ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΛΟΙΜΟ - Ο ΜΑΛΑΤΕΣΤΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΔΗΜΑ ΤΗΣ ΧΟΛΕΡΑΣ ΣΤΗ ΝΑΠΟΛΗ ΤΟΥ 1884


 

Στη διάρκεια της επιδημίας χολέρας που ξέσπασε στην Ιταλική χερσόνησο το 1884, ο αναρχικός Ερρίκο Μαλατέστα κι οι σύντροφοί του έδρασαν άμεσα κι αποτελεσματικά, σα να λέμε παραδειγματικά για μας - αν υποτεθεί πως στο επίκεντρο της αγωνίας μας βρίσκεται ο άνθρωπος. Μάζεψαν θάρρος και τις όποιες ιατρικές τους γνώσεις και ρίχτηκαν στη μάχη για την καταπολέμηση της αρρώστιας σε μια απ’ τις εστίες της, τη Νάπολη. Ορισμένοι εξ’ αυτών έχασαν τη ζωή τους. Η απόφαση που πήραν ήταν ν’ αφήσουν κατά μέρος τον έντυπο βομβαρδισμό με τις περισπούδαστες αναλύσεις και τις κατάρες προς το κράτος με τις κατασταλτικές του πολιτικές και να γλυτώσουν κόσμο απ’ τα νύχια του Χάρου που ήταν ακονισμένα απ’ τη φτώχεια και τις τραγικές συνθήκες διαβίωσης στις εργατογειτονιές. Αφού κατόρθωσαν να σώσουν ένα σημαντικό αριθμό ασθενών - παίρνοντας ακόμα και τα εύσημα των επίσημων αρχών με τη μορφή τιμητικών διακρίσεων, τα οποία φυσικά αρνήθηκαν - κι η επιδημία κόπασε, έκριναν πως είχε έρθει η ώρα της χαρτούρας. Τότε μόνο, προχώρησαν στην έκδοση κειμένων που υποδείκνυαν τις πραγματικές αιτίες του κακού και το βασικό ένοχο, δηλαδή τη φτώχεια και τον καπιταλισμό. Ίσως οφείλεται σ’ αυτήν ακριβώς τη σειρά των πραγμάτων το γεγονός πως οι άνθρωποι της εποχής τους τους έπαιρναν στα σοβαρά. Η μετάφραση έγινε απ’ τ’ αγγλικά. Δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο crimethin.com με τίτλο Anarchists Versus the Plague: Malatesta and the Cholera Epidemic of 1884.

Μετάφραση για το "Γραφείο 18-71": Γ.Κ. 

 "Αναρχικοί Ενάντια στο Λοιμό - Ο Μαλατέστα κι η Επιδημία της Χολέρας στη Νάπολη του 1884"

 Εισαγωγή

Το 1884, η χολέρα έπληξε την Ιταλία προκαλώντας χιλιάδες θανάτους. Παρά την επαπειλούμενη ποινή της τριετούς φυλάκισης, ο Ερρίκο Μαλατέστα συμμετείχε από κοινού με άλλους επαναστάτες αναρχικούς σ’ ένα τολμηρό εγχείρημα που έλαβε χώρα στη Νάπολη – την εστία της επιδημίας – προκειμένου να περιθάλψει όσους υπέφεραν απ’ την ασθένεια. Ενεργώντας κατ’ αυτό τον τρόπο, αυτός και οι σύντροφοί του παρουσίασαν μια εναλλακτική απέναντι στις κρατικές πολιτικές που φαντάζουν ίδιες με τις αντίστοιχες σημερινές, στην εποχή του COVID-19.

Το παρόν κείμενο έχει να κάνει με το ξέσπασμα της επιδημίας και την παρέμβαση του Μαλατέστα, περιλαμβάνοντας όλες τις διαθέσιμες πρωτογενείς πηγές για τη συμμετοχή των Ιταλών αναρχικών, ορισμένες εκ των οποίων δεν είχαν μεταφραστεί μέχρι τώρα στην αγγλική γλώσσα. Οι περισσότερες πληροφορίες που αφορούν το ιστορικό υπόβαθρο προήλθαν απ’ το εξαιρετικό έργο του Frank M. Snowden Naples in the Time of Cholera, 1884-1911. Ευχαριστούμε τον Davide Turcato, τον εκδότη των απάντων του Μαλατέστα, το Διεθνές Κέντρο Ερευνών για τον Αναρχισμό της Λωζάνης και τους ανά τον κόσμο ριζοσπάστες αρχειοθέτες και βιβλιοθηκάριους που διατηρούν ζωντανή την αναρχική ιστορία, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να διδασκόμαστε απ’ το παρελθόν.

Το 1884, η χολέρα έπληξε διάφορες περιοχές της Ιταλίας ενώ υπήρξε ιδιαίτερα επιθετική στη Νάπολη. Σύμφωνα με τις στατιστικές των τοπικών αρχών, η χολέρα προσέβαλε πάνω από 14.000 ανθρώπους στη συγκεκριμένη επαρχία, αφήνοντας πίσω της 8.000 νεκρούς, απ’ τους οποίους οι 7.000 χάθηκαν μόνο στη Νάπολη. Το κράτος αντέδρασε επιβάλλοντας κατασταλτικά μέτρα: η πόλη τέθηκε κάτω από στρατιωτικό νόμο κι επιβλήθηκαν περιορισμοί στις μετακινήσεις με την υιοθέτηση μεθόδων παρόμοιων με τις αντίστοιχες στην περίπτωση του σεισμού της Μεσσίνα ή του πιο πρόσφατου σεισμού στην Λ’ Ακουίλα. Οι εθελοντές του Λευκού Σταυρού, του Ερυθρού Σταυρού, οι σοσιαλδημοκράτες, οι ρεπουμπλικάνοι κι οι σοσιαλιστές υιοθέτησαν διαφορετική προσέγγιση. Οι Felice Cavallotti, Giovanni Bovio, Andrea Costa και Eρρίκο Μαλατέστα έδρασαν κατ’ ανάλογο τρόπο στους δρόμους της Νάπολης, θέτοντας σε κίνδυνο την υγεία τους – οι σοσιαλιστές εθελοντές Massimiliano Boschi, Francesco Valdrè και Rocco Lombardo μολύνθηκαν κι έχασαν τη ζωή τους.

- Από την ελεγεία της Alessia Bruni Cavallazzi για τον Florentine Lombard, Άγγλο αναρχικό που υπηρέτησε στον Ερυθρό Σταυρό στη διάρκεια της επιδημίας.

Ο Μαλατέστα και άλλοι σύντροφοι από διάφορα τμήματα της Ιταλίας μετέβησαν στη Νάπολη ως υγειονομικοί εθελοντές με σκοπό να περιθάλψουν όσους είχαν χτυπηθεί απ’ την επιδημία της χολέρας. Δύο αναρχικοί, οι Rocco Lombardo και Antonio Valdre, άφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή, έχοντας προσβληθεί απ’ τη νόσο. Ο ευρέως γνωστός αναρχικός Galileo Palla διακρίθηκε ιδιαίτερα για την αυταπάρνηση, την ενέργεια και το πνεύμα αυτοθυσίας που επέδειξε. Στον πρώην φοιτητή της ιατρικής Μαλατέστα, εμπιστεύτηκαν ένα τμήμα ασθενών. Αυτό παρουσίασε ιδιαιτέρως υψηλά ποσοστά ανάκαμψης, μιας και γνώριζε τον τρόπο να πιέσει το δήμο της Νάπολης ώστε να παραδοθούν μεγάλες ποσότητες τροφίμων και φαρμάκων, τα οποία εκείνος διένειμε αφειδώς στους ασθενείς. Του προσφέρθηκε μάλιστα και τιμητική διάκριση με τη μορφή μεταλλίου, την οποία αρνήθηκε. Με το τέλος της επιδημίας, οι αναρχικοί αποχώρησαν απ’ τη Νάπολη κι εξέδωσαν ένα μανιφέστο προκειμένου να εξηγήσουν πως “η αληθινή αιτία της χολέρας ήταν η φτώχεια και το μοναδικό φάρμακο που θα εμπόδιζε την επανεμφάνισή της δεν ήταν τίποτα λιγότερο απ’ την κοινωνική επανάσταση”.

- Luigi Fabbri, “Η Ζωή του Μαλατέστα”.

Η χολέρα είναι μεταδοτική βακτηριακή νόσος, εξαπλούμενη συνήθως μέσω του πόσιμου νερού, που προκαλεί εμετό και διάρροια σε σημείο θανάτου. Υπήρξε στ’ αλήθεια η φτώχεια “η αληθινή αιτία της χολέρας” ή επρόκειτο απλώς για ιδεολογική ρητορική; Διαβάστε κι αποφασίστε μόνοι σας.

Οι Απαρχές της Ιταλίας και του Ιταλικού Αναρχισμού


Η Ιταλία αποτελούσε ακόμα ένα καινούριο κράτος όταν πλήγηκε απ’ τη χολέρα το 1884. Προκειμένου να κατανοήσουμε το γιατί η Νάπολη χτυπήθηκε τόσο, καθώς και το τι σήμαινε η κίνηση των αναρχικών να προστρέξουν εκεί ως αλληλέγγυοι από κάθε γωνιά της χώρας, πρέπει να γυρίσουμε δυο δεκαετίες πίσω.


Μέχρι το 1861, δεν υπήρχε Ιταλία. Η χερσόνησος ήταν κατατμημένη σε διάφορα βασίλεια και δουκάτα υπό την ηγεμονία πολλών τοπικών αρχόντων. Οι αρχικοί υπέρμαχοι της Ιταλικής ενοποίησης ήταν εθνικιστές σαν τον Τζιουζέπε Μαντσίνι, ο οποίος καλούσε τους επαναστάτες δημοκράτες όλης της Ευρώπης ν’ ανατρέψουν τους παλιούς μονάρχες και να εγκαθιδρύσουν νέα έθνη στη βάση της κοινής γλώσσας, της γεωγραφίας και της «ενότητας του στόχου». Η ιδέα ήταν πως πλούσιοι και φτωχοί θα εργάζονταν από κοινού κι αλληλέγγυοι κάτω απ’ το εθνικό λάβαρο.


Στην πραγματικότητα, οι λαοί της Ιταλικής χερσονήσου δε διέθεταν κοινή γλώσσα ή κουλτούρα. Οι διάλεκτοι που ήταν σε χρήση στα διάφορα τμήματα της χερσονήσου δεν επέτρεπαν στους ανθρώπους που τις μιλούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους κι υπήρχαν τεράστιες πολιτισμικές και οικονομικές διαφορές μεταξύ των διαφόρων περιφερειών. Ο Μαντσίνι επιθυμούσε μια κοινή γλώσσα και κουλτούρα εκεί που τίποτα δεν υπήρχε, με σκοπό να δημιουργήσει τα θεμέλια για ένα σύγχρονο ανταγωνιστικό κράτος.


Αντίθετα με τις προθέσεις τους, αυτοί που πάσχιζαν να υλοποιήσουν κατά γράμμα το πρόγραμμα του Μαντσίνι για την εθνική απελευθέρωση, επέφεραν την ενοποίηση της Ιταλίας κάτω από μια μοναρχία. Επαναστάτες σαν τον Τζιουζέπε Γκαριμπάλντι ρίσκαραν τις ζωές τους σ’ έναν ανταρτοπόλεμο για να ενοποιήσουν τη χερσόνησο ως μια δημοκρατία αλλά όποτε κατόρθωναν ν’ ανατρέψουν έναν ηγεμόνα, προέκυπτε απλώς κάποιος άλλος που αναλάμβανε τον έλεγχο της περιοχής, μέχρι που ο Βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ της Σαρδηνίας κυβέρνησε ολόκληρη την Ιταλία. Μόλις ανέλαβε την εξουσία, ο Βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ δεν άρχισε ασφαλώς να εργάζεται υπό το εθνικό λάβαρο υπέρ της βελτίωσης της θέσης όλων των Ιταλών αλλά έβαλε αμέσως μπροστά το πλιάτσικο ενάντια στο νότιο τμήμα της χερσονήσου προκειμένου να γεμίσει το θησαυροφυλάκιό του. Φαντασιωνόμενος κάποιο κοινό συμφέρον όλων των Ιταλών, ο Μαντσίνι απέτυχε να κατανοήσει την ταξική σύγκρουση στη βάση της καπιταλιστικής κοινωνίας.   


Εξόριστος στο Λονδίνο το 1864, ο Μαντσίνι συμμετείχε στην ίδρυση της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών, μιας παγκόσμιας ομοσπονδίας εργατικών συνδικάτων. Ο Καρλ Μαρξ ανάγκασε το Μαντσίνι ν’ αποχωρήσει νωρίς, απλώς και μόνο για να χάσει τον έλεγχο της Διεθνούς, καθώς οι εργάτες προσελκύονταν απ’ τις ιδέες των αναρχικών όπως ο Μιχαήλ Μπακούνιν. Ο ίδιος ο Μπακούνιν υπήρξε παλιός υποστηριχτής των αγώνων για την εθνική απελευθέρωση που είχε απογοητευτεί απ’ τις ανεπάρκειες και τις προδοσίες του εθνικισμού


Γεννημένος έξω απ’ τη Νάπολη το 1853, ο Ερρίκο Μαλατέστα ανδρώθηκε συμμετέχοντας σε μια απ’ τις μυστικές εταιρείες του Μαντσίνι. Ως σπουδαστής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Νάπολης, είχε αποβληθεί και φυλακιστεί εξαιτίας της συμμετοχής του σε Μαντσινική διαδήλωση. Επίσης, κάτω απ’ τη διακυβέρνηση του Βασιλιά Βίκτορα Εμμανουήλ, κατανόησε βαθιά και ξεκάθαρα πως η ηγεμονία ενός Ιταλού βασιλιά δεν ήταν καλύτερη απ’ την αντίστοιχη κάποιου ξένου μονάρχη. Μέχρι την εποχή της Παρισινής Κομμούνας, την άνοιξη του 1871, ο Μαλατέστα κι οι σύντροφοί του αναζητούσαν μια νέα προσέγγιση στο ζήτημα της κοινωνικής αλλαγής.

Στην Ιταλία, ήταν ο Μπακούνιν κι όχι ο Μαρξ αυτός που αντιπροσώπευε την κύρια εναλλακτική απέναντι στον εθνικισμό του Μαντσίνι. Ο Μαλατέστα κι οι σύντροφοί του προσχώρησαν στη Διεθνή από κοινού με το Μπακούνιν κι άλλους αντιεξουσιαστές απ’ όλη την Ευρώπη. Αναμφίβολα, η ριζοσπαστικοποίηση του Ιταλικού τμήματος της Διεθνούς επισφράγισε την ανάδειξη του αναρχισμού ως ολοκληρωμένου κοινωνικού κινήματος. Άσκησε επίσης σημαντική επίδραση στην οργάνωση της εργατικής τάξης της Ιταλίας, όπου ο αναρχισμός παρέμεινε το ισχυρότερο στοιχείο του εργατικού κινήματος για πολλά απ’ τα επόμενα χρόνια, προσδίδοντας τον αντιεξουσιαστικό χαρακτήρα στις οργανώσεις της βάσης στη Νάπολη αλλά και στις υπόλοιπες περιοχές της χερσονήσου.

Ο Μαλατέστα αφιέρωσε τη ζωή του στον επαναστατικό αγώνα, βοηθώντας στην οικοδόμηση ενώσεων αλληλοβοήθειας των εργατών σ’ ολόκληρη την Ιταλία και συμμετέχοντας στις λαϊκές εξεγέρσεις του 1847 και του 1877. Όλ’ αυτά προσέλκυσαν την προσοχή των αρχών, οδηγώντας σε μια σειρά δικαστικών υποθέσεων και περιόδων φυλάκισης. Το 1883, μετά από χρόνια εξορίας, ο Μαλατέστα επέστρεψε στην Ιταλία για να εκδώσει μια εφημερίδα συνεχίζοντας την οργανωτική δουλειά.

Η Νάπολη στις Παραμονές της Επιδημίας

Το 1884, πάνω από μισό εκατομμύριο άνθρωποι ζούσαν στη Νάπολη καθιστώντας την την πολυπληθέστερη πόλη της Ιταλίας. Η πλειοψηφία του πληθυσμού αποτελούνταν από πρώην χωρικούς, ξεριζωμένους απ’ την ύπαιθρο, που εργάζονταν ως τεχνίτες και πωλητές ή ήταν απλά άνεργοι. Οι μισθοί στην Ιταλία ήταν απ’ τους χαμηλότερους της Ευρώπης και ειδικά στη Νάπολη ήταν οι χαμηλότεροι απ’ οποιαδήποτε άλλη Ιταλική πόλη. Στο νοίκι αντιστοιχούσαν τα μισά τουλάχιστον απ’ τα οικογενειακά έξοδα. Παράνομες καπιταλιστικές οργανώσεις καθόριζαν την τιμή των τροφίμων κι ενεργούσαν από κοινού με τις δημοτικές αρχές για να ελέγχουν κατά το δυνατό κάθε είδος εγκληματικής δραστηριότητας.

Ως επακόλουθο της Ιταλικής ενοποίησης, η Νάπολη απώλεσε τη θέση της ως έδρα βασιλείου. Συνεπώς, η εξουσία κι ο πλούτος παρέμειναν συγκεντρωμένα στα χέρια μιας ταξικής ελίτ, στερούμενης του οικονομικού δυναμισμού που θα μπορούσε να επιφέρει οφέλη στον υπόλοιπο πληθυσμό. Οι πόροι που επενδύθηκαν συνολικά στις δομές της δημόσιας υγείας ήταν σχεδόν μηδαμινοί. Τα νοσοκομεία, άθλια από πλευράς υγιεινής, υπερπλήρη και φτωχά εξοπλισμένα, διατηρούσαν δικαιολογημένα την κακή τους φήμη. Το δεξιό κόμμα διατηρούσε τον έλεγχο της κυβέρνησης, η αριστερή παράταξη εκπροσωπούσε μια υποταγμένη αντιπολίτευση που εκλιπαρούσε απλώς για μικρο-μεταρρυθμίσεις κι η Καθολική Εκκλησία ήταν αρκετά ισχυρή ώστε ν’ αποτελεί έναν τρίτο πυλώνα εξουσίας στην κοινωνία.

Οι αναρχικοί δεν έβλεπαν καμιά δυνατότητα για πραγματική μεταρρύθμιση μέσα στα όρια του συγκεκριμένου συστήματος. Αντί γι’ αυτό, εστίασαν στην οικοδόμηση δικτύων απ’ τη βάση, μέσω των οποίων οι εργάτες, οι χωρικοί κι οι φτωχοί μπορούσαν να κυκλοφορήσουν αγαθά με σκοπό να εξασφαλίσουν τη συλλογική τους επιβίωση, ν’ αμυνθούν ενάντια στις αδικίες και να εξαπλώσουν το όραμα ενός κόσμου, στον οποίο η εξουσία, οι πόροι κι η ελευθερία θα μοιράζονταν εξ’ ίσου σε όλους.

Ορισμένα στοιχεία της συγκεκριμένης κατάστασης πραγμάτων παρουσιάζουν αναλογίες με τις σημερινές συνθήκες, όπου η μετα-βιομηχανική οικονομία έχει αφήσει ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού χωρίς σταθερή δουλειά ή αποταμιεύσεις. Τα μέτρα λιτότητας έχουν απογυμνώσει τις δημόσιες υπηρεσίες υγείας για να πλουτίσουν μια εύπορη μειοψηφία ενώ το πολιτικό σύστημα θέτει συνεχώς εμπόδια σ’ όσους αγωνίζονται για την κοινωνική αλλαγή.


Ιούλης του 1884: η Χολέρα Φτάνει στη Γαλλία

   Η χολέρα κι οι επεκτατικοί πόλεμοι συνδέονταν ανέκαθεν. Το 1883, οι Ινδοί στρατιώτες που υπηρετούσαν στα Βρετανικά στρατεύματα που κατείχαν την Αίγυπτο μετέφεραν τη χολέρα στη βόρεια ακτή της Αφρικής, όπου πέθαναν 60.000 άνθρωποι. Το 1884, ο Γαλλικός στρατός ενεπλάκη στην αποικιακή εκστρατεία για τον έλεγχο της Ινδοκίνας, στη διάρκεια της οποίας μια επιδημία σάρωσε τη σπαρασσόμενη απ’ τον πόλεμο περιοχή. Η χολέρα μεταφέρθηκε μέσω της αλυσίδας στρατιωτικού εφοδιασμού στη Μεσόγειο, φτάνοντας στο Γαλλικό λιμάνι της Τουλόν κι από κει στη Μασσαλία μέχρι τις 25 Ιούνη.

Κοινό και τύπος αναγνώρισαν τη Γαλλική στρατιωτική επέμβαση ως την αιτία της επιδημίας. Διαδηλώσεις και πολυάριθμα συνθήματα κατήγγειλαν τη Γαλλική κυβερνητική πολιτική που σκόπευε στην εξάπλωση της αποικιοκρατίας. Στη Γαλλία όπως επίσης και στην Ιταλία, οι αναρχικοί κατανόησαν πως η αποικιακή κυριαρχία σε βάρος άλλων λαών απέφερε οφέλη στην άρχουσα τάξη των αποικιοκρατών ενώ έθετε σε κίνδυνο τους απλούς ανθρώπους αμφότερων των πλευρών.

Το 1884, περισσότεροι από 200.000 Ιταλοί ζούσαν στη Γαλλία. Η πλειοψηφία αποτελούνταν από μικροϊδιοκτήτες γης ή ενοικιαστές που ασχολούνταν με τη γεωργία μέχρι που η διεύρυνση της παγκόσμιας αγοράς τους άφησε χωρίς δουλειά, κάνοντάς τους ν’ αναζητήσουν εργασία εκτός συνόρων – με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής ξερίζωσε πάρα πολλούς Μεξικανούς campesinos [αγρότες], ωθώντας τους να διασχίσουν τα σύνορα με τις Ηνωμένες Πολιτείες, εκατόν δέκα χρόνια αργότερα. Οι μεγαλύτερες εστίες συγκέντρωσης ήταν σε Τουλόν και Μασσαλία, με 10.000 και 60.000 Ιταλούς αντίστοιχα. Χτυπήθηκαν επίσης σκληρά απ’ τη χολέρα κι οι Γαλλικές πόλεις – κι η επιδημία έπληξε χειρότερα τις κοινότητες των φτωχών μεταναστών. 

«Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των θυμάτων σε Τουλόν και Μασσαλία ήταν Ιταλοί» ανέφερε η εφημερίδα New York Times. Το ποσοστό θανάτων που αφορούσε τους Ιταλούς μετανάστες ίσως έφτασε το ένα δέκατο του συνόλου. Το έργο Naples in the Time of Cholera του Frank M. Snowden περιγράφει την αποκαλυψιακή ατμόσφαιρα:

Οι δρόμοι ψεκάζονταν με φαινολικό οξύ σε μια προσπάθεια να «σκοτωθεί» ο ιός της χολέρας. Πυρές από πίσσα και θειάφι έκαιγαν σε κάθε γωνιά για να καθαριστεί ο αέρας. Οι δημόσιες συναθροίσεις κάθε είδους είχαν απαγορευτεί. Οι ταξιδιώτες των τρένων κι οι αποσκευές τους απολυμαίνονταν διά της μεθόδου του υποκαπνισμού. Ακόμα κι οι υπόνομοι άνοιξαν για να καθαριστούν. Το αστικό τοπίο μεταβλήθηκε μονομιάς κι έγινε αγνώριστο με τη φωτιά, την κάπνα, την ασυνήθιστη μυρωδιά του οξέος και τη σχεδόν απόλυτη ερημιά των δρόμων. Μέσα σ’ αυτό το απειλητικό περιβάλλον, κάθε οικονομική δραστηριότητα έπαψε, μιας κι όλα τα εργοστάσια και τα μαγαζιά ήταν κλειστά. Ήταν σχεδόν αδύνατο να βρεθούν προμήθειες κι οι έγκλειστοι περίμεναν ανήσυχοι τα πρώτα απειλητικά συμπτώματα, πεπεισμένοι πως ανέπνεαν το φαρμάκι σε κάθε τους ανάσα.     

Τον Ιούλη του 1884, ενώ οι κρατικοδίαιτοι επαΐοντες της Γαλλικής Ιατρικής Ακαδημίας εξακολουθούσαν ν’ αρνούνται πως μια πραγματική επιδημία χολέρας βρισκόταν σ’ εξέλιξη, πολλοί Ιταλοί εισήχθησαν στο νοσοκομείο Pharo της Μασσαλίας. Εκεί, οι Γάλλοι μεσοαστοί γιατροί κάπνιζαν διαρκώς τα πούρα τους με σκοπό να δημιουργήσουν αυτό που φαντάζονταν ως προστατευτικό προπέτασμα καπνού ανάμεσα σ’ εκείνους και τους «παρακατιανούς» ασθενείς τους. Οι γιατροί πειραματίζονταν με διάφορες υποτιθέμενες θεραπείες, ανάμεσα στις οποίες ήταν και τα ηλεκτροσόκ. Κατά τις πρώτες βδομάδες της επιδημίας, το ποσοστό θνησιμότητας του νοσοκομείου Pharo ανήλθε στο τρομαχτικό 95 %. 

Για να γίνουν τα πράγματα ακόμα χειρότερα, η κρίση ενέτεινε την καχυποψία ενάντια στους Ιταλούς μετανάστες. Για τη Γαλλική κυβέρνηση και την άρχουσα τάξη, αυτό αποτέλεσε ευκαιρία να ξεφορτωθούν ένα κομμάτι, το οποίο θεωρούσαν ως απείθαρχο τμήμα του πλεονάζοντος πληθυσμού. Καθοδηγούμενοι απ’ την απειλή του θανάτου λόγω της επιδημίας, όπως επίσης απ’ τις ξενοφοβικές επιθέσεις και την εχθρική κυβερνητική πολιτική, δεκάδες χιλιάδες Ιταλών κατέφυγαν στον επαναπατρισμό τους, εξαπλώνοντας την επιδημία.       

Για όλους τους παραπάνω λόγους, οι Ιταλοί αναρχικοί ενεπλάκησαν με την επιδημία καθώς αυτή εξαπλώνονταν κατά μήκος των Γαλλικών ακτών τον Ιούλη του 1884

Εκείνη την περίοδο, ο Μαλατέστα βρισκόταν στη Φλωρεντία, εκδίδοντας το αναρχικό περιοδικό La Questione Sociale. Διωγμένος απ’ την Ιταλία λόγω των αστυνομικών πιέσεων μετά απ’ την εξέγερση του 1877, είχε ζήσει στη Γαλλία, την Αγγλία και την Αίγυπτο – όπου σύμφωνα με τον Luigi Fabbri, αποπειράθηκε να συμμετάσχει στην αντι-αποικιακή εξέγερση που καθοδήγησε ο Αχμέντ «Ουράμπι», την ίδια εξέγερση που για την κατάπνιξή της στάλθηκαν Βρετανικά στρατεύματα απ’ την Ινδία.

Με την επιστροφή του στην Ιταλία το 1883, ο Μαλατέστα φυλακίστηκε για έξι μήνες με χαλκευμένες κατηγορίες περί «ανατρεπτικής ομάδας», μια φόρμα αόριστων κατηγοριών για δήθεν συνωμοσίες που το Ιταλικό κράτος έχει χρησιμοποιήσει προκειμένου να πλήξει τις αναρχικές οργανώσεις τον τελευταίο ενάμισι αιώνα. Το Γενάρη του 1884, χωρίς καν να προσέλθει σε δίκη, ο Μαλατέστα καταδικάστηκε σε τριετή φυλάκιση, όμως αποφυλακίστηκε με την έφεσή του να εκκρεμεί. Αυτές ήταν οι συνθήκες μέσα στις οποίες αυτός κι οι σύντροφοί οργανώνονταν κι εξέδιδαν τα έντυπά τους. 

Το ακόλουθο άρθρο απ’ το τεύχος Ιούλη του 1884 του περιοδικόLa Questione Sociale, γραμμένο πιθανώς απ’ τον ίδιο το Μαλατέστα, περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο αυτός κι οι σύντροφοί του κατανόησαν τις αιτίες της επιδημίας. Τη θεωρία τους που έλεγε ότι η χολέρα ξεκίνησε απ’ τα μολυσμένα δέλτα των ποταμών συμμερίζονταν οι πλέον μορφωμένοι Ιταλοί γιατροί της εποχής, παρόλο που σήμερα έχει ξεπεραστεί απ’ τη σύγχρονη έρευνα. Απ’ την άλλη, το επιχείρημα ότι ο καπιταλισμός αδυνατεί να προχωρήσει στην αντιμετώπιση των συλλογικών προβλημάτων παραμένει τόσο επίκαιρο όσο ήταν στην εποχή που γράφτηκε. Το παράρτημα, η μετάφραση της επιστολής ενός Παριζιάνου ξυλουργού, προκαλεί ανατριχίλα όταν διαβάζεται σε μια εποχή που οι καπιταλιστές μας πιέζουν να επιστρέψουμε στη δουλειά, ακόμα και με κίνδυνο των ζωών μας λόγω του COVID-19, μ’ ένα κομμάτι της εργατικής τάξης να είναι πρόθυμο να συμμορφωθεί.

Η Χολέρα

Η χολέρα χτύπησε τη Γαλλία: πιθανώς θα εισβάλει στο μεγαλύτερο τμήμα της Ευρώπης.

Οι βολεμένοι συνήθως μας κατηγορούν για μεροληψία κι υπερβολή όταν αποδίδουμε το μεγαλύτερο κομμάτι των κακών που πλήττουν την ανθρωπότητα στην υφιστάμενη κοινωνική τάξη. Κάνουν πρόθυμα λόγο για τις συγκυρίες ή τη μοίρα (φυσικοί νόμοι) προσπαθώντας ν’ αποδιώξουν το ζήτημα της ευθύνης που τους αναλογεί, όπως επίσης κι απ’ το κοινωνικό σύστημα που τους γεννάει ή τους στηρίζει, κατηγορώντας την ανεύθυνη φύση, συχνά την έλλειψη εγκράτειας και το απρόοπτο ή χίλια άλλα χούγια του κοσμάκη.

Θα δούμε ότι αυτοί οι άνθρωποι που πάντα θεωρούν τον πόνο και τη δυστυχία των άλλων ως αναγκαία κι αναπόφευκτα κακά, καταφεύγουν επίσης στο φυσικό νόμο όταν πρόκειται για τη χολέρα, ο οποίος καθιστά τις περιοδικές της εμφανίσεις ανάμεσα στους ανθρώπους αναπόφευκτες ή ακόμα και χρήσιμες. Θεωρούμε πως η ύπαρξη της χολέρας κι η εμφάνισή της στην Ευρώπη, όπως και το περιβάλλον που ευνοεί την εξάπλωσή της στις τάξεις μας, αποτελούν σφάλμα του υφιστάμενου κοινωνικού συστήματος.

Η χολέρα (τουλάχιστον η Ασιατική, που αποτελεί τη μοναδική επίφοβη μορφή της) προέρχεται απ’ το Δέλτα του Γάγγη, όπως κάποτε η πανώλη προήλθε απ’ το Δέλτα του Νείλου ή όπως ο κίτρινος πυρετός εξακολουθεί να έχει ως αφετηρία του το Δέλτα του Μισσισιππή, ερημώνοντας τμήματα της Αμερικής και της Δυτικής Αφρικής και συνεχίζοντας ν’ απειλεί διαρκώς την Ευρώπη.

Αυτές οι ασθένειες προέρχονται απ’ τα έλη που σχηματίζονται στα δέλτα των ποταμών, τα οποία παραμελούνται, λόγω των αποσυντιθέμενων πτωμάτων και των υπόλοιπων οργανικών υλικών που μεταφέρουν τα έντονα ρεύματα και συγκεντρώνουν σ’ αυτά τα σημεία. Ένα τμήμα του Δέλτα του Νείλου έχει αποκατασταθεί κι η πανώλη έχει σχεδόν εξαλειφθεί στην Αίγυπτο κι εξαφανιστεί τελείως απ’ την Ευρώπη. Γιατί λοιπόν να μην αποκατασταθεί και το Δέλτα του Γάγγη;

Θα χρειαστεί πολλή δουλειά και μεγάλες δαπάνες αλλά μπορούν αυτά να συγκριθούν με τα ποσά που οι κυβερνήσεις σπαταλούν σε μη παραγωγικά ή επιβλαβή πράγματα; Ποια θα ήταν η ταλαιπωρία ή η δαπάνη μιας εκστρατείας των Ευρωπαϊκών λαών ενάντια στη χολέρα, αν αυτά συγκριθούν με την ηθική και υλική καταστροφή που προκλήθηκε από έναν μόνο εκ των πολέμων που τόσο συχνά ξεσπούν μεταξύ των λαών;

Το Δέλτα του Γάγγη δεν έχει αποκατασταθεί επειδή το συγκεκριμένο έργο δεν έχει μέχρι στιγμής παραδοθεί στην ιδιωτική κερδοσκοπία, μέσω της οποίας μια χούφτα καπιταλιστών έχει πλουτίσει με τον ιδρώτα και το θάνατο των φτωχών ανθρώπων της Ινδίας αλλά κι επειδή λόγω της ανυπαρξίας αλληλεγγύης που βιώνουμε, η αντιπαλότητα, ο εγωισμός κι ο πατριωτισμός αποτρέπουν κάθε λαό απ’ το να συμβάλει ανεμπόδιστα στη βελτίωση του εδάφους που ζει, αφήνοντάς τον να τροφοδοτεί τον πόλεμο και το μίσος.

Ίσως το συγκεκριμένο δέλτα κι όλες οι μεγάλες εστίες μόλυνσης που καταστρέφουν τον κόσμο δε θα εξαλειφθούν παρά μόνο όταν οι οικονομικές και πολιτικές συνθήκες της ανθρωπότητας μετασχηματιστούν τελείως – μ’ άλλα λόγια, μέχρι που ο κόσμος θ’ ανήκει σ’ όλους κι ο καθένας θα έχει το δικαίωμα και τα μέσα να εργαστεί για να τον βελτιώσει, μέχρι που κανείς δε θα μπορεί να διεκδικήσει το αποκλειστικό δικαίωμα κατοχής ενός τμήματος γης εγείροντας εμπόδια για ν’ αποτρέψει τους υπόλοιπους ανθρώπους να το διαμορφώσουν κατάλληλα, μέχρι που όλες οι δυνάμεις που ξοδεύονται σήμερα στην εξέγερση και την καταστολή, σε πολέμους και πολεμικές προετοιμασίες ή παραμένουν θαμμένες κι ανενεργές, μπορέσουν να καταναλωθούν σε χρήσιμα έργα και να εκατονταπλασιαστούν μέσω της συλλογικής ένωσης, επιστρέφοντας στην ανθρωπότητα ατόφια την ισχύ που μπορούμε να συγκεντρώσουμε έναντι του φυσικού περιβάλλοντος.

Όμως δεν είναι γελοίο να συζητάμε για τη διαμόρφωση του Γάγγη όταν εδώ, στην Ιταλία, αντί ν’ αποξηραίνουμε τα δικά μας έλη, τ’ αφήνουμε να διευρύνουν τη θανατηφόρα ζώνη τους;

Κι ετούτη η χολέρα, που θα μπορούσαμε να εξαλείψουμε αλλά δεν το κάνουμε λόγω της μορφής της κοινωνικής μας οργάνωσης, ετούτη η χολέρα απ’ την οποία δε λυτρώνουμε την Ινδία, οπότε αυτή μας τη στέλνει από καιρό σε καιρό σα να επιθυμεί να μας θυμίσει πως ο άνθρωπος δεν αμαρτάνει ποτέ ατιμώρητα ενάντια στην αλληλεγγύη των ανθρώπων – αυτή λοιπόν η χολέρα έφτασε από μόνη της στην Ευρώπη, φερμένη απ’ τους ανέμους, χωρίς να υπάρχει κανείς που να τον βαραίνει το φταίξιμο;

Όχι βέβαια. Αντιθέτως, φαίνεται πως μας την πρόσφερε η κυβέρνηση της Γαλλικής δημοκρατίας. Η πολιτισμένη Γαλλία δρα για να κατακτήσει τη βάρβαρη Ασία και τα πλοία της, νικηφόρα ή όχι, μεταφέρουν μέσα τους την τρομερή μάστιγα. Εμείς, οι πολιτισμένοι λαοί, επιβάλλουμε το μακέλεμα και την ερήμωση στους βάρβαρους με τις ξιφολόγχες και τα κανόνια κι αυτοί μας τα επιστρέφουν με τη χολέρα. Ω, ανθρώπινο γένος! Εκτός του ότι η σφαγή που διαπράττουμε είναι εθελούσια, επιβάλλεται με σκοπό την καταλήστευση ενώ η εκδίκηση των “βαρβάρων” είναι ακούσια κι ασυνείδητη. Ποιος λοιπόν είναι ο βάρβαρος;

Και δεν είναι οι ανθυγιεινές κατοικίες της Ευρώπης, η κακή κι ανεπαρκής διατροφή, η εξουθενωτική δουλειά κι η φτώχεια (η θυγατέρα της ατομικής ιδιοκτησίας) που καθιστούν δυνατή την εξάπλωση της Ασιατικής ασθένειας; Ενώ βρισκόμαστε σε κίνδυνο, οι επιτροπές υγιεινής ασχολούνται με τη θέσπιση μέτρων που θα προκαλούσαν το γέλιο για την αναποτελεσματικότητά τους αν δεν ήταν για κλάματα ή με προτάσεις που το μόνο που κατορθώνουν είναι η έκφραση μιας θανατηφόρας ειρωνείας. Ακούτε τα πυροτεχνήματα που εξαπολύουν ως κηρύγματα τα πανεπιστήμια ή τα υγειονομικά συμβούλια: τρώτε υγιεινό φαγητό κι αποφεύγετε την υπερκόπωση! Κι όταν οι αγρότες που κερδίζουν ελάχιστα τη μέρα και τη βγάζουν με μπομπότα και νερό που δεν είναι πάντα καθαρό, απαιτούν καλύτερες συνθήκες ζωής, η κυβέρνηση που πληρώνει πανεπιστημιακούς σπουδαστές και σύμβουλους υγείας (με τα λεφτά του κοσμάκη ασφαλώς) φυλακίζει τους χωρικούς και θέτει τους στρατιώτες της στη διάθεση των μεγαλο-ιδιοκτητών. Κι οι γιατροί που θα έπρεπε να παραιτηθούν απ’ το πόστο τους, μιας κι έχει καταστεί άχρηστο, και να ρίξουν την ευθύνη στην κυβέρνηση και τους ιδιοκτήτες για τις εγκληματικές τους δραστηριότητες, εξακολουθούν να γράφουν αναφορές και να δίνουν συμβουλές!

Στο μεταξύ, η χολέρα συνεχίζει να εξαπλώνεται αργά κι ίσως σύντομα εκραγεί με τρομαχτική ενέργεια. Και θα προκαλέσει περισσότερους θανάτους και πόνο από δέκα επαναστάσεις, μία εκ των οποίων θ’ αρκούσε για να εξαφανίσει παντοτινά τη χολέρα και χιλιάδες ακόμα αρρώστιες. Για λίγο καιρό ακόμα, οι ευαίσθητες ψυχές θα συνεχίσουν να φοβούνται τις επαναστατικές ακρότητες!

Παρουσιάζουμε παρακάτω μια πιστή μετάφραση της επιστολής που ένας Παριζιάνος ξυλουργός έστειλε πριν μερικές μέρες στην καθημερινή σοσιαλιστική εφημερίδα Le Cri du Peuple (Η Κραυγή του Λαού). Είναι η αυθεντική επιστολή, στην οποία έχουν γίνει ελάχιστες τυπικές διορθώσεις: είναι ζοφερή κι άγρια, περιγράφει όμως παραστατικά τις συνθήκες της πάλης που έχει επιβάλλει η μπουρζουαζία στους εργάτες, εκφράζοντας πραγματικά τη διάθεση των πιο μαχητικών κι επικίνδυνων μελών του προλεταριάτου.

Αστοί, αν ο εγωισμός δε σας έχει βυθίσει στον πάτο της μωρίας, πάρτε στα σοβαρά αυτό το γράμμα. Σκεφτείτε τι θα σας συμβεί αν τη μέρα της επανάστασης συναντήσετε αυτούς τους εργάτες, οι οποίοι, χάρη στα έργα σας, έχουνε ξεμείνει μονάχα με μια ελπίδα, να πρέπει να κατασκευάσουν πολλά φέρετρα και... είναι όμως ανώφελο – θα μείνετε όπως είστε κι ό,τι είναι να γίνει θα γίνει.

«Κάποιοι που ακούν πως η χολέρα μάς έφτασε, νιώθουν το στομάχι τους να σφίγγεται απ’ το φόβο. Αντιθέτως, εγώ αντί να φοβάμαι της φωνάζω – Χολέρα, χαίρε και κόπιασε μια ώρα αρχύτερα».

«Η ζωή είναι σκληρή. Και κακιά. Είμαι καλός εργάτης κι αγαπώ τη δουλειά μου. Η μυρωδιά του ξύλου κάνει το στήθος μου να φουσκώνει. Πόσο όμορφα είναι τα ροκανίδια που πετάγονται κατσαρωμένα απ’ το υπέροχο άγγιγμα της πλάνης! Τι όμορφο ήχο αφήνουν οι τόρνοι κάτω απ’ τα χτυπήματα του σφυριού! Δεν υπάρχει πιο ευτυχισμένη στιγμή απ’ το να βλέπω τις χοντρές σταγόνες του ιδρώτα να πέφτουν απ’ το μουσκεμένο μου μέτωπό στον πάγκο μου».

«Δεν έχω πια δουλειά! Δεν έχω εργαστεί για δυο μήνες. Όλα τ’ αφεντικά – απ’ ότι λένε δηλαδή – έχουν πολλά χέρια και λίγες παραγγελίες. Ένα δίμηνο δίχως δουλειά! Λίγο ακόμα και τα χέρια μου θα μαλακώσουν και θ’ ασπρίσουν σαν κι αυτά των καθωσπρέπει κυρίων. Στο μεταξύ, όλα τα ’χω ακουμπήσει στο ενεχυροδανειστήριο και μέχρι κι οι αποδείξεις έχουν λήξει. Όταν ανοίγω το ντουλάπι βρίσκω μονάχα πείνα. Όλα όσα έχω στο δωμάτιό μου είναι ένα καρφί κι ένα κομμάτι σκοινί. Τα φυλάω μιας και μπορεί πάντα να πιάσουν τόπο».

«Πήγαινα από πόρτα σε πόρτα πουλώντας πολύ φτηνά τη μαστοριά μου. Τίποτα. Γύρισα όλη την περιφέρεια. Περπατούσα για μίλια στους σκονισμένους δρόμους και στο πλάι τους οι φτελιές έσβηναν απ’ τη δίψα. Κάθε φορά που άκουγα από μακριά το χτύπημα κάποιου σφυριού ή το στρίγκλισμα του πριονιού, η καρδιά μου χτυπούσε δυνατότερα. Καταραμένη ελπίδα! Μα ναι, η ελπίδα ξανάρχονταν αλλά και πάλι τίποτα! Παντού το ίδιο πράμα και τα βράδια γυρνούσα ξεθεωμένος, μαραμένος, πεινασμένος, με κατάξερο το λαιμό και με τις σόλες των παπουτσιών μου πιο λιωμένες απ’ τα χτες».

«Και πως θέλετε δηλαδή από μένα κι απ’ όλους τους άλλους που έχουν τα δικά μου χάλια, να μη φωνάξουν – ζήτω η χολέρα; Κάνουμε ένα βήμα μπρος, ανοίγουμε τα χέρια μας και πετάμε ψηλά τις τραγιάσκες μας, όπως θα κάναμε σαν ανταμώναμε κάποιον που καρτερούσαμε καιρό ενώ αυτός ξεπρόβαλε απ’ τη γωνιά του δρόμου. Καλώς την το λοιπόν και γρήγορα να κοπιάσει! Στα πρασινωπά κοκαλιάρικα χέρια της, στις δίπλες της φαρμακωμένης της μπέρτας κουβαλάει την αρρώστια της δουλειάς – δούλεψε για μας. Αν έρθει η Ασιατική, θα χρειαστούν μπόλικα φέρετρα. Κι εγώ μπορώ να φτιάξω φέρετρα, στ’ αλήθεια μπορώ!»

«Μεγάλα και μικρά. Κάποια όμορφα, κάποια της σειράς. Για παραλήδες και φτωχαδάκια. Από δρυ κι από έλατο. Νάτα, πάρε κόσμε. Ένα για τον καθένα. Μονάχα ζητήστε τα. Ποιος έχει σειρά; Έλα λοιπόν, δούλεψε την πλάνη. Τι; Είναι κρίμα μου που για να ζήσω πρέπει άλλοι να πεθάνουν; Κι ας είναι εκατό, ας είναι χίλιοι. Ύστερα εμείς, οι εργάτες, θα έχουμε δουλειά και θα ’μαστε και σε θέση να ζητάμε παραπάνω μεροκάματο και καλά θα κάνουμε! Ζήτω η Χολέρα!»

«Δε σε σκιάζουμε κατάρα. Άμα είναι να τσακίσεις τα κορμιά μας που έτσι κι αλλιώς ψευτοζούν, σ’ ευχαριστούμε κιόλας. Δεν έχει και πολλή πλάκα να κάνεις ζωή σαν τις δικές μας. Όμως ενώ σε καρτεράμε να μας σύρεις στην κόλαση, θα χώσεις σίγουρα και μερικά ψιλά στις τσέπες μας και θα γελάμε κι εμείς μαζί σου. Όσο κακιά και να ΄σαι, την ανεργία δεν τη φτάνεις με τίποτα και σίγουρα δεν είσαι πιότερο εγωίστρια απ’ τους πλούσιους, ούτε σκληρότερη απ’ τους εκμεταλλευτές».

«Κόπιασε. Τα μπράτσα μου είναι τόσο γερά που μπορώ να σκαρώσω φέρετρα για ολάκερο το Παρίσι άμα θες. Αν φοβάμαι; Ούτε για πλάκα. Ζήτω η Χολέρα!».

Η αστυνομία της Φλωρεντίας στοχοποίησε επανειλημμένα την La Questione Sociale, χρησιμοποιώντας σαν αφορμή μικροπαραβάσεις προκειμένου να κατάσχει όλα τα φύλλα της. Ο Μαλατέστα κι οι σύντροφοί του αναγκάστηκαν να διακόψουν την έκδοση στις αρχές Αυγούστου του 1884, τη στιγμή που η χολέρα εξαπλωνόταν στη Μεσόγειο.

Αύγουστος του 1884: η Χολέρα Φτάνει στην Ιταλία

Στην Ιταλία, οι εκπρόσωποι της Καθολικής Εκκλησίας έσπευσαν να επωφεληθούν απ’ την κατάσταση χαρακτηρίζοντας την επιδημία ως τη θεϊκή τιμωρία μιας κοσμικής κοινωνίας – ειδικότερα ως τιμωρία για τη διάδοση του σοσιαλισμού και του αθεϊσμού. Προέτρεψε τον κόσμο να κάνει μετάνοιες αντί να λάβει μέτρα προστασίας.

Το κράτος ανέσυρε τις διαδικασίες καραντίνας του προηγούμενου αιώνα για την καταπολέμηση της βουβωνικής πανώλης, κινητοποιώντας το στρατό προκειμένου να σχηματίσει μια ζώνη αποκλεισμού στην Ιταλο-Γαλλική μεθόριο. Η πολιτική του ήταν αντιφατική κι αυταρχική. Αρχικά, απομόνωναν τους ταξιδιώτες για τρεις μέρες, έπειτα για πέντε κι ακολούθως για εφτά. Με τη λήξη της καραντίνας τους, όλοι οι ταξιδιώτες και τα υπάρχοντά τους υποκαπνίζονταν με τη χρήση θείου και χλωρίνης ή απολυμαίνονταν με φαινόλη, διαβρωτικό υπόστρωμα ή διχλωριούχο υδράργυρο. Όλ’ αυτά δεν έφεραν κανένα ιατρικό αποτέλεσμα παρά μονάχα τον ερεθισμό των πνευμόνων. Ο βασικός σκοπός τους ήταν η δημιουργία ενός δραματικού θεάματος έτσι ώστε να φαίνεται πως το κράτος αναλάμβανε δράση εναντίον της επιδημίας.

Για τυχόν αναλογίες με το παρόν αρκεί να εξετάσουμε την επένδυση των κρατικών πόρων στην απολύμανση ολόκληρων πόλεων προς αντιμετώπιση του COVID-19, όταν η συντριπτική πλειοψηφία των κρουσμάτων προέρχεται απ’ την άμεση επαφή μεταξύ προσώπων.

Δις εκτοπισμένοι, οι πρόσφυγες που επέστρεφαν στην Ιταλία ήταν απρόθυμοι να εγκλειστούν στα στρατόπεδα. Πολλοί εξ’ αυτών διέσπασαν το στρατιωτικό κλοιό, ταξιδεύοντας παράνομα μέσω των λόφων. Ωστόσο, καθώς τα κρούσματα χολέρας εμφανίζονταν απ’ τη μια περιοχή της Ιταλίας στην άλλη, αναπτύχθηκαν κι άλλοι στρατιωτικοί κλοιοί σ’ ολόκληρη τη χώρα (αυτό θυμίζει τις προαναφερθείσες κατηγορίες της «ανατρεπτικής ένωσης» μέσω των οποίων το Ιταλικό κράτος αποπειράθηκε να ελέγξει τους αναρχικούς επιβάλλοντας τοπικούς περιορισμούς στις μετακινήσεις μέχρι και τις μέρες μας). Οι εσωτερικοί κλοιοί νέκρωσαν την οικονομία, προκάλεσαν λιμό, γενικευμένο φόβο κι εξάπλωσαν την ξενοφοβία και την παράνοια σ’ ολόκληρη την Ιταλία. Κάποιοι άνθρωποι που διακατέχονταν από προλήψεις θεωρούσαν τους ξένους ταξιδιώτες εγκληματίες που είχαν πρόθεση να εξαπλώσουν την ασθένεια, όπως ακριβώς σήμερα οι αδαείς συντηρητικοί αποδίδουν τον COVID-19 σε κάποια Κινεζική συνωμοσία – όταν δεν τον αποκαλούν «απάτη της δημοκρατίας».

Όπως και να έχει, η απόπειρα καταπολέμησης της χολέρας μέσω του στρατιωτικού αποκλεισμού υπήρξε μια θλιβερή αποτυχία. Το κράτος βρισκόταν πάντα δυο βήματα πίσω απ’ την επιδημία – κι οι εκφοβιστικές του παρεμβάσεις ωθούσαν απλώς τους ανθρώπους ν’ αποκρύβουν τις νέες εστίες. Όπως υποστηρίζει ο Snowden:

Στις απαρχές της επιστημονικής ιατρικής, κάθε αξιόπιστη πολιτική για τη δημόσια υγεία εξαρτώταν απ’ την ακριβή και την άμεση ενημέρωση. Αντί γι’ αυτό, η απειλή της στρατιωτικής ισχύος ήταν το καλύτερο μέσο για ν’ αποκοπεί η γραμμή επικοινωνίας μεταξύ του πληθυσμού και των αρχών. Ακόμα χειρότερα, η μετακίνηση μεγάλου αριθμού στρατιωτών που προέρχονταν κυρίως από κοινωνικές ομάδες υψηλού κινδύνου, από περιοχή σε περιοχή μέσα σε ανθυγιεινές συνθήκες, υπήρξε από μόνη της πρόσφορο μέσο εξάπλωσης της επιδημίας. Ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας της χολέρας ήταν το ιστορικό των μετακινήσεων των νεαρών ένστολων ανδρών.

Το φαινόμενο αυτό μας είναι οικείο στις σημερινές συνθήκες μιας κι η αστυνομία της Νέας Υόρκης και του Ντιτρόιτ διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση του COVID-19, μεταφέροντάς τον απ’ τη μια γειτονιά στην άλλη και μετατρέποντας τα κρατητήρια και τις φυλακές σε εστίες θανάτου.

Η πρώτη Ιταλική πόλη που γνώρισε το μεγάλο ξέσπασμα της χολέρας ήταν η Σπέτσια που διέθετε λιμάνι όπως η Τουλόν. Οι υγειονομικοί αξιωματούχοι απέκρυψαν τους πρώτους θανάτους αλλά όταν η χολέρα μόλυνε το πόσιμο νερό κι ο αριθμός των θανάτων εκτοξεύτηκε , ο στρατός απέκλεισε εντελώς την πόλη σπέρνοντας λιμό και πανικό. Στα μέσα του Σεπτέμβρη, σημειώθηκε ένα διήμερο απεγνωσμένων μαχών καθώς οι κάτοικοι προσπάθησαν να διασπάσουν το στρατιωτικό κλοιό διά της βίας.

Προκειμένου να τα βγάλουν πέρα με το μεγάλο αριθμό προσφύγων που βρίσκονταν σε καραντίνα, οι Ιταλικές αρχές δημιούργησαν λαζαρέτα – στρατόπεδα καραντίνας – ένα εκ των οποίων ήταν νησί σε κοντινή απόσταση απ’ τη Νάπολη. Σ’ αυτά τα κέντρα εγκλεισμού, οι φύλακες ανάγκαζαν τους πρόσφυγες ν’ ανταλλάσσουν τα τελευταία τους υπάρχοντα με τρόφιμα κι έτσι η χολέρα μεταφέρθηκε στη Νάπολη μέσω αυτών των προϊόντων λαθρεμπορίου. Τα συγκεκριμένα στρατόπεδα καραντίνας μιας θυμίζουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης όπως αυτό στο νησί της Λέσβου (Μόρια) στο οποίο οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις φυλακίζουν τους πρόσφυγες στις μέρες μας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, διατηρείται ως επίσημη κυβερνητική πολιτική η κατάσχεση των υπαρχόντων των προσφύγων σαν αντάλλαγμα για τη φιλοξενία τους. Αυτά τα σύγχρονα στρατόπεδα βλέπουν επίσης συχνά επαναλαμβανόμενες κινητοποιήσεις σε μια προσπάθεια των προσφύγων να διεκδικήσουν την ανθρωπιά τους.

Στα τέλη Αυγούστου του 1884, ο αριθμός των ανθρώπων που πέθαιναν στη Νάπολη ήταν τόσο υψηλός ώστε δεν ήταν πια δυνατό ν’ αποκρύβεται ο ερχομός της χολέρας. Η στρατιωτική καραντίνα δεν είχε κατορθώσει να συγκρατήσει την επιδημία που είχε φτάσει πλέον στην πολυπληθέστερη πόλη της Ιταλίας.

Σεπτέμβρης του 1884 – η Επιδημία στη Νάπολη

Ο στρατός είχε αποτύχει και τώρα ήταν η σειρά των υγειονομικών αξιωματούχων ν’ αντιμετωπίσουν την επιδημία.

Κάθε φορά που οι αξιωματούχοι μάθαιναν για κάποιο ύποπτο κρούσμα χολέρας έστελναν μια ομάδα φρουρών συνοδεία ενός γιατρού προκειμένου να θέσουν υπό κράτηση τον ασθενή και να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο κι έπειτα μια ομάδα απολύμανσης κατέστρεφε ή απολύμαινε τα υπάρχοντά του. Αρχικά, τα νοσοκομεία δε διέθεταν καν τ’ αναγκαία κρεβάτια για να περιθάλψουν τους ανθρώπους που μετέφεραν εκεί.

Επιπλέον, οι αξιωματούχοι εγκαινίασαν μια εκστρατεία «απολύμανσης» της πόλης ανάβοντας μεγάλες πυρές που έκαιγαν θειάφι σε κάθε γωνιά των δρόμων και σε κάθε πλατεία. Αυτό σήμαινε πως τον ήδη μολυσμένο αέρα δεν μπορούσες καν να τον αναπνεύσεις. Ο δήμος τοποθέτησε σχεδόν παντού ανακοινώσεις – στην πλειοψηφία τους στο βόρειο Ιταλικό ιδίωμα παρά στο τοπικό Ναπολιτάνικο – εξηγώντας στους πολίτες πως μπορούσαν να προστατευτούν απ’ την ασθένεια ζώντας σε καθαρά και ευάερα σπίτια, ακολουθώντας μια υγιεινή διατροφή με καλής ποιότητας φαγητό, καταναλώνοντας καθαρό νερό, αποφεύγοντας τις δημόσιες τουαλέτες και το συναισθηματικό άγχος... μ’ άλλα λόγια, [πως έπρεπε] να μετατραπούν σε μέλη της άρχουσας τάξης!

Οι αξιωματούχοι έκαναν επίσης ορισμένες χρήσιμες κινήσεις, όπως η θέσπιση στέγασης και γευμάτων για τους πολύ φτωχούς κι άλλες που ήταν ουδέτερες, όπως το ασβέστωμα των ντουβαριών. Όμως η χολέρα είχε διεισδύσει στο πόσιμο νερό της πόλης και το ποσοστό θανάτων ανήλθε σύντομα σε πάνω από έναν για κάθε εκατό κατοίκους. Μ’ αυτόν το ρυθμό συσσώρευσης των πτωμάτων έγινε αδύνατη η ταφή όλων των νεκρών. Κάποιοι θάβονταν σε ομαδικούς τάφους κι άλλοι αφήνονταν να σαπίσουν εκεί που βρίσκονταν.

Η μεσαία τάξη κι η αριστοκρατία εγκατέλειψαν την πόλη. Αυτή τη φορά, ο ταξικά φερόμενος στρατός δεν έκανε καμιά προσπάθεια να τους σταματήσει. Η κυβέρνηση απαγόρευσε τις δημόσιες συναθροίσεις όμως ο απεγνωσμένος λαός συγκεντρώνονταν μαζικά σ’ εκκλησίες για να ζητήσει έλεος ή διέτρεχε τους δρόμους κάνοντας λιτανείες, ζητώντας δωρεές κι έκανε επιθέσεις ενάντια σ’ όσους δεν είχαν να πληρώσουν.

Το 1884, οι επιστήμονες δε γνώριζαν τρόπους αποτελεσματικής θεραπείας της χολέρας. Οι γιατροί της Νάπολης πειραματίζονταν με ποικίλους τρόπους, απ’ τη διοχέτευση οξέων στο έντερο μέχρι τη χρήση ηλεκτροσόκ, στρυχνίνης και τις υποδόριες ενέσεις αλατούχων διαλυμάτων. Ορισμένες απ’ αυτές τις θεραπείες επέφεραν απλώς το γρηγορότερο θάνατο των ασθενών. Όσοι έβγαιναν ζωντανοί απ’ τα νοσοκομεία διηγούνταν τρομερές ιστορίες για τα πειράματα που έκαναν πάνω τους οι γιατροί που τους περιέθαλπταν.

Το αποτέλεσμα, λόγω της σχέσης αυτών των γιατρών με τους φύλακες που τους συνόδευαν και με τα παρεμβατικά μέτρα του κράτους, ήταν να στραφεί ο κόσμος εναντίον τους. Επίσης, πολλοί άνθρωποι θεωρούσαν ύποπτο το γεγονός πως αυτοί οι εύποροι κύριοι (που μπορούσαν να διαθέτουν καθαρό νερό και καλές συνθήκες διαβίωσης) προσβάλλονταν σπάνια απ’ την ασθένεια. Ο κόσμος συνήθως επιτιθόταν στους γιατρούς όταν έμπαιναν στις φτωχογειτονιές, πυροδοτώντας επανειλημμένα βίαιες συγκρούσεις με το στρατό.

Με τους πλούσιους να έχουν αποχωρήσει, οι προσπάθειες του δήμου να καθαρίσει τους υπονόμους και ν’ ασβεστώσει τους τοίχους εκλαμβάνονταν μεταφορικά σαν μια απόπειρα εξάλειψης κι εξόντωσης των φτωχών. Όπως εξηγεί ο Snowden:

Στη διάρκεια του Σεπτέμβρη του 1884, κατέλαβε την πόλη της Νάπολης μια μεγάλη φοβία δηλητηρίασης. Φοβούμενος πως οι αξιωματούχοι του δήμου εμπλέκονταν σε μια διαβολική συνωμοσία με στόχο την εξόντωση του πλεονάζοντος πληθυσμού, ο κόσμος θεώρησε πως το ζήτημα της χολέρας ήταν στην κυριολεξία ταξικός πόλεμος. Οι υγειονομικοί αξιωματούχοι, οι γιατροί και οι δημοτικοί αστυνόμοι που εμφανίστηκαν ξαφνικά στα σοκάκια της παλιάς πόλης της Νάπολης, θεωρήθηκαν ως πράκτορες μιας συνωμοσίας θανάτου. Αποστολή τους [υποτέθηκε πως] ήταν ο αφανισμός των φτωχών και όπλο τους το δηλητήριο.

Μια τέτοια αντίδραση είναι φυσικά ακατανόητη αν εξεταστεί εκτός του πλαισίου της μακραίωνης και βαθιά ριζωμένης καχυποψίας του λαού έναντι της εξουσίας.

Σε μια τέτοια κοινωνία ανισοτήτων, οι αρχές είχαν κερδίσει τη συγκεκριμένη φήμη τους από καιρό. Οι κάτοικοι της Νάπολης αισθάνονταν προδομένοι απ’ την εξουσιαστική δομή που τους κυβερνούσε απ’ τον Ιταλικό βορρά, όπως ακριβώς οι φτωχοί της Νάπολης ένιωθαν προδομένοι απ’ τη Ναπολιτάνικη άρχουσα τάξη. Καθώς προχωρούσε ο Σεπτέμβρης, έλαβαν χώρα μαζικές συγκρούσεις μεταξύ των στρατιωτών και των κατοίκων της πόλης που κατέληξαν σε ένοπλες μάχες. Υπήρξαν ταραχές σε δύο απ’ τις φυλακές της πόλης. Καθώς η Νάπολη βυθιζόταν στο χάος, οι πολιτικές που αφορούσαν τη δημόσια υγεία αμφισβητούνταν έντονα. Όπως κι ο στρατός, οι κρατικοί υγειονομικοί αξιωματούχοι είχαν αποτύχει να διαχειριστούν την κατάσταση.

Η Ανταπόκριση της Βάσης

Ευτυχώς, τα κρατικά ιδρύματα δεν υπήρξαν τα μόνα που δραστηριοποιήθηκαν για την επιδημία.

Η πρώτη αντίδραση της βάσης οργανώθηκε από απλούς εργάτες της Νάπολης, όπως οι αντίστοιχες που είχαν οργανωθεί απ’ το Μαλατέστα στη δεκαετία του 1870. Στις 29 Αυγούστου, η Societa Operaia (Εταιρεία των Εργατών), μια ριζοσπαστική οργάνωση αλληλοβοήθειας που είχε ιδρυθεί το 1861, ανήγγειλε μια καινούρια πρωτοβουλία με σκοπό την παροχή βοήθειας προς οποιονδήποτε, του οποίου η οικογένεια είχε χτυπηθεί απ’ τη χολέρα. Αυτή η “υγειονομική εκστρατεία” περιλάμβανε μια χούφτα αξιόπιστων γιατρών που συνοδεύονταν από απλούς εργάτες σε ρόλο νοσοκόμων. Χρηματοδοτούμενοι απ’ τους ισχνούς πόρους της Societa Operaia, πρόσφεραν περίθαλψη, καθαρά κλινοσκεπάσματα, τροφή και οικονομική συνδρομή εξ’ ίσου σε αρρώστους και σε φτωχούς. Χωρίς να επιθυμούν σχέσεις με τα νοσοκομεία και τις τοπικές αρχές, γιάτρευαν τους ασθενείς της χολέρας στα σπίτια τους και πήγαιναν μόνο όπου τους καλούσαν συγκεκριμένα. Συνδεόμενοι με τους εργάτες όλων των φτωχογειτονιών της Νάπολης, ήταν σε θέση να διαδίδουν τα νέα που αφορούσαν τις υπηρεσίες τους από στόμα σε στόμα.

Μια βδομάδα μετά, στις 4 του Σεπτέμβρη, κάποιος μεσοαστός, εκδότης εφημερίδας, ονόματι Rocco de Zerbi συγκάλεσε μια συγκέντρωση καλώντας την Societa Operaia, την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Νάπολης, εκπροσώπους του τύπου και διάφορες τοπικές προσωπικότητες. Η ιδέα ήταν να ιδρυθεί μια οργάνωση στην πόλη η οποία θ’ αναβάθμιζε την εργατική “υγειονομική εταιρεία”. Όπως συμβαίνει συχνά, οι αρχικές προσπάθειες των ριζοσπαστικών οργανώσεων βάσης προσέλκυσαν ακτιβιστές της μεσαίας τάξης που θεωρούσαν πως μπορούσαν να τα καταφέρουν καλύτερα σε σχέση μ’ αυτό που είχαν εγκαινιάσει οι απλοί άνθρωποι από μόνοι τους. Η οργάνωση που προέκυψε απ’ αυτή τη συνάντηση, που επισήμως ονομάστηκε Επιτροπή για τη Συνδρομή στα Θύματα της Χολέρας, έμεινε γνωστή με το κοινό όνομα Λευκός Σταυρός.

Οι εργατικές ενώσεις εξακολουθούσαν να συντονίζουν τις ενέργειες της βάσης σ’ ολόκληρη την πόλη – αλλά λόγω των πόρων και των διασυνδέσεών του, ο Λευκός Σταυρός δέχτηκε τα εύσημα για τα πάντα απ’ τα διεθνή μέσα και την κατοπινή ιστοριογραφία. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη αν αναλογιστεί κανείς πως ο προϋπολογισμός του Λευκού Σταυρού κατέληξε να είναι διακόσιες φορές μεγαλύτερος σε σχέση με τ’ αρχικό ποσό που είχε συγκεντρώσει η Societa Operaia. Ωστόσο, ο Λευκός Σταυρός εξαρτιόταν απ’ τις επαφές που διέθεταν οι εργάτες και την εμπιστοσύνη που οι ριζοσπαστικές εργατικές οργανώσεις είχαν κερδίσει ανάμεσα στους φτωχούς κι οργισμένους.

Η επιρροή των εργατικών ενώσεων και η επιφυλακτικότητα των εργατών ανάγκασαν το Λευκό Σταυρό να υιοθετήσει μια κατά βάση αντι-αυταρχική προσέγγιση των πραγμάτων. Με σκοπό να εξασφαλίσει ότι κανείς δε θ’ αμφέβαλε για τις καλές του προθέσεις, ο Λευκός Σταυρός αποτελούνταν αποκλειστικά από άμισθους εθελοντές. Αντί να διεξάγουν πειραματικές θεραπείες στους ασθενείς, οι εθελοντές του Λευκού Σταυρού συνέχιζαν σταθερά να παρέχουν παρηγορητική φροντίδα και να διανέμουν καινούριες κουβέρτες, σεντόνια, στρώματα, αντισηπτικά και τρόφιμα. Ποτέ δεν έφεραν όπλα μαζί τους και δεν επέμεναν στον υποχρεωτικό υποκαπνισμό ή την καταστροφή των υπαρχόντων των ασθενών της χολέρας. Μαθαίνοντας απ’ την πρωτοβουλία της Societa Operaia, διατηρούσαν αποστάσεις απ’ το κράτος, προσφέροντας βοήθεια μόνο όταν τους το ζητούσαν κι αρνούνταν οποιαδήποτε σχέση με τους φρουρούς που συνόδευαν τους κρατικούς γιατρούς.

Όπως έγραψε ο Zerbi κατόπιν:

Ποτέ δεν επέτρεψα τη συγχώνευση της ιατρικής μας υπηρεσίας με την αντίστοιχη του δήμου. Οποιαδήποτε ένωση αυτού του είδους θα μας καθιστούσε θεσμικούς κι αυτό θα κατέστρεφε τη δουλειά μας... επειδή ο κόσμος θα φοβόταν και θα μας απέφευγε.

Ενώ οι ακτιβιστές της μεσαίας τάξης υιοθέτησαν το μοντέλο που ανέδειξαν οι οργανώσεις βάσης, κάποιοι άλλοι, λιγότερο καλοσυνάτοι, χαρακτήρες, πάσχιζαν να παρουσιάσουν τους εαυτούς τους ως σωτήρες της Νάπολης.

Ο Βασιλιάς Ουμβέρτος, γιος του Βίκτορα Εμμανουήλ υπό του οποίου η Ιταλία είχε ενοποιηθεί, έφτασε στη Νάπολη στις 9 του Σεπτέμβρη. Ο Ουμβέρτος ήταν ένας αντιδραστικός συντηρητικός, τον οποίο μισούσαν οι εργάτες κι οι ριζοσπάστες όλης της Ιταλίας για την πολιτική του. Τη χρονιά που ανήλθε στην εξουσία, το 1878, ο αναρχικός Giovanni Passmante είχε αποπειραθεί να τον δολοφονήσει. Χρόνια μετά την επιδημία, το 1900, ο αναρχικός Gaetano Bresci κατόρθωσε να εκτελέσει τον Ουμβέρτο ώστε να εκδικηθεί την απόφαση του βασιλιά ν’ ανταμείψει έναν στρατηγό, ο οποίος είχε σκοτώσει εν ψυχρώ πάνω από 300 διαδηλωτές το 1898 (ας αναφερθεί πως λίγο πριν απ’ αυτό, ο Bresci είχε ριψοκινδυνεύσει ξανά προκειμένου ν’ αφοπλίσει το πρόσωπο που σκόπευε να δολοφονήσει το Μαλατέστα πυροβολώντας τον). Ο Ουμβέρτος δεν ήταν φίλος των φτωχών.

Το καθεστώς του Ουμβέρτου βρισκόταν σε σύγκρουση με την Καθολική Εκκλησία. Η επίσκεψή του στη Νάπολη αποσκοπούσε στο ν’ αποκαταστήσει αυτή τη σχέση, εδραιώνοντας το συντηρητισμό στην Ιταλία. Άλλοι θεσμοί της άρχουσας τάξης, όπως η Τράπεζα της Νάπολης, αναζητούσαν τρόπους να σταθεροποιήσουν εκ νέου την οικονομία μέσω της φιλανθρωπίας. Αν ο μονάρχης, η Εκκλησία κι η αφρόκρεμα των ανθρώπων του κεφαλαίου κατόρθωναν να παρουσιαστούν ως αυτοί που νοιάζονταν για το λαό της Νάπολης, θα νομιμοποιούσαν την εξουσία τους, καθιστώντας δύσκολο για τους οργανωτές των λαϊκών κινητοποιήσεων ν’ αντισταθούν στις διάφορες μορφές καταπίεσης που διατηρούσαν τα προνόμιά τους.

Και στο μεταξύ, οι άνθρωποι πέθαιναν στη Νάπολη.

Οι Αναρχικοί στη Νάπολη

Αυτά διακυβεύονταν στη Νάπολη τη στιγμή που ο Μαλατέστα κι άλλοι αναρχικοί απ’ όλη την Ιταλία προσπαθούσαν να φτάσουν στην πόλη. Είχαν ήδη οργανώσει εγχειρήματα αλληλεγγύης για τους πληγέντες απ’ την επιδημία χολέρας απ’ τις αρχές του Αυγούστου. Ήταν πρόθυμοι να συμμετάσχουν στις βοηθητικές προσπάθειες της βάσης που λάμβαναν χώρα επί τόπου. Ο ίδιος ο Μαλατέστα είχε μεγαλώσει στη Νάπολη κι είχε σπουδάσει εκεί ιατρική. Η ποινή φυλάκισης που κρεμόταν πάνω απ’ το κεφάλι του δεν τον αποθάρρυνε. Ωστόσο, μέχρι τις αρχές του Σεπτέμβρη, ο Μαλατέστα κι οι σύντροφοί του στη Φλωρεντία δεν είχαν συγκεντρώσει αρκετά χρήματα για τα ναύλα τους.

Στο άρθρο “Ο Galileo Palla και τα γεγονότα της Ρώμης – Πρωτομαγιά του 1891”, δημοσιευμένο στο τεύχος της 23ης Μάη 1891 της εβδομαδιαίας εφημερίδας La Rivendicazione (“Η Διεκδίκηση”) [της πόλης] του Φορλί, ο Μαλατέστα θυμάται πως συνάντησε τον Galileo Palla, αναρχικό που βοήθησε στη χρηματοδότηση του ταξιδιού, και τον επαινεί για τις άοκνες προσπάθειές του απ’ τη στιγμή που έφτασαν στη Νάπολη.

Συνάντησα τον Palla το 1884. Η χολέρα μαινόταν στη Νάπολη κι υπήρχαν πολλοί από μας ανάμεσα στους Σοσιαλιστές που δεν έβλεπαν την ώρα να τρέξουν για να σώσουν όσους υπέφεραν απ’ τη χολέρα. Ενώ προσπαθούσαμε να μαζέψουμε τα χρήματα για το ταξίδι, κατέφτασε ο Palla, ο οποίος σκόπευε επίσης να μεταβεί στη Νάπολη, και καθώς διέθετε περισσότερα λεφτά απ’ αυτά που χρειαζόταν για το εισιτήριο του τρένου, έκανε στάση στη Φλωρεντία για να δει αν μπορούσε να παράσχει βοήθεια σε όποιον ήταν πρόθυμος να μετακινηθεί αλλά δεν μπορούσε να φύγει ελλείψει χρημάτων.

Ήρθε απ’ το σπίτι μου φωνάζοντας και χειρονομώντας. “Πως” μου είπε, “πως είναι δυνατόν να μην είστε καθ’ οδόν για τη Νάπολη;”.

“Ποιος είσαι;” ρώτησα.

“Και τι σε νοιάζει;” ήταν η απάντησή του. “Αυτοί που υποφέρουν απ’ τη χολέρα δε χρειάζεται να ξέρουν το όνομα αυτού που στέκεται στο πλευρό τους”.

“Σωστά” είπα - “Πολλοί από μας εδώ επιθυμούν να φύγουν αλλά δεν μπορέσαμε ακόμα να συγκεντρώσουμε το ποσόν που απαιτείται για το ταξίδι”. Τότε ο Palla άδειασε τις τσέπες του στο τραπέζι κι έτσι, με τα λεφτά του και τα υπόλοιπα που μπορέσαμε να συγκεντρώσουμε στη Φλωρεντία, κατορθώσαμε ν’ αναχωρήσουμε – ο Gigia Pezzi, ο Arturo Feroci, ο Vinci, ο Delvechio, εγώ κι άλλοι σύντροφοι.

Η στάση του Palla στη Νάπολη υπήρξε σπάνια. [Ήταν] Γενναίος, ακατάβλητος και νυχθημερόν ριγμένος στη δουλειά. Ήμασταν όλοι αδέκαροι, ήταν φορές που πεινούσαμε και σχεδόν ζηλεύαμε τη σούπα που σερβίραμε στους αναρρώνοντες. Ο Pella είχε λάβει μερικά χρήματα απ’ τους δικούς του που μόλις και μετά βίας κάλυπταν τις δικές του ανάγκες αλλά, όπως θα έκανε ο καθένας από μας, τα έθεσε σε κοινή διάθεση και μπορέσαμε να επιβιώσουμε όλοι μέχρι το τέλος της επιδημίας.

Μη γυρεύεις τίποτα απ’ τους αναρχικούς, Rocco de Zerbi – δεν μπορεί να ξέχασες τις υπηρεσίες των αναρχικών της Φλωρεντίας αν θυμάσαι έναν ψηλό, λεπτό, μάλλον μουτρωμένο νεαρό που περιμένοντας να μοιραστούν τα καθήκοντα, στεκόταν στο πίσω μέρος της αίθουσας της Επιτροπής του Λευκού Σταυρού, σιωπηλός, κρυμμένος πίσω απ’ όλους, ο οποίος όμως, στο πρώτο αίτημα για εθελοντή τιναζόταν πάνω πριν απ’ τον καθένα κι ερχόταν αμέσως μπροστά φωνάζοντας: “Εγώ!”

“Όμως εσύ” έλεγαν κάποιοι μερικές φορές “είσαι εκτός βάρδιας τώρα”.

“Δεν πειράζει” απαντούσε, “μπορώ να ξαναπάω”. Και πήγαινε κι όλοι τον θαύμαζαν για την αφύσικη σωματική αντοχή του και κέρδιζε το θαυμασμό για την καρδιά, την αφοσίωση και τη γλυκύτητα με την οποία φρόντιζε τους αρρώστους. Εκείνος ο νεαρός ήταν ο Palla.

Αυτές οι αναμνήσεις φανερώνουν πόσο στενά ο Μαλατέστα, ο Palla κι οι υπόλοιποι εργάζονταν με το Λευκό Σταυρό στη Νάπολη – και μας παρέχουν μια ένδειξη για το χαρακτήρα αυτής της σχέσης.

Μέχρι τις 13 Σεπτέμβρη, πάνω από χίλιοι εθελοντές συμμετείχαν στην προσπάθεια ανακούφισης απ’ όλη την Ιταλία, όπως επίσης κι απ’ την Ελβετία, τη Γαλλία, την Αγγλία και τη Σουηδία. Σε σύγκριση με τα κρατικά εγχειρήματα, η κινητοποίηση αποτέλεσε μια τεράστια επιτυχία. Περίπου τα δύο τρίτα των ασθενών που ήταν στην ευθύνη των εθελοντών του Λευκού Σταυρού επέζησαν. Αυτό βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με το ποσοστό θανάτων των νοσοκομείων της Νάπολης, στα οποία η πλειοψηφία των ασθενών από χολέρα πέθανε.

Οι αναρχικοί στάθηκαν στην πρώτη γραμμή της προσπάθειας. Σύμφωνα με τον Nunzio dell’ Erba (βλ. παράρτημα), ο Μαλατέστα κι ο Palla ενώθηκαν στη Νάπολη μ’ άλλους συντρόφους απ’ τη Φλωρεντία, μεταξύ των οποίων οι Luigia Minguzzi, Francesco Pezzi, Arturo Feroci, Giuseppe Cioci και Pietro Vinci, όπως και πολλοί ακόμα αναρχικοί απ’ όλη τη χερσόνησο. Δε γνωρίζουμε πόσοι απ’ αυτούς προσβλήθηκαν απ’ τη χολέρα στη διάρκεια του έργου τους, ξέρουμε όμως πως δύο αναρχικοί έχασαν τη ζωή τους εξ’ αιτίας της – οι Antonio Valdre και Rocco Lombardo – όπως επίσης ο σοσιαλιστής Massimiliano Boschi.

Ο Λευκός Σταυρός είχε χωρίσει τη Νάπολη σε δώδεκα τομείς. Σύμφωνα με τον Luigi Fabbri, ο Μαλατέστα κι οι σύντροφοί του πήραν την ευθύνη για την οργάνωση ενός εξ’ αυτών. Ο Fabbri αναφέρει πως οι ασθενείς από χολέρα στο συγκεκριμένο τομέα σημείωσαν το υψηλότερο ποσοστό ανάκαμψης σ’ όλη τη Νάπολη επειδή ο Μαλατέστα – έχοντας μεγαλώσει στη Νάπολη και σε στενή σχέση με τα μαχητικότερα στοιχεία του τοπικού εργατικού κινήματος – ήταν κατάλληλα προετοιμασμένος για ν’ αναγκάσει τις αρχές της πόλης να παραδίδουν φαγητό και φάρμακα, τα οποία οι αναρχικοί διένεμαν σε όσους τα είχαν ανάγκη.

Η περιγραφή του Fabbri βασίζεται σε ιστορίες που πρέπει να είχε ακούσει απ’ τον ίδιο το Μαλατέστα. Ένα τμήμα τους έφτασε σ’ εμάς απ’ τον ίδιο το Μαλατέστα που το επιβεβαιώνει. Σύμφωνα με τα πρακτικά, ο υπόδικος Μαλατέστα κατέθεσε τα εξής στην Ανκόνα το 1898 (Έκθεση Ακρόασης, 21-28 Απρίλη):

Το 1884, αφού ενώθηκα με μια ομάδα αναρχικών, βρέθηκα στη Νάπολη για να συνδράμω τα θύματα της χολέρας. Οι καθηγητές μου μου ανέθεσαν εκεί ιατρική υπηρεσία και παρέμεινα στη Νάπολη μέχρι το τέλος της επιδημίας δεχόμενος επαίνους γι’ αυτό.

Μια ελαφρώς διαφοροποιημένη περιγραφή αυτών εμφανίζεται στο περιοδικό L’ Agitazione, στην οποία αναφέρεται πως ο Μαλατέστα πρόσθεσε:

Ήμουν κι εγώ στη Νάπολη κατά τη διάρκεια της επιδημίας και η επιτροπή με βράβευσε.

Μπορούμε να πάρουμε μια ιδέα απ’ την εμπειρία των αναρχικών στη Νάπολη μέσω των αναφορών απ’ την Ιταλία που εμφανίστηκαν στο Ελβετικό αναρχικό περιοδικό Le Revolte, μεταξύ Σεπτέμβρη και Δεκέμβρη του 1884:

Η χολέρα έκανε επίσης τη μοιραία εμφάνισή της στην Ιταλία κι αυτή την ώρα θερίζει πολλές ψυχές, φυσικά ανάμεσα στις τάξεις των προλεταριακών οικογενειών που δε διαθέτουν την πολυτέλεια της υγιεινής, για τον απλό λόγο πως αυτό αποτελεί προνόμιο που κατέχει μονάχα η μπουρζουαζία, όπως κι όλα τα υπόλοιπα.

Le Revolte, 14 Σεπτέμβρη του 1884

Γράφοντας αυτές τις λίγες γραμμές, επιθυμώ ν’ αποδώσω τον αρμόζοντα φόρο τιμής σ’ ένδειξη αλληλεγγύης στο σύντροφό μας Rocco Lombardo απ’ τη Γένοβα.

Ένας γοητευτικός νεαρός, μόλις 27 ετών, τολμηρός και γενναιόδωρος, υπήρξε ένας απ’ τους πιο αφοσιωμένους κι ευφυείς επαναστάτες αναρχικούς της Γένοβας. Αφιέρωσε όλο του το σθένος και τις σκέψεις του στην υπόθεσή μας – για να λάβει χώρα ένα επαναστατικό κίνημα, όπου κι αν αυτό συμβεί, εξασφαλίζοντας πως θα προχωρήσει με το σωστό τρόπο, όπως οι φιλοδοξίες κι η απέραντη αφοσίωσή του πρόσταζαν.

Μια ευκαιρία προέκυψε από μόνη της. Ενώ η χολέρα ήταν στη Νάπολη κι αφάνιζε πολλά θύματα απ’ τις τάξεις των προλετάριων αδερφών του, ενώθηκε μ’ άλλους συντρόφους κι άφησε το Μιλάνο, όπου βρισκόταν, για να μεταβεί στην εστία του κινδύνου.

Αμέσως μόλις έφτασε στη Νάπολη, ήταν ένας απ’ αυτούς που διακρίθηκαν για το κουράγιο και την αυταπάρνησή τους, βοηθώντας τα θύματα της τρομερής επιδημίας. Χτυπημένος ο ίδιος απ’ την αρρώστια, τούτος ο σεμνός ήρωας της αυτοθυσίας, έχασε τη ζωή του στις 18 του Σεπτέμβρη.

Ο Lombardo υπήρξε ένθερμος προπαγανδιστής. Την προηγούμενη χρονιά στο Τορίνο, είχε εκδώσει την εφημερίδα Proxinzus Taus, την οποία στήριζε με τους συντρόφους του μέχρι την τελευταία στιγμή, με κάθε θυσία για την οποία υπήρξε ικανός. Η εφημερίδα αυτή κράτησε αναμμένη τη φλόγα της μέχρι τέλους, μένοντας για μήνες στην παρανομία.

Φτωχέ Rocco, πέθανες χωρίς κανέναν φίλο στο πλάι σου για να σου αποδώσει τον ελάχιστο φόρο τιμής που σου άρμοζε. Σου τον αποδίδουμε σήμερα στον τάφο σου, δεσμευόμενοι να υπερασπιστούμε αυτές τις ιδέες που τόσο αγάπησες και να θυσιαστούμε όπως εσύ για την Κοινωνική Επανάσταση.

Le Revolte, 28 Σεπτέμβρη του 1884

Δεχτήκαμε απ’ τους φίλους μας στο Μιλάνο μια διαμαρτυρία ενάντια στις συκοφαντίες που ο εκκλησιαστικός κι αστικός τύπος εξαπολύει προς τους αναρχικούς κι ιδιαίτερα προς τη μνήμη του συντρόφου Rocco Lombardo, του οποίου το θάνατο αναγγείλαμε στο τελευταίο μας τεύχος. Σύντροφε, είναι άσκοπο να ξοδεύουμε το χρόνο μας διαψεύδοντας τις ψευτιές αυτών των αθυρμάτων. Δώσ’ τους λοιπόν αυτό που τους αξίζει σαν τους συναντήσεις...

Le Revolte, 25 Οχτώβρη του 1884

Στη Νάπολη, όπως γνωρίζετε, η χολέρα έσπειρε τον όλεθρο ανάμεσα στους εργάτες. Δε θα μπορούσε να υπάρξει πιο τρανταχτή απόδειξη για την ανισότητα που επικρατεί στη σημερινή κοινωνία. Οι φίλοι μας που βρέθηκαν εκεί στη διάρκεια της επιδημίας για να περιθάλψουν τους αρρώστους, εξέδωσαν μόλις ένα μανιφέστο στο οποίο αποκαλύπτουν την πραγματική αιτία της χολέρας – τη φτώχεια – κι υποδεικνύουν τη μοναδική γιατρειά – την Κοινωνική Επανάσταση.

Οι τοπικές εφημερίδες φυσικά σκανδαλίστηκαν κι ένα εκκλησιαστικό φύλλο δεν παρέλειψε να επικαλεστεί την οργή της αστυνομίας ενάντια στους αδιάλλακτους αναρχικούς που δεν αφήνουν τον κοσμάκη να ψοφήσει με την ησυχία του.

Le Revolte, 7 Δεκέμβρη του 1884

Δυστυχώς, απ’ όσο γνωρίζουμε, κανείς δεν ήταν σε θέση να εμφανίσει το μανιφέστο που αναφέρεται στο τεύχος της 7ης Δεκέμβρη.

Νικήθηκε η Επιδημία;

Ο Λευκός Σταυρός διαλύθηκε επισήμως στις 26 Σεπτέμβρη, ανακοινώνοντας πως η κρίση είχε επέλθει σε τέτοιο βαθμό ώστε οι τοπικές αρχές ήταν ξανά σε θέση ν’ αντιμετωπίσουν την επιδημία μόνες τους. Προφανώς, οι εργατικές ενώσεις εξακολούθησαν να διατηρούν τις αλληλοβοηθητικές δομές τους, όπως ακριβώς και πριν απ’ την εμφάνιση του Λευκού Σταυρού. Χάρη στην προσπάθειά τους και ως ένα σημείο, οι θάνατοι μειώθηκαν σημαντικά τον Οχτώβρη κι η επιδημία έληξε επισήμως στις αρχές του Νοέμβρη. Η κινητοποίηση των λαϊκών οργανώσεων δεν είχε νικήσει τη χολέρα από μόνη της – κατόρθωσε όμως κάτι που το κράτος δεν μπόρεσε, βοηθώντας χιλιάδες φτωχούς να επιβιώσουν απ’ την καταστροφή. Πάνω απ’ όλα, κατέδειξε πως τα αποτελεσματικότερα προγράμματα βοήθειας είναι αυτά που ξεκινούν από εκείνους που τα χρειάζονται εξ’ ανάγκης, επιτρέποντάς στους ίδιους να καθορίσουν τις ανάγκες και τις προτεραιότητές τους.

Ο ίδιος ο Μαλατέστα δέχτηκε επίσημη ανταμοιβή εις ένδειξη αναγνώρισης των προσπάθειών του. Την αρνήθηκε. Το ίδιο κράτος που επιχείρησε να τον ανταμείψει για ό,τι είχε κάνει στη Νάπολη, περίμενε επίσης να τον φυλακίσει για πράγματα που δεν είχε διαπράξει στη Φλωρεντία. Επιπλέον, δεν επιθυμούσε να είναι ηγέτης – απλώς ένας σύντροφος μεταξύ συντρόφων.

Αν αυτό ισχύει, όπως αναφέρει ο Fabbri, ότι δηλαδή οι φτωχοί Ναπολιτάνοι του συγκεκριμένου τομέα ευθύνης που ο Μαλατέστα είχε βοηθήσει να οργανωθεί, είχαν το υψηλότερο ποσοστό επιβίωσης - όχι εξ’ αιτίας των ιατρικών ικανοτήτων του Μαλατέστα αλλά λόγω της πίεσης που οι αναρχικοί στάθηκαν ικανοί ν’ ασκήσουν στην κυβέρνηση ώστε να την αναγκάσουν να παραδώσει επαρκή εφόδια – επιβεβαιώνεται ο ισχυρισμός πως “η αληθινή αιτία της χολέρας ήταν η φτώχεια”. Στο έργο Naples in the Time of Cholera, ο ιστορικός Frank Snowden υποστηρίζει ότι η ένδεια αποτέλεσε βασική αιτία της επιδημίας του 1884 στη Νάπολη: Η χολέρα ευδοκιμεί στη φτώχεια επειδή οι φτωχοί, μέσω του υποσιτισμού και των εντερικών διαταραχών, έχουν την προδιάθεση να μολυνθούν απ’ την ασθένεια.

Η κύρια λύση για τη χολέρα, όπως γνωρίζουμε, είναι να τεθεί το καθαρό πόσιμο νερό στη διάθεση όλων. Οι υδραυλικοί κι όχι οι γιατροί είναι οι ήρωες αυτής της ιστορίας. Όμως – όπως φανερώνουν τα επαναλαμβανόμενα ξεσπάσματα της χολέρας στη Νάπολη κι οπουδήποτε αλλού στον 20ο αλλά ακόμα και στον 21ο αιώνα – οι βασιλιάδες, οι καπιταλιστές κι οι πρόεδροι μαζί θα διατηρούν ένα τμήμα του πληθυσμού αιχμάλωτο σ’ επικίνδυνες συνθήκες μέχρι η συλλογική αλληλεγγύη κι η ασυμβίβαστη εξέγερση να τους αναγκάσουν να μοιράσουν τους πόρους που πασχίζουν να συσσωρεύσουν.

Και για ν’ αναφερθεί το χαμένο μανιφέστο – το πραγματικό φάρμακο που θα εμποδίσει την επιστροφή της χολέρας δεν είναι τίποτα λιγότερο απ’ την κοινωνική επανάσταση.

Επίλογος

Εκείνο το φθινόπωρο, μετά απ’ την επιστροφή του στη Φλωρεντία, ο Μαλατέστα κατόρθωσε ν’ αποφύγει την ποινή φυλάκισης που κρεμόταν πάνω απ’ το κεφάλι του βγαίνοντας λαθραία απ’ την Ιταλία, κρυμμένος σ’ ένα κιβώτιο με ραπτομηχανές. Για τον επόμενο μισό αιώνα, συνέχισε την οργάνωση και τη συγγραφή, αφήνοντας τ’ αποτυπώματά του στο αναρχικό κίνημα τριών ηπείρων.

Στα γραπτά του, ανέφερε επανειλημμένα την εμπειρία του με τη χολέρα, χρησιμοποιώντας την για να δείξει πόσο άρρηκτα συνδεμένες είναι οι μοίρες των ανθρώπων σε τελείως διαφορετικά σημεία του πλανήτη – κάτι που η πανδημία του COVID-19 μας απέδειξε γι’ ακόμα μια φορά σήμερα – και επισημαίνοντας πως το κράτος από μόνο του αδυνατεί να προάγει τον τομέα της δημόσιας υγείας, παρεμποδίζοντας μονάχα τους γιατρούς απ’ το να τον συντηρούν.

Κλείνουμε με ορισμένα αποσπάσματα απ’ το έργο του.

Ο κάτοικος της Νάπολης ενδιαφέρεται εξ’ ίσου για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των ανθρώπων που κατοικούν στις όχθες του Γάγγη απ’ όπου η χολέρα έρχεται στον ίδιο, όσο και για τις αποχετεύσεις των αποθηκών του λιμανιού της δικής του πόλης. Η ευημερία, η ελευθερία και το μέλλον κάποιου ορεσίβιου, χαμένου στα φαράγγια των Απεννίνων Ορέων, εξαρτώνται όχι μονάχα απ’ τις συνθήκες ευημερίας ή φτώχειας των κατοίκων του χωριού του και τις γενικότερες συνθήκες που ζει ο Ιταλικός λαός αλλά [εξαρτώνται] επίσης κι απ’ τις συνθήκες διαβίωσης των εργατών της Αμερικής ή της Αυστραλίας, απ’ την ανακάλυψη ενός Σουηδού επιστήμονα [ο Μαλατέστα είχε πιθανώς κατά νου τον Άλφρεντ Νόμπελ που είχε ανακαλύψει το δυναμίτη το 1866 – σημαντικό γεγονός για την πορεία του αναρχισμού], απ’ την πνευματική και υλική κατάσταση των Κινέζων, απ’ το αν υπάρχει πόλεμος ή ειρήνη στην Αφρική – μ’ άλλα λόγια, απ’ το σύνολο των συνθηκών, σημαντικών ή ασήμαντων, εντός των οποίων ενεργεί ο καθένας ως ανθρώπινο ον.

Ερρίκο Μαλατέστα, Αναρχία

Αυτοί που βρίσκονται στην κυβέρνηση, μακριά πια απ’ την προηγούμενη κοινωνική τους θέση, ενδιαφέρονται πρωτίστως για τη διατήρηση της εξουσίας, έχουν απωλέσει κάθε δυνατότητα να δρουν αυθόρμητα κι έχουν καταστεί απλώς εμπόδιο στην ελεύθερη δράση των άλλων...

Με την κατάργηση αυτής της αρνητικής ισχύος που συνιστά την κυβέρνηση, η κοινωνία θα καταστεί αυτή που μπορούσε να είναι, με τις παρούσες δεδομένες δυνάμεις και ικανότητες...

Αν υπάρχουν γιατροί και δάσκαλοι υγιεινής, θα οργανωθούν υπέρ των υπηρεσιών της κοινής υγείας. Κι αν πάλι δεν υφίστανται, καμιά κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να τους δημιουργήσει, παρά μονάχα μπορεί να τους απαξιώνει στα μάτια του κόσμου – ο οποίος τείνει να διακατέχεται από υποψίες, που ορισμένες φορές είναι απολύτως βάσιμες, απέναντι σ’ ο,τιδήποτε του επιβάλλεται – προκαλώντας το μακέλεμά τους [απ’ τον κόσμο] ως δηλητηριαστών στην περίπτωση που επισκεφτούν ανθρώπους χτυπημένους απ’ τη χολέρα.

Ερρίκο Μαλατέστα, Αναρχία

Μη ρωτάτε, είπε ένας σύντροφος, με τι θ’ αντικαταστήσουμε τη χολέρα. Είναι ένα κακό και το κακό πρέπει να εξολοθρεύεται, όχι ν’ αντικαθίσταται. Αυτή είναι η αλήθεια. Το πρόβλημα όμως είναι πως η χολέρα παραμένει κι επιστρέφει, εκτός κι αν οι συνθήκες μιας βελτιωμένης υγιεινής αντικαταστήσουν τις αντίστοιχες που άφησαν στην αρχή την αρρώστια να πάρει προβάδισμα και να εξαπλωθεί.

Ερρίκο Μαλατέστα, Demoliamo. E poi?, Pansiero e Volonta (Ρώμη) 3, Νο 10 (16 Ιούνη του 1926).

Παράρτημα

Στα έργα Οι Απαρχές του Σοσιαλισμού στη Νάπολη του Nunzio dell’ Erba και το Ιταλικός Αναρχισμός, 1864-1892 του Nunzio Pernicorne υπάρχουν εν περιλήψει περιγραφές της αναρχικής κινητοποίησης σε σχέση με την επιδημία της Νάπολης. Το βιβλίο του Pernicorne είναι διαθέσιμο στ’ αγγλικά, απ’ τις εκδόσεις AK Press. Παρουσιάζουμε σε πρόχειρη μετάφραση το σχετικό υλικό:

Κατά τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβρη [του 1884] υπήρξε έντονη συμμετοχή των αναρχικών απ’ όλη την Ιταλία στις μεγαλόψυχες κινήσεις βοήθειας προς το Ναπολιτάνικο πληθυσμό που είχε μολυνθεί απ’ τη χολέρα.

Στις 13 Σεπτέμβρη, οι Luigia Minguzzi, Pezzi, Μαλατέστα, Arturo Feroci, Galileo Palla, Giuseppe Cioci και Pietro Vinci αναχώρησαν για τη Νάπολη. Την ίδια περίοδο, οι Cavalotti, Musini, [ο πρώην αναρχικός πολιτικός Andrea] Costa και άλλοι βρέθηκαν επίσης εκεί. Οι σοσιαλιστές της Ραβέννα έστειλαν τις ευχές τους στους προλετάριους του Mezzogiorno [ο Ιταλικός νότος] ώστε «σύντομα ν’ απαλλαγούν απ’ το μικρόβιο της χολέρας όπως κάποια μέρα κι απ’ το μικρόβιο της μπουρζουαζίας που σκοτώνει όπως οι υπόλοιπες αρρώστιες».

Με τη διαδήλωση αλληλεγγύης των σοσιαλιστών της Ραβέννα, ένωσαν τις ζωντανές και δυνατές φωνές τους οι σοσιαλιστές της Πάρμα, της Μπολόνια, του Λούγκο, του Τορίνο, της Αλεσσάντρια, της Γένοβας και του Μιλάνου, διαμαρτυρόμενοι από κοινού ενάντια στο «μάγο» [Πρωθυπουργό, Agostino] Depretis για να βοηθήσουν τους συντρόφους τους στο νότο. Στα τέλη του Σεπτέμβρη, τρεις εξ’ αυτών, ο λιθογράφος Rocco Lombardo, μέλος αναρχικής Μιλανέζικης ομάδας, ο Massimiliano Boschi της ένωσης «Τα Δικαιώματα της Ανθρωπότητας» απ’ την Πάρμα κι ο Antonio Valdre απ’ το Καστέλμπολονέζε, έπεσαν θύματα της επιδημίας.

Η χολέρα επιδείνωσε τις ήδη θλιβερές συνθήκες του προλεταριάτου, αναγκάζοντας τ’ αφεντικά ν’ απολύσουν τους εργάτες τους ή να κρατήσουν κλειστά τα καταστήματά τους, όπως συνέβη στην περίπτωση της «ένωσης των υποδηματοποιών» που περιλάμβανε περίπου 400 μέλη. Όμως, όπως ανέφερε ο Carlo Gardelli, σοσιαλιστής απ’ τη Ρομάνα που μετακόμισε στη Νάπολη, η χολέρα «δεν προκάλεσε μονάχα σοβαρές υλικές ζημιές αλλά επέφερε κι άλλα πλήγματα, πολύ σοβαρότερα, σε ηθικό επίπεδο».



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις