλά ευκρινώς διατυπωμένη απόπειρα εναντίωσης στον πόλεμο, ήταν η πρωτοβουλία που αναλήφθηκε απ’ το φίλο του Szambo, τον αναρχικό συγγραφέα και καλλιτέχνη, Lajos Kassak. Ο Kassak είχε μπει στη δουλειά από νεαρή ηλικία, και σύμφωνα με τη δική του μαρτυρία, είχε καταστεί αποτελεσματικός αγκιτάτορας απ’ τα πρώτα εφηβικά του χρόνια, προκαλώντας μια απεργία στον ηλεκτρικό σταθμό, στην ηλικία των 12. Όταν έφτασε τα 21, αποφάσισε να φτάσει με τα πόδια μέχρι το Παρίσι, μαζί με τον κάπως μεγαλύτερό του, Emil Szittya, ένα μαθητευόμενο που είχε ζήσει για μερικά χρόνια ζητιανεύοντας και που αργότερα έγινε συγγραφέας. Διέσχισαν την Ελβετία και τη Γερμανία, φτάνοντας ως το Βέλγιο, όπου ο Kassak συνελήφθη ενώ παρακολουθούσε μια αναρχική συγκέντρωση, περνώντας αρκετές μέρες στη φυλακή πριν απελαθεί. Με τη βοήθεια των αναρχικών, έφτασε τελικά στο Παρίσι. Στο Παρίσι, ήρθε σ’ επαφή με τις σύγχρονες ιδέες για την τέχνη και το γράψιμο. Με την επιστροφή του στη Βουδαπέστη, άρχισε να εκδίδει μικρές ιστορίες και να προωθεί τις ιδέες της avant-guarde. Το Νοέμβρη του 1915, ο Kassak άρχισε να εκδίδει την A Tett (Η Δράση), αντιγράφοντας τη Γερμανική Die Aktion, εφημερίδα που συνδύαζε πετυχημένα την τέχνη με την πολιτική, εναντιωνόμενη στο Γερμανικό μιλιταρισμό. H A Tett ήταν ιδεαλιστική, αντιπολεμική και ταγμένη στο ν’ αλλάξει τον κόσμο αλλά η αντιπολεμική στάση κι η γενικότερη επαναστατικότητά της, οδήγησε στην οριστική της φίμωση απ’ τις αρχές, τον Αύγουστο του 1916. Ο Kassak δεν αποθαρρύνθηκε εύκολα και μέχρι το Νοέμβρη είχε καταπιαστεί με την έκδοση της εξ’ ίσου ριζοσπαστικής διαδόχου της, Ma (Σήμερα), παρόλο που είχε και πάλι προβλήματα με τη λογοκρισία.
 
Καθώς ο πόλεμος συνεχίζονταν, η επίδρασή του στους εργάτες και τους αγρότες έγινε περισσότερο φανερή. Οι εργάτες δούλευαν συχνά πάνω από 60 ώρες τη βδομάδα για να τα βγάλουν πέρα και τα παιδιά από 10 ή 12 ετών εργάζονταν για 12 ώρες τη μέρα. Το 1916, το χρήμα είχε τη μισή προπολεμική του αξία, οι μισθοί έπεφταν, αν και τα κέρδη ανέβαιναν, παρά την απορρύθμιση που είχε επέλθει στη βιομηχανία λόγω του πολέμου. Στο Ανατολικό μέτωπο, εκατοντάδες χιλιάδες Ούγγροι στρατιώτες πέθαιναν πολεμώντας τις δυνάμεις της Αντάντ, (σημ.8) μέσα στον άγριο χειμώνα των Καρπαθίων και τα θύματα συνέχισαν ν’ αυξάνονται. Σ’ όλη τη διάρκεια του 1915 και 1916 υπήρχε ένας διαρκώς αυξανόμενος αριθμός απεργιών.
 
Η Ουγγρική αστυνομία παρακολουθούσε τις επαφές μεταξύ των Ούγγρων ριζοσπαστών και των σοσιαλιστών στην Ελβετία, που ήταν εναντίον του πολέμου. Μια αστυνομική αναφορά του καλοκαιριού του 1917 σημειώνει ότι οι Ούγγροι σοσιαλιστές που είχαν επαφή με το αντιπολεμικό κίνημα ήταν λίγοι. Στις λιγοστές εξαιρέσεις συγκαταλέγονταν ο Ervin Szabo που βρίσκονταν σε σταθερή επαφή με ομάδες απ’ όλη την Ευρώπη, λαμβάνοντας δημοσιεύσεις από αντιπολεμικές ομάδες αρκετών χωρών.
 
Αν και κάτω από αστυνομική επιτήρηση, ο Szabo έκανε χρήση της επαγγελματικής του θέσης σαν Βιβλιοθηκάριος για να εξασφαλίσει τ’ ότι θα πληροφορούνταν καλύτερα απ’ οποιονδήποτε άλλον στην Ουγγαρία, τα σχετικά με το Διεθνές αντιπολεμικό κίνημα, κι η Μητροπολιτική Βιβλιοθήκη έγινε κέντρο αντιπολεμικής προπαγάνδας. Η ξεχωριστή μαεστρία του Szabo στις συνωμοτικές τεχνικές που είχε διδαχτεί σα νεαρός, στη διάρκεια των επαφών του με τους Ρώσους επαναστάτες, του έδωσε κεντρικό ρόλο στην παράνομη αντιπολεμική δραστηριότητα που άρχισε ν’ αναπτύσσεται.
 
Η σπίθα που φούντωσε το αντιπολεμικό κίνημα, διατηρήθηκε από μια νεαρή φοιτήτρια, την Ilona Duczynska, ξαδέρφη του Szabo, που πέρασε δυο χρόνια σπουδάζοντας στο Τεχνολογικό Κολλέγιο της Ζυρίχης. Παρά την κακή κατάσταση της υγείας λόγω της υπερβολικής δουλειάς και της φτώχειας, πράγματα που είχαν ως αποτέλεσμα να περάσει δύο κρίσεις φυματίωσης, η Duczynska παρακινήθηκε απ’ τη Ρώσικη Επανάσταση κι εγκατέλειψε τις σπουδές της για να δράσει σαν αγγελιαφόρος  των σοσιαλιστών της Ζυρίχης που ήταν εναντίον του πολέμου. Βρήκε τον Szabo καλά ενημερωμένο και κάτοχο ενός αντίτυπου του Μανιφέστου του Τσίμερβαλντ, (σημ.9) της μπροσούρας Junius της Ρόζας Λούξεμπουργκ και κάποιων φύλλων της εφημερίδας του Munzenberg, Jugend Internationale. Ο Szabo έφερε σ’ επαφή την Duczynska με τον Κύκλο του Γαλιλαίου (μια φοιτητική ομάδα που είχε σχηματιστεί το 1908 απ’ τον ξάδερφο του Szabo, Karl Polanyi, κι αποτελούνταν από Μαρξιστές, επαναστάτες σοσιαλιστές κι αναρχικούς που αντιτίθονταν στην αυξανόμενη επιρροή του μιλιταρισμού στην Ουγγρική κοινωνία εξ’ αιτίας του πολέμου). Κάποιοι απ’ τους φοιτητές του Κύκλου του Γαλιλαίου που συνάντησε η Duczynska, επρόκειτο ν’ αποτελέσουν τον πυρήνα του αντιπολεμικού κινήματος.
 
Ο Szabo βρίσκονταν σε στενή επαφή μ’ αρκετούς συνδικαλιστικούς αντιπροσώπους και τον Οχτώβρη του 1917 οργάνωσε μια συνάντηση στο διαμέρισμά του, μεταξύ της  Duczynska, ορισμένων «Γαλιλεϊστών» και του Ignac Becker. O Becker, οργανωτής του ανεξάρτητου σωματείου των θερμαστών, ήταν μέλος της Συνδικαλιστικής Προπαγανδιστικής Ομάδας του Szabo απ’ το 1910. Κανονίστηκε μια δεύτερη συνάντηση, στο πίσω δωμάτιο μιας ταβέρνας, όπου δύο «Γαλιλεϊστές» συναντήθηκαν με δέκα περίπου συνδικαλιστικούς αντιπροσώπους και εργάτες. Η συνάντηση συντονίζονταν απ’ τον Becker κι ανάμεσα σ’ αυτούς που την παρακολούθησαν ήταν οι Deszo Vegh και Antal Mosolygo (πρώτος συνδικαλιστικός αντιπρόσωπος ενός εργοστασίου κατασκευής αεροσκαφών) της Συνδικαλιστικής Προπαγανδιστικής Ομάδας. Αρκετοί απ’ τους υπόλοιπους προέρχονταν απ’ τα εργοστάσια πολεμικού υλικού, περιλαμβανομένου του Sandor Osztrecher, πρώτου συνδικαλιστικού αντιπροσώπου της Βιομηχανίας Csepel Manfred Weiss, στην οποία απασχολούνταν 30.000 εργάτες. Οι συγκεντρωμένοι αποφάσισαν να εκδώσουν μια μπροσούρα βασισμένη στο Μανιφέστο του Τσίμερβαλντ, ώστε να μοιραστεί στα εργοστάσια, κάτω απ’ τ’ όνομα «Ομάδα Ούγγρων Συνδικαλιστών – Υποστηριχτών των Θέσεων του Τσίμερβαλντ». Όμως εξ’ αρχής, ανάμεσά της, η ομάδα χρησιμοποιούσε τ’ όνομα Επαναστάτες Σοσιαλιστές. Η συγκέντρωση σχεδίασε επίσης την πραγματοποίηση μιας δημόσιας αντιπολεμικής διαδήλωσης. Οι εξελίξεις ήταν καταιγιστικές και δύο βράδια μετά, τρία μέλη της νέας ομάδας μίλησαν σε μια εργατική συγκέντρωση που είχε οργανωθεί σ’ ένα απ’ τα προάστια. Στην ομάδα προσχώρησαν κι άλλοι: ανάμεσά τους, ο τραπεζικός υπάλληλος Otto Korvin, κι ο αδερφός του, Joszef Kelen, ηλεκτροτεχνίτης∙ επίσης, ο Imre Sallai, ταμίας σε τράπεζα, κι ο φοιτητής ιατρικής Albert Landos. O Korvin, γιος ξυλουργού, που είχε απαλλαγεί απ’ τη στρατιωτική του θητεία λόγω μιας δυσμορφίας στη σπονδυλική του στήλη, κατέστη σύντομα σημαντικός παράγοντας του αντιπολεμικού κινήματος, παρακινώντας τους Ούγγρους ναύτες της Πόλα (στην Αδριατική ακτή της Κροατίας) να στασιάσουν.
 
Μια βδομάδα μετά απ’ την ανατροπή της προσωρινής κυβέρνησης απ’ τους Μπολσεβίκους στη Ρωσία, οργανώθηκε μια μεγάλη συγκέντρωση, στην οποία συμμετείχαν περίπου 150 συνδικαλιστικοί αντιπρόσωποι. Η συνάντηση διευθέτησε τις τελευταίες λεπτομέρειες της πρώτης αντιπολεμικής διαδήλωσης, που είχε κανονιστεί για το απόγεμα του Σαββάτου, της 17ης Νοέμβρη, σε μια μεγάλη διασταύρωση της πόλης. Στον καθορισμένο χρόνο, ομάδες εργατών και «Γαλιλεϊκών» συναντήθηκαν στη διασταύρωση κι έκαναν πορεία προς το κέντρο της πόλης φωνάζοντας «Θέλουμε Ειρήνη!», «Ειρήνη ή Επανάσταση» και πάει λέγοντας. Αν και παρεμποδίστηκε απ’ την αρχή, δεχόμενη στη συνέχεια την επίθεση της αστυνομίας, η διαδήλωση κράτησε για μια ώρα κι ήταν η πρώτη απ’ τις πολλές που ακολούθησαν, μιας κι αποτέλεσε το έναυσμα για τις ανεξάρτητες διαδηλώσεις κι άλλων ομάδων. Απ’ το Σεπτέμβρη του 1917 και μετά, ο Szabo συναντούσε συχνά την Duczynska, καθώς και άλλους, πολλές φορές σε νεκροταφεία, προς αποφυγή των χαφιέδων. Ο Szabo δίδαξε την ομάδα πώς να συνδυάζει επιτυχώς παράνομες και  νόμιμες τεχνικές, επέβλεπε, συμβούλευε κι εξέδιδε προπαγανδιστικό υλικό, ήταν όμως απρόθυμος ν’ αναλάβει την καθοδήγηση της ομάδας, περιοριζόμενος στο να ενθαρρύνει τις αντιπολεμικές της δραστηριότητες.
 
Μια απ’ τις ομάδες που θα εμπλέκονταν στο αντιπολεμικό εγχείρημα, ήταν γνωστή ως Μηχανικοί του Σοσιαλισμού. Πίστευαν ότι η ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας επέφερε οφέλη στην πλειοψηφία του πληθυσμού κι ότι ο καπιταλισμός έπρεπε ν’ αφανιστεί, έτσι ώστε τα οφέλη της επιστημονικής προόδου να φτάσουν σε όλους. Παρά την τεχνοκρατική της αντίληψη για το σοσιαλισμό, η ομάδα αυτή ήταν σημαντική, αφού λόγω της απαγόρευσης της εισόδου των «λευκών κολάρων» (σημ.10) στα υπάρχοντα σωματεία, οι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι αναγκάστηκαν ν’ αναπτύξουν τις δικές τους οργανώσεις που ήταν ελεύθερες απ’ τη σοσιαλδημοκρατική χειραγώγηση. Την άνοιξη του 1917, μέλη της συγκεκριμένης ομάδας συνέβαλαν στο σχηματισμό μιας παράνομης Διεργοστασιακής Επιτροπής, με αντιπροσώπους από είκοσι και πλέον εργοστάσια κι επιχειρήσεις της Βουδαπέστης. Η πρόθεση που υπήρχε πίσω απ’ το σχηματισμό της Επιτροπής ήταν ο απεργιακός συντονισμός και παρά το ότι τ’ απεργιακά σχέδια υπήρξαν ανεπιτυχή, η επιρροή της Διεργοστασιακής Επιτροπής απλώθηκε σ’ αρκετά τοπικά σωματεία, κερδίζοντας συμπαθούντες κι ανάμεσα στους Σοσιαλδημοκράτες.   
 
Η εναντίωση στον πόλεμο συνέχισε ν’ αυξάνεται, και στις 26 Δεκέμβρη του 1917, δύο συνδικαλιστικοί αντιπρόσωποι (οι Mosolygo και Osztrecher) προώθησαν την ίδρυση του πρώτου σοβιέτ (εργατικού συμβουλίου), και πάνω σ’ εκείνο το σημείο, η Διεργοστασιακή Επιτροπή ενώθηκε με άλλες. Εκπονήθηκαν σχέδια για γενική απεργία κι έγιναν απόπειρες για τη σύναψη επαφών με τους Αυστριακούς εργάτες της Βιέννης, χωρίς όμως κάποια επιτυχία. Η μεγάλη απεργία που έλαβε χώρα στη Βιέννη το Γενάρη του 1918, δε συνδέθηκε με τις προσπάθειες της Ουγγρικής αντιπολίτευσης. Εξαπλώθηκε ραγδαία στη Γερμανία, και μέσα σε λίγες μέρες στην Ουγγαρία, προκαλώντας μαζικές συγκεντρώσεις, στις οποίες έλαβαν μέρος πολλοί στρατιώτες, στα πλαίσια μιας δυσαρέσκειας που έβρισκε επιτέλους διέξοδο.
 
Πεπεισμένη ότι η Ουγγαρία θα εγκατέλειπε τον πόλεμο, η Ilona Duczynska σχεδίασε τη δολοφονία του κύριου υποστηριχτή της Ουγγρικής εμπλοκής, Πρωθυπουργού, Istvan Tisza. O Tisza είχε επίσης διατάξει (το 1912) το στρατό ν’ ανοίξει πυρ εναντίον των εργατών που ζητούσαν δικαίωμα ψήφου. Οι μαρτυρίες διαφέρουν ως προς την εμπλοκή του Szabo στο συγκεκριμένο σχέδιο, όμως οπλισμένη μ’ ένα περίστροφο, η Duczynska πηγαινοέρχονταν νευρικά κάτω από τη σκιά της συστάδας των δέντρων που βρίσκονταν μπροστά απ’ την κατοικία του Tisza, στη Λεωφόρο Andrassy. Το αμάξι του Tisza στάθμευσε και απ’ το αστυνομικό όχημα της συνοδείας του βγήκαν οι άντρες της ασφάλειάς του. Καθώς ο Tisza κατέβαινε απ’ το αμάξι του, η Duczynska έσφιξε τη λαβή του περιστρόφου της αλλά καθώς έβγαζε το όπλο απ’ την τσάντα της, άκουσε έναν εφημεριδοπώλη να φωνάζει τα νέα της παραίτησης του Tisza απ’ την πρωθυπουργία. Ανακουφισμένη που δεν ήταν πια αναγκασμένη να προχωρήσει, έμεινε να κοιτάει έναν ηττημένο άνθρωπο που έμπαινε στ’ αρχοντικό του.
 
Στις αρχές του Γενάρη του 1918, η αστυνομία συνέλαβε αρκετά μέλη της αντιπολεμικής ομάδας των Επαναστατών Σοσιαλιστών, η οποία με τρόπο παράτολμο  είχε φτάσει να ρίχνει προκηρύξεις ακόμα και μέσα στα στρατόπεδα, και μάλιστα, σ’ ευρεία κλίμακα. Σε μια περίπτωση, νεαροί αναρχικοί που πιάστηκαν μέσα σε στρατόπεδο, χτυπήθηκαν πολύ άσχημα απ’ την αστυνομία. Η αστυνομία διέλυσε επίσης τον Κύκλο του Γαλιλαίου, και δυο μέρες αργότερα, όλη η αντιπολεμική ομάδα, με την εξαίρεση των Szabo, Korvin και Mosolygo, συνελήφθη, κατηγορούμενη για στάση. Απτόητος, ο Mosolygo, οργάνωσε μια μυστική συνάντηση συνδικαλιστών κι εκπροσώπων της Διεργοστασιακής Επιτροπής, εκπονώντας σχέδιο για το σχηματισμό «Εργατικού Συμβουλίου της Βουδαπέστης» που θ’ αντιπροσώπευε κάθε εργοστάσιο, κλάδο και γεωγραφικό σημείο της πόλης.
 
Στα μέσα Γενάρη του 1918, πραγματοποιήθηκε γενική πολιτική απεργία καθοδηγούμενη απ’ το σωματείο των εργατών στους σιδηροδρόμους και το αντίστοιχο των μεταλλεργατών, απεργία που ήταν έξω απ’ τον έλεγχο του HSDP. 150.000 εργάτες διαδήλωσαν στους δρόμους της Βουδαπέστης, φωνάζοντας «Ζήτω τα Σοβιέτ!» και «Χαιρετούμε τη Σοβιετική Ρωσία!». Παρόλο που η απεργία δεν είχε εγκριθεί απ’ το HSDP, το Κόμμα την υποστήριξε τις τρεις πρώτες μέρες, για να ισχυριστεί έπειτα ξαφνικά ότι αυτή νίκησε, καλώντας έτσι στον τερματισμό της. Αρχικά, οι απεργοί αρνήθηκαν να σταματήσουν, υποχώρησαν όμως τελικά για ν’ αποφύγουν μια διάσπαση μέσα στο εργατικό κίνημα. Αν κι οι Σοσιαλδημοκράτες κατόρθωσαν να υπονομεύσουν την απεργία, ο έλεγχος που ασκούσαν στις εργατικές οργανώσεις εξασθένησε.  
 
Ο Otto Korvin στρατολόγησε αρκετά νέα μέλη για λογαριασμό του αντιπολεμικού κινήματος, κι αυτός με τους συντρόφους του διπλασίασαν τις προσπάθειές τους, προετοιμάζοντας και μοιράζοντας εκατοντάδες αντίτυπα φυλλαδίων στη διάρκεια των αμέσως επόμενων μηνών, που το καθένα τους είχε ως αφετηρία κάποιο σημαντικό γεγονός, εντός ή εκτός της Ουγγαρίας. Σχεδόν όλες οι μπροσούρες προωθούσαν την ιδέα των σοβιέτ, και σύμφωνα μ’ ένα μέλος της ομάδας, τον Jozsef Lenfyel, η τελευταία φράση κάθε μπροσούρας προέρχονταν απ’ το έργο του Κροπότκιν, Προς τους Νέους. Οι απελπιστικές οικονομικές συνθήκες κι η επιδεινούμενη στρατιωτική κατάσταση, τους πρόσφερε ένα ενθουσιώδες ακροατήριο, αλλά το Μάη, πενήντα επαναστάτες σοσιαλιστές και συνδικαλιστές, ανάμεσά τους οι Ilona Duczynska και Tivadar Sugar, συνελήφθησαν. Η ομάδα εξαρθρώθηκε. Οι Szabo και Korvin διέφυγαν και πάλι τη σύλληψη, αν κι ο πρώτος καταζητούνταν απ’ την αστυνομία.
 
Νέες απεργίες ξέσπασαν τον Ιούνη λόγω του ότι η αστυνομία είχε ανοίξει πυρ εναντίον εργατών που διαδήλωναν και ιδρύθηκαν τα πρώτα εργατικά συμβούλια υπέρ του συντονισμού της δράσης τους. Οι απεργίες εξαπλώθηκαν απ’ τη Βουδαπέστη στα υπόλοιπα βιομηχανικά κέντρα, όμως ανακλήθηκαν ύστερα από 10 μέρες απ’ την ηγεσία των Σοσιαλδημοκρατών.
 
Η Duczynska και τα υπόλοιπα συλληφθέντα μέλη του Κύκλου του Γαλιλαίου προσήχθησαν σε δίκη το Σεπτέμβρη του 1918. Η μεταχείριση της Duczynska ήταν ιδιαίτερα σκληρή: «Η κατηγορούμενη, Ilona Duczynska, πέραν της εξάμηνης προφυλάκισής της, που κράτησε χωρίς να της απαγγελθεί ποινή, καταδικάζεται σε δύο επιπλέον χρόνια, στη διάρκεια των οποίων, θα της χορηγείται κάθε δεύτερη εβδομάδα και για μια ημέρα, μόνον ψωμί και νερό (την συγκεκριμένη ημέρα θα κοιμάται στο δάπεδο), και στη διάρκεια του πρώτου μήνα κάθε εξαμήνου κράτησης, θα περνάει ένα δεκαπενθήμερο σε καθεστώς απομόνωσης». 
 
Η στρατιωτική κατάσταση συνέχισε να επιδεινώνεται και απόρρητες αναφορές του Υπουργείου Πολέμου δήλωναν ότι: «Οι εργάτριες, όχι μόνον επιχειρούν συχνά ν’ απορυθμίσουν τη λειτουργία των εργοστασίων παρακωλύοντας την παραγωγή, αλλά εκφωνούν επιπλέον και εμπρηστικούς λόγους, λαμβάνουν μέρος σε διαδηλώσεις, προχωρώντας στην πρώτη γραμμή κι έχοντας στην αγκαλιά τα μωρά τους και συμπεριφέρονται με τρόπο προσβλητικό στους εκπροσώπους του νόμου».
 
Τον Οχτώβρη, το Ουγγρικό Πολεμικό Συμβούλιο διαλύθηκε. Υπήρχαν ξεσηκωμοί και ανταρσίες στο στρατό και το ναυτικό, οι λιποταξίες έφταναν σε επίπεδα ρεκόρ, και ένοπλες ομάδες λιποτακτών, συνδεμένες με απεργούς κι εξεγερμένους χωρικούς, καταλάμβαναν τη γη και συγκρούονταν με την αστυνομία. Η αναρχική εφημερίδα Tarsadalmi Forradalom (Κοινωνική Επανάσταση) ανέφερε το σχηματισμό επαναστατικής «Πράσινης Φρουράς» στην Κροατία και το Szeremseg (τωρινό τμήμα της Κροατίας), ιδρυμένης από λιποτάκτες του Ουγγρικού Στρατού. Αυτές οι επαναστατικές ομάδες μάχονταν τις μισητές μονάδες της Χωροφυλακής στα χωριά, εξολοθρεύοντας αρκετούς άντρες τους, παίρνοντας ή καταστρέφοντας τον οπλισμό τους και λάμβαναν μέρος σε ενέργειες απαλλοτρίωσης περιουσιών των πλούσιων. Ο κρατικός μηχανισμός είχε αρχίσει να καταρρέει εξ’ αιτίας της πίεσης απ’ τα κάτω.
 
Εκείνη ακριβώς την περίοδο, ο Ervin Szabo, που υπέφερε ήδη από φυματίωση, έπεσε θύμα της επιδημίας της ισπανικής γρίπης, και πέθανε τον ίδιο μήνα. Ακόμα και με  το θάνατό του, ο Szabo συνέχισε ν’ ασκεί επιρροή, μιας κι η κηδεία του συγκέντρωσε όλα τα διαφορετικά τμήματα της αντιπολίτευσης μαζί για πρώτη φορά, κάνοντας τους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν τη συλλογική τους δύναμη. Οι εργάτες σταμάτησαν τη δουλειά στα εργοστάσια σ’ ένδειξη σεβασμού, και χιλιάδες άνθρωποι ακολούθησαν τη νεκρική πομπή του Szabo.
 
Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ    
 
Μέσα σ’ ένα υπόβαθρο ανταρσιών των στρατιωτών, απεργιών και καθημερινών μαζικών διαδηλώσεων στους δρόμους, η κυβέρνηση κατέρρευσε. Οι στρατιώτες λιποτακτούσαν μαζικά και ίδρυαν σοβιέτ (εργατικά συμβούλια). Στις 27 και 28 Οχτώβρη, συγκρούστηκαν με την αστυνομία, καταλήγοντας σε συρράξεις με όπλα και πολυβόλα, που άφησαν πίσω τους πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Στις 29 Οχτώβρη, η Ουγγαρία ανακηρύχτηκε δημοκρατία και την επόμενη μέρα, μια εργατική εξέγερση ανέτρεψε αναίμακτα την κυβέρνηση. Ένοπλοι εξεγερμένοι κατέλαβαν τα στρατηγικά σημεία σ’ όλη τη Βουδαπέστη, ανοίγοντας τις φυλακές κι απελευθερώνοντας τους πολιτικούς κρατούμενους. Η άρχουσα τάξη κατέφυγε στον ηγέτη της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, τον Κόμη Κάρολυ που ήταν εναντίον του πολέμου, ώστε να ηγηθεί μιας νέας κυβερνητικής συμμαχίας που περιελάμβανε το Ουγγρικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ως νέο εταίρο της.
 
Η αλλαγή κυβέρνησης δεν ανέκοψε καθόλου το ρυθμό της επανάστασης και την επόμενη μέρα (30 Οχτώβρη), καλέστηκε διαδήλωση μπροστά στα γραφεία του Κόμματος του Κάρολυ, απαιτώντας άμεση ανακωχή. Η αστυνομία επιτέθηκε και ξέσπασαν οδομαχίες. Την 1η Νοέμβρη, τα πλήθη ξεχύθηκαν στους δρόμους, εισέβαλαν στ’ αστυνομικά τμήματα κι αφόπλισαν την αστυνομία. 400.000 άνθρωποι έκαναν πορεία στους δρόμους τραγουδώντας την «Εργατική Μαρσεγιέζα»! Η αδυναμία της νέας κυβέρνησης φάνηκε πολύ γρήγορα, όταν στις 13 Νοέμβρη αναγκάστηκε να υπογράψει σύμφωνο ανακωχής που άφηνε την Ουγγαρία με τα μισά της προπολεμικά εδάφη. Παρά την τεράστια συγκεκριμένη παραχώρηση, η συμφωνία είχε σαν αποτέλεσμα μόνο την προσωρινή παύση της στρατιωτικής επίθεσης εναντίον της Ουγγαρίας.
 
Η Κρατική εξουσία εξασθενούσε όλο και περισσότερο καθώς οι εργάτες αποκτούσαν πίστη στον εαυτό τους. Στις 16 Νοέμβρη, εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτών συγκεντρώθηκαν έξω απ’ το κτήριο του Κοινοβουλίου, απαιτώντας την ανακήρυξη  Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από εξεγερμένους στρατιώτες που επέστρεφαν απ’ το μέτωπο. Οι αξιωματικοί δέχονταν επιθέσεις στους δρόμους και ξήλωναν τα διακριτικά απ’ τους ώμους τους. Οι εργάτες της πολεμικής βιομηχανίας Manfred Weiss στο Csepel, λίγο έξω απ’ τη Βουδαπέστη, όπου δρούσε η Συνδικαλιστική Προπαγανδιστική Ομάδα, πήραν τον έλεγχο του εργοστασίου και σχημάτισαν εργατική πολιτοφυλακή.
 
Η οικονομία κατέρρεε, με την Ουγγαρία να είναι ακόμα αποκλεισμένη απ’ τις δυνάμεις της Αντάντ, και τις συνθήκες τροφοδοσίας να είναι δραματικές. Ο στρατός δεν υποστήριζε πια την κυβέρνηση Κάρολυ. Στη θέση της υπήρχαν οπλισμένοι εργάτες κι η πολιτική εξουσία ήταν μοιρασμένη ανάμεσα στην κυβερνητική συμμαχία, τα Συμβούλια των Στρατιωτών, τα Συμβούλια των Εργατών και το Ουγγρικό Εθνικό Συμβούλιο (HNC). Οι Σοσιαλδημοκράτες έλεγχαν τα Συμβούλια των Εργατών και Στρατιωτών, διέθεταν σημαντική επιρροή στο Εθνικό Συμβούλιο, είχαν μικρή εκπροσώπηση στην κυβέρνηση, αλλά χρησιμοποιούσαν τη δύναμη που είχαν για ν’ αποκλείουν τους Επαναστάτες Σοσιαλιστές, Συνδικαλιστές και τους Μηχανικούς του Σοσιαλισμού απ’ το HNC, καθώς κι απ’ το Σοβιέτ της Βουδαπέστης. Στις 17 Νοέμβρη 1918, εκπρόσωποι όλων των ομάδων της αντιπολίτευσης συναντήθηκαν με διαφωνούντες του HSDP και συμφώνησαν να ιδρύσουν τον «Κύκλο Ervin Szabo» για να συντονίσουν τη δράση τους.
 
Στο μεταξύ, ο Μπέλα Κουν είχε επιστρέψει στη Βουδαπέστη. Ο Κουν, μέλος κάποτε των Ούγγρων Σοσιαλδημοκρατών, είχε γίνει Μπολσεβίκος στη διάρκεια της κράτησής του σε Ρωσικό στρατόπεδο αιχμαλώτων. Πρόθεσή του ήταν να ιδρύσει ένα Κομμουνιστικό Κόμμα στην Ουγγαρία, που θα λειτουργούσε με τις αρχές των Μπολσεβίκων. Η ρεφορμιστική στρατηγική του HSDP κι η ταχεία ριζοσπαστικοποίηση του Ουγγρικού λαού, ίσως να κατέληγαν σε μια νέα οργάνωση για το συντονισμό της επαναστατικής αντιπολίτευσης που δε θ’ ακολουθούσε το Μπολσεβίκικο μοντέλο, όμως ο Κουν διέθετε ένα σαφές οργανωτικό πρότυπο και μια στρατηγική, που φάνηκαν πετυχημένα στη Ρωσία, όπως κι αρκετούς πόρους για τη χρηματοδότηση της προπαγάνδας του.         
 
Ο Κουν προσέγγισε όλα τ’ αντιπολιτευόμενα στοιχεία, και μια προπαρασκευαστική συνάντηση οργανώθηκε στο διαμέρισμα του «Σοσιαλιστή Μηχανικού», Jozsef Kelen. Οι αναρχικοί ήταν απρόθυμοι να συμμετέχουν, το έπραξαν όμως μετά από προσωπική παράκληση του Tibor Szamuely, αιχμαλώτου πολέμου που είχε επιστρέψει στην Ουγγαρία. Ο Szamuely, δημοσιογράφος και μέλος των Σοσιαλδημοκρατών, σύχναζε στους αναρχικούς κύκλους της Βουδαπέστης πριν κληθεί στο στρατό. Αιχμάλωτος των Ρώσων, μετατράπηκε σε δραστήριο αγκιτάτορα ενώ ήταν ακόμα τυπικά αιχμάλωτος πολέμου. Μετά την απελευθέρωσή του εντάχτηκε στους Μπολσεβίκους και πολέμησε απ’ τις τάξεις τους στον εμφύλιο πόλεμο. Είχε επίσης επισκεφτεί στη Ρωσία τον Πέτρο Κροπότκιν, πριν επιστρέψει στην Ουγγαρία. Το Δεκέμβρη του 1918, συμμετείχε ενεργά στις ταραχές της Nyiregyhaza, στις οποίες τραυματίστηκε σοβαρά ένας απ’ τους αδερφούς του. Τον επόμενο μήνα προσπάθησε να οργανώσει μια τοπική εξέγερση στο Satoraljaujhely, όμως συνελήφθη. Κατόρθωσε να δραπετεύσει και κρύφτηκε βοηθούμενος απ’ τον Kassak.   
 
Στη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στο διαμέρισμα του Kelen, συμφωνήθηκε να ιδρυθεί το Ουγγρικό Κομμουνιστικό Κόμμα, μ’ αποτέλεσμα το νέο κόμμα ν’ αποτελέσει εξ’ αρχής μια συγχώνευση αναρχικών και κομμουνιστών, στην οποία ορισμένοι αναρχικοί διαδραμάτισαν βασικό ρόλο. Ανάμεσα σ’ αυτούς που προσχώρησαν στους Κομμουνιστές ήταν οι Korvin, Duczysnska κι ο «εντιμότατος» Μαρξιστής Γκέοργκ Λούκατς που μέχρι τότε ήταν επηρεασμένος απ’ τον αναρχισμό του Szabo. 
 
Οι οργανωτικές ικανότητες του Otto Korvin ήταν απαραίτητες (διέθετε ένα δίκτυο πληροφοριοδοτών, που περιελάμβανε και επαφές με το γραφείο ασύρματων επικοινωνιών, πράγμα που κατέστησε σύντομα τον Μπέλα Κουν τον καλύτερα ενημερωμένο άνθρωπο στην Ουγγαρία). Στον Mosolygo, που αρχικά επιθυμούσε απλά να συνεργαστεί, προσφέρθηκε η αντιπροεδρία του κόμματος, απ’ την οποία όμως παραιτήθηκε σχεδόν αμέσως μετά από μια διαφωνία με τον Κουν πάνω σε ζητήματα τακτικής και μεθόδων.
 
Στις αρχές του 1919 επήλθε μια όξυνση της σύγκρουσης ανάμεσα στους εργάτες και την κυβερνητική συμμαχία. Υπήρχε ένας διαρκώς αυξανόμενος αριθμός διαδηλώσεων στους δρόμους και αυθόρμητων καταλήψεων γης στην ύπαιθρο, καθώς η κυβέρνηση ήταν ανίκανη να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των εργατών. Η κρατική εξουσία κατέρρευσε στην ύπαιθρο καθώς οι εργάτες κι οι υπηρέτες των μεγάλων κτημάτων εγκαθίδρυαν κοπερατίβες για να συντονίσουν την αγροτική παραγωγή και σχημάτιζαν τοπικά εργατικά συμβούλια. Οι εργάτες άρχισαν να καταλαμβάνουν τα εργοστάσια για ν’ αντιμετωπίσουν τις απόπειρες των ιδιοκτητών να τα κλείσουν. Τα συμβούλια των στρατιωτών έλεγχαν τις αποθήκες οπλισμού και το πολυτελές ξενοδοχείο Hungaria είχε μετατραπεί σ’ εστιατόριο για τα παιδιά της Βουδαπέστης. Ξεκινούσε μια επανάσταση απ’ τα κάτω.
 
Στις 20 Φλεβάρη του 1919, η Ένωση Ανέργων διοργάνωσε πορεία προς τα γραφεία της εφημερίδας Nepszava (όργανο του HSDP) για να παρουσιάσει τα αιτήματά της στα μέλη της κυβέρνησης που ήταν σοσιαλιστές. Φοβούμενο βίαια επεισόδια, το HSDP απαίτησε την προστασία της αστυνομίας. Η αστυνομία επιτέθηκε στη διαδήλωση και ξέσπασαν συγκρούσεις με τις αναρχικές ομάδες αυτοάμυνας, που είχαν σαν αποτέλεσμα τέσσερις νεκρούς αστυνομικούς. Η κυβέρνηση απάντησε συλλαμβάνοντας 68 γνωστούς κομμουνιστές κι αναρχικούς, οι οποίοι ξυλοκοπήθηκαν. Οι περιγραφές των ξυλοδαρμών απ’ τις εφημερίδες εξόργισαν τη Βουδαπέστη. Οι διαδηλώσεις κι ο φόβος της αντίδρασης της ΕΣΣΔ, συντέλεσαν στη χαλάρωση των συνθηκών κράτησης και την απόσυρση των σοβαρότερων κατηγοριών. Ενώ ο Κουν κι οι υπόλοιποι ηγέτες των κομμουνιστών περνούσαν τον καιρό τους στη φυλακή, οι αναρχικοί που βρίσκονταν μέσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα και που δεν είχαν συλληφθεί, ανέλαβαν το καθήκον της λειτουργίας της οργάνωσης, ισχυροποιώντας τη θέση του κι εγκαθιδρύοντας μια νέα, ελευθεριακή κατεύθυνση για το κόμμα..
 
Η επανάσταση άρχισε να εξαπλώνεται. Όλο και περισσότερα εργοστάσια αναλαμβάνονταν απ’ τους εργάτες και στις 10 Μάρτη, το τοπικό σοβιέτ πήρε τον έλεγχο του Szeget. Το παράδειγμα αυτό ακολουθήθηκε γρήγορα κι από άλλες πόλεις κι οι αγρότες κατέλαβαν τα κτήματα του πρώην Πρωθυπουργού Κόμη Εστερχάζυ. Στις 20 Μάρτη, οι τυπογράφοι της Βουδαπέστης αρνήθηκαν να τυπώσουν την εφημερίδα του HSDP, και κατέβηκαν σε απεργία, προκαλώντας γενική απεργία που είχε ως αίτημα την αποφυλάκιση των κρατούμενων κομμουνιστών και τη μεταβίβαση της εξουσίας στους εργάτες. Η επιδεινούμενη στρατιωτική κατάσταση και το εντεινόμενο εσωτερικό χάος παρακίνησαν τα στελέχη του HSDP να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με τον Κουν. Οι συζητήσεις αυτές έλαβαν επιπλέον το χαρακτήρα του υπερεπείγοντος εξ’ αιτίας του τελεσίγραφου του Συνταγματάρχη Βιξ, του Γάλλου επικεφαλής της αποστολής της Αντάντ στη Βουδαπέστη, που θα επέφερε την κατοχή ολόκληρης της Ουγγαρίας απ’ την Αντάντ, εκτός από μια ζώνη 20 χιλιομέτρων περιμετρικά της πρωτεύουσας. Το τελεσίγραφο της Αντάντ απορρίφτηκε ομόφωνα ως απαράδεκτο απ’ την Κυβέρνηση, που παραιτήθηκε την άλλη μέρα. Την επόμενη μέρα, στις 21 του Μάρτη, ανακηρύχτηκε η Σοσιαλιστική Δημοκρατία. Η κατάρρευση της κυβέρνησης δυνάμωσε το χέρι τόσο του HSDP, όσο και των κομμουνιστών, που σύντομα σύναψαν συμμαχία.
 
Η ΚΟΜΜΟΥΝΑ ΤΗΣ ΒΟΥΔΑΠΕΣΤΗΣ  
 
Οι συζητήσεις μεταξύ Κουν και Σοσιαλδημοκρατών είχαν σαν αποτέλεσμα το σχηματισμό ενός Επαναστατικού Συμβουλίου, αποτελούμενου από 17 Σοσιαλιστές, 4 Κομμουνιστές και 2 μη κομματικούς τεχνοκράτες, που συγκλήθηκε για πρώτη φορά στις 22 Μάρτη του 1919. Η εσωτερική οργάνωση αυτού του Ουγγρικού Σοβιέτ επρόκειτο να βασιστεί σ’ ένα σύστημα συμβουλίων εργατών και στρατιωτών. Σχηματίστηκε ένα καινούριο Ουγγρικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, που ενοποίησε το HSDP και το Κομμουνιστικό Κόμμα. Αν κι η εκπροσώπηση του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν δυσανάλογη σε σχέση με το μέγεθός του και το πρόγραμμα του Συμβουλίου βασίστηκε στις προτάσεις του Κουν, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα των 700.000 μελών «κατάπιε» για τα καλά το μικρότερο Κομμουνιστικό, ο αριθμός μελών του οποίου εκτιμάται ότι κυμαίνονταν από 10 ως 30.000. Στον Szamuely δόθηκε ρόλος-κλειδί στο Υπουργείο Πολέμου, και ο Korvin έγινε Πολιτικός Επίτροπος (Κομισάριος), επικεφαλής του Γραφείου Πολιτικής Έρευνας, που ουσιαστικά ήταν μια αστυνομική δύναμη με αποστολή τη συλλογή πληροφοριών και την πρόληψη των αντεπαναστατικών ενεργειών.
 
Παρόλο που οι Szamuely και Korvin κατείχαν καίρια πόστα στο νέο κόμμα, η ενοποίηση είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας αριστερής αντιπολίτευσης μέσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα, σχηματισμένης απ’ όσους βρίσκονταν στη φυλακή μαζί με τον Κουν, που δεν τους είχε όμως ειπωθεί οτιδήποτε σχετικά με τις διαπραγματεύσεις με τους Σοσιαλδημοκράτες, καθώς κι απ’ αυτούς που κατεύθυναν το Κόμμα μέχρι την απελευθέρωσή του (του Κουν), οι οποίοι τώρα σχεδίαζαν ένοπλη εξέγερση για το Μάη. Οι Συνδικαλιστές αντιτίθονταν επίσης στη νέα τάξη, επειδή πίστευαν ότι οι εξουσίες του Επαναστατικού Κυβερνητικού Συμβουλίου ήταν εξωφρενικές, κι ότι τα Εργατικά Συμβούλια θα έπρεπε ν’ αποτελούν την οργανωτική βάση της κοινωνίας. Τον Απρίλη πραγματοποιήθηκαν εκλογές για την ανάδειξη των Αντιπροσώπων στο Συμβούλιο Εργατών και Στρατιωτών της Βουδαπέστης. Στην Όγδοη εκλογική περιφέρεια της Βουδαπέστης, μια λίστα αποτελούμενη αποκλειστικά από συνδικαλιστές και αναρχικούς εγγεγραμμένους υποψήφιους, ανέδειξε το νικητή της μοναδικής θέσης που προβλέπονταν για το κόμμα, όμως το Επαναστατικό Κυβερνητικό Συμβούλιο ακύρωσε τ’ αποτελέσματα. Κάποιοι απ’ τους αναρχικούς που αποτελούσαν δραστήρια μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος, αποχώρησαν και σχημάτισαν την Αναρχική Ένωση. Η Ένωση αυτή περιελάμβανε τους Krausz, Bojtor και το Ρουμάνο δικηγόρο, Andorka Kogan. Με τη βοήθεια του Korvin κατέλαβαν το Ανάκτορο Almassy, μετατρέποντάς το σε κοινωνικό κέντρο και ο Krausz επανέκδωσε την Tarsadalmi Forradalom. Η Αναρχική Ένωση άρχισε να εγκαινιάζει βιβλιοθήκες και κύκλους συζητήσεων σε μια προσπάθεια να διευρύνει την κοινωνική βάση της επανάστασης.   
 
Σύντομα προέκυψαν διαφορές ανάμεσα στην Αναρχική Ένωση και στους αριστερούς κομμουνιστές όπως o Szamuely κι ο Korvin που παρέμειναν στο κόμμα. Ο Sandor Czismadia, αναρχικός βετεράνος της Αγροτικής Ένωσης του Varonki, διετέλεσε για μικρό διάστημα Κομισσάριος για τη Γεωργία στην Κομμούνα, αλλά απολύθηκε απ’ τη θέση του από τον Μπέλα Κουν. Κάποια στιγμή, ο Κουν διέταξε τη σύλληψη των Kogan και Bojtor, αλλά ο Korvin αντιτάχτηκε στον Κουν, τους απελευθέρωσε και χρησιμοποίησε τη θέση του για να χρηματοδοτήσει την Αναρχική Ένωση, μ’ αποτέλεσμα, οι διαφορές μεταξύ αριστερών κομμουνιστών και αναρχικών, να ελαττωθούν. Δεν είναι ξεκάθαρο το γιατί ο Κουν διέταξε τη σύλληψη των δύο συγκεκριμένων αναρχικών, όμως πιθανώς αυτό να έγινε επειδή ο Kogan εμπλέκονταν στην παράτολμη κλοπή όπλων κι εξοπλισμού από το Γαλλικό στρατόπεδο πεζικού που αποτελούσε την έδρα του Συνταγματάρχη Βιξ, ο οποίος επέβλεπε τον αφοπλισμό (του Ουγγρικού Στρατού).
 
Μια απ’ τις πλέον αμφιλεγόμενες ομάδες ήταν τα «Παιδιά του Λένιν», ιδρυμένη από ένα σύντροφο του Szamuely, τον Joszef Cserny, βοηθό υποδηματοποιού, που υπηρέτησε στο Ναυτικό κατά τη διάρκεια του πολέμου και κατόπιν στο πλευρό των Μπολσεβίκων στη Ρωσία. Τα «Παιδιά του Λένιν» αποτελούνταν από παλιούς εξεγερμένους στρατιώτες και ναύτες. Τους περιέγραψαν σαν τα μάτια και τ’ αυτιά της επανάστασης, και σκόπευαν να καλλιεργήσουν επιμελώς μια εικόνα που θα τρομοκρατούσε τη Δεξιά. Το αρχηγείο τους ήταν διακοσμημένο με τεράστιες αφίσες που απλά έγραφαν «Τρόμος» με πελώρια γράμματα. Οι αντιδραστικοί συγγραφείς έχουν αποδώσει στη συγκεκριμένη ομάδα κάθε είδος τρομοκρατικής πράξης, όμως σ’ όλη τη διάρκεια της Κομμούνας, υπήρξαν μονάχα 129 εκτελέσεις αντεπαναστατών, απ’ τις οποίες ίσως 80 μπορούν ν’ αποδοθούν στα «Παιδιά του Λένιν» (αν και κάποιοι εκτιμούν ότι ο αριθμός των εκτελέσεων ανέρχεται στις 590). Τα νούμερα αυτά ούτε κατά διάνοια μπορούν να συγκριθούν με τους χιλιάδες που σφαγιάστηκαν απ’ τους αντεπαναστάτες αργότερα. Η Δεξιά στην Ουγγαρία βρίσκονταν σε ολοένα και μεγαλύτερη απόγνωση κι υπήρξε μια σειρά από απόπειρες μικρο-πραξικοπημάτων, τα οποία συχνά καταστέλλονταν απ’ τα «Παιδιά του Λένιν» ή την «Κόκκινη Φρουρά» του Szamuely. Εκτός κρατικού ελέγχου, τα «Παιδιά του Λένιν» σύντομα προσέλκυσαν την εχθρότητα των Σοσιαλδημοκρατών, που επέμεναν να διαλυθούν και τα μέλη τους να σταλθούν στο μέτωπο. Έχοντας υπερισχύσει της αριστεράς, ο Κουν άρχισε να βασίζεται ολοένα και περισσότερο στην υποστήριξη των Σοσιαλδημοκρατών, και συναινώντας στα αιτήματά τους, διέλυσε τα «Παιδιά του Λένιν» στις 19 Μάη. Μέσα σε λίγες μέρες, απάντησαν με μια αποτυχημένη βομβιστική επίθεση εναντίον του πλέον δηλωμένου αντιπάλου τους, Wilhelm Bohm, υπεύθυνου του SPD για τον Κόκκινο Στρατό.
 
Το πρόγραμμα της Κομμούνας, που αποτελούσε τη βάση της συμμαχίας μεταξύ Κομμουνιστών και Σοσιαλδημοκρατών, φανερώνει ξεκάθαρα την πίεση που ασκούσε η ελευθεριακή μερίδα μέσα στην οργάνωση. Απαιτούσε τη διάλυση του στρατού και της αστυνομίας, την κοινωνικοποίηση των τραπεζών και τη δήμευση των μεγάλων περιουσιών, την κατάργηση της γραφειοκρατίας και την κοινωνικοποίηση των μεταφορών. Ένα σημαντικό σημείο διαφωνίας όμως αποτελούσε η πρόταση για την εθνικοποίηση της γης. Το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν αποφασισμένο να θέσει τον αγροτικό τομέα κάτω απ’ τον Κρατικό έλεγχο. Διόρισε τους παλιούς ιδιοκτήτες ως «Κομισσάριους Παραγωγής» κι έτσι, για τη μάζα των χωρικών, η διαφορά ήταν ελάχιστη ανάμεσα στα παλιά και τα νέα αφεντικά. Η κίνηση αυτή απογύμνωσε την αγροτική μεταρρύθμιση από κάθε επαναστατικό περιεχόμενο, γεννώντας τη δυσπιστία ανάμεσα στην αγροτιά, καθιστώντας τον εφοδιασμό σε τρόφιμα της επιβαρυμένης πρωτεύουσας ακόμα πιο προβληματικό κατά τις τελευταίες βδομάδες της Κομμούνας.
 
Υπήρχαν επίσης οξείες διαφωνίες για τη λογοκρισία στις εκδόσεις και την τέχνη. Αυτές έφτασαν στο αποκορύφωμά τους τον Ιούνη, μετά απ’ το Πρώτο Συνέδριο του Ουγγρικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, όταν οι συγγραφείς που συνδέονταν με την εφημερίδα του Kassak, Ma (Σήμερα), συνέταξαν την  Ανοιχτή Επιστολή προς τον Μπέλα Κουν στ’ όνομα της Τέχνης, αντιτιθέμενοι στη λογοκρισία. Εκατό χιλιάδες αντίτυπα της 24σέλιδης αυτής μπροσούρας τυπώθηκαν μυστικά και μοιράστηκαν ανοιχτά στους εργάτες της Βουδαπέστης. Ο Κουν έγινε έξω φρενών αλλά ο Kassak κι οι υπόλοιποι συγγραφείς έτυχαν ευρείας υποστήριξης, ακόμα και μέσα στο μετονομασθέν Σοσιαλιστικό-Κομμουνιστικό Κόμμα της Ουγγαρίας.
 
Τα στρατεύματα της Αντάντ εξαπέλυσαν νέα στρατιωτική επίθεση εναντίον της νεαρής Σοβιετικής Δημοκρατίας, με την αιχμή του δόρατος ν’ αποτελείται απ’ τις Ρουμανικές δυνάμεις, οι οποίες ήταν αριθμητικά υπέρτερες και καλύτερα εξοπλισμένες απ’ ότι ο βιαστικά επανδρωμένος εθελοντικός Κόκκινος Στρατός, κι έτσι, μέσα σε μερικές μέρες έφτασαν σ’ απόσταση 60 μιλίων απ’ τη Βουδαπέστη. Μπροστά στην προοπτική μιας σχεδόν άμεσης στρατιωτικής ήττας, τα ελεγχόμενα απ’ τους σοσιαλιστές συνδικάτα της Βουδαπέστης κι οι συνδικαλιστικοί εργοστασιακοί αντιπρόσωποι, επάνδρωσαν κι εξόπλισαν βιαστικά μια επαναστατική δύναμη 50.000 αντρών. Οργάνωσαν συγκεντρώσεις κι έστειλαν στο μέτωπο «ευέλικτες φάλαγγες» αποτελούμενες από υπαλλήλους, ταχυδρόμους και γραφιάδες. Ανέλπιστα, αυτός ο βιαστικά συγκεντρωμένος στρατιωτικός συρφετός ανέκοψε τη Ρουμανική προέλαση, αποσπώντας κάθε μεγάλη πόλη του Ουγγρικού εδάφους απ’ τον έλεγχο της Αντάντ.
 
Σχεδόν με τη διάλυση των «Παιδιών του Λένιν» και της «Κόκκινης Φρουράς» του Szamuely, οι δεξιοί σοσιαλιστές προετοίμασαν μια απόπειρα πραξικοπήματος, όμως στη συνέχεια εγκατέλειψαν το εγχείρημα. Μια δεύτερη σοβαρότερη απόπειρα εκδηλώθηκε στις 24 Ιούνη του 1919, όταν μια κανονιοφόρος άνοιξε πυρ εναντίον του «Οίκου των Σοβιέτ» που αποτελούσε την έδρα του Επαναστατικού Συμβουλίου. Πρώην επαγγελματίες στρατιωτικοί και λιποτάχτες του Ουγγρικού Κόκκινου Στρατού ενεπλάκησαν σε 24ωρη οδομαχία με την πιστή στην Κομμούνα πολιτοφυλακή. Αν και το πραξικόπημα καταστάλθηκε, είχε ως αποτέλεσμα την αυξανόμενη αποθάρρυνση στις τάξεις του Επαναστατικού Συμβουλίου και την παραίτηση αρκετών «μετριοπαθών» σοσιαλιστών. Η φράξια του Κουν αντέδρασε με τη λήψη δρακόντειων μέτρων για την αύξηση της παραγωγής και τη σύλληψη αρκετών αντιφρονούντων συνδικαλιστών ηγετών, περιλαμβανομένου του Mosolygo.   
 
Οι αναρχικοί κι οι συνδικαλιστές έκαναν μια απελπισμένη προσπάθεια να ξαναδώσουν πνοή στην επανάσταση. Ενώ οι Szamuely και Cserny αναδιοργάνωσαν τα «Παιδιά του Λένιν», οι αναρχικοί σχεδίασαν εξέγερση για τον Ιούλη. Βασιζόμενο  σε 200-300 εργάτες της πολεμικής βιομηχανίας και των αριστερότερων εργατικών συμβουλίων, το αναρχικό πλάνο αποκαλύφτηκε πριν μπει σ’ εφαρμογή. Δύο Ουκρανοί, οι Jemifov και Jukelsa, ύποπτοι εμπλοκής στο σχέδιο, εκτελέστηκαν και τα πτώματά τους ρίχτηκαν στο Δούναβη, όμως οι υπόλοιποι αναρχικοί, προστατευμένοι απ’ τους Szamuely και Korvin, αφέθηκαν να διαφύγουν. Οι μαρτυρίες διίστανται σχετικά με το ρόλο του Szamuely, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι εμπλέκονταν στη σχεδιαζόμενη εξέγερση, προδίδοντάς τη την τελευταία στιγμή.
 
Η Επανάσταση είχε φτάσει σε αδιέξοδο – σπαρασσόμενη απ’ τους φραξιονισμούς της Βουδαπέστης και βαλλόμενη από κάθε πλευρά απ’ τα στρατεύματα της Αντάντ. Οι πρώιμες στρατιωτικές επιτυχίες του Κόκκινου Στρατού, ειδικά στη Σλοβακία (όπου ανακηρύχτηκε επίσης μια Δημοκρατία των Σλοβακικών Συμβουλίων), δεν μπορούσαν να συνεχιστούν χωρίς τη στρατιωτική βοήθεια της ΕΣΣΔ, όμως ο Ρωσικός Κόκκινος Στρατός, που φαίνονταν πριν πως θα μπορούσε να διασπάσει τις γραμμές της Αντάντ και να ενοποιήσει την Ουγγρική Επανάσταση με τη Ρωσική, βρίσκονταν τώρα σε υποχώρηση. Ο Κουν ξεκίνησε μυστικές διαπραγματεύσεις με τις δυνάμεις της Αντάντ και η Γαλλική κυβέρνηση συμφώνησε να επιτρέψει την ύπαρξη μιας σοσιαλιστικής κυβέρνησης στην Ουγγαρία, μ’ αντάλλαγμα την παύση των εχθροπραξιών. Ο Κουν και ο Μπολσεβίκικος πυρήνας αποθαρρύνονταν κι απομονώνονταν ολοένα και περισσότερο, καθώς τα Εργατικά Συμβούλια συγκέντρωναν τη διαρκώς αυξανόμενη ευθύνη για την οργάνωση της κοινωνίας. Ο Κουν διέπραξε ένα μεγάλο τακτικό λάθος προτείνοντας στην Τσεχοσλοβακική κυβέρνηση σύμφωνο ειρήνευσης, παρόμοιο με το αντίστοιχο της συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ. (σημ.11) Αποτελέσματα αυτού ήταν να θυσιαστούν οι Σλοβάκοι επαναστάτες, να επικρατήσει ένα αίσθημα διαρκώς αυξανόμενης απομόνωσης και ν’ αποθαρρυνθούν ακόμα περισσότερο οι υποστηριχτές της επανάστασης στην Ουγγαρία. Ο σοσιαλιστής επικεφαλής του Κόκκινου Στρατού, Bohm, παραιτήθηκε.   
 
Στις 20 Ιούλη, ο Ουγγρικός Κόκκινος Στρατός συντρίφτηκε απ’ τα Ρουμανικά στρατεύματα στο νότο, και στις 30 του μήνα, ο Κουν αναγκάστηκε να παραιτηθεί, για ν’ ακολουθήσει μια κυβέρνηση στην οποία κυριαρχούσαν τα συνδικάτα και η κατοχή της Βουδαπέστης απ’ το Ρουμανικό στρατό. Προστατευμένος απ’ την παρουσία των Ρουμανικών δυνάμεων, ο Ναύαρχος Χόρτυ (σημ.12) προχώρησε ακολούθως στην εκτέλεση ενός εθνικιστικού πραξικοπήματος που ανέτρεψε την κυβέρνηση των συνδικαλιστών.
 
Με την κατάρρευση των Σοβιέτ, ο Κουν κι οι Μπολσεβίκοι διαπραγματεύτηκαν μια ασφαλή διαφυγή απ’ την Ουγγαρία μ’ ένα θωρακισμένο τραίνο. Οι αναρχικοί κι οι αριστεροί κομμουνιστές αποκλείστηκαν επίτηδες απ’ τη συγκεκριμένη συμφωνία και προσπάθησαν να οργανώσουν την αντίσταση μέσα στην Ουγγαρία, με ελάχιστη όμως επιτυχία. Ο Szamuely προσπάθησε να εγκαταλείψει τη χώρα, συνελήφθη όμως απ’ τους συνοριοφύλακες και χτυπήθηκε μέχρι θανάτου, γεγονός που καλύφτηκε από τη δικαιολογία μιας κακοσκηνοθετημένης «αυτοκτονίας». Ο Korvin παρέμεινε στη Βουδαπέστη κι ο Λούκατς, που αφέθηκε επίσης στη μοίρα του, αναφέρει ότι: «Ανάμεσα σε συντρόφους απόλυτα καταπονημένους, σε άλλους που επιδίδονταν σ’ ένα περιπετειώδες ονειροπόλημα ή είχαν βυθιστεί ξανά σε νευρική κατάθλιψη, ο Korvin εξέδωσε οδηγίες που αφορούσαν παράνομους χώρους, επαφές μεταξύ μας, σύναψη δικτύων κτλ, με τρόπο που αποκάλυπτε πως η κοινή λογική του παρέμενε ζωντανή. Οι δυο μας κουβεντιάσαμε για το πώς θα συνεχίσουμε ν’ ανταλλάσουμε πληροφορίες και απόψεις, και για το πώς θα μπορούσα να διαβιβάσω τα γραπτά μου –με τη μεσολάβησή του- σε μυστικά τυπογραφεία. Όμως, έλαβα ενημέρωση απ’ την πλευρά του για μία και μοναδική φορά…».
 
Ο Κorvin πιάστηκε, φυλακίστηκε και βασανίστηκε με πυρωμένες τανάλιες. Τρεις αναρχικοί που είχαν καταφύγει στη Βιέννη, επέστρεψαν στη Βουδαπέστη για να οργανώσουν μια επιχείρηση για την απελευθέρωσή του. Ένας απ’ αυτούς, ο Καθηγητής Strassny, ήταν Αυστριακός, κι οι υπόλοιποι δύο Ούγγροι, ένας φοιτητής ιατρικής που ονομάζονταν Marcel Feldman, κι ένας μηχανικός που λέγονταν Mauthner, ο οποίος ήταν επικεφαλής μιας Μοίρας Πυροβολικού στη διάρκεια της Κομμούνας. Το σχέδιό τους προδόθηκε κι οι αναρχικοί συνελήφθησαν. Ο Feldman πέθανε στις Ουγγρικές φυλακές το 1920. Ο Mauthner καταδικάστηκε αρχικά σε θάνατο αλλά η ποινή μετατράπηκε σε καταναγκαστική εργασία. Αφού προηγήθηκαν κάποιες απόπειρες, κατόρθωσε να δραπετεύσει τον Ιούνη του 1921, βρίσκοντας τελικά καταφύγιο στη Γαλλία. Ανάμεσα στους υπόλοιπους που συμμετείχαν στην απόπειρα διάσωσης του Korvin, ήταν τ’ αδέρφια Rabinovich (ηλικίας μόλις 18 και 20 χρόνων), που τους ξεκοίλιασαν με ξιφολόγχες στα κελιά τους, κι ο νεότερος αδερφός του Tibor Szamuely, που αυτοκτόνησε. Ο Korvin απαγχονίστηκε. Οι τελευταίες του λέξεις προς τον αδερφό του ήταν: «Αν επιστρέψεις, ξέχνα όσα μου έκαναν». Η αντίδραση κι η καταστολή στοίχειωναν στη συνέχεια για πολλά χρόνια τη ζωή στην Ουγγαρία. Η αντεπαναστατική τρομοκρατία προκάλεσε 4.000 εκτελέσεις και 9.000 θανάτους απ’ την πείνα και τις κακουχίες μέσα στις τάξεις των επαναστατών που βρίσκονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, σε σύνολο 30.000 κρατουμένων. 
 
Τι απέγιναν ορισμένοι απ’ τους αναρχικούς που επέζησαν; Ο Kogan πέρασε στη Βιέννη κι έπειτα στη Ρωσία, όπου προσπάθησε να οργανώσει εξέγερση ενάντια στους Μπολσεβίκους. Συνελήφθη και στάλθηκε στη Σιβηρία. Κάποιο δημοσίευμα της Γαλλικής εφημερίδας La Libertaire ανέφερε ότι εκτελέστηκε το 1925. O Kovacs αιχμαλωτίστηκε μαχόμενος στο μέτωπο και φυλακίστηκε στη Σόφια, τη Θεσσαλονίκη κι έπειτα στη Γουιάνα. Ο Bojtor διέφυγε στη Γαλλία όπου εγκλείστηκε σε άσυλο, στο Charenton. Ο Mosolygo φυλακίστηκε, έπειτα απελευθερώθηκε κι αφού δεν κατάφερε να ιδρύσει το Ουγγρικό τμήμα των IWW (Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου), πέρασε τα τελευταία του χρόνια στην ΕΣΣΔ και πέθανε εκεί το 1927. Ο Λούκατς κι ο ποιητής Jozef Reval (που για σύντομο διάστημα είχε εμπλακεί με τους αναρχικούς) έγιναν μέλη της Κομμουνιστικής Κυβέρνησης που ακολούθησε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αν κι ο Λούκατς, προς τιμή του, τάχτηκε με το μέρος των εργατών στη διάρκεια της εξέγερσης του 1956. (σημ.13) Οι ελάχιστοι επιζώντες αναρχικοί και αριστεροί κομμουνιστές που παρέμειναν ενεργοί στις τάξεις του Ουγγρικού Κομμουνιστικού Κόμματος, σχημάτισαν μια αριστερή αντιπολίτευση, και αργότερα εκτελέστηκαν στη διάρκεια των Σταλινικών εκκαθαρίσεων. Ο Kassak παρέμεινε αναρχικός, ζώντας στη Βιέννη, προωθώντας τις ιδέες της avant-guarde στην τέχνη.    
 
Η Ilona Duczynska κατέφυγε στη Ρωσία, μεταμφιεσμένη σε πρόσφυγα που επέστρεφε. Αφού εργάστηκε για κάποιους μήνες με τον Ράντεκ οργανώνοντας το Συνέδριο της Κομιντέρν (σημ.14) του 1920, επέστρεψε στον παλιό της ρόλο ως αγγελιοφόρος, διεξάγοντας λαθρεμπόριο διαμαντιών προς τη Βιέννη για να χρηματοδοτήσει τους εξόριστους Ούγγρους Κομμουνιστές. Διώχτηκε απ’ το Κομμουνιστικό Κόμμα για την κριτική της ενάντια στο δεσποτισμό που το διακατείχε. Στη Βιέννη, έλαβε μέρος στον εμφύλιο του 1934 (σημ.15), μαχόμενη με τα αυτόνομα schutzbund (ότι είχε απομείνει απ’ τις εργατικές πολιτοφυλακές αυτοάμυνας), ιστορία που αφηγείται η ίδια στο έργο της έργο της Εργάτες στα Όπλα. Η ανοιχτή κριτική της είχε σαν αποτέλεσμα τη διαγραφή της απ’ το Αυστριακό Κομμουνιστικό Κόμμα. Παντρεύτηκε τελικά τον Karl Polanyi, τον Ούγγρο θεωρητικό, ιδρυτή του Κύκλου του Γαλιλαίου και συγγραφέα του σημαντικού έργου, Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός, κι εγκαταστάθηκαν στον Καναδά. Η Duczynska δεν απώλεσε ποτέ το επαναστατικό της πνεύμα και μετά απ’ την Ουγγρική εξέγερση του 1956, επέστρεφε συχνά στην Ουγγαρία, για να συναντήσει ξανά τον παλιό της σύντροφο στη μάχη, Jozsef Lengyel, που είχε γράψει αρκετά έργα. Έβγαλε τα γραπτά του εκτός Ουγγαρίας, τα μετέφρασε στ’ Αγγλικά και διευθέτησε τα της δημοσίευσής τους. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, ανέλαβε την υπόθεση του Peter-Paul Zahl, ενός Γερμανού νεαρού, ποιητή κι εκδότη, που φυλακίστηκε για απόπειρα δολοφονίας ενός αστυνομικού. Ο Zahl καταδικάστηκε σε ποινή 4 χρόνων, όμως στη δεύτερη δίκη, η ποινή του αυξήθηκε στα 15 χρόνια. Η Duczynska κυκλοφόρησε τα έργα του, προσπάθησε να οργανώσει μια επιτροπή υποστήριξης, καθώς και την επανεξέταση της περίπτωσής του. Στην Ουγγαρία, υποστήριζε ενεργά αντιφρονούντες σαν τον Miklos Haraszti, ενός ποιητή που φυλακίστηκε για τη διοργάνωση μιας μη εγκεκριμένης διαδήλωσης εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ.
 
Παρόλο που οι αναρχικοί υπέστησαν πολλά απ’ την καταστολή που ακολούθησε το πραξικόπημα του Χόρτυ, και κάποιοι απ’ αυτούς εντάχτηκαν σε κύκλους Γνωστικών, στα μέσα της δεκαετίας του 1920, ιδρύθηκε μια μικρή παράνομη αναρχική οργάνωση που έβγαλε τη δική της εφημερίδα, Uj Vilag (Νέος Κόσμος).
 
Οι αναρχικοί διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη γέννηση της εναντίωσης στον Πόλεμο και στην κατοπινή Ουγγρική Επανάσταση, προσπαθώντας να τη διευρύνουν και να της δώσουν μια ελευθεριακή κατεύθυνση. Στάθηκαν ικανοί να δράσουν ως καταλύτες όσον αφορά την αντιπολεμική αντιπολίτευση, όμως ο αριθμός τους ήταν ανεπαρκής για να τους επιτρέψει να δημιουργήσουν ένα αποτελεσματικό κίνημα, ανεξάρτητο απ’ τις υπόλοιπες φράξιες. Από κει προήλθε το δίλημμα που βιώθηκε και αλλού, όπως στη Ρωσία και την Ισπανία, όπου οι αναρχικοί προσπάθησαν να συνεργαστούν με διάφορες συνιστώσες του κρατισμού. Στην Ουγγαρία, αναρχικοί και Μαρξιστές εργάζονταν ήδη από κοινού μέσα στις ίδιες οργανώσεις και ομάδες, κι έτσι οι αναρχικοί ήταν προδιαθετημένοι να συνεργαστούν. Μέσα σε συνθήκες κρίσης λόγω του πολέμου και της επανάστασης, η τακτική αυτή δίχασε τελικά το αναρχικό κίνημα, αποδυναμώνοντάς το στη συνέχεια. Αναμφίβολα, η ρήξη μέσα στο διεθνές αναρχικό κίνημα πάνω στο ζήτημα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, συνέβαλε στην απομόνωση του αναρχικού αντιπολεμικού ρεύματος μέσα στην Ουγγαρία και το προδιάθεσε προς την κατεύθυνση της συνεργασίας με τους Μπολσεβίκους που ήταν εναντίον του πολέμου. Οι Μπολσεβίκοι με τη σειρά τους ακολούθησαν μια δραστήρια πολιτική στρατολόγησης μέσα απ’ τις γραμμές των αναρχικών ομάδων. Η πίεση του πολέμου, που στην Ουγγαρία συνεχίζονταν για μεγάλο διάστημα μετά τον τερματισμό του σ’ όλη την υπόλοιπη Κεντρική Ευρώπη, ανάγκασε επίσης τους αναρχικούς να συνεργαστούν με άλλους, όταν σε πιο ειρηνικές συνθήκες θα είχαν πιθανώς επιλέξει διαφορετικές ταχτικές. Καθώς η κρίση αγκάλιαζε την Κομμούνα και ο δεσποτισμός της Σοσιαλδημοκρατικής-Κομμουνιστικής συμμαχίας γίνονταν ολοένα και πιο έκδηλος, τα μέλη της Αναρχικής Ένωσης αποπειράθηκαν να αναπτύξουν μια εναλλακτική ανεξάρτητη στρατηγική, βασισμένη στη διεύρυνση της κοινωνικής βάσης της επανάστασης, όμως ο ρυθμός των εξελίξεων διέκοψε σύντομα την προσπάθεια αυτή.    

Σημειώσεις της Μετάφρασης:


Σημ.1 Το ρεύμα που αναπτύχθηκε με βάση το έργο των μαρξιστών Γκέοργκ Λούκατς και Αντόνιο Γκράμσι, κατά κύριο λόγο. «[...] Γεννήθηκε από την αποτυχία των προλεταριακών επαναστάσεων στις αναπτυγμένες ζώνες του ευρωπαϊκού καπιταλισμού μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και αναπτύχθηκε μέσα σ' ένα όλο και μεγαλύτερο ρήγμα ανάμεσα στη σοσιαλιστική θεωρία και στην πρακτική της εργατικής τάξης.» (Perry Anderson, Ο Δυτικός Μαρξισμός, εκδ. Ράππα, μτφ: Α. Ζάννα).


Σημ.2 Το σύνολο των πρωτοχριστιανικών διδασκαλιών που βάσιζαν τη σωτηρία του ανθρώπου στην προσέγγιση της μυστικής γνώσης. Διάφορα Γνωστικά παρακλάδια έχουν διατηρηθεί μέχρι τις μέρες μας.


Σημ.3 Γκουστάβ Λαντάουερ: Γερμανοεβραίος αναρχικός ποιητής, λογοτέχνης και πολιτικός (1870-1919). Στη διάρκεια της Σοβιετικής Δημοκρατίας της Βαυαρίας διετέλεσε για μικρό διάστημα Επίτροπος του Λαού για την Παιδεία. Εκτελέστηκε από τα ακροδεξιά παραστρατιωτικά Ελεύθερα Σώματα μετά από τη συντριβή της Κομμούνας του Μονάχου.


Σημ.4 Οι Ναρόντνικοι αποτελούσαν επαναστατική κίνηση στη Ρωσία κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Συνδέθηκαν αρχικά με την αγροτιά και σταδιακά ανέπτυξαν δυναμικές μορφές δράσης, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του Τσάρου Αλέξανδρου Β’ το 1881 από την οργάνωση Λαϊκή Θέληση.


Σημ.5 Ο Ύμνος της Γαλλικής Δημοκρατίας. Πήρε τ’ όνομά της από το Σώμα των Εθελοντών της Μασσαλίας (στον πόλεμο με την Αυστρία) που την τραγουδούσαν στο Παρίσι.


Σημ.6 Άγγλος ποιητής, επαναστατικών σοσιαλιστικών τάσεων (1844-1929).


Σημ.7 «Φαβιανή»: απ’ το όνομα του Ρωμαίου στρατηγού Φάβιου, γνωστού για τις νίκες του επί ισχυροτέρων αριθμητικά αντιπάλων. Η πρώτη αγγλική Φαβιανή Εταιρεία αποσκοπούσε στη βελτίωση της θέσης της εργατικής τάξης, αποφεύγοντας όμως την άμεση σύγκρουση και υιοθετώντας «ήπιες» μεθόδους, επηρεασμένη από θεωρητικούς όπως ο Μπερνστάιν.


Σημ.8 Το νικηφόρο συμμαχικό στρατόπεδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, συγκροτημένο γύρω από τον άξονα Βρετανίας και Γαλλίας.


Σημ.9 Η (Διεθνής Σοσιαλιστική) Συνδιάσκεψη του Τσίμερβαλντ (Σεπτέμβρης 1915) αποτέλεσε την πρώτη οργανωμένη απόπειρα διεθνιστικής απάντησης στη σφαγή του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Το μανιφέστο της στρέφονταν εναντίον των σοσιαλιστικών κομμάτων που είχαν στηρίξει τον πόλεμο και καλούσε τους εργάτες των εμπόλεμων κρατών ν’ αγωνιστούν για την ειρήνη και το σοσιαλισμό.


Σημ.10 Οι εργαζόμενοι που διέθεταν εξειδικευμένες γνώσεις και διακρίνονταν από τη μάζα των εργατών.


Σημ.11 Η συνθήκη ειρήνης που υπογράφηκε το Μάρτη του 1918 ανάμεσα στη νεαρή ΕΣΣΔ και τη Γερμανία με τους συμμάχους της κι αποσκοπούσε στην έξοδο της πρώτης από τον πόλεμο προκειμένου να σταθεροποιηθεί η εσωτερική της κατάσταση.


Σημ.12 Ο Ναύαρχος Μίκλος Χόρτυ αποτέλεσε το δήμιο των Ούγγρων εργατών. Το πραξικόπημά του σηματοδότησε την έναρξη της λευκής τρομοκρατίας που άφησε πίσω της χιλιάδες θύματα κι υπήρξε ο άνθρωπος, που ως αντιβασιλιάς, έστρεψε την Ουγγαρία στη συμμαχία με τις Δυνάμεις του Άξονα στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.


Σημ.13 Η αντικαθεστωτική εξέγερση του 1956 στην Ουγγαρία έφερε για λίγο στην εξουσία το μεταρρυθμιστή Ίμρε Νάγκυ και προκάλεσε την εισβολή των Σοβιετικών, που απεκατέστησε την «τάξη». Ο Λούκατς κατέφυγε στη Ρουμανία κι επέστρεψε στην Ουγγαρία το 1969.


Σημ.14 Κομιντέρν: η Κομμουνιστική Διεθνής (Γ’ Διεθνής) που δημιουργήθηκε το 1919 από τα ΚΚ με βασικό καθοδηγητή της το Ρωσικό Μπολσεβικικό Κόμμα. Ο Καρλ Ράντεκ (1885-1939) υπήρξε ηγετικό της στέλεχος και χάθηκε στη διάρκεια των σταλινικών εκκαθαρίσεων.


Σημ.15 Το Φλεβάρη του 1934 ξέσπασαν συγκρούσεις (Februarkämpfe) στις μεγάλες αυστριακές πόλεις ανάμεσα στις πολιτοφυλακές των σοσιαλιστών και τα σώματα που ελέγχονταν από τη δεξιά αυταρχική κυβέρνηση του Καγκελάριου Ντόλφους που είχε διαλύσει το κοινοβούλιο. Ο σύντομος εμφύλιος τερματίστηκε με τη νίκη των κυβερνητικών.

 

 
 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις