ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ: Η "ΑΝΕΦΙΚΤΗ" ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΛΑΪΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ, ΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΓΑΡΥΦΑΛΛΩΝ (1974-75) - ΦΙΛ ΜΕΪΛΕΡ (Α΄ ΜΕΡΟΣ)

 


Το έργο του Φ. Μέιλερ για την Πορτογαλική Επανάσταση των Γαρυφάλλων κυκλοφόρησε το 2012 απ' τις εκδόσεις Ανάκαρα. Το παρουσιάζουμε σε ηλεκτρονική μορφή και θα δημοσιευτεί σε 3 μέρη (μετάφραση: Γ.Κ.).

 ΦΙΛ ΜΕΪΛΕΡ  -  ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ: Η «ΑΝΕΦΙΚΤΗ» ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Λαϊκή Εξουσία, Κόμματα και Στρατός στην Επανάσταση των Γαρυφάλλων (1974-75)
«Πολλοί απ’ τους “αγροτο-καπιταλιστές” δε ζούσαν ποτέ στη γη τους, παρά μόνο την επισκέπτονταν ορισμένες φορές το χρόνο. Οι ευκάλυπτοι και τα φελλόδεντρα αποτελούσαν λύση για πολλούς, μιας κι απαιτούσαν λίγους εργάτες και μικρή φροντίδα. Άλλα λατιφούντια χρησιμοποιούνταν μόνο ως κυνηγότοποι. Ένας απ’ τους πλουσιότερους μεγαλοτσιφλικάδες, ο Μανουέλ Βίνιας, ο οποίος ήταν επίσης και μεγαλομέτοχος της SCC (ζυθοποιία), είχε εγκαταστήσει στην έπαυλή του, κοντά στο Αλκάσερ, έναν ασημένιο ουρητήρα επενδυμένο με βελούδο (και σίγουρα αντικείμενο φθόνου για τους αντιδραστικούς Ντανταϊστές)».
Κεφάλαιο VI (του παρόντος) - ΟΙ ΑΓΡΟΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ

«Ο ισχυρός πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων, Δημήτρης Δασκαλόπουλος, δεν κάθεται στο τραπέζι των συνομιλιών μόνο με το προεδρείο της ΓΣΕΕ και τον υπουργό Εργασίας. Μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Ιδρύματος Γκούγκενχαϊμ, της Tate του Λονδίνου και του New Museum της Νέας Υόρκης, είναι το ίδιο ισχυρός και στη διεθνή σκηνή της σύγχρονης τέχνης. Εκτός από τους φιλότεχνους, ελάχιστοι γνωρίζουν ότι είναι ένας από τους σημαντικότερους συλλέκτες στον κόσμο. Η σημαντική συλλογή αποτελείται από περισσότερα από 400 έργα Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών (…) Και φυσικά, έργα-ορόσημα στην ιστορία της σύγχρονης τέχνης όπως ο περίφημος ουρητήρας (“Κρήνη”) του Μαρσέλ Ντισάν. Τον απέκτησε το 1999 έναντι 1,76 εκατομμυρίου δολαρίων».
Ελευθεροτυπία, Σάββατο 31 Ιουλίου 2010
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Για πρόλογο…
Αρκτικόλεξα.

Χρονολόγιο.
Πρόλογος του Μορίς Μπρίντον στην πρώτη έκδοση.
I. Η ΠΡΩΤΗ ΒΔΟΜΑΔΑ

Παρασκευή, 26 Απρίλη. Μέρα 2η.
Σάββατο, 27 Απρίλη. Μέρα 3η.
Κυριακή, 28 Απρίλη. Μέρα 4η.
Δευτέρα, 29 Απρίλη. Μέρα 5η.
Τρίτη, 30 Απρίλη. Μέρα 6η.
Τετάρτη, 1η Μάη. Μέρα 7η.

II. ΤΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ
Προβλήματα της Καπιταλιστικής Υπανάπτυξης.
Το Εργατικό Κίνημα.
Η Ανάδυση των Πολιτικών.

Η Υπόθεση Περάλτα.

ΙΙΙ. ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΗΝΕΣ

Εκτιμώντας την Κατάσταση.

Τάιμεξ, Σογκαντάλ, Μαμπόρ, CTT.
Η Πολιτιστική Μη Επανάσταση.
Η Κατάρρευση της Πρώτης Προσωρινής Κυβέρνησης.
IV. Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Η TAP, η Λισνάβ και τα Υπόλοιπα Ζητήματα.
Ο Αντι-απεργιακός νόμος και η Αντίδραση της Δεξιάς.
Η 28η Σεπτέμβρη.
Η Τρίτη Προσωρινή Κυβέρνηση.
V. ΤΟ ΞΕΣΠΑΣΜΑ
Οι Επιτροπές.
Το Ζήτημα των Συνδικάτων.
Η Εμφάνιση της Ίντερ-Εμπρέσας.
Το Οικονομικό Πλάνο του Μέλο Αντούνες.
VI. ΟΙ ΑΓΡΟΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ
Η Αγροτική Δομή.
Οι Πρώτες Συγκρούσεις.
Παίρνοντας τη Γη.
VII. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΚΑΚΙΕΡΑ
Η Δεξιά.
Tο Κέντρο.
Η Αριστερά.
Η Πόλωση.
VIII. ΤΟ MFA
Οι Απαρχές.
Η 25η Απρίλη 1974.
Οι Επιτροπές Στρατιωτών και Ναυτών.
Για τον Πολιτικό Ρόλο.
Η 11η Μάρτη 1975.
ΙΧ. ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ
Το Υπόβαθρο.
Οι Καταλήψεις.
Οι Στεγαστικοί Αγώνες.
Η Ίντερ, η CRAM, η SAAL κι οι Παραπηγματούχοι.
Ο Φαλλοκρατισμός και το Γυναικείο Κίνημα.
X. ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΚΙ Η ΜΕΤΕΚΛΟΓΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Εκλογική Αριθμητική.
«Λαϊκή Εξουσία» και Στρατός.
Οι Υποθέσεις της Ρεπούμπλικα και του Ράντιο Ρενασένσα.
Η COPCON και το MRPP.
ΧΙ. ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΗ-ΚΟΜΜΑ
Οι Αυτόνομοι Εργατικοί Αγώνες.
Η Ίντερ-Εμπρέσας και τα Συνδικάτα.
Τα Επαναστατικά Εργατικά Συμβούλια.
Το Κίνημα των Κοπερατίβων.  
Οι Καταλήψεις Γης.
Οι Επιτροπές Γειτονιάς.

ΧΙΙ. ΟΙ ΚΡΙΣΕΙΣ

Η Αντίδραση στο Βορρά.

Ο Δρόμος προς τον Κρατικό Καπιταλισμό.

Η Κρίση των Λενινιστικών Ιδεών.

Η Έκτη Κυβέρνηση και η Προώθηση των «Εννιά».

ΧΙΙΙ. Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ  

Οι Λαϊκές Συνελεύσεις.

Η Καθημερινή Ζωή στις Κοπερατίβες.

Πέρα απ’ τις Τοπικές Εργατικές Επιτροπές.

XIV. Η ΑΠΟ-ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ

Τα Μέσα Ελέγχου κι ο Έλεγχος των Μέσων.

Οι Στρατιωτικές Φράξιες.

Προς τη Ρήξη.

XV. Η 25Η ΝΟΕΜΒΡΗ

XVI. ΕΝΑΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

Η Ισχυροποίηση του Κρατικού Καπιταλισμού.

Οι Ευθύνες των Εργαζόμενων.

Οι Κοπερατίβες.

Η Ενημέρωση.

Η Ενσωμάτωση της Λαϊκής Εξουσίας.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1: ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ MFA
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2: ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3: ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΟΥ MRPP ΓΙΑ ΤΗΝ 25Η ΑΠΡΙΛΗ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 4: ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΟΥ PRP
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 5: ΤΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΤΟΥ MAHR
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 6: ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΟΥ MES
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 7: ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ MPLA
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 8: ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΜΑΜΠΟΡ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 9: ΔΙAKΗΡΥΞΗ ΤΗΣ CTT
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 10: ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΛΙΣΝΑΒ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 11: ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠ’ ΤΟ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΣΠΙΝΟΛΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 12: ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠ’ ΤΟ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΒΑΣΚΟ ΓΚΟΝΣΑΛΒΕΣ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 13: ΔΗΛΩΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΛΙΣΝΑΒ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 14: ΟΙ ΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ ΕΝΑΝΤΙ      
                                ΤΗΣ ΔΙΑΔΗΛΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΝΤΕΡΣΙΝΤΙΚΑΛ ΣΤΙΣ 14 ΓΕΝΑΡΗ 1975
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 15 Α-Β: ΤΥΠΟΙ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 16: ΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΤΟΥ MES (σχετικά
                                με την Πολιτική Υπηρεσία – Servico Civico)
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 17: ΘΕΣΕΙΣ ΠΑΝΩ  ΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΟΥ ΠΟΡΤΟ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 18: ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ «ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΛΟΧΑΓΩΝ»
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 19: Η ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ ΤΟΥ CRTSM
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 20: ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ COPCON ΠΑΝΩ ΣΤΗ «ΛΑΪΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ»
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 21: ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΟΑΡΕΣ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 22: ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ FUR
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 23: ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΕΚΠΟΜΠΗ ΤΟΥ ΡΑΝΤΙΟ ΡΕΝΑΣΕΝΣΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 24: ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ SUV
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 25: ΕΚΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 26: ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ - ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΔΕΛΤΙΟΥ «ΑΝΤΙΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ» (ΕΛΛΑΔΑ)

ΚΕΙΜΕΝΟ 1 – ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ
ΚΕΙΜΕΝΟ 2 – ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΚΕΙΜΕΝΟ 3 – ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2 ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ - Augustin Souchy - Πορτογαλία 1975: Λουζιτανικές επαναστατικές εμπειρίες.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3 ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ – Μια συνέντευξη με τον Οτέλο ντε Καρβάλιο.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 4 ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ - «Πραξικόπημα: πρακτικό εγχειρίδιο» -  Έντουαρντ Λούττβακ (απόσπασμα).

Υποσημειώσεις του Συγγραφέα.




Για πρόλογο…
«Μπορεί ο μισός αιώνας της σαλαζαρικής καταπίεσης να έκανε τους εργαζόμενους να πιστέψουν ότι δεν θα τέλειωνε ποτέ, όταν όμως κατόρθωσαν να ξεφύγουν απ’ αυτήν ένοιωσαν τόση έκπληξη, ενθουσιασμό και αυτοπεποίθηση ώστε έφτασαν μονομιάς στο άλλο άκρο. Όχι μόνον έπαψαν να θεωρούν την επανάσταση ανέφικτη, αλλά πίστεψαν πως είναι εύκολη – και αυτή η αντίληψη είναι καμμιά φορά ικανή από μόνη της να την κάνει εύκολη» (*)
Τα στρατιωτικά κινήματα, όχι άδικα, είναι ταυτισμένα με την επιβολή δικτατοριών και την άγρια καταστολή των λαϊκών κινημάτων. Ιδιαίτερα δε, οι λαοί του ευρωπαϊκού νότου έγιναν πολλές φορές μάρτυρες παρόμοιων εγχειρημάτων, πετυχημένων ή μη, στη διάρκεια του 20ου αιώνα. Η ιστορία παίζει όμως κάποιες φορές παράξενα παιχνίδια. Τις πρώτες ώρες της 25ης Απρίλη του 1974, οι μονάδες που ελέγχονταν απ’ το Κίνημα των Λοχαγών -τον αρχικό πυρήνα του Κινήματος Ενόπλων Δυνάμεων / MFA- που αποτελούνταν κυρίως από μεσαίους δημοκρατικούς αξιωματικούς, βγήκαν στους δρόμους των πορτογαλικών πόλεων για ν’ ανατρέψουν μια φασιστική δικατορία που κόντευε το μισό αιώνα ζωής. Η κυβέρνηση του Μαρσέλο Καετάνο, διάδοχου του κύριου διαμορφωτή του καθεστώτος, καθηγητή Αντόνιο ντε Ολιβέιρα Σαλαζάρ, έπεσε αμαχητί και σχεδόν αναίμακτα, μέσα σε λίγες ώρες. Οι μοναδικοί νεκροί δεν προήλθαν από οργανωμένη αντίσταση του κρατικού μηχανισμού αλλά ήταν αποτέλεσμα του πανικού που κατέλαβε τους άντρες της πολιτικής αστυνομίας PIDE, μπροστά στη θέα του κόσμου που πολιορκούσε το αρχηγείο της, έτοιμος ν’ αποδώσει λαϊκή δικαιοσύνη. Ενός κόσμου που είχε αγνοήσει εντελώς τα πρώτα ανακοινωθέντα των πραξικοπηματιών -τα οποία τον προέτρεπαν να παραμείνει στα σπίτια του- δίνοντας έτσι απ’ την πρώτη στιγμή το σύνθημα για τη μετατροπή της Πορτογαλίας από μια απέραντη φυλακή σ’ ένα μεγάλο επαναστατικό εργαστήρι. Η λουζιτανική περιπέτεια θα συγκέντρωνε για δεκαεννιά μήνες την προσοχή όλων όσων είχαν κάθε λόγο να ενδιαφέρονται για την εξέλιξη της απόπειρας ενός λαού να πάρει τις τύχες του στα δικά του χέρια, κουβαλώντας σε κάθε περίπτωση μέσα σ’ αυτή την πορεία, τα λάθη, τις αντιφάσεις και τα κουσούρια του. Τ’ ότι όλα αυτά συνέβαιναν σε μια χώρα που αποτελούσε μέλος του ΝΑΤΟ, ήταν κάτι που πρέπει σίγουρα να αύξησε κατά πολύ, τόσο τις ελπίδες όσο και τους φόβους που γέννησε η επαναστατική διαδικασία, φτάνοντας την Πορτογαλία στα πρόθυρα ενός εμφύλιου.     
Στον πυρήνα της γενικής δυσαρέσκειας βρίσκονταν το «πορτογαλικό Βιετνάμ». Το παλιό καθεστώς, παλεύοντας να διατηρήσει τ’ απομεινάρια της παρηκμασμένης αποικιακής αυτοκρατορίας, είχε εμπλακεί σ’ ένα πόλεμο χωρίς τέλος που διεξάγονταν ενάντια στ’ ανταρτικά κινήματα της Ανγκόλας, της Μοζαμβίκης και της Γουϊνέας-Μπισσάου. Αυτό σήμαινε οικονομική εξαθλίωση για ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού (ο χωρίς προϋποθέσεις νίκης παρατεταμένος πόλεμος είναι πάντα μια πολύ δαπανηρή υπόθεση για τους πολλούς και πολύ κερδοφόρα για τους λίγους), τετραετή θητεία για τους φαντάρους ενός υποχρεωτικού στρατού που μάχονταν μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες κόντρα σ’ έναν αποφασισμένο «εχθρό», μεγάλη δυσφορία στις τάξεις των αξιωματικών, καθώς και την ύπαρξη ανυπέρβλητων εμποδίων στα όνειρα του «φιλελεύθερου» κομματιού της αστικής τάξης που αφορούσαν δουλειές με την Ευρώπη και ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ. Μοναδικοί ευνοημένοι παρέμεναν οι μεγαλοτσιφλικάδες (latifundarios) της μητρόπολης και των αποικιών, η «μπουρζουαζία των εκατό οικογενειών» που έλεγχε το σύνολο σχεδόν της οικονομικής δραστηριότητας κι ο παντοδύναμος Καθολικός κλήρος, δυνάμεις που δεν μπόρεσαν όμως από μόνες τους να κρατήσουν στα πόδια του το παλιό καθεστώς. Τα σημάδια γι’ αυτό που έρχονταν είχαν φανεί στα μέσα του Μάρτη, όταν το στρατιωτικό κίνημα της Κάλντας ντα Ραΐνια είχε κατασταλεί απ’ τις «πιστές» μονάδες και τη βαριά εξοπλισμένη  Εθνική Ρεπουμπλικανική Φρουρά-GNR. Η παλιά Πορτογαλία είχε σωθεί, μονάχα όμως για σαράντα μέρες ακόμα.
Η επίσημη ιστορία ταυτίζει την Επανάσταση των Γαρυφάλλων με τον αστικό στρατό. Χωρίς αμφιβολία, η σκιά του τελευταίου έπεφτε βαριά σ’ όλη την πορεία των γεγονότων. Απ’ τις τάξεις του προήλθε η πτώση του φασιστικού καθεστώτος κι απ’ αυτές επίσης το οριστικό κλείσιμο του κεφαλαίου της επαναστατικής διαδικασίας. Στις 25 Νοέμβρη του 1975, οι «υπεύθυνες» δυνάμεις της τάξης και της ομαλότητας, εκπροσωπούμενες στρατιωτικά απ’ την Ομάδα των Εννιά και με την πολιτική στήριξη του Σοσιαλιστικού Κόμματος και της Δεξιάς, άνοιξαν το δρόμο για τον «εκσυγχρονισμό» της Πορτογαλίας και την εδραίωση μιας δυτικού τύπου κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, απομακρύνοντας «τους κινδύνους του εμφυλίου, των επαναστατικών τυχοδιωκτισμών και της επιβολής κομμουνιστικής δικτατορίας». Πέρα όμως απ’ την επίσημη καταγραφή των γεγονότων που αφορά τις ενδοστρατιωτικές και κομματικές συγκρούσεις δεξιάς κι αριστεράς, το προλεταριάτο των πόλεων και της υπαίθρου έγραψε τη δική του ιστορία, αναδεικνύοντας την επαναστατική ενεργητικότητα των ανθρώπων που προσπαθούσαν να συνδυάσουν την επιβίωσή τους μέσα σε δύσκολες συνθήκες, με την προσπάθεια για το χτίσιμο ενός καινούριου κόσμου. Αυτοί ήταν οι πρωταγωνιστές των γεγονότων κι η δική τους δράση δικαιολόγησε το χαρακτηρισμό της όλης πορείας των γεγονότων ως επανάσταση. Ήταν οι αγρεργάτες του νότου που καταλάμβαναν, κάποιες φορές με τα όπλα στα χέρια, τα τεράστια τσιφλίκια των συνεργατών του φασιστικού καθεστώτος, οργανώνοντάς τα σε κοπερατίβες· ήταν οι εργάτες που έδιωχναν τα παλιά αφεντικά ή αναλάμβαναν από ανάγκη τα εργοστάσια που έκλειναν κι εγκαταλείπονταν απ’ τους ιδιοκτήτες τους, αποπειρούμενοι να οικοδομήσουν στην πράξη την αυτοδιαχείριση∙ ήταν οι φαντάροι που οργανώνονταν μέσα κι έξω απ’ τα στρατόπεδα, συμμετέχοντας στο γενικό κίνημα, αρνούνταν να εκτελέσουν διαταγές που είχαν να κάνουν με κατασταλτικές ενέργειες και κατέβαιναν στο δρόμο στο πλευρό των εργαζόμενων, κάποιες φορές δε, με τα όπλα και τα τεθωρακισμένα τους. Ήταν όλοι τους μαζί, ένστολοι και μη, που υπερασπιζόμενοι τα επιτεύγματά τους, έφραξαν δυο φορές το δρόμο στις δυνάμεις της αντίδρασης, οι οποίες προσπάθησαν να βάλουν πραξικοπηματικά τέλος σε μια επαναστατική διαδικασία που θα μπορούσε να έχει «απρόβλεπτες» συνέπειες: το Σεπτέμβρη του ’74 ματαιώνοντας τη διαδήλωση της «σιωπηλής πλειοψηφίας»-προσύνθημα δεξιάς στρατιωτικής επέμβασης και το Μάρτη του ’75 νικώντας στους δρόμους τις δυνάμεις του πραξικοπηματία Στρατηγού Σπίνολα και των συνεργατών του.
Το MFA διέθετε ένα ασαφές και γενικόλογο φιλολαϊκό πρόγραμμα που αντανακλούσε τις συγκρούσεις στο εσωτερικό του μεταξύ δεξιάς, αριστεράς και των αμφιταλαντευόμενων. Στο πρόγραμμά του, κάθε κοινωνικό κομμάτι έβλεπε τον υπερασπιστή των δικών του ξεχωριστών συμφερόντων κι απ’ την άλλη, το ίδιο το MFA, ο βασικός πυλώνας εξουσίας στη χώρα, προσπαθούσε να διατηρήσει τις απαραίτητες ισορροπίες. Βγάζοντας όμως απ’ τη μέση το φασιστικό καθεστώς, απελεύθερωσε -απρόσμενα για κάποιους- ένα ορμητικό ριζοσπαστικό κύμα απ’ τη βάση που ζητούσε όλο και περισσότερα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να περάσει η ριζοσπαστικοποίηση αυτή μέσα στους κόλπους του ίδιου του MFA που προτιμούσε πια περισσότερο την ενσωμάτωση των κατακτήσεων των εργαζόμενων και λιγότερο την καταστολή. Απ’ την άλλη πλευρά, ο ρόλος του Στρατού κι ειδικότερα η αριστερή μερίδα των αξιωματικών, οι αντίστοιχες μονάδες (όπως το 1ο Σύνταγμα Ελαφρού Πυροβολικού-RAL 1) κι οι οργανώσεις βάσης των φαντάρων ήταν που δημιούργησαν ένα πλήθος ψευδαισθήσεων σχετικά με τη μελλοντική πορεία της επανάστασης. Έτσι, κάποιοι περίμεναν απ’ τον Οτέλο ντε Καρβάλιο - το στρατιωτικό ηγέτη της αριστεράς- και το Στρατό να τους φέρει έτοιμη μια «σοσιαλιστική κοινωνία». Είδαν στο αριστερό κομμάτι του Στρατού εκείνη τη δύναμη που θα αντικαθιστούσε τη δράση των εργαζόμενων αποτελώντας κάποιο είδος ένοπλης εκπροσώπησης των καταπιεσμένων. Στην πραγματικότητα όμως η Πορτογαλία δεν απέκτησε ποτέ δυο ξεχωριστούς στρατούς κι ούτε οι αριστερές μονάδες έπαιξαν το ρόλο της επαναστατικής πολιτοφυλακής (αν κι είναι αλήθεια πως σε διάφορες ομάδες και μεμονωμένους αγωνιστές μοιράστηκαν αρκετές χιλιάδες όπλα που προέρχονταν απ’ τα στρατόπεδα, χωρίς όμως να κάνουν ποτέ την εμφάνισή τους την κρίσιμη ώρα). Στην ιστορία υπάρχουν αρκετά παραδείγματα στρατιωτών ή ολόκληρων σχηματισμών που πέρασαν με το μέρος των επαναστατημένων αλλά αυτό προϋπόθετε και προϋποθέτει, πέρα απ’ το στοιχείο της υποχρεωτικής στράτευσης, την άμεση ρήξη με την επίσημη ιεραρχία. Αντίθετα, στην περίπτωση της Πορτογαλίας, η πάλη διεξάγονταν μέσα στις τάξεις του αστικού στρατού, και στον αγώνα για τον έλεγχό του, οι δυνάμεις του «ρεαλισμού» και της «υπευθυνότητας» αποδείχτηκαν ικανότερες. Κανείς δε γνωρίζει επιπλέον αν οι συγκεκριμένες δυνάμεις θα έκαναν πίσω, φοβούμενες να σηκώσουν το βάρος της ευθύνης για έναν πιθανό εμφύλιο, σε περίπτωση που η κατάσταση βάδιζε προς την άμεση ρήξη. Φόβο, που η ηγεσία της «στρατιωτικής αριστεράς» τον ένοιωσε σίγουρα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό. Έτσι, η πραγματικότητα επιβεβαίωσε για μια ακόμα φορά την ορθότητα της ρήσης του Σεν Ζυστ περί μισών επαναστάσεων και σκαμμένων λάκκων.
Η κρίση στην Πορτογαλία του ’74 εμφανίζονταν ως πολιτική. Αυτή της σημερινής Ελλάδας ως οικονομική. Κι οι δυο τους δεν είναι τίποτα άλλο παρά η μόνιμη μορφή κρίσης που συνοδεύει τον καπιταλισμό, μ’ άλλα λόγια η κοινωνική. Στην πρώτη περίπτωση, έγινε η αφορμή για να μπει μπροστά μια επαναστατική διαδικασία, στη δεύτερη είναι σ’ εξέλιξη μια προσπάθεια για τη μετατροπή της κρίσης σ’ ένα αποτελεσματικό ξεσηκωμό. Θεωρούμε λοιπόν ότι προς το σκοπό αυτό αξίζει τον κόπο να ριχτεί μια ματιά στον τρόπο που έδρασαν οι πορτογάλοι προλετάριοι σε πόλεις και χωριά, μέσα απ’ τα όργανα και τις επιτροπές του αγώνα τους, καταλαμβάνοντας τα τσιφλίκια, τα εργοστάσια και τ’ άδεια σπίτια, στην παράλληλη προσπάθειά τους να επιβάλουν αξιοπρεπείς λύσης ζωής  μέσα σε καπιταλιστικές συνθήκες, οραματιζόμενοι παράλληλα έναν κόσμο χωρίς εκμετάλλευση. Στην πορεία αυτή, έκαναν και λάθη που αξίζουν επίσης την προσοχής μας. Είτε με τη μορφή της καλλιεργούμενης πίστης προς ανθρώπους και θεσμούς που θα έφερναν τη λύση απ’ έξω ως σωτήρες, είτε με τη μορφή της κομματικής χειραγώγησης των οργανώσεων βάσης και του λαϊκού κινήματος από απολιθωμένες γραφειοκρατίες που παράτησαν τους επαναστατικούς λεονταρισμούς, ξεπουλώντας τα πάντα, όταν κατάλαβαν ότι διέτρεχαν τον άμεσο κίνδυνο να μείνουν έξω απ’ το παιχνίδι της αστικής εξουσίας.  
Το έργο του Ιρλανδού συγγραφέα, εκδότη και μεταφραστή Φιλ Μέιλερ (γεν. 1946, Δουβλίνο) έχει την αμεσότητα αυτού που έζησε από κοντά τα γεγονότα κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να του το αρνηθεί κάποιος, ακόμα κι αν διαφωνεί μ’ ορισμένες απ’ τις θέσεις του. Το βιβλίο του, Portugal: The Impossible Revolution?, εκδόθηκε απ’ τις εκδόσεις Solidarity της ομώνυμης βρετανικής ομάδας το 1977. Το προλογίζει ένα απ’ τα ιδρυτικά της μέλη, ο γιατρός Κρις Πάλλις (1923-2005), κάτω απ’ το ψευδώνυμο Μόρις Μπρίντον.
                                                                                               Μάρτης του 2012, εκδ. Ανάκαρα

(*) Κοινωνικός Πόλεμος στην Πορτογαλία - Jaime Semprun, Διεθνής Βιβλιοθήκη, 1975, μτφ: Θ. Μιχαήλ.


ΑΡΚΤΙΚΟΛΕΞΑ

ADUs
Συνέλευση Αντιπροσώπων (στρατιωτικών) Μονάδων.
ALA
Ελεύθερη Ένωση Γεωργών (δεξιά).
AMI
Ομάδα Στρατιωτικής Παρέμβασης. Το αντίπαλο δέος στην COPCON που δημιουργήθηκε απ' την Έκτη Κυβέρνηση.
ANOP
Το επίσημο Πορτογαλικό πρακτορείο ειδήσεων.
ΑΝΡ
Λαϊκή Εθνική Δράση: το κύριο φασιστικό κόμμα πριν την 25η Απρίλη.
AOC
Ένωση Εργατών-Αγροτών, σχηματίστηκε από Μαοϊκούς εργαζόμενους στη χημική βιομηχανία, για να χτυπήσει την (κυριαρχούμενη απ' το PCP)  Ιντερσιντικάλ.
CAP
Συνομοσπονδία Πορτογάλων Γεωργών (πρώην ALA).
CCP
Συντονιστική Επιτροπή για το Πρόγραμμα. Μυστική αρχικά ομάδα, επικεφαλής του Κινήματος των Λοχαγών.
CDE
Δημοκρατικές Εκλογικές Επιτροπές. Ιδρύθηκαν το 1969 για εκλογικούς σκοπούς. Αρχικά αποτελούνταν από το PCP, το Σοσιαλιστικό Κόμμα και το MAR, μια οργάνωση προοδευτικών Καθολικών.
CDS
Κοινωνικό-Δημοκρατικό Κέντρο. Δεξιό στην πραγματικότητα κόμμα που επανένωσε πολλά απ' τα φασιστικά στοιχεία μετά την 25η Απρίλη.
CGT
Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας. Αναρχοσυνδικαλιστική ομοσπονδία που διαλύθηκε απ' τους φασίστες.
CIAC
Κέντρο Εκπαίδευσης Πυροβολικού της Κασκάις.
CICAP
Στρατιωτικό Κέντρο Εκπαίδευσης Οδηγών του Πόρτο.
CIP
Πορτογαλικός Σύνδεσμος Βιομηχάνων.
CM
Επιτροπή Γειτονιάς.
CODICE
Κεντρική Επιτροπή για τη Δυναμοποίηση, ελεγχόμενη απ’ την Πέμπτη Μεραρχία (φιλο-PCP).
COPCON
Διοίκηση Ηπειρωτικών Επιχειρήσεων. Δύναμη ασφαλείας του MFA, αποτελούμενη απ’ τις πιο πιστές στο αρχικό πρόγραμμα δυνάμεις. Ιδρύθηκε τον Ιούλη του 1974 και διαλύθηκε το Νοέμβρη του 1975.
CRAM
Ομοσπονδία Αυτόνομων Επαναστατικών Επιτροπών Γειτονιάς.
CRTSM
Επαναστατικά Συμβούλια Εργατών, Στρατιωτών και Ναυτών. Ιδρύθηκαν τον Απρίλη του 1975 με τη συνδρομή του PRP-BR.
CT
Εργατική Επιτροπή, εκλεγμένη συνήθως από γενική συνέλευση (plenario).
DGS
Βλ. PIDE.
EDE
Αριστεροί Δημοκράτες Φοιτητές. Ενώθηκαν με άλλες δυνάμεις για να σχηματίσουν το MRPP, το 1970.
ΕΝ
Emissora Nacional: το εθνικό ραδιοφωνικό δίκτυο.
ΕΝΤ
Εθνικό Εργατικό Δίκαιο (στη φασιστική περίοδο).
ΕΡΑΜ
Σχολή Εφαρμογών Στρατιωτικής Διοίκησης (Λισαβόνα).
FNLA
Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο της Ανγκόλας.
FPLN
Πατριωτικό Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης. Σχηματίστηκε το 1962 στην Αλγερία, απ’ το Στρατηγό Ουμπέρτο Ντελγκάντο, τον Κουνιάλ (PCP) και τον Τίτο ντε Μοράις (Σοσιαλιστικό Κόμμα).
FRAP
Το ισπανικό «Αντιφασιστικό Πατριωτικό Επαναστατικό Μέτωπο».
FSP
Λαϊκό Σοσιαλιστικό Μέτωπο. Το αποτέλεσμα μιας «αριστερής» διάσπασης του Σοσιαλιστικού Κόμματος, το Γενάρη του 1975.
FUR
Μέτωπο Επαναστατικής Ενότητας. Αποτελούνταν απ’ το PCP, το MDP, το FSP, το PRP, το MES, το LCI και την Οργάνωση 1ης Μάη.
FEC m-l
Κομμουνιστικό Εκλογικό Μέτωπο (μαρξιστικό-λενινιστικό). Συγκέντρωνε διάφορες αλβανόφιλες μαοϊκές ομάδες.
FFH
Ταμείο Στεγαστικής Ανάπτυξης του Υπουργείου Οικισμού.
FMU
Μέτωπο Στρατιωτικής Ενότητας: πολιτικό σκέλος της «Ομάδας των Εννιά» που προειδοποιούσε για τυχόν ...πραξικοπήματα.
GAPS
Οργανωμένη τάση μέσα στο Σοσιαλιστικό Κόμμα.
GNR
Εθνική Ρεπουμπλικανική Φρουρά. Βαριά οπλισμένο παραστρατιωτικό αστυνομικό σώμα. Ένας απ’ τους κύριους πυλώνες του φασιστικού καθεστώτος.  
Ίντερ-Κομισσόες
Ένωση Επιτροπών. Ο όρος χρησιμοποιούνταν αναφερόμενος σε αρκετές οργανώσεις, όπως:
α) Ομοσπονδία Επιτροπών Γειτονιάς των Παραγκουπόλεων.
β) Ομοσπονδία των Επιτροπών Στρατιωτών και Ναυτών.
γ) Μια ομάδα επιτροπών που προέκυψε απ’ την Ίντερ-Εμπρέσσας.
Ίντερ-Εμπρέσσας
Ομοσπονδία των Εργατικών Επιτροπών.
Ιντερσιντικάλ
Η κύρια συνδικαλιστική ομοσπονδία που ελέγχονταν απ’ το PCP.
ΙRΑ
Ινστιτούτο Γεωργικής Ανασυγκρότησης.
LCI
Διεθνιστική Κομμουνιστική Λίγκα. Τροτσκιστική Τεταρτοδιεθνιστική Ομάδα (της τάσης Mandel).
LP
Πορτογαλική Λεγεώνα, παραστρατιωτική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1936.
LUAR
Συνασπισμός Ενότητας κι Επαναστατικής Δράσης. Μια οργάνωση άμεσης δράσης που ήταν υπεύθυνη για κάποιες θεαματικές ληστείες τραπεζών και βομβιστικές επιθέσεις πριν την 25η Απρίλη.
MAHR
Κίνημα Επαναστατικής Ομοφυλοφιλικής Δράσης.
MDP
Πορτογαλικό Δημοκρατικό Κίνημα. Η πολιτική του γραμμή δύσκολα ξεχώριζε απ’ την αντίστοιχη του PCP μετά την 25η Απρίλη. Αρχικά συμμετείχε στο συνασπισμό του CDE.
MDM
Δημοκρατικό Κίνημα Γυναικών (έκλινε προς το PCP).
ΜΕS
Κίνημα Αριστερών Σοσιαλιστών. Συγκροτήθηκε στα τέλη του 1973 από παλιές «σοσιαλιστικές ομάδες βάσης». Στις γραμμές του συγκέντρωνε πολλούς επιστήμονες.
MFA
Κίνημα Ενόπλων Δυνάμεων.
MLM
Κίνημα Γυναικείας Απελευθέρωσης.
MPLA
Λαϊκό Απελευθερωτικό Κίνημα της Ανγκόλας.
MRPP
Κίνημα για την Ανασυγκρότηση του Προλεταριακού Κόμματος, ιδρυμένο το 1970 από φοιτητές (της EDE) και νεαρούς εργάτες που εγκατέλειψαν το PCP. Η χαρακτηριστικότερη μαοϊκή οργάνωση.
MUD
Κίνημα Δημοκρατικής Ενότητας
PCP
Κομμουνιστικό Κόμμα Πορτογαλίας, ιδρυμένο το 1921.
PCP m-l
Κομμουνιστικό Κόμμα Πορτογαλίας (μαρξιστικό-λενινιστικό). Μαοϊκή οργάνωση που ιδρύθηκε το 1970. Μετά την 25η Απρίλη διασπάστηκε σε δύο οργανώσεις που έφεραν το ίδιο όνομα. Η μία οργάνωσε το PUP κι η άλλη ενώθηκε με την AOC. Είχε αναγνωριστεί απ’ την Κίνα ως το «επίσημο» Πορτογαλικό μαοϊκό κόμμα.
PDC
Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα. Ακροδεξιό κόμμα που επίσης συνένωσε πολλούς φασίστες μετά την 25η Απρίλη.
PIDE
Διεθνής Αστυνομία για την Προστασία του Κράτους. Το 1970 μετονομάστηκε σε DGS (Διοίκηση Γενικής Ασφάλειας). Η Πορτογαλική πολιτική αστυνομία.
PM
Στρατιωτική Αστυνομία, κάτω απ’ τον έλεγχο της COPCON μέχρι τη διάλυσή της.
PPD
Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα. Καπιταλιστικό κόμμα του κέντρου. Διέθετε υπουργούς σε όλες τις Προσωρινές Κυβερνήσεις, εκτός της Πέμπτης.
PPM
Λαϊκό Μοναρχικό Κόμμα.
PRP-BR
Επαναστατικό Προλεταριακό Κόμμα – Επαναστατικές Ταξιαρχίες. Διασπάστηκε απ’ το FPLN το 1972, ιδρύοντας τις Ταξιαρχίες που ανέλαβαν την ευθύνη για διάφορες επιθέσεις εναντίον πολεμικών πλοίων και στρατιωτικών εγκαταστάσεων πριν την 25η Απρίλη. Ίδρυσε το κίνημα των Εργατικών Συμβουλίων.
PRT
Επαναστατικό Εργατικό Κόμμα. Τροτσκιστές (της τάσης Lambert).
PS – (Σ.Κ.)
Σοσιαλιστικό Κόμμα Πορτογαλίας. Ιδρύθηκε το 1967.  Συνδεδεμένο με τη Β΄  Διεθνή.
PSDI
Ανεξάρτητο Σοσιαλ-δημοκρατικό Κόμμα (δεξιό).
PSP
Αστυνομία Δημόσιας Ασφάλειας. Ειδική δύναμη καταστολής διαδηλώσεων.
PUP
Κόμμα Λαϊκής Ενότητας, αποτέλεσμα διάσπασης του PCP (m-l).
PVDE
Αστυνομία για την Επιτήρηση και την Προστασία του Κράτους (πρόδρομος της PIDE).
RAC
Μονάδα Παράκτιου Πυροβολικού. Έδρευε κοντά στη Λισαβόνα.
RAL-1
1ο Σύνταγμα Ελαφρού Πυροβολικού (έδρευε σε προάστιο της Λισαβόνας).
RASP
Σύνταγμα Πυροβολικού της Σέρρα ντο Πιλάρ (κοντά στο Πόρτο).
RCP
Ράντιο Κλουμπ Πορτουγκέζ. Ραδιοσταθμός. Αρχικά ιδιωτικός. Εθνικοποιήθηκε μετά την 25η Νοέμβρη.
RIOQ
Επιχειρησιακό Σύνταγμα Πεζικού του Κελούζ.
RPA
Αντιφασιστική Λαϊκή Αντίσταση. Αντιστασιακός πυρήνας μέσα στις Ένοπλες Δυνάμεις.
RPAC
Λαϊκή Αντίσταση ενάντια στην Αποικιοκρατία (η οργάνωση των στρατιωτών του MRPP).
RR
Ράντιο Ρενασένσα. Ιδιοκτησία της Εκκλησίας που αργότερα καταλήφτηκε απ’ τους εργαζόμενούς του. Επιστράφηκε στην Εκκλησία μετά την 25η Νοέμβρη του 1975.
RTP
Η Πορτογαλική Κρατική Τηλεόραση (2 κανάλια).
SAAL
Κινητή Υπηρεσία Τοπικής Υποστήριξης. Ημι-κυβερνητική υπηρεσία που δούλευε για το Υπουργείο Οικισμού.
SADA
Υπηρεσίες Στήριξης της Γεωργικής Ανάπτυξης. Μέτωπο του PCP, μέσα στο Υπουργείο Γεωργίας.
SDCI
Γραφείο για την Έρευνα και το Συντονισμό των Πληροφοριών. Η «PIDE» του PCP, σε υποτυπώδη μορφή.
SEDES
Ομάδα τεχνοκρατών που ιδρύθηκε το 1970, ακολουθώντας τις αποκαλούμενες πολιτικές «φιλελευθεροποίησης» του Μαρσέλο Καετάνο.
SUV
Soldados Unidos Vencerao (Στρατιώτες Ενωμένοι θα Νικήσουν). Οργάνωση των απλών φαντάρων.
UDP
Λαϊκή Δημοκρατική Ενότητα. Επανένωση διάφορων μαοϊκών τάσεων.
UEC
Η φοιτητική οργάνωση του PCP.
URML
Επαναστατική Ένωση Μαρξιστών-Λενινιστών. Μια ακόμα μαοϊκή οργάνωση.









ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

1926
Μάης. Δεξιό στρατιωτικό κίνημα εκδηλώνεται στην Μπράγκα. Κερδίζει τη στήριξη μεγάλων τμημάτων των ενόπλων δυνάμεων.
1927
Φλεβάρης. Αποτυχημένο αντιπραξικόπημα εκδηλώνεται στο Πόρτο: 120 νεκροί και 700 τραυματίες. Υποστηρίζεται απ’ τους αναρχοσυνδικαλιστές της A Batalha και την CGT.
1928
Mάρτης. Ο μοναδικός υποψήφιος Καρμόνα εκλέγεται «άνετα» Πρόεδρος. Θα παραμείνει στο αξίωμά του μέχρι το θάνατό του, το 1951.
Απρίλης. Ο Σαλαζάρ διορίζεται Υπουργός Οικονομικών.
1931
Απρίλης. Γενική απεργία. Αριστερή στρατιωτική εξέγερση στη Μαδέιρα. Συντρίβονται αμφότερες.
1932
Ιούλης. Ο Σαλαζάρ γίνεται πρωθυπουργός.
1933
Μάρτης. Διακήρυξη του Νέου Κράτους – Estado Novo (Εγκαθίδρυση του Κορπορατισμού).
Σεπτέμβρης. Θέσπιση του Εθνικού Δικαίου Εργασίας και δημιουργία συνδικάτων (syndicatos), βασισμένων στο ιταλικό (φασιστικό) μοντέλο.
1934
Γενάρης. PCP και CGT (αναρχοσυνδικαλιστές) καλούν σε γενική απεργία που οδηγεί σ’ εξέγερση σ’ όλη τη χώρα. Ανακηρύσσεται σοβιέτ στη Μαρίνια Γκραντ.
1936
Σεπτέμβρης. Τα πληρώματα τριών πλοίων που στέλνονται απ’ το Σαλαζάρ ως βοήθεια στο Φράνκο, στασιάζουν.
- Ίδρυση της παραστρατιωτικής Πορτογαλικής Λεγεώνας.
Οχτώβρης. Ίδρυση του κινήματος της φασιστικής νεολαίας (Mocidade Portuguesa).
1937
Ιούλης. Απόπειρα εναντίον του Σαλαζάρ από αναρχικούς. Σχηματίζεται το μυστικό Λαϊκό Μέτωπο που συνενώνει διάφορα ρεφορμιστικά κόμματα (περιλαμβανομένου του PCP).
1940
Ιούλης. Έκθεση του «Πορτογαλικού Κόσμου» στη Λισαβόνα (ένα ζωντανό μουσείο δουλείας και αποικιακής λαφυραγωγίας).
1941
Αναδιοργάνωση του PCP υπό τον Αλβάρο Κουνιάλ.
1944
Αύγουστος. Μεγάλα απεργιακά κινήματα στο Νότο. Διαδηλώσεις στη Λισαβόνα. Πολλές συλλήψεις.
1945
Μάης. Επίσημο πένθος μισής μέρας για το Χίτλερ. Διαδηλώσεις υπέρ των συμμαχικών στρατευμάτων.
- Ο Σαλαζάρ υπόσχεται εκλογές «τόσο ελεύθερες όσο και στην ελεύθερη Αγγλία».
Οχτώβρης. Δημιουργία του MUD (Κίνημα Δημοκρατικής Ενότητας).
1946
Οχτώβρης. Αποτυχημένη στάση στο Βορρά: 91 στρατιώτες συλλαμβάνονται.
1947
Απρίλης. Αποτυχημένη στάση από Αξιωματικούς του Στρατού. Σαμποτάζ πολεμικών αεροσκαφών. Συμμετέχει ο Πάλμα Ινάσιο (μελλοντικός ηγέτης του LUAR). Γενική απεργία στη Λισαβόνα.
1950
Μάης. Ο Αλβάρο Κουνιάλ καταδικάζεται και φυλακίζεται. Δραπετεύει το Γενάρη του 1960.
1954-55
Διένεξη με την Ινδία για το ζήτημα της Γκόα.
1958
Ιούνης. Πρώτες προεδρικές εκλογές υπό το καθεστώς Σαλαζάρ. Δύο υποψήφιοι της αντιπολίτευσης: ο Αρλίντο Βινσέντε (PCP) και ο Στρατηγός Ουμπέρτο Ντελγκάντο (που αποκαλούνταν ειρωνικά «Στρατηγός της Κόκα-Κόλα» απ’ το PCP, το οποίο αρχικά αρνήθηκε οποιαδήποτε επαφή μαζί του). Το PCP τελικά στηρίζει τον Ντελγκάντο, μετά από μεγάλες διαδηλώσεις που έγιναν υπέρ του σ’ ολόκληρη τη χώρα. Ο Αμέρικο Τομάς, «επίσημος» υποψήφιος, ανακηρύσσεται τελικά νικητής.
1959
Αποτυχημένη εξέγερση στη Λισαβόνα. Χιλιάδες συλληφθέντες.
1961
Γενάρης. Ο Ενρίκου Γκαλβάο με μια μικτή ομάδα Ισπανών και Πορτογάλων (Επαναστατικό Διοικητήριο για την Απελευθέρωση της Ιβηρικής) καταλαμβάνουν το Σάντα Μαρία στην Καραϊβική. Το πλοίο καταδιώκεται στην ανοιχτή θάλασσα από 8 Αμερικανικά, 2 Βρετανικά, 4 Ολλανδικά και 11 Πορτογαλικά σκάφη. Τελικά δένει στο Ρεσίφε της Βραζιλίας.
Φλεβάρης. Το MPLA ξεκινάει πατριωτική εξέγερση στην Ανγκόλα. Οι υποσχέσεις για καθολικό δικαίωμα ψήφου απομακρύνονται και πάλι.
Νοέμβρης. Πρώτη γνωστή υπόθεση αεροπειρατείας. Ο Πάλμα Ινάσιο καταλαμβάνει αεροσκάφος της ΤΑΡ και βομβαρδίζει με φυλλάδια τη Λισαβόνα και το Πόρτο. Ζητάει πολιτικό άσυλο στην Ταγγέρη (Μαρόκο).
Δεκέμβρης. Αποτυχημένη απόπειρα εξέγερσης στη Μπέζα, της οποίας ηγούνται οπαδοί του Ντελγκάντο.
1962
- Σχηματίζεται το FPLN (Πατριωτικό Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης) με  συμμετοχή του PCP. Εδρεύει στην Αλγερία. Εκπομπές ανά τακτά διαστήματα στην  Πορτογαλία («Φωνή της Ελευθερίας»).
- Εθνικοαπελευθερωτική εξέγερση στη Μοζαμβίκη. Μαζικές αντιπολεμικές διαδηλώσεις στη Λισαβόνα, παρά το νόμο που απαγορεύει τις συγκεντρώσεις.
1964
- Διάσπαση στο PCP μεταξύ Ρωσόφιλων και Κινεζόφιλων μετά απ’ το κίνημα των «Εκατό Λουλουδιών» στην Κίνα. Δημιουργούνται οι Μαρξιστικές-Λενινιστικές Επιτροπές (CMLP) και το Ένοπλο Πορτογαλικό Μέτωπο (FAP). Το FAP διαπνέεται από Καστροϊκές ιδέες.
1967
- Ιδρύεται το LUAR απ’ τον Πάλμα Ινάσιο. Ληστεία τράπεζας στη Φιγκέιρα ντα Φοζ.
1968
- Απόπειρα του LUAR να καταλάβει την πόλη Κοβιλιά. Πολλοί στρατιωτικοί συλλαμβάνονται, μεταξύ τους κι ο Πάλμα Ινάσιο που δραπετεύει μετά τη δίκη του. Ορίστηκε αμοιβή για το κεφάλι του. Πιάστηκε στην Ισπανία.
- Απέλαση του Μάριο Σοάρες.
1969
-Απεργιακό κύμα. 5.000 εργαζόμενοι της Λισνάβ καταλαμβάνουν τα ναυπηγεία. Οι καταλήψεις ορισμένων εργοστασίων καταστέλλονται απ’ την GNR.
- H αποκαλούμενη περίοδος της φιλελευθεροποίησης του Μαρσέλο Καετάνο. Σχηματίζεται το CEUD (Εκλογικές Επιτροπές Δημοκρατικής Ενότητας) χωρίς το PCP. Αργότερα συγχωνεύεται με το CDE (Δημοκρατικές Εκλογικές Επιτροπές) στ’ οποίο εκπροσωπούνταν και το PCP. Δημιουργία της Ιντερσιντικάλ.
1970
- Θάνατος του Σαλαζάρ.
-Σχηματίζεται το MRPP (Κίνημα για την Ανασυγκρότηση του Προλεταριακού Κόμματος) από διάφορες μαοϊκές τάσεις. Δρα στα πανεπιστήμια και σε μερικά εργοστάσια. Σχηματίζονται μετωπικές οργανώσεις, όπως το RPAC (Λαϊκή Αντίσταση ενάντια στην Αποικιοκρατία), μέσα στις ένοπλες δυνάμεις.
- Απεργία των εργαζόμενων στις μεταφορές που αρνούνται να ελέγχουν τα εισιτήρια.
- Ίδρυση του SEDES, μιας φιλελεύθερης καπιταλιστικής τεχνοκρατικής ομάδας.
1971
- To PCP αποβάλλεται απ’ το FPLN.
-Πρώτες ενέργειες των Επαναστατικών Ταξιαρχιών (BR). Το μυστικό κέντρο επικοινωνιών του ΝΑΤΟ, έξω απ’ τη Λισαβόνα, ανατινάζεται.
- Το ARA (ένοπλο σκέλος του PCP) ανατινάζει υπόστεγο πολεμικών αεροσκαφών κι αποπειράται να επιτεθεί σε γραφεία της PIDE.
1972
Νοέμβρης. Ο Ριμπέιρο Σάντος (φοιτητής και μέλος του MRPP) δολοφονείται απ’ την PIDE.
1973
-Ιδρύεται το PRP. Ενώνεται με τις Επαναστατικές Ταξιαρχίες. Διάσπαση στο FPLN.
- Aνασύσταση του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Πορτογαλίας (PS).
- Kύμα απεργιών για την αύξηση των μισθών στους κλάδους της υφαντουργίας και των ηλεκτρονικών.
-Απεργία στην ΤΑΡ (Πορτογαλικές Αερογραμμές). Οι απεργοί παγιδεύονται σε υπόστεγο αεροσκαφών. 3 εργαζόμενοι δολοφονούνται απ’ την PIDE. Οι υπάλληλοι των γραφείων στηρίζουν τους απεργούς.

-Το CDE διεξάγει προεκλογικό αγώνα μια ένα μήνα και αποσύρεται την τελευταία στιγμή. Πολλοί υποψήφιοι συλλαμβάνονται.
- Συνάντηση του μυστικού «Κινήματος των Λοχαγών» στη Λισαβόνα. Στη συνάντηση του Ομπίντος, το Δεκέμβρη, αποφασίζεται η διεξαγωγή πραξικοπήματος.
Δεκέμβρης. Αποτυχημένο κίνημα δεξιών στρατηγών.
1974
Μάρτης. Αποτυχημένη εξέγερση από μονάδες της Κάλντας ντα Ραΐνια.
Απρίλης. Επιτυχημένο κίνημα του «Κινήματος των Λοχαγών» που γίνεται γνωστό ως MFA (Κίνημα Ενόπλων Δυνάμεων).

ΜΕΤΑ ΤΗΝ 25Η ΑΠΡΙΛΗ
1/5
Μαζικές διαδηλώσεις σ’ ολόκληρη τη χώρα.
8-20/5
Απεργιακό κύμα χτυπάει όλους τους τομείς της βιομηχανίας. Τα κύρια αιτήματα είναι ο μίνιμουμ μισθός των 6.000 εσκούδων και η 40ωρη βδομάδα δουλειάς.
16/5
Σχηματισμός της Πρώτης Προσωρινής Κυβέρνησης. Σε υπουργικό επίπεδο περιλαμβάνει το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το PCP, το MDP/CDE, το PPD και το SEDES.
25/5
Η αστυνομία κάνει χρήση κανονιών νερού εναντίον αριστερών διαδηλωτών που απαιτούν την απελευθέρωση του Κουβανού αντάρτη Λοχαγού Περάλτα. Το Ράντιο Ρενασένσα επικρίνεται επειδή αναμεταδίδει το γεγονός.
29/5
Οι εργαζόμενοι της Τάιμεξ απευθύνουν έκκληση για την πραγματοποίηση «ενός  μεροκάματου υπέρ των εργαζόμενων που βρίσκονται σ’ απεργία».
7/6
Ο Σαλντάνια Σάντσεζ (MRPP) φυλακίζεται επειδή κάλεσε τους στρατιώτες σε λιποταξία. Διαδήλωση για την απελευθέρωσή του.
14/6
Στάσεις από ποινικούς κρατούμενους που ζητούν πολιτικά δικαιώματα.
17/6
Απεργία των ταχυδρομικών (CTT). Καταγγέλλεται απ’ το PCP. Ο Στρατός σχεδιάζει να καταλάβει τα ταχυδρομεία. Δύο στρατιώτες φυλακίζονται επειδή αρνούνται να παράσχουν απεργοσπαστικές υπηρεσίες.
8/7
Κατάρρευση της Πρώτης Προσωρινής Κυβέρνησης του Πάλμα Κάρλος.
17/8
Δεύτερη Προσωρινή Κυβέρνηση που περιλαμβάνει το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το PPD,  το PCP και το SEDES. Ο Βάσκο Γκονσάλβες επιλέγεται για Πρωθυπουργός.
16/8
Τα ΜΑΤ ανοίγουν πυρ εναντίον του πλήθους που συμμετέχει σε διαδήλωση των «Φίλων της Μοζαμβίκης». Ένας νεκρός, τέσσερις τραυματίες.
27/8
Αξιωματικοί του MFA απειλούν να συλλάβουν τους απεργούς της ΤΑΡ.
10/9
Λόγος του Σπίνολα εναντίον της «αναρχίας». Καλεί τη «σιωπηρή μειοψηφία» προς υποστήριξή του.
12/9
Εργαζόμενοι της Λισνάβ κάνουν πορεία στους δρόμους της Λισαβόνας στα πλαίσια απαγορευμένης διαδήλωσης εναντίον του αντιαπεργιακού νόμου.
28-30/9
Σ’ ολόκληρη την Πορτογαλία υψώνονται οδοφράγματα προκειμένου να μπλοκάρουν τη διαδήλωση της δεξιάς «σιωπηρής μειοψηφίας». Ο Σπίνολα παραιτείται. Ο Κόστα Γκόμεζ αναλαμβάνει Πρόεδρος. Σχηματίζεται Τρίτη Προσωρινή Κυβέρνηση (Σοσιαλιστικό Κόμμα, PCP και PPD). Το Ανώτατο Συμβούλιο της Επανάστασης (Συμβούλιο των 20) αντικαθιστά την (Στρατιωτική) Επιτροπή Εθνικής Σωτηρίας.
Οχτώβρης
Εργαζόμενοι στη χημική βιομηχανία δημοσιοποιούν την αντίθεσή τους στον έλεγχο που ασκείται απ’ το PCP στην Ιντερσιντικάλ. Απεργιακό κύμα σε πολλούς τομείς της βιομηχανίας. Εργοστάσια καταλαμβάνονται και προϊόντα πωλούνται στους δρόμους.
4/11
Συγκέντρωση της νεολαίας του CDS διαλύεται από διαδηλωτές του MRPP. Η αστυνομία ανοίγει πυρ εναντίον του πλήθους. Ένας νεκρός, δεκαέξι τραυματίες.

1975
14/1
Μεγάλη διαδήλωση της Ιντερσιντικάλ υπέρ της ενιαίας συνδικαλιστικής δομής (unicidade).
25/1
Οι καταλήψεις γης γενικεύονται στο Αλεντέζο.
7/2
Διαδήλωση της Ομοσπονδίας των Εργατικών Επιτροπών (Ίντερ-Εμπρέσσας) εναντίον ΝΑΤΟϊκής επίσκεψης και της αυξανόμενης ανεργίας. Μαζική συμμετοχή παρά την απαγόρευσή της απ’ την κυβέρνηση και την επίθεση του PCP.
11/3
Αποτυχημένο δεξιό πραξικόπημα Σπινολικών αξιωματικών. Το RAL-1 βομβαρδίζεται. Κατάρρευση της Τρίτης Προσωρινής Κυβέρνησης. Η Τέταρτη περιλαμβάνει το MDP-CDE και πρώην μέλη του MES, σε συνεργασία με το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το PCP και το PPD. Το Ανώτατο Συμβούλιο της Επανάστασης διευρύνεται φτάνοντας τα 28 μέλη. Διατάγματα για εθνικοποίηση μεγάλης κλίμακας των ιδιωτικών μονοπωλίων.
19/4
Το PRP «εισάγει» τα Επαναστατικά Εργατικά Συμβούλια.
25/4
Εκλογές για Συντακτική Συνέλευση (Σοσ. Κόμμα 38 %, PPD 26 %, PCP 12,50 %).
10-15/5
Aπεργία 5.000 εργαζόμενων σε ξενοδοχεία και επισιτισμό.
19/5
Η εφημερίδα Ρεπούμπλικα καταλαμβάνεται απ’ τους εργαζόμενούς της. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα καταδικάζει την κατάληψη.
20/5
Η Ρεπούμπλικα εκκενώνεται.
26/5
Η Συνέλευση του MFA διαβεβαιώνει τον Βάσκο Γκονσάλβες για την υποστήριξή της και συζητάει διάφορα κείμενα πάνω στη «λαϊκή εξουσία».
28/5
400 περίπου Μαοϊκοί (ΜRPP) συλλαμβάνονται απ’ την COPCON.
2/6
Πρώτη συνεδρίαση της Συνταγματικής Εθνοσυνέλευσης.
8/6
Η Γενική Συνέλευση του MFA συζητάει το «Καθοδηγητικό Κείμενο πάνω στη Λαϊκή Εξουσία».
16/6
Η COPCON επιτρέπει στους εργαζόμενους της Ρεπούμπλικα να επιστρέψουν στα γραφεία της.
18/6
Διαδήλωση εναντίον της απόφασης να επιστραφεί το Ράντιο Ρενασένσα στην Εκκλησία.
21/6
Το MFA δημοσιεύει το «Πλάνο για την Πολιτική Δράση».
Ιούλης.
Μεγάλες διαδηλώσεις στο Βορρά, χειραγωγημένες απ’ την Εκκλησία.
2-5/7
Απεργιακό κύμα πλήττει τους κύριους κλάδους του τομέα των υπηρεσιών: CTT, TLP, TAP. Οι εργαζόμενοι στη χημική βιομηχανία απεργούν στο Βορρά. Οι ξενοδοχοϋπάλληλοι απεργούν για μια βδομάδα.
4/7
Τεράστιες διαδηλώσεις υπέρ των αγώνων στην Ρεπούμπλικα και το Ράντιο Ρενασένσα.
7-9/7
Η Γενική Συνέλευση του MFA (240 μέλη) θεσπίζει «σύμφωνο» μεταξύ του MFA του «λαού».
11/7
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα αποχωρεί απ’ την Συγκυβέρνηση.
16/7
Τανκς και οπλισμένοι στρατιώτες υποστηρίζουν διαδήλωση στη Λισαβόνα που καλέστηκε απ’ την Ίντερ-Κομισσόες (Ομοσπονδία Επιτροπών Γειτονιάς των Παραγκουπόλεων). Το PPD αποχωρεί απ’ την Συγκυβέρνηση. κατάρρευση της Τέταρτης Προσωρινής Κυβέρνησης.
18/7
Παρεμποδίζεται συγκέντρωση υποστηριχτών του Σοσιαλιστικού Κόμματος στη Λισαβόνα.
21/7
Η Πέμπτη Μεραρχία επαναβεβαιώνει τη στήριξή της στον Βάσκο Γκονσάλβες.
25/7
Ο Κόστα Γκόμεζ προειδοποιεί ότι «η επανάσταση προχωράει με υπερβολικά γρήγορο ρυθμό».
27/7
Η Συνέλευση του MFA διορίζει «τριανδρία»: τους Κόστα Γκόμεζ, τον Γκονσάλβες και τον Οτέλο ντε Καρβάλιο.
7/8
«Κείμενο των Εννιά».
8/8
Ο Βάσκο Γκονσάλβες σχηματίζει «ενωτική» Πέμπτη Προσωρινή Κυβέρνηση που στηρίζεται απ’ το PCP και το MDP.
13/8
Kείμενο της COPCON επιτίθεται στην Πέμπτη Κυβέρνηση και καλεί στην ενδυνάμωση των οργάνων της «λαϊκής εξουσίας».
18/8
Λόγος του Βάσκο Γκονσάλβες απ’ την Αλμάντα, υπέρ μιας «ισχυρής κυβέρνησης» - που θα λειτουργήσει ακόμα και με «μειωμένες (πολιτικές) δυνάμεις» αν χρειαστεί.
20/8
Μαζική διαδήλωση στη Λισαβόνα υπέρ του κειμένου της COPCON.
25/8
To PCP συνάπτει συμμαχία με αριστερές οργανώσεις (FUR). Η συμμαχία καταρρέει άμεσα.
6/9
Η Συνέλευση του MFA στο Τάνκος απαιτεί την παραίτηση του Βάσκο Γκονσάλβες.
8/9
Η κίνηση SUV (Στρατιώτες Ενωμένοι θα Νικήσουν) εκδίδει την πρώτη της ανακοίνωση.
11/9
Το SUV διαδηλώνει στη Λισαβόνα.
13/9
Η στρατιωτική αστυνομία διαμαρτύρεται εναντίον της αποστολής της στην Ανγκόλα.
19/9
Αναλαμβάνει η Έκτη Προσωρινή Κυβέρνηση. Περιλαμβάνει το PPD, το Σοσιαλιστικό Κόμμα και το PCP.
20/9
Ανάπηροι πολέμου καταλαμβάνουν γέφυρα στον Ποταμό Τάγο (Λισαβόνα).
26/9
Μεγάλη διαδήλωση του SUV (Λισαβόνα).
Συνέδριο Εργοστασιακών Επιτροπών στην Κοβιλιά.
27/9
Η Ισπανική Πρεσβεία και το Προξενείο στη Λισαβόνα καταστρέφονται ολοσχερώς (εκδίκηση για την εκτέλεση απ’ το Ισπανικό κράτος 5 αγωνιστών).   
29/9
Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί καταλαμβάνονται απ’ το στρατό. Το Ράντιο Ρενασένσα παύει να εκπέμπει.
1/10
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα καλεί σε κινητοποίηση εναντίον πιθανού πραξικοπήματος απ’ το RAL-1.
6-13/10
Καταλαμβάνονται οι έδρες των CICAP και RASP στο Πόρτο.
22/10
Διαδηλωτές ξανανοίγουν το Ράντιο Ρενασένσα.
23/10
Οι Επαναστατικές Ταξιαρχίες (BR) περνούν στην παρανομία.
7/11
Το Ράντιο Ρενασένσα ανατινάζεται από μονάδα αλεξιπτωτιστών.
9/11
Μεγάλη διαδήλωση Σοσιαλιστικού Κόμματος και PPD υπέρ της Έκτης Κυβέρνησης.
10/11
Παραιτήσεις αξιωματικών στη Σχολή του Τάνκος (Σχ. Αλεξιπτωτιστών).
13-14/11
Οικοδόμοι πολιορκούν την κυβέρνηση στο Σάο Μπέντο.
16/11
Τεράστια διαδήλωση του PCP εναντίον της Έκτης Κυβέρνησης.
19/11
1200 αλεξιπτωτιστές που είχαν αποβληθεί απ’ το Τάνκος, καταλαμβάνουν τη βάση.
24/11
Ο Οτέλο ντε Καρβάλιο αντικαθίσταται στο αξίωμα του Στρατιωτικού Διοικητή της Λισαβόνας.
Δίωρη απεργία σε εργοστάσια του Νότου.
25/11
Καταδρομείς παίρνουν θέσεις στο (Προεδρικό Μέγαρο) Μπελέμ. Κηρύσσεται «κατάσταση πολιορκίας». Πάνω από 200 συλλήψεις.
26/11
Καταδρομείς αναγκάζουν τη Στρατιωτική Αστυνομία να παραδοθεί (3 νεκροί).
Ο Οτέλο ντε Καρβάλιο αρνείται τη θέση του Υποδιοικητή της Στρατιωτικής Διοίκησης Λισαβόνας (που του προσφέρεται απ’ τον Κόστα Γκόμεζ).
Η COPCON καταργείται.
27/11
Εθνικοποίηση των υφιστάμενων κεφαλαίων σε εφημερίδες και ραδιοσταθμούς.


Πρόλογος του Μόρις Μπρίντον στην πρώτη έκδοση.
Το έργο αυτό αποτελεί ένα κομμάτι ιστορίας που προέρχεται από «πρώτο χέρι». Είναι η αφήγηση όσων συνέβησαν στην Πορτογαλία μεταξύ 25 Απρίλη 1974 και 25 Νοέμβρη 1975 – όπως τα είδε και τα ένοιωσε κάποιος που είχε ενεργή συμμετοχή σ’ αυτά. Αναπαριστά τις ελπίδες, τον τεράστιο ενθουσιασμό, την ανεξάντλητη ενέργεια, την απόλυτη αφοσίωση, την απελευθερωμένη δύναμη, ακόμα και την επαναστατική αθωότητα χιλιάδων συνηθισμένων ανθρώπων που αποπειράθηκαν ν’ αλλάξουν την πορεία της ζωής τους. Κι αυτό το κάνει μέσα στα πλαίσια της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας που έθετε όρια σ’ αυτά που μπορούσαν να γίνουν. Αυτή η τάση κυριαρχεί σ’ όλη την πορεία της αφήγησης.  
Το βιβλίο του Φιλ δεν είναι μόνο μια οξυδερκής περιγραφή των πραγματικών γεγονότων. Αποτελεί μια απόπειρα πάνω σ’ ένα νέο τύπο ιστοριογραφίας. Οι επίσημες ανακοινώσεις του MFA (Κίνημα Ενόπλων Δυνάμεων) και των πολιτικών κομμάτων, όπως κι οι διακηρύξεις των πολιτικών, παρατίθονται ως παραρτήματα. Το κείμενο προχωράει με τον πιο ταιριαστό τρόπο, παράλληλα δηλαδή με τη ζωή, τη ζωή των ανθρώπων που πάλευαν –με πολλούς αλληλοσυγκρουόμενους τρόπους- να γράψουν ένα κεφάλαιο με τη δική τους ξεχωριστή ιστορία.
Στις σελίδες του, υπάρχει μια συνεχής αλληλοδιαδοχή χαρακτήρων και γεγονότων. Οι εικόνες, διάχυτες, διατηρούνται στο μυαλό σαν τ’ αντιφέγγισμα του ήλιου που δύει. Η μέθη κι η ευφορία των πρώτων βδομάδων. Η πολιτική σε πρώτο πρόσωπο. Τα πλήθη στους δρόμους. Πολίτες ν’ ανεβαίνουν σε τανκς και τεθωρακισμένα. Η ατμόσφαιρα των σπουδαίων ημερών: της Πρωτομαγιάς και της 28ης Σεπτέμβρη 1974, καθώς και της 11ης Μάρτη του 1975. Απεργίες και καταλήψεις. Οι λαϊκές διακηρύξεις υπέρ του ασίγαστου αγώνα που μέσα στην έγνοια τους για τα βασικά, έμοιαζαν ν’ αντηχούν τη βροντή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου. Οι λιμενεργάτες της Λισαβόνας που μιλούσαν για το «συνολικό ξαναφτιάξιμο της κοινωνίας» και για έναν αγώνα που έπρεπε να διεξαχθεί «έξω απ’ τα συνδικάτα», δεδομένης της ολοκληρωτικής συμμετοχής τέτοιων δομών στις αχρειότητες του παλιού καθεστώτος. Ο καθαρά ποιητικός τρόπος στα κείμενα κάποιων εργατών γης που αναρωτιούνταν τι θα συμβεί «τώρα που πέρασε ο καιρός της σποράς κι οι ελιές έχουν μαζευτεί». Οι επιτροπές των ενοικιαστών. Ο αχειραγώγητος αγώνας εκείνων που βρίσκονταν στον πάτο του βαρελιού, των κατοίκων των παραγκουπόλεων, για λογαριασμό των οποίων κανένας δε βρήκε το θάρρος να πει ότι μιλάει. Οι ταξιτζήδες που απαιτούσαν απ’ το …Ινστιτούτο Γεωργικής Ανασυγκρότησης  να ξεχρεώσει τα ταξί τους. Η Επανάσταση που δημιουργούσε τα δικά της ξεχωριστά σουρεαλιστικά προηγούμενα. Το Δεύτερο Συνέδριο των Επιτροπών, στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Λισαβόνας, γεμάτο από Λενινιστές της εποχής που ονειρεύονταν το Σμόλνυ και το Πουτίλοβ (ΣτΜ), ανάμεσα στα μαραφέτια της σύγχρονης τηλεόρασης. Οι τουρίστες της επανάστασης με τις ενστάσεις τους. Οι φαντάροι που καλούσαν τους πολίτες στα στρατόπεδα  του RASP για μια εβδομαδιαία γιορτή, με τραγούδια και χαρές, μέσα σ’ ένα όργιο ...πολιτικών συζητήσεων. Οι φαινομενικά ατέλειωτες οδύνες της γέννας, που έφεραν όμως το νεογέννητο νεκρό. Το περίσσευμα της επαναστατικής ρητορικής και την επιστροφή στην πραγματικότητα. Τα προβλήματα και τις ανησυχίες, τα επιτεύγματα και τις αποτυχίες. Τη χαρά και τη λύπη. Τις μεγάλες επιθυμίες και τις απογοητεύσεις. Και παντού, το καθήκον (με τα λόγια του Σπινόζα)  που πρόσταζε «να μη γελάς, ούτε και να κλαις, παρά μονάχα να καταλαβαίνεις».
* * *
Γιατί η επαναστατική διαδικασία δεν προχώρησε κι άλλο στην Πορτογαλία; Μια κοινωνική επανάσταση, με το πλήρες νόημά της, επέρχεται όταν μεγάλο κομμάτι του λαού παλεύει να φέρει τη συνολική αλλαγή στις συνθήκες της ύπαρξής του. Στη Σαλαζαρική Πορτογαλία (ΣτΜ) είναι σίγουρο ότι είχαν αναπτυχθεί μαζικές πιέσεις. Οι στόχοι τους όμως αντιτάχτηκαν στην παλιά κοινωνία με τρόπους ποικίλους. Για πολλούς και διάφορους λόγους, διαφορετικές ομάδες επιθυμούσαν να τεθεί ένα τέλος στους αποικιακούς πολέμους, στη ματαιότητα και τις απογοητεύσεις μιας μακράς περιόδου υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, στη λογοκρισία και την κυριαρχία της μισητής (πολιτικής αστυνομίας) PIDE. H κοινή συμφωνία όμως, μόλις και μετά βίας προχωρούσε παραπέρα. Πέραν του σημείου αυτού, οι δρόμοι χώριζαν. Το διορατικό κομμάτι της Πορτογαλικής μπουρζουαζίας είχε ένα αντικειμενικό σκοπό – μια φιλελεύθερη καπιταλιστική κοινωνία, μέσα στην οποία θα μπορούσε να συσσωρεύει πλούτο μ’ ένα «πολιτισμένο» τρόπο. Ο «αντιφασισμός» αποτελούσε την ιδανική κάλυψη της επιταχτικής ανάγκης να εκσυγχρονιστεί το αστικό κράτος. Μια φιλελεύθερη καπιταλιστική κοινωνία παρείχε ένα ανεκτικότερο πλαίσιο στις μεγάλες επιχειρήσεις για να βγάλουν κέρδη. Ο «μπελάς» ήταν ότι κι η εργατική τάξη επίσης είχε δικούς της σκοπούς, πιθανώς όχι τόσο καθαρά διατυπωμένους, σίγουρα όμως σε σύγκρουση με τους προαναφερθέντες. Ήταν αυτές ακριβώς οι συνθήκες στις οποίες ζούσε που την έσπρωχναν στον αγώνα. Οι σκοποί του PCP  (Κομμουνιστικό Κόμμα) και των διάφορων αριστερών οργανώσεων περιστρέφονταν γύρω απ’ τα διάφορα μοντέλα του κρατικού καπιταλισμού. Σε κάθε φάση, οι ενέργειές τους έτειναν στο να βάλουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια σε κανάλια που ενδυνάμωναν είτε την εξουσία του κράτους, είτε τη δύναμη των ίδιων των πολιτικών κομμάτων. Χειραγωγούσαν την κοινωνική δυσαρέσκεια για να φτάσουν σε μια κοινωνία, στην οποία αυτές ακριβώς οι δυνάμεις θα χρησιμοποιούσαν την πολιτική εξουσία ως «νομιμοποιημένοι εκπρόσωποι των αμαθών μαζών». Αυτή ήταν η πραγματικότητα, αντιληπτή ή όχι, πίσω απ’ όλη τη ρητορική τους.    
Η εργατική τάξη, συγκεντρωμένη στα μεγάλα αστικά κέντρα της Λισαβόνας, του Σετούμπαλ και του Πόρτο, της Μπράγκα και του Αβέιρο –αριθμητικά όμως αδύναμη και διασκορπισμένη και σ’ άλλα μέρη-  συνάντησε τόσο επιτυχίες, όσο και πισωγυρίσματα, στην προσπάθεια να κερδίσει συγκεκριμένα οφέλη με τις δικές της δυνάμεις. Αρχικά, με το απεργιακό κίνημα που προηγήθηκε της 25ης Απρίλη (και που επρόκειτο να δεχτεί τεράστια ώθηση μετά απ’ αυτήν), η εργατική τάξη κατάφερε για λίγο να επιβάλει μια υπέρ της αναδιανομή του συνολικού κοινωνικού προϊόντος. Δημιούργησε αυτόνομες οργανώσεις, τις Εργατικές Επιτροπές (CT) και τις Ομοσπονδίες τους (όπως την Ίντερ-Εμπρέσας). Όμως το σύνολο των ευσεβών πόθων –ή του Μπολσεβίκικου θράσους- δεν μπόρεσε να παρακάμψει τη σκληρή πραγματικότητα της κοινωνικής γεωγραφίας. Υπήρχαν ολόκληρα τμήματα της χώρας, όπου μια αγροτιά αποτελούμενη από μικροκατόχους γης, μ’ έντονο το αίσθημα της ιδιοκτησίας, διαδραμάτιζε τεράστιο ρόλο. Στοιχειώνονταν απ’ την κληρονομιά του φόβου, κοσμικού και πνευματικού, απ’ τους χωροφύλακες και τους παπάδες. Υπήρχαν επίσης κι άλλα δεδομένα, ίσης σημασίας. Μια κοινωνική επανάσταση δεν αποτελεί απλώς κάποιο αντανακλαστικό που ενεργοποιείται απ’ τις αχρειότητες και την καταπίεση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Τέτοιες αντιδράσεις μπορούν ακόμα και να γονατίσουν μια κοινωνία, συντρίβοντάς την. Δεν εξασφαλίζουν τ’ ότι αυτή αντικαθίσταται από μια αντίστοιχη, ποιοτικά διαφορετική. Μια τέτοια έκβαση απαιτεί ένα όραμα που το μοιράζεται ένας ικανός αριθμός ανθρώπων που έχουν έναν τελείως διαφορετικό τρόπο ζωής.     
Διέθετε η εργατική τάξη της Πορτογαλίας – ή έστω ένα σημαντικό κομμάτι της- ένα τέτοιο όραμα; Ποιος ξέρει; Υπήρξαν σίγουρα απόπειρες να μειωθούν οι ανισότητες στις αμοιβές, ν’ αναπτυχθεί ένα πρότυπο διανομής που θα παρέκαμπτε τους παραδοσιακούς μηχανισμούς της αγοράς, να πέσουν οι διαχωρισμοί ανάμεσα στη διανοητική και τη χειρωνακτική εργασία, παράγοντας και υπάρχοντας από κοινού, πάνω σε διαφορετικά πρότυπα. Αυτά όμως συνέθεταν, τις περισσότερες φορές, εμπειρικές προσαρμογές πάνω σε συγκεκριμένες συνθήκες: η ανάγκη ν’ ανεβεί το άθλιο επίπεδο ζωής των οικοδόμων απ’ το Πράσινο Ακρωτήρι, να διατεθούν τα προϊόντα κάποιων αυτοδιαχειριζόμενων εργοστασίων, να λυθούν πρακτικά προβλήματα κάποιων παραγκουπόλεων ή να διαχειριστούν ορισμένα κατειλημμένα λατιφούντια. Οι πλέον θεμελιώδεις κοινωνικές επιδιώξεις, όπως η κατάργηση της ιεραρχίας, της μισθωτής εργασίας και της παραγωγής των εμπορευμάτων, δε μπήκαν στην πραγματικότητα ποτέ στην ιστορική ατζέντα.
Το προλεταριάτο -τόσο της πόλης, όσο και της υπαίθρου- ήταν μια απ’ τις κατευθυντήριες δυνάμεις των γεγονότων της Πορτογαλίας. Πάνω σ’ αυτό δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Η επέλασή του όμως, τους μήνες που ακολούθησαν τον Απρίλη του 1974, τελικά διακόπηκε. Βήμα-βήμα, η άρχουσα τάξη κατόρθωσε να επανεγκαθιδρύσει τη δική της τάξη, την υπακοή των άλλων, την ιδιοκτησία της πάνω στη γη, τα σπίτια και τα εργοστάσια, και –μέσω ενός εξαιρετικού συνδυασμού επιβολής και συνεργασίας- την παραγωγικότητα των «δικών της» εργατών. Η προέλαση της εργατικής τάξης διακόπηκε από ένα συνδυασμό παραγόντων που είχαν σημασία για όλους τους εμπλεκόμενους μέσα στη δυναμική της επανάστασης.
Πρώτα απ’ όλα, η άνοδός της δε σημειώθηκε σε κάποιο απρόσβλητο, οικονομικά ή γεωγραφικά, σημείο. Η Πορτογαλία δεν μπορούσε να είναι απομονωμένη απ’ την παγκόσμια αγορά. Πρόκειται για μια «φτωχή» χώρα. Μεγάλοι τομείς της παραγωγής της είναι προσαρμοσμένοι στις παγκόσμιες απαιτήσεις και πρέπει να εισάγονται πολλά απ’ τα επεξεργασμένα αγαθά που χρειάζεται. Κανένα απ’ τα βασικά προβλήματα δεν ήταν δυνατό να λυθεί αποκλειστικά στα πλαίσια της Πορτογαλικής αρένας. Ο Πορτογαλικός καπιταλισμός δεν αποτελούσε παρά μόνο ένα κρίκο στο μεγάλο παγκόσμιο δίκτυο: η επίθεση εναντίον του ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία εφόσον περιορίζονταν στην Πορτογαλία. Οι εργαζόμενοι της Πορτογαλίας παρέμειναν απομονωμένοι κι αποκομμένοι απ’ τους φυσικούς τους συμμάχους. Στη διάρκεια των κρίσιμων μηνών, το Ισπανικό φυτίλι δεν πήρε φωτιά.
Μέσα σ’ αυτή τη γενικευμένη συνθήκη της οικονομικής εξάρτησης και της επαναστατικής απομόνωσης, υπήρχαν πολλές συγκεκριμένες δυσκολίες. Υπήρχε ο φόβος που ήταν γέννημα της ανεργίας (μέρος της οποίας δημιουργούνταν επίτηδες απ’ τους Πορτογάλους καπιταλιστές). Στη διετία 1974-75, περίπου το 10 % του εργατικού δυναμικού ήταν μονίμως χωρίς δουλειά. Η ζωή ήταν σκληρή. Μετά από λίγο, οι πρώτες μισθολογικές παραχωρήσεις λίγο πολύ πάγωσαν – μέσα σε μια περίοδο αυξανόμενου πληθωρισμού (πάνω από 18 % ετησίως). Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν μειώθηκε περίπου κατά 24 %. Μετά ήρθε το οδυνηρό ξύπνημα απ’ ορισμένες ψευδαισθήσεις, για παράδειγμα αυτή που ήθελε την εργατική τάξη να έχει «συμμάχους», οι οποίοι στην πραγματικότητα ήταν άνθρωποι που ετοιμάζονταν να την «κατευθύνουν» (όπως θα έκανε κάποιος μ’ ένα άλογο) προς την «επανάσταση». Έτσι, άρχισαν να βγαίνουν και τα σχετικά συμπεράσματα, ότι δηλαδή οι εργάτες δεν μπορούσαν ν΄ αφήσουν άλλους (όπως τους προοδευτικούς αξιωματικούς ή τους ριζοσπάστες φοιτητές) να λύσουν τα προβλήματά τους για δικό τους λογαριασμό. Ξεκίνησαν λοιπόν να παίρνουν και τα κατάλληλα μέτρα: τη δημιουργία αυτόνομων οργανώσεων που ελέγχονταν απ’ τα κάτω. Και τότε ο παλιός εχθρός εμφανίστηκε με καινούρια μεταμφίεση. Αυτοί που χρησιμοποιούσαν το λόγο όπως ο αγρότης το δρεπάνι ή ο χτίστης το μυστρί, άρχισαν να δίνουν το ρυθμό, να κυριαρχούν και να χειραγωγούν τα πλενάριος (γενικές συνελεύσεις). Υπήρξε μια μαζική υποχώρηση στο πεδίο της πολιτικής δράσης που συνοδεύονταν από την αποστροφή προς τη συμπεριφορά των αριστερίστικων σεχτών. Υπήρχε το αίσθημα της απογοήτευσης και της αδυναμίας σε σχέση με το εύρος του έργου που έπρεπε να επιτελεστεί.
Η Πορτογαλική εργατική τάξη αποδείχτηκε ανίκανη – εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή- ν’ αναπτύξει περαιτέρω τις αυτόνομες μορφές οργάνωσης που απαιτούνταν αλλά και να διατηρήσει όσα είχαν κατακτηθεί. Οι λενινιστικές ομάδες φέρουν πάνω σ’ αυτό μια τεράστια, σχεδόν ιστορική, ευθύνη. Αντί να βοηθήσουν την ανάπτυξη και την εδραίωση των νέων ταξικών επιτευγμάτων, προσπαθούσαν μ’ όλες τους τις δυνάμεις να προσαρμόσουν το κίνημα στα κείμενα των βιβλίων τους. Μιλούσαν με ύφος για τον Κερένσκυ και τον Κορνίλοβ (ΣτΜ), όταν ο κόσμος χρειάζονταν ν’ αποκτήσει πίστη στην ικανότητά του να οργανώσει την παραγωγή στην κλωστοϋφαντουργία, να διευθετήσει και να διανείμει το απόθεμα της σεζόν, να βρει αποθηκευτικές εγκαταστάσεις για τ’ αγροτικά πλεονάσματα που στέλνονταν απ’ ευθείας στις πόλεις. Οι έγνοιες τους, υπήρχε η αίσθηση, ότι δεν ήταν αληθινές και η σχέση τους με το πραγματικό κίνημα ποτέ δε βιώθηκε ως ειλικρινής. Για παράδειγμα, αυτοί που μιλούσαν μεγαλόφωνα για τον «εξοπλισμό του λαού», στην πραγματικότητα εξασφάλιζαν ότι ο διαθέσιμος οπλισμός θα πήγαινε στις δικές τους ξεχωριστές οργανώσεις. Ταύτιζαν τους εαυτούς τους με το προλεταριάτο αλλά το τελευταίο αρνούνταν να επιστρέψει τη φιλοφρόνηση.   
Ωστόσο, σε τελική ανάλυση, παραμένει η υφιστάμενη πραγματικότητα με το τεράστιο βάρος των συνεπειών της. Τον Απρίλη του 1975, ο Πορτογαλικός λαός ψήφισε για την Συντακτική Συνέλευση. Ένα χρόνο αργότερα, εξέλεξε την Εθνοσυνέλευση. Ακόμα κι οι μικρότερες πολιτικές ομάδες συμμετείχαν στη διαδικασία (Παράρτημα 25), προωθώντας τα συνθήματά τους από τοίχους και μπαλκόνια. Όσον αφορά την πολιτική προαπαγάνδιση και την πρόσβαση στα μέσα, αυτά ήταν τα δύο «πιο ελεύθερα» χρόνια στην Πορτογαλική ιστορία. Ο κατασταλτικός μηχανισμός βρίσκονταν σε μεγάλο βαθμό σε καθεστώς αποδιοργάνωσης. Οι εκλογικές εκστρατείες ήταν πιθανώς οι πλέον έντονες και ζωντανές, οι πλέον πολύμορφες και δηκτικές από κάθε άλλη περίοδο, σ’ οποιαδήποτε άλλη αστική δημοκρατία. Τα κόμματα κολλούσαν νόμιμα αφίσες που υποστήριζαν την ένοπλη εξέγερση. Τον Ιούνη του 1976 εκλέχτηκε ο Πρόεδρος: ήταν ο Εάνες  -ο υποψήφιος του νόμου και της τάξης, του οποίου η καμπάνια στρέφονταν εναντίον των «κρατών μέσα στο κράτος» - που συγκέντρωσε πάνω απ’ το 60 % των ψήφων.   
Είναι πολύ εύκολο ν’ αποδώσουμε το γεγονός αυτό αποκλειστικά στους παράγοντες που έχουμε αναφέρει, όσο σημαντικοί κι αν είναι. Η ψήφος σήμαινε επίσης και μια επιθυμία για σταθερότητα, για μια ανάπαυλα, για ένα γνωστό εκ των προτέρων πρόγραμμα στην καθημερινή ζωή και για τη λιγότερο οδυνηρή επιλογή μιας αντιπροσωπευτικής αρχής. Ήταν μια εναντίωση, ας ελπίσουμε για λίγο, στη φασαρία των συζητήσεων, στην πίεση για ενεργή συμμετοχή, στο άγχος του καθήκοντος, στην κούραση και την απογοήτευση για μια εμπλοκή που φαινόταν να μην οδηγεί πουθενά. Ήταν το προσωπικό τίμημα που πληρώνει κάποιος για να παρακάμψει το αίτημα υπέρ της διαρκούς αυτενέργειας, κάτι που υπαγορεύεται απ’ το κράτος της διαρκούς αποστασιοποίησης σε σχέση με την εξωτερική πολιτική και κοινωνική αρένα. Είναι ένας νέος τρόπος μπουρζουάδικης ανάκαμψης. Οι ρεαλιστές θ’ αναγνωρίσουν σ’ αυτό την πιστοποίηση της απεραντοσύνης του έργου που πρέπει να επιτελεστεί.   
* * *
Απ’ την Πορτογαλική εμπειρία μπορούν ν’ αντληθούν ορισμένα μαθήματα, μαθήματα που ξεπερνούν τα σύνορα της Πορτογαλίας. Το σπουδαιότερο, νομίζω, είναι ότι στις μελλοντικές αναταραχές, οι παραδοσιακοί επαναστάτες θ’ αποδειχτούν «μέρος του προβλήματος κι όχι της λύσης». Τα γεγονότα της Πορτογαλίας αποτελούν αδιαμφισβήτητη μαρτυρία υπέρ του ισχυρισμού αυτού. Οι επαναστάσεις του παρελθόντος διέτρεχαν δύο κύριους κινδύνους. Μπορούσαν να ηττηθούν απ’ την πλευρά αυτών που διέθεταν προνόμια που απειλούνταν (Κομμούνα του Παρισιού του 1871, Γερμανία του 1918-19, Ισπανία του 1936, Ουγγαρία του 1956) ή να καταστραφούν από μέσα λόγω του γραφειοκρατικού εκφυλισμού (όπως συνέβη με τη Ρώσικη Επανάσταση του 1917). Μια τρίτη απειλή διαφαίνεται τώρα στον ορίζοντα. Είναι η απειλή των αληθινά ριζοσπαστικών αναστατώσεων που εκτρέπονται στα κανάλια του κρατικού καπιταλισμού. Είναι ο κίνδυνος που διατρέχει κάθε νέο δημιούργημα (σε επίπεδο ιδεών, σχέσεων και θεσμών) ν’ αντιμετωπίσει άμεσα την επίθεση, τη διείσδυση, την εγκατάσταση ή τη χειραγώγηση –και τελικά τον πλήρη μετασχηματισμό- από ορδές σπουδαρχιδών «επαγγελματιών επαναστατών», θιασωτών του κρατικού καπιταλισμού, οι οποίοι θα γίνονται ολοένα και πιο επικίνδυνοι, φέροντες την κόκκινη σημαία γαρ.    
Οι άνθρωποι αυτοί κουβαλάνε μαζί τους συμπεριφορές και πρότυπα, έντονα (αν όχι πάντα συνειδητά) διαμορφωμένα από τη στάση που στηρίζεται στην αντίληψη του Λένιν ότι οι εργάτες, αν αφεθούν μόνοι τους, «το μόνο που μπορούν ν’ αναπτύξουν είναι μια τρεϊντγιουνιονιστική συνείδηση». Οι τωρινές οργανωτικές πρακτικές τους κι οι υποδείξεις τους για το μέλλον είναι γραφειοκρατικές μέχρι το κόκαλο. Λόγω της συνολικής επιφανειακότητάς του πράγματος, εντρυφούν στα ιστορικά τους προηγούμενα και προσπαθούν να εμφυτέψουν μέσα σε ζωντανές καταστάσεις (όπως οι μύγες τις προνύμφες τους στη σάρκα) αυτούς τους «επαγγελματίες επαναστάτες» (Σταλινικούς, Μαοϊκούς, Τροτσκιστές και Λενινιστές διαφόρων ειδών) καταφέρνοντας να μολύνουν, μέσα στη λειτουργία τους, αυτή ακριβώς την ιδέα της ανεξάρτητης πολιτικής δράσης. Η εμμονή τους με την ηγεσία καταστρέφει την έννοια της πρωτοβουλίας. Η προσκόλλησή τους στην ορθή γραμμή αποθαρρύνει τον πειραματισμό. Η μανία τους για το παρελθόν αποτελεί τη σκουριά του μέλλοντος. Δημιουργούν ολόγυρά τους μια έρημο κυνισμού κι αποστροφής, συντετριμμένων ελπίδων κι απογοήτευσης, που περικλείει το ουσιαστικότερο δόγμα της αστικής κοινωνίας, δηλαδή ότι οι συνηθισμένοι άνθρωποι είναι ανίκανοι να λύσουν τα προβλήματά τους μόνοι τους και υπέρ τους. Ο Οτέλο Σαράιβα ντε Καρβάλιο (ΣτΜ) έκανε λάθος όταν προσυπέγραφε το αναρχικό ευφυολόγημα που έλεγε πως το «κοζίντου» (φαγητό από βραστό κρέας και πατάτες) ήταν το μοναδικό καθαρά Πορτογαλέζικο πράγμα που διέθεταν. Υπήρχε κάτι ακόμα. Ο Πορτογαλικός ξεσηκωμός του 1974-75 εφηύρε ένα νέο όρο για τα πολιτικά λεξικά, έναν επιθετικό προσδιορισμό που υποδήλωνε μια επιθυμία: τη λέξη «apartidario». Η κατά λέξη μετάφραση σημαίνει «ακομμάτιστος», όμως ο όρος αντανακλά την επιθυμία για την πραγματική αυτονομία μέσα στον αγώνα, για τη δράση που δε χειραγωγείται από κανένα είδος καπελώματος, πολιτικής κλίκας ή οτιδήποτε παρόμοιο.
Ένα ακόμα δίδαγμα, στενά συνδεδεμένο με το πρώτο, αφορά το ρόλο του MFA. Ο λαός έτρεφε πολλές αυταπάτες για το MFA, αυταπάτες που επρόκειτο να συντριφτούν με το χυδαιότερο τρόπο στις 25 Νοέμβρη του 1975. Η αριστερά όχι μόνο δεν έκανε τίποτα για να διαλύσει τις αυταπάτες αυτές αλλά στην πραγματικότητα τις ενδυνάμωνε διαρκώς. Ο στρατός αποτελεί βασικό πυλώνα ταξικής επιβολής κι αποτελεί επικίνδυνη ανοησία να πιστεύεις πως μπορεί μ’ οποιονδήποτε τρόπο να μετασχηματιστεί σε κάτι διαφορετικό, όπως για παράδειγμα, σε μέσο για την κοινωνική αλλαγή. Το να πιστεύεις ότι αυτό είναι εφικτό μέσω της κατάκτησης της ηγεσίας κάποιων συνταγμάτων ή της δημιουργίας επιτροπών φαντάρων σ’ ορισμένα τάγματα, αποτελεί σίγουρη αυτοκτονία. Στην Πορτογαλία, η «πραξικοπηματική και μιλιταριστική αντίληψη της κοινωνικής επανάστασης»  (*) επρόκειτο να έχει τρομερές συνέπειες για την εργατική τάξη.  
Οι Λενινιστικές ομάδες είναι διαποτισμένες πέρα ως πέρα απ’ τις γιακωβίνικες (δηλαδή αστικές) αντιλήψεις περί κατάκτησης της εξουσίας. (*) Οι στρατιές των πολιτών στη Γαλλική Επανάσταση μπορεί να γκρέμισαν τις παλιές φεουδαρχικές δομές, δίνοντας τη δυνατότητα στην αστική τάξη ν’ αναλάβει την πολιτική εξουσία και στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής (ο οποίος υπήρχε πριν την επανάσταση κι είχε τη δυνατότητα της αυτόνομης ανάπτυξής του) να κυριαρχήσει απόλυτα. Η σοσιαλιστική επανάσταση όμως είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Η εργατική τάξη δε διαθέτει ακόμα δικό της τρόπο παραγωγής που να λειτουργεί μέσα στην αστική κοινωνία. Η επανάσταση θα είναι μια παρατεταμένη διαδικασία συνειδητής κοινωνικής δημιουργίας. Οι έγνοιες της έχουν να κάνουν τόσο με το να κερδίσει τα μυαλά και τις καρδιές των συνηθισμένων ανθρώπων, απορρίπτοντας τις παλιές πεποιθήσεις, όσο και με την  κατάληψη κάποιων Χειμερινών Ανακτόρων ή το γκρέμισμα κάποιας φεουδαρχικής μοναρχίας. Ούτε ξεκινάει, ούτε τελειώνει στο στρατιωτικό ζήτημα. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως οι κυρίαρχες τάξεις θα παραδώσουν ειρηνικά τα όσα κατέχουν. Αυτό όμως αποτελεί διαφορετικό ζήτημα.  
Οι λενινιστικές οργανώσεις στην Πορτογαλία, δεδομένων των απόψεών τους, δεν κατόρθωσαν  να διεξάγουν κάποια συστηματική προπαγάνδα εναντίον του ίδιου του MFA. (*) Δεν κατόρθωσαν να ξεσκεπάσουν την απολύτως θολή ιδέα της «συμμαχίας» του MFA και του «λαού». Εξίσωσαν την πολιτική δύναμη με τη στρατιωτική, με τον πιο χοντροκομμένο τρόπο που θα μπορούσαν. Στοιχεία της Πορτογαλικής εμπειρίας, έθρεψαν την καταστροφική αυτή ταύτιση. Μετά την 25η Απρίλη υπήρξε σίγουρα μια επικάλυψη μεταξύ της στρατιωτικής και της πολιτικής δομής. Επιπλέον, η υποχώρηση της αυτόνομης δράσης της εργατικής τάξης –η άμπωτη στην οποία οι λενινιστές είχαν καθοριστική συμβολή- δημιούργησε μια ατμόσφαιρα, μέσα στην οποία μπορούσε να ευδοκιμήσει αυτό που θα την αντικαθιστούσε. Οι «επαναστάτες» εναπόθεσαν την πίστη τους –κι επιπλέον όσα στελέχη μπορούσαν- στην COPCON. Κόμπασαν για μια στιγμή λόγω των επαφών τους με τα υψηλότερα κλιμάκια του συγκεκριμένου σώματος. Στα χέρια τους, ο κοινωνικός αγώνας εκφυλίστηκε σε υπόθεση ιντριγκών, τακτικών συμμαχιών και ελιγμών: στο να παρέχουν κριτική υποστήριξη σε κάποιο κύκλο αξιωματικών ενάντια σε κάποιον άλλο και στη μια στρατιωτική κλίκα εναντίον μιας άλλης. Οι οργανώσεις της άκρας αριστεράς περιέγραφαν το MFA σαν «τον εγγυητή της Επανάστασης». Σύμφωνα με τα λόγια του Κον Μπεντίτ, (*) «μιλούσαν για την εξουσία όπως θα έκανε οποιοσδήποτε άλλος. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ψεύτικο απ’ ότι η περιγραφή τους γι’ αυτό... Δεν αναρωτιούνται πάνω στο τι σημαίνει η κατάκτηση της κοινωνικής ισχύος; Όχι, δεν πηγαίνουν πέρα απ’ το ζήτημα της συγκεντρωτικής, πολιτικο-στρατιωτικής εξουσίας». Η κοινωνική δύναμη είναι κάτι πιο δύσκολο να το αντιληφθείς και πολύ πιο δύσκολο να το πετύχεις. «Ήταν η πραγματικότητα των εργασιακών σχέσεων υπό το καθεστώς της ιεραρχίας που υπήρχε στα μυαλά των ανθρώπων».  
Η πανωλεθρία της 25ης Νοέμβρη (που περιγράφεται με συναίσθημα κι οξυδέρκεια στην αφήγηση του Φιλ) άφησε ένα ίχνος σύγχυσης κι αποδιοργάνωσης. Αν υπάρχει κάτι να αντληθεί απ’ αυτό, πρέπει να μιλήσουμε καθαρά: το ν’ αποδεχτείς την πρωτοκαθεδρία του Στρατού (δηλαδή ενός θεσμού κατασκευασμένου απ’ τον καπιταλισμό και διαποτισμένου απ’ τις καπιταλιστικές αξίες) στην Πορτογαλική υπόθεση, υπήρξε διπλά αισχρό. Καλλιέργησε την πίστη προς τρίτους, πράγμα πολύ κακό. Όμως ακόμα περισσότερο, καλλιέργησε την πίστη προς ένα σώμα, τ’ οποίο τη στιγμή της σύγκρουσης, θα τάσσονταν με το μέρος της άλλης πλευράς. Το να τονίζεις διαρκώς τον κυρίαρχο ρόλο του Στρατού ισοδυναμούσε με το να εισάγεις πέρα για πέρα αστικές ιδέες (υποταγή στους ηγέτες, συγκέντρωση της εξουσίας σε πολύ λίγα χέρια, παραίτηση απ’ το δικαίωμα να καθορίζεις τους σκοπούς ή να συμμετέχεις στη λήψη των αποφάσεων) σ’ αυτό που αναμφίβολα αποτελούσε ένα κίνημα για την κοινωνική αλλαγή. Η ζημιά αποδείχτηκε ανυπολόγιστη. Παράδοξοι εταίροι προπαγάνδιζαν την απάτη αυτή. Το PCP έκανε ότι περνούσε απ’ το χέρι του προκειμένου να στηρίξει το MFA ως «εγγυητή της δημοκρατίας». Ισχυρίζονταν ότι καμιά χώρα, ούτε καν κάποια απ’ αυτές που διέθεταν τις μακροβιότερες δημοκρατίες, δεν επιτρέπει ανοιχτά καλέσματα υπέρ της λιποταξίας και της αναστάτωσης μέσα στις ένοπλες δυνάμεις. Ασκούσε πιέσεις στους λιποτάχτες κι όσους απέφευγαν την κατάταξη «να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία, όπως όλοι οι νέοι της Πορτογαλίας». (*) Στο μεταξύ, οι αριστερίστικες οργανώσεις με τις «επαφές» και τους «τομείς επιρροής» τους στα μεσαία στελέχη του MFA, συγκάλυπταν τον  πρώιμο απεργοσπαστικό ρόλο του Στρατού.      
Μερικοί αναφέρονται ακόμα και τώρα στην «πορτογαλική ιδιαιτερότητα», στον «ξεχωριστό χαρακτήρα της Πορτογαλικής υπόθεσης» και στ’ ότι η Πορτογαλία είναι «διαφορετική». Περιγράφουν ακόμα το MFA σαν να υπήρξε η «ατμομηχανή της επανάστασης». Για να το κάνουν αυτό, δίνουν έμφαση στις Συνελεύσεις Μονάδας (ADUs) και τις οργανώσεις των φαντάρων, όπως το SUV (Στρατιώτες Ενωμένοι θα Νικήσουν). Το παραμύθι αυτό πρέπει να πάψει προτού αποκτήσει σοβαρό έρεισμα.  
Οι ADUs δημιουργήθηκαν απ’ τα πάνω, το 1974, σαν «δομές συμμετοχής των φαντάρων». Υποτίθεται ότι βασίζονταν σε μια νέα «επαναστατική» πειθαρχία, «στη βάση της συμφωνίας κι όχι της επιβολής», καθώς και στην «ιεράρχηση των προσωπικών τάσεων» (*). Τα καθήκοντά τους, όμως, ποτέ δεν πήγαν πέρα απ’ τους τοίχους των στρατώνων. Η πραγματική τους βάση διέφερε από περιοχή σε περιοχή. Ο ρόλος των αξιωματικών του MFA στο εσωτερικό τους παρέμενε κυρίαρχος. Η επικοινωνία μεταξύ των ADUs παρέμενε στα χέρια αυτών των αξιωματικών. Ακόμα και στη Γενική Συνέλευση ενός απ’ τα «κόκκινα» συντάγματα της περιοχής της Λισαβόνας, το Δεκέμβρη του 1974, τονίστηκε ότι η λειτουργία της συνέλευσης ήταν «συμβουλευτική, μια λειτουργία που αφορούσε την εκπαίδευση και την ενημέρωση». Η Πέμπτη Μεραρχία, στην οποία υπήρχε μεγάλος βαθμός διείσδυσης του PCP, έκανε ότι μπορούσε για να προωθήσει τις ADUs. Η επιρροή τους μέσα στο MFA έφτασε στ’ αποκορύφωμά της την περίοδο της Πέμπτης Προσωρινής Κυβέρνησης του Βάσκο Γκονσάλβες. Όμως η επιρροή αυτή (που προσανατολίζονταν στη μετατροπή της Πέμπτης Μεραρχίας σε κέντρο πολιτικής διαπαιδαγώγησης για τις Ένοπλες Δυνάμεις συνολικά) δε συνοδεύτηκε απ’ οποιαδήποτε μετατόπιση εξουσίας προς τη βάση. Οι απόπειρες να επεκταθεί η περιοχή ευθύνης των ADUs, προκάλεσαν την οργισμένη δήλωση του Γραφείου για τη Δυναμοποίηση του Στρατού (που συνδέονταν με την Πέμπτη Μεραρχία). «Οι ADUs», τονίζονταν, «αποτελούν όργανα παροχής συμβουλών και στήριξης της Διοίκησης... Με κανένα τρόπο δεν θέτουν θέμα εξουσίας στη Διοίκηση στο πεδίο της λήψης των αποφάσεων» (*).   
Στο σημείο αυτό, μια «αριστερή» κριτική στην πολιτική του PCP που αφορούσε το στρατό, κατόρθωσε να κερδίσει κάποια προσοχή. Προήλθε από ορισμένους αξιωματικούς που είχαν σχέσεις με το PRP (και την COPCON), οι οποίοι, παρατηρώντας στην πορεία την απώλεια στήριξης προς το PCP, είδαν μια ευκαιρία για την ενδεχόμενη εμφύτευσή τους στο στρατιωτικό μηχανισμό και άρα, στο μηχανισμό του ίδιου του κράτους. Η τάση αυτή αναζήτησε μια βάση μέσα στο κοινωνικό κίνημα κι έξω απ’ το στρατό. Τα ντοκουμέντα της COPCON, στις αρχές του καλοκαιριού του 1975, αντανακλούν αυτές τις φιλοδοξίες.   
Η εικονική όμως απομάκρυνση του PCP απ’ την κυβέρνηση λίγες βδομάδες αργότερα (και η νίκη των «Εννιά» επί των Γκονσαλβικών μέσα στο στρατιωτικό μηχανισμό) επρόκειτο να οδηγήσει στην αλλαγή της πολιτικής του. Άρχισε να υποστηρίζει τις «ριζοσπαστικές» προτάσεις της COPCON που προηγουμένως κατηγορούσε. Επιτέλους, κάποιοι αριστεριστές είδαν την ευκαιρία να πραγματοποιήσουν το όνειρο μιας ζωής, να συμπτύξουν δηλαδή ενιαίο μέτωπο με το PCP. Ήταν μέσα σ’ ένα τέτοιο υπόβαθρο που οι ημι-παράνομες ομάδες των SUV άρχισαν να εμφανίζονται ως «γνήσιες» οργανώσεις φαντάρων, «αφιερωμένες στην ταξική πάλη» και με οξεία κριτική έναντι των «αντιδημοκρατικών δομών των ADUs». Το ίδιο όμως το SUV χειραγωγούνταν από αριστερίστικες οργανώσεις στην αναζήτηση νέων τακτικών για την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας. Το αίτημά τους ήταν «αντιδραστικοί, έξω απ’ τους στρατώνες!». Αυτό μπορούσε να υποδηλώνει μόνο ένα πράγμα: «Στρατώνες, ναι αλλά διοικούμενοι από αριστεριστές αξιωματικούς» (*).
Η στιγμή της αλήθειας είχε φτάσει. Στις 25 Νοέμβρη, λιγότεροι από 200 κομμάντος εξουδετέρωσαν αρκετά «κόκκινα» συντάγματα που ήταν πάνοπλα. Ανάμεσα στα συντάγματα που «παραδόθηκαν» ήταν όσα διακήρυτταν μεγαλόφωνα πως «οι ηγέτες τους δεν ήταν μόνο στο πλευρό τους αλλά και μπροστά απ’ αυτούς που ήταν επαναστάτες». Το περίτεχνο και θολό κατασκεύασμα κατέρρευσε ολοκληρωτικά: ADUs, Επιτροπές Στρατιωτών, Επιτροπές Επαγρύπνησης, SUV. Όλα αυτά έδειξαν τι πραγματικά ήταν: τίποτα απολύτως. «Απομονωμένοι, διαιρεμένοι, ασύνδετοι μεταξύ τους, απληροφόρητοι και πάνω απ’ όλα, χωρίς πρωτοβουλία, οι απλοί στρατιώτες βρίσκονταν σ’ απόλυτη εξάρτηση απ’ τη στρατιωτική ιεραρχία των “προοδευτικών” αξιωματικών» (*). Ακολουθούσαν με πίστη και σιγουριά: διαταγές για να παίρνουν τα όπλα αλλά και για να τα καταθέτουν, διαταγές για να υπερασπίζονται τους εαυτούς τους αλλά και για να σταματήσουν να το κάνουν, διαταγές για να παραμένουν μέσα στα στρατόπεδα αλλά και για να κινούνται έξω απ’ αυτά. Στο μεταξύ, οι «προοδευτικοί» αξιωματικοί, μπλεγμένοι σε πολιτικές μανούβρες, δελεασμένοι από πολιτικές συμφωνίες, είτε ανέμεναν κάποιο πιθανό «συμβιβασμό» που μαγειρεύονταν στο Προεδρικό Μέγαρο, είτε εγκατέλειψαν τα στρατόπεδα ή παραδόθηκαν... «για ν’ αποφευχθεί η αιματοχυσία». Οι απλοί στρατιώτες βρέθηκαν τριπλά παγιδευμένοι από πολιτικά, ιδεολογικά και οργανωτικά δεσμά. Το παραμύθι τέλειωσε. Η «στρατιωτική πολιτική» των αριστερίστικων οργανώσεων φανέρωσε την ουσία της: η παθητική πίστη προς την ενδεχόμενη στάση που θα υιοθετούσαν οι «προοδευτικοί αξιωματικοί» όταν θα έρχονταν αντιμέτωποι με μια επιλογή.     
Ένας απ’ τους στρατιώτες του RAL-1 έθεσε το ζήτημα πολύ απλά: «Στις 25 Νοέμβρη, είχαμε ξαφνικά την εντύπωση πως δεν υπήρχε πια διοίκηση, τίποτα απολύτως! Στην πορεία καταλάβαμε ότι ήμασταν τελείως μόνοι» (*). Όταν για μήνες τρέφεσαι με Λενινισμό, το να βρεθείς ξαφνικά χωρίς «ηγέτες» σημαίνει λιμοκτονία. «Μέσα σ’ ένα χρόνο κινητοποιήσεων στο στρατό, οι οργανώσεις των απλών φαντάρων δεν έπαιξαν ποτέ κάποιο σημαντικό ρόλο. Δεν κατόρθωσαν ν’ αναλάβουν τον παραμικρό έλεγχο πάνω στη λειτουργία του στρατιωτικού μηχανισμού. Αντιθέτως, κατέληξαν να κάνουν μεγαλύτερη την έλλειψη πρωτοβουλίας των στρατιωτών και να δυναμώσουν την πίστη τους προς τον “καλό στρατό”, το στρατό των “προοδευτικών αξιωματικών”» (*).
Δε χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να δει κάποιος τις ομοιότητες μεταξύ των στρατιωτικών «πολιτικών» που ακολούθησε η αριστερά στην Πορτογαλία και της στάσης της σε ζητήματα όπως το Κοινοβούλιο και τα συνδικάτα, οπουδήποτε αλλού. Σε κάθε περίπτωση προτείνουν  στο επαναστατικό κίνημα να πολεμήσει στο έδαφος -και με τα όπλα- του ταξικού εχθρού. Και κατόπιν φαίνονται ξαφνιασμένοι επειδή ηττήθηκαν – ή επειδή, σε περίπτωση που «νικήσουν», οι καρποί της νίκης τους αποδεικνύονται πολύ διαφορετικοί απ’ αυτούς που περίμεναν.
Ένα τελευταίο υποπροϊόν των γεγονότων της Πορτογαλίας –που συνιστά μάλλον παραδοξότητα αυτή τη φορά, παρά απειλή- ήταν η εμφάνιση ενός νέου πολιτικού υβριδίου: των «σοσιαλδημοκρατών» Μαοϊκών. Σ’ όλη τη διάρκεια του Πορτογαλικού ξεσηκωμού, το μίσος του για το «σοσιαλφασισμό» του PCP, οδήγησε το MRPP σε ορισμένες πολύ παράδοξες πολιτικές συμμαχίες. Επιδοκίμασαν τη βομβιστική επίθεση εναντίον των κεντρικών γραφείων του PCP, το καλοκαίρι του 1975, ως ένδειξη «λαϊκής δικαιοσύνης εναντίον των ρεβιζιονιστών». Στο συνδικαλιστικό πεδίο, κατέληξαν σε μια σειρά εκλογικών συμμαχιών με το Σ.Κ. (Σοσιαλιστικό Κόμμα) και το PPD –ακόμα και με το CDS- σκοπεύοντας να περιορίσουν την επιρροή του PCP. Κατηγόρησαν τους επικρατήσαντες αξιωματικούς της 25ης Νοέμβρη για τ’ ότι υπήρξαν υπερβολικά επιεικείς σε σχέση «με τον κύριο εχθρό: το σοσιαλφασισμό». Στην πραγματικότητα καλωσόρισαν το πραξικόπημα. «Οι συνθήκες είναι εξαιρετικές», διακήρυτταν το Δεκέμβρη του 1975, «ο ρεβιζιονισμός ξεμασκαρεύεται ολοένα και περισσότερο» (*). Στις προεδρικές εκλογές του Ιούνη του 1976, το MRPP επιπλέον υπέδειξε στους οπαδούς του να ψηφίσουν υπέρ του Εάνες, του υποστηριζόμενου απ’ το Σ.Κ. υποψήφιο του νόμου και της τάξης. Η κριτική που το MRPP εξαπέλυε σχετικά με τη δημιουργία «εργατικών συμβουλίων» απ’ το PRP-BR και που ορθά περιγράφονταν απ’ το πρώτο ως «εξασφάλιση μαζικής βάσης για λογαριασμό της COPCON», θ’ αναιρούνταν πολύ σύντομα, όταν το ίδιο το MRPP φάνηκε να προωθεί μια παρόμοια βάση για λογαριασμό του Σοσιαλιστικού Κόμματος ή των «Εννιά». Έπειτα όμως, παρά την αριστερίστικη φλυαρία του και τις καταγγελίες του ενάντια στο MFA, ήταν το ίδιο το MRPP που πρότεινε «μια δημοκρατική και λαϊκή επανάσταση, δημιούργημα όχι μόνο των εργατών και της αγροτιάς αλλά και των υπόλοιπων επαναστατικών κομματιών της κοινωνίας, όπως των μικρομεσαίων καταστηματαρχών, των μικρομεσαίων αγροτών, των μικρομεσαίων βιοτεχνών κτλ.» (*).   
* * *
Το βιβλίο ασχολείται ξεκάθαρα, επίμονα και με ειλικρίνεια με τα προβλήματα και τα όρια της αυτοδιαχείρισης που επιχειρήθηκε εν μέσω καπιταλιστικών συνθηκών. Το ν’ αναλάβεις τον έλεγχο ενός εργοστασίου ή αγροκτήματος που εγκαταλείφτηκε απ’ τους ιδιοκτήτες του είναι μια απόλυτα φυσική αντίδραση από μέρους των εργαζόμενων που προσπαθούν να συνεχίσουν τη ζωή τους μέσα σ’ ένα περιβάλλον που το γνωρίζουν. Αμέσως όμως έρχονται αντιμέτωποι με τις συνθήκες της καπιταλιστικής αγοράς. Πρέπει να βρεθούν μαγαζιά για τα προϊόντα που παράγονται. Η σχέση της «αυτοδιαχειριζόμενης» επιχείρησης με τον εξωτερικό κόσμο παραμένει πολύπλευρα εξαρτημένη. Η διάθεση των αποθεμάτων –ή ακόμα και του εξοπλισμού της επιχείρησης- για να πληρωθούν οι μισθοί δεν αποτελεί λύση διαρκείας. Η «ανάγκη» κάποιου να πουλήσει την εργατική του δύναμη –με όλα όσα προκύπτουν απ’ αυτό- παραμένει επιτακτική. Στην Πορτογαλία, το τίμημα που απαιτήθηκε για την εσωτερική δημοκρατία σ’ ορισμένα εργαστήρια ή φάρμες, ήταν συχνά η επιμήκυνση της εργάσιμης μέρας ή η εντατικοποίηση της εργασιακής διαδικασίας ώστε να καταστεί η αυτοδιαχειριζόμενη μονάδα «βιώσιμη». Κατ’ αυτή την έννοια, οι νησίδες της αυτοδιαχείρισης μετατράπηκαν σε νησιά της καπιταλιστικής ανάκαμψης. Στο Γκιμαράες είδα ένα αυτοδιαχειριζόμενο κλωστήριο του οποίου οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με αποσπάσματα απ’ τα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του Μαρξ. Δε χρειάζεται να πει κάποιος στους εργάτες πως αυτό αποτελεί ένα είδος αυτοδιευθυνόμενης αλλοτρίωσης. Το βιώνουν καθημερινά στο πετσί τους. Ποια είναι όμως η αληθινή, πρακτική, άμεση εναλλακτική λύση; Είναι η κομμουνιστική παραγωγή; Η χωματερή της καπιταλιστικής ανεργίας; Ή μήπως πρόκειται για κάτι ευμετάβλητο, κάτι που δημιουργείται ξανά απ’ την αρχή, την κάθε μέρα, σε χιλιάδες διαφορετικούς τόπους δουλειάς, πλασμένο απ’ τη σχέση της σύγκρουσης των εκεί δυνάμεων; Καμιά γενίκευση δεν μπορεί να καλύψει το σύνολο των πραγμάτων, την εμπειρία σ’ όλη της την έκταση ή την πικρία που γεννιέται απ’ την αποτυχία. Όποιες κι αν είναι οι επιμέρους μορφές που υπάρχουν, το ουσιώδες όπως πάντα είναι ν’ αποφεύγεις να ξεστομίζεις ψέματα, ξεγελώντας τον εαυτό σου και τους άλλους.     
Όλα αυτά βέβαια, λίγο έχουν να κάνουν με τη θεμελιώδη σχέση της αυτοδιαχείρισης με το σοσιαλισμό. Κάποιοι μιλάνε σήμερα λες κι η Πορτογαλική εμπειρία έχει, κατά κάποιο τρόπο, ακυρώσει τη σχέση αυτή, σαν ν’ αποδείχτηκε ότι η αυτοδιαχείριση δεν είχε καμιά σχέση με το σοσιαλισμό, σαν ολόκληρη η κουβέντα γύρω απ’ την αυτοδιαχείριση ν’ αποτελούσε την απόλυτη συνωμοσία της ανάκαμψης του μακιαβελικού καπιταλισμού. Η σύγχυση –όπου δεν είναι εσκεμμένη και άρα κακόβουλη- φανερώνει μια παθητική εννοιολογική ένδεια. Τ’ ότι, μέσα στον καπιταλισμό, η αυτοδιαχείριση, μπορεί να μετατραπεί σ’ ένα δραστικό μέσο ανάρρωσης του καπιταλισμού, είναι αδιαμφισβήτητο. Όμως τι σχέση έχει αυτό με το ζήτημα του αν η αυτοδιαχείριση αποτελεί το θεμελιώδες θεσμικό (όχι οικονομικό, αλλά σίγουρα θεσμικό) πλαίσιο της σοσιαλιστικής κοινωνίας;
Σίγουρα, μπορεί κάποιος να φανταστεί την αυτοδιαχείριση χωρίς σοσιαλισμό. Μπορεί όμως οποιοσδήποτε να φανταστεί κάποιο είδος σοσιαλισμού στ’ οποίο ν’ αξίζει να ζεις, χωρίς αυτοδιαχειριζόμενες ατομικότητες, ομαδοποιήσεις και θεσμούς; Όσοι μπορούν να οραματιστούν μια τέτοια κοινωνία θά ’πρεπε να μας επιτρέψουν να μοιραστούμε τ’ όνειρό τους. Θα πρέπει όμως να προσπαθήσουν να το κάνουν όσο πιο σαφές γίνεται. Ποιοι, αν όχι οι άμεσα εμπλεκόμενοι, θα έχουν τον πρώτο λόγο στις σημαντικές αποφάσεις; Και κατά ποιο τρόπο, μια τέτοια μη-αυτοδιαχειριζόμενη «σοσιαλιστική» κοινωνία θα διέφερε απ’ όλες τις απάνθρωπες κοινωνίες που αντικρίζουμε γύρω μας σήμερα, κοινωνίες στις οποίες είναι οι μειοψηφίες που παίρνουν όλες τις σημαντικές αποφάσεις και –μέσω των προσβάσεών τους στην πληροφορία και την εξουσία- διαιωνίζουν τα προνόμιά τους;.
* * *
Για κάποιον τρίτο, υπήρχαν πολλά που πράγματα που αποτελούσαν Πορτογαλικές ιδιομορφίες στο Πορτογαλικό ξέσπασμα. Η βούληση να τολμήσεις το άγνωστο, ν’ αγνοήσεις την συμβουλή των «ειδικών», ν’ αρπάξεις την ιστορία και την πραγματικότητα απ’ το λαιμό –όλα όσα συνθέτουν τον όρο «σεβαστιανισμός» (*)- ήταν πολύ έκδηλη τους πρώτους μήνες. Χωρίς ν’ αντιλαμβάνονται το τεράστιο μέγεθος αυτού που επιχειρούσαν, οι νέοι επαναστάτες (αλλά και κάποιοι μεγαλύτεροι) μιλούσαν σοβαρά για ένα άμεσο πέρασμα απ’ το φασισμό στον ελευθεριακό κομμουνισμό. Ενεργούσαν λες και κάποια πίστη στα θαύματα θα οδηγούσε το λαό να προσπαθήσει –και ποιος ξέρει, ίσως και να το πετύχαινε-  για το «ανέφικτο».
Όπως όλα τα ριζοσπαστικά εγχειρήματα στην ιστορία, το ξέσπασμα ήταν μια υπόθεση χαράς, τουλάχιστον στην αρχή. Ένα εξαιρετικά δημοφιλές τραγούδι μετά την 25η Απρίλη ήταν το «Gaivota» (ο Γλάρος). Οι έξυπνες αφίσες, που πιθανώς δεν μπορούσαν να συναγωνιστούν τις εμπνεύσεις του Μάη του ’68 στη Γαλλία, μετατράπηκαν σ’ ένα αποτελεσματικό μέσο κοινωνικής κριτικής. Οι αναρχικοί φρόντισαν να χρησιμοποιούνται τόσο συχνά εναντίον της «αριστεράς», όσο κι εναντίον πιο εμφανών στόχων. Τη χαρά συνόδευε η ξεχωριστή Πορτογαλέζικη τραχύτητα.
Το Φάντο (ΣτΜ) βάσταξε, όχι σαν την ενσάρκωση της απελπισίας και της καρτερικότητας (όπως ισχυρίζονται οι κοινωνιολόγοι της σειράς) αλλά σα μια ρεαλιστική και ταυτόχρονα ασυμβίβαστη επιβεβαίωση της ζωής των φτωχών. Θυμάμαι ένα γράμμα που μου είχε στείλει κάποτε ο Φιλ. Έμπαινε στο Αλεντέζο: «Οι λοφίσκοι αρχίζουν να κυκλώνουν το επίπεδο τοπίο. Οι λυγεροί ευκάλυπτοι κρύβουν τις άγονες κοιλάδες. Είναι η γη της παράδοσης, των αδιάκοπων αγώνων κόντρα στα στοιχεία της φύσης και τους γαιοκτήμονες συνάμα, η γη του κρασιού, της ελιάς και της μουσικής, , η γη της καθημερινής επιβίωσης, που στην αγκαλιά της δε μπορείς να μπεις παρά μόνο αν νοιάζεσαι γι’ αυτήν. Είναι λες κι η καχεξία των δέντρων να μιλάει από μόνη της για τα βάσανα, την εγκατάλειψη, το μόχθο – για την ασταμάτητη πάλη ενάντια στο φτωχό κι άγονο χώμα που απάνω του ζουν γιγάντιες γυναίκες και τεράστιοι άντρες. Μα όσα στραβά κι αν έχει η γη, το κουράγιο δε χάθηκε ποτέ...».
Αν και τα φάντο δεν είναι τραγούδια της εξέγερσης, μαρτυρούν το κουράγιο των καταπιεσμένων και το μεγάλο δέσιμο του ανθρώπου με τη φύση. Οι τσιγγάνικες ρίζες μπολιάζουν κάποια τραγούδια με μια άγρια περηφάνεια, με μια καταφρόνια για ότι νομίζουν ή λένε οι «καθωσπρέπει», επιτρέποντάς τα να μιλήσουν για θέματα όπως το δικαίωμα της γυναίκας στην ερωτική απόλαυση. Δίχως γλυκανάλατες σαχλαμαρίτσες κι άλλες τέτοιες σάλτσες. Η αγάπη μπορεί να σημαίνει και πόνο, αλλά αξίζει τον κόπο. Χωρίς καμιά έγνοια για το τι είναι στη μόδα. Μονάχα τα πράγματα όπως ακριβώς είναι. Αυτή δεν είναι άλλωστε κι η πρώτη ύλη απ’ την οποία θα φτιαχτεί η επανάσταση;  
Υπάρχουν όμως κι άλλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που έχουν τις ρίζες τους στην ιστορία. Όπως φανερώνουν τα κείμενά του, το MFA υπήρξε πιθανώς μια απ’ τις πλέον «ευφραδείς» και πολυγραφότατες στρατιωτικές ομάδες που έχουν εμφανιστεί ποτέ στον κόσμο. Αυτό αντικατοπτρίζει τον ιντελλεκτουαλισμό (intellectualismo) της Πορτογαλικής ελίτ. Η «διανοητικότητα» θ’ αποτελούσε μια μάλλον ανεπαρκή απόδοση γι’ αυτό. Ο όρος –όπως επανειλημμένα μου ανέφεραν στην Πορτογαλία- πράγματι υποδηλώνει κάτι διαφορετικό που έχει περισσότερο να κάνει με το λόγο παρά με την πράξη, καθώς και με την επιφάνεια παρά με την ουσία του πράγματος. Οι τόποι που ενσαρκώνεται είναι τα καφέ κι όχι τα περιστύλια της Κοΐμπρα. Ο Έκο ντε Κεϊρόζ, συγγραφέας απ’ το Αβέιρο των τελών του δέκατου-ένατου αιώνα, τον αφομοίωσε, καθιστώντας τον ψυχή μερικών εκ των καυστικότερων σατυρικών του έργων. Το δεύτερό του, Farpa (Σατυρικόν), θα μπορούσε να έχει γραφτεί το καλοκαίρι του 1975, σατιρίζοντας μάλλον τις όψιμες Λενινιστικές σέχτες παρά τ’ αστικά κόμματα του καιρού του.    
«Στην Πορτογαλία υπάρχουν τέσσερα κόμματα: Το Ιστορικό, τ΄ Ανανεωτικό, το Μεταρρυθμιστικό και το Συνταγματικό. Υπάρχουν βέβαια κι άλλα, λιγότερο ονομαστά, γνωστά μονάχα στους δικούς τους. Τα τέσσερα επίσημα κόμματα, με τις εφημερίδες και τα γραφεία τους, βρίσκονται σ’ ασίγαστο κι αγεφύρωτο ανταγωνισμό, πολεμώντας πάντοτε αναμεταξύ τους  μέσα απ’ τα κύρια άρθρα των φυλλάδων τους. Έχουν δοκιμάσει να κάνουν ειρήνη και να γίνουν ένα πράμα. Αδύνατο των αδυνάτων! Το μόνο που έχουν κοινό ετούτοι είν’ η Πλατεία του Τσιάντο, απάνω στην οποία βολτάρουν όλοι τους, μα κι η Στοά το ίδιο, μιας κι εκεί είναι που βρίσκουν καταφυγή...».     
«Και τα τέσσερα είναι Καθολικά. Και τα τέσσερα, συγκεντρωτικά. Και τα τέσσερα την ίδια λαχτάρα τρέφουν για την τάξη. Και τα τέσσερα την πρόοδο είναι που επιθυμούν κι όλο για την περίπτωση του Βελγίου μιλάνε... Το μέγεθος της πυρκαγιάς είναι τεράστιο».
Σαράντα χρόνια πριν τη Γαλλική Επανάσταση, ο Σεμπαστιάο Ζοζέ ντε Καρβάλιο ε Μέλο, Πρώτος Μαρκήσιος του Πομπάλ, είχε κηρύξει τον πόλεμο στην παπαδίστικη αντίδραση και το σκοταδισμό, διαλύοντας τα μοναστήρια, κυνηγώντας της καλόγριες και διώχνοντας τους Ιησουίτες απ’ την Πορτογαλία. Η επανάσταση του 1910 έδωσε καινούρια ώθηση στις ιδέες του. Το καθεστώς του Σαλαζάρ όμως έκανε ειρήνη με την Εκκλησία κι οι Ιησουίτες επέστρεψαν. Ένα πρωί, όχι και πολύ μετά απ’ τη συμφιλίωση που πέτυχε ο Σαλαζάρ, ο κόσμος που περνούσε μπροστά απ’ το τεράστιο μνημείο του Πομπάλ, στην αρχή της Λεωφόρου Ελευθερίας, διάβαζε με κρυφή χαρά, τα τεράστια γράμματα που ’χαν γραφτεί με πίσσα –αστράφτοντας πάνω στ’ άσπρο μάρμαρο- και που έλεγαν τα παρακάτω λόγια:
«Μαρκήσιε, κατέβα κάτω, γιατί ετούτοι ξαναγύρισαν!» (*).
Σήμερα, τα ίδια πρόσωπα ξεπροβάλλουν γι’ άλλη μια φορά. Οι κατακτήσεις των πρώτων μηνών πελεκίζονται μια-μια. Τ’ αφεντικά εμφανίζονται ξανά –κάποιες φορές ως διευθυντές. Κάποιος ίσως θα επιθυμούσε να ταρακουνήσει το πνεύμα του 1974-75 απ’ το παγιωμένο του βάθρο και να συμβάλει στο ν’ απομακρυνθούν τα συσσωρευμένα σκουπίδια από πάνω του. Ποιος ξέρει πότε θ’ ανακινηθεί και πάλι; Προς στιγμήν, τα πράγματα φαίνονται αρκετά ήσυχα. Όμως ακόμα κι η γενικευμένη απογοήτευση διαθέτει μια κάποια Πορτογαλέζικη απόχρωση. Η  αθωότητα της πρώιμης μαθητείας ίσως να έχει χαθεί. Όμως η δυσδιάκριτη γοητευτική νοσταλγία που οι Πορτογάλοι αποκαλούν saudade εμποδίζει την περιβεβλημένη από θλίψη  εξειδικευμένη κατάρτιση να ξεπέσει στο επίπεδο του καθαρού κυνισμού.  
* * *
Μια ανέφικτη επανάσταση; Ναι, θα πουν μερικοί. Ανέφικτη αν περιοριστεί μέσα στα όρια της Πορτογαλίας. Ανέφικτη γιατί καμιά νησίδα ελευθεριακού κομμουνισμού δε μπορεί να υπάρξει μέσα στον ωκεανό της καπιταλιστικής παραγωγής και συνείδησης. Ανέφικτη γιατί το ξέσπασμα είχε τις ρίζες του, με τρόπο καθοριστικό, στην υπανάπτυξη της Πορτογαλικής κοινωνίας συνολικά. Ανέφικτη, δεδομένης της κοινωνικής σύνθεσης της σύγχρονης Πορτογαλίας, του βάρους των μικροϊδιοκτητών αγροτών του βορρά, της επιρροής της Εκκλησίας, της κοινωνικής διάβρωσης και αδρανοποίησης λόγω της χρόνιας φτώχειας και της ανεργίας. Ανέφικτη τελικά, ισχυρίζονται, γιατί αυτό που τέθηκε ως «αντικειμενικός στόχος» στην ιστορική ατζέντα ήταν ο κρατικός καπιταλισμός, όχι ο σοσιαλισμός αλλά κι εξαιτίας της κρατικο-καπιταλιστικής νοοτροπίας των «σοσιαλιστών» επαναστατών.
Οι άνθρωποι όμως πάντα ονειρεύονταν το «ανέφικτο». Επιχείρησαν πολλές φορές την «έφοδο στον ουρανό» στην αναζήτηση αυτού που οι ίδιοι θεωρούσαν δίκαιο. Έχουν αγωνιστεί ξανά και ξανά για στόχους που είναι δύσκολο να επιτευχθούν αλλά που οι ίδιοι πίστευαν πως εκφράζουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους. Αυτή ακριβώς η δυνατότητα των ανθρώπων είναι που τους καθιστά πιθανά υποκείμενα της ιστορίας αντί για παντοτινά αντικείμενα αυτής. Να γιατί η μελέτη των γεγονότων στην Πορτογαλία του 1974-75 αφορά τους σύγχρονους επαναστάτες.
Πως θα έπρεπε να έχουν αντιδράσει οι ελευθεριακοί επαναστάτες στα συμβάντα της Πορτογαλίας; Το να μείνουν στα σπίτια τους, αποκηρύσσοντας την επανάσταση ως «ανέφικτη» είναι αδιανόητο. Μήπως θα έπρεπε, παραφράζοντας το Λένιν, να έχουν αρχίσει τον αγώνα πριν απ’ οποιοδήποτε άλλον και να μην πάψουν ν’ αγωνίζονται παρά μόνο όταν όλοι οι υπόλοιποι θα έχουν σταματήσει; (*) Ο αγώνας μπορεί να έχει νόημα –ή και όχι- όπως κάθε άλλη δραστηριότητα. Εξαρτάται απ’ τους σκοπούς για τους οποίους διεξάγεται κι απ’ τα μέσα που χρησιμοποιούνται. Ο ελευθεριακός επαναστάτης προσπαθεί να πείσει τους εργαζόμενους για την ικανότητά τους να οργανώνουν και να διαχειρίζονται τις δικές τους υποθέσεις, να ενθαρρύνει το κριτικό πνεύμα απέναντι στις εξωτερικές ομάδες που ισχυρίζονται πως είναι στο πλευρό τους και να ξεσκεπάσει τις ψευδαισθήσεις που σκορπάνε τέτοιες (κυρίως Λενινιστικές) ομάδες. Αυτό αποτελεί ένα συνεχές, καθημερινό καθήκον που ο ελευθεριακός επαναστάτης θεωρεί ως κύρια έγνοια του. Ίσως στην Πορτογαλία, η ευκαιρία για την επανάσταση να έχει προς το παρόν απομακρυνθεί αλλά αυτός ο ρόλος για έναν επαναστάτη δε παύει ποτέ (και σίγουρα δεν έχει πάψει στην Πορτογαλία). Σύντομα, στην Ισπανία, οι Σταλινικοί θα ξεσκονίσουν το ζωντανό πτώμα της Πασσιονάρια – σύμβολο αντίστασης κατά πολύ ισχυρότερο απ’ ότι ο Αλβάρο Κουνιάλ (ΣτΜ). Οι ντήλερ των ψευδαισθήσεων θα ξαναπιάσουν δουλειά, μην έχοντας διδαχτεί τίποτα απ’ την εμπειρία της Πορτογαλίας και ζώντας ακόμα με τις πολεμικές ιαχές του 1936.
Λέξεις όπως «εφικτό» και «ανέφικτο» εμπεριέχουν μια ιστορική διάσταση, όπως επίσης και μια άμεση τέτοια. Αυτό που σήμερα είναι αδύνατο αύριο μπορεί να είναι δυνατό. Επιπλέον μπορεί να καταστεί τέτοιο εξαιτίας των σημερινών ανεπιτυχών εγχειρημάτων. Το να χαρακτηρίσεις μια επανάσταση «ανέφικτη» σημαίνει ότι διατυπώνεις μια κρίση πάνω σε μια διαδικασία σαν αυτή ν’ αποτελούσε μεμονωμένο γεγονός. Σημαίνει να στερείς απ’ τους «κατηγορούμενους» το δικαίωμα να κριθούν απ’ το μέλλον. Στην ιστορία υπάρχουν καρποφόρες ήττες όπως επίσης και στείρες νίκες. Η ήττα της Κομμούνας του Παρισιού το 1871 βρίσκονταν στα μυαλά των Ρώσων επαναστατών του 1917. Τα γεγονότα της Κρονστάνδης (1921) ή της Ουγγαρίας (1956) αντηχούν ακόμα και στις μέρες μας. Συνέτειναν στη διαμόρφωση των επαναστατικών ελευθεριακών στάσεων που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της σκέψης του καιρού μας.
Υπάρχει όμως και κάτι παραπάνω. Οι εκ των προτέρων καταδίκες των ιδεών δεν αποτελούν απλώς ιδεολογικούς ζουρλομανδύες. Το να δηλώνεις πως μια επανάσταση είναι «ανέφικτη», μπορεί κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες ν’ αποτελεί συμβολή στην παρεμπόδισή της. Οι μάζες εν δράσει είναι πάντα επαναστατικότερες απ’ ότι η επαναστατικότερη εκ των επαναστατικών οργανώσεων. Οι λόγοι είναι φανεροί. Οι επαναστατικές οργανώσεις είναι συνδεμένες με τα μοντέλα του παρελθόντος (συνήθως αυτό του 1917). Οι μάζες επιθυμούν να δημιουργήσουν το μέλλον.    
Κάποιοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν την ιστορία σαν μια σιδηροδρομική γραμμή που οδηγεί σ’ ένα προκαθορισμένο σκοπό. Βλέπουν τη δράση των τάξεων ως τον απλό θερμαστή που θα επιτρέψει σε κάποιους ανθρώπους ή μεγάλα κόμματα («τους μηχανοδηγούς της ατμομηχανής της ιστορίας», για να χρησιμοποιήσουμε την ωμή φράση του Στάλιν) ν’ αναλάβουν τον έλεγχο των γεγονότων. Αυτό, δεν αποτελεί παρά μια συνταγή γραφειοκρατικών πρακτικών αφού νομιμοποιεί την εξουσία (για το σήμερα και το αύριο) αυτών που θεωρούν ότι γνωρίζουν την πορεία – όπως κι αυτών που νομίζουν πως μπορούν να οδηγήσουν την ατμομηχανή.
Κανένας στόχος (κι ιδιαίτερα πολιτικός) δεν μπορεί να οριστεί τόσο ξεκάθαρα όσο αυτός. Οι υλικές συνθήκες (περιλαμβανομένων των πολιτισμικών) είναι αυτές που επηρεάζουν το εφικτό ή μη ενός πράγματος. Όμως δεν το καθορίζουν απόλυτα και ολοκληρωτικά. Σπάνια υπάρχει, αν κάτι τέτοιο είναι δυνατό, ένας και μοναδικός τρόπος επίλυσης των προβλημάτων που δημιουργούνται από ένα δεδομένο πρότυπο οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης. Η ιστορία αποδεικνύει πόσο διαφορετικές μορφές διαβίωσης και διαφορετικά συστήματα πεποιθήσεων αποδεικνύονται δυνατά στη βάση μάλλον παρόμοιων τεχνολογικών υποδομών.
«Να είστε ρεαλιστές, κυνηγήστε το αδύνατο», διακηρύττονταν στους τοίχους του Παρισιού το Μάη του 1968. Οι λέξεις εμπεριείχαν μια σημασία που πήγαινε πολύ πιο πέρα απ’ τη δυνατότητά τους να ξαφνιάζουν. Οι πρώτοι αντίλαλοι ακούστηκαν στην Πορτογαλία. Εκεί που πάλλεται η ζωή υπάρχει κι η προσδοκία. Κάποια στιγμή, ο αγώνας κάποιου συντρίβει τα εμπόδια στην πορεία προς την ικανοποίηση των αναγκών του. Ποιος γνωρίζει που και με ποια μορφή, θα ξεχυθεί και πάλι στην επιφάνεια το υπόγειο ρεύμα της ανθρώπινης ελπίδας;
Μόρις Μπρίντον
Εκδ. «Solidarity» (Λονδίνο), Οχτώβρης του 1976.   

(*) Reeve C., L’ experience portuguaise: la conception putschiste de la revolution sociale, Spartacus, Παρίσι, Μάης-Απρίλης του 1976. Το σύντομο αυτό κείμενο είναι μακράν το καλύτερο απ’ όσα έχουν γραφτεί πάνω στο συγκεκριμένο θέμα. Το δανείστηκα ελεύθερα.
(*) Τέτοιες αντιλήψεις είχαν κάποια αξία στη διάρκεια των αστικών επαναστάσεων. Ενδεχομένως αυτό να ίσχυε και μέσα σε τελείως διαφορετικές συνθήκες, σε καταστάσεις όπως αυτές του Βιετνάμ ή της Κούβας, όπου αδύναμα γραφειοκρατικά καθεστώτα δεν ήταν σε θέση να πάρουν μόνα τους τον έλεγχο (παρόλα τα νέα μοντέλα παραγωγής που εξέφραζαν) αλλά χρειάζονταν τη βοήθεια ενός στρατιωτικού μηχανισμού προκειμένου να συντρίψουν τα παλιά εμπόδια.  
(*) Το MRPP αποτελούσε εξαίρεση αλλά η κατοπινή του στάση ως προς το πραξικόπημα της 25ης Νοέμβρη και τον Εάνες στις προεδρικές εκλογές του Ιούνη του 1976, του στέρησε τελικά κάθε ίχνος αξιοπιστίας.
(*) Λιμπερασιόν, Παρίσι, 12 Δεκέμβρη 1975.
(*) Α. Κουνιάλ, σε συγκέντρωση της Κομμουνιστικής Νεολαίας.
(*) Ζορνάλ ντο MFA, 25 Οχτώβρη 1974.
(*) Εσπρέσσο, 26 Ιούλη 1975.
(*) Reeve, ό.π., σ. 11.
(*) Reeve, ό.π., σ.σ. 15-16.
(*) Συνέντευξη στρατιώτη του RAL-1 στο Portugal, Espoir du Socialisme.    
(*) Reeve, ό.π., σ. 27.
(*) O Tempo e o Modo (θεωρητική επιθεώρηση του MRPP), Δεκέμβρης 1975.
(*) ό.π.
(*) Τον Ιούνη του 1578, ο Ντομ Σεμπαστιάο, ο 24χρονος μονάρχης, απέπλευσε απ’ τον Τάγο για να κατακτήσει το Μαρόκο απ’ τον Μουλάι Αμπντέλ Μαλίκ. Ήταν ένα παράλογο εγχείρημα που διεξήχθη ενάντια στις παραινέσεις όλων των συμβούλων του. Οι δυνάμεις του Ντομ Σεμπαστιάο εξολοθρεύτηκαν στη μάχη του Αλκάσερ-Κιμπίρ της Βορείου Αφρικής. Το σώμα του νεαρού βασιλιά δε βρέθηκε ποτέ και το γεγονός αυτό δημιούργησε την πεποίθηση ότι αυτός θα επέστρεφε κάποια μέρα για να σώσει την Πορτογαλία. Σ’ όλη τη διάρκεια της Ισπανικής κατοχής, κατά την οποία ο ένας ψευδο-Ντομ Σεμπαστιάο διαδέχονταν τον άλλον, αναπτερώθηκαν οι ελπίδες για την τελική, μεσσιανική απελευθέρωση.   
(*) Αναφέρεται στο Oldest Ally των Fryer και Mc Gowan Pinheiro, Λονδίνο, Dobson, 1961.
(*) Λένιν, Η Κρίση του Μενσεβικισμού, Διαλεχτά Έργα, τόμος 2.
(ΣτΜ) Το Σμόλνυ ήταν το στρατηγείο των Μπολσεβίκων στην Πετρούπολη ενώ το Πουτίλοβ, ένα απ’ τα μεγαλύτερα εργοστάσια της Ρωσίας, του οποίου οι εργάτες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη διάρκεια της Οχτωβριανής Επανάστασης.

(ΣτΜ) Ο Πορτογάλος δικτάτορας Αντόνιο ντε Ολιβέιρα Σαλαζάρ (1889-1970) κυβέρνησε σαν Πρωθυπουργός απ’ το 1932 ως το 1968 κι υπήρξε ο βασικός διαμορφωτής του φασιστικού καθεστώτος. Μετά την ασθένειά του, τον διαδέχτηκε ο Μαρσέλο Καετάνο ενώ Πρόεδρος της «Δημοκρατίας» ήταν ο ναύαρχος Αμέρικο Τομάς.    

(ΣτΜ) Ο Κερένσκυ ήταν πρωθυπουργός της υπηρεσιακής κυβέρνησης που ανατράπηκε απ’ την Οχτωβριανή Επανάσταση. Ο Κορνίλοβ ήταν στρατηγός του Τσαρικού Αυτοκρατορικού Στρατού.

(ΣτΜ) Ο Οτέλο ντε Καρβάλιο ήταν απ’ τους βασικούς σχεδιαστές και εκτελεστές του κινήματος της 25ης Απρίλη. Υπήρξε κεντρική φιγούρα σ’ όλη τη διάρκεια της Επανάστασης των Γαρυφάλλων και στρατιωτικός ηγέτης του αριστερού κομματιού του Στρατού.

(ΣτΜ) Είδος παραδοσιακού λαϊκού τραγουδιού.

(ΣτΜ) Η Πασσιονάρια (Ντολόρες Ιμπαρρούρι) ήταν ηγετική φυσιογνωμία του Ισπανικού ΚΚ στη διάρκεια του εμφύλιου. Πέθανε το 1989. Ο Αλβάρο Κουνιάλ ήταν ο Γενικός Γραμματέας του Πορτογαλικού ΚΚ, απ’ το 1961.

I. Η ΠΡΩΤΗ ΒΔΟΜΑΔΑ

Η 25η του Απρίλη ήταν ένα κρύο πρωινό για τέτοια εποχή. Στις 07.45 η ακόλουθη ραδιοφωνική ανακοίνωση έκανε εκατοντάδες χιλιάδες Πορτογάλους να συνειδητοποιήσουν ότι είχε ξεκινήσει μια νέα φάση στην ιστορία τους:

«Οι Πορτογαλικές  Ένοπλες Δυνάμεις απευθύνουν έκκληση προς όλους τους κατοίκους της Λισαβόνας να παραμείνουν στα σπίτια τους και να διατηρήσουν κατά το δυνατό την ψυχραιμία τους. Ελπίζουμε ειλικρινά ότι η σοβαρότητα των στιγμών δε θα σκιαστεί από ανθρώπινες απώλειες. Απευθύνουμε επομένως έκκληση στη λογική όλων των στρατιωτικών διοικητών ν' αποφύγουν κάθε σύγκρουση με τις Ένοπλες Δυνάμεις. Εκτός από ανώφελη, μια τέτοια ενέργεια θα δημιουργούσε ή θα όξυνε την ήδη υπάρχουσα διχόνοια ανάμεσα στον Πορτογαλικό λαό, κάτι που πρέπει ν' αποφευχθεί με κάθε κόστος. Απευθύνουμε έκκληση στο πνεύμα των πολιτών εξ' αιτίας της έγνοιας μας να μη χυθεί Πορτογαλικό αίμα. Το σύνολο του υγειονομικού προσωπικού, ειδικότερα αυτό των νοσοκομείων, θα πρέπει να είναι σ' ετοιμότητα να παράσχει οποιαδήποτε βοήθεια, αν κι ελπίζουμε ότι αυτό δε θα χρειαστεί. Σ' όλες τις πολιτικές και στρατιωτικές δυνάμεις, η Διοίκηση συστήνει τη μέγιστη προσοχή ώστε ν' αποφευχθεί κάθε ενέργεια που μπορεί ν' αποδειχθεί επικίνδυνη. Δεν προτιθέμεθα να χύσουμε αναίτια αίμα αλλά αν προκληθούμε θ' απαντήσουμε. Επιστρέψτε στα στρατόπεδά σας και αναμείνατε τις διαταγές που θα δοθούν απ' το Κίνημα Ενόπλων Δυνάμεων-MFA. Οι Διοικητές θα θεωρηθούν υπεύθυνοι για κάθε απόπειρα που θ’ αναληφθεί καθ' οιονδήποτε τρόπο, να οδηγηθούν οι κατώτεροί τους σε σύγκρουση με τις Ένοπλες Δυνάμεις. Απευθύνουμε έκκληση στις δυνάμεις της GNR-Εθνικής Ρεπουμπλικανικής Φρουράς και των PSP (ΜΑΤ)-κι επιπλέον σ' αυτές της Γενικής Ασφάλειας (DGS) και της Πορτογαλικής Λεγεώνας- οι οποίες ενδεχομένως να έχουν στρατολογηθεί κάτω από ψεύτικες προφάσεις, ν’ αναλογιστούν το πολιτικό τους καθήκον για τη διατήρηση της δημόσιας τάξης. Στην παρούσα κατάσταση, αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν δεν υπάρξει οποιαδήποτε αντίδραση εναντίον των Ενόπλων Δυνάμεων. Προσοχή, προς όλες τις στρατιωτικές και αστυνομικές μονάδες! Απ’ τη στιγμή που οι Ένοπλες Δυνάμεις αποφάσισαν να σας υποκαταστήσουν στις παρούσες συνθήκες, κάθε αντίθεση στα στρατεύματα που περικλείουν την πόλη, θα παταχθεί άμεσα. Μέσω της μη  συμμόρφωσή σας προς την οδηγία αυτή, θα μπορούσατε να προκαλέσετε ένα άσκοπο λουτρό αίματος, του οποίου η ευθύνη θα βαρύνει αποκλειστικά και μόνον εσάς». (1)     

8.15. Η γειτόνισσά μου με ξυπνάει μ’ ένα τρελό βλέμμα στα μάτια της, καθώς στέκεται εκεί με τις πυτζάμες της. Μου λέει να μην πάω στο σχολείο σήμερα: όλα τα σχολεία είναι κλειστά, έχει αναλάβει ο Στρατός, πυροβολισμοί, όλοι να μείνουν στα σπίτια τους... Μιλάει απλοϊκά Πορτογαλικά για να με βοηθήσει να καταλάβω, κουνώντας έντονα τα δάχτυλά της στον αέρα.
   
Κλείνω την πόρτα περνώντας την για τρελή, ανοίγω το ραδιόφωνο και ξαναπέφτω στο κρεβάτι. Τίποτα: οι συνηθισμένες αναγγελίες. Δεν το πιστεύω. Δεν μπορώ να κοιμηθώ παρόλο που τό ’χω ανάγκη. Αλλάζω σταθμούς. Εμβατήρια στην Εθνική Ραδιοφωνία. Μήπως είχε δίκιο;
 
9.10. Φτάνω στο σχολείο, ήδη αργοπορημένα  Καμιά κίνηση απ’ έξω. Συναντώ τον Ρ., ένα δάσκαλο που ταράζεται με τα νέα. Ο Δ., ο φασίστας του σχολείου, βρίσκεται επίσης εκεί. Αναρωτιόμαστε, αν (το πραξικόπημα) προέρχεται απ’ τη δεξιά ή την αριστερά, ή ακόμα κι από ποιο κομμάτι της δεξιάς: τους στρατηγούς ή το Σπίνολα; Το ερώτημα παραμένει αναπάντητο όλο το πρωινό. Κανείς δε γνωρίζει.

10.00. Πρωινό με τον Ρ., έναν καλοσυνάτο και καλόκαρδο άνθρωπο, ο οποίος πεθαίνει για να μάθει τι συμβαίνει, φοβάται όμως να κατέβει στο κέντρο της πόλης. Καφές. Το ραδιόφωνο παίζει Ζέκα Αλφόνσο, έναν αριστερό τραγουδιστή. Νά ’ναι αλήθεια; Ένα ανακοινωθέν.

«Έχει αναφερθεί στη Διοίκηση των Ενόπλων Δυνάμεων ότι οι πολίτες δε συμμορφώνονται με την έκκληση να παραμείνουν στις οικίες τους, έκκληση που ήδη έχουμε απευθύνει πολλές φορές. Μολονότι η κατάσταση φαίνεται να βρίσκεται υπό έλεγχο απ’ τη στιγμή που ο πρώην Υπουργός Άμυνας έχει εγκαταλείψει το Υπουργείο και βρίσκεται σ’ επαφή με τους διοικούντες αξιωματικούς του Κινήματός μας, ζητάμε απ’ τους πολίτες, γι’ άλλη μια φορά, να παραμείνουν στις οικίες τους και να μη θέτουν τους εαυτούς τους σε κίνδυνο. Ένα διάγγελμα θα μεταδοθεί σύντομα για να ν’ αποσαφηνίσει την κατάσταση». (2)  

Παραθέτω ότι γνωρίζω για το Σπίνολα: τη Ναζιστική του εκπαίδευση, τη στήριξή του στο Φράνκο κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφύλιου Πολέμου, την ανακήρυξή του ως «ήρωα του πολέμου» στις Πορτογαλικές αποικίες... H συνέντευξή του στο περιοδικό Βίντα Μουντιάλ, μερικές βδομάδες νωρίτερα, είχε σκιαγραφήσει αυτά που είχε γράψει στο βιβλίο του, «Η Πορτογαλία και το Μέλλον», και γι’ αυτές τις απόψεις του είχε αποστρατευτεί απ’ τον Καετάνο. (3) Το βιβλίο του καλούσε στον τερματισμό της αναζήτησης στρατιωτικής λύσης στο πρόβλημα του πολέμου και ήταν υπέρ μιας αλλαγής μέσα στην Πορτογαλία, εντός «δημοκρατικού» πλαισίου. Κουβεντιάσαμε για την εξέγερση του Μάρτη, όταν είχαν κινηθεί στρατεύματα απ’ την Κάλντας ντα Ραΐνια, στο Βορρά, κάτι που τότε είχε φανεί ως μια γελοία απόπειρα για εξέγερση.
 
Η μήπως επρόκειτο για βαμμένους δεξιούς στρατηγούς, δυσαρεστημένους με τη «φιλελεύθερη» πολιτική του Καετάνο, που αναζητούσαν την επιστροφή σε μια καθαρότερη μορφή του Σαλαζαρισμού; Κανείς δεν έμαθε. Έτσι κι αλλιώς, φαίνονταν ότι το πραξικόπημα μπορούσε να προέρχεται μόνο απ’ τη δεξιά.

Στις 10.45, τηλεφωνώ στο Ζοάο, το γιο του Μάριο Σοάρες (ΣτΜ: ο Γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος). Το τηλέφωνο είναι απασχολημένο. Τηλεφωνώ στη Ρ., εργαζόμενη στην τράπεζα αίματος. Βρίσκεται σε 24ωρη εφημερία. Στρατός υπάρχει έξω στους δρόμους. Είναι αδύνατο να μπεις στη Λισαβόνα, εκτός κι αν το κάνεις μέσω της Πράκα ντε Εσπάνια. Δε γνωρίζει τίποτα απ’ αυτά που συμβαίνουν.

Αποφασίζω να κατέβω στη Λισαβόνα για να δω μόνος μου, οδηγώντας κατά μήκος της Μαρτζινάλ που ακολουθεί τον ποταμό Τάγο. Το μεγαλείο δεκαέξι αιώνων ιστορίας δε μ’ απασχολεί προς το παρόν. Φτάνω στο Ινφάντε Σάντο κι η τροχαία μας στέλνει από αλλού. Σίγουρα κάτι τρέχει.

Επιταχύνω, φτάνω στο κέντρο και παρκάρω τ’ αμάξι. Δε διακρίνω κάτι ασυνήθιστο, εκτός του ότι όλες οι τράπεζες είναι κλειστές. Περπατώ προς το χαμηλό τμήμα της πόλης. Στρατός και τανκς στο Τσιάντο, στρατιώτες παντού. Τα τανκς φαντάζουν τεράστια στα στενά δρομάκια και τα πολυβόλα απειλητικά. Είναι αδύνατο να προχωρήσεις. Οι στρατιώτες είναι προσεκτικοί αλλά φιλικοί. Στα μάτια του κόσμου διακρίνεις φόβο κι ελπίδα μαζί. Όλοι κάνουν την ίδια ερώτηση: «Ποιοι είναι; Τι πάνε να κάνουν;». Είναι 11.30. Έχω υποσχεθεί στη Γ. να φάμε μαζί το μεσημέρι. Ίσως έχει ακούσει περισσότερα.

Στο σπίτι της Γ. ακούμε στο ραδιόφωνο τα βραχέα και πιάνουμε τους ασυρμάτους των Δυνάμεων. Απ’ τη διπλανή γειτόνισσά της, μια ηλικιωμένη και ήδη σκυθρωπή οπαδό του Σαλαζάρ, ακούμε την είδηση ότι οι Καετάνο και Τομάς (4) έχουν καταφύγει στο Μπελέμ (το Προεδρικό Μέγαρο) και το Κουάρτελ ντο Κάρμο (το Επιτελείο της GNR). Κάποιος            τηλεφωνεί για να πει ότι το αμάξι του επιστρατεύτηκε ως οδόφραγμα. Γελάει στο τηλέφωνο. Κυριαρχεί μια σπουδαία αίσθηση: η φασιστική δικτατορία καταρρέει. Προς στιγμήν, ελάχιστοι μπορούν να σκεφτούν περισσότερα.
 
Ξανακατεβαίνουμε στην πόλη. Δεν υπάρχει ακόμα κάτι το οριστικό. Πηγαίνουμε στο Σάο  Σεμπαστιάο και βλέπουμε το στρατό. Μεγάλες ομάδες μιλάνε στους φαντάρους. Οι στρατιώτες έχουν ήδη γίνει «οι δυνάμεις της απελευθέρωσης». Κανένας ακόμα δε ρωτά καθαρά ποιοι ακριβώς πρόκειται να «ελευθερωθούν». Και από τι; Η σύγχυση είναι μεγάλη. Μπορεί ένα αντι-φασιστικό πραξικόπημα στ’ αλήθεια να ΄χει λάβει χώρα; Ή καθοδηγείται από φασίστες; Αναζητούμε κάποιες αντιστοιχίες με το παρελθόν και ήδη συνειδητοποιούμε πόσο νέα χαρακτηριστικά έχει αυτό, του οποίου γινόμαστε μάρτυρες.

Αγοράζουμε τις εφημερίδες. Οι τίτλοι απεικονίζουν το ξάφνιασμα: «Στρατιωτικό Πραξικόπημα», «Μεγάλο Κίνημα των Ενόπλων Δυνάμεων». Οι περιγραφές τους περιέχουν κάποιες λεπτομέρειες. Στις 23.30, το προηγούμενο βράδυ, στα προγράμματα των ραδιοφώνων έγινε προφανώς παρέμβαση και ακούστηκαν τα «Depois do Adeus» και «Grandola, Vila Morena». (5) Πέντε λεπτά μετά τα μεσάνυχτα κατελήφθη η Σχολή Ευελπίδων. Στις 03.00 κατελήφθησαν τα στούντιο του δημοφιλούς ραδιοφωνικού σταθμού Ράντιο Κλουμπ Πορτουγκέζ και λίγο μετά ακολούθησαν κι άλλοι ραδιοσταθμοί. Το αεροδρόμιο έπεσε. Λίγο αργότερα το 7ο Σύνταγμα Τεθωρακισμένων, οι επίλεκτες δυνάμεις του Σπίνολα, κινήθηκε προς την Πράκα ντο Κομέρσιο, τη μεγαλύτερη πλατεία του χαμηλότερου μέρους της πόλης. Στις 07.00, τανκς πήραν θέσεις στην άλλη πλευρά του ποταμού, με μέτωπο προς τη Λισαβόνα.    
 
Ακούμε το ραδιόφωνο. Στις 10.15, ο Γενικός Επιτελάρχης, Λάουρο ντε Σόουζα, τέθηκε υπό κράτηση. Στις 10.30, ένα στρατιωτικό τμήμα καταλαμβάνει τη Ρούα ντο Αρσενάλ, προσχωρώντας στην εξέγερση. Το μεσημέρι έρχεται το ανακοινωθέν που αναφέρει ότι οι ένοπλες δυνάμεις έχουν τον έλεγχο, σε Βορρά και Νότο. 13.00: Το Αρχηγείο της Γενικής Ασφάλειας (DGS) περικυκλώνεται και κάποιοι πολιτικοί κρατούμενοι απελευθερώνονται. 16.00: Το CDE (Δημοκρατικές Εκλογικές Επιτροπές) κι οι περισσότερες πολιτικές οργανώσεις επιδοκιμάζουν το κίνημα. Αμέσως μετά, ο Μαρσέλο Καετάνο παραδίνεται. Ήταν σε τηλεφωνική επικοινωνία με το Σπίνολα. 17.30: Οι κρατούμενοι της εξέγερσης της Κάλντας ντα Ραΐνια απελευθερώνονται, μέσα σε ζητωκραυγές του κόσμου. Στις 17.00, η τηλεόραση μεταδίδει ανακοίνωση που αναφέρει ότι το Κίνημα Ενόπλων Δυνάμεων «έχει απελευθερώσει το λαό από ένα καθεστώς που τον καταπίεζε για πολλά χρόνια».
 
Πηγαίνω τη Γ. στο σπίτι της και ξανακατεβαίνω στη Λισαβόνα. Η PIDE αντιστάθηκε, αρνούμενη να παραδοθεί. Υπάρχει πλήθος που ζητάει το αίμα τους. Θέλουν να εισβάλουν στα γραφεία και να βάλουν φωτιά. Είναι άοπλοι. Η PIDE διαθέτει πολυβόλα που στοχεύουν απ’ τα μπαλκόνια. Νοιώθω ακάλυπτος κι αποφασίζω να φύγω. Αργότερα μάθαμε ότι ένας άντρας της PIDE είχε ανοίξει πυρ εναντίον του πλήθους από ένα παράθυρο, σκοτώνοντας 5 και τραυματίζοντας 50. Οι ναύτες ανταπέδωσαν τα πυρά. Οι της PIDE βρίσκονται σ’ απόγνωση. Έχουν βασανίσει υπερβολικά τα θύματά τους και επί μακρόν, ώστε να ελπίζουν πως θα τους δειχτεί έλεος.   
 
Επιστρέφω σπίτι και πάω σ’ ένα τάσκα. (6) Πίνουμε κρασί κι αναρωτιόμαστε τι σημαίνουν όλα αυτά. Ο κόσμος είναι σ’ έξαψη, μια έξαψη φανταστική.

 Πηγαίνω στου Ρ. για βραδινό. Όλα τα ρεστωράν έχουν κλείσει, ακολουθώντας πιστά τις ανακοινώσεις. Μαγειρεύουμε κάτι για βραδινό: μια ποικιλία από λαχανικά που ξέμειναν. Είμαστε απολύτως απροετοίμαστοι, όπως άλλωστε ο καθένας. Ακούμε τους ξένους σταθμούς για να δούμε αν υπάρχουν καθόλου νέα. Δεν μπορούμε στ’ αλήθεια  να πιστέψουμε ότι ακούμε. Μέχρι τώρα, δεν έχουν ακουστεί ονόματα. Το πραξικόπημα είναι απολύτως ανώνυμο. Τηλεφωνώ σ’ ένα φίλο που μένει κοντά στο ραδιοσταθμό: η περιοχή είναι περικυκλωμένη από φαντάρους και δεν μπορεί να βγει έξω. Τηλεφωνώ σ’ άλλο φίλο που είναι ψόφιος απ’ την κούραση, μιας κι είναι στο πόδι απ’ τις εξίμιση το πρωί. Δε θέλω να πάω σπίτι. Θέλω να κατέβω στη Λισαβόνα.

Έχω κέφια. Μια Γαλλίδα που είναι μαζί μας, μοιράζεται λίγο απ’ τον ενθουσιασμό μου. Όλα είναι μπερδεμένα. Ο Σπίνολα, από φασίστας το πρωί, έγινε ως το βράδυ «απελευθερωτής». Προσπαθούμε να συγκεντρώσουμε τις σκέψεις μας και ν’ αναλύσουμε την κατάσταση. Ποιες ταξικές δυνάμεις εμπλέκονται;

Η γυναίκα του Σπίνολα ανήκε σε μια απ’ τις πλουσιότερες οικογένειες της Πορτογαλίας: τους Μέλος. Ήταν «εγωιστής». Στη Γουϊνέα-Μπισσάου, συχνά ορμούσε στο πεδίο της μάχης και απολάμβανε του σεβασμού των στρατιωτών που υπηρετούσαν μαζί του. Το μονόκλ του, οι συντηρητικοί τρόποι του, όλ’ αυτά δεν ταίριαζαν στο ρόλο του ριζοσπάστη απελευθερωτή... Οι αμφισημίες του «αντιφασισμού» ήταν ήδη φανερές.

Υπάρχουν τόσα πολλά αντιτιθέμενα συμφέροντα. Η μεσαία τάξη κοιτά προς την Ευρώπη και την ΕΟΚ, σαν τη μοναδική προοπτική για το μέλλον της Πορτογαλίας, ενώ η «μπουρζουαζία» των «εκατό οικογενειών» διαθέτει ακόμα μεγάλες ιδιοκτησίες στην Αφρική, ειδικά δε στην Ανγκόλα. Κάποια τμήματα της μεσαίας τάξης ευελπιστούν στην οικονομική ανάπτυξη, άλλα υποστηρίζουν μια ξοφλημένη Σαλαζαρική ιδεολογία που αποτελεί εμπόδιο στην ανάπτυξη. Στην Αφρική, λευκοί «άποικοι» αντιμετωπίζουν μαύρους Αφρικανούς. Όμως η μεγαλύτερη αντίθεση απ’ όλες, είναι σίγουρα αυτή μεταξύ όλων αυτών των στοιχείων και της εργατικής τάξης.      

Ήταν υπέροχο: φυσική αμφεταμίνη. Ο Μ. κι εγώ φύγαμε παρέα. Θέλουμε να βγούμε έξω παρά την απαγόρευση κυκλοφορίας. Πήγαμε σ’ ένα φίλο που μένει κοντά στο ραδιοφωνικό σταθμό. Οι δρόμοι ήταν μπλοκαρισμένοι. Μιλήσαμε Αγγλικά. Ένας χαμογελαστός 19χρονος φαντάρος φώναξε τον αξιωματικό του κι εξηγήσαμε ότι θέλαμε να κοιμηθούμε σ’ ένα γειτονικό κοντινό σπίτι. Ο νεαρός στρατιώτης, μ’ ένα ύφασμα στους ώμους και οπλοπολυβόλο που μπροστά του έμοιαζε τεράστιο, μας συνόδεψε μέχρι το σπίτι. Σ΄ όλη τη διαδρομή χαμογελούσε ευχάριστα. Ένοιωθε κι αυτός υπέροχα.   

Όλοι είχαν πέσει για ύπνο, ψόφιοι από μια ολόκληρη μέρα κίνησης και συζητήσεων αλλά καταφέραμε να βρούμε μερικές κουβέρτες. Κατάκοποι καθώς ήμασταν, μας πήρε κι εμάς ο ύπνος σχεδόν αμέσως.   

Παρασκευή, 26 Απρίλη. Μέρα 2η.

Ξυπνήσαμε κι αναρωτιόμασταν τι να είχε συμβεί κατά τη διάρκεια της νύχτας, πιασμένοι απ’ τον ύπνο στο πάτωμα και μ’ ένα τρομερό πονοκέφαλο. Ο Μ. κάνει καφέ κι εγώ πάω για να φέρω εφημερίδες.
Οι τίτλοι ξαφνιάζουν: ο Σπίνολα, ο ηγέτης της νέας Στρατιωτικής Επιτροπής (Junda), έχει υποσχεθεί «εκδημοκρατισμό της πολιτικής ζωής», εκλογές το συντομότερο δυνατό, ξήλωμα όλων των φασιστικών θεσμών και διαπραγματεύσεις στο ζήτημα του πολέμου στην Αφρική. Οι Καετάνο και Τομάς, έχουν εκτοπιστεί στη Μαδέιρα. Κάποιοι της PIDE έχουν πιαστεί, ο ένας μάλιστα ήταν χεσμένος, κάτι που μας έκανε όλους να γελάσουμε.
Βγαίνουμε έξω για να φάμε κάτι και να μελετήσουμε τις πρωινές εφημερίδες. Οι φωτογραφίες μιλάνε. Μάζες ανθρώπων παντού. Πρόκειται ξεκάθαρα για κάτι περισσότερο από ένα απλό πραξικόπημα. Ήδη οι παλιές δομές φαίνονται να καταρρέουν. Ακόμα κι οι εφημερίδες που διαβάζουμε δεν είναι σαν τις χτεσινές, παρόλο που τα ονόματα, η μορφή και το στυλ είναι απολύτως όμοια. Νευρικά, τα πρόσωπα στους δρόμους αρχίζουν να χαμογελάνε. Πνοές ελευθερίας σηκώνονται πάνω απ’ τη Λισαβόνα κι ο κόσμος τις μεταδίδει, απ’ τον έναν πάνε στον άλλον, μέσα απ’ τις κουβέντες και το γέλιο. Είναι φανταστικό, συγκλονιστικό κι ολοένα θεριεύει.
Φαντάροι παντού, σχηματίζουν το σήμα της νίκης. Ακούμε για την Κασίας, την περιβόητη φυλακή για πολιτικούς κρατούμενους: 170 κρατούμενοι έχουν απελευθερωθεί και καμιά κατοστή της PIDE πήραν τη θέση τους. Είχα φίλους που στάλθηκαν εκεί και κατόπιν τους χτύπησαν και τους βασάνισαν. Οι φωτογραφίες των εφημερίδων είναι εκπληκτικές. Χιλιάδες πήγαν στην Κασίας για να υποδεχτούν τους κρατούμενους. Ακούσαμε ότι η Στρατιωτική Επιτροπή σκόπευε να απελευθερώσει μόνο μερικούς απ’ αυτούς κι ότι ο κόσμος επέμεινε, κάνοντας φασαρία για να τους αφήσουν όλους.
Οργανώσεις, οι οποίες υπήρχαν φιμωμένες και δρούσαν υπογείως, εμφανίστηκαν κι έκαναν δηλώσεις: το Κομμουνιστικό Κόμμα (PCP), το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS), το CDE, το LUAR (Συνασπισμός Ενότητας κι Επαναστατικής Δράσης). Τσιμπιόμαστε για να δούμε αν είναι πράγματι αλήθεια. Υπήρχαν κι άλλα νέα αλλά δε μας ενδιέφεραν. Κάποιος ανέφερε ότι ο Μιτεράν είχε σοβαρές πιθανότητες νίκης στις Γαλλικές εκλογές. Και λοιπόν;
 Οι φωτογραφίες ήταν θεαματικές και γνήσιες. Κάθε μια απ’ αυτές έμοιαζε με την απεικόνιση της ελευθερίας. Μα ήταν δυνατόν να είναι οι ίδιες εφημερίδες που λίγες βδομάδες νωρίτερα, έγραφαν, στην ίδια γωνιά μιας εσωτερικής σελίδας, ότι η αστυνομία διέλυσε τους φοιτητές-ταραχοποιούς σε μια απόπειρά τους να διαδηλώσουν, δίχως καν ν’ αναφέρουν τον αριθμό των χτυπημένων; Ο ελεύθερος λόγος φαίνεται να γίνεται ακόμα πιο ελεύθερος, λεπτό με το λεπτό.
Ένα πλήθος συγκεντρώνεται κοντά στο Ροσσίου (μια μεγάλη πλατεία της Λισαβόνας). Στρατός παρατάσσεται απέναντί μας. Τι θα συμβεί; Υψώνουν τα δάχτυλά τους στο σήμα της νίκης. Ο κόσμος επευφημεί με τρόπο που δεν έχω ξανακούσει. Είχα ακούσει τον κόσμο να κραυγάζει από οργή, μα αυτό ήταν χαρά, μια χαρά που δεν έσβηνε.
Δεν μπορούσα να καταλάβω, ούτε κι ο Μ. επίσης. Το συναίσθημα μας συγκλόνιζε. Θυμηθήκαμε την Πράγα του 1968, όταν ο κόσμος έβαζε λουλούδια στα πυροβόλα των τανκς, κατά τρόπο μάλλον ειρωνικό. Όμως τώρα ο λαός έδινε γαρύφαλλα στους φαντάρους, όπως κάποιος που τα δίνει σ’ αυτόν που αγαπάει, τη νύχτα του Αγίου Αντωνίου, του προστάτη άγιου της Λισαβόνας. Τους αγόραζαν εφημερίδες, τους πρόσφεραν μπύρα και σάντουιτς. Χειροκροτούσα διστακτικά. Θυμήθηκα εικόνες των επαναστατημένων στρατιωτών κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφύλιου Πολέμου, με τα χέρια τους σφιγμένα σε γροθιά: η φάλαγγα του Ντουρούτι. Προσπάθησα να σκεφτώ την ανταρσία του Κιέλου που οδήγησε στην εξέγερση των Σπαρτακιστών, στη Γερμανία του 1918, τους εξεγερμένους στρατιώτες της Ρωσίας του 1917 και τους στρατιώτες κατά τη διάρκεια της Παρισινής Κομμούνας. Οι σκέψεις μου πετούσαν μακριά.
Άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς. Αστραπές φώτιζαν τον ουρανό. Αντηχούσαν βροντές κεραυνών, λες κι οι θεοί κρατούσαν μούτρα. Ο Μ. σχολίασε πως ο ουρανός δεν ήταν με το μέρος μας. Αποφασίσαμε πως τίποτα δε θα μπορούσε να συμβεί μέχρι το βράδυ, ακόμα κι αν οι αντίθετες δυνάμεις δεν τό ’βαζαν κάτω, ούτε κι αν αυτοί της PIDE προσπαθούσαν ν’ αναδιοργανωθούν. Ήμασταν κουρασμένοι κι η βροχή μας ζόριζε. Πήγαμε σινεμά για δυο ώρες κι είδαμε μια ταινία του Πολ Νιούμαν, έπειτα τραβήξαμε ξανά προς το Ροσσίου. Στο δρόμο, πέσαμε πάνω σε μια διαδήλωση.
Αυτό το ονειρευόμουν συχνά. Είχα δει φωτογραφίες του 1910, όταν οι εργάτες έκαναν πορεία στη Λεωφόρο Ελευθερίας (Avenido da Liberdade), καταλαμβάνοντας όλο το τεράστιο πλάτος της. Και να λοιπόν, που έγινε πραγματικότητα, ακριβώς μπροστά στα μάτια μου! Οι Μαοϊκοί πήγαιναν μπροστά με τα πανό τους. Πίσω όμως, ακολουθούσαν όλες οι ομάδες με τα δικά τους ξεχωριστά πανό. «Χαιρετίζουμε τις Ένοπλες Δυνάμεις», «Ελεύθερα Συνδικάτα», «Η Εξουσία στους Εργάτες», «Δικαίωμα στην Απεργία». Ήταν μεθυστικό, παρά τις ολοφάνερες αντιθέσεις.
Περπατούσα συχνά σ’ αυτή τη λεωφόρο, συλλογιζόμενος την ειρωνεία του ονόματός της (Λεωφόρος Ελευθερίας - ένα απομεινάρι παλιότερων και πιο ελεύθερων εποχών), νοιώθοντας να με πλακώνει η κόλαση. Να όμως που ακριβώς μπροστά μου, ήταν κάποιες χιλιάδες ανθρώπων που διαδήλωναν στο μέσο της. Οι δικυκλιστές δεν μπορούσαν να περάσουν. Χτυπούσαν τις κόρνες τους – όχι από θυμό, μα από χαρά, όπως προστάζει το έθιμο στους Πορτογαλέζικους γάμους. Ήμασταν στη μέση του δρόμου, σε μια ελεύθερη διαδήλωση. Ήταν ανήκουστο. Φοβόμασταν βέβαια ακόμα, περιμένοντας να ξεχυθούν τα PSP (μια ειδική αστυνομική ομάδα καταστολής ταραχών, φτιαγμένη για να «ασχολείται» με τις διαδηλώσεις) από κάποιο πλαϊνό δρόμο, ανά πάσα στιγμή. Τα συναισθήματα ήταν τόσο έντονα που ακόμα και τους μπάτσους της τροχαίας, τους αγκάλιαζαν σαν «απελευθερωτές», επιτείνοντας την αμηχανία και τη σύγχυσή τους.
Εμφανίστηκαν τανκς. Οι ζητωκραυγές αυξήθηκαν σ’ ένταση, λες κι η Σπόρτινγκ είχε νικήσει την Μπενφίκα (ΣτΜ: το ποδοσφαιρικό ντέρμπυ της Λισαβόνας). Ο κόσμος έτρεχε πίσω απ’ τα τανκς, σκαρφαλώνοντας παντού πάνω τους. Οι στρατιώτες χαμογελούσαν κι ύψωναν τ’ αυτόματά τους στον αέρα.
Για σαράντα-δύο χρόνια, δεν είχε υπάρξει διαδήλωση χαράς στην Πορτογαλία. Είχαν περάσει δυο γενιές, δίχως να σταθούν ικανές να περπατήσουν ελεύθερα στους δρόμους: τώρα, πατεράδες και γιοι, ήταν εκεί μαζί. Ένας γέρος ντυμένος με κουρέλια, γέρος για τον οποίο ο Σαλαζαρισμός δεν είχε κάνει τίποτα απολύτως, κρατούσε τη Δημοκρατική σημαία. Τον αγκάλιαζαν τόσο σφιχτά, που νόμισα πως θα πάθαινε η καρδιά του. Τον ρώτησα αν ήταν έτσι και στις μέρες της Δημοκρατίας κι απάντησε πως ποτέ δεν ήταν τόσο καλά. Ήθελα κι εγώ να τον σφίξω στην αγκαλιά μου, μιας κι έκανε σα μωρό. Κατάλαβε πως ήμουν ξένος απ’ την προφορά μου. Από ποιο μέρος της Ιρλανδίας; Απ’ το Νότο, του απάντησα. Με χειροκρότησε και μου είπε πως θυμόταν την εξέγερση του Πάσχα (ΣτΜ: η ιρλανδική εξέγερση του 1916). Πιθανώς, θυμόταν επίσης και το 1917, το 1918 και το 1936, παρόλο που δεν τον ρώτησα. Πόση ομορφιά μπορεί κάποιος να συναντήσει στους ανθρώπους τέτοιες στιγμές!      
Φτάσαμε στο μεγάλο μνημείο του Μαρκήσιου ντε Πομπάλ, που συχνά αναφέρεται ως ο πρώτος δικτάτορας της Πορτογαλίας (1775). Τώρα είχε καλυφτεί από Πρωτομαγιάτικα συνθήματα: «Ειρήνη, Ενότητα, Λευτεριά, Δημοκρατία – Η Εξουσία στους Εργάτες».
Το προσπεράσαμε και φτάσαμε στα γραφεία του CDE. Θα μπορούσαμε να προχωράμε όλη τη νύχτα  Κάποιοι φερέλπιδες πολιτικοί πάσχιζαν να βγάλουν λόγους αλλά τούτη η μέρα δεν προσφέρονταν για κάτι τέτοια. Κάθε τους πρόταση έσβηνε μες τη φασαρία. Ο κόσμος απλά ζητωκραύγαζε, επαναλαμβάνοντας το σύνθημα της ημέρας: «O povo unido, jamais sera vencido» (Λαός ενωμένος, ποτέ νικημένος).    
Το CDE διέθετε μια αρκετά ευρεία βάση υποστήριξης. Είχε χρησιμοποιήσει τον μήνα που προηγήθηκε των εκλογών του περασμένου Νοέμβρη, για την πολιτική του αγκιτάτσια. Κάποιες αφίσες κι ορισμένα γκράφιτι (φτιαγμένα στο πόδι) έκαναν την εμφάνισή τους στους τοίχους της Λισαβόνας, κι η ανεξάρτητη εφημερίδα Ρεπούμπλικα είχε επιπλέον καταφέρει να περάσει κάποια αρθράκια απ’ τη λογοκρισία. Και τότε, την τελευταία στιγμή, απέσυρε τους υποψηφίους του, καταγγέλλοντας τις εκλογές ως φάρσα.
Οι Μαοϊκοί ήταν κιόλας οι πλέον δραστήριοι απ’ όλους. Αυτό ήταν ενοχλητικό, καθώς ήταν υπερβολικά «ξύλινοι». Το πιο ξεκάθαρο σύνθημά τους ήταν το «Nem Marcelo, nem Spinola: Revolucao Socialista» [Ούτε Μαρσέλο (Καετάνο), ούτε Σπίνολα – Σοσιαλιστική Επανάσταση]. Ήταν δύσκολο να μην τρέφεις κάποιο σεβασμό γι’ αυτούς, όπως επίσης και για το Κομμουνιστικό Κόμμα. Συγκαταλέγονταν ανάμεσα στους γενναιότερους υπό το παλιό καθεστώς, έχοντας βασανιστεί και χτυπηθεί, ξαναγυρνώντας επιπλέον κάθε νύχτα για να γράψουν τα συνθήματά τους στους τοίχους, μόνο και μόνο για να σβηστούν τις πρώτες πρωινές ώρες απ’ την αστυνομία. Ήδη η κατάσταση είχε αλλάξει: ιδέες που για δεκαετίες ασκούσαν επιρροή στις σκέψεις των ανθρώπων σχετικά με την επανάσταση, τώρα δοκιμάζονταν. Αυτοί που είχαν κρατήσει ζωντανές τις ελπίδες, ξεκινούσαν ως ήρωες. Αν ήθελαν να παραμείνουν τέτοιοι, έπρεπε να σταθμίσουν την πρόκληση του καινούργιου.
Συναντήσαμε μια ομάδα εργατών που τραγουδούσαν τη Διεθνή. Μείναμε έκπληκτοι. Πως μπορούσαν να θυμούνται τα λόγια, μετά απ’ όλα αυτά τα χρόνια; Αγοράσαμε πάλι τις εφημερίδες και πήγαμε στο Μόντε Κάρλο, στέκι των αποκαλούμενων «ανθρώπων της νύχτας», ένα καφέ, στ’ οποίο εισέβαλαν επανειλημμένα οι πράκτορες της PIDE κι η αστυνομία. Τα νέα είχαν, γι’ άλλη μια φορά, ξεπεράσει και τις πιο τρελές μας ελπίδες.
Οι επικεφαλίδες: «Λευτεριά σ’ όλους τους πολιτικούς κρατούμενους. Φυλακίστε όλους της PIDE». Δε διαβάζαμε εφημερίδες πια, διαβάζαμε κανονικά πολιτικά μανιφέστα. Η λογοκρισία ποδοπατήθηκε. Σ’ όλες τις εφημερίδες, η φωτογραφία του Σπίνολα, που φαίνονταν μεγαλύτερος και πιο κουρασμένος από ποτέ, η οποία είχε παρθεί απ’ τη χτεσινοβραδινή τηλεοπτική εκπομπή. Η Στρατιωτική Επιτροπή είχε παρουσιάσει ένα ομόφωνο λεπτομερές πρόγραμμα (βλ. Παράρτημα 1).   
Ποιες αντιθέσεις κάλυπτε αυτό το «φιλελεύθερο πρόγραμμα»; Χτες: ένα πραξικόπημα. Σήμερα: ήδη μαζική λαϊκή συμμετοχή. Κάτι σπουδαίο αναπτύσσεται. Ένα νέο πνεύμα έχει εισβάλλει σ’ ολόκληρη την κοινωνική ζωή. Πως θα του επιτρέψει η Στρατιωτική Επιτροπή να εκδηλωθεί; Κατά πόσον μπορεί η Στρατιωτική Επιτροπή να το ελέγξει;
Διαβάζουμε για την Κασίας και για τη χαρά των πολιτικών κρατουμένων. Μαθαίνουμε ότι περίμεναν την απελευθέρωσή τους, μια ώρα πριν αυτή συμβεί, καθώς πληροφορήθηκαν τις εξελίξεις μέσω σημάτων μορς που έστελναν οι κόρνες των αυτοκινήτων. Βλέπουμε τις φωτογραφίες απ’ τις σφαίρες των πολυβόλων στα γραφεία της PIDE. Μαθαίνουμε ότι μια ομάδα διαδηλωτών είχε σπάσει τις τζαμαρίες μιας τράπεζας, στην εμπορική περιοχή.
Συναντήσαμε τον Γκ., μαζί μ’ άλλους, σ’ ένα καφέ. Ήταν στην Κασίας. Το κτήριο είχε παραβιαστεί. Το πλήθος επιτέθηκε σ’ έναν άντρα της PIDE κι αν δε δάρθηκε μέχρι θανάτου, είναι επειδή την τελευταία στιγμή τον γλίτωσε ο Στρατός. Μετέφερε ένα βρέφος κι ο κόσμος φώναζε «να σώσουν το μωρό». Ο τύπος βρίσκεται τώρα στη φυλακή.
Τι να κάνει κάποιος; Τέσσερις ώρες ύπνου σε δυο μέρες. Ήταν δύσκολο ν’ αντέξεις, ειδικά με τόσο λίγο φαγητό. Αποφασίσαμε να πάμε σ’ ένα τάσκα, κοντά στο σπίτι μου, σ’ ένα εργατικό προάστιο της Λισαβόνας. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Ο Ζοάο μας χαιρέτισε φωνάζοντας «Ζήτω η Επανάσταση». Κάποιοι εργάτες που έτυχε επίσης νά ’ναι και φαντάροι, φορούσαν στολές. Ήταν η πρώτη φορά που τους έβλεπα έτσι. Άλλοι ήταν σε μεγάλα κέφια, με την πλήρη σημασία της λέξης. Μόνο ένας, αρκετά πολιτικοποιημένος, ήταν σκεπτικός: «Τι θα γίνει με τους εργάτες;», ρώτησε. Ακούγαμε. Πήγε στο εργοστάσιό του το πρωί – όμως μόνο για να μιλήσει, να κουβεντιάσει.
Το τάσκα δεν ήταν ποτέ τόσο ζωντανό. Το ραδιόφωνο έπαιζε Πορτογαλέζικη μουσική κι όλοι ένοιωθαν περήφανοι. Ναι, ακούγονταν λυπητερά φάντος, αλλά επίσης κι η ζωηρή μουσική των εξόριστων στη Γαλλία, η ελπίδα χιλιάδων, ίσως κι εκατομμυρίων. Κι ακόμα, ήταν ολοφάνερο ότι ο κόσμος δεν είχε αλλάξει σε μια μέρα. Ο ιδιοκτήτης Ζοάο, ρατσιστής μέχρι τότε, απαιτούσε την ανεξαρτησία των αποικιών. Παρόλ’ αυτά, οι επαναστάσεις δε γίνονται σε μια νύχτα. Με δυνατή φωνή, ο Ζοάο κατηγορούσε ανοιχτά μια κυβέρνηση, η οποία για 48 χρόνια, καταπίεζε και βασάνιζε τον υποταγμένο λαό, έστελνε τη νεολαία τους να σκοτωθεί σ’ έναν ανώφελο πόλεμο, καταστρατηγούσε την ελευθερία του λόγου και λογόκρινε κάθε δημοσίευση, κυβερνούσε με τρόπο κτηνώδη κι αιματηρό, μην επιτρέποντας ούτε τις απεργίες, ούτε οποιαδήποτε άλλη μορφή διαφωνίας, και της οποίας οι υπήκοοι, φοβούνταν ακόμα και να προφέρουν τ’ όνομά της. Ο Ζοάο έβρισε γι’ άλλη μια φορά το παλιό καθεστώς. Όμως, όταν ήρθε η ώρα να τ’ ονοματίσει, χαμήλωσε το κεφάλι προς τα μένα, η φωνή του έσπασε και ίσα που ακούγονταν. Ψιθύρισε την τρομερή λέξη: Σαλαζαρισμός.
Ανεβήκαμε πάνω, εξασθενημένοι, κουρασμένοι, αλλά ακόμα «αναμμένοι». Ακούγαμε κάποιες μουσικές απ’ το Πράσινο Ακρωτήρι: μια μελωδία λυπητερή, ενός λαού που άγγιζε την καταστροφή. Κάποια ρεφρέν ήταν πολύ αληθινά και πολύ κοντά σ’ αυτά που νοιώθαμε. Η μεγάλη ελπίδα είχε έρθει μέσα απ’ τη μεγάλη απογοήτευση. Γι’ αρκετή ώρα δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε αλλά στο τέλος πέσαμε «ξεροί». Ξύπνησα απότομα, στη μέση ενός ονείρου και θυμήθηκα τη μέρα που είχα πάει ν’ ακούσω έναν παράνομο σταθμό σε κάποια κοντινά ερημικά υψώματα. Τώρα όμως, αντί ν’ ακούμε απαγορευμένες εκπομπές, κάναμε πορείες στη Λισαβόνα.
Σάββατο, 27 Απρίλη. Μέρα 3η.
Δεν μπορούσαμε να βγούμε απ’ τα όνειρά μας. Είχαμε πάει πολύ μακριά την κουβέντα και τη σκέψη μας. Σηκωθήκαμε αργά. Η τηλεόραση ήταν ήδη ανοιχτή. Τα νέα ήταν τρομερά: δε θα γίνονταν πια πορείες χωρίς άδεια ή τέλος πάντων κάπως έτσι ακούστηκε.
Μίλησα στη γειτόνισσά μου. Ο φόβος κι ο δισταγμός είχαν εξαφανιστεί απ’ το πρόσωπό της. Δεν έπινε ποτέ, είχε όμως κιόλας κατεβάσει τρία ουίσκι. Είχε κάνει ήδη κάποιες βόλτες στους δρόμους της Λισαβόνας, για να δει τι τρέχει. Δεν πίστευα ποτέ πως θα την έβλεπα τόσο ευτυχισμένη. Το πρώτο συγκεκριμένο πράγμα που είπε, αφού εξέφρασε όλη της τη χαρά, ήταν ότι το νοίκι της δε θα μπορούσε τώρα ν’ αυξηθεί.
Φύγαμε καρφί για το Τσιάντο. Το κυνήγι της PIDE είχε αρχίσει. Ο κόσμος που γνώριζε τη διαμονή κάποιου της PIDE, πήγαινε προς τα κει. Μόνο ο Στρατός έσωσε αρκετούς από δαύτους, γλιτώνοντας τους απ’ το λιντσάρισμα  Εκείνο τ’ απόγεμα, στην Πολυτεχνική Σχολή, ένας απ’ το πλήθος στάμπαρε έναν άντρα της PIDE, καθώς προσπαθούσε να διαφύγει μ’ ένα αμάξι. Ο κόσμος φώναζε: «Θάνατος στην PIDE». Καταλάβαινα το μίσος. Γνώριζα μια κοπέλα που την άρπαξαν σε μια πορεία, τη χτύπησαν και μετά της ξύρισαν το κεφάλι. Γνώριζα ότι η PIDE είχε ξυλοκοπήσει τη σύζυγο ενός Πανεπιστημιακού καθηγητή, μια εξηντάχρονη γυναίκα. Ήθελα κι εγώ να τον λιντσάρω. Ο Στρατός τον έσωσε στο τσακ. Τ’ αμάξι του, με τη μηχανή αναμμένη, ήταν ακόμα εκεί. Ένας νεαρός άρχισε να το χτυπάει. Βοήθησαν κι άλλοι. Τ’ αμάξι ανατράπηκε, έριξαν βενζίνη και μέσα σε λίγα λεπτά ήταν μια φλεγόμενη μάζα. Οι φαντάροι, τ’ αδέρφια μας, έκαναν το σήμα της νίκης. Η Στρατιωτική Επιτροπή δεν είχε τον έλεγχο αυτού του μικρού επεισοδίου – ήταν μόνο η φυσική αποστροφή προς την αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής, κοινή στους απλούς στρατιώτες, που έσωσε αυτόν τον  άνθρωπο.
Κατευθυνθήκαμε ξανά προς τα γραφεία της PIDE. Ήξερα πως το διαβατήριό μου ήταν εκεί. Ήθελα ο στρατός να κάνει έφοδο στο κτήριο και να το καταλάβει για λογαριασμό μου. Συναντήσαμε έναν εργάτη, τον οποίο είχα πάρει με τ’ αυτοκίνητό μου, το Πάσχα, στη διαδρομή μεταξύ Σετούμπαλ και Λισαβόνας. Μιλούσαμε για τα πολιτικά με το συνηθισμένο προσεχτικό τρόπο, χωρίς καμιά ελπίδα, δίχως να αισθανόμαστε πραγματικά αυτά που λέγαμε. Τίποτα δεν υπονοούσε τότε, αυτά που έλεγε τώρα: «Ο Σπίνολα δεν είναι σοσιαλιστής. Κι ο σοσιαλισμός είναι η μοναδική απάντηση στην παρούσα κατάσταση».
Στη Μπραζιλέιρα, ένα παλιό στέκι ποιητών και καλλιτεχνών, ο κόσμος μιλούσε δυνατά και κουβέντιαζε πυρετωδώς, αλλά δε φαίνονταν τόσο ενδιαφέρον, όσο τα πράγματα που συνέβαιναν στο δρόμο. Μετά από ένα γεύμα στου Μ., πορευτήκαμε ξανά πάνω-κάτω στη Λεωφόρο Ελευθερίας. Ήταν σα να επιδεικνύαμε και τη δική μας περιφρόνηση (στην παλιά απαγόρευση). Ο κόσμος έκανε πορεία στην αρχή της Λεωφόρου, δίχως καλά-καλά να πιστεύει ότι τό ’κανε στ’ αλήθεια, και κατόπιν, την ξανα-κατέβαινε για να «χωνέψει» ότι ήταν πράγματι δυνατό να συμβαίνει
Στο Ροσσίου, οι Μαοϊκοί έκαναν κουμάντο στην κατάσταση. Είχαν βάλει μπρος τα σπρέι τους. Συναντήσαμε έναν τυπικό Εγγλέζο της μεσαίας τάξης, ο οποίος υποτιμούσε την όλη κατάσταση, λες κι επρόκειτο για Πορτογαλέζικο ποδοσφαιρικό παιχνίδι. Ήθελα να τον κρεμάσω την ίδια στιγμή αλλά αμφέβαλα για το αν ο κόσμος θα καταλάβαινε. Μιλήσαμε σ’ ένα Γερμανό σύντροφο που διακατέχονταν από ελπίδα κι ενθουσιασμό. Έπειτα, πέσαμε πάνω σε μια παρέα Πορτογάλων φίλων και συζητήσαμε για τις αντιφάσεις της κατάστασης. Τους κυνηγούσε ακόμα η ανάμνηση κι ο φόβος της PIDE και φοβούνταν ν’ αναλάβουν οποιαδήποτε δράση ή να κάνουν το παραμικρό. Ήθελα ένα σπρέι για να γράψω στους τοίχους, αμφισβητώντας το μονοπώλιο των μαοϊκών.  
Βρήκαμε νέα συνθήματα: «PIDE Escholhido» (PIDE ήταν και πέρασε) ή «Portugal Livre», ένα καινούριο ποτό, αποτελούμενο από «μπαγκάσο» (7) και κόκα-κόλα. Η κόκα-κόλα ήταν απαγορευμένη στην Πορτογαλία, υποτίθεται λόγω των «βλαβερών» συστατικών της αλλά στην πραγματικότητα –όπως ήξεραν όλοι- επειδή ένας υπουργός της κυβέρνησης διέθετε το μονοπώλιο της εμπορίας αναψυκτικών. Συζητήσαμε το γεγονός ότι κανένα απ’ τα κορίτσια δεν είχε φιλήσει τους στρατιώτες όπως στη Γαλλία, μετά απ’ το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ή στην Ισπανία, κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου. Τους έδιναν λουλούδια, σάντουιτς, φαγητό, τις καρδιές τους –όχι όμως φιλιά. Σαραντα-οχτώ χρόνια σεξουαλικής καταπίεσης, ήταν δύσκολο να ξεπεραστούν μέσα σε μερικές μέρες. Κουβεντιάσαμε για τις διαδηλώσεις. Γιατί δεν υπήρχε μουσική, κάτι αναμενόμενο για τους Πορτογάλους; Έλειπε η εμπειρία. Δεν υπήρχαν νόμιμες πολιτικές δραστηριότητες. Στις μαύρες εποχές, σε κάποια καθορισμένη ώρα που ποτέ δεν δημοσιοποιούνταν αλλά ήταν γνωστή παρόλ’ αυτά, ακόμα και στους φυλακισμένους, οι άνθρωποι θα συγκεντρώνονταν ήσυχα και θά ’βγαινε κάποιος λόγος. Αν έρχονταν η αστυνομία, όλα τέλειωναν. Αυτή ήταν η προηγούμενη εμπειρία.  
Τα συνθήματα άλλαζαν, ώρα με την ώρα. «Λαός ενωμένος, ποτέ νικημένος», «Κάτω ο αποικιακός πόλεμος», «Θάνατος στην PIDE», «Σοσιαλισμός, σοσιαλισμός». Η παραπλάνηση που έκρυβε το πρώτο σύνθημα ήταν ακόμα πολύ εξαπλωμένη. Τι είδους εγκλήματα εναντίον της εργατικής τάξης, επρόκειτο σύντομα να διαπραχθούν στ’ όνομα αυτής της επίπλαστης «ενότητας»!  
Είκοσι-τρία συνδικάτα είχαν συναντηθεί γρήγορα κι εξέδωσαν μια κοινή δήλωση. Τα αιτήματά τους (Παράρτημα 2) πήγαιναν λίγο παραπέρα σε σχέση μ’ αυτά που η Στρατιωτική Επιτροπή είχε ήδη υποσχεθεί. Τα συνδικάτα είχαν θεσμοθετηθεί απ’ την προηγούμενη κυβέρνηση που τους είχε αρνηθεί κάθε αυτονομία, το δικαίωμα στην απεργία κι ακόμα τη διοργάνωση κάθε δημόσιας συγκέντρωσης. Αν προέκυπτε κάποια διαφωνία, έπρεπε να ενημερωθεί το Υπουργείο Εργασίας. Ξεκινούσε σ’ αυτή την περίπτωση διάλογος και τα παράπονα «επιλύονταν» κατ’ αυτό τον τρόπο (π.χ. μ’ ατέρμονες συζητήσεις). Υπήρχαν βέβαια απεργίες: χιλιάδες άνθρωποι δήλωναν ξαφνικά ασθένεια την ίδια μέρα και παρέμεναν στα σπίτια τους. Πολλοί εργάτες της Λισαβόνας ζουν στην άλλη πλευρά του ποταμού. Κάποια μέρα, όλοι οι βαρκάρηδες τραυματίστηκαν μυστηριωδώς και οι διελεύσεις σταμάτησαν: επικράτησε πανδαιμόνιο. Το διαρκώς αυξανόμενο κόστος διαβίωσης (νοίκια, διατροφή, ρούχα) είχε προκαλέσει παράνομες απεργίες που είχαν γίνει συχνότερες στη διάρκεια του τελευταίου χρόνου. Σημειώθηκαν απεργίες στη Ρομπιαλάκ (εργοστάσιο χρωμάτων), στη Σακόρ (διυλιστήρια πετρελαίου), στην Ελέκτρο-Άρκο (κατασκευαστική), στη Σορεφάμ (μηχανικά εξαρτήματα), και σε πολλά άλλα μέρη επίσης. Ο τομέας του ηλεκτρισμού πλήγηκε ιδιαίτερα και οι τραπεζικοί υπήρξαν αρκετά μαχητικοί.
Στήριξη έρχεται απ’ το εξωτερικό. Το νέο καθεστώς αναγνωρίζεται απ’ τις χώρες της Μέσης Ανατολής, οι οποίες είχαν επιβάλλει πετρελαϊκό εμπάργκο στην Πορτογαλία, εξ’ αιτίας της υποστήριξης του Καετάνο στους Αμερικανούς, στη διάρκεια του Αραβο-Ισραηλινού Πολέμου. Ακολουθεί η –ακόμα φασιστική- Βραζιλία. Τελικά, οι χώρες του ΝΑΤΟ προχωρούν σ’ αναγνώριση.
Τα πράγματα εξελίσσονται γρήγορα. Είναι φανερό ότι η «λύση» Σπίνολα μπορεί να είναι μόνο προσωρινή. Ο Σπίνολα δεν είναι ο υποκινητής της εξέγερσης. Αυτό, το παραδέχτηκε κι ο ίδιος, λέγοντας ότι «αυτό είναι ένα κίνημα χωρίς καθοδηγητές». Θυμόμαστε ότι αρχικά τέθηκε υπό την «προστατευτική κουστωδία» των Λοχαγών, στη διάρκεια των πρώτων σταδίων του πραξικοπήματος, κι ότι δεν προσχώρησε σ’ αυτό, παρά μονάχα λίγο αργότερα, όταν αυτό εδραιώθηκε. Μαθαίνουμε ότι το κίνημα ξεκίνησε μήνες πριν, στη Μοζαμβίκη, πως γιγαντώθηκε στις τάξεις των αξιωματικών, μέχρι που έφτασε στο κατώφλι του Σπίνολα. Ο Σπίνολα είναι γνωστός κι επιφανής, η πατρική φιγούρα της εξέγερσης εναντίον του Καετάνο. Ο κόσμος τρέφει πολλές αυταπάτες γύρω απ’ αυτόν. Πόσο θα διαρκέσουν;
Ο Πάλμα Ινάσιο, ο πασίγνωστος θιασώτης της άμεσης δράσης, μιλάει στο Θέατρο της Μαρία Μάτος και δίνει συνέντευξη στη Ρεπούμπλικα. Είναι κουρασμένος αλλά διατηρεί ακόμα τον παλιό του οίστρο, αυτός ο «Σκάρλετ Πίμπερνελ» (ΣτΜ: ο ήρωας του ομώνυμου μυθιστορήματος της Βαρώνης Ορτσί), που συλλαμβάνονταν και δραπέτευε τόσο συχνά. Είχε συμμετοχή στην ανταρσία του 1947. Το 1951, κατέλαβε ένα αεροπλάνο και πέταξε φυλλάδια πάνω απ’ τη Λισαβόνα και το Πόρτο. Το LUAR, η οργάνωση που ανήκε, διεξήγαγε ληστείες τραπεζών με τρόπο που αποσπούσε το θαυμασμό. Ο Ινάσιο είχε ρωτηθεί κάποτε απ’ το δικαστή που τον καταδίκασε, αν επιθυμούσε να πει οτιδήποτε προς υπεράσπισή του. Δεν επιθυμούσε τίποτα, ανέφερε, εκτός από μια σκοτεινή νύχτα και μια θύελλα. Μια τέτοια νύχτα λοιπόν, δραπέτευσε από μια εκ των φυλακών υψίστης ασφαλείας της Πορτογαλίας.
Ο Μάριο Σοάρες, ο γενικός γραμματέας του παράνομου Σοσιαλιστικού Κόμματος – Σ.Κ., επιστρέφει αύριο. Η πολιτική του ακούγεται ριζοσπαστικότερη απ’ ότι αυτή του CDE ή την αντίστοιχη της Στρατιωτικής Επιτροπής, αλλά πρόκειται για επαγγελματία πολιτικό και τα γεγονότα ήδη κινούνται πέρα απ’ αυτόν.  
Τα πίνουμε στου Ζοάο. Η κουβέντα είναι πιο ήσυχη κι επιφυλαχτική. Αυτές οι μεταπτώσεις στη διάθεσή μας, θα μας συντροφεύουν τις επόμενες μέρες: έντονη αισιοδοξία και απογοήτευση. Ανησυχούμε από τώρα για τ’ ότι τα γεγονότα μας παρασέρνουν αλλά κι επειδή απλά κρίνουμε τα πράγματα απ’ την πλευρά της μειοψηφίας. Κάποιος κάνει μια αόριστη παρατήρηση, σχετικά με την πιθανή απώλεια όλων όσων έχουν κερδηθεί, στην περίπτωση που βαδίσουμε υπερβολικά γρήγορα. Οι περισσότεροι από μας διαφωνούν μ’ αυτό αλλά είμαστε υπερβολικά κουρασμένοι για ν’ ανοίξουμε κουβέντα.
Συνέβησαν πολλά πράγματα για ν’ ανακτήσουμε την πίστη μας στη ζωή και την επανάσταση. Είμαστε συνεπαρμένοι απ’ την εργατική τάξη που έχει πάρει ην κατάσταση στα χέρια της, παρουσιάζοντας τη δική της ερμηνεία πάνω στο Πρόγραμμα (του MFA). Μπορεί να πετύχει πάρα πολλά μέσα στις κατάλληλες συνθήκες. Είμαι πεπεισμένος όσο ποτέ άλλοτε για την ιδιαίτερη ταυτότητα της τάξης αυτής. Είμαι έκπληκτος, που στη μνήμη του ο λαός διατήρησε το ιδιαίτερο επαναστατικό του παρελθόν. Τα τωρινά γεγονότα ανακίνησαν τις μνήμες αυτές. Ημερομηνίες που ποτέ δε διδάχτηκαν στα σχολειά, τραγούδια που ποτέ δεν τραγουδήθηκαν ανοιχτά, όλα τούτα τα θυμούνται στο ακέραιο... Ήταν άλλη μια σπουδαία μέρα, μια μέρα που ποτέ δεν περίμενα και που ποτέ δε θα ξεχάσω.
Κυριακή, 28 Απρίλη. Μέρα 4η.
Ο Μάριο Σοάρες φτάνει και τον υποδέχονται χιλιάδες άνθρωποι. Η χαρά στο σταθμό είναι απερίγραπτη: «Ζήτω η Λευτεριά», «Ελεύθερα Συνδικάτα», «Η Εξουσία στους Εργάτες». Ένα τεράστιο πλήθος περιμένει το Νότιο Εξπρές Νο 1002, που αναμένεται απ’ το Παρίσι. Κανείς δε θα μπορούσε να το φανταστεί μερικές μέρες νωρίτερα. Το «τρένο της ελευθερίας», όπως είναι τώρα γνωστό, φτάνει στο Σταθμό της Σάντα Απολόνια, μεταφέροντας εκατοντάδες εξόριστους που επιστρέφουν: το Μάριο Σοάρες και άλλα ηγετικά στελέχη του Σ.Κ., τις ηθοποιούς Μαρία Μπαρόζο και Μαρία Κοέλιο, μέλη του LUAR απ’ το Παρίσι, κάποιους αξιωματούχους του PCP. Όλους τους κατακλύζουν τα συναισθήματα, καθώς αποβιβάζονται στην αποβάθρα. Ο Φερνάντο Ονέτο, εξόριστος λόγω της συμμετοχής του στην εξέγερση του 1959, [ήταν] με δάκρυα στα μάτια.
«Αυτοί είναι οι καλύτεροι απ’ τους γιους και τις κόρες μας», λέει κάποιος που στέκεται δίπλα μου και κατά κάποιο τρόπο, δεν ακούγεται μελό. Το αίσθημα είναι πατριωτικό μέχρι τα μπούνια. Μόνο ελάχιστοι σ’ αυτή τη φάση, αντιλαμβάνονται πλήρως τη θολούρα αυτής της «ενότητας» και του «αντι-φασισμού». Αργότερα, πρέπει ν’ αναπτυχθεί μια βάση κριτικής κι ο λαός πρέπει ν’ αρχίσει να σκέφτεται με όρους μιας αντικαπιταλιστικής δύναμης, τους όρους της εργατικής τάξης.
Κάνουμε πορεία προς το Ινφάντε Σάντο, καταλαμβάνοντας όλο το δρόμο. Οι κόρνες των μποτιλιαρισμένων αυτοκινήτων ηχούν για μας, με μια τρελή, αισθησιακή και λυτρωτική χαρά. Ίσως εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων βρίσκονται στους δρόμους. Ποιος ξέρει; Οι ρεπόρτερς κι οι άνθρωποι της τηλεόρασης είναι εκεί και το πλήθος τους κάνει το σήμα της νίκης. Νοιώθουν παντοδύναμοι. Παρόλο που δεν το γνωρίζουμε, χιλιάδες πραγματοποιούν πορείες στο Πόρτο, στο Αβέιρο, στη Μπέζα και στο Καστέλο Μπράνκο, σ’ ένα χωριουδάκι του Αλεντέζο.
Είμαστε κουρασμένοι, κουρασμένοι απ’ τη συγκίνηση, απ’ την έλλειψη ύπνου, απ’ τις ατέλειωτες πορείες. Πηγαίνουμε στο σπίτι της Μ. για να τσιμπήσουμε κάτι. Τηλεφωνώ στο σχολείο για να δω αν πρέπει να επιστρέψω αύριο. Έχω ξεχάσει τελείως τις μικρές καθημερινές συνήθειες της ζωής, όπως το να ξυπνάς για τη δουλειά τα πρωινά. Χωρίζουμε μετά από τρεις μέρες ευτυχίας και απόλυτης σύμπνοιας. Ξαφνικά, αντιλαμβάνομαι ότι δε γνωρίζω τίποτα το προσωπικό γι’ αυτήν, ότι δεν έχουμε συζητήσει το παραμικρό σ’ αυτό το επίπεδο, μιας κι ήμασταν απόλυτα συνεπαρμένοι απ’ τα γεγονότα. Νοιώθω όμως ότι γνωρίζω τα περισσότερα απ’ όσα πρέπει να ξέρω.  
Δευτέρα, 29 Απρίλη. Μέρα 5η.
Μέσα στην απάθειά του, το σχολείο αποτελεί έναν άλλο κόσμο. Μιλώ με ορισμένους δεξιούς καθηγητές που αντιλαμβάνονται τη σπουδαιότητα των όσων συμβαίνουν. Κάνουν συγκρίσεις με την Κούβα και την Ουρουγουάη. Απολαμβάνω το φόβο τους, χωρίς να συμμερίζομαι τις αυταπάτες τους για την «επαναστατική» φύση αυτών των καθεστώτων. Όσοι βρίσκονται στα άκρα του πολιτικού φάσματος, βλέπουν στην αρχή την κατάσταση πιο καθαρά. Ενστικτωδώς, διαθέτουν την καλύτερη ανάλυση.
Τελειώνω στις 15.00. Οι τράπεζες είναι ακόμα κλειστές. Μεταξύ 14.00 και 17.00 πληρώνουν αποκλειστικά μισθούς, με την προσκόμιση ενός σημειώματος απ’ την εργοδοσία. Απ’ την εξέγερση της Κάλντας ντα Ραΐνια, στις 16 Μάρτη, τρία δισεκατομμύρια εσκούδα βγήκαν απ’ τη χώρα. Οι πάμπλουτοι πανικοβλημένοι, φούσκωσαν από νωρίς τους Ελβετικούς τους λογαριασμούς. Αντιλαμβάνομαι πόσο απροετοίμαστοι ήμασταν, πόσα λίγα ξέραμε για την οικονομία και τις σκοτεινές συναντήσεις που πρέπει να έλαβαν χώρα.
Είναι μια μέρα προετοιμασίας, συζήτησης κι οργάνωσης. Οι δουλειές έχουν παγώσει παντού. Οι συναθροίσεις κι οι κουβέντες τις έχουν αντικαταστήσει. Η ίδια η λέξη  «ομαλότητα» έχει ευτελιστεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε έχει απωλέσει κάθε νόημα. Χθες, η Ρεπούμπλικα είχε τον τίτλο, «(Ν’ αποκατασταθεί η) Ομαλότητα Παντού». Αν αυτό ήταν το «ομαλό», τότε εγώ δεν τό ’βλεπα πουθενά! Ήταν η φωνή της μπουρζουαζίας που πάσχιζε ν’ αποδείξει ότι η χώρα λειτουργούσε ακόμα κι ότι εξακολουθούσε ν’ αποτελεί κτήμα της. Η «ομαλότητα» τονίζονταν απ’ όλα τα πολιτικά κόμματα, φανερώνοντας πόσο παγιδευμένα ήταν στις παλιές αντιλήψεις, αξίες και νοοτροπίες. Ήταν γελοίο. Ο κόσμος έκανε πλάκα μ’ όλα αυτά. «Δε θα πληρώσω τον καφέ μου, αυτό είναι το φυσιολογικό», είπε κάποιος στο σερβιτόρο ενός καφενείου.    
16.00. Μαθαίνουμε ότι η Στρατιωτική Επιτροπή έχει ανακηρύξει εθνική αργία. «Η Πρωτομαγιά θ’ αποτελέσει τεστ για το νέο καθεστώς», γράφουν οι ξένες εφημερίδες, κάτι που επαναλαμβάνεται αμέσως απ’ τον πορτογαλικό τύπο.
Πηγαίνω στο Ροσσίου και μένω να θαυμάζω τον όγκο του πλήθους. Νοιώθω την αδρεναλίνη να επιστρέφει. Η Ένωση των Ξενοδοχοϋπαλλήλων κάνει πορεία κι οι φωνές τους αποπνέουν ελπίδα και προσμονή. Δεν είναι άραγε σα να τινάζουν από πάνω τους, όλη τη λίγδα απ’ τις τουριστικές κουζίνες, μέσα στις οποίες δούλευαν για τόσο καιρό, μες τη σιωπή; Φέρνουν βόλτα δυο φορές την πλατεία, συγκεντρώνοντας ορμή και στήριξη, συνεχίζοντας μετά στη Λεωφόρο Ελευθερίας. Πηγαίνω μαζί τους. Παντού τριγύρω, παρέες ανθρώπων συζητούν πυρετωδώς.
Είναι μια βραδιά μανιφέστων σε ραδιόφωνο και τηλεόραση. Συνδικάτα κάθε είδους, οργανώνονται και διεκδικούν. Είναι απίστευτο. Είχα διαβάσει τέτοιες διακηρύξεις σαν κομμάτι της ιστορίας, απ’ το 1871, το 1917 και το 1936. Τώρα, ακούγονται απ’ το ραδιόφωνο. Φοιτητές απ’ τη Λισαβόνα, την Κοΐμπρα και το Πόρτο, βγάζουν λόγους. Τραγούδια του FRELIMO (το «Απελευθερωτικό Κίνημα» της Μοζαμβίκης) ακούγονται ξανά και ξανά, και πιθανότατα παίζονται για πρώτη φορά απ’ τη δημόσια ραδιοφωνία. Η ίδια η πράξη είναι ανατρεπτική, πέρα απ’ τ’ ότι νομίζει ο καθένας γι’ αυτά τα καθεστώτα. Ακολουθεί μια επίσημη ανακοίνωση:
«Η Στρατιωτική Επιτροπή ενημερώνει την GNR και τα ΜΑΤ/PSP πως χαιρετίζει τις διαδηλώσεις χαράς που σχεδιάζονται για την Πρωτομαγιά απ’ τους εργάτες και τους ζητά να μην επέμβουν».
Μέσα σ’ ένα μπαράζ προπαγάνδας, οι Μαοϊκοί κατέλαβαν ορισμένα άδεια σπίτια στην Μποαβίστα, βάζοντας μέσα κόσμο. Η Μποαβίστα είναι τα «Ινδικά», μια παραγκούπολη από ετοιμόρροπα «barracas» (παράγκες). Η Α Καπιτάλ, η απογευματινή εφημερίδα, παραθέτει αφηγήσεις από κάποιες καταλήψεις:
«Ζούσα εδώ, σε μια παράγκα, για 15 χρόνια. Είμαι παντρεμένη με 5 παιδιά. Έκανα ότι κι υπόλοιποι και κατέλαβα ένα άδειο σπίτι. Υπήρχαν κάποιοι νεαροί, φοιτητές, που μας είπαν να σπάσουμε τις πόρτες και να εγκατασταθούμε. Κανείς δεν πιάστηκε όταν έγινε αυτό το πράγμα. Κοίταζα για κάνα σπίτι, εδώ κι ένα χρόνο περίπου»,  (Μαριέτε Μπαρμπάρα).
«Ζούσα σ’ αυτή την παράγκα από τότε που φτιάχτηκε το μέρος, 34 χρόνια πριν. Ήταν μετά από μια σφοδρή καταιγίδα, που αναγκαστήκαμε νά ’ρθουμε δω. Εφτά μήνες πριν, ο άντρας μου μ’ έδιωξε. Από τότε ζούσα με τους γείτονες. Κουβαλούσα τα παιδιά μου από δω κι από κει. Στ’ αλήθεια, δεν είχα άλλη επιλογή. Ο κόσμος άρχισε να καταλαμβάνει σπίτια κι εγώ επίσης έκανα το ίδιο», (Λουσίντα Λίμα).
Αργά το βράδυ, κατέφτασε η αστυνομία κι ο στρατός, βάζοντας τέρμα στη συνέχιση των καταλήψεων. Αυτοί που ήδη είχαν μπει, αρνήθηκαν να βγουν. Τους άφησαν να μείνουν. Τα υπόλοιπα άδεια σπίτια της περιοχής, τα φυλάνε στρατιώτες.
Φοβόμουν, όπως κι οι υπόλοιποι, σχετικά με το τι θα συνέβαινε την Πρωτομαγιά. Ο Στρατός είχε ήδη πυροβολήσει στον αέρα, στη διάρκεια μιας διαδήλωσης, επειδή ένας ταγματάρχης είχε κρίνει πως επρόκειτο για «κατάσταση κινδύνου». Είχε προειδοποιήσει πως «δε θα διστάσουμε να κάνουμε χρήση βίας αν οι πολίτες δεν συνεργαστούν. Μπορούν να διαδηλώνουν ειρηνικά, όχι όμως και να προκαλούν». Το ύφος του ήταν δυσοίωνο, μια υπενθύμιση ότι ο στρατός ήταν αυτός που έκανε κουμάντο. [Ο στρατός] Ήταν όμως πολύ δημοφιλής ακόμα κι ο κόσμος υπάκουσε αμέσως στις διαταγές. Οι αντιθέσεις όμως, έρχονταν σιγά-σιγά στην επιφάνεια.
Τα γραφεία της PIDE δεν είχαν χτυπηθεί αμέσως κι αυτό τους έδωσε την ευκαιρία να καταστρέψουν κάποια αρχεία, ειδικότερα δε, αυτά που αφορούσαν τους πράκτορες και τους πληροφοριοδότες. Αργότερα, το στρατηγείο της ανοίχτηκε για τους εκπροσώπους του τύπου. Ανακαλύφτηκαν μεγάλες κρύπτες με όπλα, χειροβομβίδες και ελαφρύ οπλισμό, όπως επίσης και φάκελοι για κάθε αγωνιστή ή ύποπτο για δράση, στην Πορτογαλία. Τ’ αριστερά πανό κι οι αφίσες, είχαν συγκεντρωθεί σ’ ένα ειδικό χώρο. Επίσης, κάτω από γυάλινες προθήκες, υπήρχαν μπροσούρες και φυλλάδια, που χρονολογούνταν απ’ τη δεκαετία του 1930. Η PIDE διέθετε την πληρέστερη επαναστατική βιβλιοθήκη της Πορτογαλίας: τα άπαντα των μαρξιστών κι αναρχικών συγγραφέων. Στον τοίχο της βιβλιοθήκης, με μεγάλα γράμματα, υπήρχε ένα ποίημα του Σαλαζάρ, γραμμένο στα δεκαοχτώ του. Δίπλα στο θάλαμο βασανιστηρίων (μια μεγάλη γυμνή αίθουσα με φώτα και μια εξέδρα) βρίσκεται ένα Καθολικό εκκλησάκι. Περιείχε ένα μεγάλο καλλιτεχνικό θησαυρό της Πορτογαλίας και στο χώρο δέσποζε ένα μνημείο της Ευλογημένης Παρθένου. Η PIDE είχε κιόλας δημιουργήσει ένα μουσείο. Αυτό που έπρεπε να γίνει τώρα γι’ αυτούς, ήταν να μετατραπούν στο κύριο έκθεμα.
Μαθαίνουμε ότι οι διαδηλώσεις σ’ Ανγκόλα και Μοζαμβίκη, απαιτούν πλήρη ανεξαρτησία. Στην Ανγκόλα, επίσης, πραγματοποιήθηκε διαδήλωση που αξίωνε τη συνέχιση της συμμαχίας με την Πορτογαλία.
Η Αφρική θ’ αναδειχθεί σε μεγάλο πρόβλημα για την Κυβέρνηση. Τ’ «απελευθερωτικά κινήματα» αυτών των χωρών θα πρέπει να καταστούν οι αποκλειστικοί ρυθμιστές του δικού τους πεπρωμένου, ανεξάρτητα απ’ το αν το πεπρωμένο αυτό, θα είναι ο κρατικός καπιταλισμός ή όχι. Η νέα κυβέρνηση πρέπει να τους αναγνωρίσει άμεσα το δικαίωμα στον αυτο-καθορισμό τους. Όμως η Στρατιωτική Επιτροπή διστάζει. Ο Σπίνολα επιθυμεί «ομοσπονδία», παρόλο που οι ντόπιοι έχουν ήδη προχωρήσει πέρα απ’ τη συγκεκριμένη ιδέα. Η Ανγκόλα, με τον περισσότερο λευκό πληθυσμό, θ’ αποτελέσει δυσκολότερη περίπτωση «αποαποικιοποίησης». Ένα πολιτικό κόμμα έχει ήδη οργανωθεί εκεί, ανάμεσα στους λευκούς.
Το PCP έχει μοιράσει ένα φυλλάδιο. Ζητά πράγματα, τα οποία η Στρατιωτική Επιτροπή ήδη τα έχει υποσχεθεί. Μέσα σ’ αυτό, δεν υπάρχει ούτε ίχνος ταξικής προσέγγισης. Το PCP αποτελεί την ουρά του Κινήματος Ενόπλων Δυνάμεων κι αυτό με τη σειρά του, είναι το όργανο της φιλελεύθερης μπουρζουαζίας.
Τρίτη, 30 Απρίλη. Μέρα 6η.
Μια αλλαγή στην πολιτική κατάσταση έχει πάντα μεγάλο αντίκτυπο στους φίλους σου! Οι άνθρωποι δεν κινούνται πια στον ίδιο ρυθμό. Αυτό που θα μπορούσαν να έχουν κοινό στα πλαίσια του «αντι-φασισμού», ξαφνικά παύει να έχει σημασία. Μια νέα κατάσταση δημιουργείται.
Τηλεφωνώ στον Ε. και κανονίζουμε για το βράδυ. Τ’ απόγεμα ξεμπερδεύω με τις σημαντικές δουλειές, γνωρίζοντας ότι τις επόμενες μέρες δε θα διαθέτω αρκετό χρόνο.  
Διαβάζω τα νέα. Φοιτητές κι εργάτες έχουν καταλάβει τα κυριότερα γραφεία του παλιού καθεστώτος. Ένας πρώην Υπουργός συνελήφθη, την ώρα που σήκωνε 80 εκατομμύρια εσκούδα απ’ την τράπεζα. Η διαφυγή των φασιστών και το κυνηγητό τους απ’ τον κόσμο, συνεχίζεται.
Όλες οι πολιτικές ομάδες, περιλαμβανομένου και του Σ.Κ., έχουν τώρα εκδώσει μανιφέστα. Αυτό το βρίσκω όμορφο, όσο και τρομαχτικό. Όμορφο, επειδή μερικές μέρες νωρίτερα, πολλές απ’ αυτές τις ομάδες δεν υπήρχαν καν στη δημόσια θέα. Είναι δύσκολο για κάποιον που δεν έχει ζήσει σε μια φασιστική χώρα, ν’ αντιληφθεί τι ακριβώς σημαίνει η απουσία της ελευθεροτυπίας. Οι εργάτες κατεβαίνουν σ’ απεργία, κάποιοι δολοφονούνται σε μια διαδήλωση, 20 άνθρωποι συλλαμβάνονται σαν «τρομοκράτες» και μόλις και μετά βίας, συναντάς ένα μικρό συκοφαντικό δημοσίευμα σε κάποια γωνιά μιας εσωτερικής σελίδας.
Στις περισσότερες μη φασιστικές καπιταλιστικές χώρες, επιτρέπεται η ύπαρξη ενός παραμελημένου και παρενοχλούμενου «υπόγειου τύπου». Εδώ, δεν υπήρξε κάτι ανάλογο. Ξαφνικά, κάθε φωνή διαθέτει πρωτοσέλιδα. Όλοι αυτοί, των οποίων η φωνή καταπνίγονταν για δεκαετίες, άρχισαν να χωνεύουν το γεγονός ότι ήταν ελεύθεροι να μιλάνε.
Είναι όμως και τρομαχτικό, επειδή τα αιτήματα είναι υπερβολικά συντηρητικά. Όλα τα καθιερωμένα κόμματα έχουν ξεπεραστεί απ’ τα γεγονότα κι είναι ανίκανα ν’ αντιμετωπίσουν τη νέα κατάσταση. Τα αιτήματα του Σ.Κ. και του PCP, περιγράφονται ήδη στο πρόγραμμα της Στρατιωτικής Επιτροπής. Δίνεται η ευκαιρία να πάνε τα πράγματα αιώνες μπροστά και το μόνο που επιθυμούν αυτοί οι άνθρωποι είναι να συρθούν κανά δυο ίντσες. Δίνεται η ευκαιρία να ξηλώσουν την πόρτα κι αυτοί θέλουν απλώς να κοιτάξουν απ’ την κλειδαρότρυπα. Οι εργάτες, έχοντας τραβήξει πολύ πιο μπροστά απ’ αυτούς, απαιτούν ένα μίνιμουμ εγγυημένου μισθού και διαθέτουν μια ολόκληρη λίστα άλλων «πραχτικών» αιτημάτων. Μάλλον κάποιος πρέπει να ξαναδιατυπώσει την περίφημη ρήση του Λένιν. Ίσως το Κόμμα του Προλεταριάτου είναι «το μοναδικό που μπορεί να δημιουργήσει μια συνδικαλιστική συνείδηση».
Το μανιφέστο του Σ.Κ. είναι επιθετικό, αν κι ακόμα ρεφορμιστικό. Κάτω απ’ τον τίτλο «Βγαίνοντας απ’ την Παρανομία», περιγράφει τους κύριους σκοπούς του (8):
1. Τερματισμός των αποικιακών πολέμων. Άμεση κατάπαυση πυρός. Διαπραγματεύσεις με την Κυβέρνηση της Γουϊνέας-Μπισσάου και με τ’ απελευθερωτικά κινήματα της Ανγκόλας και της Μοζαμβίκης 2. Άμεση αμνηστία για όλους τους λιποτάκτες κι ανυπότακτους 3. Απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων στις αποικίες 4. Δικαίωμα ψήφου στα 18 5. Διενέργεια άμεσων εκλογών με καθολική ψηφοφορία για ένα δημοκρατικό Κοινοβούλιο (Camara) 6. Απομάκρυνση όλων όσων εμπλέκονταν άμεσα με την προηγούμενη Κυβέρνηση 7. Αγώνας εναντίον των μονοπωλίων και διάλυση όλων των συντεχνιών (coprporations) 8. Σύναψη διπλωματικών σχέσεων μ’ όλες τις χώρες.
Αυτές είναι και οι πιο ριζοσπαστικές θέσεις που ως τώρα έχουν υποστηριχτεί απ’ την πλευρά των αστών πολιτικών. Συγκρινόμενο μ’ αυτό του PCP, το πρόγραμμα του Σ.Κ. φαίνεται να διακατέχεται από περισσότερη ειλικρίνεια, καλύτερη αντίληψη, μικρότερη διάθεση χειραγώγησης, και πραγματικά, λιγότερο κομματισμό. Το μανιφέστο είναι ανυπόγραφο και αποτέλεσμα ατέλειωτων συναντήσεων, απ’ την Κυριακή και μετά.
Οι Κομμουνιστές έχουν μια γραμμή που συμμορφώνεται με τις αξιώσεις της Ρωσικής πολιτικής. Έχουν ήδη ξεκινήσει την προεκλογική εκστρατεία, προσπαθώντας ταυτόχρονα να ευχαριστήσουν όλα τα κομμάτια του πληθυσμού. Το Σ.Κ. όμως, έστω και οπορτουνιστικά, έχει εκφράσει τουλάχιστον κάποια αιτήματα που αφορούν τη ζωή της εργατικής τάξης. Ο κόσμος όμως διατηρεί επιφυλάξεις για τον Σοάρες. Πρόκειται για κατ’ εξοχήν αστό πολιτικό, μέλος της «Β΄ Διεθνούς», φίλο του Γουίλσον (ΣτΜ: ο τότε Βρετανός πρωθυπουργός), του Μιτεράν και της Γκάντι, αυτών των ψευτο-σοσιαλιστών που σε κάθε ευκαιρία, προσπαθούν να πατήσουν στους άλλους για ν’ αναδειχθούν οι ίδιοι. Ενώ ο Κουνιάλ επιδιώκει να επιβάλλει τη γραμμή του με κάθε πρόσφορο μέσο, ο Σοάρες πάει όπου φυσάει ο άνεμος, κάνει φίλους, τους χρησιμοποιεί, όπως χρησιμοποιεί κι οτιδήποτε μπορεί να τον βοηθήσει.
Ο Αλβάρο Κουνιάλ έφτασε στο αεροδρόμιο, όπου τον υποδέχτηκαν σαν ήρωα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, ιδρυμένο το 1921 προς υποστήριξη των Μπολσεβίκων, διαλύθηκε το 1941 απ’ την πολιτική αστυνομία της εποχής, που ονομάζονταν «Υπηρεσία για την Επαγρύπνηση και την Υπεράσπιση του Έθνους». Το Κόμμα ξαναφτιάχτηκε σιγά-σιγά, στη διάρκεια των επόμενων χρόνων. Ο Κουνιάλ συνελήφθη το 1949. Το 1960 δραπέτευσε μαζί μ’ άλλους, απ’ τη φυλακή υψίστης ασφαλείας της Πενίσε, καταλήγοντας στη Ρωσία, όπου και εγκαταστάθηκε. Χιλιάδες εξορίστηκαν. Πολλοί επιστρέφουν. Οι Σοάρες και Κουνιάλ αποτελούν μόνο την κορφή ενός τεράστιου παγόβουνου.
Στο δρόμο για την πόλη, περνώ απ’ το σπίτι του Ε. αλλά μπλεκόμαστε σ’ ένα μποτιλιάρισμα: αυτά τα πράγματα συνεχίζουν να υπάρχουν, με ή χωρίς την επανάσταση. Διαβάζω τις εφημερίδες. Το CDS έχει καταλάβει την έδρα της «Mocidade Portuguesa», του παλιού κινήματος της νεολαίας, γνωστής ως τα «πράσινα πουκάμισα». Η Στρατιωτική Επιτροπή έχει θεσπίσει νέους νόμους που αφορούν την εξαγωγή χρημάτων και χρυσού. Όμως σε γενικές γραμμές, φαίνεται πως φοβούνται. Απευθύνουν προειδοποιήσεις εναντίον των προβοκατόρων:
«Η παρούσα κατάσταση είναι κρίσιμη. Δεν κατέστη ακόμα δυνατόν να ελεγχθούν ορισμένα στοιχεία που θα προσπαθήσουν να προκαλέσουν αναταραχή. Απευθύνουμε έκκληση για τη μέγιστη δυνατή ηρεμία, κατά τη διάρκεια του εορτασμού της 1ης Μάη. Οτιδήποτε άλλο θα θέσει σε κίνδυνο την επανάσταση». (9)
Η Στρατιωτική Επιτροπή δεν μπορεί πιθανώς να κρατάει καρτέλες για όλους και για όλα. Πολλοί κρατούμενοι απελευθερώθηκαν όμως κανείς δε γνωρίζει πόσοι ακριβώς. Οι αρχές προτρέπουν «όλους τους πρώην πολιτικούς κρατούμενους που δεν έχουν ακόμα ταυτοποιηθεί οριστικά, να προσέλθουν στις Αρμόδιες Διευθύνσεις για να παραλάβουν δελτία ταυτότητας». (10)
Μια μεγάλη συγκέντρωση φοιτητών του πανεπιστημίου έχει αποφασίσει να γκρεμίσει το μνημείο που ανεγέρθηκε απ’ το φασιστικό καθεστώς προς τιμήν των γυναικών της Πορτογαλίας, αποτίοντας στη θέση του, φόρο τιμής στην Καταρίνα Εουφέμια, την αγρότισσα που δολοφονήθηκε το 1954 απ’ την GNR. Το μνημείο γκρεμίστηκε και μια απλή πλάκα πήρε τη θέση του.
Ανησυχούμε ακόμα για την αυριανή μέρα, την Πρωτομαγιά. Περνάω από ένα σούπερ-μάρκετ αναζητώντας ν’ αγοράσω μερικά σπρέι. Δεν υπάρχει τίποτα. Βρίσκω τυχαία κάποια σ’ ένα μαγαζί με είδη ζωγραφικής. Τα όπλα του πολιτισμού, επαναστατικά αλλά και άλλα, παραμένουν στα χέρια της μεσαίας τάξης.
Συναντώ την Μ., σκασμένη όσο δεν πάει, εξ’ αιτίας των συναδέρφων της. Το ρίχνουμε στην κουβέντα και μιλάμε για τα συναισθήματά μας, απ’ την τελευταία φορά που βρεθήκαμε. Αναφέρουμε ομαδικές δράσεις κι ανθρώπους που μιλήσαμε. Πηγαίνουμε σ’ ένα παλιό τάσκα που έχει μετατραπεί σε στέκι μαρξιστών-λενινιστών φοιτητών. Είναι περασμένα μεσάνυχτα αλλά κανείς δε βρίσκεται εκεί που θά ’πρεπε να είναι. Ελπίζουμε νά ’ναι έξω, κάνοντας πράγματα, ετοιμάζοντας πανό, δουλεύοντας σε ομάδες. Νοιώθουμε ανήμποροι. Φαίνεται γελοίο για δυο ξένους να προσπαθήσουν να κάνουν οτιδήποτε μόνοι τους. Τά ’χουμε κοπανήσει λιγάκι. Η κατάθλιψή μας μετατρέπεται σ’ ανυπομονησία και θυμό κι έτσι, βγαίνουμε έξω, γράφοντας μόνοι μας στους τοίχους. Καταλήγουμε στο καθιερωμένο σύνθημα, «Κάτω ο αποικιακός πόλεμος», αλλά τελικά προσθέτουμε και κάποια γκράφιτι, αποτέλεσμα της παρόρμησης της στιγμής. Το κάνουμε για μας, εξ’ αιτίας της αμηχανίας μας και της επιθυμίας μας ν’ αποτελέσουμε κομμάτι του μεγάλου κινήματος που ήδη τραβάει προς τα μπρος. Κι αισθανόμαστε καλά. Ο κόσμος περνάει και μας κάνει το χαιρετισμό της σφιγμένης γροθιάς. Όμως φοβόμαστε κιόλας. Γράφω ένα μεγάλο σύνθημα. Στα μισά, πανικοβάλλομαι και φωνάζω στη Μ., «πως γράφεται η επανάσταση στα Πορτογαλέζικα;». Η Μ. γελάει δυνατά κι η χαρά της είναι απόλυτα αληθινή.
Τετάρτη, 1η Μάη. Μέρα 7η.
Δεν έχουμε ξαναδεί κάτι τέτοιο. Όλη η Λισαβόνα είναι στο δρόμο, το συναίσθημα είναι απίστευτο. Όλο το πρωί, το ραδιόφωνο έκανε εκκλήσεις για «ηρεμία κι αξιοπρέπεια». Οι αρχές υποτίθεται ότι φοβούνται τη δεξιά, ένας φόβος αρκετά βάσιμος μιας και υπάρχουν ακόμα περίπου 20.000 ασύλληπτοι πράκτορες της PIDE. Νοιώθουμε όμως πως φοβούνται εξίσου και την αριστερά.
Στεκόμαστε στη γωνιά της Αλαμέντα, προσπαθώντας να μη μας ξεφύγει το παραμικρό: η φασαρία, η διάθεση, η χαρά που ξεχειλίζει, μετά από μισό αιώνα που την κρατούσαν σφραγισμένη. Βρίσκουμε κάποιους φίλους, όπως είχε κανονιστεί.
Τούτη είναι η μέρα των εργατών κι ολόκληρη η Λισαβόνα είναι εδώ. Υπάρχουν φορτηγά, προφανώς δανεισμένα για τη σημερινή μέρα, φορτωμένα με κόσμο που έρχεται απ’ τα γειτονικά μέρη και τα προάστια. «Κανένας δε μας πλήρωσε για να διαδηλώσουμε», γράφει ένα πανό, αναφερόμενο ευθέως στις πραχτικές του παλιού καθεστώτος. Θα μπορούσα να βάλω τα κλάματα. Άλλοι έχουν κιόλας δακρύσει. Όλη τη μέρα κάνουμε πορεία, χαμένοι σε διάφορα τμήματα ενός πλήθους που φτάνει το μισό εκατομμύριο. Λουλούδια, γαρύφαλλα παντού. Κατά μήκος της πορείας, οι άνθρωποι προσφέρουν νερό στους διαδηλωτές απ’ τα παράθυρά τους.
Φτάνουμε στο μόλις μετονομασθέν «Στάδιο της 1ης Μάη». Υπάρχουν δεκάδες χιλιάδων μέσα και περισσότεροι απ’ έξω που προσπαθούν να μπουν. Στο βήμα, οι προβεβλημένοι πολιτικοί: ο Κουνιάλ, ο Σοάρες, οι ηγέτες των συνδικάτων. Οι λόγοι ξεκινούν. Τα σφυροδρέπανα υψώνονται καθώς ο Κουνιάλ μιλάει. Ο Σοάρες τυγχάνει θερμής υποδοχής. Οι λόγοι είναι καταθλιπτικοί, ρεφορμιστικοί, οπορτουνιστικοί... Οι ουσιαστικές κουβέντες διεξάγονται εκεί έξω, στους δρόμους. Οι εργάτες εξηγούν ο ένας στον άλλον τι σημαίνει ή τι θα μπορούσε να σημαίνει το «auto-gestao» (αυτο-διαχείριση).
Φεύγουμε και τραβάμε κατά το Ροσσίου. Το μετρό είναι το μοναδικό μέσο μεταφοράς. Υπάρχουν μόνο δυο βαγόνια ανά συρμό. Δεν μπορούν να προστεθούν κι άλλα επειδή κάποιοι σταθμοί έχουν κατασκευαστεί στο αντίστοιχο μήκος, κι αυτό μόλις το 1973. Στριμωχνόμαστε σα Πορτογαλέζικες σαρδέλες. Φτάνουμε στην πλατεία κι οι σκηνές είναι απερίγραπτες.
Η μπάντα του ναυτικού είναι εκεί, μπλεγμένη με μαοϊκούς και τροτσκιστές διαδηλωτές. Είναι η αποκαλούμενη άκρα αριστερά. Έτσι είναι όμως οπουδήποτε στην πόλη. Δεν υπάρχει χώρος, στην κυριολεξία, για σεχταρισμούς.
Νεαροί εργάτες χορεύουν στο ρυθμό της μουσικής. Περνάνε αστυνομικά οχήματα με διαδηλωτές σκαρφαλωμένους στην οροφή τους. Ένα λεωφορείο περνάει με τον οδηγό του να κορνάρει στο ρυθμό της γενικότερης φασαρίας. Κανείς δεν ξέρει που θα καταλήξει το όχημα αυτό: η κατεύθυνση που ακολουθεί δεν έχει καμιά σχέση με τον προορισμό που αναφέρει η πινακίδα του. Οι έξοδοι κινδύνου όλων των λεωφορείων είναι ανοιχτές και από κάθε παράθυρο προεξέχουν σημαίες. Περνάει μια ομάδα νεολαίων, οι «Γκρίνγκος της Σάμπα», σύμφωνα με το πανό τους. Η Λατινοαμερικάνικη μουσική τους είναι πολύ μεταδοτική. Αρχίζουν να χορεύουν κι άλλοι.
Μια διερχόμενη ομάδα φοιτητών φωνάζει: «O Povo Armado, Jamais Sera Vencido» (Λαός Οπλισμένος, Ποτέ Νικημένος). Ο κόσμος γελάει με τη συγκεκριμένη ανατρεπτική παραλλαγή του «επίσημου συνθήματος». Επικρατεί κομφούζιο. Ο κόσμος επευφημεί οποιονδήποτε κι οτιδήποτε. Κάποιος φωνάζει: «Ζήτω ο Σπίνολα, ζήτω ο Κομμουνισμός»!
Πηγαίνουμε στο σπίτι κάποιων νέων τραγουδιστών, των οποίων τα τραγούδια είχαν απαγορευτεί. Οι δίσκοι τους, λογοκριμένοι, σπανίως παίζονταν στο ραδιόφωνο. Όλοι τα πίνουν. Μετά από λίγο, είμαστε όλοι μια παρέα που τραγουδάει, και μια ώρα αργότερα, επιστρέφουμε στο Ροσσίου. Παραμένουμε εκεί, καθισμένοι στο δρόμο, μέχρι τις 3 τα ξημερώματα, τραγουδώντας και χαζεύοντας τον κόσμο που πηδάει στα παγωμένα νερά του συντριβανιού. Τελικά, εξουθενωμένος, αποφασίζω να επιστρέψω σπίτι.
Ποτέ δε θα ξεχάσω την Πρωτομαγιά. Η φασαρία, η φασαρία, η φασαρία ακόμα ηχεί στ’ αυτιά μου. Οι κόρνες που χτυπάνε χαρμόσυνα, οι φωνές, τα συνθήματα, το τραγούδι κι ο χορός. Οι πόρτες της επανάστασης φαίνεται πως ξανάνοιξαν, ύστερα από σαραντα-οχτώ χρόνια καταπίεσης. Για κείνη τη μέρα, άλλαξε η σειρά όλων των πραγμάτων. Τίποτα δεν ήταν θεόσταλτο, όλα ήταν δημιούργημα των ανθρώπων. Οι άνθρωποι μπόρεσαν ν’ αντικρίσουν τη δυστυχία και τα προβλήματά τους μέσα σ’ ένα ιστορικό πλαίσιο. Πως μπορούν οι λέξεις να περιγράψουν 600.000 ανθρώπους που διαδήλωναν σε μια πόλη ενός εκατομμυρίου; Ή την εικόνα με τα γαρύφαλλα που τά ’βλεπες παντού, στις κάνες των όπλων, σε κάθε άρμα και σε κάθε αυτί, στα χέρια των φαντάρων, όπως και των διαδηλωτών; Είναι τ’ αποκορύφωμα μιας βδομάδας, γεμάτης από γεγονότα που έτρεχαν σα δαιμονισμένα. Ο εργαζόμενος λαός άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του πάνω σ’ αυτή την κατάσταση. Το κάλεσμα αφορούσε το σοσιαλισμό κι οι μάζες των συνηθισμένων ανθρώπων είχαν μπει στην υπόθεση για να το κάνουν πραγματικότητα. Αυτό που ξεκίνησε ως στρατιωτικό πραξικόπημα, προσλαμβάνει νέες διαστάσεις. Η Στρατιωτική Επιτροπή διατηρεί ακόμα την εξουσία αλλά είναι ο λαός αυτός που έχει το πάνω χέρι, κι ιδιαίτερα η εργατική τάξη.
Πέρασε μόλις μια βδομάδα, παρόλο που μοιάζει σα να πέρασαν μήνες ολόκληροι. Κάθε στιγμή βιώθηκε στον απόλυτο βαθμό. Είναι κιόλας δύσκολο να θυμηθείς πως έμοιαζαν οι εφημερίδες πριν ή τι έλεγε ο κόσμος τότε. Αυτό εξάλλου δεν είναι πάντα το νόημα μιας επανάστασης;





II. ΤΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ
Προβλήματα της Καπιταλιστικής Υπανάπτυξης.
Τον 15ο αιώνα, η Πορτογαλία άρχισε ν’ αποκτά το απόλυτο πλεονέκτημα της εύκολης πρόσβασης στις θαλάσσιες οδούς, μεταξύ Ατλαντικού και Μεσογείου. Οι θαλασσοπόροι της (όπως άλλωστε κι οι Ισπανοί) ανακάλυψαν και κατέκτησαν μακρινές περιοχές. Σε λιγότερο από έναν αιώνα, η Πορτογαλία εγκαθίδρυσε μια μεγάλη αποικιακή αυτοκρατορία που εκτείνονταν απ’ τη Νοτιοανατολική Ασία μέχρι τη Νότια Αμερική, περιλαμβάνοντας και μεγάλα τμήματα της Αφρικής.
Η κατά βάση φεουδαρχική φύση της Πορτογαλικής κοινωνίας. επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκαν οι νέες κτήσεις της. Η άγρια εκμετάλλευση στην οποία κατέφυγαν, βασίστηκε στη λεηλασία των φυσικών πόρων. Οι ιθαγενείς πληθυσμοί μετατράπηκαν σε σκλάβους. Τα κέρδη και το πλιάτσικο αποτέλεσαν τη βάση ενός προνομιούχου στρώματος στο έδαφος της ίδιας της Πορτογαλίας, κι ειδικότερα στη Λισαβόνα, του οποίου τα πλούτη εξαρτώνταν άμεσα απ’ τις αποικίες.
Η νέα μπουρζουαζία του εμπορίου δημιουργήθηκε στη βάση αυτής της πρώιμης εμπορίας σκλάβων, μπαχαρικών και διαμαντιών. Αυτό που την ικανοποιούσε ήταν η συμμαχία με τις τάξεις της γαιοκτησίας, για την απόσπαση πλούτου απ’ τις υπερπόντιες κτήσεις, με τους πλέον πρωτόγονους τρόπους, χωρίς καμιά διάθεση για την ανάπτυξη οποιασδήποτε παραγωγικής δραστηριότητας. Το Στέμμα κι οι γαιοκτήμονες είχαν υπό την επιτήρησή τους εμπόρους, λαμβάνοντας ένα ποσοστό των κερδών, μέσω της απόσπασης φόρων. Τα Μονοπώλια του Πορτογαλικού Στέμματος (1), κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, απέφεραν 40 φορές περισσότερα σε σχέση με το ποσό που το Γαλλικό Βασιλικό Μονοπώλιο επρόκειτο να συγκεντρώσει στον επόμενο αιώνα, κατά τη διάρκεια της Γαλλικής επέκτασης.
Η κατάσταση στις Κάτω Χώρες, στη Γαλλία κι ειδικά στη Βρετανία, ήταν ολότελα διαφορετική. Οι ανερχόμενες μπουρζουαζίες ξεκίνησαν  να μετοχοποιούν τ’ αποικιακά λάφυρα, υποβοηθούμενες στο δρόμο τους προς διάφορα τμήματα της Πορτογαλικής αυτοκρατορίας. Παράλληλα όμως, επένδυσαν και σε παραγωγικές δραστηριότητες στη μητρόπολη. Απ’ τις αρχές του 18ου αιώνα, είχαν εγκαθιδρύσει μια ασφαλή βάση για το εμπόριό τους, τόσο στις ίδιες τους τις χώρες, όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Στη διάρκεια του Πολέμου της (Ιβηρικής) Χερσονήσου (1807-14), τα στρατεύματα του Ναπολέοντα σάρωσαν την Ισπανία και την Πορτογαλία. Η Πορτογαλική μπουρζουαζία απευθύνθηκε για βοήθεια στη Βρετανία. Τ’ αποτελέσματα του πολέμου και του χρέους προς τη Βρετανία (η βοήθεια αποδείχθηκε δαπανηρή) εξασθένησαν τη συνολική βάση της Πορτογαλικής αποικιοκρατίας. Η Βραζιλία έγινε ανεξάρτητη το 1822. Οι Πορτογαλικοί στρατοί, απαραίτητοι για την «προστασία» των υπόλοιπων αποικιών, απορροφούσαν μεγάλα ποσά για τη συντήρησή τους, κι έτσι η Πορτογαλία αναγκάστηκε να στηριχτεί στη Βρετανία για να προστατέψει την παρακμάζουσα αυτοκρατορία της απ’ τις ορέξεις των άπληστων γειτόνων της.
Αφού δεν υπήρχε η δυνατότητα της σύναψης μιας συμφέρουσας συμφωνίας για την αυτοκρατορία της, η Πορτογαλία αναγκάστηκε να υποταχτεί στο βρετανικό καπιταλισμό. Οι Άγγλοι έμποροι απέκτησαν άμεση πρόσβαση στην Πορτογαλική αγορά. Η συμφωνία που έγινε για λογαριασμό της Πορτογαλίας απ’ τους φεουδάρχες γαιοκτήμονες και τους μεγαλοτσιφλικάδες (latifundiarios) (2), υποστηρίχτηκε απ’ τη μη-βιομηχανική μπουρζουαζία: οδήγησε στην αποκαλούμενη «Αγγλο-Πορτογαλική Συμμαχία» που χρησιμοποιούνταν (και παραβιάζονταν) απ’ τους Βρετανούς κατά βούληση και πάντα προς όφελός τους. Υποσχόμενη βοήθεια, η Βρετανία, διά της πλαγίας οδού, κατόρθωσε ν’ αποκτήσει ευνοϊκή θέση στο εμπόριο, παράλληλα με τις περιοχές που ήδη είχε υφαρπάξει.
Η συμφωνία κατέστρεψε μια μερίδα της κατώτερης μπουρζουαζίας, αποστερώντας της το εμπόριο και καθιστώντας δυσκολότερη τη συσσώρευση κεφαλαίου γι’ αυτήν. Η δυσαρέσκειά της την οδήγησε στο να λάβει μέρος στους μεγάλους φιλελεύθερους αγώνες της περιόδου 1810-36, των οποίων ηγήθηκαν ομάδες, όπως ο «Οίκος των Εικοσι-Τεσσάρων». Επρόκειτο όμως για μια μάταιη πάλη, δίχως εφικτούς στόχους. Το μόνο αξιοσημείωτο αποτέλεσμα ήταν η διάλυση ορισμένων απ’ τα μεγαλύτερα λατιφούντια. Δημιουργήθηκε ένα στρώμα ιδιοκτητών γης, απ’ τους οποίους κάποιοι λίγοι αγρότες είχαν τη δυνατότητα να νοικιάσουν γη. Η βασική δομή στην πραγματικότητα δε μεταβλήθηκε κι η εκβιομηχάνιση δεν ήταν σε θέση να κερδίσει τ’ απαραίτητα ερείσματα.
Το αποτέλεσμα ήταν η αναμενόμενη παρακμή της Πορτογαλίας κι η συνεχιζόμενη βιομηχανική υπανάπτυξη. Η τόσο δυσμενής θέση της, επιδεινώθηκε κι άλλο, με την εμφάνιση του αντι-αποικιακού αγώνα σε Ανγκόλα και Μοζαμβίκη.
Η μείωση της ροής της αποικιακής λείας, κατέστησε απαραίτητο ένα βαθμό εκβιομηχάνισης.  Οι μικρές επιχειρήσεις σημείωσαν μια κάποια επιτυχία (στους τομείς του καπνού, της κονσερβοποιίας, του γυαλιού, των υφασμάτων, των αγροτικών και καταναλωτικών αγαθών). Η εκβιομηχάνιση αυτή ήταν περιορισμένη παρά τις ευνοϊκές συνθήκες που δημιουργήθηκαν λόγω του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Το 1917, σε σύνολο 6 εκατομμυρίων Πορτογαλικού πληθυσμού, μόνο 130.000 εργάζονταν στη βιομηχανία και η πλειοψηφία τους απασχολούνταν σ’ επιχειρήσεις με προσωπικό μικρότερο των 100 ατόμων.
Αυτό το αρχικό προλεταριάτο ήταν ιδιαίτερα ριζοσπαστικό. Το 1917 και ’18, έδειξε ότι αποτελούσε μια υπολογίσιμη δύναμη. Η αδύναμη όμως φύση του Πορτογαλικού καπιταλισμού δεν άφηνε μεγάλα περιθώρια  για οικονομικές παραχωρήσεις. Η κρατική εξουσία γίνονταν όλο και πιο καταπιεστική (το Νοέμβρη του 1918 επιβλήθηκε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης). Το συνεχιζόμενο έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών έλαβε τεράστιες διαστάσεις στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της Δημοκρατίας (1910-1926). Αυτό έκανε τη μεσαία τάξη να πάρει θέση υπέρ ενός αυστηρού κρατικού ελέγχου που προωθούσε την παρεμπόδιση των εργατικών αγώνων, επιτρέποντας να λάβει χώρα μια ανεμπόδιστη καπιταλιστική ανάπτυξη. Παρόλ’ αυτά, η βιομηχανική ανάπτυξη δεν προσέγγισε ποτέ κάποιο σημαντικό βαθμό. Οι αγώνες των εργατών κι η ανικανότητα των ηγετών της Δημοκρατίας ν’ αντεπεξέλθουν στα προβλήματα μιας αδύναμης και πάσχουσας οικονομίας, είχαν ως μοναδικό αποτέλεσμα τη στρατιωτική επέμβαση του 1926 και την ακόλουθη ανακήρυξη του «Estado Novo» (Νέου Κράτους) απ’ τον Σαλαζάρ (3).
Ο Σαλαζαρικός φασισμός ήταν η μορφή εκείνη που ταίριαζε καλύτερα σε μια υπανάπτυκτη χώρα. Ο Σαλαζαρισμός βασίζονταν στη συμμαχία του χρηματιστικού-αποικιακού και του αγροτικού κεφαλαίου. Η πολιτική του Estado Novo σχεδιάστηκε για να καταστείλει την ταξική πάλη στη μητρόπολη και την αντίσταση στις αποικίες. Η τιμή των αγροτικών προϊόντων διατηρήθηκε σε πολύ χαμηλά επίπεδα απ’ το Κράτος, αφανίζοντας έτσι προοδευτικά τους μικροϊδιοκτήτες γης. Ταυτόχρονα, τα εργατικά σωματεία αντικαταστάθηκαν απ’ τα κρατικά συνδικάτα («syndicatos»). Η βιομηχανική μπουρζουαζία έπρεπε επίσης να συμμορφωθεί απόλυτα, υποτασσόμενη στη βάση του κορπορατισμού (ΣτΜ: σύστημα οργάνωσης των εργασιακών-παραγωγικών σχέσεων υπό την αιγίδα του Κράτους). Υπήρχε απαγόρευση όλων των δημόσιων συναθροίσεων, των απεργιών κτλ. Καμιά αντιπολίτευση δε γίνονταν ανεκτή. Για την Ανγκόλα, τη Μοζαμβίκη και τη Γουϊνέα-Μπισσάου, ο φασισμός σήμαινε όλα τα παραπάνω, με την προσθήκη της λεηλασίας και της καταλήστευσης των φυσικών πόρων.
H πορτογαλική ουδετερότητα κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, επέτρεψε στην οικονομία να σημειώσει μια μικρή έκρηξη. Ορισμένα είδη (ειδικά τα τροπικά φρούτα κι ο καφές) πωλούνταν στ' αντιμαχόμενα έθνη σε υψηλές τιμές. Η έκρηξη επέτρεψε την άνθιση κάποιων νέων βιομηχανικών κλάδων, ιδιαίτερα δε της κλωστοϋφαντουργίας. Για πρώτη φορά στην ιστορία της Πορτογαλίας, δημιουργήθηκε μια οικονομική βάση για τη συμμαχία μεταξύ χρηματοπιστωτικού και βιομηχανικού κεφαλαίου. Η συμμαχία αυτή ήταν όμως επισφαλής και κατόρθωσε μόνο σε πολύ μικρό βαθμό ν' αμφισβητήσει την υπεροχή των αποικιακών γαιοκτημόνων και των μεγαλο-τσιφλικάδων.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, οι τιμές στην αγορά των τροπικών φρούτων γνώρισαν μεγάλη πτώση. Αυτό επέδρασε καταστροφικά στην Πορτογαλία. Η αγροτική παραγωγή πράγματι συρρικνώθηκε. Σημειώθηκε τότε μια αλλαγή προσανατολισμού με τη δρομολόγηση του πρώτου Πενταετούς Αναπτυξιακού Πλάνου, το 1955. Ο βιομηχανικός τομέας άρχισε σιγά σιγά ν' αναπτύσσεται.

Ο ανταγωνισμός μεταξύ βιομηχανικού και χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου απέκτησε πολιτικές επιπτώσεις: οι «προοδευτικοί» καπιταλιστές άρχισαν να προβάλουν αξιώσεις για την εξουσία. Ενώ το Σαλαζαρικό καθεστώς απέκλειε βάναυσα οποιαδήποτε πιθανότητα πολιτικής αλλαγής, αυτοί πολύ δύσκολα μπορούσαν ν' αντεπεξέλθουν στις πιέσεις της διεθνούς αγοράς και στις εξελίξεις της οικονομίας. Τις δυσκολίες που αφορούσαν τη στασιμότητα της δικής τους οικονομίας, μπορούσαν να τις «λύσουν» μόνο μέσω της διαρκώς αυξανόμενης λεηλασίας των αποικιών και της έντασης της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης στη μητρόπολη. Το αποικιακό πλιάτσικο κι η «επιτυχία» των υπόλοιπων αγώνων υπέρ της «εθνικής απελευθέρωσης» στην Αφρική, οδήγησαν στην έναρξη ένοπλων εξεγέρσεων στις αρχές της δεκαετίας του 1960.

Το κομμάτι εκείνο της μπουρζουαζίας που συνδέονταν με την παραγωγή, στάθηκε επί μακρόν ανίκανο να σπάσει τους περιορισμούς που του είχαν επιβληθεί απ' το συγκεκριμένο είδος της οικονομίας. Στον αγώνα που διεξάγονταν μεταξύ της βιομηχανικής και της αποικιακής μπουρζουαζίας, τελικά πήρε κεφάλι η πρώτη, και το 1962, η Πορτογαλία εντάχθηκε στην ΕΖΕΣ (Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών), έναν οργανισμό στον οποίο κυριαρχούσε τότε η Βρετανία.
 
Τρεις Αφρικανικοί πόλεμοι βρίσκονταν τώρα σ' εξέλιξη. Η αποικιακή μπουρζουαζία προσπαθούσε απεγνωσμένα να διατηρήσει τα ηνία της εξουσίας. Η πολιτική στο σύνολό της έγινε αποκλειστικό προνόμιο του κυβερνώντος Κόμματος Εθνικής Δράσης. Το 1949, ο Στρατηγός Νόρτον ντε Μάτος είχε προσπαθήσει να συμμετάσχει μ' αξιώσεις στις προεδρικές εκλογές αλλά αποσύρθηκε εξ' αιτίας του ότι δεν ήταν δυνατή μια δίκαιη αναμέτρηση. Το 1951, ο Καθηγητής Ρουί Λουίς Γκόμεζ αποκλείστηκε απ' τις εκλογές επειδή είχε δηλώσει πως θα αρνούνταν να δώσει τον υποχρεωτικό όρκο πίστης στο Συμβούλιο του Κράτους. Το δικαίωμα ψήφου ήταν τόσο περιορισμένο ώστε κανείς απ' αυτούς τους υποψήφιους δεν είχε καμιά τύχη, ούτως ή άλλως. Ακόμα κι αυτή η διαδικασία λογοδοσίας του Προέδρου προς το λαό, μετατέθηκε για το 1959, σαν ένα επιπλέον μέτρο ασφάλειας για το καθεστώς. Στο μεταξύ, η εντεινόμενη δραστηριότητα της PIDE (τόσο στην Πορτογαλία, όσο κι ανάμεσα στους Πορτογάλους εμιγκρέδες του Παρισιού) είχε σαν στόχο να τρομοκρατήσει όλους τους αντιπάλους του καθεστώτος, ακόμα κι αυτούς που έτρεφαν εκλογικές ψευδαισθήσεις.
 
Οι εξαγωγές στο διάστημα 1960-70 αυξήθηκαν κατά 11,4 % (ποσοστό υψηλότερο απ' τις περισσότερες χώρες-μέλη της ΕΖΕΣ). Το αυξανόμενο όμως κόστος των εισαγωγών για τον αδύναμο βιομηχανικό τομέα, δημιούργησε ένα ανερχόμενο έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών. Στις συναλλαγές της με τις αποικίες, η Πορτογαλία έπαιζε το διπλό ρόλο του εισαγωγέα πρώτων υλών και του προμηθευτή επεξεργασμένων προϊόντων που έρχονταν απ' την Ευρώπη, ενώ στις συναλλαγές της με τη Δυτική Ευρώπη, το μοτίβο ήταν αντίστροφο. Η λεηλασία των Πορτογαλικών αποικιών αναλαμβάνονταν έτσι άμεσα απ' το Δυτικό καπιταλισμό.

Η λογική του αποικιακού πολέμου ήταν απλώς υπερβολικά φανερή. Το ίδιο όμως συνέβαινε με τη λογική της εκβιομηχάνισης. Η ανεπαρκής υποδομή της Πορτογαλίας δεν της επέτρεπε μια «νεοαποικιακή» διέξοδο. Η Πορτογαλική βιομηχανία δεν ήταν σε θέση να μετατρέψει τις πρώτες ύλες σε επεξεργασμένα προϊόντα και δεν μπορούσε ν' ανταγωνιστεί τις άλλες πάνω σ' αυτό.

Οι αποικιακοί πόλεμοι συνεχίστηκαν. Η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία αυξήθηκε στα τέσσερα χρόνια. Το τίμημα σε ανθρώπους και χρήματα μεγάλωσε. Το 1968, το κόστος του πολέμου αντιπροσώπευε το 44 % του συνολικού προϋπολογισμού. Το ποσοστό αυτό έφτασε το 49 % το 1971. Τι απέμενε ως εικόνα μετά απ' όλα αυτά; Μόνο ένα αυξημένο έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών κι ένα πολύ χαμηλό επίπεδο εκβιομηχάνισης.

Οι Ευρωπαϊκές χώρες κι οι ΗΠΑ στήριξαν οικονομικά αυτήν την πολιτική. Χρειάζονταν τις πρώτες ύλες των Πορτογαλικών αποικιών, τις οποίες μπορούσαν να ξαναπουλήσουν στην παγκόσμια αγορά (συμπεριλαμβανομένης της Πορτογαλίας με τις αποικίες της και εφόσον διέθεταν την αγοραστική δύναμη) σαν επεξεργασμένα προϊόντα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ανακάλυψαν εκ νέου μια παλιά χρήση της Πορτογαλικής εργατικής δύναμης. Αντιμέτωπες με το αυξανόμενο εργατικό κόστος στο εσωτερικό τους (εξ' αιτίας της εντεινόμενης αντίστασης από μέρους των «δικών τους» εργατικών τάξεων) βρήκαν μια έτοιμη δεξαμενή φτηνών εργατικών χεριών στην Πορτογαλία. Η Γαλλία το εφάρμοσε αυτό για κάποιο διάστημα, έχοντας επιτρέψει τη μαζική μετανάστευση Πορτογάλων εργατών. Όμως ένα μεταναστευτικό εργατικό δυναμικό τέτοιας κλίμακας δημιούργησε τα δικά του προβλήματα: σε πολλές περιπτώσεις ήταν ευκολότερο να μετακινήσεις το εργοστάσιο στην πηγή της φτηνής εργασίας παρά τους εργάτες. Με την υποστήριξη της Πορτογαλικής κυβέρνησης, ένας αριθμός καπιταλιστικών χωρών εξήγαγε τα μηχανήματα που απαιτούνταν για την επεξεργασία των πρώτων υλών και έχτισε εργοστάσια στην ίδια την Πορτογαλία. Οι ξένες επενδύσεις στην Πορτογαλία αυξήθηκαν κατά 300 % μεταξύ 1963 και 1969. Μόνο το 1971, 392 παραρτήματα ξένων επιχειρήσεων άνοιξαν δουλειές στην Πορτογαλία, αποτελώντας το 20 % των συνολικών κεφαλαίων στη χώρα.

Παρά την εκβιομηχάνιση αυτή, λιγότερο απ' το 40 % του συνολικού δυναμικού απασχολούνταν στη βιομηχανία τη χρονιά του 1971. Το ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού απασχολούνταν ακόμα ως εργάτες γης (4). Πολλοί απ' αυτούς δούλευαν για λογαριασμό των μεγαλοτσιφλικάδων. Το 1967, η μέση αμοιβή ανέρχονταν στα 19 εσκούδα τη μέρα. Οι συνθήκες στέγασης ήταν άθλιες. Υπολογίζεται ότι 150.000 άνθρωποι ζούσαν σε παραγκουπόλεις που ήταν συγκεντρωμένες στις παρυφές της Λισαβόνας. Οι τιμές είχαν σημειώσει σημαντική άνοδο (5). Αυτό οφείλονταν εν μέρει στους αποικιακούς πολέμους, όπως επίσης και στις νομισματικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε η Πορτογαλία σε διεθνές επίπεδο.  

Οι σημαντικότερες βιομηχανίες της Πορτογαλίας είχαν ως κύριο κόστος τους την εργασία. Πολλές απ' αυτές ανήκαν σε ξένους. Το 1969, το ένα τρίτο των συνολικών ιδιωτικών επενδύσεων στην Πορτογαλία χρηματοδοτούνταν από ξένα κεφάλαια. Οι ΗΠΑ καταλάμβαναν την πρώτη θέση. Η Βρετανία έρχονταν δεύτερη.

Η συγκεντροποίηση του εργατικού δυναμικού δεν είχε προχωρήσει αρκετά. Τα στοιχεία για το 1964 δείχνουν ότι ο αριθμός των επιχειρήσεων που απασχολούσαν πάνω από 1.000 εργαζόμενους ήταν μόλις 49. Περιελάμβαναν κάποιες απ' τις ισχυρότερες επιχειρήσεις και πολυεθνικές του κόσμου, όπως τη Λισνάβ (ναυπηγική) και τη Σακόρ (διυλιστήρια πετρελαίου). Αμφότερες ήταν εν μέρει Σουηδικών συμφερόντων. Μονοπώλια σαν κι αυτό της CUF (που κατείχε μεγάλα τμήματα της Γουϊνέας-Μπισσάου) διατηρούσαν την πλειοψηφία των μετοχών σε τομείς όπως αυτοί της ξυλείας, της εξόρυξης και του καπνού. Σε μεγάλο βαθμό ελέγχονταν από συμπράξεις Γαλλο-Βελγικών, Αμερικανικών, Δυτικο-Γερμανικών και Βρετανικών κεφαλαίων.

Ο Πορτογαλικός καπιταλισμός ήταν αδύναμος και η εθνικοποίηση του μονοπωλιακού κεφαλαίου αποτελούσε εμφανώς μια διέξοδο στο πρόβλημα αυτό. Έτσι λοιπόν, η συγκέντρωση του ντόπιου κεφαλαίου βρίσκονταν στα χέρια του Κράτους. Αυτό οδήγησε σε κρατικο-καπιταλιστικές «λύσεις» (οι οποίες γνώρισαν τεράστια ώθηση μετά την 25η Απρίλη), οι οποίες όμως δεν είχαν να προσφέρουν τίποτα στην εργατική τάξη, παρά την όλη σύγχυση που πρόσθεσαν οι διάφορες «αριστερές» οργανώσεις στο θέμα αυτό. Πράγματι, θ' αποτελέσει ένα απ' τα κύρια θέματα αυτού του βιβλίου, το γεγονός ότι σήμερα, είτε της αρέσει είτε όχι, η παραδοσιακή αριστερά αποτελεί οπουδήποτε τον κυριότερο υποστηριχτή του κρατικού καπιταλισμού. Οι παρεμβάσεις της, ανεξάρτητα απ' το αν κυβερνά ή όχι, συχνά βοηθούν το Κράτος να συνέρθει απ' τ' αποτελέσματα των αγώνων της εργατικής τάξης, κατευθύνοντας για το λόγο αυτό ακόμα περισσότερο την οικονομία στο δρόμο του κρατικού καπιταλισμού.       
 
Το Εργατικό Κίνημα.
 
Οι απαρχές του εργατικού κινήματος στην Πορτογαλία μπορούν ν' ανιχνευτούν πίσω στο 1850, με την ίδρυση των πρώτων εργατικών συνδικάτων και την έκδοση της εφημερίδας Ο Έκο ντος Οπεράριος (Η Φωνή των Εργατών). Οι μικρο-αστικοί αγώνες υπό την ηγεσία του «Οίκου των 24» είχαν αποτύχει. Τα Προυντονικού τύπου συνεταιριστικά μαγαζιά κι οι αντίστοιχες τράπεζες, καθώς και οι αξιώσεις για τη διανομή της γης, δε φάνηκε να έχουν κάποια ιδιαίτερη αξία για την αναδυόμενη εργατική τάξη. Στην περίοδο 1855-66, η ομάδα που είχε δημιουργηθεί γύρω απ' την εφημερίδα «Α Φεντερασάο» μετακινήθηκε προς τον τρεϊντ-γιουνιονισμό. Όμως ήταν μόνο μετά απ' το 1871 -με την ίδρυση ενός τμήματος της Πρώτης Διεθνούς- που ένα πραγματικό κίνημα πήρε το δρόμο του. 

Το τμήμα της Διεθνούς ήταν κατά βάση μαρξιστικό. Διαφορετικά απ' ότι συνέβη στην Ισπανία, οι Μπακουνικοί βρήκαν μικρή μόνο υποστήριξη. Μαρξιστικά φυλλάδια μεταφράστηκαν και διανέμονταν στο Πόρτο και τη Λισαβόνα, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1880.

Σ' εκείνο όμως το στάδιο, ήρθε μια διαφορετική μορφή παράδοσης ν' αποδειχτεί ακόμα ισχυρότερη: ο ρεπουμπλικανισμός. Η αποτυχία των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων κι η συνεχιζόμενη πίεση της μικροαστικής τάξης, οδήγησαν τελικά στα αιτήματα της κατάργησης της μοναρχίας, της εγκαθίδρυσης ενός συνταγματικού κοινοβουλευτικού καθεστώτος και της ακύρωσης της βασιλικής φορολογίας. Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα που ιδρύθηκε το 1876, βασίστηκε στο πρότυπο των Μαντσινικών (ΣτΜ: απ’ το όνομα του Ιταλού εθνικιστή Μαντσίνι) ομάδων της Ιταλίας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1880, «καρμπονάροι» και ανάλογες ομάδες, ξεφύτρωναν παντού σ' ολόκληρη την Πορτογαλία. Απηύθυναν εκκλήσεις για εκδηλώσεις διαμαρτυρίας ενάντια στη Βρετανική κυριαρχία επί του Πορτογαλικού εμπορίου και την επιρροή της Βρετανίας στη Μοζαμβίκη. Η αναταραχή εξαπλώθηκε. Σοσιαλιστές άρχισαν τώρα να συμμετέχουν σ' αυτές τις καμπάνιες.  

Στις 31 Γενάρη του 1891 ξέσπασε μια αποτυχημένη επανάσταση. Απέτυχε κατά ένα μέρος εξαιτίας της στρατιωτικής συνοχής του καθεστώτος, αλλά κι επιπλέον επειδή μεγάλα τμήματα των εργαζόμενων δεν τη στήριξαν, θεωρώντας ότι τέτοιου είδους αγώνες εξυπηρετούσαν απλώς τα συμφέροντα των μικροαστών. Η ήττα του κινήματος οδήγησε σε μια μεγάλης κλίμακας καταστολή. Τόσο οι σοσιαλιστικές, όσο κι οι ρεπουμπλικανικές λέσχες απαγορεύτηκαν. Η τρομοκρατία που συνόδεψε τη δικτατορία του Φράνκο (6), δεν άφηνε περιθώρια για οργάνωση.  

Η δολοφονία του Βασιλιά Δον Κάρλος (το Φλεβάρη του 1908) αποτέλεσε απλά ένα ακόμα επεισόδιο στο εντεινόμενο υπόγειο ρεύμα της αναταραχής και της εξέγερσης. Από κείνη τη στιγμή, ο ρεπουμπλικανισμός ρίζωσε μέσα στις ένοπλες δυνάμεις. Πολλές μεγάλες συναντήσεις αξιωματικών συζητούσαν ανοιχτά το ζήτημα αυτό. Ελάχιστα πράγματα μπορούσαν να γίνουν απ' την πλευρά του Ζοάο Φράνκο (ο οποίος είχε λάβει το βασιλικό αξίωμα) για να εμποδίσει το αναπόφευκτο. Η έκρηξη έλαβε χώρα στις 5 Οχτώβρη του 1910. Επαναστατικά στρατεύματα αναπτύχθηκαν στη Λισαβόνα, καθοδηγούμενα από γνωστούς ρεπουμπλικάνους. Οι ναύτες όμως που βομβάρδισαν στρατηγικά σημεία της Λισαβόνας, ήταν σοσιαλιστές. Σε πολλές περιπτώσεις, οι σοσιαλιστές είχαν εξαπατηθεί απ' τη ρεπουμπλικανική ιδεολογία και τις υποσχέσεις της, αν και γι' αυτούς ήταν αναμφίβολα ευκολότερο να δουλεύουν κάτω από ένα δημοκρατικό καθεστώς σε σχέση με τη μοναρχία. Οι αγώνες συνεχίστηκαν. Οι κυβερνήσεις διαδέχονταν η μια την άλλη με ρυθμό δύο ανά έτος, για τα επόμενα δεκαέξι χρόνια, και μεγάλες απεργίες ή διαδηλώσεις πλημμύριζαν από κόσμο τους δρόμους της Λισαβόνας σ' αρκετές περιπτώσεις. Οι χρονιές του 1917 και ΄18 είδαν και τις πρώτες απόπειρες για γενική απεργία. Δύο φορές κηρύχτηκε απ' την κυβέρνηση κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.
 
Η κατά κύριο λόγο μικροαστικές ρεπουμπλικανικές κυβερνήσεις ποτέ δεν κατόρθωσαν να δημιουργήσουν μια πραγματικά μαζική βάση. Ο αντι-κληρικαλισμός τους τις αποξένωσε από μεγάλα κομμάτια της Καθολικής αγροτιάς, ενώ η αποτυχία τους να ικανοποιήσουν οποιοδήποτε απ' τα αιτήματα των εργατών, τις έκανε αντι-δημοφιλείς στις μεγάλες αστικές περιοχές. Η εχθρότητα της αγροτιάς μεγάλωσε ακόμα περισσότερο εξ' αιτίας της μυστικιστικής εμφάνισης του «Θαύματος της Παναγιάς της Φατίμα», το 1917 (αναφέρθηκε η εμφάνιση της Ευλογημένης Παρθένου σε τρία αγροτόπαιδα). Η δυσαρέσκεια του προλεταριάτου των πόλεων παρέμενε μια χρόνια απειλή για τις διάφορες ρεπουμπλικανικές κυβερνήσεις. Μέχρι το 1926 υπήρχε μια αδιάκοπη «αναταραχή» σ' ολόκληρη τη χώρα. Αυτό οδήγησε τελικά στο δεξιό πραξικόπημα της 28ης Μάη του 1926 (7).

Δυο χρόνια αργότερα, τον Απρίλη του 1928, ο δρ. Σαλαζάρ, ένας 37χρονος καθηγητής «Οικονομίας και Οικονομικών Επιστημών» του Πανεπιστημίου της Κοΐμπρα, διορίστηκε Υπουργός Οικονομικών απ' τον Πρόεδρο Καρμόνα. Είχε ζητήσει την ανάληψη του οικονομικού ελέγχου ολόκληρου του μηχανισμού της κυβέρνησης κι οι απαιτήσεις του έγιναν δεκτές.

Το 1932, ο Σαλαζάρ έγινε Πρωθυπουργός. Η ανακήρυξη απ' την πλευρά του, του Νέου Κράτους (Estado Novo), αποτέλεσε μια άμεση απάντηση στους μεγάλους αγώνες των προηγούμενων ετών. Μεταξύ του 1926 (δεξιό στρατιωτικό πραξικόπημα) και του 1933 (επίσημη διακήρυξη της Κορπορατικής Χάρτας) επικρατούσε αναστάτωση στις τάξεις των ενόπλων δυνάμεων. Έλαβαν χώρα διάφορες απόπειρες αντι-πραξικοπήματος κι ενός κινήματος του παλατιού: στο Πόρτο (7 Φλεβάρη 1927), στη Λισαβόνα (20 Ιούλη 1928), στη Μαδέιρα τον Απρίλη του 1931 και στη Λισαβόνα ξανά, στις 26 Αυγούστου του 1931. Το υπόγειο αυτό ρεύμα της αναταραχής δεν περιορίζονταν μόνο στο στρατό. Πολλοί ένοπλοι πολίτες έλαβαν μέρος στις εξεγέρσεις.

Με την ανακήρυξη του Νέου Κράτους, οι απεργίες κηρύχτηκαν παράνομες. Αλλά ακριβώς γι' αυτό το λόγο, τα μεγάλα απεργιακά κινήματα έγιναν ταυτόχρονα και κινήματα εναντίωσης στο νέο κράτος. Έφτασαν στ' αποκορύφωμά τους το 1934, όταν η εργατική τάξη αποπειράθηκε να εξεγερθεί. Η δική της ήττα της αποτέλεσε επίσης το βάρβαρο προοίμιο της ήττας της Ισπανικής Επανάστασης του 1936.  
        
Στις πέντε μέρες που βάσταξε ο ξεσηκωμός του 1934, φανερώθηκαν πολλά βασικά προβλήματα του κινήματος της εργατικής τάξης. Αναδείχτηκαν δύο κυρίαρχες ηγεσίες (8), οι οποίες με τη σειρά τους κατέπεσαν. Καμιά απ' αυτές δεν έγινε αποδεκτή πάνω στον αγώνα και αμφότερες αναγκάστηκαν να ενσωματωθούν στις αυτόνομες προλεταριακές κινήσεις που δημιουργήθηκαν μέσα στην κρίση, μ' άλλα λόγια, στις «επαναστατικές επιτροπές».

Η γενική απεργία της 18ης Γενάρη του 1934 έτυχε καθολικής υποστήριξης. Κηρύχτηκε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Κλήθηκαν η GNR και τα ΜΑΤ. Παρά την ευρεία ένοπλη αντίσταση, η εξέγερση καταστάλθηκε γρήγορα. Σε κάποιες περιοχές, η μάχη κράτησε παραπάνω. Στη Μαρίνια Γκραντ, βόρεια της Λισαβόνας, οι τοπικές επαναστατικές επιτροπές (αποτελούμενες από μέλη τόσο της CGT, όσο και του PCP, όπως επίσης κι από ντόπιους ανένταχτους μαχητές) κάλεσαν σε άμεση δράση. Ο κόσμος επιτέθηκε στους στρατώνες της GNR, απ' τους οποίους προμηθεύτηκε όπλα. Οι τηλεφωνικές γραμμές κόπηκαν, οι δρόμοι μπλοκαρίστηκαν και δημιουργήθηκε ένα σοβιέτ. Το σοβιέτ αυτό, το πρώτο στην Πορτογαλία, άρχισε να προετοιμάζεται για την πολιορκία. Οι Σαλαζαρικές δυνάμεις συνάντησαν τρομερή αντίσταση σ' όλη τη διαδρομή προς τη Μαρίνια Γκραντ. Ύστερα όμως από σφοδρές μάχες δύο ημερών, η πόλη καταλήφτηκε κι ο ξεσηκωμός συντρίφτηκε. Οι περισσότεροι απ' τους ηγέτες συνελήφθησαν κι απελάθηκαν στην Ανγκόλα και το Ταρραφάλ, στα Νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου, όπου και στήθηκαν τα περιβόητα στρατόπεδα του «αργού θανάτου». Στρατόπεδα συγκέντρωσης δημιουργήθηκαν επίσης και σ' όλη την επικράτεια της ίδιας της Πορτογαλίας.

Χιλιάδες απεργοί έχασαν τις δουλειές τους. Δε χωρά καμιά αμφιβολία στ' ότι ο ξεσηκωμός του Γενάρη του 1934 επηρέασε την απεργία των Αστουριανών μεταλλωρύχων, που έλαβε χώρα αργότερα μέσα στην ίδια χρονιά.

Στη διάρκεια του Ισπανικού Εμφύλιου Πολέμου (1936-39), ο Σαλαζάρ έστειλε 40.000 στρατιώτες για να στηρίξει το φασιστικό πραξικόπημα. Υπήρξε ωστόσο κάποια αντίσταση: τα πληρώματα τριών πλοίων που στάλθηκαν προς βοήθεια του Φράνκο (του «Ντίο», του «Αλφόνσο ντε Αλμπουκέρκε» και του «Μπαρτολομέου Ντιάζ») στασίασαν στον Τάγο. Χτυπήθηκαν απ' το πυροβολικό κι οι στασιαστές συνελήφθησαν στο σύνολό τους.

Το PCP, που προτιμούσε να λειτουργεί νόμιμα, ήταν στην παρανομία. Όσοι απ’ τους ηγέτες του ήταν ακόμα ελεύθεροι οδηγήθηκαν στην εξορία. Η αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση συντρίφτηκε απόλυτα. Το PCP ανέκαμψε σταδιακά. Άρχισε να δυναμώνει την οργάνωσή του στο εξωτερικό. Ξεκίνησε επίσης μια παράνομη καμπάνια για το σχηματισμό πυρήνων μέσα στα εργοστάσια. Για τους αναρχοσυνδικαλιστές, η ήττα είχε μονιμότερες συνέπειες.

Το φασιστικό οικοδόμημα σταθεροποιήθηκε. Κάθε νόμος που περνούσε το Κράτος οχύρωνε αποτελεσματικότερα την αστική εξουσία, αποτελώντας μια επιπλέον επίθεση ενάντια στην εργατική τάξη. Κάθε δραστηριότητα που κινούνταν εκτός του αυστηρά περιχαρακωμένου πλαισίου που έθεταν οργανώσεις όπως η Πορτογαλική Λεγεώνα, τα Πράσινα Πουκάμισα (Mocidade Portuguesa) ή τα (κρατικά) συνδικάτα, ήταν πραχτικά αδύνατη. Πολιτικά, η εργατική τάξη είχε συντριφτεί. Την αντεπίθεσή της μπορούσε να την κάνει μόνο μέσα στις δουλειές.

Ένα σχέδιο για την εκτέλεση του Σαλαζάρ απέτυχε τον Ιούλη του 1937, όπως άλλωστε συνέβη και μ’ εκατοντάδες ακόμα εγχειρήματα πολιτικής φύσης. Μετά την ήττα της Ισπανικής Επανάστασης, ο κόσμος ρίχτηκε σ’ έναν ενδο-ιμπεριαλιστικό Παγκόσμιο Πόλεμο, στη διάρκεια του οποίου, η Πορτογαλία παρέμεινε ουδέτερη.

Στις δύο επόμενες δεκαετίες, πολλοί εργαζόμενοι υποστήριξαν –αν και απερίσκεπτα- κινήσεις που έγιναν από διάφορα τμήματα της μπουρζουαζίας για την ανάκτηση του ελέγχου του κρατικού μηχανισμού που βρίσκονταν στα χέρια των πιο αποφασισμένων φασιστικών φατριών. Το PCP στάθηκε στην πρώτη γραμμή όσον αφορά τη στήριξη ανάλογων κινήσεων. Η «αντιφασιστική» ιδεολογία του αποτέλεσε εμπόδιο για την αυτόνομη οργάνωση. Το 1958, η εκλογική καμπάνια του Ουμπέρτο Ντελγκάντο δέχτηκε ευρεία υποστήριξη απ’ την πλευρά της εργατικής τάξης: πολλοί θεωρούσαν ότι θα ήταν ευκολότερο να οργανωθούν κάτω από ένα πιο «ανοιχτό» καθεστώς. Το FPLN δημιουργήθηκε το 1964. Έφερε το Σ.Κ. και το PCP σ’ ένα κοινό «μέτωπο» ταξικής συνεργασίας με φιλελεύθερους όπως ο Ντελγκάντο. Το 1965, μετά τη δολοφονία του Ντελγκάντο απ’ την πολιτική αστυνομία, οι αστήριχτες αυτές ελπίδες ξανασκορπίστηκαν. Ο Ντελγκάντο απολάμβανε κάποιας υποστήριξης μέσα στο στρατό. Μετά την «εξαφάνισή» του, μια ομάδα αξιωματικών (η αποκαλούμενη Ανεξάρτητη Στρατιωτική Αντιπολίτευση) οργάνωσε ένα κίνημα που εξαρθρώθηκε απ’ την αστυνομία, μιας κι αυτή είχε λάβει γνώση των σχεδίων τους.
 
Η αντίθεση στο Σαλαζαρισμό υπέβοσκε μέσα στις ένοπλες δυνάμεις κι αυτό συνέβαινε πριν ακόμα ξεκινήσουν οι αποικιακοί πόλεμοι. Μια απ' τις θεαματικότερες απόπειρες να προσελκυστεί η προσοχή στον Πορτογαλικό (όπως και στον Ισπανικό) φασισμό ήταν η κατάληψη του πλοίου «Σάντα Μαρία». Στις 22 Γενάρη του 1961, μια ομάδα νυν αλλά και πρώην στρατιωτικών κατέλαβε το πλοίο που ταξίδευε απ' το Μαϊάμι στο Καράκας. Ο διεθνής τύπος και η τηλεόραση πρόβαλαν το περιστατικό. Ο Ενρίκε Γκαλβάο παρουσίασε, σε μια συνέντευξή του σε γαλλική εφημερίδα, τις θέσεις του DRIL (Επαναστατικό Διοικητήριο για την Ιβηρική Απελευθέρωση): «Δεν επιθυμούμε απλά μια αλλαγή κυβέρνησης αλλά μια επανάσταση, τόσο στην Πορτογαλία όσο και στην Ισπανία». Μετά από δώδεκα μέρες, το πλοίο τελικά έδεσε στη Βραζιλία. Ο Γκαλβάο, όπως και άλλοι, οδηγήθηκαν στην εξορία.
 
Η αμφισβήτηση όμως του καθεστώτος δεν περιορίζονταν μόνο μέσα στις τάξεις του στρατού. Μια απεργία των μεταλλωρύχων του Αλεντέζο (ενάντια στις απολύσεις), το 1960, οδήγησε στη σύλληψη 150 εργατών, πολλοί απ' τους οποίους βασανίστηκαν απ' την PIDE. Οι απεργίες, αν και παράνομες, συνεχίζονταν. Οι εργάτες «αρρώσταιναν» ξαφνικά, όλοι την ίδια μέρα. Στα πανεπιστήμια αναπτύχθηκε ένα αξιόλογο κίνημα (το Κίνημα των Συλλόγων) μεταξύ 1961 και 1963, προκαλώντας μια ευρείας κλίμακας αστυνομική καταστολή.

Οι αγώνες εντάθηκαν μετά το 1968. Οι εργαζόμενοι στις μεταφορές ενεπλάκησαν το 1969. Δε σταμάτησαν τη δουλειά, αρνούνταν όμως να δεχτούν αντίτιμο απ' τον κόσμο. Η ενέργεια αυτή αποδείχτηκε τρομερά δημοφιλής. Οι εργάτες ζητούσαν 40ωρο και ένα «δέκατο-τρίτο» (πληρωμένο στο ακέραιο) μηνιάτικο.

Παρά τον καταπιεστικό μηχανισμό που υπήρχε στα εργοστάσια, η άνοδος του κόστους ζωής ανάγκαζε τους εργάτες ν' αμύνονται και να ζητούν μισθολογικές αυξήσεις. Το 1969, οι εργάτες στην κλωστοϋφαντουργία κατέβηκαν σ' απεργίες, ωθούμενοι απ' τις μαζικές απολύσεις (αποτέλεσμα κυρίως της απόφασης των αφεντικών του κλάδου να μεταφέρουν τις επιχειρήσεις τους στην Ανγκόλα, πράγμα που τους εξασφάλιζε μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους). Το εργοστάσιο της Αμπελέιρα καταλήφτηκε απ' τους εργάτες και 30 με 40 άλλα εργοστάσια του κλάδου έσπευσαν προς υποστήριξή τους. Για ν' απομακρυνθούν οι απεργοί έπρεπε τελικά να επέμβει η GNR.

Ο τομέας των ηλεκτρονικών αποδείχτηκε ένα ακόμα σημαντικό πεδίο αγώνων κατά τη διετία 1972-73. Η Ελέκτρο-Άρκο κατέβηκε σ' απεργία το 1973 κι έλαβαν χώρα αρκετές δράσεις αλληλεγγύης στα υπόλοιπα τμήματα του κλάδου. Απεργίες καταγράφηκαν επίσης στη Ρομπιαλάκ, στην Κομέτνα, στη Σορεφάμ, στην Ίμα (Σετφιλμπάλ), στην Μπις, στη Μοντέτ, στην Εντουάρντο Ζορζ, στη Σακόρ, στη Φάμπρικα ντος Γκαλλέγκος, στη Λούζο-Ιταλιάνα, στη Σίλντεξ, στη Ζ. Πιμέντα, στη Μέσσα Ρεγκίνα, στη Στάνταρτ Ελέκτρικα, στην Τρανσούλ, στη Λισνάβ, στη Σέπσα, στη Σόντα Πόβοα, στην Τάιμεξ, στην Πάρρυ & Υιός, στη CVF, στην Τελεμέκ κ.α. Σε κάποιες περιπτώσεις οι εργάτες πέτυχαν ν' αποσπάσουν μισθολογικές αυξήσεις. Η πλειοψηφία όμως των απεργιών καταστάλθηκε. Οι εργαζόμενοι πάντως κατάλαβαν ότι, είτε το «δικαίωμα στην απεργία» υπήρχε είτε όχι, έπρεπε να πολεμήσουν για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους.

Η συνολική παρακαταθήκη ήταν τρομαχτική, τόσο για την ίδια την Πορτογαλία (όπου ο δείκτης οικονομικής ανάπτυξης είχε πέσει σε επίπεδα κατώτερα απ' τ' αντίστοιχα των αποικιών), όσο και για τις αποικίες, όπου οι περισσότεροι φυσικοί πόροι είχαν λεηλατηθεί κι οι λαοί κρατούνταν στην αμάθεια. Η διεθνής μπουρζουαζία είχε πετάξει την Πορτογαλία στην υπανάπτυξη, σε βαθμό που έρχονταν τελευταία στους περισσότερους θετικούς δείκτες του ΟΑΣΑ και πρώτη στην πλειοψηφία των αντίστοιχων αρνητικών. Σε συνολικό πληθυσμό εννιά εκατομμυρίων, πάνω από ένα είχε μεταναστεύσει.

Η Ανάδυση των Πολιτικών.

Ο Λένιν είχε πει πως η επανάσταση θα ήταν δυνατή όταν η άρχουσα τάξη δε θα μπορούσε πια να κυβερνήσει κι όταν επίσης ο υπόλοιπος λαός δε θα συνέχιζε με τον παλιό τρόπο. Η συγκεκριμένη απαρίθμηση των προϋποθέσεων είναι ελλιπής. Αν η επανάσταση δε γίνεται κατανοητή σαν μια απλή αλλαγή εξουσιαστών, τότε θά έπρεπε κάποιος να προσθέσει στο μοντέλο του Λένιν ότι ο λαός θα πρέπει να έχει σχηματίσει κάποια ιδέα γι' αυτό με το οποίο επιθυμεί ν' αντικαταστήσει την παλιά κοινωνία. Η άρχουσα τάξη της Πορτογαλίας είχε δείξει την ανικανότητα και την αδυναμία της. Είχε περιπέσει στην ανυποληψία και ήταν βαθιά διαιρεμένη. Οι πολιτικοί και νομοθετικοί θεσμοί της ήταν βυθισμένοι στο χάος. Ο κόσμος επιθυμούσε ξεκάθαρα μια αλλαγή. Τι είδους αλλαγή όμως; Το πραξικόπημα της 25ης Απρίλη είχε απελευθερώσει δυνάμεις που θ' αποδεικνύονταν δύσκολο να ελεγχθούν, και που επιπλέον, θα έπρεπε να αυτο-καθοριστούν.          

Οι εργάτες βρίσκονται παντού στην επίθεση. Για να παραμείνει στο προσκήνιο, η μπουρζουαζία πρέπει να «υποστηρίξει» τα λαϊκά αιτήματα και ν' αποδεχτεί τα όσα ήδη έχουν πραγματοποιηθεί. Όλες οι εφημερίδες, για παράδειγμα, αναφέρουν πως συμφωνούν με τα οικονομικά αιτήματα της εργατικής τάξης. Όλοι «υποστηρίζουν» την 1η του Μάη. Οι μικρότεροι όμως καπιταλιστές ανησυχούν. Είναι σίγουρα οι πρώτοι που θα χάσουν απ' το παρόν κύμα των αιτημάτων. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις μπορούν ν' αντέξουν τις απεργίες και το πάγωμα των κερδών τους για μεγαλύτερες περιόδους. Δε θα παραδοθούν χωρίς μάχη. Βραχυπρόθεσμα, μπορούν ακόμα και ν' αποκομίσουν οφέλη από μια κατάσταση, η οποία μέσω της εξάλειψης των ανταγωνιστών τους, τείνει να ενισχύσει την κυριαρχία τους.

Στη χώρα φαίνεται νά ’χουν έρθει τα πάνω κάτω. Μετά από μια μακρά περίοδο αδράνειας, η ενέργεια ξεσπάει παντού. Η Ντιάριο ντε Λισμπόα (4 Μάη του 1974) μεταφέρει τα νέα μιας απεργίας στα ορυχεία του Αλεντέζο, της πρώτης σ' αυτή την επαρχία: 1500 περίπου εργάτες απαιτούν κατώτερο μισθό 4.000 εσκούδων, καθώς και μια 8ήμερη περίοδο διακοπών κατ' έτος.

Στις 8 του Μάη ξεκινάει μια απεργία των σιδηροδρομικών, στο Κασκάις, ένα παραθαλάσσιο θέρετρο της μεσαίας τάξης που απέχει 20 χλμ. απ' τη Λισαβόνα. Τα τραίνα κινούνται κανονικά αλλά κανένα εισιτήριο δεν πουλιέται ή ελέγχεται. Μια επιγραφή στο σταθμό αναφέρει: «Δε χρειάζεται να πληρώσετε. Πάτε οπουδήποτε επιθυμείτε. Καλό ταξίδι και καλή σας μέρα». Η απεργία είναι τρομαχτικά δημοφιλής. Τα τραίνα αυτά διαθέτουν κουπέ πρώτης και δεύτερης θέσης. Οι μεγαλύτεροι εργάτες συνεχίζουν να χρησιμοποιούν αυτά της δεύτερης θέσης. Τα παιδιά όμως της εργατικής τάξης πηγαίνουν στα βαγόνια της πρώτης. Συνθέτουν ένα περιοδεύοντα θίασο, καπνίζοντας τα χοντρά, φανταστικά πούρα τους, καθώς πάνε πάνω κάτω στους διαδρόμους των βαγονιών.

Η Πρώτη Προσωρινή Κυβέρνηση ανακοινώνεται στις 16 Μάη του 1974. Το PCP, το Σ.Κ. και το PPD, διαθέτουν από δυο υπουργεία. Το CDE και το SEDES (μια ομάδα συντηρητικών τεχνοκρατών που είχε αντιτεθεί στην πολιτική του Καετάνο) έχουν από ένα. Υπάρχουν εφτά υπουργοί προερχόμενοι απ' το στρατό με άγνωστη πολιτική απόχρωση. Πρωθυπουργός είναι ο Πάλμα Κάρλος. Υπήρξε νομικός σύμβουλος πολλών εκ των μεγαλυτέρων εταιρειών, υπερασπίστηκε όμως και τον Μάριο Σοάρες στη δίκη του, τη δεκαετία του 1960.  

Στο Κυβερνητικό Πρόγραμμα (9) δίνεται έμφαση στα εξής σημεία: 1) μέτρα για την καταπολέμηση της κερδοσκοπίας και της απάτης, 2) μεταρρύθμιση του τραπεζικού συστήματος, 3) εθνικοποίηση όλων των «πορτογαλικών» τραπεζών, 4) στήριξη των μικρο-μεσαίων επιχειρήσεων, 5) αναγνώριση του γεγονότος ότι η λύση στον πόλεμο είναι πολιτική κι όχι στρατιωτική, 6) διατήρηση σχέσεων καλής γειτονίας με την Ισπανία, 7) σύσφιξη των σχέσεων με τις χώρες της Κοινής Αγοράς, 8) σύναψη διπλωματικών σχέσεων με όλες τις χώρες, 9) καθορισμός κατώτατου μισθού.

Ο Υπουργός Εργασίας (Αβελίνο Γκονσάλβες) είναι μέλος του PCP (μέλη του PCP θα κατείχαν επίσης την ίδια θέση και στις επόμενες κυβερνήσεις - 2η, 3η, 4η και 5η). Τον τομέα των επικοινωνιών ανέλαβε ο διευθυντής της Ρεπούμπλικα, δρ. Ραούλ Ρέγκο. Η πραγματική εξουσία ασκείται απ' τη Στρατιωτική Επιτροπή, όμως ποιος ακριβώς βαθμός ομοφωνίας τη διέπει; Το πρόγραμμα του MFA παραμένει το σημαντικότερο ντοκουμέντο ή δήλωση, απ' όσα μέχρι στιγμής κυκλοφορούν, και κουβεντιάζεται πλατύτερα απ' ότι το πρόγραμμα της ίδιας της κυβέρνησης.  

Απ' τα μέσα του Μάη υπάρχει μια πραγματικά αξιοσημείωτη κατάσταση. Ο πολιτικός διάλογος παίρνει τη θέση του στα εργοστάσια, στους δρόμους και στα καφενεία. Μάζες ανθρώπων κάνουν κριτική και κατόπιν περνούν στην άμεση δράση. Οι πολιτικές οργανώσεις προσπαθούν να μη μείνουν πίσω, να βγάλουν συμπεράσματα και να «μεταφράσουν τα λαϊκά αιτήματα σε πολιτικά προγράμματα».

Μπορεί κάποιος να διακρίνει ορισμένες ομάδες με ξεκάθαρα προγράμματα (10). Πρώτα πρώτα, το ίδιο το MFA, τ' οποίο αποτελείται από δύο συνδεόμενες, αν και διακριτές οργανώσεις (απ' τη μια πλευρά, την «κύρια» Στρατιωτική Επιτροπή στην οποία προεδρεύει ο Σπίνολα και που αποτελείται από τρεις στρατηγούς, έναν ταξίαρχο και δύο λοχαγούς, κι απ' την άλλη, το «Κίνημα των Λοχαγών» που διέπεται από ριζοσπαστικότερες απόψεις). Η Στρατιωτική Επιτροπή παρουσίασε το Πρόγραμμα των Ενόπλων Δυνάμεων. Αποτελεί την «κεντρική διοίκηση» και τη «συντονιστική οργάνωση» ολόκληρης της χώρας. Αμφότερες οι στρατιωτικές ομάδες θεωρούνται ευρέως ως η ραχοκοκαλιά του νέου καθεστώτος. Τόσο οι καπιταλιστικές, όσο κι οι εργατικές οργανώσεις ισχυρίζονται ότι το MFA είναι δικό τους (και κάποιοι πρόκειται να γνωρίσουν πολύ δυσάρεστες εκπλήξεις). Μια αφίσα των MDP/CDE, που τη συναντάς παντού, απεικονίζει πέντε ανθρώπους που βαστάνε όπλα: τρεις πολίτες και δύο φαντάρους. Προς το παρόν, το MFA, με το «δημοκρατικό πρόγραμμά» του, χρειάζεται τα πολιτικά κόμματα όσο κι αυτά τις Ένοπλες Δυνάμεις.

 Έπειτα, υπάρχουν οι Κομμουνιστές κι οι Σοσιαλιστές. Οι δυο τους φαίνεται να «κρατάνε» το γενικό αίσθημα της χώρας. Στις πόλεις τουλάχιστον φαίνεται να διαθέτουν καλή οργάνωση. Αποτελούν μια σημαντική μειοψηφία στις τάξεις της κυβέρνησης ενώ κυριαρχούν στα συνδικάτα.

Οι Κομμουνιστές είναι οι πιο «συγκρατημένοι» απ' όλους. Η ουσία του προτάγματός τους είναι: «Σώστε την Εθνική Οικονομία», «Μην απεργείτε», «Μην κάνετε οτιδήποτε θα μπορούσε να επαναφέρει το φασισμό που μόλις ξεφορτωθήκαμε». Είναι απίστευτος ο απόλυτος βαθμός στον οποίο μπορεί να εκτεθεί ένα κόμμα σε διάστημα μερικών βδομάδων. Η εμπειρία της Χιλής (ΣτΜ: η ανατροπή του Αλιέντε απ’ το πραξικόπημα Πινοσέτ) επικαλείται παντού για να δικαιολογηθεί η «σύνεση». Κανείς δεν αναφέρει την αντίθετη περίπτωση: να ήταν δηλαδή αυτή ακριβώς η αδυναμία του Αλιέντε να πάει πέρα απ' τα όρια της αστικής δημοκρατίας που οδήγησε στην ενδεχόμενη πτώση του. Κανείς δε γνωρίζει ακριβώς την ισχύ της αντίδρασης ή ακόμα κι αυτών των επαναστατικών δυνάμεων. Όλα θα φανούν στην πράξη. Στο μεταξύ, έχει σχηματιστεί η Ιντερσιντικάλ, σαν μια συνομοσπονδία διάφορων συνδικάτων και το PCP είναι αυτό που ασκεί τη μεγαλύτερη επιρροή στο εσωτερικό της.    

Τα διάφορα καπιταλιστικά κόμματα συνιστούν την τρίτη πολιτική τάση, μια τάση αδύναμη αλλά αναμφίβολα ακόμα παρούσα. Το PPD, συσπειρωμένο γύρω απ’ το Σα Καρνέιρο, Υπουργό άνευ Χαρτοφυλακίου, διαθέτει ακόμα κάποια αξιοπιστία. Υποστηρίζεται από ορισμένα στοιχεία του επιχειρηματικού κόσμου κι απ’ τη μικροαστική τάξη που βλέπει την αποκατάσταση της «δημοκρατίας» στην Πορτογαλία σαν το διαβατήριο για την Κοινή Αγορά. Η ιδιωτική πρωτοβουλία, δηλώνουν, θα προσδώσει την «ελευθερία» και την «ώθηση» που απαιτούνται για να βοηθηθεί το ξεπέρασμα των οικονομικών δυσχερειών  τους. Ανάμεσα στα υπόλοιπα δηλωμένα καπιταλιστικά κόμματα περιλαμβάνονται οι Φιλελεύθεροι, οι Μοναρχικοί, το Εργατικό Κόμμα και η φίλα προσκείμενη στο Σ.Κ. πτέρυγα του CDE.

Η τέταρτη ομάδα (η «άκρα αριστερά») υπήρξε τόσο απροετοίμαστη για τη νέα κατάσταση, όσο κι οι καπιταλιστές. Αποτελείται απ’ τους Μαοϊκούς, το PRB-BR, το MES, το LUAR και τους Τροτσκιστές. Υποψήφιοι για την «ηγεσία» ξεπετάγονται από παντού. Εκεί που υπήρχε μόνο ένα πολιτικό κόμμα, τώρα υφίσταται μια υπερ-πληθώρα απ’ αυτά. Γνωστές ομάδες οργανώνονται. Άλλες, στην παρανομία μέχρι τώρα, βγαίνουν στο φως της μέρας. Κανείς δε γνωρίζει πόσα κόμματα υπάρχουν, πόσο μάλλον μεμονωμένες ομάδες. Κανείς δε γνωρίζει τη δύναμή τους ή πόσο σημαντικός παράγοντας είναι – ή πρόκειται να γίνουν. Όλοι εκδίδουν φυλλάδια μ’ εντυπωσιακούς τίτλους, ισχυριζόμενοι ότι διαθέτουν τ’ αναμφισβήτητο μονοπώλιο, τόσο της διαλεκτικής όσο και της σωστής αντίληψης. Προς το παρόν, ακούγονται όλοι.

Οι Μαοϊκοί δεν έχουν ενδώσει στο κλίμα της γενικής ευφορίας που δημιούργησε η 25η του Απρίλη. Το MRPP εκδηλώθηκε άμεσα μ’ ένα μανιφέστο που κριτίκαρε τη Στρατιωτική Επιτροπή, θεωρώντας τη μια αστική ρεφορμιστική ομάδα που δρα, άμεσα ή συγκαλυμμένα, για λογαριασμό των συμφερόντων του Κεφαλαίου. Στην εφημερίδα του, ο Τέμπο ε ο Μόντο, αναλύει την κατάσταση (Παράρτημα 3) κάτω απ’ τον τίτλο «As petalas para a burguesia, os espinhos para o povo – Λουλούδια για τη μπουρζουαζία, αγκάθια για το λαό».

Το MRPP ιδρύθηκε το 1970, ως το αντίπαλο δέος στον «ρεβιζιονισμό» και το δογματισμό του Κομμουνιστικού Κόμματος. Το Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς, προώθησε μια έκδοση («Κόκκινη Σημαία») στην οποία προσπάθησε ν' αναλύσει το κίνημα της εργατικής τάξης στην Πορτογαλία. Το 1971 ξεκίνησε την έκδοση της «Λούτα Ποπουλάρ» (Λαϊκός Αγώνας), στηρίζοντας διάφορες διαδηλώσεις ενάντια στον αποικιακό πόλεμο. Τη χρονιά αυτή, πολλά μέλη του συμμετείχαν σ’ απεργίες εργοστασίων στην περιοχή της Λισαβόνας και του Ριμπατέζο, στα βόρεια της πρωτεύουσας, προσπαθώντας να «εμφυσήσουν σ' αυτές την ιδεολογία της πάλης ενάντια στους αποικιακούς πολέμους». Το 1972, ένας απ' τους ηγέτες του, ο Ριμπέιρο Σάντος, δολοφονήθηκε στη διάρκεια μιας αντιπολεμικής διαδήλωσης. Θυμάμαι πολύ καθαρά, πως η κηδεία του μετατράπηκε σ' ένα ανοιχτό κυνηγητό των επαναστατών απ' την αστυνομία. Απ' το 1973 και μέχρι το πραξικόπημα, το MRPP είχε καλέσει πολλές αντιπολεμικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Ένας αριθμός ηγετικών στελεχών του είχε φυλακιστεί.

Σημαντικότερο όμως για τη διαμόρφωση της ιδεολογίας της άκρας αριστεράς ήταν το PRP, το Επαναστατικό Κόμμα του Προλεταριάτου. Το PRP είχε ενώσει τις δυνάμεις του με τις Επαναστατικές Ταξιαρχίες. Οι ομάδες αυτές ήταν υπεύθυνες για πολλές απ' τις βομβιστικές επιθέσεις της προηγούμενης περιόδου κι ιδιαίτερα για τη δραματική επίθεση ενάντια στο Υπουργείο Επικοινωνιών. Συμμετείχαν επίσης στην πυρπόληση ενός πολεμικού πλοίου που ήταν έτοιμο ν' αποπλεύσει για τις αποικίες.

Το PRP είχε διανείμει το μανιφέστο του (Παράρτημα 4) αμέσως μετά το πραξικόπημα. Η ρητορική και τα συνθήματά του διέφεραν απ' τ' αντίστοιχα των Μαοϊκών, παρόλο που το βασικό μήνυμα ήταν παρόμοιο. Το πραξικόπημα, έλεγαν, είναι πραξικόπημα της μπουρζουαζίας. Προκλήθηκε απ' την κρίση που επήλθε λόγω του πολέμου, του πληθωρισμού και της επίθεσης των εργατών. Επρόκειτο για τη «φιλελεύθερη μπουρζουαζία» που έπαιρνε τα ηνία απ' τους φασίστες, εκσυγχρονίζοντας και μεταρρυθμίζοντας τις παλιές καπιταλιστικές δομές.

Μακράν η γνωστότερη απ' τις αριστερές ομάδες ήταν το LUAR, στ' οποίο έχουμε ήδη αναφερθεί. Ο Πάλμα Ινάσιο, ο ηγέτης του, είχε συλληφθεί τον περασμένο Οχτώβρη, κατά την είσοδό του στην Πορτογαλία, έχοντας ως αποστολή του την απελευθέρωση ορισμένων πολιτικών κρατουμένων.

Το πρόβλημα με τις «επαναστατικές» ομάδες είναι η απομόνωσή τους. Οι εργάτες μπορούν να τις ακούσουν αλλά δεν τις καταλαβαίνουν. Οι απόψεις τους διαβάζονται και συζητιούνται απ' τους εργάτες αλλά μόνο υπό τη μορφή της ιδεολογίας. Δε διαθέτουν κάποιο συγκεκριμένο νόημα. Οι «επαναστάτες» παραμένουν ξένοι, παρέχοντας συμβουλές από τον «πάγκο», ενώ το PCP, μέσα απ' τα συνδικάτα, αναλαμβάνει σταθερά τον έλεγχο μέσα στα εργοστάσια. Τα βράδια της Παρασκευής, όταν όλοι έχουν σχολάσει απ' τις δουλειές κι έχουν πιει κι ένα ποτηράκι παραπάνω, είναι εύκολο να κάνεις τον επαναστάτη, ευκολότερο σίγουρα απ' ότι τα πρωινά της Δευτέρας, έχοντας μπροστά σου μια βδομάδα δουλειάς και μπόλικους λογαριασμούς για να πληρώσεις. Οι επαναστάτες εργάτες είναι επίσης απομονωμένοι κι οι πολιτικές ομάδες παίρνουν εύκολα το πάνω χέρι.

Αυτό που προηγουμένως ήταν αδιανόητο, τώρα το συναντάς μπροστά στην πόρτα σου. Οι γυναίκες οργανώνουν μια διαδήλωση έξω απ' την έδρα της Στρατιωτικής Επιτροπής. Η Α Καπιτάλ αναφέρει τα αιτήματά τους:

«Μετά την 25η Απρίλη, ορισμένα κτήρια των φασιστών μεταβιβάστηκαν στις πολιτικές ομάδες. Απ' τη στιγμή που οι γυναίκες αποτελούν περισσότερο απ' το 52 % του πληθυσμού, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι θα δίνονταν κάποιο μέρος και στις δικές μας οργανώσεις. Είμαστε τα κύρια θύματα της φασιστικής ιδεολογίας που προσπάθησε να μας υποβιβάσει στους παραδοσιακούς ρόλους της γυναίκας, αποξενώνοντάς μας απόλυτα απ' την υπόλοιπη κοινωνία. Είναι γνωστό ότι η αποπολιτικοποίηση των γυναικών και η τάση τους να ψηφίζουν τη δεξιά, σχετίζεται άμεσα με την πλήρη απουσία κινημάτων κι οργανώσεων που δρουν υπέρ τους. Παρόλ' αυτά, η Στρατιωτική Επιτροπή δε θεωρεί το Γυναικείο Κίνημα άξιο προσοχής ή ενδιαφέροντος. Γιατί όμως; Μήπως έχουμε να κάνουμε γι' άλλη μια φορά με διάκριση εναντίον των γυναικών;».

Στις 28 Μάη, η Ντιάριο ντε Λισμπόα μεταφέρει τη διακήρυξη των εκδιδομένων γυναικών της Λισαβόνας (που εργάζονται κυρίως στην περιοχή του λιμανιού). Αφού επισημαίνεται ότι «έπρεπε να εξασκούν παράνομα αυτό που αποτελεί το αρχαιότερο επάγγελμα στον κόσμο» κι ότι παρόλο που θεωρούνταν γενικά πως είχαν μια «άνετη» ζωή, αυτό δεν είχε καμιά σχέση με οποιαδήποτε άνεση, η διακήρυξη συνεχίζει απαιτώντας τη δημιουργία ενός σωματείου, μέσα στ' οποίο «απελευθερωμένες απ' όλες τις πουριτανικές πιέσεις θα μπορούσαν να συζητάνε τα προβλήματα της ιδιαίτερης θέσης τους». Οι κύριες έγνοιες τους ήταν η εκμετάλλευση απ' τους νταβατζήδες, η ανάγκη να προστατευτούν οι ανήλικες, ο καθορισμός μιας κλίμακας αμοιβών, η προώθηση του «ελεύθερου πεζοδρομίου» που θα βοηθούσε την «ανάπτυξη του τουρισμού» και η αντίθεσή τους στις «σκανδαλώδεις δραστηριότητες των συντηρητικών συναδέρφων τους που ασκούσαν το επάγγελμα  αποκλειστικά στα ακριβά νυχτερινά κέντρα». Πρόσφεραν και τη στήριξή τους στο MFA. Για ένα χρόνο, σε όλους όσους είχαν βαθμό κατώτερο απ' αυτόν του υπολοχαγού, «θα χρέωναν μισή τιμή» (11).
      
Τρεις περίπου βδομάδες νωρίτερα, η Ντιάριο ντε Λισμπόα είχε αναδημοσιεύσει το μανιφέστο του «Επαναστατικού Κινήματος των Ομοφυλόφιλων» (βλ. Παράρτημα 5). Είχαν διωχθεί ποικιλοτρόπως στη διάρκεια του παλιού καθεστώτος, με τα μπαρ και τα κλαμπ τους να έχουν επανειλημμένα γίνει στόχοι επιδρομών. Ζητούσαν να μπει τώρα ένα τέλος στις εις βάρος τους διακρίσεις.

Αυτά, καθώς και άλλα μανιφέστα, ανάγκασαν το Στρατηγό Γκαλβάο ντε Μέλο, μέλος της Στρατιωτικής Επιτροπής, να εκφράσει τη λύπη του για το «διασυρμό της 25ης Απρίλη». «Η ένδοξη επανάστασή μας», ανέφερε, «μετατρέπεται σ' ένα κίνημα πορνών και ομοφυλόφιλων».  

* * *

Στις 25 Μάη, η κυβέρνηση ανακοίνωσε το πάγωμα των μισθών. Θα υπήρχε το κατώτατο όριο των 3.300 εσκούδων (η γενική απαίτηση των εργατών ήταν για 6.000). Όλοι οι μισθοί πάνω απ' τα 7.500 εσκούδα θα πάγωναν. Πιστεύω ότι αυτό δεν αφορούσε πάνω απ' το 25 % των μισθωτών. Το MES κυκλοφόρησε μια προκήρυξη που τιτλοφορούνταν «Η κυβέρνηση προετοιμάζει άλλο ένα αντι-λαϊκό μέτρο» ενάντια στο πάγωμα των μισθών (Παράρτημα 6). Το πάγωμα ήταν αντιδημοφιλές αλλά έγινε αποδεκτό με μισή καρδιά. Το ίδιο συνέβη και με την απόφαση να επιτραπεί η φυγή στη Βραζιλία του πρώην Πρωθυπουργού και του πρώην Προέδρου.  

Το βράδυ που ακολούθησε τη συγκεκριμένη ανακοίνωση, οι δύο μεγαλύτερες αίθουσες της Λισαβόνας γέμισαν από ισάριθμες συγκεντρώσεις, τις μεγαλύτερες που είχαν γίνει ως τότε εκεί. Η μεγαλύτερη ήταν αυτή του PCP που έγινε στο Σπορτς Παβίλιον. Υπολογίζεται ότι 10.000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν για να παρακολουθήσουν λόγους που έκαναν έκκληση για ενότητα, συνεργασία με την Προσωρινή Κυβέρνηση και οργάνωση της εργατικής τάξης μέσα απ' τα συνδικάτα. Τα βασικά θέματα είναι οι κίνδυνοι μιας φασιστικής αντεπίθεσης και η ανάγκη να υπάρξει ηρεμία και υπομονή. Ο Ζαΐμε Σερρά καλεί το ακροατήριο «να στεριώσει τις νίκες που κατακτήθηκαν με την επανάσταση, να πλατύνει τη διαδικασία του αληθινού εκδημοκρατισμού της χώρας και να δυναμώσει τη συμμαχία με τις Ένοπλες Δυνάμεις». Ένα ακόμα μέλος του κόμματος αναφέρει πως τα αιτήματα που δε λαμβάνουν υπόψη τους τα περιθώρια που επιτρέπει το ΑΕΠ, η υπερβολική μείωση των ωρών εργασίας που θα επιφέρει πτώση στην παραγωγή και η αλόγιστη χρήση κάποιων μορφών αγώνα, ειδικά δε των απεργιών, θα επιφέρουν ζημιά στην εθνική οικονομία και θα προκαλέσουν χάος. Κανείς εκπρόσωπος των αφεντικών δε θα μπορούσε να το θέσει καλύτερα. Η συγκέντρωση έκλεισε με την απαγγελία της Διεθνούς.

Η συγκέντρωση του MES, απ' την άλλη, προσέλκυσε 2.000 περίπου ανθρώπους σ' ένα χώρο που συνήθως χρησιμοποιούνταν σαν τσίρκο. Εδώ, τα κύρια θέματα αφορούσαν την επαναστατική ενότητα και τη στήριξη των διαδηλώσεων εναντίον του αποικιακού πολέμου που σχεδιάζονταν για την ερχόμενη βδομάδα.  

Η Υπόθεση Περάλτα.

Ο λοχαγός Περάλτα ήταν ένας Κουβανός που είχε πιαστεί αιχμάλωτος στη διάρκεια του παλιού καθεστώτος στη Γουϊνέα-Μπισσάου κι είχε κατηγορηθεί για παροχή βοήθειας προς τους ντόπιους «τρομοκράτες». Μεταφέρθηκε στη Λισαβόνα, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε ποινή δύο ετών. Αργότερα, «ξαναδικάστηκε» κι η ποινή του αυξήθηκε στα δέκα χρόνια. Τη μέρα που η Κασίας απελευθερώθηκε, βρίσκονταν στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο.

Ο Περάλτα φαίνεται πως αρχικά είχε θεωρηθεί αιχμάλωτος πολέμου και προορίζονταν γι' ανταλλαγή με Πορτογάλους που είχαν πιαστεί στη Γουϊνέα. Κατόπιν, διέρρευσε μια ιστορία που ανέφερε πως το παλιό καθεστώς σχεδίαζε να τον ανταλλάξει μ' έναν Αμερικανό πράκτορα της CIA που είχε καταδικαστεί σε 30ετή φυλάκιση για κατασκοπεία στην Κούβα. Η συμφωνία μεταξύ των Πορτογάλων φασιστών και του καθεστώτος Κάστρο είχε κλειστεί με τη μεσολάβηση της διπλωματίας του Βατικανού. Σ' αντάλλαγμα, οι Πορτογάλοι θα έπαιρναν στρατιωτική βοήθεια απ' τις ΗΠΑ. Την κατάσταση αυτή «φορτώθηκε» κατόπιν το MFA. Στην αρχή, αρνήθηκαν ότι ο Περάλτα επρόκειτο ν' ανταλλαγεί με τον Αμερικανό πράκτορα της CIA, αρνήθηκαν όμως ν' αναφέρουν για ποιο λόγο ο συγκεκριμένος πολιτικός κρατούμενος του παλιού καθεστώτος δεν είχε απελευθερωθεί.

Στις 25 Μάη, μια διαδήλωση που οργανώθηκε απ' το MES συγκεντρώθηκε έξω απ' το νοσοκομείο κι απαίτησε την άμεση απελευθέρωσή του. Δυο χιλιάδες νεαροί διαδηλωτές κατέλαβαν τις σκάλες της απέναντι εκκλησίας, πραγματοποιώντας μια 20ωρη ολονύχτια διαμαρτυρία, σταματώντας την κυκλοφορία και τραγουδώντας αντι-αποικιακά τραγούδια.

Στην περιοχή κατέφτασε ένας αξιωματούχος της αστυνομίας και ζήτησε απ' τους διαδηλωτές ν' αποχωρήσουν, λέγοντάς τους ότι ο Περάλτα δε βρίσκονταν πια στο νοσοκομείο κι ότι ενοχλούσαν τους υπόλοιπους ασθενείς. Ήρθε επίσης κι ο Στρατός, συνοδευόμενος από μια δύναμη αντρών της GNR και των ΜΑΤ. Δόθηκε εκ νέου η διαταγή να διαλυθούν. Το PRP κι οι Τροτσκιστικές ομάδες αποφάσισαν ότι η σύγκρουση με την αστυνομία θ' αποτελούσε τακτικό λάθος κι αποσύρθηκαν απ' το προσκήνιο. Οι Μαοϊκοί στάθηκαν αδιάλλακτοι. Εναντίον τους χρησιμοποιήθηκαν εκτοξευτήρες νερού και δακρυγόνα.       
      
Το Ράντιο Ρενασένσα (που είχε καταληφτεί απ' τους εργαζόμενους μια βδομάδα πριν) διατάχτηκε να σταματήσει τη ζωντανή κάλυψη της συγκεκριμένης διαδήλωσης. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωσή του, ο Στρατός κατέλαβε τα στούντιο.  

Το μυστήριο του Περάλτα δεν ξεκαθαρίστηκε ποτέ. Το σημαντικό μάθημα του επεισοδίου αυτού ήταν ότι αποδείχτηκε πως οι επαναστατικές ομάδες θα δέχονταν επίθεση, στην περίπτωση που δίνονταν τέτοιες διαταγές. Ήταν η πρώτη διαδήλωση στην Πορτογαλία που διαλύθηκε βίαια απ' την αστυνομία, μετά την 25η Απρίλη.

Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τους οποίους οι αρχές προχώρησαν τελικά στη διάλυση εκείνης της διαδήλωσης. Η πλειοψηφία των διαδηλωτών αποτελούνταν από φοιτητές κι όχι από εργάτες. Αν  συνέβαινε το αντίστροφο, είναι αμφίβολο, δεδομένου του γενικότερου κλίματος που επικρατούσε, το αν οι ένοπλες δυνάμεις (που είχαν χαιρετιστεί σαν «οι απελευθερωτές της εργατικής τάξης») θα προχωρούσαν στην επίθεση, κι αυτό γιατί η εικόνα αυτή τους ήταν ακόμα χρήσιμη. Φάνηκε όμως όσον αφορά τα παραπάνω «γκρουπούσκουλα», πόσο ισχνή ήταν η υποστήριξη που διέθεταν και πόσο περιορισμένη ήταν η πραγματική τους βάση.

Το PCP αρνήθηκε να σχολιάσει το συμβάν. Ούτε καταδίκασε τη συγκεκριμένη απόφαση, ούτε και την υποστήριξε ανοιχτά. Από πολλές απόψεις, αποτέλεσε μια νίκη γι' αυτό, παγιώνοντας την εικόνα του ως «προσγειωμένου» κι υπεύθυνου ηγέτη των εργατών, συγκεντρωμένου στα «πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα». Την επόμενη όμως βδομάδα, η Ιντερσιντικάλ οργάνωσε μια μεγάλη συγκέντρωση «ενάντια στους εχθρούς των εργατών». Χωρίς καμιά αμφιβολία, στόχος της ήταν να συμπεριλάβει τους «ψευτο-επαναστάτες της άκρας αριστεράς» που είχαν διαδηλώσει υπέρ της απελευθέρωσης του Περάλτα.  

ΙΙΙ. ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΗΝΕΣ

Εκτιμώντας την Κατάσταση.

Υπάρχει μια παράλληλη κουβέντα παντού. Την Πρωτομαγιά, η Στρατιωτική Επιτροπή διακήρυξε πως «το έθνος στήριζε τους εργάτες». Τώρα ισχυρίζεται ότι «οι εργάτες στηρίζουν την απελευθέρωση του έθνους». Μια ομάδα της μεσαίας τάξης που είναι συσπειρωμένη γύρω απ' την Εσπρέσσο, οργανώνει ένα Φιλελεύθερο Κόμμα (το αποκαλούν κεντρο-αριστερό). Ο Μάριο Σοάρες, που συμπεριφέρεται ήδη σαν Υπουργός Εξωτερικών, έχει φύγει για το Λονδίνο για να συζητήσει την κατάσταση με τον Γουίλσον. Οι εφημερίδες είναι άθλιες. Η Ρεπούμπλικα έχει τον τίτλο «Ο λαός δε ζει πια μέσα στο φόβο». Ανοησίες. Τίποτα δεν έχει αλλάξει εκτός απ' τους πολιτικούς. Αυτοί που φοβούνταν μήπως ξεμείνουν από λεφτά ή φαγητό, διατηρούν ακόμα τους φόβους αυτούς.

Στο Παρίσι, τα γραφεία της Πορτογαλικής πρεσβείας έχουν παραβιαστεί και μοιράστηκαν διαβατήρια σε ανυπόταχτους, λιποτάχτες και σε πολλούς μετανάστες εργάτες. Η κυβέρνηση έχει παραχωρήσει μερική αμνηστία: όσοι επιστρέφουν πρέπει να υπηρετήσουν. Σ' όλα τα στέκια της εργατικής τάξης υπάρχει έντονη συζήτηση κι επιχειρηματολογία. Η μπάλα έχει σχεδόν ξεχαστεί. Τα συναισθήματα είναι πολύ μπερδεμένα: τρομαχτική δύναμη κι ελπίδα αλλά κι επίγνωση της κρίσης. Τίποτα δεν είναι βέβαιο.

Τ' ομορφότερο ίσως πράγμα είναι αυτό το αίσθημα της εμπιστοσύνης που μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Δεν υπάρχει τίποτ' άλλο παρά μόνο θετικό πνεύμα για την εργατική τάξη σ' ολόκληρο τον κόσμο. Οι άνθρωποι συζητάνε για την κατάσταση στη Γαλλία, την Αγγλία, την Αργεντινή και τη Βραζιλία, λες κι υπήρξαν σ' όλη τους τη ζωή καθηγητές ή πολιτικοί. Η γειτόνισσά μου έχει αλλάξει τόσο που δεν την αναγνωρίζω, καθώς αναρωτιέται εκστατικά αν οι εργάτες μπορούν να νικήσουν. Λέει «πως δε σκαμπάζει και πολλά απ' την πολιτική». Όμως ύστερα από μήνες σιωπής, αναγκαστικής ευπρέπειας και φόβου, η απέραντη χαρά κι ο ενθουσιασμός της, αποδεικνύονται πράγματα απίστευτα αναζωογονητικά.

Η αλλαγή των ονομασιών λέει πολλά: το «Στάδιο Τομάς» γίνεται «Στάδιο της Ελευθερίας», η «Γέφυρα Σαλαζάρ» είναι τώρα «Γέφυρα της 25ης Απρίλη» ή Κόκκινη Γέφυρα (1). Είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς, μα η αξία του εσκούδου έχει ανέβει στις διεθνείς αγορές. Ο Αγκοστίνιο Νέτο, ο ηγέτης του Απελευθερωτικού Μετώπου της Ανγκόλας (MPLA), απέστειλε μια διακήρυξη στον Πορτογαλικό λαό (Παράρτημα 7).

Στις 6 Μάη, οι ψαράδες του Ματοστίνιος αρνούνται να βγουν για ψάρεμα για λογαριασμό της εταιρείας τους. Η διαφωνία διαρκεί τέσσερις μέρες. Στο τουριστικό σύμπλεγμα της Τρόγια, στις 9 Μάη, περίπου 4.000 εργαζόμενοι σταματούν τη δουλειά. Η Τάιμεξ, η ωρολογοποιία που βρίσκεται κοντά στη Λισαβόνα, καταλαμβάνεται απ' τους 1.800 εργαζομένους της, οι οποίοι απαιτούν αυξήσεις στους μισθούς και την απομάκρυνση 6 συνεργατών της PIDE. Στις 13 Μάη, οι 1.600 εργαζόμενοι στα ορυχεία της Πανασκέιρα (ανάμεσα στους οποίους υπάρχουν και 400 που προέρχονται απ' το Πράσινο Ακρωτήρι) απαιτούν ελάχιστο μισθό 6.000 εσκούδων κι απέχουν απ' τη δουλειά για να ενισχύσουν το αίτημά τους.

Στο Πόρτο, χιλιάδες διαδηλώνουν στις φτωχότερες περιοχές της πόλης, διεκδικώντας αξιοπρεπείς συνθήκες στέγασης. Οι εργάτες της Φάιρστοουν σε Λισαβόνα, Αλκοσέτε, Πόρτο και Κοΐμπρα, καταλαμβάνουν τα εργοστάσια και αξιώνουν την απομάκρυνση των ξένων διευθυντών τους. Στις 15, 8.400 εργαζόμενοι της Λισνάβ κατεβαίνουν σ' απεργία καταλαμβάνοντας τα μέρη δουλειάς, ενώ στο Βορρά, 500 περίπου εργάτες ορυχείων στην Μπορράλια προσχωρούν στην απεργία των υπόλοιπων συναδέρφων τους. Καθώς σχηματίζεται η Πρώτη Προσωρινή Κυβέρνηση, στις 16 Μάη, οι εργαζόμενοι στην Πανεπιστημιακή Λέσχη ενώνονται με το διαρκώς ογκούμενο κίνημα. Το ίδιο κάνουν κι οι εργαζόμενοι της κλωστοϋφαντουργίας στην Κοβιλιά, στο Μίρα ντ' Άιρε και στην Καστανέιρα ντε Πέρα. Στη Λισαβόνα, πολλοί εργαζόμενοι βρίσκονται σ' απεργία, απ' τη Σακόρ (διυλιστήρια πετρελαίου) ως τη Μέσσα (γραφομηχανές).     

Ενώ οι αριστερές εφημερίδες οργανώνονταν ή αναδιοργανώνονταν (2), οι ψαράδες του Ναζαρέ κι οι εργαζόμενοι της Μπάγερ (φαρμακευτικά είδη) κατέβηκαν σ' απεργία. Στις 21 Μάη, 20.000 περίπου μεταλλεργάτες έκαναν πορεία στη Λισαβόνα απαιτώντας μεγαλύτερους μισθούς. Το πρώτο τεύχος της Λούτα Ποπουλάρ ασχολήθηκε μ' ένα μεγάλο αριθμό ζητημάτων, περιλαμβανομένης της απεργίας των οδηγών ταξί της Λισαβόνας. Την ίδια μέρα, οι εργάτες της ημι-κρατικής εταιρείας πετρελαιοφόρων τάνκερ, Σοπονάτα, ενώθηκαν επίσης με το απεργιακό κύμα. Οι 600 εργαζόμενοι που απασχολούνταν στη στεριά κατέλαβαν τα γραφεία ενώ οι 1.400 ναυτικοί απέστειλαν μέσω ασυρμάτου την υποστήριξή τους απ' την ανοιχτή θάλασσα.

Στις 27, 5.000 εργαζόμενοι της Καρρίς (μεταφορές) αρνήθηκαν ν' ανέβουν στα λεωφορεία τους. Τα συνδικάτα επεσήμαναν το παράδειγμα της Χιλής (παρομοιάζοντας το ζήτημα της Καρρίς με την απεργία των ιδιοκτητών των μέσων μεταφοράς - ΣτΜ: η απεργία των, δωροδοκημένων απ’ την CIA, φορτηγατζήδων στη Χιλή έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανατροπή του Αλιέντε). Αποπειράθηκαν έτσι να εκτονώσουν το απεργιακό κίνημα. Οι προσπάθειές τους όμως καρποφόρησαν μόνο εν μέρει, καθώς τα παραμερισμένα αιτήματα των εργαζόμενων επανήλθαν με μεγαλύτερη ένταση σε σχέση με τ' αρχικά.

Ο Σπίνολα εκφωνεί λόγο ενώπιον εκατοντάδων χιλιάδων στο Πόρτο. Αυτή είναι η πρώτη φορά που πηγαίνει στο Βορρά. «Η 25η έδωσε στο λαό ελευθερία», αναφέρει. «Την ελευθερία αυτή πρέπει να τη διατηρήσουμε... Και τώρα που έχουμε περάσει τον πρώτο μήνα ενθουσιασμού κι ευφορίας, πρέπει ν' αρχίσουμε να σκεφτόμαστε με τρόπο ώριμο για το μέλλον. Πρέπει να υπερασπίσουμε την ελευθερία μας απ' τις αντιδραστικές δυνάμεις, απ' τις δυνάμεις που επιθυμούν να μειώσουν την ελευθερία αυτή. Ούτε με την αναρχία, ούτε με το οικονομικό χάος, την αναταραχή και το σταμάτημα της δουλειάς, δεν μπορούμε να οικοδομήσουμε την Πορτογαλία του μέλλοντος. Αυτοί είναι τρόποι που χρησιμοποιούν οι αντιδραστικοί κι οι αντεπαναστάτες. Οι Ένοπλες Δυνάμεις κι ο λαός πρέπει να ενωθούν, αποκλείοντας αυτό τον δρόμο που οδηγεί στην καταστροφή».

Την εξουσία την κρατάνε οι Ένοπλες Δυνάμεις, κι ειδικότερα η Στρατιωτική Επιτροπή. Τι επιρροή ασκεί το Κίνημα των Λοχαγών; Κανείς δε γνωρίζει. Σε διάφορα μέρη της χώρας στάλθηκαν αξιωματικοί για να εργαστούν «υπέρ της οργάνωσης και της σταθεροποίησης». Τι ακριβώς όμως πρόκειται να σταθεροποιήσουν; Την αστική εξουσία; Τη Βοναπαρτική εξουσία; Το δρόμο προς τον κρατικό καπιταλισμό; Κανείς δεν είναι απολύτως βέβαιος. Λίγοι άνθρωποι αναρωτιούνται για τέτοια πράγματα. Ένα είναι σίγουρο: ο στρατός είναι στρατός των αστών, τόσο με τους όρους της ταξικής κοινωνίας που υπερασπίζεται, όσο και με τους αντίστοιχους των δικών του ξεχωριστών ιεραρχικών δομών.         

Η κυβέρνηση του Πάλμα Κάρλος, περιγράφεται από ορισμένους δημοσιογράφους «σαν κάτι που μοιάζει περισσότερο με κυψέλη, παρά με πραγματική κυβέρνηση» που προσπαθεί να διαχειριστεί την κατάσταση. Παίρνει αποφάσεις για θέματα του τραπεζικού συστήματος, κατώτατων μισθών και ζητήματα «εθνικού συμφέροντος». Είναι όμως υποχρεωμένη να δίνει λογαριασμό στο Σπίνολα που λαμβάνει τις τελικές αποφάσεις.

Η αριστερά δεσπόζει στην, μετά την 25η του Απρίλη, κατάσταση. Βρίσκεται παντού: στον έλεγχο των εγκαθιδρυόμενων θεσμών, πολλών εφημερίδων και της τηλεόρασης. Οργανώνεται μαζικά στο βιομηχανικό τομέα. Η αισιοδοξία της είναι στα ύψη και όχι χωρίς λόγο. Οι μισθολογικοί αγώνες, οι νίκες που κατακτούνται, ο όγκος των διαδηλώσεών τους κι η καθολική κριτική στον καπιταλισμό, είναι πράγματα που έδωσαν τρομαχτική ώθηση στο ηθικό της. Θα ήταν παρόλ’ αυτά λάθος να φανταστούμε, πως οι ανακοινώσεις, οι συζητήσεις κι οι διαδηλώσεις της αντανακλούν το συνολικό άθροισμα των φόβων ή των ελπίδων των εργαζόμενων, τούτες τις μέρες.   

Είναι δύσκολο να βρεθεί χώρος για άλλα συνθήματα στους τοίχους. Κανένας, ούτε κι ο πιο αδιάφορος τουρίστας, δεν μπορεί να μην τα προσέξει. Καλύπτουν κάθε ελεύθερο τοίχο, μνημείο και δημόσιο κτήριο, κάθε γωνιά που ο κόσμος μπορεί να δει, καθώς κι άλλα μέρη, τα οποία μέχρι κι ο ξένος που χάθηκε είναι απίθανο να βρει. Οι αφίσες του PCP βρίσκονται παντού.

Οι εφημερίδες αντιμετωπίζουν με σεβασμό όλες τις δημοσιεύσεις της αριστεράς και τις παρέχουν πλήρη κάλυψη. Στις ανακοινώσεις του MES, του LUAR, του Σ.Κ, κι επιπλέον των αναρχικών (που ήταν λίγοι, κυρίως Ισπανοί, έχοντας μέσο όρο ηλικίας τα εξήντα-πέντε), παρέχονται ολοσέλιδοι τίτλοι στις απογευματινές εκδόσεις. Η Ντιάριο ντε Νοτίσιας κρίθηκε πως υστερούσε απ’ αυτή την άποψη. Καταλήφτηκε απ’ τους τυπογράφους της κι άλλαξε σχεδόν σε μια νύχτα, μετατρεπόμενη από δεξιά, σε μια πιο φιλελεύθερη εφημερίδα. Ένα απ’ τα κυριότερα σημεία δυσαρέσκειας για τους εργαζόμενους ήταν τ’ ότι η εφημερίδα «δεν εργάζονταν σύμφωνα με το πνεύμα της 25ης».

Μικρές ομάδες αριστερών διανοουμένων μπορούσαν να δημοσιεύουν σχεδόν τα πάντα. Σε μια ομάδα που ονομάζονταν MARP (Κίνημα για την Επαναστατική Προλεταριακή Αυτοδιαχείριση) παραχωρήθηκαν ολόκληρες στήλες για τις διακηρύξεις και τ’ άρθρα της. Στους Κομμουνιστές και τους Σοσιαλιστές δόθηκαν ολόκληρες σελίδες.

Οι μεγάλες οικογένειες εξακολουθούν να κυριαρχούν στο οικονομικό σκηνικό. Δε βλέπουν με καλό μάτι οποιαδήποτε «φιλελευθεροποίηση» θα μπορούσε ν’ απειλήσει τα συμφέροντά τους. Παρά το γεγονός ότι οι εφημερίδες (3) επικεντρώνονται σε πολιτικά και αντι-αποικιακά ζητήματα, δε λείπει μια συζήτηση για την οικονομική δομή της Πορτογαλίας.

Άρχισε να εμφανίζεται μια συγκεκριμένη εικόνα του Πορτογαλικού καπιταλισμού. Το 1973 υπήρχαν στην Πορτογαλία περίπου 42.000 επιχειρήσεις. Το 36 % απ’ αυτές, απασχολούσε κάτω από 10 εργαζόμενους, κάτι που φανερώνει πόσο λίγο είχε προχωρήσει η εκβιομηχάνιση. Όμως μόλις το 0,5 % αυτών κατείχε πάνω απ’ το μισό του συνολικού κεφαλαίου στη χώρα, πράγμα που έδειχνε το βαθμό συγκέντρωσης κεφαλαίου στην κορυφή. 150 περίπου εταιρείες (η πλειοψηφία των οποίων είχαν σχέση με ξένα κεφάλαια) κυριαρχούσαν στο σύνολο της Πορτογαλικής οικονομίας. Μια εξέταση των 20 κυριότερων επιχειρήσεων φανέρωνε τα ίδια οικογενειακά ονόματα που εμφανίζονταν ξανά και ξανά: Γκέντες ντε Σόουζα, ντε Μέλο, Πίντο Μπάστος, Μέντες Αλμέιντα, Φιγκεϊρέντο, ντε Μπρίτο... Οι περισσότεροι απ’ τους διευθυντές που είχαν τον έλεγχο πριν την 25η Απρίλη, παρέμεναν ακόμα στις θέσεις τους, παρόλο που η εξουσία τους αμφισβητούνταν ολοένα και περισσότερο απ’ τις Επιτροπές. Δεν υπήρχε βέβαια καμιά αμφιβολία σχετικά με τις πολιτικές συμπάθειες που έτρεφαν οι οικογένειες αυτές.

Διάφοροι διπλωματικοί και οικονομικοί δεσμοί εγκαθιδρύθηκαν με τις χώρες του κρατικού καπιταλισμού. Όπως μια εφημερίδα έθεσε το ζήτημα, ο Σοάρες ήταν «χωμένος μέχρι τ’ αυτιά στη διπλωματία» με το Ανατολικό μπλοκ. Δόθηκε άδεια στην Πολωνία να συμμετέχει στη Διεθνή Βιομηχανική  Έκθεση της Λισαβόνας κι αυτή ήταν η πρώτη φορά που επιτράπηκε σε χώρα που βρίσκονταν πίσω απ’ το Σιδηρούν Παραπέτασμα, να προωθήσει τις εμπορικές συναλλαγές της στην Πορτογαλία. Στη Λισαβόνα έφτασε επίσης και μια αντιπροσωπεία Ρώσων «επιχειρηματιών».

Το πρόγραμμα του MFA αξίωνε «διπλωματικές σχέσεις με το σύνολο των χωρών». Αφού το «σύνολο των χωρών» περιελάμβανε πιθανώς και χώρες όπως η Χιλή, η Ελλάδα κι η Ισπανία, ασκήθηκαν πιέσεις στην κυβέρνηση να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Το Σ.Κ. και το τροτσκιστικό LCI οργάνωσαν μια διαδήλωση έξω απ’ την Πρεσβεία της Χιλής, όπου κατά τρόπο ειρωνικό, ανύψωσαν μια σβάστικα.

Η Προσωρινή Κυβέρνηση δεν αποτελούσε κυβέρνηση Λαϊκού Μετώπου υπό την αυστηρή έννοια. Είχε διοριστεί από τα πάνω, μέσω της Στρατιωτικής Επιτροπής, ως «αντιπροσωπευτική» των διαφόρων τάξεων και ομάδων της κοινωνίας. Μέσα στην κυβέρνηση, το PCP με το Σ.Κ. βάδιζαν σε τεντωμένο σχοινί. Καθώς η δεξιά άρχισε να μπλοκάρει διάφορα διατάγματα, υπερασπιζόμενη τα συμφέροντά της, οι Σοσιαλιστές κι οι Κομμουνιστές γίνονταν ολοένα και πιο ανήσυχοι για τις τύχες του συνασπισμού.

Κάθε εργοστάσιο, ανεξάρτητα απ’ το μέγεθός του, αναδιοργανώνεται. Οι εργάτες προβάλουν αιτήματα που στις περισσότερες περιπτώσεις περιλαμβάνουν τον κατώτατο μισθό και το saneamento (την εκκαθάριση) των παλιών διευθυντικών στελεχών. Καμιά ομάδα δεν είχε αξιώσει τον εργατικό έλεγχο αλλά οι εργάτες είχαν αναλάβει στην ουσία μόνοι τους τον έλεγχο. Υπάρχουν Επιτροπές σε πολλές δημόσιες επιχειρήσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι εργαζόμενοι διαχειρίζονται συνολικά την επιχείρηση. Στον ιδιωτικό τομέα, τα πράγματα διαφέρουν.

Στο Κεφάλαιο 5, θα εξετάσουμε την εξέλιξη των Επιτροπών, τη σύνθεση και τις λειτουργίες τους, τις σχέσεις τους με τα συνδικάτα, και σε κάποιες περιπτώσεις, τις πρακτικές δυσκολίες που συνάντησαν. Στο σημείο αυτό, θα ήθελα απλά να περιγράψω ορισμένες απ’ τις πρώτες διαφωνίες που στιγμάτισαν την περίοδο του «μήνα του μέλιτος» του νέου καθεστώτος. Οι διαφωνίες αυτές φανερώνουν ξεκάθαρα, πως όσες συζητήσεις κι αν γίνουν μεταξύ του MFA και του λαού (η αποκαλούμενη «Συμμαχία MFA-ΛΑΟΥ»), οι πραγματικότητες της ταξικής πάλης δεν μπορεί να γεφυρωθούν.

Τάιμεξ, Σογκαντάλ, Μαμπόρ, CTT.

Η ιστορία της Τάιμεξ στάθηκε διδακτική. Οι εργαζόμενοι είχαν παρουσιάσει μια λίστα με τα αιτήματά τους που απορρίφτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη. Κατέλαβαν κατόπιν το εργοστάσιο, συνεχίζοντας να κατασκευάζουν ρολόγια και να τα πουλάνε. Το εργοστάσιο λειτουργούσε χωρίς στελέχη. Εκπρόσωποι των Ενόπλων Δυνάμεων υπήρξαν παρόντες στη διάρκεια των άκαρπων συζητήσεων με τους εκπροσώπους του Αμερικανικού κεφαλαίου. Οι εργαζόμενοι επέμειναν στην κατάληψη για έναν ολόκληρο μήνα, διάστημα στο οποίο, το αίτημα να τους πληρωθούν οι μέρες της απεργίας, προστέθηκε στη λίστα με τα υπόλοιπα αιτήματα. Η Επιτροπή συνέταξε μια «Διακήρυξη προς το Έθνος» που δημοσιεύτηκε σ’ όλες τις καθημερινές εφημερίδες. Οργάνωσε δεσμούς με άλλα εργοστάσια, ζητώντας οικονομική στήριξη, την οποία και έλαβε. Βοηθήθηκαν επίσης κι απ’ την Ένωση των Κοσμηματοποιών. Οι εργαζόμενοι της Τάιμεξ δεν συντάχτηκαν με κάποιο πολιτικό κόμμα, παρόλο που μια μικρή ομάδα δημιούργησε μια «Επιτροπή για τη στήριξη του αγώνα στην Τάιμεξ». Οι εργαζόμενοι απέρριψαν κάθε απόπειρα των Μαοϊκών ν’ αναλάβουν εκ μέρους τους τον αγώνα. Η «Διακήρυξη» ανέφερε:

1. «Οι εργαζόμενοι της Τάιμεξ βρίσκονται σ’ απεργία απ’ τις 3 του Ιούνη, στη συνέχεια ενός αγώνα που ξεκίνησε το Νοέμβρη του ’73, αναπτύχτηκε το Φλεβάρη κι έλαβε μαζικές διαστάσεις στις αρχές του Μάη. Το εργοστάσιο της Τάιμεξ αποτελεί κομμάτι ενός μεγάλου και βάρβαρου συστήματος εκμετάλλευσης και κυριαρχίας, που διεξάγεται σε πολλά μέρη του κόσμου απ’ το ιμπεριαλιστικό Αμερικανικό κεφάλαιο. Δεν είναι καθόλου σχολαστικοί όσον αφορά τις μεθόδους που χρησιμοποιούν για να πετύχουν τους στόχους τους, που δεν είναι άλλοι απ’ την εξαγωγή του μέγιστου δυνατού κέρδους κι εργασίας απ’ την εργατική τάξη, μέσω απάνθρωπων μεθόδων εκμετάλλευσης. Δε έχουν ιδέα από σωστές ανθρώπινες σχέσεις, σωστές συνθήκες εργασίας και οικονομικές ανάγκες. Γνωρίζουν μόνο ένα πράγμα: το ΚΕΡΔΟΣ. Ενάντια σ’ αυτές τις συνθήκες ξεσηκωθήκαμε. Πιο συγκεκριμένα, θέλουμε 40ωρη βδομάδα δουλειάς αντί για 45ωρη. Οι περισσότεροι απ’ τους εργαζόμενούς μας είναι νέοι, μεταξύ 15 και 19. Δουλεύουν 9 ώρες τη μέρα. Κάθονται σε ξύλινες καρέκλες, δουλεύοντας υπό το φως φθορισμού, χρησιμοποιώντας συχνά ανεπαρκώς προσαρμοσμένα μεγεθυντικά γυαλιά και μικροσκόπια, μέσα σε συνθήκες χαμηλής ατμοσφαιρικής υγρασίας και κάτω από μια συνεχή ένταση που μπορεί να οδηγήσει σε νευρική κατάρρευση και συχνές λιποθυμίες. Ο φόρτος εργασίας δεν είναι σταθερός και συχνά αυξάνεται αυθαίρετα, πράγμα που τείνει να εξαντλεί τους νεαρούς αυτούς εργάτες. Μετά από 5 χρόνια, η υγεία τους έχει ήδη καταστραφεί. Ο εργασιακός τους  βίος είναι σύντομος επειδή όταν δε μπορούν πια να πιάσουν την παραγωγή που απαιτείται, απολύονται, κουβαλώντας μαζί τους όλη τη φθορά και τη βλάβη που υπέστησαν, μ’ όλα τα συνακόλουθα προβλήματα στην ανεύρεση εργασίας. Το σύστημα αυτό πάντα αυξάνει την ένταση της δουλειάς και τ’ αποτελέσματα της μέγιστης εκμετάλλευσης των εργαζομένων, ώστε να παραχθούν μεγαλύτερα κέρδη για τ’ αφεντικά... Θέλουμε επίσης να καταργηθεί το σύστημα των μπόνους για ν’ αποφευχθεί η διαίρεση των εργαζομένων. Θέλουμε να έχουμε λόγο στη λειτουργία του Τμήματος Προσωπικού, έστω και μόνο για να ελέγχουμε τις δραστηριότητες της διεύθυνσης, για να διατηρούμε τις συνθήκες δουλειάς σε πιο ανθρώπινα επίπεδα και για ν’ αποφύγουμε ένα πισωγύρισμα της κατάστασης. Απαιτούμε επίσης ένα δίκαιο μισθό. Κανείς απ’ τη διεύθυνση δεν έχει παρουσιάσει μια λογική απάντηση στα αιτήματά μας. Δολοπλόκησαν για να μας χωρίσουν και να σταματήσουν την πρόοδο των διαπραγματεύσεων. Αυτοί είναι οι λόγοι που μας έκαναν να καταφύγουμε τελικά στην απεργία μέχρι που να ικανοποιηθούν τα αιτήματά μας. 2. Η χώρα αντιμετωπίζει μια περίοδο σφοδρά διεξαγόμενων αγώνων μεταξύ εκμεταλλευτών και εκμεταλλευόμενων. Η μπουρζουαζία εξακολουθεί να εξουσιάζει το λαό, προσπαθώντας να τον εξαπατήσει και να ελιχθεί εναντίον του. Το Κεφάλαιο συνεχίζει να θεωρεί ότι οι ζωές μας του ανήκουν κι ότι πρέπει να τις διαχειρίζεται. Πρέπει ν’ αγωνιστούμε ενάντια σ’ αυτό. Απ’ τη στιγμή που η κοινωνία χωρίστηκε σε δυο τάξεις, διεξάγεται ένας ταξικός αγώνας. Οι άρχουσες τάξεις διαθέτουν τα πάντα: κεφάλαιο, σχολεία, εργοστάσια, τον τύπο... Ο λαός δε διαθέτει τίποτ’ άλλο παρά μονάχα την εργατική του δύναμη. Ο λαός μάχεται ενάντια σ’ αυτή την κατάσταση. Θα φτάσει τον ταξικό αγώνα στην απόλυτη κορύφωσή του, στην κατάκτηση της αληθινής ελευθερίας που θα είναι δυνατή μόνο όταν πάψουν να υπάρχουν εκμεταλλευτές κι εκμεταλλευόμενοι. 3. Η μόνη τάξη που μπορεί στ’ αλήθεια να φέρει σε πέρας τον αγώνα αυτόν είναι η εργατική τάξη. Δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα παρά μόνον τις αλυσίδες μας. Η ελευθερία μπορεί να εγκαθιδρυθεί μονάχα απ’ την τάξη αυτήν, η οποία μαζί με τον υπόλοιπο εκμεταλλευόμενο λαό θ’ ανατρέψει τη μπουρζουαζία και θα οικοδομήσει μια γνήσια δημοκρατία. 4. Απευθύνουμε έκκληση για βοήθεια στην υπόλοιπη εργατική τάξη, όπως και στον κόσμο της υπαίθρου επίσης... και σ’ όλον τον πραγματικά προοδευτικό κόσμο. Σύντροφοι, στην Τάιμεξ, όπως και σ’ άλλα μέρη αυτή τη στιγμή, πραγματοποιείται ένα ακόμα βήμα στην πορεία προς τα μπροστά, που ακολουθεί ο εκμεταλλευόμενος λαός της χώρας μας. Σας καλούμε να προσέξετε την κατάσταση αυτή. Κι απευθύνουμε έκκληση για την πραγματοποίηση ΕΝΟΣ ΜΕΡΟΚΑΜΑΤΟΥ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΑΠΕΡΓΩΝ. Μ’ αυτό μπορούμε να δείξουμε πως ξέρουμε τι σημαίνει αλληλεγγύη, καθώς και πως μπορούμε να υπερασπιστούμε το δίκαιο αγώνα των εκμεταλλευόμενων με έργα κι όχι μονάχα στα λόγια. Το βάρος της καμπάνιας θα το σηκώσει μια συντονιστική επιτροπή. Θα έχει ως βάση της το εργοστάσιο της Τάιμεξ και θ’ αποτελείται από μέλη της Εργατικής Επιτροπής της Τάιμεξ. Θα στηριχτεί απ’ την Ένωση Κοσμηματοποιών, Ωρολογοποιών και Συναφών Επαγγελμάτων της Λισαβόνας. Θα κυκλοφορήσουν σφραγισμένα κουπόνια ενίσχυσης. Για να ξεπεραστούν οι μεγάλες δυσκολίες προς το παρόν, αυτά θα φέρουν τη λευκή σφραγίδα της Ένωσης Κοσμηματοποιών. Μπορούν να διανέμονται απ’ το εργοστάσιο ή τη διεύθυνση της Ένωσης (Τραβέσσα ντα Γκλόρια, Νο 18, 3ος ορ., Λισαβόνα) μεταξύ 9 π.μ. και 6 μ.μ. Σημείωση: η καμπάνια αυτή, παρόλο που οργανώθηκε απ’ τους εργαζόμενους της Τάιμεξ, δε θα στηρίξει μονάχα αυτούς τους ίδιους. Θα στηρίξει όλους τους εργάτες που ενδεχομένως θα βρεθούν σε παρόμοια κατάσταση. Οι Εργαζόμενοι της Τάιμεξ, 27 Μάη, 1974».

Η περίπτωση της Σογκαντάλ ήταν διαφορετική. Η επιχείρηση κατασκεύαζε γάντια και υφάσματα. Το Γαλλικής ιδιοκτησίας εργοστάσιο του Μοντίζο καταλήφτηκε απ’ τους 48 εργάτες του, οι οποίοι απαιτούσαν αυξημένους μισθούς, μικρότερα ωράρια και πληρωμένες διακοπές. Η διεύθυνση τα απέρριψε. Αρνήθηκε επίσης να πληρώσει τις μέρες που είχαν χαθεί λόγω της απεργίας. Η απάντηση των εργατών ήταν να συνεχίσουν τη δουλειά, πουλώντας όμως τα ρούχα μόνοι τους. Εξέλεξαν μια πενταμελή επιτροπή για να συζητήσει με την Ένωση Καταναλωτών της Λισαβόνας. Ένας εργάτης περιγράφει την απεργία:

«Στο κουμάντο ήταν ένας Γάλλος διευθυντής και ο κ. Γκιγιέρμο που είναι Πορτογάλος. Όμως αυτός ο Πορτογάλος διευθυντής δεν ήταν με το μέρος μας. Ήταν με την πλευρά του αφεντικού. Το εργοστάσιο, είπαν στις εφημερίδες, είχε πραγματοποιήσει κέρδη 400.000 εσκούδων. Στην πραγματικότητα, ήταν 5 φορές πάνω, επειδή πάντα κρατούσαν τέτοιου είδους ψεύτικους λογαριασμούς, για τους οποίους κανείς δε γνώριζε τίποτα. Στο εργοστάσιο υπήρχαν μεγάλες ποσότητες αποθεμάτων. Αν μπορούσαμε να πουλήσουμε ένα μέρος τους θα ξεχρεώναμε άνετα τις οφειλές του εργοστασίου. Έπειτα όμως το εργοστάσιο θά έκλεινε μιας και τα Γαλλικά κεφάλαιά του θ’ αποσύρονταν απ’ την Πορτογαλία. Δεν το θέλαμε αυτό. Νοιώθαμε ικανοί να λειτουργήσουμε το εργοστάσιο μόνοι μας. Δε χρειαζόμασταν τη διεύθυνση. Αυτό που χρειαζόμασταν ήταν άνθρωποι με περισσότερες γνώσεις απ’ τις δικές μας, οι οποίοι όμως θα έστεκαν στο πλευρό μας. Είχαμε σκεφτεί να εξάγουμε κοστούμια και ρούχα. Θα ήταν αδύνατον να πουληθούν όλα στην Πορτογαλία, μιας και βγάζαμε 800 την ημέρα. Αυτή ήταν η πρώτη απεργία για όλους μας».

Υπήρξαν πολλές παρόμοιες περιπτώσεις στον ιδιωτικό τομέα. Μια απ’ τις μεγαλύτερες ελλείψεις ήταν η απουσία μιας εθνικής οργάνωσης, ικανής να συντονίσει τους αγώνες αυτούς, κάτι που προσπάθησαν να πετύχουν οι εργάτες της Τάιμεξ. Ορισμένα συνδικάτα έδωσαν τη βοήθειά τους, παρόλο που σε γενικές γραμμές, ο έλεγχός τους αναλαμβάνονταν απ’ το Κομμουνιστικό Κόμμα και οι συστάσεις τους κατευθύνονταν ενάντια στις «τυχοδιωκτικές» δράσεις αυτού του είδους. Τα ίδια τα συνδικάτα βρίσκονταν σε αναβρασμό επειδή οι εργάτες είχαν αρχίσει να τα ξεπερνούν.

Παράλληλα με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις υπήρχαν και κάποιες άλλες, ιδιωτικές κατά το ένα μέρος και κρατικές κατά το άλλο, όπως η Εταιρεία Πορτογαλικών Αερογραμμών (TAP) και ο οργανισμός συγκοινωνιών (Καρρίς). Σ’ αυτές, είχαν συσταθεί Επιτροπές που είχαν ως αποκλειστικό σκοπό, την εκκαθάριση των προηγούμενων στελεχών. «Διοικητικά Συμβούλια» που αποτελούνταν από μέλη της διεύθυνσης και εργάτες, ανέλαβαν τη λειτουργία ορισμένων  επιχειρήσεων. Σε κάποια απ’ αυτά τα Συμβούλια, συμμετείχαν μέλη των ενόπλων δυνάμεων.

Ανάμεσα στις επιχειρήσεις που ανήκαν ολοκληρωτικά στο δημόσιο τομέα βρίσκονταν τα νοσοκομεία και τα ταχυδρομεία. Ένα μέλος των ενόπλων δυνάμεων, συχνά κάποιος ταγματάρχης ή άλλος υψηλόβαθμος αξιωματικός, αναλάμβανε συνήθως τη διεύθυνση.

Απ’ την πλευρά των Μαοϊκών, δημιουργήθηκε ένα σταθερό ρεύμα κριτικής που άγρια και ακατάπαυστα, επιτίθονταν στην Προσωρινή Κυβέρνηση (ιδιαίτερα στα μέλη του PCP που συμμετείχαν σ’ αυτή). Η Λούτα Ποπουλάρ φιλοξένησε ένα άρθρο, στ’ οποίο ο διευθυντής της εφημερίδας, Σαλντάνια Σάντσεζ, καλούσε τους στρατιώτες να μην υπακούσουν στους αξιωματικούς στην περίπτωση που δέχονταν κάποια καταπιεστική διαταγή. Στις 7 Ιούνη, συνελήφθη και φυλακίστηκε. Ο Σαλντάνια Σάντσεζ είχε περάσει 8 χρόνια απ’ τη ζωή του στη φυλακή και εξέτιε 10ετή ποινή τη στιγμή της απελευθέρωσής του, στις 26 Απρίλη. Μεταφέρθηκε στη στρατιωτική φυλακή του Έλβας, στα βόρεια της χώρας.   
Εναντίον της φυλάκισής του, οργανώθηκε μια διαδήλωση απ’ το MRPP, που στηρίχτηκε απ’ όλες τις αριστερές ομάδες. Η ανακοίνωση αναφέρονταν στην εντεινόμενη καταστολή, όχι μόνο εναντίον του Σαλντάνια Σάντσεζ αλλά επίσης «στην ιδεολογική καταστολή και το σαμποτάρισμα των απεργιών, ένα σαμποτάρισμα των εργατικών αγώνων που κάθε μέρα που περνούσε γίνονταν όλο και χειρότερο. Οι αντι-απεργιακοί νόμοι ετοιμάζονταν... Υπήρχε καθημερινή λογοκρισία στις πληροφορίες των εφημερίδων, του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Και πάνω απ’ όλα, βρίσκονταν η εγκληματική συνέχιση του αποικιακού πολέμου».
Η διαδήλωση αυτή πλαισιώθηκε από 10.000 περίπου ανθρώπους. Την επόμενη βδομάδα, ο Σαλντάνια Σάντσεζ βγήκε απ’ τη φυλακή για μια μέρα, για να παραστεί στην κηδεία ενός συντρόφου του, που σκοτώθηκε σε τροχαίο. Ο περισσότερος κόσμος θεώρησε πολύ δίκαιη τη συγκεκριμένη απόφαση του MFA. Λίγοι όμως αναρωτήθηκαν πάνω στη φυλάκιση που είχε προηγηθεί.
Ο Αλβάρο Κουνιάλ, ο ηγέτης του PCP, έλεγε ότι «οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις δε θα  εμφανίζονταν παρά μόνο μετά τις εκλογές». Στο μεταξύ, οι Μαοϊκοί μοίραζαν φυλλάδια που καλούσαν τους εργάτες να μη δώσουν καμιά σημασία σ’ αυτό που οι ίδιοι αποκαλούσαν «ρεβιζιονισμό». Το μαοϊκό φαινόμενο όμως δε γνώριζε καμιά πραγματική υποστήριξη μέσα στην εργατική τάξη. Η πλειοψηφία των Μαοϊκών θεωρούνταν παιδιά εύπορων οικογενειών της μεσαίας τάξης που διέθεταν την άνεση να φοιτούν στο πανεπιστήμιο. Γενικά, δε θεωρούνταν «σοβαροί».
Η σοβαρότητα θεωρούνταν απ’ την εργατική τάξη σαν μια απ’ τις σημαντικότερες αξίες. Ο Κουνιάλ επικεντρώθηκε στο να δημιουργήσει μια εικόνα για τον εαυτό του που αντιπροσώπευε το «σοβαρό» ηγέτη των εργατών. Το μήνυμα ήταν απλό. «Το επίπεδο διαβίωσης στην Πορτογαλία ήταν το χαμηλότερο της Ευρώπης. Μεγάλο κομμάτι του λαού μας ζει σε συνθήκες που είναι πραγματικά άθλιες. Υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα στην απεργία. Είμαστε όμως αντίθετοι στο να απεργεί κάποιος, απλά για να απεργεί. Είμαστε αντίθετοι στην απεργία ως πρώτη και άμεση μορφή αγώνα, αντίθετοι στις απεργίες που γίνονται χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους τα συμφέροντα των εργατών, αλλά που πραγματοποιούνται απλά και μόνο για να δημιουργήσουν δυσκολίες στην Προσωρινή Κυβέρνηση» (4).
Το PCP δεν έδωσε καμιά απολύτως στήριξη σε μια σειρά απεργιών, όπως αυτές της Τάιμεξ ή της Σογκαντάλ – ή ακόμα στη σκληρά διεξαχθείσα μάχη της βιομηχανίας ελαστικών Μαμπόρ (βλ. Παράρτημα 8). Στην πραγματικότητα, τις αποκήρυξε ως «επιζήμιες». Πέρα από ένα-δυο μέρη, οι Μαοϊκοί δε διέθεταν γερή βάση στη βιομηχανία. Στο δρόμο όμως αποτελούσαν μια υπολογίσιμη δύναμη. Η Προσωρινή Κυβέρνηση δεν μπορούσε να τους παραβλέψει.
Στις 14 Ιούνη, ξέσπασαν αναταραχές στις φυλακές. Μια ομάδα κρατουμένων στο Λιμοέιρο (όπου 1.300 περίπου κρατούμενοι ανέμεναν την απόφαση της κυβέρνησης για τη χορήγηση αμνηστίας) αποφάσισαν να προχωρήσουν σε απεργία πείνας. Οι όροι της αμνηστίας είχαν ήδη αποφασιστεί όμως ο νομικός μηχανισμός που θα τους εφάρμοζε δεν είχε ακόμα δημιουργηθεί. Η αμνηστία χορηγούσε σ’ όλους τους κρατούμενους που είχαν εκτίσει πάνω απ’ το μισό της ποινής τους, το δικαίωμα να βγουν απ’ τη φυλακή, μειώνοντας κατά το ήμισυ όλες τις υπόλοιπες ποινές. Τα παραπάνω αφορούσαν περίπου 4.000 κρατούμενους (235 απ’ τους οποίους ήταν γυναίκες). Οι κρατούμενοι αυτοί περίμεναν απ’ την 25η του Απρίλη και ήταν δικαιολογημένα ανήσυχοι.
Καθώς οι κρατούμενοι του Λιμοέιρο ξεκίνησαν την απεργία πείνας, έλαβαν χώρα διάφορες καθιστικές διαμαρτυρίες μπροστά απ’ τις φυλακές. Σε άλλες δύο φυλακές, σε Κουστόιας και Ματοσίνιος, σημειώθηκαν επίσης αναταραχές. Κάποιοι κρατούμενοι εμφανίστηκαν στις στέγες με πανό που ανέγραφαν «Είμαστε κι εμείς θύματα του φασισμού. Κάτω ο φασισμός». Η κυβέρνηση αποφάσισε να επισπεύσει την όλη διαδικασία.   
Μέσα στην κυβέρνηση παρατηρούνταν μια συνεχώς εντεινόμενη μεταβολή στις διαθέσεις της. Οι εφημερίδες στριμώχνονταν και το ραδιόφωνο με την τηλεόραση δεν ήταν πια τόσο ανοιχτά όσο πριν. Το «Λιμίτ», ένα απ’ τα καλύτερα ραδιοφωνικά προγράμματα, παύτηκε. Τ’ αφεντικά επίσης σκλήραιναν τη στάση τους κι άρχισαν να βγάζουν γλώσσα. Οι κατασκευαστικές εταιρείες παραπονούνταν για το πάγωμα των ενοικίων. Διάφορα καπιταλιστικά κόμματα επισήμαιναν ότι η χώρα βάδιζε προς την οικονομική καταστροφή. Ενώ το πρώτο μέλημα των αρχών ήταν η διατήρηση της πειθαρχίας και της αρμόζουσας στρατιωτικής ιεραρχίας μέσα στις ένοπλες δυνάμεις, το δεύτερο ήταν η «σταθεροποίηση» της κατάστασης στη βιομηχανία. Γι’ αυτό έπρεπε να διαπραγματευτούν με τα μαχητικότερα κομμάτια της εργατικής τάξης που ακόμα απαιτούσαν ένα μίνιμουμ κατώτατου μισθού της τάξης των 6.000 εσκούδων. Το MFA αποδέχτηκε την αναπόφευκτη σύγκρουση και οι εργαζόμενοι των Ταχυδρομείων, οι οποίοι δεν ήταν σε θέση να δημιουργήσουν σοβαρά προβλήματα στην παραγωγή, αντιμετωπίστηκαν ως το εξιλαστήριο θύμα.
Στις 17 Ιούνη, 25.000 εργαζόμενοι της CTT κατέβηκαν σ’ απεργία, παραλύοντας σχεδόν ολοκληρωτικά κάθε ταχυδρομική και τηλεφωνική υπηρεσία σ’ ολόκληρη τη χώρα, εξαιρώντας τα νοσοκομεία και την πυροσβεστική. Οι μισθοί ήταν το βασικό θέμα αλλά υπήρχαν κι άλλες αιτίες δυσαρέσκειας: η δομή της υπηρεσίας, η έλλειψη προσωπικού κι οι κρατήσεις (βλ. Παράρτημα 9 για λεπτομέρειες πάνω στη διακήρυξη της CTT). Η κυβέρνηση πρόσφερε 4.300 εσκούδα, λέγοντας ότι ήταν το μέγιστο που μπορούσε να παραχωρήσει. Η Απεργιακή Επιτροπή απευθύνθηκε στο κοινό: «Απεργούμε επειδή θέλουμε να βελτιώσουμε τη ζωή των εργαζομένων της CTT, όπως και τις υπηρεσίες. Η απεργία θα βοηθήσει έμμεσα κι εσάς, τους χρήστες των υπηρεσιών μας. Ζητάμε την κατανόηση και την αλληλεγγύη σας. Όσο μεγαλύτερη είναι η στήριξή σας, τόσο πιο σύντομα θα τελειώσει κι η απεργία».  
Κατά τη διάρκεια της απεργίας της CTT, οι αρτοποιοί (κυρίως οι ιδιοκτήτες μικρών μαγαζιών) αποφάσισαν επίσης να καλέσουν απεργία. Ζητούσαν να τους επιτραπεί ν’ αυξήσουν τις τιμές του ψωμιού. Η απεργία, η οποία ήταν εξαιρετικά αντιδημοφιλής, αποτελούσε απεργιακό κάλεσμα των αφεντικών. Σαν αποτέλεσμα είχε να δημιουργηθεί μια ξεκάθαρη δυσφορία για όλες τις απεργίες γενικότερα ως όπλο αγώνα, την οποία οι αρχές εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα επιτέθηκε στην απεργία της CTT, χαρακτηρίζοντάς την «ανεύθυνη». Η Ιντερσιντικάλ αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση μ’ αυτήν. Τα αιτήματα ήταν «ανέφικτα» - οι εργαζόμενοι της CTT «προσπαθούσαν να καταστούν μια προνομιούχα κλίκα σε βάρος ολόκληρου του λαού». Η απεργία, έλεγε το PCP, έγινε μόνο και μόνο για να γίνει και δεν τύγχανε της υποστήριξης του λαού. Το τελευταίο ήταν εν μέρει αλήθεια. Ένας απ’ τους λόγους για τους οποίους οι εργαζόμενοι της CTT έδωσαν τέλος στη δράση τους, ήταν ότι ορισμένα απ’ τα μέλη της δέχτηκαν βίαιες απειλές από εργαζόμενους που ανήκαν στο PCP.
Η απεργία των ταχυδρομικών ήταν η πρώτη μεγάλης κλίμακας σύγκρουση μεταξύ της κυβέρνησης και μιας οργανωμένης ομάδας εργαζόμενων. Υποστηρίχτηκε απ’ όλες τις επαναστατικές ομάδες, αν κι όχι πάντα ανεπιφύλακτα. Η Ντιάριο ντε Λισμπόα δημοσίευσε στην πρώτη της σελίδα την προκήρυξη και την προτροπή του MES: «Ενώ οι κουβέντες περί “προνομιούχων εργαζόμενων” και “ανέφικτων αιτημάτων” ήταν ανοησίες», ανέφερε, «θεωρούμε ότι η μορφή της απεργίας, δεδομένης της φύσης της εταιρείας, δεν ήταν η πλέον κατάλληλη. Το να συνεχίσεις να παρέχεις μια υπηρεσία, χωρίς αντίτιμο όμως, όχι μόνο θα ενέτεινε τρομερά την πίεση εναντίον της εταιρείας αλλά θα έσπαγε επίσης και την απομόνωση των εργαζομένων της CTT, δυναμώνοντας τη λαϊκή υποστήριξη. Το MES παρόλ’ αυτά υποστηρίζει αυτή την απεργία γιατί η απόφαση για την πραγματοποίησή της πάρθηκε απ’ τους ίδιους τους εργαζόμενους».
Η επισήμανση που έκανε το MES ήταν σημαντική. Ο κόσμος δυσανασχέτησε με την απεργία της CTT όπως ακριβώς έκανε με την απεργία των αρτοποιών. «Έχουμε ελευθερία τώρα», έλεγε, «αλλά δεν έχουμε ψωμί και δεν μπορούμε να στείλουμε ένα γράμμα».
Στη διάρκεια της απεργίας, ο Στρατός προετοιμάζονταν για ν’ αναλάβει τις ταχυδρομικές υπηρεσίες. Οι Μαρβάο και Άνζος, δύο ευέλπιδες, είχαν αρνηθεί να υπακούσουν σε διαταγή, την οποία θεώρησαν απεργοσπαστικής φύσης. Φυλακίστηκαν κατευθείαν. Διάφορες αριστερές ομάδες κάλεσαν μια διαδήλωση, στις 9 Ιούλη, προς υποστήριξή τους. Ο Στρατός αρχικά προειδοποίησε τον κόσμο να μην συγκεντρωθεί κι έπειτα σχημάτισε κλοιό γύρω απ’ το σημείο που επρόκειτο να λάβει χώρα η συγκέντρωση. Δεν επιτράπηκε σε κανέναν να πλησιάσει στη μεγάλη κυκλική πλατεία Μαρκήσιου ντε Πομπάλ. Η διαδήλωση δεν έπρεπε να πραγματοποιηθεί.
Ο Στρατός χρησιμοποιήθηκε επίσης μέσα στον Ιούνη για να τερματίσει την απεργία της Τάιμεξ και να εξασφαλίσει τ’ ότι η περιουσία και τ’ αποθέματα θα έμεναν μέσα στο χώρο του εργοστασίου. Ως τα τέλη του μήνα, δεν είχε μείνει καμιά αμφιβολία πάνω στ’ ότι η Στρατιωτική Επιτροπή δεν επρόκειτο να ενθαρρύνει καμιά απολύτως δράση που θα αμφισβητούσε σοβαρά το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Το πράγμα ήταν ολοφάνερο. Μόνο κάποιος πολιτικά μύωπας δε θα μπορούσε να το δει.   
Η Πολιτιστική Μη Επανάσταση.
Η 10η Ιούνη, η εθνική επέτειος της Πορτογαλίας, αποτέλεσε μια επανάληψη της Πρωτομαγιάς. Εκατοντάδες χιλιάδες διαδήλωσαν προς υποστήριξη των Ενόπλων Δυνάμεων, φέροντας κόκκινα γαρύφαλλα. Η Στρατιωτική Επιτροπή έδειξε τις προθέσεις της λίγο πιο φανερά. Οι Δημοκρατικοί Εικαστικοί Καλλιτέχνες οργάνωσαν ένα φεστιβάλ στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης, του οποίου τη διαχείριση μόλις είχαν αναλάβει. Η ομάδα αυτή είχε αντιτεθεί στο παλιό καθεστώς και είχε διοργανώσει ένα χάπενινγκ, αμέσως μετά την 25η , σκεπάζοντας το μνημείο του Σαλαζάρ μ’ ένα μαύρο πλαστικό κάλυμμα. Το φεστιβάλ τους επρόκειτο να προκαλέσει μια σημαντική στρατιωτική παρέμβαση.     
Το RTP (το κρατικό τηλεοπτικό δίκτυο) είχε αποφασίσει να μεταδώσει ολόκληρο το γεγονός. Αυτό θα ήταν ένα απ’ τα σπουδαιότερα εγχειρήματα ζωντανής τηλεοπτικής αναμετάδοσης που είχε γίνει ποτέ. Σαραντα-οχτώ καλλιτέχνες, ένας για κάθε χρόνο φασισμού, συμμετείχαν σε μια απόπειρα που ονόμασαν «συλλογική ζωγραφική» (Δυστυχώς, δεν παρουσιάστηκαν παρά μόνο σαραντα-οχτώ ατομικές ζωγραφιές, πάνω στον ίδιο καμβά. Μόνο ένας απ’ τους καλλιτέχνες φάνηκε αρκετά έξυπνος ώστε να επιτρέψει σε κάποια παιδιά που βρίσκονταν εκεί, να ζωγραφίσουν το έργο του αντί του ιδίου. Οι υπόλοιποι –πιθανότατα έχοντας κατά νου τη φήμη τους- φρόντισαν να υπογράψουν τα έργα τους). Στη διάρκεια του φεστιβάλ, διάφορα πολιτιστικά και μουσικά σύνολα ανέλαβαν το ζωντανό ψυχαγωγικό κομμάτι. Τα θέματα ήταν φανερά πολιτικά. Ορισμένες συμμετοχές δεν ήταν ιδιαίτερα πρωτότυπες. Για παράδειγμα, κάποιοι υποστηριχτές του Κομμουνιστικού Κόμματος πηγαινοέρχονταν μέσα στην αίθουσα, μπροστά απ’ τις κάμερες, φωνάζοντας «PCP – PCP»! Μια ομάδα, κουβαλώντας το φέρετρο του φασισμού, πάνω στο οποίο βρίσκονταν μια σβάστικα, βάδισε προς τον Τάγο, δίπλα στο Μουσείο, ρίχνοντάς το στο ποτάμι.   
Η θεατρική ομάδα Κομμούνα, η οποία είχε κυνηγηθεί πολλές φορές απ’ την PIDE, έστησε ένα δρώμενο σχετικά με τον Καρδινάλιο Κερεζέιρα που εμπλέκονταν στενά με τους Σαλαζάρ και Τομάς. Το μήνυμα στρέφονταν ενάντια στην Καθολική Εκκλησία, όπως επίσης κι ενάντια στο φασισμό. Λίγα λεπτά πριν τα μεσάνυχτα, δόθηκε μια διαταγή από «υψηλά ιστάμενο» για να σταματήσει αμέσως η κάλυψη του γεγονότος.
Οι τηλεθεατές κατάλαβαν αμέσως τι είχε συμβεί, όταν ένα αμερικάνικο φιλμ άρχισε να προβάλλεται ξαφνικά στη μέση της μετάδοσης. Τα τελευταία νέα ανέφεραν: «Αγαπητοί τηλεθεατές, το πρόγραμμα που μεταδίδαμε ζωντανά από το Σπρινγκ Φέιρ διακόπηκε λόγω διαταγών που προέρχονται από υψηλά κλιμάκια. Οι εργαζόμενοι της τηλεόρασης που σε καμιά περίπτωση δεν είναι προβοκάτορες, δεν μπορούν να συμφωνήσουν με την απόφαση αυτή. Θεωρούμε ότι αυτή δεν είναι σύμφωνη με το πρόγραμμα του MFA. Ως διαμαρτυρία, επαναφέρουμε συμβολικά τη ζωντανή σύνδεση με το Σπρινγκ Φέιρ για πέντε δευτερόλεπτα».
Η απόφαση για τη διακοπή της ζωντανής μετάδοσης είχε ληφθεί από έναν Ταγματάρχη (5) και τον πρώην διευθυντή της Ρεπούμπλικα (της απογευματινής εφημερίδας), οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για το Υπουργείο Κοινωνικών Επικοινωνιών. Οι εργαζόμενοι στην τηλεόραση κατέλαβαν αμέσως το σταθμό. Σε μια συνέλευση με μαζική συμμετοχή, αποφάσισαν να παραμείνουν σταθεροί στην αποστολή που είχαν να «ενημερώνουν και να διαμορφώνουν την κοινή γνώμη, σύμφωνα με το πνεύμα του προγράμματος του MFA».
 Ένας υψηλόβαθμος αξιωματικός επρόκειτο εκ των υστέρων να χαρακτηρίσει το όλο επεισόδιο ως «πολύ κακό για το τίποτα». Ήταν όμως φανερό ότι η κριτική ομάδων όπως η Κομμούνα, που ήταν ιδιαίτερα αιχμηρή, δε θα γίνονταν ανεκτή.
Όταν οι 48 καλλιτέχνες δημιουργούσαν το συλλογικό τους έργο στο Μερκάντο ντο Πόβο (τη στιγμή που η ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση είχε σταματήσει), συνέβη ένα περιστατικό που φανέρωσε πόσο αμφιλεγόμενες είναι οι στάσεις του κόσμου απέναντι στην κουλτούρα. Ένας ξένος φίλος, λιγάκι ζαλισμένος από κανά δυο λίτρα κρασιού, βάδισε πάνω στους ημιτελείς καμβάδες κι άρχισε να κάνει κάτι σ’ έναν απ’ αυτούς που ήταν ακόμα άδειος. «Όλες οι τέχνες είναι νεκρές», έγραψε. Πανδαιμόνιο. «CIA!», «Φασίστας!», φώναζαν οι καλλιτέχνες και του επιτέθηκαν τόσο σφοδρά ώστε χρειάστηκε να φυγαδευτεί. Οι πέτρες έπεφταν βροχή κατά πάνω του. «Εσύ δε φυλακίστηκε στην Κασίας», φώναζαν κατά τρόπο άσχετο. Μόλις και μετά βίας τον γλιτώσαμε απ’ τους εξαγριωμένους ζωγράφους. Μια προκήρυξη προσπάθησε να ερμηνεύσει αυτή την «εξωφρενική» ενέργεια:
« (…) Και οι 48 απ’ τους καλλιτέχνες που συγκεντρώθηκαν, ακολουθώντας ένα μικρό πραξικόπημα και μια δόση επαναστατικού βαφτισμού, κατάφεραν με τη βοήθεια του Ζορζ ντε Μπρίτο να συνθέσουν ένα μάλλον μεγάλο καμβά. Αγοράστηκε μπόλικο χρώμα για όλους. Ζωγράφισαν μικρά γαρύφαλλα, προφανώς κόκκινα. Τη Μέρα της Φυλής (10 Ιούνη) και στην Αγορά τ’ Απρίλη, στις 3 μ.μ., οι καλλιτέχνες μαζεύτηκαν για το τσιμπούσι, ανακατεύοντας τα πράσινα και τα κόκκινά τους (τα εθνικά χρώματα), μιας κι αυτά ήταν τα μόνα που επιτρέπονταν. Μετά την ολοκλήρωση, ο καμβάς προφανώς θα εκτίθεται στο εξωτερικό, πιθανώς κάθε δυο χρόνια. Η καλύτερη συνταγή για καλλιτέχνη, είναι να τον σερβίρεις νεκρό». (6)  
Η δήλωση, κατά μια έννοια, ήταν υπερβολικά τολμηρή και πολύ δύσκολο να γίνει κατανοητή απ’ όσους ήταν παρόντες. Η «καλλιτεχνική ελευθερία», όπως και πολλές άλλες ελευθερίες, δεν ήταν ποτέ γνωστή στην Πορτογαλία. Οι καλλιτέχνες που είχαν παρουσιάσει εικόνες απ’ την Ανγκόλα και τη Μοζαμβίκη, είχαν δει τις εκθέσεις τους να κλείνουν απ’ την PIDE. Παρόλο που η «ελευθερία» αποτελούσε τη λυδία λίθο για το καθετί, οι διάφορες ιδεολογικές ελευθερίες αναφέρονταν μόλις και μετά βίας. Όταν 400 περίπου άνθρωποι (εργαζόμενοι στον κινηματογράφο, ταξιθέτριες, κ.ά.) διαδήλωσαν για υψηλότερες αμοιβές, τον Ιούνη του 1974, ένα απ’ τα αιτήματά τους ήταν ο «τερματισμός της κουλτούρας της ανοησίας». Δεν εξήγησαν τι ακριβώς εννοούσαν μ’ αυτό. Πιθανώς, την ευχή για το τέλος του σκοταδισμού.
To MFA ήταν παγιδευμένο μέσα σ’ αυτή την αντίθεση. Είχε καταργήσει τις επιτροπές λογοκρισίας. Η πορνογραφία κατέκλυσε την αγορά, ανταγωνιζόμενη τις πολιτικές εφημερίδες όσον αφορά το χώρο που καταλάμβανε στους πάγκους πώλησης. Βρίσκονταν παντού πλάι-πλάι.  
Η πολιτιστική επανάσταση όμως ποτέ δεν προχώρησε αρκετά. Υπάρχει μια ιστορία που αναφέρει ότι του Γκιουλμπενκιάν, του εκατομμυριούχου που ασχολούνταν με πετρελαϊκές επιχειρήσεις, του άρεσε να ζει στην Πορτογαλία γιατί οι εργάτες ύψωναν πάντα τα καπέλα τους για να τον χαιρετήσουν, όταν περνούσε με το αμάξι του. Προσωπικός φίλος του Σαλαζάρ, έδωσε εκατομμύρια για να δημιουργήσει ένα διεθνές ίδρυμα, αφιερωμένο στις τέχνες, με έδρα τη Λισαβόνα. Πολλοί αβάντ-γκαρντ καλλιτέχνες εξέθεταν εκεί τα έργα τους. Ανάμεσα στους κύριους χορηγούς ήταν άνθρωποι όπως ο Ζορζ ντε Μπρίτο, ιδιοκτήτης της Διεθνούς Τράπεζας της Πορτογαλίας.
Το ίδρυμα Γκιουλμπενκιάν καταλήφτηκε απ’ τους εργαζόμενούς του, τον Ιούλη του 1974. Αίτημά τους ήταν η εκκαθάριση (saneamento). Οργανώθηκε μια Απεργιακή Επιτροπή, αποτελούμενη από μαχητές του MES. Η διεύθυνση αρνήθηκε να προχωρήσει σε οποιαδήποτε αλλαγή, ισχυριζόμενη ότι οι πραγματικές αποφάσεις που αφορούσαν το ίδρυμα έπρεπε να ληφθούν στο Λονδίνο, ότι το Γιουλμπενκιάν δεν ήταν δημόσια επιχείρηση και άλλα πολλά. Το μέρος καταλήφτηκε. Εκατοντάδες νεαρών μαχητών κατέκλυσαν το κτήριο, οργανώνοντας τη «γιορτή του Σαββατoκύριακου». Παρά τα μεγάλα πανό που διακήρυτταν «η Τέχνη στην υπηρεσία του Λαού», δε σημειώθηκαν απόπειρες σοβαρής κουβέντας πάνω στις τέχνες και την κουλτούρα, ενώ στον ίδιο το χώρο δεν επιδείχτηκε παρά ελάχιστη δημιουργικότητα. Ακόμα κι οι αφίσες (που υπενθύμιζαν μονίμως σε όλους ότι δεν έπρεπε να πετάνε τ’ αποτσίγαρά τους στα βελούδινα χαλιά) έπασχαν από έλλειψη φαντασίας. Υπήρχαν παντού ομάδες ασφαλείας. Η επιτροπή του MES (που περιελάμβανε τον κριτικό τέχνης Ζοάο Μπερνάρντ ντα Κόστα) κατέθεσε ακόμα και στεφάνι στον τάφο του Γκιουλμπενκιάν του πρεσβύτερου (η επέτειος θανάτου του οποίου συνέπεσε με την κατάληψη).
Η Κατάρρευση της Πρώτης Προσωρινής Κυβέρνησης.
Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία σχετικά με το ποια τάξη εκπροσωπούσε ο Πρωθυπουργός, Πάλμα Κάρλος. Το ίδιο ίσχυε για τον Σα Καρνέιρο (Υπουργός άνευ Χαρτοφυλακίου) και τον Βιεϊρά ντε Αλμέιντα (Υπουργός Οικονομικού Συντονισμού). Αμφότεροι υπήρξαν σημαντικοί αξιωματούχοι του παλιού καθεστώτος. Ο Βιεϊρά ντε Αλμέιντα υπήρξε επίσης διευθυντικό στέλεχος της Σονάπ, της πετρελαϊκής εταιρείας, και αντιπρόεδρος μεγάλης τράπεζας, γαλλικών συμφερόντων. Οι Καρνέιρο και Πάλμα Κάρλος ήταν ευρέως γνωστοί στον επιχειρηματικό κόσμο λόγω της ιδιότητάς τους ως νομικών. Ο τωρινός Υπουργός Εσωτερικών, ο οποίος είχε υπάρξει μέλος της προηγούμενης κυβέρνησης, είχε διατελέσει διευθυντής της OGE, ενός οργανισμού που ιδρύθηκε απ’ τον Καετάνο με σκοπό να παρέχει συμβουλές σε μεγάλες επιχειρήσεις. Η άρχουσα τάξη σιγά-σιγά ξαναμοίραζε την τράπουλα.
Ο Πορτογαλικός Σύνδεσμος Βιομηχάνων (CIP) που αντιπροσώπευε το 70 % των επιχειρήσεων, εξέδωσε  μια ανακοίνωση, στην οποία προειδοποιούσε ότι η επίθεση της εργατικής τάξης αποτελούσε «κίνδυνο για την εθνική οικονομία». Υποστήριζε το πρόγραμμα του MFA και απαιτούσε μια δημοκρατία δυτικού τύπου ως βασική εγγύηση για τις ατομικές ελευθερίες. Έδινε έμφαση στα ακόλουθα σημεία:
1. Έπρεπε να ληφθούν άμεσα μέτρα για το ξεπέρασμα της κρίσης. 2. Η Πορτογαλική βιομηχανία εμφάνιζε μια εικόνα αδυναμίας στο εξωτερικό, η οποία δεν προωθούσε τις επενδύσεις. 3. Οι επιχειρήσεις αντιπροσώπευαν τρεις ισορροπούσες δυνάμεις: καταναλωτές, επενδυτές και εργαζόμενους. Η απώλεια αυτής της ισορροπίας θα οδηγούσε σε οικονομική καταστροφή. 4. Το βασικό καθήκον που είχε ο CIP ήταν να αντιμετωπίσει την οικονομική καθυστέρηση της χώρας. 5. Οι ιδιωτικές επενδύσεις έπρεπε να στηριχτούν...
Ο Κουνιάλ κατηγορούσε τα μονοπώλια ότι οργανώνονταν εναντίον του νέου καθεστώτος. «Η αντίδραση συνεχίζει να οργανώνεται πολιτικά και κοινωνικά, μα πάνω απ’ όλα, οικονομικά», έλεγε. «Παρόλο που πολλοί φασίστες βρίσκονταν στη φυλακή, αρκετοί εξακολουθούν να κατέχουν ακόμα τις θέσεις τους».
Στο μεταξύ, ο αγώνας των εργατών συνεχίζονταν ανυποχώρητα. Ευθύνη της κυβέρνησης ήταν να εισάγει μια ολόκληρη σειρά μέτρων που θα βοηθούσαν την εγκαθίδρυση μιας στέρεας καπιταλιστικής βάσης στη χώρα. Το απεργιακό κύμα απειλούσε τη θέση πολλών μικρών επιχειρήσεων. Ο Υπουργός Οικονομικών εισήγαγε ένα σχέδιο νόμου που θα ενίσχυε με 500 εκατομμύρια εσκούδα τις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Στις επιχειρήσεις που απασχολούσαν πολλούς εργαζόμενους θα δίνονταν περισσότερα, έτσι ώστε να στέκονταν ικανές να πληρώσουν τους κατώτατους μισθούς και να ικανοποιήσουν ορισμένα απ’ τα αιτήματα των «δικών τους» εργαζόμενων. Οι κατασκευαστικές και διαμετακομιστικές εταιρείες υπήρξαν οι πλέον ευνοημένες. Τα μέτρα έτυχαν της υποστήριξης όλων των πλευρών της κυβέρνησης αλλά και πολλών απολυμένων εργαζόμενων. Οι τελευταίοι οργάνωσαν μια μεγάλη διαδήλωση στο Πόρτο, κι άλλη μια στη Μπράγκα, στα βόρεια της χώρας, για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στα λουκέτα και τις απολύσεις.     
Η (κυβερνητική) συμμαχία υποβάλλονταν σε τρομερές πιέσεις, ειδικότερα δε στο βιομηχανικό μέτωπο. Η χώρα βρίσκονταν πολύ πιο αριστερά απ’ αυτούς που την κυβερνούσαν, πράγμα που εξηγεί γιατί το PCP (χωμένο για τα καλά στην κυβέρνηση) φαίνονταν τόσο συντηρητικό και αντιδραστικό. Ουσιαστικές επιθέσεις επίσης, οργανώνονταν τώρα κι απ’ το χώρο της δεξιάς, όπως κι απ’ τους επιχειρηματικούς κύκλους που αντιπροσώπευε. Οι εκατέρωθεν πιέσεις προς τους Σοάρες και Κουνιάλ, πρέπει να είχαν καταστεί τεράστιες.
Οι αντιθέσεις μέσα στην Προσωρινή Κυβέρνηση άρχισαν να εμφανίζονται πάνω σε θέματα όπως τα μονοπώλια και το ζήτημα των αποικιών. Ο Ζορζ Καμπίνος, μέλος της Πορτογαλικής αντιπροσωπείας που διεξήγαγε ειρηνευτικές συνομιλίες με το PAIGC (ΣτΜ: Αφρικανικό Κόμμα για την Ανεξαρτησία της Γουϊνέας και του Πράσινου Ακρωτηρίου) σε Αλγερινό έδαφος, δήλωσε ότι οι Σοσιαλιστές θα αποχωρούσαν (απ’ την Κυβέρνηση), σε περίπτωση που οι ειρηνευτικές συνομιλίες διακόπτονταν. Ταυτόχρονα, υπήρχαν απειλές αποχώρησης κι απ’ τη δεξιά, αν το «δικαίωμα στην απεργία» δεν προσδιορίζονταν επακριβώς. Η Στρατιωτική Επιτροπή, μάλλον αφελώς, επέκρινε μέλη της κυβέρνησης επειδή φέρονταν σαν πολιτικοί. Ή το κομματικό καθήκον θα παραχωρούσε προτεραιότητα στο εθνικό, δήλωσε ο Σπίνολα, ή η συμμαχία θα κατέρρεε. Το κομματικό όμως καθήκον «έρχονταν πρώτο» επειδή τα συμφέροντα του «έθνους» δεν ήταν ενιαία, αντίθετα απ’ την άποψη που ο Σπίνολα και άλλοι είχαν για τις πεποιθήσεις του λαού. Ο λαός χειροκροτούσε τους λόγους περί «μεγάλου έθνους» του Σπίνολα – και μετά, ήσυχα κι ωραία, ξεκινούσε να δουλεύει για τα δικά του ξεχωριστά συμφέροντα.     
Το ζήτημα του ελέγχου της τηλεόρασης προκάλεσε μια απ’ τις μεγαλύτερες συνεδριάσεις στην κοινοβουλευτική ιστορία της Πορτογαλίας. Η θέση που τελικά υιοθετήθηκε ήταν φυσικά αυτή της Στρατιωτικής Επιτροπής αλλά σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές, η Στρατιωτική Επιτροπή δίσταζε να λαμβάνει αποφάσεις που την απομόνωναν. Χρειάζονταν την υποστήριξη των πολιτικών, όπως ακριβώς οι τελευταίοι χρειάζονταν τη Στρατιωτική Επιτροπή. Ο ναύαρχος Ρόζα Κουτίνιο, μέλος της Στρατιωτικής Επιτροπής, έθεσε τον πυρήνα του όλου ζητήματος με κλασικούς κρατικο-καπιταλιστικούς όρους: «Η τηλεόραση είναι το σημαντικότερο μέσο επικοινωνίας υπό την έννοια της ισχύος που διαθέτει, αφού μπαίνει σε κάθε σπίτι και παρακολουθείται ταυτόχρονα από εκατομμύρια ανθρώπους. Γι’ αυτό και πρέπει να είναι κρατική, παρέχοντας πληροφόρηση που ανήκει στο έθνος. Κι αφού αποτελεί τμήμα του κρατικού μηχανισμού πρέπει να υπόκειται στους κρατικούς νόμους που θεσπίζονται απ’ τις συντεταγμένες αρχές».  
 Οι Σοσιαλιστές διαφώνησαν με την απόφαση, κρίνοντάς την αυθαίρετη και βιαστική. Θα μάχονταν εναντίον κάθε μορφής λογοκρισίας, δήλωσαν, δίνοντας την αλληλεγγύη τους στους εργαζόμενους της τηλεόρασης. Το PCP διατήρησε τη συνηθισμένη σιωπή του, αν και ο Κουνιάλ δήλωσε στο Πόρτο ότι το Καθολικό κομμάτι του πληθυσμού «έπρεπε να τυγχάνει  σεβασμού». Το PPD υπερασπίστηκε την απόφαση να θεσπιστεί μια στρατιωτική επιτροπή που θ’ αποφάσιζε την πολιτική και τον προσανατολισμό του τηλεοπτικού δικτύου.
Στις αρχές του Ιούλη, ξέσπασε μια σοβαρή κρίση στις γραμμές της κυβέρνησης. Αρχικά θεωρήθηκε ότι ήταν οι Σοσιαλιστές κι οι Κομμουνιστές που παραιτήθηκαν αλλά αργότερα έγινε γνωστό ότι ήταν η δεξιά που σκόπευε ν’ αποχωρήσει, εκτός κι αν ικανοποιούνταν ορισμένα απ’ τα αιτήματά της. Ο Πρωθυπουργός, τέσσερις ακόμα Υπουργοί και δύο Γενικοί Γραμματείς, ζητούσαν: α) να διευρυνθούν οι εξουσίες του Πρωθυπουργού, β) να επισπευστεί η ημερομηνία των εκλογών (Μάρτης του 1975) και γ) να διεξαχθεί δημοψήφισμα για ένα νέο σύνταγμα πριν το τέλος του Οχτώβρη. Αν οι τρεις αυτοί όροι δεν ικανοποιούνταν, ο Πρωθυπουργός θα παραιτούνταν και το ίδιο θα έκαναν κι οι υπόλοιποι σε ένδειξη αλληλεγγύης.
Η Στρατιωτική Επιτροπή εξέτασε το ενδεχόμενο μερικής αποδοχής του πρώτου σημείου. Μετά από συναντήσεις με διάφορες πολιτικές ομάδες και κάποιους εκπροσώπους των Ενόπλων Δυνάμεων, κατέστη σαφές ότι επίκειτο μετωπική σύγκρουση. Η αριστερά απάντησε με μια επίθεση στον Πάλμα Κάρλος. Προειδοποιούσε για ενδεχόμενη συνωμοσία με στόχο την αντικατάστασή του από έναν ακόμα δεξιότερο Πρωθυπουργό. Για τέσσερις μέρες, η χώρα δε διέθετε ενεργή κυβέρνηση. Ο Πάλμα Κάρλος, ερωτώμενος στα πλαίσια μιας συνέντευξης σχετικά με την παραίτησή του, απάντησε στο δημοσιογράφο  να «πάει και να ρωτήσει τη Ρωσία» - μια επισήμανση που αποτελούσε στην ουσία πολιτική ανάλυση. Μιας και η σύγκρουση συμφερόντων φαίνονταν να μη βρίσκει λύση, η επιλογή ενός νέου Πρωθυπουργού έγινε το κύριο θέμα. Το PPD δήλωσε ότι θα μπορούσε να συνεχίσει να λειτουργεί στα πλαίσια ενός συνασπισμού, παραμερίζοντας έτσι τον Πάλμα Κάρλος. Ο Σπίνολα συναντήθηκε με διάφορα μέλη του «Κινήματος των Λοχαγών».
Αναλύοντας τα γεγονότα, η Εσπρέσσο ανέφερε ότι η 9η Ιούλη (η μέρα που δημοσιοποιήθηκε η κρίση) ήταν το αποτέλεσμα της 26ης Απρίλη. Μ’ αυτό εννοούσε πως η άγρια ταξική πάλη που ξέσπασε την επομένη του πραξικοπήματος, είχε τελικά υπερνικήσει την κυβέρνηση που είχε εγκαθιδρύσει η Στρατιωτική Επιτροπή. Η κρίση είχε επίσης αποκαλύψει κάποια πράγματα που δε φαίνονταν τους τρεις προηγούμενους μήνες. Το «Κίνημα των Λοχαγών» εξακολουθούσε να υπάρχει, να διαδραματίζει ακόμα σημαντικό πολιτικό ρόλο και να συνεχίζει να πιέζει για τον «εκδημοκρατισμό».
Ποιος λοιπόν βρίσκονταν στην εξουσία; Προφανώς, τον έλεγχο είχαν χωρίς αμφιβολία τ’ αφεντικά κι οι διευθυντές των επιχειρήσεων και των εργοστασίων. Υπόκεινταν όμως σε τεράστιες πιέσεις απ’ τους εργαζόμενους, οι οποίοι αποκτώντας ξαφνικά πολιτική συνείδηση, μελετούσαν και συζητούσαν εντονότατα την κάθε τους κίνηση. Σε πολιτικό επίπεδο, η πάλη αυτή οδηγούσε σε παθιασμένες συζητήσεις που αφορούσαν την ερμηνεία του Προγράμματος του MFA. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα ήταν φτιαγμένο με τρόπο που άφηνε τον καθένα να καταλάβει αυτό που ήθελε. Ο ταξικός αγώνας όμως δε «σήκωνε» τέτοιες ασάφειες. Ο ορισμός των λέξεων μετατράπηκε σε πολιτικό αγώνα – οδηγώντας σε πλήρες αδιέξοδο. Όπως πολύ σωστά το έθεσε ο Δρ. Κουαρέσμο Νέτο, Διευθυντής Προσωπικού της Ασφαλιστικής Εταιρείας Σεγκούρος Τάγκους – που μόλις είχε διαβάσει ένα απ’ τα δοκίμια του Τρότσκυ πάνω στη δυαδική εξουσία: «Έχουμε μια κυβέρνηση που δεν μπορεί να κυβερνήσει, διευθυντές χωρίς τη δύναμη να διευθύνουν και εργάτες που δε δουλεύουν».
Τρεις μήνες μετά απ’ το πραξικόπημα, η κατάσταση στην Πορτογαλία ήταν εξαιρετικά ρευστή. Σε πολλά σημεία, δεν είχε αλλάξει καθόλου. Η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού πορεύονταν όπως και πριν. Οι άντρες πήγαιναν το πρωί στη δουλειά και μαζεύονταν στα τάσκα το βράδυ. Οι γυναίκες έμεναν στο σπίτι. Οι συνθήκες δουλειάς και οι κοινωνικές συνήθειες δε φαίνονταν να έχουν αλλάξει παρά ελάχιστα.  
Όμως μια τέτοια εκτίμηση δε θα ήταν ακριβής ως προς τις νέες αντιλήψεις και τα αισθήματα που μπήκαν ορμητικά στις ζωές των ανθρώπων. Πέρα απ’ την τελική κατάληξη, το κλίμα της πολιτικής συνειδητοποίησης είχε μεταβληθεί. Οι άντρες στα τάσκα συζητούσαν πολιτικά σε καθημερινή βάση. Οι γυναίκες, απλώνοντας τις μπουγάδες στα μπαλκόνια τους, σχημάτιζαν πολιτική άποψη που ήταν πια δική τους. Παντού οργανώνονταν μικρές ομάδες συζήτησης και δράσης. Πολλοί είχαν κερδίσει αύξηση στο μισθό τους. Αυτό είχε πραγματικό αντίκρισμα αφού οι τιμές ήταν ακόμα παγωμένες.
Ορισμένοι είχαν ζημιωθεί. Τα μπουρζουάδικα στοιχεία έβγαζαν χαμηλότερα κέρδη. Ένοιωθαν λιγότερο ασφαλή σε σχέση με πριν και υφίσταντο τις εκκαθαρίσεις (saneamentos) που είχαν εξαπολύσει εναντίον τους διάφορες ομάδες εργατών. Είχαν όμως ζημιωθεί και πολλοί εργαζόμενοι. Η καταβολή κατώτατου εγγυημένου μισθού ήταν εφαρμόσιμη μόνο στις επιχειρήσεις που απασχολούσαν 6 ή περισσότερους εργαζόμενους. Για ν’ αντεπεξέλθουν σ’ αυτό, πολλοί εργοδότες κατέφευγαν στις απολύσεις, έτσι ώστε να ρίξουν τα νούμερα στα βιβλία τους κάτω απ’ το συγκεκριμένο όριο. Για τη μεγάλη όμως πλειοψηφία, η κατάσταση είχε βελτιωθεί.      
Αυτό που είχε συμβεί ήταν αναμφισβήτητα μια πολιτική επανάσταση. Μια νέα μερίδα της άρχουσας τάξης είχε συγκεντρώσει την εξουσία, η οποία είδε τα συμφέροντά της να εξυπηρετούνται καλύτερα απ’ τη σύγχρονη αστική δημοκρατία παρά απ’ τον παλιομοδίτικο φασισμό. Ήταν η μετάβαση από μια δικτατορία της αριστοκρατίας (συνδεμένης με αδύναμους κυρίαρχους που ονειρεύονταν να αλλάξουν τη βάση της αστικής δομής εξουσίας) στον τύπο της δικτατορίας που εφαρμόζεται στα σύγχρονα βιομηχανικά κράτη. Μέσα στον αναβρασμό, η εργατική τάξη πάλευε ν’ αρπάξει ότι μπορούσε. Τον Ιούλη του 1974, η εξουσία αντιμετώπισε δύο βασικά ζητήματα. Το πόσα θα ζητούσαν οι εργάτες και το πως θα τους έδιναν όσο το δυνατόν λιγότερα.
Το ιδιαίτερο στοιχείο της κατάστασης στην Πορτογαλία ήταν η αποξένωση μεγάλων τμημάτων των ενόπλων δυνάμεων απ’ το παλιό καθεστώς. Οι απόπειρες του Καετάνο για «φιλελευθεροποίηση» υπήρξαν αναποτελεσματικές και είχαν έρθει πολύ αργά. Παρατείνοντας τον αποικιακό πόλεμο, επιδείνωσε την κατάσταση. Είχε χάσει το σεβασμό των ίδιων του των στρατευμάτων. Στασίασαν και με τον τρόπο αυτό έθεσαν την Πορτογαλική κοινωνία σε κατάσταση μεγάλης αναταραχής.
Εδώ βρίσκονταν πράγματι η ουσία του όλου θέματος. Εξ’ ορισμού, κανένα πραξικόπημα ή στρατιωτικό κίνημα δεν μπορεί να είναι «δημοκρατικό». Ούτε φυσικά μπορεί η σοσιαλιστική επανάσταση να προέλθει απ’ οποιοδήποτε είδος πραξικοπήματος. Η γενική αντίληψη για τον επαναστατικό ρόλο του MFA (που πλασαρίστηκε απ’ όλες σχεδόν τις αριστερές ομάδες μετά το Σεπτέμβρη του 1974) διακατέχονταν από μεγάλη αμηχανία. Στην καλύτερη περίπτωση, το MFA μπορούσε να προετοιμάσει τις συνθήκες για την αστική δημοκρατία. Κάνοντας όμως αυτό, θα απελευθέρωνε άλλες δυνάμεις που καταπιέζονταν επί χρόνια. Η εργατική τάξη όμως ήταν αριθμητικά αδύναμη και δεν είχε ακόμα κατακτήσει την πίστη ή την ικανότητα να πάρει και τις υπόλοιπες τάξεις μαζί της.  
Το MFA είχε δυο επιλογές. Θα μπορούσε ν’ αποτραβηχτεί, επιτρέποντας στην μπουρζουαζία να ξαναπάρει τα ηνία της εξουσίας, έχοντας όμως διασφαλίσει τ’ ότι αυτή θα είχε κατανοήσει την ανάγκη για τη συνέχιση της αναδιοργάνωσης και του εκσυγχρονισμού της. Ή αλλιώς, θα μπορούσε να διατηρηθεί το ίδιο το MFA στην εξουσία, αναλαμβάνοντας εκτεταμένους τομείς της διακυβέρνησης και της κοινωνικής οργάνωσης στην προσπάθειά του να επιλύσει τα προβλήματα με τα οποία θα εμπλέκονταν (τα οποία ήταν αυτά μιας ταξικά διαιρεμένης κοινωνίας που αντιμετώπιζε το έργο της εκβιομηχάνισης). Αυτό όμως θα σήμαινε ένα ρόλο πολύ διαφορετικό απ’ τον αντίστοιχο κλασικό «βοναπαρτικό» που αποδίδεται στους στρατούς σε εποχές κοινωνικών εντάσεων. Οι Ένοπλες Δυνάμεις θα έπρεπε να δημιουργήσουν ένα ολόκληρο δίκτυο καινούριων οικονομικών και πολιτικών θεσμών, καθιστάμενες κατά τον τρόπο αυτόν, σε γεννήτορες ενός νέου κρατικού καπιταλισμού.  
Σε καμιά απ’ τις περιπτώσεις αυτές δε θα μπορούσε το MFA να παραμείνει «ουδέτερο», όπως ήλπιζαν τα πολιτικά κόμματα. Η όλη ιδέα ενός «ουδέτερου» MFA, υπεράνω της ταξικής πάλης, ήταν είτε δημαγωγία, είτε αυταπάτη. Δεδομένης της διεθνούς κατάστασης, μια σοσιαλιστική επανάσταση θα ήταν δύσκολο να μη συναντήσει τρομερή εχθρότητα, τόσο απ’ το εσωτερικό όσο κι απ’ το εξωτερικό. Μια βιώσιμη όμως αστική δημοκρατία δε φαίνονταν ακόμα στο μέλλον, τουλάχιστον όχι στο άμεσο. Οι ένοπλες δυνάμεις παρέμεναν στην εξουσία, εποπτεύοντας τις αντιθέσεις που είχαν απελευθερώσει κι αφήνοντας το ερώτημα της σοσιαλιστικής επανάστασης (που είναι υπόθεση των τάξεων) αναπάντητο.  
IV. Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Ο νέος Πρωθυπουργός, Βάσκο Γκονσάλβες, ήταν συνταγματάρχης που είχε αναμιχτεί ενεργά στην 25η Απρίλη. Η Δεύτερη Προσωρινή Κυβέρνηση αποτελούνταν από 7 στρατιωτικά και 8 πολιτικά μέλη. Οι Κουνιάλ και Σοάρες διατήρησαν τις θέσεις τους. Λίγα πράγματα ήταν γνωστά εκείνη τη στιγμή σχετικά με τις πολιτικές πεποιθήσεις των συγκεκριμένων  στρατιωτικών μελών. Η γενική αίσθηση ήταν πως αυτή η κυβέρνηση ήταν πιο «αριστερή» σε σχέση με την πρώτη, παρόλο που το ειδικό βάρος αυτής έπεφτε ακόμα περισσότερο στους στρατιωτικούς.
Ο σύντομος βίος της συγκεκριμένης κυβέρνησης (Ιούλης-Σεπτέμβρης 1974) επρόκειτο να στιγματιστεί από τρία μεγάλα γεγονότα: τη σύγκρουση με τους εργαζόμενους των μεγάλων επιχειρήσεων, όπως η TAP και η Λισνάβ, την οξεία διαμάχη γύρω απ’ τον αντι-απεργιακό νόμο και την εντεινόμενη τάση των δεξιών δυνάμεων να οργανωθούν έξω απ’ την κυβέρνηση, κι επιπλέον, έξω ακόμα κι απ’ το MFA. Τα γεγονότα αυτά που συνδέονταν τόσο στενά μεταξύ τους, επρόκειτο να συμβάλουν στο πραξικόπημα που επιχειρήθηκε στις 28 Σεπτέμβρη και στην έξοδο του Σπίνολα απ’ την πορτογαλική πολιτική. Επρόκειτο επίσης να δείξουν το πόσο επουσιώδης ήταν η προσπάθεια ν’ αποδοθούν διάφοροι βαθμοί αριστεροσύνης στις κυβερνήσεις της μπουρζουαζίας.     
Η TAP, η Λισνάβ και τα Υπόλοιπα Ζητήματα.
Στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1974, παρατηρήθηκαν αναταραχές διαφόρων ειδών, σε 400 περίπου επιχειρήσεις. Ανάμεσα σ’ αυτές περιλαμβάνονταν και κάποιες απ’ τις μεγαλύτερες της Πορτογαλίας: η Μαμπόρ (βιομηχανία ελαστικών), η Σακόρ (πετρελαϊκή), η Εφασέκ-Ινέλ (ηλεκτρονικός εξοπλισμός), η Λισνάβ (ναυπηγεία), η CTT (ταχυδρομικές υπηρεσίες), η Τάιμεξ (ρολόγια), η TAP (αερογραμμές), κ.ά. Η Σακόρ ήταν η μεγαλύτερη πετρελαϊκή εταιρεία στην Ιβηρική Χερσόνησο κι η Λισνάβ μια απ’ τις μεγαλύτερες ναυπηγικές επιχειρήσεις του κόσμου (δεύτερη στην Ευρώπη μετά την Χάρλαντ & Γουλφ του Μπέλφαστ). Ορισμένες απ’ αυτές τις απεργίες άνοιξαν τα μάτια πολλών εργαζόμενων, ιδιαίτερα αυτών που θεωρούσαν ότι το PCP ήταν το δικό τους Κόμμα.
H TAP ήταν μια ημι-κρατική εταιρεία που «έτρεχε» με οριακό προϋπολογισμό. Ανταγωνίζονταν την British Airways στις επικερδείς αγορές της Ευρώπης και της Αφρικής, δε διέθετε όμως ούτε τα κεφάλαια, ούτε την προνομιούχα θέση του Λονδίνου απ’ την οποία  διευθύνονταν η τελευταία. Οι λόγοι που οδήγησαν στην απεργία ήταν αρκετά σοβαροί: οι εργαζόμενοι απαιτούσαν καλύτερους μισθούς και μειωμένα ωράρια εργασίας (1). Οι απαιτήσεις αυτές θα μπορούσαν πιθανώς να ικανοποιηθούν, με την παραχώρηση στην ΤΑΡ καλύτερων εγγυήσεων σε σχέση με τις Αφρικανικές πτήσεις.
Οι εργαζόμενοι της ΤΑΡ διέθεταν αγωνιστική παρακαταθήκη. Οργανωμένοι αγώνες είχαν αρχίσει ήδη απ’ το 1970, όταν χρησιμοποιώντας τις ομαδικές δηλώσεις ασθενείας διεκδικούσαν μισθολογικά οφέλη. Τον Ιούλη του 1973, οι εργαζόμενοι στα τμήματα συντήρησης κι επισκευών κήρυξαν απεργία που καταστάλθηκε βίαια απ’ την GNR. Η αστυνομία είχε απωθήσει τον κόσμο σ’ ένα υπόστεγο αεροσκαφών με τη χρήση οπλοπολυβόλων. Το προσωπικό των γραφείων εκτόξευε πρες-παπιέ και ταμειακές μηχανές εναντίον των μπάτσων. Τρεις εργαζόμενοι πανικοβλήθηκαν και τό ’βαλαν στα πόδια. Η αστυνομία άνοιξε πυρ δολοφονώντας τους. Μέσα στην εταιρεία υπήρχαν ακόμα εκατοντάδες πληροφοριοδότες της παλιάς PIDE. Μέσα στην ΤΑΡ δρούσαν δύο πυρήνες του PCP απ’ τα τέλη της δεκαετίας του ΄60 και αντίστοιχοι των MES και PRP απ’ το 1974.
Στις 2 Μάη 1974, μια γενική συνέλευση (plenario) εξέφρασε ομόφωνα το αίτημα για την  εκκαθάριση (saneamento) όλων των φασιστών μέσα στην εταιρεία κι ιδιαίτερα αυτών που είχαν καλέσει την αστυνομία την προηγούμενη χρονιά. Το σωματείο απηύθυνε επίσης κάποια αιτήματα, περιλαμβανομένης της εκλογής τριών εκπροσώπων των «εργαζόμενων» στο Διοικητικό Συμβούλιο. Η λίστα που προτάθηκε δεν αμφισβητήθηκε και τελικά τρία στελέχη του σωματείου εκλέχτηκαν, όπως αναμένονταν, στις 5 Μάη, σε μια αίθουσα της Λισαβόνας (οι δύο ήταν στην πραγματικότητα μεσαία διοικητικά στελέχη). Όταν οι εργαζόμενοι ανακάλυψαν πως οι δύο απ’ τους «εκπροσώπους» τους είχαν αυξήσει τους μισθούς τους απ’ τα 7.000 στα 52.000 εσκούδα και τους πηγαινο-έφερναν σοφέρ, έχασαν, κι όχι άδικα, την πίστη τους στο Διοικητικό Συμβούλιο. Η εκλογή στο Συμβούλιο θεωρήθηκε σαν ένα είδος προσωπικής ανέλιξης. Το σωματείο επίσης δέχτηκε σφοδρή κριτική.
Στις 21 Ιούλη, η γενική συνέλευση του τεχνικού προσωπικού αποφάσισε να διαχωρίσει τη θέση του απ’ τους υπόλοιπους εργαζόμενους (2). Απαιτούσαν να μειωθεί το εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας τους στις 40 ώρες. Απαίτησαν εκ νέου την εκκαθάριση και το πάγωμα όλων των μισθών που υπερέβαιναν τα 16.000 εσκούδα. Τα αιτήματα αυτά θεωρήθηκαν απαράδεκτα απ’ το Ιπτάμενο Προσωπικό (του οποίου οι μηνιαίοι μισθοί έφταναν τα 52.000 εσκούδα). Οι διαφορές πάνω στην υιοθέτηση της μιας ή της άλλης στάσης, προερχόμενες από πραγματικά βάσιμες διαφορές των υλικών συνθηκών της ζωής, θα χρησιμοποιούνταν επανειλημμένα απ’ την κυβέρνηση, τα συνδικάτα και το PCP προκειμένου ν’ καταγγελθεί ο αγώνας του τεχνικού προσωπικού ως «μη αντιπροσωπευτικός», «αντιδημοκρατικός» και «διασπαστικός». Υπήρξε στ’ αλήθεια διασπαστικός μόνο που αυτό αφορούσε την επίπλαστη ενότητα μεταξύ ομάδων με τελείως διαφορετική κοινωνική σύνθεση.
Στις 13 Αυγούστου, η συνέλευση των τεχνικών αποφάσισε ν’ αναληφθεί άμεση δράση ώστε να μειωθεί το εβδομαδιαίο ωράριο στις 40 ώρες απ’ τις 44 που ήταν τότε. Στην πραγματικότητα, επέβαλαν το 40ωρο δουλεύοντας απλούστατα 40 ώρες! Το Διοικητικό Συμβούλιο εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία απειλούσε με απολύσεις κι επιθέσεις εναντίον «εκείνων που αγωνίζονταν για την καταστροφή της εταιρείας». Τονίζονταν «η άμεση ανάγκη για την αύξηση της παραγωγικότητας» και η λύπη για το γεγονός ότι οι εκκλήσεις του «αγνοούνταν συστηματικά». «Συνεχίζουμε να παρατηρούμε ότι η εργασία παρεμποδίζεται κάτω απ’ οποιαδήποτε πρόφαση. Η απειθαρχία βασιλεύει και υπάρχει παντελής έλλειψη σεβασμού απέναντι στις αρχές. Το όλο πράγμα οδηγεί στην αναρχία και είναι αδύνατον να ανακαλυφθεί ποιος είναι ο ένοχος ή ο υπαίτιος». Οι εργαζόμενοι ανταπάντησαν ότι ήταν «απολύτως φυσιολογικό για το Διοικητικό Συμβούλιο να προσπαθεί ν’ αυξήσει το χρόνο στη διάρκεια του οποίου αποσπάται η υπεραξία μέσα απ’ τη δουλειά μας. Αυτό ακριβώς επιθυμούν τα συμφέροντα που το Συμβούλιο υπερασπίζεται. Το ότι όμως τα σωματεία υιοθέτησαν την ίδια στάση μέσω της άρνησής τους να μας στηρίξουν, φανερώνει απλά το ρεφορμιστικό τους ρόλο» (3).    
Η αναταραχή μέσα στην ΤΑΡ άρχισε να έχει μεγάλες διεθνείς επιπτώσεις. Οι τράπεζες (εθνικές και ξένες), όπως επίσης και η Μπόινγκ, αρνήθηκαν τις συναλλαγές με την εταιρεία και τον εφοδιασμό της με ανταλλακτικά, παρά μόνον αν πληρώνονταν αυστηρά με μετρητά. Η Πορτογαλική εταιρεία ήταν εξαρτημένη απ’ το διεθνή καπιταλισμό και δεν μπορούσε να εφοδιαστεί εκ των έσω με ανταλλακτικά για τα αεροσκάφη της. Ήταν πολύ ευάλωτη σε εξωτερικές πιέσεις αυτού του είδους.
Στις 19 Αυγούστου, μία ακόμα συνέλευση, η οποία έλαβε χώρα χωρίς την παρουσία στελεχών του σωματείου, συνέταξε μια λίστα αιτημάτων στα οποία περιλαμβάνονταν: α) η απομάκρυνση όλων εκείνων, που κατά την κρίση των ίδιων των εργαζόμενων, υιοθέτησαν στάσεις που στρέφονταν εναντίον της εργατικής τάξης, με τις εκκαθαρίσεις αυτές να επαναλαμβάνονται όσο συχνά θεωρείται αναγκαίο, β) όλες οι μισθολογικές αυξήσεις να δοθούν αντιστρόφως ανάλογα με το τωρινό ύψος των απολαβών, γ) η διενέργεια έρευνας για τις ευθύνες που αφορούσαν τις δολοφονίες του Ιούλη του 1973 και η τιμωρία των ενόχων, δ) η  διανομή ίσων μεριδίων, σ’ ετήσια βάση, ενός μέρους των κερδών της εταιρείας, ε) το δικαίωμα αναθεώρησης των συλλογικών συμβάσεων, μετά από επιλογή των εργαζόμενων. Δόθηκε διορία μιας βδομάδας στη διεύθυνση προκειμένου να μελετήσει τις προτάσεις. Μετά το πέρας αυτής, οι τεχνικοί θα σταματούσαν ομαδικά τη δουλειά. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ο τρόπος με τον οποίο το «αντιφασιστικό» αίτημα για την εκκαθάριση είχε μετατραπεί σε ταξικό που αφορούσε εκείνους με τους οποίους οι εργαζόμενοι δούλευαν μαζί.  
Στις 25 Αυγούστου, ο πυρήνας του PCP στην ΤΑΡ εξέδωσε ένα φυλλάδιο προειδοποιώντας για τους «ελιγμούς των ριζοσπαστικών μικρο-αστικών ομάδων». Απαιτούσε το διάλογο και τη συμφωνία «όλου του προσωπικού» φανερώνοντας μέσω αυτού μια χαρακτηριστικά μπουρζουάδικη στάση: ίση ισχύ στη λήψη αποφάσεων για ανθρώπους που δεν ήταν ίσοι στην πραγματικότητα. Την επόμενη μέρα, μία ακόμα συνέλευση αποφάσισε γενική απεργία διαρκείας. Εκλέχτηκε μια Απεργιακή Επιτροπή και μοιράστηκαν αμέσως διάφορα καθήκοντα. Την ίδια νύχτα οργανώθηκαν κι οι ομάδες περιφρούρησης. Ο Υπουργός Εργασίας που ανήκε στο PCP, έφτασε στο αεροδρόμιο στις 3 το πρωί μαζί με μια αντιπροσωπεία στελεχών από  συνδικάτα και υπουργεία, ζητώντας απ’ την Απεργιακή Επιτροπή να αναβάλει την απεργία. Ο Υπουργός διδάχτηκε ορισμένες βασικές αρχές της εργατικής τάξης: μόνο η γενική συνέλευση μπορούσε να πάρει μια τέτοια απόφαση. Έβαλε μπροστά τις απειλές: το αεροδρόμιο είναι ήδη περικυκλωμένο απ’ το Στρατό. Η συνέλευση της 27ης Αυγούστου που διεξήχθη με την παρουσία του Υπουργού Εργασίας, ψήφισε τη συνέχιση της απεργίας. Και για να γίνει ξεκάθαρα κατανοητό το ποιοι ακριβώς αποτελούσαν τις «μη αντιπροσωπευτικές μειοψηφίες», το διοικητικό προσωπικό αποφάσισε με μεγάλη πλειοψηφία να προσχωρήσει στην απεργία.     
Πολλοί απ’ τους εργαζόμενους του αεροδρομίου ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητοι ως προς τα αιτήματα των τεχνικών. Από κοινού διέκοψαν όλες τις διεθνείς πτήσεις, εκτός από μία που μετέφερε μια αντιπροσωπεία συνδικαλιστών ηγετών απ’ τη Χιλή και των πτήσεων που μετέφεραν στρατιώτες που επέστρεφαν απ’ τη Γουϊνέα-Μπισσάου. Οι τεχνικοί, οι οποίοι είχαν ξεκινήσει την απεργία, παρέμειναν απόλυτα σταθεροί.
Το όλο ζήτημα αποτελούσε τώρα μια ευθεία πρόκληση προς την κυβέρνηση και τα συνδικάτα. Στις 28 Αυγούστου, μια ώρα μετά τα μεσάνυχτα, ο Υπουργός Πληροφοριών ανακοίνωσε ότι δεδομένης της «αδιαλλαξίας» των απεργών, το αεροδρόμιο θα τίθονταν υπό στρατιωτική διοίκηση. Ο πυρήνας του PCP στην ΤΑΡ εξέδωσε μια ακόμα ανακοίνωση: «η απεργία αποτελούσε μια “προβοκάτσια” που στρέφονταν εναντίον “ολόκληρου του Πορτογαλικού λαού”». Μια πιθανή σύγκρουση με το MFA «που θ’ αποτελούσε απειλή για τη συμμαχία του με τον εργαζόμενο λαό» έπρεπε ν’ αποφευχθεί με οποιοδήποτε κόστος. Οι «τυχοδιώκτες» έπρεπε να «ξεμασκαρευτούν» ώστε το κλίμα «ασφάλειας και πειθαρχίας» να επανέλθει στο χώρο του αεροδρομίου. Οι απεργοί έλεγχαν ακόμα τη διαδικασία της αποαποικιοποίησης... επιβραδύνοντας την επιστροφή των στρατευμάτων απ’ τη Γουϊνέα-Μπισσάου.
Μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα διεξήχθη η περίφημη γενική συνέλευση της 28ης Αυγούστου. Συμμετείχαν πάνω από 4.000 εργαζόμενοι. Η διαδικασία επρόκειτο να καλυφτεί ζωντανά απ’ το ραδιόφωνο, όμως η αναμενόμενη εκδήλωση περιφρόνησης προς τις αρχές ήταν τόσο έκδηλη, που την τελευταία στιγμή η συμφωνία ακυρώθηκε ύστερα από συστάσεις της Στρατιωτικής Επιτροπής. Η συνέλευση έτυχε μαζικής στήριξης απ’ όλα τα υπόλοιπα τμήματα της ΤΑΡ και προσφορών αλληλεγγύης από πολλές εργατικές οργανώσεις ολόκληρης της χώρας – μέσα σε απόλυτη αντίθεση προς τον νέο αντι-απεργιακό νόμο που μόλις είχε περάσει η κυβέρνηση.
Μια ομάδα αξιωματικών του MFA εισήλθε κατόπιν στην αίθουσα, επευφημούμενη απ’ τους εργαζόμενους. «Είμαστε στρατιώτες. Πρόκειται να τεθείτε υπό στρατιωτική διοίκηση. Ιδού και τα σχετικά αποσπάσματα των στρατιωτικών διαταγμάτων». Οι αξιωματικοί αρχίζουν να  διαβάζουν. Η σιωπή είναι απόλυτη. Μέσα σε διαρκώς αυξανόμενη ένταση, η συνέλευση ψηφίζει υπέρ της συνέχισης της απεργίας. Ψηφίζει επίσης και υπέρ της διάλυσης της επιτροπής του σωματείου. Οι αξιωματικοί του MFA αποχωρούν. Σχεδόν στα μουλωχτά, κάποιος παρουσιάζει μια ανυπόγραφη πρόταση, συστήνοντας την ανάκληση της απεργίας. Ο Πρόεδρος καλεί τον εισηγητή να έρθει και να την παρουσιάσει. Ένας παλιός μαχητής του PCP, καταβεβλημένος και ντροπιασμένος, επιχειρηματολογεί με μισή καρδιά. Σημειώνεται σφοδρή αντίδραση. Καθ΄ όλη τη διάρκεια, υπάρχουν μικρές μόνο αναφορές στο MFA. Οι αυταπάτες συνεχίζονται. Στις 5 μ.μ. ένα σημαντικό στέλεχος του MFA επιστρέφει. Ρωτάει να μάθει την απόφαση της συνέλευσης.  Ακούγοντάς την, απειλεί: «Έχετε μισή ώρα για να ξαναρχίσετε τη δουλειά αλλιώς θα παρέμβει η COPCON». Για κάποια ώρα επικρατεί πανδαιμόνιο. Ακολούθως, μετά από μια νηφάλια ανάλυση του συσχετισμού δυνάμεων, επικρατεί η απόφαση να ξαναπιάσουν δουλειά – «εργασία σύμφωνα με τους κανονισμούς» όμως, καθώς και να εγκαθιδρύσουν κατεπειγόντως στενές σχέσεις με τα υπόλοιπα εργοστάσια που είχαν προσφέρει την υποστήριξή τους. Εκδίδεται μια σκληρή ανακοίνωση κάνοντας αναφορά στην απόφαση για αναστολή υπό την απειλή στρατιωτικής βίας («τεθωρακισμένα οχήματα απ’ έξω, αλεξιπτωτιστές εφοδιασμένοι με οπλοπολυβόλα, πυρομαχικά, μαχαίρια και τα συνηθισμένα “φιλικά” αστυνομικά σκυλιά»). Η ανακοίνωση αναφέρεται επίσης στην απόφαση των εργαζόμενων ν’ ανακληθεί ολόκληρη η επιτροπή του σωματείου και εκφράζει τη «μεγαλύτερη περιφρόνησή τους» για την καταστολή που μόλις είχαν υποστεί.
Απ΄ τις 28 Αυγούστου και μετά, ο Στρατός καταλαμβάνει όλα τα τμήματα του αεροδρομίου. Το τεχνικό προσωπικό συνεχίζει την «εργασία σύμφωνα με τους κανονισμούς». Η Απεργιακή Επιτροπή που περιλαμβάνει ορισμένα μέλη του MES, συλλαμβάνεται, όπως και πολλοί εργαζόμενοι που αρνούνται να υπακούσουν στις στρατιωτικές διαταγές. Το υπόλοιπο προσωπικό της ΤΑΡ, ενθυμούμενο την απεργία της CTT τον Ιούνη και μη θέλοντας να ρισκάρει μια ανοιχτή σύγκρουση με τον Στρατό, επέστρεψε στη δουλειά υπό το καθεστώς ακραίων απειλών. Τα «δημοκρατικά όπλα» έχουν επικρατήσει των «ανεύθυνων τυχοδιωκτών».   
Η COPCON συνέχισε την κατάληψη του αεροδρομίου για τη διάρκεια των επόμενων βδομάδων. Η «εργασία σύμφωνα με τους κανονισμούς» συνεχίζεται κάτω απ’ την επιτήρηση των στρατιωτών που φέρουν G3, στους οποίους έχει απαγορευτεί να συνομιλούν με τους εργαζόμενους. Οι εργαζόμενοι δέχονται συνεχώς απειλές. «Κανείς δε φεύγει απ’ τις εγκαταστάσεις, αν δε συμπληρωθεί συγκεκριμένος αριθμός απογειώσεων την κάθε φορά». Κάποιοι τεχνικοί έπρεπε να δουλεύουν 15 ή 16 ώρες τη μέρα. Το καθεστώς στο μεταξύ διαλαλούσε ότι τα πάντα  στην ΤΑΡ λειτουργούσαν φυσιολογικά.
Στις 17 Σεπτέμβρη, τα σωματεία (που στηρίζονταν απ’ το PCP) κάλεσαν γενική συνέλευση για όλο το προσωπικό της ΤΑΡ, με σκοπό την «εξομάλυνση της κατάστασης». Εκατοντάδες τεχνικοί κάνουν την εμφάνισή τους, ανακαλούν τον Πρόεδρο και «παίρνουν» τη συνέλευση. Αποφασίζουν να προσθέσουν στα υπόλοιπα αιτήματά τους και το αίτημα για την αποχώρηση όλων των στρατιωτών απ’ το αεροδρόμιο. Αποφασίζουν επίσης ότι το νέο συμβούλιο του σωματείου θα εκλέγεται στη βάση της άμεσης αντιπροσώπευσης ανά τομέα δουλειάς, εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό την πραγματική πλειοψηφική εκπροσώπηση των εργαζόμενων. Τα συνδικάτα επιτίθονται δριμύτατα στη συγκεκριμένη απόφαση, θεωρώντας την «διασπαστική» (4). Στις 23 Σεπτέμβρη, ο Στρατός συλλαμβάνει αρκετούς εργαζόμενους αφού είχε προηγηθεί η «ανάκρισή» τους. Μια μεγάλη διαδήλωση λαμβάνει χώρα έξω απ’ τα στρατόπεδα όπου και κρατούνται, για ν’ απελευθερωθούν τελικά αργότερα. Στις 25 Σεπτέμβρη, 200 εργαζόμενοι  απολύονται λόγω «παραβιάσεων του Άρθρου 6 του Κώδικα Στρατιωτικής Πειθαρχίας». Στις 27, μερικές χιλιάδες εργαζόμενοι της ΤΑΡ, όπως και άλλοι, παρατάνε τη δουλειά και κατεβαίνουν στο δρόμο απαιτώντας την επαναπρόσληψη όλων των απολυμένων. Η κυβέρνηση λέει, «Εντάξει, εκτός από τριάντα». Τα συνδικάτα συναινούν. Οι εργαζόμενοι αρνούνται κι η απεργία αρχίζει να εξαπλώνεται. Αρχίζει να εμφανίζεται κάποια κριτική στο ρόλο του MFA. Καλείται κοινή διαδήλωση για τις 28 Σεπτέμβρη (ΤΑΡ, Λισνάβ, Εφασέκ-Ινέλ, CTT). Από μια ιδιοτροπία της ιστορίας, οι διαδηλωτές αυτοί που απαιτούσαν την εκκαθάριση (saneamento) σ’ όλους τους τόπους δουλειάς, είναι οι μόνοι που βρίσκονται στους δρόμους με τέτοια αιτήματα, όταν οι δεξιοί επιχείρησαν το πραξικόπημά τους.     
Μετά την 28η Σεπτέμβρη, το διάταγμα στρατιωτικοποίησης του αεροδρομίου άρθηκε και η «εργασία σύμφωνα με τους κανονισμούς» τερματίστηκε. Η 40ωρη βδομάδα δουλειάς άρχισε σταδιακά να υιοθετείται. Οι περισσότεροι, μα όχι όλοι, απ’ τους απολυθέντες εργαζόμενους επαναπροσλήφθηκαν, έχοντας υποχρεωθεί να κάνουν ατομικές αιτήσεις. Τους ειπώθηκε ότι θα επαναπροσλαμβάνονταν μόνο «υπό τον όρο ότι δε θα έπαιρναν μελλοντικά μέρος σε πολιτικές δραστηριότητες».
Οι συνελεύσεις των εργαζομένων της ΤΑΡ συνεχίστηκαν. Τα αιτήματα ήταν υπέρ μιας νέας εκκαθάρισης (οι πλήρεις λίστες με τους πρώην πράκτορες της PIDE δεν είχαν δημοσιοποιηθεί). Συζητήθηκε επίσης μια σειρά σχετικών ζητημάτων (που αφορούσαν τις καθαρίστριες, τους αχθοφόρους, τους μηχανικούς κτλ.). Τα αιτήματα ξεκινούσαν απ’ τη μείωση των μισθολογικών διαφορών κι έφταναν στην εθνικοποίηση της εταιρείας κάτω από εργατικό έλεγχο. Σε πολλά ζητήματα, η εμπειρία της ΤΑΡ φανέρωσε τόσο τις δυνατότητες, όσο και τα όρια του Πορτογαλικού επαναστατικού κινήματος εν γένει.
Μια ακόμα σημαντική αντιπαράθεση εκείνης της περιόδου ήταν αυτή στην εφημερίδα Ζορνάλ ντο Κομέρσιο. Οι εργαζόμενοι κήρυξαν απεργία στις 25 Αυγούστου, καταλαμβάνοντας τις εγκαταστάσεις κι απαιτώντας να μπει τέλος στην «εσωτερική λογοκρισία». Ζητούσαν επίσης την απομάκρυνση του διευθυντή τους, Κάρλος Μασάντο. Μια αρχικά μικρή διαμαρτυρία έξω απ’ το κτήριο πήρε μεγάλες διαστάσεις μιας κι οι περαστικοί ενώνονταν μ’ αυτή. Οι εργαζόμενοι προσπάθησαν να βγάλουν τη δική τους έκδοση της εφημερίδας. Και πάλι στρατεύματα της COPCON μπήκαν στο κτήριο, κατάσχοντας τα φύλλα που είχαν ήδη εκδοθεί κι απαγορεύοντας την έκδοση νέων. Στις 4 Σεπτέμβρη, όλες οι υπόλοιπες εφημερίδες της Λισαβόνας, με την εξαίρεση της Ο Σέκουλο (της οποίας τον έλεγχο είχε το PCP), αποφάσισαν να διακόψουν την κυκλοφορία τους για μια μέρα, σε ένδειξη αλληλεγγύης στον αγώνα της Ζορνάλ ντο Κομέρσιο. Η κυβέρνηση ευχαρίστησε τους εργαζόμενους της Ο Σέκουλο για την απεργοσπασία τους «που υπηρέτησε τα συμφέροντα των εργαζόμενων σ’ αντίθεση μ’ όσους  υπέκυψαν σε ανεύθυνες πιέσεις».
Εξοργισμένοι, οι εργαζόμενοι όλων των υπόλοιπων εφημερίδων συγκεντρώθηκαν έξω απ’ τις εγκαταστάσεις της Ο Σέκουλο για να σταματήσουν τη διανομή της. Η κυβέρνηση έστειλε στρατό για να διαλύσει τους συγκεντρωμένους. Το PCP που έλεγχε την Εργατική Επιτροπή της Ο Σέκουλο αποφάσισε τελικά ότι –παρόλο που είχαν τυπώσει ήδη το φύλλο- θα ήταν σοφότερο να μη διανεμηθεί... «με σκοπό ν’ αποφευχθεί η σύγκρουση μεταξύ των Ενόπλων Δυνάμεων και των τυχοδιωκτικών στοιχείων». Οι δημοσιογράφοι του PCP καταδίκασαν τις δράσεις γύρω απ’ τη Ζορνάλ ντο Κομέρσιο, μιλώντας για «απεργίες που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν απ’ την Αντίδραση κι απ’ τα μεγάλα μονοπώλια», αφήνοντας υπονοούμενα για «δυνάμεις που αντικειμενικά βρίσκονταν στο πλευρό των εχθρών των εργατών». Χωρίς ν’ αντιληφθεί τίποτα απ’ τις εντυπώσεις που δημιουργούνταν, το ίδιο φύλλο της Ο Σέκουλο φιλοξενούσε στη διπλανή στήλη μια συνέντευξη με τον Αντουάν Πινώ, έναν αντιδραστικό Γάλλο, πρώην υπουργό, που δήλωνε «ευγνώμων για το κλίμα ηρεμίας που συνάντησα στην Πορτογαλία».   
Ίσως μεγαλύτερης σημασίας εξ’ αιτίας των μεγεθών της υπόθεσης, να ήταν άλλη μια μεγάλη σύγκρουση μεταξύ της κυβέρνησης και της εργατικής τάξης, αυτή των εργαζόμενων των ναυπηγείων Λισνάβ. Οι εργαζόμενοι της Λισνάβ βρίσκονταν ανάμεσα στους πλέον ταξικά συνειδητοποιημένους της Πορτογαλίας και οι ανακοινώσεις τους αντιπροσωπεύουν ένα απ’ τα υψηλότερα επίπεδα του αυτόνομου εργατικού ταξικού αγώνα. Οι εργαζόμενοι των ναυπηγείων είχαν αποφασίσει σε μια απ’ τις γενικές συνελεύσεις τους ότι στις 12 Σεπτέμβρη θα πραγματοποιούσαν μαζικά πορεία προς το Υπουργείο Εργασίας. Ζητούσαν την απομάκρυνση απ’ την επιχείρηση του προηγούμενου διευθυντή τους. Ο κύριος όμως σκοπός τους ήταν να τραβήξουν την προσοχή και ν’ ανοίξουν τον αγώνα ενάντια στον αντιαπεργιακό νόμο που μόλις είχε περάσει. Ήδη απ’ τον Ιούλη, είχαν επισημάνει την ύπαρξη δεσμών μεταξύ διαφόρων στελεχών της διεύθυνσης και ορισμένων πρώην πρακτόρων της PIDE, έχοντας ζητήσει απ’ το MFA ν’ απομακρυνθούν όλοι οι εμπλεκόμενοι. Το αίτημά τους αγνοήθηκε. Σε μιας τους ανακοίνωση, οι εργαζόμενοι της Λισνάβ καταδίκαζαν τις αοριστολογίες της διεύθυνσης, τη συγκάλυψη των αδικιών και την αντεργατική φύση της νέας νομοθεσίας. Ήταν ιδιαίτερα εξοργισμένοι απ’ τη χρήση όρων όπως «καταστροφείς της οικονομίας», τους οποίους χρησιμοποιούσε μονίμως το PCP εναντίον τους όποτε εκδήλωναν την πρόθεση να περάσουν απ’ τα λόγια στη δράση.  
Η πορεία που επρόκειτο να πραγματοποιήσουν οι εργαζόμενοι της Λισνάβ απαγορεύτηκε απ’ το MFA. Το ανακοινωθέν που απαγόρευε την πορεία επαναλαμβάνονταν συνεχώς απ’ το ραδιόφωνο. Η αγωνία κυριαρχούσε στη Λισαβόνα, μιας κι ο κόσμος περίμενε να δει τι θα συμβεί. Στις 12 Σεπτέμβρη, περισσότεροι από 6.000 εργαζόμενοι της Λισνάβ, φορώντας τις φόρμες εργασίας και τα κράνη τους, ξεκίνησαν απ’ τα ναυπηγεία σε σειρές των δεκαπέντε ατόμων, κάνοντας αλυσίδες και κρατώντας πανό: «Οι εργαζόμενοι της Λισνάβ απαιτούν να διωχτούν οι φασίστες», «Θάνατος στην PIDE, θάνατος στο φασισμό. Κάτω ο καπιταλισμός», «Ναι στο δικαίωμα της απεργίας, όχι στα λοκ-άουτ», «Στηρίζουμε όλα τ’ αδέρφια μας που απεργούν», «Δημοκρατία για τους εργάτες, φίμωση για τους φασίστες», «Ζήτω η εργατική τάξη».
Ήταν ένα υπέροχο θέαμα – το προλεταριάτο της Λισαβόνας μ’ εργατικές φόρμες, σε μια απαγορευμένη διαδήλωση, μοιράζοντας ανοιχτά προκηρύξεις στο λαό της πόλης (Παράρτημα 10). Η πορεία επευφημούνταν σ’ όλη τη διαδρομή. Μαζί της ενώθηκαν και χιλιάδες ακόμα εργαζόμενοι, ειδικότερα δε αυτοί των Ταχυδρομείων. Ο ίδιος ο Οτέλο Σαράιβα ντε Καρβάλιο, διοικητής της COPCON, διέταξε ν’ αποκλειστεί ο χώρος γύρω απ’ το Υπουργείο Εργασίας. «Ή μας σταματάτε σκοτώνοντας κάποιους από μας», του είπε κάποιος απ’ την επιτροπή των εργατών, «ή μας αφήνετε να περάσουμε. Έτσι κι αλλιώς εμείς θα συνεχίσουμε την πορεία». Αντιμέτωπος με μια τέτοια εκδήλωση αποφασιστικότητας, ο Οτέλο δεν τόλμησε να επέμβει κι οι στρατιώτες της COPCON τελικά αποχώρησαν.
Στα ναυπηγεία της Λισνάβ είχαν σημειωθεί απεργίες και πριν την 25η Απρίλη, το δε PCP είχε πάρει μέρος σ’ αυτές. Τώρα όμως ο εργοστασιακός πυρήνας του εξέδιδε ανακοινώσεις στις οποίες τις χαρακτήριζε «τυχοδιωκτισμούς». Η διαδήλωση, ισχυρίστηκε το PCP, «εκπροσωπεί την αντίθεση στην κυβέρνηση και την ασέβεια έναντι της δημοκρατικής τάξης. Μοναδική συνέπεια θα έχει την πρόκληση της αντίδρασης». Η αντίδραση όμως, όπως θα φανερώνονταν σύντομα, δεν είχε ανάγκη από προκλήσεις.
Ο Αντι-απεργιακός νόμος και η Αντίδραση της Δεξιάς.
Με τη δημιουργία της Δεύτερης Προσωρινής Κυβέρνησης, το κύμα της ευφορίας άρχισε να υποχωρεί και η πραγματικότητα να επαναβεβαιώνεται. Η κοινωνία ήταν χωρισμένη σε τάξεις που είχαν ανταγωνιστικά συμφέροντα. Τ’ αφεντικά προσπάθησαν αρχικά να ανακόψουν την επίθεση της εργατικής τάξης με νομικά μέσα αλλά όταν αυτό απέτυχε, ορισμένα τμήματα της άρχουσας τάξης φάνηκαν αρκετά οργανωμένα ώστε να οραματίζονται την επιστροφή σ’ ένα εξουσιαστικό καθεστώς.
Ο Πορτογαλικός Σύνδεσμος Βιομηχάνων (CIP) δούλευε πάνω σε δυο γραμμές. Η πρώτη, καθαρά πολιτική, συνίστατο στην υποστήριξη δεξιών κομμάτων και στην επιχειρηματολογία υπέρ ενός τύπου καπιταλιστικής ανάπτυξης στην οποία θα συμμετείχε. Αυτό απαιτούσε περιορισμό του δικαιώματος στην απεργία. Η δεύτερη (γραμμή) δεν ήταν λιγότερο πολιτική, αν και σίγουρα, λιγότερο φανερή. Περιελάμβανε τη χρηματοδότηση και την υποστήριξη των φασιστικών ομάδων.
Κατάλοιπα φασιστικών θεσμών και νοοτροπίας σίγουρα διατηρούνταν. Γενικά όμως, οι φασίστες δεν μπορούσαν να δράσουν μόνοι τους κι αναζητούσαν στήριξη στα διάφορα δεξιά κόμματα. Πολλοί απ’ τους παλιούς φασίστες ηγέτες είχαν μετατραπεί σε φιλελεύθερους, «στο πνεύμα της 25ης Απρίλη». Κάποιοι, προσωρινά κρατούμενοι, είχαν ήδη απελευθερωθεί. Η GNR και τα ΜΑΤ-PSP παρέμεναν υπολογίσιμη δύναμη. Στις 16 Αυγούστου 1974 για παράδειγμα, μια ριζοσπαστική ομάδα, οι «Φίλοι της Μοζαμβίκης», είχαν οργανώσει μια διαδήλωση στο Άλσος Εδουάρδου VII. Τους απαγορεύτηκε να συνεχίσουν τη συγκέντρωσή τους (η διαταγή δόθηκε από έναν εκ των συνεργατών του Σπίνολα). Έκαναν πορεία στη Λεωφόρο Ελευθερίας, συνεχίζοντας για το Ροσσίου, στο κέντρο της Λισαβόνας, όπου και συνάντησαν την αστυνομία που τους ζήτησε να διαλυθούν. Πριν ακόμα υπάρξει χρόνος γι’ αυτό, η αστυνομία άνοιξε πυρ. Τέσσερις άνθρωποι τραυματίστηκαν κι ένας σκοτώθηκε: ο Βίτορ Μπερνάρντες, εργάτης και αγωνιστής του CDE.   
Το σοκ από τη δολοφονία, κάτι που χαρακτήριζε τη δράση της αστυνομίας πριν την 25η Απρίλη, έκανε τον κόσμο να αισθανθεί ορισμένες απ’ τις γυμνές αλήθειες της καινούριας «δημοκρατίας». Απ’ την πλευρά της αριστεράς, η καταδίκη ήταν ομόφωνη. Το ίδιο κι η συνειδητοποίηση του ότι δυνάμεις με φασιστική νοοτροπία εξακολουθούσαν να υπάρχουν και μάλιστα πολύ καλά εγκατεστημένες σε πόστα εξουσίας. Η κυβέρνηση αρνούνταν να τις αφοπλίσει.   
Εκείνο περίπου το διάστημα, ανακαλύφτηκε επίσης το πόσο δραστήρια είχε καταστεί η CIA. Κάτω απ’ την κάλυψη της απόλυτα στημένης «Εταιρείας Μεταφορικών Δραστηριοτήτων», φαίνεται ότι ανέπτυσσε δύο βασικές δραστηριότητες στην Πορτογαλία: φωτογραφικές δραστηριότητες και γεύματα με διάφορους αξιωματικούς της Αεροπορίας. Υπήρχαν ιστορίες (κυκλοφορούσαν εκατοντάδες τέτοιες ιστορίες κα φήμες) σχετικά με την οργάνωση των  υπολειμμάτων της παλιάς «Λεγεώνας» (5)- στην πραγματικότητα είχαν ήδη οργανωθεί- κάτω απ’ τις σημαίες του «Φιλελεύθερου» και του «Φεντεραλιστικού» κόμματος. Μια ακόμα ιστορία, που υποτίθεται πως ξεκίνησε απ’ το Σ.Κ. και το PCP, ανέφερε ότι το FPL (Απελευθερωτικό Μέτωπο της Πορτογαλίας), μια ομάδα εξόριστων στο Παρίσι που παρήγαγε φαινομενικά αριστερές αναλύσεις σχετικά με την πολιτική κατάσταση στην Πορτογαλία, αποτελούνταν ολοκληρωτικά από πρώην κατασκόπους της PIDE. Οι συνήθειες κι οι φόβοι του παρελθόντος φεύγουν δύσκολα: ήταν αδύνατο να πεις τι ήταν αλήθεια και τι όχι. Μια αναταραχή από 200  περίπου πράκτορες της PIDE στις φυλακές της Λισαβόνας, στις 12 Αυγούστου 1974, βοήθησε στο να ξεκαθαρίσει κάπως η κατάσταση. Έβγαλε χιλιάδες διαδηλωτές στους δρόμους για ν’ αποδοκιμάσουν τα αιτήματά τους (6).   
Ο αντι-απεργιακός νόμος που πέρασε στις 27 Αυγούστου ήταν χαρακτηριστικός της ισορροπίας δυνάμεων εκείνης της περιόδου. Ήταν το αποκορύφωμα μεγάλης προεργασίας και οι εμπνευστές του θεώρησαν αυτή τη χρονική στιγμή ιδιαίτερα σημαντική. Δυστυχώς δεν επρόκειτο να αφεθεί στα δικά τους χέρια. Ο νόμος έπρεπε να περάσει όταν το ζήτημα της ΤΑΡ βρίσκονταν στο κρισιμότερο σημείο, δηλαδή στη χειρότερη δυνατή στιγμή. Θα τον αψηφούσαν άμεσα και καταφανέστατα, σε πολύ μεγάλο βαθμό. Ο νόμος ήταν ένα υπερβολικά περίπλοκο νομοθετικό έργο που απαγόρευε τόσο το λοκ-άουτ, όσο και ορισμένες μορφές απεργίας. Στην εισαγωγή του δηλώνονταν:  
«Το Πολιτικό Σύνταγμα του 1933 απαγόρευε τις απεργίες και τα λοκ-άουτ. Ανατρέποντας αυτό το σύστημα, το Κίνημα της 25ης Απρίλη επέτρεψε και αναγνώρισε τα συνδικάτα και τις διευθυντικές ενώσεις εφόσον βρίσκονταν σε συμφωνία με το πνεύμα του Προγράμματος του MFA». Η ουσία όμως βρίσκονταν στα «ψιλά γράμματα». Υπήρχαν 31 άρθρα. Απαγορεύονταν ρητά: α) οι απεργίες μέσα στις ένοπλες δυνάμεις, τους δικαστικούς, την πυροσβεστική, κτλ. β) οι πολιτικές απεργίες και οι απεργίες σε ένδειξη αλληλεγγύης ανάμεσα σε σωματεία και επιχειρήσεις που δεν είχαν άμεση σχέση (Άρθρο 6), γ) οι απεργίες που προχωρούσαν σε καταλήψεις εργοστασίων (Άρθρο 7), δ) οι απεργίες των οποίων δεν προηγούνταν συζητήσεις διάρκειας τουλάχιστον 30 ημερών με τη διεύθυνση (Άρθρο 8), ε) οι απεργίες που δεν ψηφίζονταν απ’ την πλειοψηφία του εργατικού δυναμικού που αφορούσαν (Άρθρο 10).
Τα λοκ-άουτ από μέρους της διεύθυνσης επιτρέπονταν ειδικά στις περιπτώσεις που πραγματοποιούνταν απεργία η οποία δεν ακολουθούσε τους παραπάνω όρους ή όταν η διεύθυνση θεωρούσε ότι ο εξοπλισμός κινδύνευε. Ο βασικός στόχος του νομοθετήματος ήταν η παρεμπόδιση των δράσεων αλληλεγγύης και η απόκρουση του κύματος των καταλήψεων που απειλούσε σοβαρά το δικαίωμα των αφεντικών να διοικούν.
Απέχοντας πολύ απ’ την καταδίκη μιας τόσο αντεργατικής νομοθεσίας, το PCP και το Σ.Κ. είχαν στην πραγματικότητα συμβάλει στη σύνταξή του. Όλες οι αριστερές οργανώσεις καταδίκασαν απερίφραστα το νέο νόμο. Οι σφοδρές επιθέσεις που δέχτηκαν απ’ τον Κουνιάλ όλο αυτό το διάστημα φανερώνουν το βαθμό της διαπλοκής του με το κεφάλαιο. Πράγματι, το PCP μέσω της Ιντερσιντικάλ, είχε οργανώσει συγκέντρωση στη Λισαβόνα (την 1η Ιούνη) εναντίον του απεργιακού κύματος. Ο Αβελίνο Γκονσάλβες (Υπουργός Εργασίας απ’ το PCP και πρώην ηγέτης του σωματείου Εργαζομένων της Βορείου Τράπεζας) δήλωσε ότι ήταν «εναντίον του τυχοδιωκτισμού, του οπορτουνισμού και των μη ρεαλιστικών αιτημάτων που προκαλούσαν το χάος και τη διάσπαση των δημοκρατικών δυνάμεων». Η κύρια δραστηριότητα της Ιντερσιντικάλ προς στιγμήν ήταν να τριγυρνάει στους χώρους της Λισνάβ, της Μαμπόρ, της CTT, της Σετνάβ κτλ., προσπαθώντας ν’ αποτρέψει τους εργαζόμενους απ’ το ν’ απεργήσουν  
Ήταν δύσκολο να καταλάβεις τι ακριβώς εννοούσε το PCP με τον όρο «δημοκρατικές δυνάμεις». Δεν υπήρχε ούτε ίχνος αυτών στις τάξεις της κυβέρνησης, η οποία ήταν εστία μηχανορραφιών. Ο Σπίνολα συναντούσε μέλη του «Φιλελεύθερου Κόμματος» και του «Δημοκρατικού Εργατικού Κόμματος», στα οποία είχαν οργανωθεί πολλοί πρώην άντρες της PIDE (οι οποίοι επίσης σχεδίαζαν ενέργειες πιο άμεσου είδους). Ο Σπίνολα είχε κατορθώσει να διορίσει τον Γκαλβάο ντε Μέλο επικεφαλής του οργάνου που είχε την αρμοδιότητα της απόδοσης ευθυνών εναντίον της PIDE. Είχε επίσης διορίσει τον Σάντσεζ Οσόριο, δεξί του χέρι, Υπουργό Δημοσίων Επικοινωνιών. Ο Φιρμίνιο Μιγκέλ, ακραιφνής Σπινολικός, ήταν Υπουργός Άμυνας.    
Οι νέοι διοικητές της GNR και της αστυνομίας είχαν επίσης την έγκριση του Σπίνολα. Ο Στρατηγός κι εκείνοι του περιβάλλοντός του έκαναν ότι μπορούσαν για να μειώσουν την επιρροή του MFA. Ο Σπίνολα είχε ζητήσει απ’ τον στενό του φίλο, Σαμπαλιμώ, να καταρτίσει ένα πλάνο οικονομικής ανασυγκρότησης. Ο Πάλμα Κάρλος είχε ήδη κάνει αναφορά στην ανάγκη ενότητας των δεξιών κομμάτων. Αυτό ξεκίνησε το Σεπτέμβρη, κάτω απ’ την προσωπική επιρροή του Σπίνολα.
Πάνω στο ζήτημα των αποικιών διεξάγονταν ορισμένες απ’ τις σφοδρότερες αντιπαραθέσεις. Το MES κι οι Μαοϊκές οργανώσεις υπήρξαν ιδιαίτερα επικριτικοί πάνω σ΄ αυτό. Δεν επέτρεπαν στο λαό να ξεχάσει ποιος ακριβώς ήταν ο Σπίνολα. ΄Ήδη απ’ τον Αύγουστο, είχε συσταθεί μια Επιτροπή Λογοκρισίας με υπεύθυνο τον άνθρωπο του Σπίνολα, Σάντσεζ Οσόριο. Είχε την εξουσία να επιβάλει πρόστιμα στις εκδόσεις ή και να τις αναστέλλει τελείως. Δύο απογευματινές εφημερίδες είχαν διωχθεί επειδή δημοσίευσαν υλικό σχετικά με τις αποικίες που θεωρήθηκε ενοχλητικό. Στα μέσα Αυγούστου, η μαοϊκή εφημερίδα Λούτα Ποπουλάρ έκλεισε προσωρινά εξ’ αιτίας «σφοδρών ιδεολογικών επιθέσεων» εναντίον της κυβέρνησης. Επανακυκλοφόρησε λίγο αργότερα, μετά από κοινή διαδήλωση των PRP, URML, LUAR, MES, GAPS και MRPP.  
Ένα απ’ τ’ αποτελέσματα των αγώνων στις αποικίες και της προτιθέμενης αποαποικιοποίησης, ήταν ένα σχέδιο επέκτασης του βαθμού εθνικοποίησης του Πορτογαλικού τραπεζικού συστήματος. Η Υπερπόντια Εθνική Τράπεζα (Banco Nacional Ultramarino) αποτελούσε έναν απ’ τους καθοριστικότερους παράγοντες ελέγχου της οικονομίας της Μοζαμβίκης κι ήταν ξεκάθαρο ότι όσο παρέμενε σε χέρια ιδιωτών, ακόμα και μερικώς, καμιά διαδικασία ριζικής αποαποικιοποίησης δε μπορούσε να λάβει χώρα. Η Τράπεζα της Πορτογαλίας (Banco de Portugal) και η Τράπεζα της Ανγκόλας (Banco de Angola) είχαν το πλειοψηφικό πακέτο στα υπερπόντια εδάφη. Τα κεφάλαια και των τριών τραπεζών επρόκειτο συνολικά να περάσουν στα χέρια του κράτους. Οι κάτοχοι των μειοψηφικών ξένων κεφαλαίων θ’ αποζημιώνονταν.   
Στη διάρκεια του καλοκαιριού, ταξίδεψα στα βόρεια της χώρας μένοντας σε σκηνή. Παντού, συναντούσα ανθρώπους που κουβέντιαζαν τα ίδια πράγματα: εθνικοποίηση, αυτοδιαχείριση, κομμουνισμός, ταξική πάλη... Σ’ ένα ορεινό κάμπινγκ, κοντά στο Λεϊσόες, ο φύλακας που δεν είχε φύγει απ’ τα μέρη του για πέντε χρόνια, μού ’πιασε μεγάλη κουβέντα για την 25η. Στο Φιγκέιρα ντα Φοζ, ένας Γάλλος τουρίστας έπαιξε στην τρομπέτα του τις νότες του «Grandola», για να του απαντήσει με τον ίδιο τρόπο η τρομπέτα ενός ψαρά απ’ το παράθυρό του. Κόσμος και κοσμάκης μαζεύτηκε εκστασιασμένος. Εργάτες λίγο έξω απ’ το Πόρτο, έλεγαν ιστορίες για ντόπιους πρώην πράκτορες της PIDE που κυκλοφορούσαν ακόμα ελεύθεροι. Στην αρχή, φάνηκαν αρκετά κουμπωμένοι μ’ ένα ξένο. Κεράσαμε με τη σειρά από ένα ποτήρι κρασί και μετά από κανα-δυο γύρους, άρχισαν να λένε πράγματα τα οποία ποτέ δεν περίμενα ν’ ακούσω. «Το πρόβλημα είναι ο καπιταλισμός. Υπάρχουν ακόμα φασίστες μέσα στην κυβέρνηση. Υπάρχουν ακόμα πράκτορες της PIDE που ζουν εδώ τριγύρω». Ο Βορράς, που υποτίθεται ότι ήταν προπύργιο της αντίδρασης, βρίσκονταν στην πραγματικότητα σε κατάσταση μεγαλύτερης πόλωσης απ’ ότι ο Νότος.    
Η 28η Σεπτέμβρη.
Σε μια συνέντευξη που δόθηκε μετά τα γεγονότα της 28ης Σεπτέμβρη, ο Οτέλο Σαράιβα ντε Καρβάλιο (διοικητής της COPCON), αποκάλυψε ότι ο Γενικός Επιτελάρχης των Ενόπλων Δυνάμεων γνώριζε για την παράνομη εισαγωγή οπλισμού από Ισπανία και Ανγκόλα, ήδη απ’ τις 8 Σεπτέμβρη. Μια βδομάδα αργότερα, οι υπηρεσίες του είχαν ανακαλύψει ότι είχε νοικιαστεί ένα αεροπλάνο στο αεροδρόμιο του Τιρές, για λογαριασμό των Ενόπλων Δυνάμεων. Επρόκειτο να ρίξει προκηρύξεις πάνω απ’ τη Λισαβόνα, ανακοινώνοντας τη διεξαγωγή διαδήλωσης που θα γίνονταν στις 28 Σεπτέμβρη προς υποστήριξη του Στρατηγού Σπίνολα.
Ο λόγος του Σπίνολα στις 10 Σεπτέμβρη (Παράρτημα 11), στον οποίο έκανε αναφορά στη «σιωπηρή πλειοψηφία που έπρεπε ν’ αφυπνιστεί και ν’ αμυνθεί εναντίον του εξτρεμιστικού ολοκληρωτισμού», είχε οριστεί σαν το εναρκτήριο σημείο μιας καμπάνιας που θα οδηγούσε σ’ ένα νέο πραξικόπημα. Το κίνημα στηρίζονταν από διάφορα στοιχεία του επιχειρηματικού κόσμου και των Ενόπλων Δυνάμεων, όπως κι απ’ ορισμένους σκοτεινούς κύκλους της ακροδεξιάς. Λίγες μέρες μετά το λόγο, έκανε την εμφάνισή της μια μεγάλη αφίσα στους δρόμους της Λισαβόνας. Καλούσε σε διαδήλωση για την επαναβεβαίωση της στήριξης του Στρατηγού Σπίνολα. «Όχι στον εξτρεμισμό. Ναι στη σταθερή και απαρέγκλιτη τήρηση του προγράμματος του MFA». Στις 19 Σεπτέμβρη, ένα αεροπλάνο πράγματι έριξε βροχή προκηρύξεων πάνω απ’ τη Λισαβόνα και την Κοΐμπρα.   
Μια βδομάδα νωρίτερα, το Φιλελεύθερο Κόμμα, το Κόμμα της Προόδου, το CDS, το PDC, το PPD και διάφορες ακόμα μικρότερες ομάδες είχαν από κοινού επιδοκιμάσει το λόγο του Σπίνολα. Το PPD (Ντιάριο ντο Λισμπόα, 13 Σεπτέμβρη) δήλωσε ότι «τα λόγια του συνιστούν σοβαρή συμβουλή και κρίσιμη προειδοποίηση για την Πορτογαλία». Οι Χριστιανοδημοκράτες εξύμνησαν τις «σοφές εκτιμήσεις του». Το Φιλελεύθερο Κόμμα τόνισε ότι η απουσία αξιοπιστίας της οικονομίας προέρχονταν απ’ την πυρήνα της κρίσης κι εξέφραζε τη λύπη του για τ’ ότι ο αντιαπεργιακός νόμος είχε παραβιαστεί – «προκλητικά και ανοιχτά».   
Το PCP κι οι αριστερές οργανώσεις προειδοποίησαν για τ’ ότι μια μαζική επιχείρηση σχεδιάζονταν εναντίον της εργατικής τάξης. Η πρώτη σοβαρή ένδειξη ήρθε όταν ανακαλύφτηκε ότι εκείνη τη νύχτα είχε λάβει χώρα μια μαζική αγορά εισιτηρίων για τις ταυρομαχίες. Τα εισιτήρια είχαν πληρωθεί απ’ τους Σαμπαλιμώ και ντε Μέλο και μοιράστηκαν δωρεάν ...σ’ αυτούς που είχαν πείσει ότι η χώρα όδευε προς την οικονομική καταστροφή (7).
Η Αρένα δεν αποτελεί μέρος στ’ οποίο συχνάζει ο κόσμος της δουλειάς. Το φτηνότερο εισιτήριο κοστίζει 30 εσκούδα κι οι τιμές εκτοξεύονται για τα θεωρεία. Οι εργάτες παρακολουθούν τις ταυρομαχίες στην τηλεόραση. Όταν ο Βάσκο Γκονσάλβες, ο Πρωθυπουργός, μπήκε στην αρένα, ο κόσμος ζητωκραύγασε πιστεύοντας ότι ήταν ο Σπίνολα. Όταν κατάλαβαν το λάθος, οι επευφημίες σταμάτησαν. Αργότερα, ο Βάσκο στην πραγματικότητα αποδοκιμάστηκε. Στο τέλος της βραδιάς, το πλήθος χειροκρότησε ένα ταυρομάχο (το γιο ενός Κόμη που είχε φυλακιστεί για την πώληση όπλων στη Μπιάφρα - ΣτΜ: περιοχή της Νιγηρίας στην οποία ξέσπασε εμφύλιος το 1967) καθώς αυτός γυρνούσε την αρένα κρατώντας ψηλά μια αφίσα που προπαγάνδιζε την επερχόμενη διαδήλωση.  
Έξω απ’ την Αρένα συγκεντρώθηκαν αριστερές ομάδες. Το MES, το PRP-BR και οι Μαοϊκοί μοίραζαν προκηρύξεις που ανέφεραν ότι η διαδήλωση της «σιωπηρής πλειοψηφίας» αποτελούσε το σύνθημα για πραξικόπημα. Κατέφτασε η GNR και χρησιμοποιώντας τ’ άλογά της τους απώθησε. Το Κομμουνιστικό Κόμμα εξέδωσε ανακοίνωση προειδοποιώντας την κυβέρνηση για τις «αντιδραστικές δυνάμεις». Το MDP και το Σ.Κ. εξέδωσαν επίσης ανακοινώσεις καταδικάζοντας την προτιθέμενη διαδήλωση. Το PRP-BR είχε ήδη θέσει κάποια σημαντικά ζητήματα: «Όταν οι Μαρσέλο και Τομάς μπορούν να πάνε στη Βραζιλία, όταν οι Καζάλ Ριμπέιρο, Μορέιρα Μπατίστα και Σίλβα Κούνια (πρώην ηγέτες του ANP) κυκλοφορούν ανενόχλητοι, όταν οι αντιδραστικοί προστατεύονται, όταν οι αγωνιζόμενοι εργάτες καταστέλλονται, όταν οι μισθοί βρίσκονται μονίμως στα επίπεδα της πείνας κι αφήνουν τις τιμές ν’ ανεβαίνουν, ποιος κερδίζει: οι εργάτες ή η αντίδραση;».
Καθώς ο Σπίνολα αποχωρούσε απ’ την αρένα, ξέσπασαν επεισόδια. Έπεφταν γροθιές και κονταριές καθώς εμπλέκονταν εκατοντάδες κόσμου. Αυτή ήταν η πρώτη εκδήλωση μαζικής βίας μεταξύ πολιτών απ’ την αρχή της επανάστασης. Τα πράγματα αγρίεψαν ιδιαίτερα όταν το δεύτερο κύμα των Σπινολικών προσπάθησε να βγει απ’ την αρένα.
Την επόμενη μέρα που ήταν Παρασκευή, οι φωνές που ζητούσαν την απαγόρευση της διαδήλωσης έγιναν εντονότερες. Το MDP έβγαλε κάλεσμα για τη δημιουργία εθελοντικών ομάδων που θα μπλόκαραν όλους τους δρόμους της Λισαβόνας. Κυκλοφόρησε σκίτσα που έδειχναν τι ακριβώς ήταν η αφίσα της «σιωπηρής μειοψηφίας», δηλαδή ένα κακομασκαρεμένο σάλπισμα-κάλεσμα για τη φασιστική σύναξη. Οι φοιτητικές οργανώσεις, οι Μαοϊκοί, το MES, κατήγγειλαν τη προτιθέμενη διαδήλωση. Μέλη του PRP-BR μοίρασαν φυλλάδια στους κύριους δρόμους του Πόρτο, καλώντας τους οδηγούς λεωφορείων να μη μεταφέρουν διαδηλωτές που προορίζονταν για τη Λισαβόνα. Οι περισσότεροι απ’ τους οδηγούς συμφώνησαν να μη το κάνουν. Μόνο ο Γκαλβάο ντε Μέλο, ένας στρατηγός που πρόσφατα είχε παρομοιάσει την 25η Απρίλη με το δεξιό πραξικόπημα του 1964 στη Βραζιλία, μίλησε απ’ τα μέλη της κυβέρνησης, στηρίζοντας δημόσια τη συγκέντρωση.
Όλοι περίμεναν πως η πορεία θ’ απαγορεύονταν. Το αναμενόμενο όμως ανακοινωθέν δεν ήρθε ποτέ. Αντί γι’ αυτό, ο Ταγματάρχης Σάντσεζ Οσόριο, αφοσιωμένος Σπινολικός, μίλησε για λογαριασμό του MFA. Δήλωσε ότι η διαδήλωση θα πραγματοποιούνταν. Γύρω στις 7 μ.μ. άρχισε να κινείται στρατός προς τους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Αρκετά τάγματα της GNR θεάθηκαν να κατευθύνονται προς το Μονσάντο. Ο κόσμος άρχισε να συγκεντρώνεται σε διάφορα σημεία, κοντά στις κύριες εισόδους της πόλης και να σηκώνει αυθόρμητα οδοφράγματα. Εμφανίστηκαν μεγάλα κόκκινα πανό με το σύνθημα «Σταματήστε την Αντίδραση». Το Ράντιο Ρενασένσα μετέφερε τα γεγονότα, ενθαρρύνοντας χιλιάδες κόσμου να κατεβούν στο δρόμο.
Στις 9 το βράδυ, ο κρατικός ραδιοφωνικός σταθμός σίγησε, ακολουθούμενος λίγο αργότερα απ’ το Ράντιο Κλούμπ Πορτουγκέζ και την τηλεόραση. Μάθαμε αργότερα ότι είχαν καταληφθεί απ’ την GNR. Η Εθνική Ραδιοφωνία ήταν ο μόνος σταθμός που συνέχισε να λειτουργεί αλλά μόνο σποραδικά. Φήμες και πληροφορίες διαδίδονταν σαν την πυρκαγιά σχετικά με τα νέα, όπως συνέβαινε (στις μέρες του φασισμού) με το «σπασμένο τηλέφωνο».
Στελέχη του PCP εμφανίστηκαν στα οδοφράγματα με κόκκινα περιβραχιόνια. Το ίδιο και τα μέλη του Σ.Κ. Μοιράζονταν προκηρύξεις που καλούσαν σε επαγρύπνηση. Ο κόσμος έλεγε ότι οι Οτέλο και Γκονσάλβες κρατούνταν στο Μπελέμ (Προεδρικό Μέγαρο).
Σε μια συνέντευξη που παραχώρησε αργότερα ο Οτέλο ανέφερε ότι ο Σπίνολα τον είχε κατηγορήσει ως υπεύθυνο για τα οδοφράγματα. «Η φήμη ότι είχα συλληφθεί έκανε τις “νομοταγείς” μονάδες του ΜFA να κατευθυνθούν στο Μπελέμ για να με σώσουν. Στο τηλέφωνο τους ζήτησα να μη σημάνουν συναγερμό. Δε με πίστεψαν». Άλλες ιστορίες ανέφεραν ότι οι ακροδεξιοί στρατηγοί Λουίς σα Κούνια και Κάουλζα ντε Αρριάγκα οργάνωναν πραξικόπημα (8). Επικρατούσε σύγχυση. Στο βάθος φαίνονταν εμφύλιος.
Οι εργάτες έξω απ’ τη Λισαβόνα έβγαλαν ότι όπλα είχαν στην άκρη κι έστησαν οδοφράγματα στους δρόμους της πόλης. Έψαχναν όποιον κατευθύνονταν προς την πρωτεύουσα. Στη γέφυρα του Τάγου, μιας Μερσεντές πυροβολήθηκε απ’ τους στρατιώτες επειδή δεν σταμάτησε. Στο βορρά, ανακαλύφτηκε μια νεκροφόρα που μετέφερε φέρετρο γεμάτο με όπλα. Δύο φορτηγά που σταματήθηκαν στη Βίλα Φράνκα ντε Σίρα, βρέθηκαν να περιέχουν όπλα κι εκρηκτικά.
Η νύχτα ήταν κρύα αλλά κανείς δεν έφευγε απ’ τα οδοφράγματα. Οι φίλοι έφερναν καφέ και μπαγκάσο για τους άντρες της επιφυλακής. Παντού κινούνταν στρατεύματα. Κανείς δε γνώριζε που πήγαιναν, αν και βγήκε προς τα έξω ότι συνελάμβαναν γνωστούς υποστηρικτές της προτιθέμενης διαδήλωσης. Ερευνούνταν ξενοδοχεία όπως το Χίλτον και ανακρίνονταν δεξιοί που μεταφέρονταν στην Κασίας. Στις 3 τα ξημερώματα, ο Ταγματάρχης Οσόριο διάβασε ένα ανακοινωθέν, επαναβεβαιώνοντας την άδεια για την πραγματοποίηση της διαδήλωσης. Ζήτησε να διαλυθούν τα οδοφράγματα. Στο μεταξύ, άλλα στρατεύματα κινούνταν προς τα οδοφράγματα, βοηθώντας τους πολίτες να τα διατηρήσουν.  
Στις 8.40, το πρωί του Σαββάτου της 28ης Σεπτέμβρη, η Εθνική Ραδιοφωνία ξαναβγήκε στον αέρα, αυτή τη φορά με τη μελωδία του «Grandola, Vila Morena», το σκοπό που είχε δώσει το σύνθημα για την εξέγερση της 25ης Απρίλη.
«Έχουμε μόλις γίνει μάρτυρες μιας σειράς ενεργειών των αντιδραστικών δυνάμεων. Οι δυνάμεις αυτές δεν έχουν κατανοήσει την ιστορική αναγκαιότητα της 25ης Απρίλη. Προσπάθησαν να σπείρουν τον πανικό ανάμεσα στο λαό με παράνομη διακίνηση οπλισμού και οικονομικό σαμποτάζ... Για να διασφαλιστεί ότι ο δρόμος προς μια νέα κοινωνία διατηρείται ανοιχτός, μερικές δεκάδες ανθρώπων τέθηκαν υπό κράτηση τις πρώτες πρωινές ώρες»
Χιλιάδες κόσμου κατέκλυσαν αμέσως τους δρόμους και δυνάμωσαν τα οδοφράγματα. Περίμεναν όλο το πρωί. Στη 1 μ.μ., διαβάστηκε ένα ανακοινωθέν απ’ τον ίδιο το Σπίνολα που απαγόρευε τη διαδήλωση:
«Δεδομένης της μεταβολής των συνθηκών, της οποίας γίναμε μάρτυρες αυτό το πρωί, όπως και για την αποφυγή ενδεχομένων συγκρούσεων, η Αυτού Εξοχότις, ο Πρόεδρος, δεν θεωρεί ενδεδειγμένη την πραγματοποίηση της προαναγγελθείσης διαδηλώσεως στην Πράκα ντο Ιμπέριο».
Ένα ακόμα ανακοινωθέν που διαβάστηκε αρκετές φορές, ζητούσε απ’ τον κόσμο να έχει πίστη στις δυνάμεις της COPCON, να συνδράμει το MFA και να διαλύσει τις ομάδες περιφρούρησης «επειδή η κατάσταση δεν δικαιολογεί πια την ύπαρξή τους». Μετακινήθηκαν στρατεύματα προς τα στρατηγικά σημεία. Το πλήθος που παρέμενε φιλικό, συζητούσε την κατάσταση με τους φαντάρους, σε μικρές ομάδες. Η κυκλοφορία ξανάρχισε. Υπήρχε η αίσθηση πως η δεξιά είχε δεχτεί αποφασιστικό πλήγμα.
Στις 2 μ.μ., χιλιάδες εργαζόμενοι συγκεντρώθηκαν στο Μπελέμ για μια αντιδιαδήλωση που καλέστηκε από αρκετές Εργατικές Επιτροπές κι απ’ την Ιντερσιντικάλ. Μετατράπηκε σε μια απέραντη «νικηφόρα» πομπή. Στις 3 μ.μ., η αριστερά διαδήλωσε στο κοντινό εργατικό προάστιο της Αλκαντάρα. Συγκεντρώθηκαν 40.000 άνθρωποι και έκαναν πορεία στους δρόμους, φωνάζοντας τα συνθήματα της προηγούμενης νύχτας. Η χαρά ήταν πιο «πολιτικοποιημένη» σε σχέση με την Πρωτομαγιά. Ο κόσμος φώναζε πιο παθιασμένα κι έδειχνε μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και πίστη. Η δεύτερη αυτή διαδήλωση οργανώθηκε κυρίως απ’ το MES, αν και στηρίχτηκε απ’ όλες τις επαναστατικές ομάδες (με την εξαίρεση του MRPP). Σ’ όλη τη διαδρομή ο κόσμος έδειχνε την αλληλεγγύη του, σηκώνοντας τις γροθιές ή επευφημώντας απ’ τα μπαλκόνια.
Η Κυριακή ήταν ήρεμη. Ο κόσμος προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει την πλήρη σημασία όλων όσων είχαν συμβεί, περιμένοντας για τις επόμενες εκπομπές. Εκείνη τη νύχτα, ο Βάσκο Γκονσάλβες απευθύνθηκε στο έθνος (Παράρτημα 12).   
Το Σαββατοκύριακο δεν υπήρχαν εφημερίδες και οι ραδιοσταθμοί με την τηλεόραση δεν εξέπεμπαν για μεγάλο διάστημα. Παντού κυκλοφορούσαν φυλλάδια και αφίσες. Μια προκήρυξη του MDP-CDE ισχυρίζονταν ότι βρέθηκαν όπλα στο ξενοδοχείο Σέρατον. Στη διάρκεια της κρίσης, ο ρόλος που διαδραμάτισαν τα ανεπίσημα αυτά κανάλια επικοινωνίας υπήρξε τεράστιος. Οι λιγοστές πληροφορίες που διέρρεαν μέσα από κάθε προκήρυξη εμπόδιζαν την εξάπλωση του χάους και του φόβου.
Εκείνο το βράδυ διαβάστηκε στο ραδιόφωνο η πλήρης λίστα με τα ονόματα των συλληφθέντων. Περιελάμβανε τους γνωστότερους και πιο δραστήριους φασίστες του παλιού καθεστώτος, όπως επίσης και τους δύο μεγαλύτερους καπιταλιστές στη χώρα: τον Εσπίριτο Σάντο και τον Σαμπαλιμώ. Ανακοινώθηκαν προειδοποιήσεις που αφορούσαν κι άλλες συλλήψεις που αναμένονταν.
Τη Δευτέρα, οι εργάτες επέστρεψαν στα εργοστάσια, όχι για να δουλέψουν αλλά για να συζητήσουν τα γεγονότα του Σαββατοκύριακου. Οι πρώτες εφημερίδες εθνικής κυκλοφορίας έκαναν την εμφάνισή τους. Τα νέα έφταναν τώρα με γρήγορο ρυθμό απ’ ολόκληρη τη χώρα. Ξεσκεπάστηκε μια συνωμοσία για τη δολοφονία του Βάσκο Γκονσάλβες: είχε ανακαλυφτεί όπλο που έφερε τηλεσκοπική διόπτρα σ’ ένα κτήριο απέναντι απ’ την κατοικία του. Ερευνήθηκαν τα γραφεία του Κόμματος της Προόδου όπου βρέθηκε ένα οπλοστάσιο που περιελάμβανε και οπλοπολυβόλα. Τα γραφεία του Φιλελεύθερου Κόμματος δέχτηκαν επίθεση και παρά την επέμβαση της αστυνομίας, σπάστηκαν τα παράθυρα από μέλη του Σ.Κ. και του MDP.
 Αργότερα, μέσα στην ίδια μέρα (30 Σεπτέμβρη 1974), ένας καταβεβλημένος Σπίνολα εμφανίστηκε στην τηλεόραση κι απευθύνθηκε «στο έθνος». Δήλωσε ότι παραιτούνταν από Πρόεδρος. Δεν μπορούσε πλέον ν’ αντιμετωπίσει «το κλίμα της αναρχίας στο οποίο ο καθένας είχε δικούς του νόμους και στο οποίο ήταν αδύνατο να δημιουργηθεί μια γνήσια δημοκρατία υπέρ της ειρήνη και της προόδου». Ο κόσμος γέλασε μόλις τελείωσε. Η νίκη είχε διασφαλιστεί. Η πιθανότητα για την επανάσταση της εργατικής τάξης έμοιαζε να έχει έρθει λίγο πιο κοντά.  
Νέος Πρόεδρος ονομάστηκε ο Στρατηγός Κόστα Γκόμεζ. Διέθετε τα απόλυτα συντηρητικά εχέγγυα: Διοικητής κάποτε της GNR, πρώην διοικητής των Ενόπλων Δυνάμεων στη Μοζαμβίκη (το 1961) και Γενικός Επιτελάρχης απ’ το 1972. Είχε φυσικά και την  «αντιφασιστική» χροιά: το Μάρτη του 1974, είχε αποστρατευτεί απ’ τον Καετάνο επειδή αρνήθηκε να δώσει τον όρκο πίστης.
Όλα τα πολιτικά κόμματα έβγαλαν ανακοινώσεις για τα γεγονότα. Το PCP κάλεσε σε συνεχή επιφυλακή το λαό και τις ένοπλες δυνάμεις. Σ.Κ. και PPD  επευφήμησαν το MFA και ζήτησαν «την επιτάχυνση της διαδικασίας εκδημοκρατισμού». Το Σ.Κ. πρότεινε τη στήριξη της εθελοντικής μέρας εργασίας που είχε οριστεί για τις 6 Οχτώβρη. Μια δήλωση του MES ισχυρίζονταν ότι «οι τελευταίοι πέντε μήνες έχουν δείξει ότι δεν ήταν δυνατόν για το MFA να μείνει στην άκρη αφήνοντας τις μπουρζουάδικες δυνάμεις να καταπνίξουν τους εργάτες. Οι πρόσφατοι αγώνες της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης (οι εργαζόμενοι της ΤΑΡ, της Λισνάβ κι όλων όσων έχουν κατασταλεί ή τους έχουν κοροϊδέψει, απ’ την 25η Απρίλη και μετά) έδειξαν ξεκάθαρα ότι η υποστήριξη της εργατικής τάξης προς το MFA πρέπει να συμβαδίζει με την υποστήριξη του MFA προς την εργατική τάξη».
Το LUAR σε μια ανακοίνωσή του κάνει λόγο για απομάκρυνση του Σπίνολα. «Ο Σπίνολα παραιτήθηκε», αναφέρει, «γιατί ήθελε να καταστεί ο μοναδικός εκφραστής του προγράμματος του MFA και λόγω της στήριξής που πρόσφερε στα συμφέροντα του επεκτατικού καπιταλισμού και του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου. Ήθελε να χρησιμοποιήσει το πρόγραμμα (του MFA) για να καταστείλει τα κατακτημένα δικαιώματα της εργατικής τάξης και της πλειοψηφίας του Πορτογαλικού λαού (9)». Δε σχολιάζονταν καθόλου το γεγονός ότι το «πρόγραμμα» ήταν τόσο διφορούμενο ώστε μπορούσε, κάλλιστα, να χρησιμοποιηθεί για ένα τέτοιο σκοπό!
Το PCP κι η Ιντερσιντικάλ κάλεσαν μια μεγάλη διαδήλωση το βράδυ της Δευτέρας, έξω απ’ το προεδρικό μέγαρο του Μπελέμ. Ήταν τώρα φανερό στον καθένα ότι όλες οι μεγάλες διαδηλώσεις του PCP καλούνταν έξω απ’ την έδρα της κυβέρνησης ενώ οι άλλες οργανώσεις διαδήλωναν ή σε εργατικές περιοχές όπως η Αλκαντάρα ή στο κέντρο της πόλης. Η διαδήλωση έγινε παρόλ’ αυτά μέσα σε κλίμα μεγάλης χαράς. Συμμετείχαν και χιλιάδες κόσμου που δεν ήταν κομματικά μέλη. Το PCP βροντοφώναζε «Νίκη! Νίκη!» αλλά ακούγονταν κι άλλα συνθήματα της εργατικής τάξης, πιθανώς πιο ειλικρινή και προλεταριακά: «Soldato amigo, O povo esta contigo» (Αδέρφια μας φαντάροι, ο Λαός είναι μαζί σας) ή «Ήρθαμε μόνοι μας, κανείς δε μας πληρώνει».  
Η επόμενη Κυριακή ήταν στις 6 Οχτώβρη, την επομένη της επετείου για την ανακήρυξη της Πρώτης Δημοκρατίας. Παρά τις μεγάλες δυνάμεις της εργατικής τάξης που είχε συγκεντρώσει στο πλευρό της, η κυβέρνηση μιλούσε ακόμα για το «εθνικό συμφέρον», μια απολύτως αποπροσανατολιστική σύλληψη. Εκείνη τη νύχτα υπήρχε μια συγκέντρωση έξω απ’ το ξενοδοχείο Χίλτον. Ο Γκαλβάο ντε Μέλο είχε μεταβεί εκεί για δείπνο με ορισμένα στοιχεία που θεωρούνταν πράκτορες της CIA. Απ’ έξω συγκεντρώθηκαν περίπου τρεις χιλιάδες άνθρωποι, περιμένοντας. Κατέφτασαν δυνάμεις της COPCON αλλά δεν παρέμβηκαν. Οι πολίτες είχαν σχηματίσει πηγαδάκια και συζητούσαν την κατάσταση. Τελικά, ο Γκαλβάο ντε Μέλο εμφανίστηκε χωρίς να φέρει γαρύφαλλο. Το πλήθος όρμησε μπροστά φωνάζοντας «Θάνατος στη CIA – Θάνατος στο Φασισμό». Ο στρατηγός ξέφυγε αλλά μόλις και μετά βίας, με μια κυβερνητική Μερσεντές.  
Η Τρίτη Προσωρινή Κυβέρνηση.
Λίγο μετά την 28η Σεπτέμβρη, σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση. Θα κρατούσε μέχρι το επόμενο δεξιό πραξικόπημα, το Μάρτη του 1975.
Η σύνθεση της Τρίτης Κυβέρνησης διέφερε κάπως σε σχέση με τις προηγούμενες. Μαζί με το Σπίνολα απομακρύνθηκαν και τρία μέλη της Στρατιωτικής Επιτροπής. Έξι μέλη της προηγούμενης κυβέρνησης έχασαν τις θέσεις τους. Διορίστηκαν πέντε νέοι στρατιωτικοί και τα καθήκοντα του Υπουργού Δημοσίων Επικοινωνιών ανέλαβε ο ίδιος ο Βάσκο Γκονσάλβες. Ο Συνταγματάρχης Πίνο Φρέιρε κι ο Αντισυνταγματάρχης Μέντεζ Ντίαζ, επαγγελματίες στρατιωτικοί αμφότεροι, ανέλαβαν την Πολεμική Αεροπορία, αντικαθιστώντας τον Ντιόγκο Νέρο. Οι Βίτορ Κρέσπο και Ρόζα Κουτίνιο ανέλαβαν καθήκοντα επιτελαρχών του Ναυτικού, αντικαθιστώντας τους Σιλβίνο Ριμπέιρο και Φιρμίνο Μιγκέλ. Ο Γκαλβάο ντε Μέλο τελικά απομακρύνθηκε (10). Οι μεταβολές δεν ξάφνιασαν κανέναν. Η προεργασία για την απόδοση κατηγοριών εναντίον της πρώην PIDE αναλήφθηκε προσωρινά απ’ την COPCON και ολοκληρώθηκε η διάλυση ορισμένων απ’ τις φασιστικές οργανώσεις (όπως η Λεγεώνα). Η διαδικασία αποαποικιοποίησης επιταχύνθηκε.
Οι αλλαγές αυτές αντιπροσώπευαν μια νίκη για την Συντονιστική Επιτροπή του MFA. Η επιμονή του Σπίνολα πάνω στην «Σπινολική» ανάγνωση του προγράμματος (του MFA) είχε προωθηθεί απ’ τις άμεσες διασυνδέσεις του με το μεγάλο κεφάλαιο (στα πρόσωπα των ντε Μέλο και Σαμπαλιμώ). Έγινε γνωστό ότι ο Σπίνολα είχε προσπαθήσει να θέσει τέρμα στη διαδικασία αποαποικιοποίησης στην Ανγκόλα μέσω μιας συμφωνίας «μεταξύ του ηγέτη του FNLA, του προέδρου της Ζάμπια (που ήταν ετεροθαλής αδερφός του τελευταίου) και των Αμερικανών (που ήθελαν να προστατέψουν τα μεγάλα συμφέροντά τους στην Καμπίντα – ΣτΜ: Βόρεια επαρχία της Ανγκόλας με μεγάλα πετρελαϊκά αποθέματα). Ο Σπίνολα είχε υποστηρίξει επίσης τους στασιαστές της PIDE στη Μοζαμβίκη, στις αρχές Σεπτέμβρη.
Μετά τη φυγή του Σπίνολα, το MFA ανασυγκροτήθηκε. Στην κορυφή της γιγαντιαίας πυραμίδας ήταν το Ανώτατο Συμβούλιο του Κινήματος, γνωστό ως το Συμβούλιο των Είκοσι. Αποτελούνταν απ’ τον Πρόεδρο, τα 6 παραμένοντα μέλη της Στρατιωτικής Επιτροπής, τους 5 στρατιωτικούς υπουργούς (τον Πρωθυπουργό, δύο Υπουργούς άνευ Χαρτοφυλακίου και τους Υπουργούς Εσωτερικών και Εργασίας), το διοικητή της COPCON και 7 μέλη απ’ τη Συντονιστική Επιτροπή του MFA. Η συνέλευση του MFA αποτελούνταν από 200 αξιωματικούς που προέρχονταν απ’ τους τρεις κλάδους των ενόπλων δυνάμεων (οι 115 απ’ το Στρατό Ξηράς). Η Γενική Συνέλευση βασίζονταν σε διάφορα Συμβούλια των τριών κλάδων των Δυνάμεων, τα οποία με τη σειρά τους σχετίζονταν με άλλα τοπικά συμβούλια και συνελεύσεις.
Το MFA αντιπροσωπεύονταν τώρα σ’ όλα τα επίπεδα της κυβέρνησης και της πολιτικής διοίκησης. Η πολιτική του όμως δεν ήταν πλέον ομόφωνη. Είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της μια κάποια πόλωση. Το δεκαπενθήμερο Δελτίο του (Boletim) μιλούσε έντονα για «δημοκρατία», «αποαποικιοποίηση» και «δυναμοποίηση», χωρίς όμως να δίνει κάποια ένδειξη σχετικά με το πως τα εννοούσε.
Ο Βάσκο Γκονσάλβες έκανε έκκληση υπέρ μιας εθελοντικής μέρας δουλειάς, την Κυριακή, 6 Οχτώβρη, Σκοπός του ήταν να δείξει ότι το MFA απολάμβανε ακόμα της υποστήριξης ενός μεγάλου μέρους του Πορτογαλικού λαού κι ότι τα λόγια του Σπίνολα περί αναρχίας ήταν αβάσιμα. Δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενων πήγαν στη δουλειά. Άλλοι πέρασαν τη μέρα καθαρίζοντας τους δρόμους και τους τοίχους της Λισαβόνας. Οι τοίχοι της πρωτεύουσας, τους πέντε τελευταίους μήνες μετά τον Απρίλη, είχαν καλυφτεί με τόσα πολλά συνθήματα και γκράφιτι που ήταν δύσκολο να βρεθεί χώρος για άλλα. Όσοι έγραφαν νέα συνθήματα συχνά έπρεπε να τα κυκλώσουν αν ήθελαν να τα προσέξουν οι περαστικοί. Οι φοιτητές πήγαν στις παραγκουπόλεις και βοήθησαν τις οικογένειες που έμεναν εκεί, ενώ κάποιοι άλλοι πήγαν στα νοσοκομεία. Κάποιες οργανώσεις ήταν επικριτικές. Οι εργαζόμενοι της Εφασέκ δήλωσαν: «Ζούμε σε μια καπιταλιστική κοινωνία, όπου το μεγαλύτερο κομμάτι του πλούτου που παράγεται πάει στις τσέπες των αφεντικών. Στην περίπτωσή μας, κάθε επιπλέον κέρδος που θα παραχθεί θα φύγει στο εξωτερικό, μόνο και μόνο για ν’ αυξήσει τους τραπεζικούς λογαριασμούς των εργοδοτών μας και να τους επιτρέψει να κάνουν ένα ακόμα ταξιδάκι στις Βερμούδες ή ν’ αποκτήσουν άλλο ένα ακριβό αυτοκίνητο. Επειδή υπάρχουν σπουδαιότερα πράγματα να κάνουμε απ’ το να δουλεύουμε για τ’ αφεντικά, προτείνουμε στο κάθε τμήμα να βρεθεί και ν’ αποφασίσει μόνο του τι θα πράξει την Κυριακή».
H CTT και άλλοι εργαζόμενοι κατά τον ίδιο τρόπο διακήρυξαν το δικαίωμά τους ν’ αποφασίσουν το που θ’ ασκούνταν η επιπλέον εργασία. Η συνολική προσπάθεια που είχε να κάνει με το «καλό του κράτους» και της ρήσης «οι αρχές γνωρίζουν καλύτερα» προκαλούνταν από τέτοιου είδους ενέργειες. Η ταξική φύση του νέου κράτους είχε ήδη ξεσκεπαστεί – και μάλιστα πολύ καθαρά- απ’ τους εργαζόμενους της Λισνάβ, της ΤΑΡ, της Εφασέκ, της Τάιμεξ, της Σογκαντάλ, της Καρνέκα, της CTT και πολλών άλλων. Παρά τη συκοφαντική στάση του PCP (σε συνδυασμό με το MFA και την κυβέρνηση), μεγάλα κομμάτια της εργατικής τάξης κινούνταν προς μια επαναστατική κριτική της Πορτογαλικής κοινωνίας. Η ανακοίνωση της Λισνάβ στις 10 Οχτώβρη (Παράρτημα 13) μιλάει από μόνη της.
Οι ξένες εταιρείες άρχισαν να δείχνουν ανανεωμένο ενδιαφέρον για τα συμφέροντά τους στην Πορτογαλία. Μια εταιρεία χωρίς βιβλία, η οποία λειτουργούσε υπό το όνομα Σιντούστρα, ανακαλύφτηκε στη Μαδέιρα. Ένα απ’ τα γραφεία της έδρευε στο γιοτ «Απόλλο» που ήταν αγκυροβολημένο λίγο έξω απ’ το νησί. Οι δώδεκα Αμερικανοί που έμεναν σ’ αυτό θεάθηκαν να φωτογραφίζουν διαδηλωτές. Η έρευνα φανέρωσε ότι η Σιντούστρα ήταν θυγατρική της «Εταιρείας Μεταφορικών Δραστηριοτήτων» που όπως είχαμε δει προηγουμένως αποτελούσε κάλυψη της CIA. To CDE της Μαδέιρα, υποστηριζόμενο απ’ το Σ.Κ., το UPM (Λαϊκή Ενότητα της Μαδέιρα) και το FPDM (Μέτωπο για τη Δημοκρατία στη Μαδέιρα), κάλεσε μια διαδήλωση εναντίον της παρουσίας του στο νησί. Η μάχη που ξέσπασε μεταξύ διαδηλωτών και αντρών του πληρώματος, έκανε τους τελευταίους να το σκάσουν, αποπλέοντας για άγνωστα νερά.
Μέσα στις επόμενες βδομάδες, οι εργαζόμενοι της ΤΑΡ που είχαν απολυθεί για τη δράση τους τον Αύγουστο, άρχισαν να επαναπροσλαμβάνονται. Η ΤΑΡ είχε επανακαταληφτεί απ’ το στρατό στις 28 Σεπτέμβρη και συνέχισε σ’ αυτή την κατάσταση για δυο βδομάδες, όταν και ανέλαβε η αστυνομία με τα ΜΑΤ. Οι εργαζόμενοι της ΤΑΡ έπρεπε να γράψουν ατομικά στη διεύθυνση ικετεύοντας για να τους πάρουν πίσω στη δουλειά, μια ταπεινωτική διαδικασία που διατηρούνταν ακόμα απ’ τη στρατιωτική διεύθυνση. Δεδομένης της νίκης στις 28 Σεπτέμβρη, πολλοί επέστρεψαν με χαρά. Ο αγώνας μπορούσε να συνεχιστεί. Οι εργαζόμενοι της Ζορνάλ ντο Κομέρσιο επέστρεψαν παρόμοια στη δουλειά: ο διευθυντής τους ήταν τώρα στη φυλακή... γιατί είχε συνεργαστεί με τη λάθος πλευρά κατά τα γεγονότα της 28ης Σεπτέμβρη.
Ως επακόλουθο των «Σεπτεμβριανών», πολλές αριστερές οργανώσεις άρχισαν και πάλι ν’ αποκτούν λόγο στις εφημερίδες. Μεταξύ Ιούλη και Σεπτέμβρη, οι οργανώσεις αυτές διέθεταν μόνο οριακή κάλυψη εκ μέρους του τύπου. Κατά κάποιο τρόπο, οριακές ήταν κι οι ίδιες. Τα γεγονότα που οργανώθηκαν απ’ τις δυνάμεις της εργατικής τάξης μέσα στα εργοστάσια (κι απ’ τις μπουρζουάδικες δυνάμεις έξω απ’ αυτά) ήταν σημαντικότερα.
V. ΤΟ ΞΕΣΠΑΣΜΑ
Οι Επιτροπές.
Οι πολιτικές επιπτώσεις της 28ης Σεπτέμβρη δεν έγιναν φανερές παρά μόνο αργότερα μέσα στην ίδια χρονιά. Η λειτουργία του Κόμματος της Προόδου απαγορεύτηκε, οι περισσότεροι απ’ τους ηγέτες του συνελήφθηκαν και τα γραφεία του έκλεισαν. Τα υπόλοιπα δεξιά κόμματα διέκοψαν τη δράση τους ή τουλάχιστον προσποιούνταν ότι το έκαναν. Στο μεταξύ, το απεργιακό κίνημα κέρδιζε ολοένα έδαφος. Μέσα στον Οχτώβρη, σε 400 περίπου εργοστάσια κι επιχειρήσεις σημειώθηκαν «αναταραχές». Αυτές συνοδεύτηκαν απ’ την παρουσίαση εκ μέρους των εργαζόμενων μιας λίστας αιτημάτων προς την πλευρά αυτών που κρατούσαν τη συνολική διεύθυνση.
Η σχέση μεταξύ των Εργατικών Επιτροπών και των συνδικάτων αξίζει μια λεπτομερέστερη αναφορά. Τα συνδικάτα είχαν κληρονομηθεί απ’ το φασιστικό καθεστώς, στα πλαίσια του οποίου είχαν ενταχθεί στο παλιό ΕΝΤ (Εθνικό Εργατικό Δίκαιο) που είχε δημιουργηθεί απ’ τον Σαλαζάρ το 1934. Στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν τελείως αναξιόπιστα. Υπήρχαν τώρα γύρω στα 4.000 σωματεία σ’ ολόκληρη τη χώρα, οργανωμένα ανά κλάδο. Σε κάποιες περιπτώσεις δεν ήταν ικανά να εκπροσωπήσουν παραπάνω από πέντε-έξι άτομα. Στη Λισνάβ υπήρχαν 13 σωματεία, στη Μαμπόρ (ελαστικά), 23 και στην ΤΑΡ, 15. Η κατάσταση ήταν παρόμοια και στις υπόλοιπες μεγάλες επιχειρήσεις. Οι μικρές ομοσπονδίες υπήρχαν μόνο κατ’ όνομα και μερικές φορές παρατηρούνταν περίεργες συνυπάρξεις: ένα απ’ τα σωματεία της ΤΑΡ ήταν η Ένωση Πλοηγών Αέρος και Θαλάσσης! Το μόνα μεγάλα, «δυνατά» συνδικάτα ήταν η Ένωση Τραπεζοϋπαλλήλων (η οποία είχε αποπειραθεί να οργανώσει πορεία στη Λισαβόνα την Πρωτομαγιά του 1973) και η Ένωση Αγρεργατών. Από κοινού θα συγκροτούσαν το σκληρό πυρήνα της Ιντερσιντικάλ, της ομοσπονδία που ελέγχονταν και καθοδηγούνταν απ’ το PCP. Κάποια σωματεία εξακολουθούσαν ν’ αποτελούν την κάλυψη της πρώην PIDE. Αυτό που ο Άντον Πάνεκουκ κι η Γερμανική Λίγκα των Σπαρτακιστών είχε πει για τα συνδικάτα της Γερμανίας το 1919, ήταν ιδιαίτερα αληθινό για την Πορτογαλία: αποτελούσαν όργανα για τον έλεγχο των εργατών.
Η άμεση απάντηση των εργαζόμενων στην ανάγκη για αυτόνομη οργάνωση ήταν η Γενική Συνέλευση ή «Πλενάριο». Όλοι όσοι εργάζονταν σε μια δεδομένη επιχείρηση θα συγκεντρώνονταν για να συζητήσουν την κατάστασή τους. Το πλενάριο θα εξέλεγε συνήθως μια Εργατική Επιτροπή ή μια ad hoc (επί τούτου) επιτροπή, η οποία θα αναλάμβανε το έργο της σύνταξης μιας λίστας αιτημάτων. Στην οργανωτική σκούπα που ακολούθησε την 25η Απρίλη, οι Επιτροπές φάνηκαν ν’ αποτελούν τη φυσική μορφή οργάνωσης που θα υπερασπίζονταν τα συμφέροντα των εργαζόμενων. Πίεζαν για οικονομικές παραχωρήσεις κι επιπλέον, σε κάποιες περιπτώσεις, για την αναδιοργάνωση της ζωής στο εργοστάσιο. Πολλές απαίτησαν τον τερματισμό της εκμετάλλευσης: τα κέρδη δεν έπρεπε πια ν’ αφήνονται στα χέρια των ιδιωτών. Παρά τ’ ότι οι Επιτροπές δεν ήταν επαναστατικές οργανώσεις (ελάχιστες απ’ αυτές έκαναν λόγο για την κατάργηση της υπεραξίας ή τον τερματισμό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής), επέδειξαν ακραία δυσπιστία προς τα συνδικάτα, και σε πολλές περιπτώσεις, προς τους νέους θεσμούς που δημιουργήθηκαν απ’ το MFA. Αυτό δε σημαίνει ότι το MFA δεν ήταν δημοφιλές. Οι εργάτες απλά ήθελαν να προχωρήσουν τα πράγματα πιο γρήγορα. Απ’ τα τέλη του Οχτώβρη του 1974, υπήρχαν σ’ ολόκληρη την Πορτογαλία, 2.000 περίπου τέτοιες επιτροπές.  
Οι Επιτροπές εκλέγονταν συνήθως για ένα χρόνο και υπόκειντο σε ανάκληση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το τελευταίο είχε ήδη εφαρμοστεί. Οι σκοποί και τα καθήκοντά τους ήταν πολλά, κι αυτό, κάποιες φορές τις έφερε σε μετωπική σύγκρουση με το κράτος. Η Επιτροπή της Λισνάβ για παράδειγμα, επρόκειτο να οργανώσει διαδήλωση στις 12 Σεπτέμβρη του 1974 εναντίον του «αντιαπεργιακού» νόμου, παρά το γεγονός ότι η προτιθέμενη πορεία τους είχε απαγορευτεί απ’ την κυβέρνηση και τ’ ότι είχε δεχτεί επιθέσεις τόσο απ’ τα συνδικάτα, όσο κι απ’ τον πυρήνα που έλεγχε το PCP μέσα στα ναυπηγεία. Κάτι παρόμοιο είχε συμβεί με το πλενάριο των εργαζόμενων της ΤΑΡ που είχε κηρύξει απεργία τον Ιούλη, κάτι που είχε οδηγήσει στη «στρατιωτικοποίηση» των αεροδρομίων. Οι Επιτροπές συχνά υπήρχαν παράλληλα με τα σωματεία και την επίσημη διεύθυνση.
Οι Γενικές Συνελεύσεις κι οι Επιτροπές ήρθαν αντιμέτωπα μ’ ένα ευρύ κι απαιτητικό φάσμα προβλημάτων. Ορισμένα ήταν φαινομενικά ασήμαντα (όμως με μια δεύτερη ματιά αποδείχτηκαν σημαντικά). Άλλα ήταν ολοφάνερα σοβαρά για όλους. Μερικά ήταν τοπικής σημασίας αλλά πολλά είχαν πολύ πιο γενικό χαρακτήρα. Μερικά αφορούσαν τη συμπεριφορά της διεύθυνσης και άλλα στάσεις που ήταν βαθιά ριζωμένες μέσα στην ίδια την εργατική τάξη. Οι δυσκολίες δημιουργούνταν απ’ την προσπάθεια προσαρμογής στην υπάρχουσα πραγματικότητα που εξακολουθούσε να είναι καπιταλιστική. Προέκυψαν όμως και δυσκολίες μέσα απ’ τη συνειδητές απόπειρες να προσχεδιαστεί το κομμουνιστικό μέλλον. Πάνω σ’ αυτά τα θέματα, αξίζει τον κόπο ν’ αφιερώσουμε λίγες σελίδες. Τα κύρια προβλήματα ήταν:
α) Η εύρεση ενός μέρους προσβάσιμου απ’ την πλειοψηφία των εργαζόμενων. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό θα ήταν η καντίνα του εργοστασίου. Κάποιες φορές όμως δεν υπήρχε κάτι τέτοιο. Ή η καντίνα δεν βρίσκονταν σε κεντρικό σημείο. Τέτοιες γεωγραφικές συγκυρίες καθιστούσαν ευκολότερο για κάποιους εργαζόμενους το να παρακολουθούν τις συνελεύσεις σε σχέση με άλλους. Σε ορισμένες περιπτώσεις δεν υπήρχε πουθενά κεντρικό σημείο συνάντησης. Ακόμα και μεγάλες επιχειρήσεις, όπως η ΤΑΡ, αντιμετώπιζαν αυτό το πρόβλημα. Οι συναντήσεις ως εκ τούτου έπρεπε να διεξάγονται εκτός των εγκαταστάσεων της εταιρείας. Κάποιες εταιρείες επιπλέον, χαρακτηρίζονταν απ’ τη μεγάλη κατάτμηση των τομέων παραγωγής τους. Η επιχείρηση συνολικά ήταν απλωμένη σε πολλές περιοχές (διοικητικό προσωπικό στη Λισαβόνα, παραγωγικό προσωπικό στο Σετούμπαλ, με παραρτήματα διασκορπισμένα σ’ ολόκληρη τη χώρα). Σε τέτοιες περιπτώσεις, η ουσιαστική εκπροσώπηση αποδείχτηκε μεγάλο πρόβλημα.         
β) Η αντιμετώπιση των πολιτικών τάσεων. Μέσα στις συνελεύσεις δρούσε μια πληθώρα πολιτικών κομμάτων. Οι στόχοι τους συχνά φαίνονταν να δρουν σεχταριστικά στα μάτια πολλών ανθρώπων που παρακολουθούσαν τις συνελεύσεις. Πρώτα απ’ όλα, υπήρχαν μέλη των σωματείων που προσπαθούσαν ν’ αποκτήσουν μια βάση, εκλεγόμενα σε κάποια απ’ τις Επιτροπές. Έπειτα, υπήρχαν οι διάφορες αριστερές ομάδες που χρησιμοποιούσαν τις Επιτροπές για προπαγανδιστικούς σκοπούς και στρατολόγηση. Θέτοντας εξωτερικά ζητήματα [αναφερόμενες για παράδειγμα στον «προδότη Βιλάρ», ηγέτη του PCP (μαρξιστικού-λενινιστικού) ή στον «προδότη Κουνιάλ»] προκαλούσαν κάθε είδους προβλήματα. Οι φραξιονιστικές έριδες που εκδηλώνονταν για το πλέον ασήμαντο ζήτημα κι οι οποίες ελάχιστα είχαν να κάνουν με τα αληθινά (και σοβαρά) χειροπιαστά προβλήματα, εμπόδιζαν τις απόπειρες να ιδωθεί ο ρόλος της Εταιρείας μέσα στο γενικό οικονομικό γίγνεσθαι. Αποσπούσαν την προσοχή απ’ τη συζήτηση των πραγματικών ζητημάτων, σπαταλώντας το χρόνο και τη διάθεση της εργατικής τάξης, δημιουργώντας σύγχυση. Οι συνελεύσεις συχνά διαλύονταν ως αποτέλεσμα οργισμένων λογομαχιών, ελάχιστες απ’ τις οποίες ήταν σχετικές με τα υπαρκτά προβλήματα των εργαζόμενων.   
Αυτό φάνηκε πιο καθαρά στις συνελεύσεις της Σετνάβ, μιας μεγάλης ναυπηγο-επισκευαστικής εταιρείας στο Σετούμπαλ, 40 χλμ. απ’ τη Λισαβόνα. Το Μάη, καλέστηκε μια απεργία που κράτησε δώδεκα μέρες. Η Επιτροπή ανακλήθηκε επειδή είχε γίνει «κώλος και βρακί» με τη διεύθυνση και στη θέση της εκλέχτηκε άλλη, η οποία συγκέντρωσε όλα τα τμήματα: μηχανικούς, ηλεκτρολόγους, συγκολλητές κτλ. Να τι γνώμη είχε γι’ αυτό κάποιος εργαζόμενος απ’ τη συνέλευση: «Η τελευταία Γενική Συνέλευση της Σετνάβ δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για μένα. Κουβέντιασε ένα σωρό θέματα που δεν αφορούσαν ούτε ένα πραγματικό πρόβλημα. Το κάθε κόμμα επιτίθονταν στα άλλα... Εσύ είσαι του MRPP, εσύ είσαι του PRP κτλ. Όλοι ενδιαφέρονταν για τέτοια πράματα παρά για να κουβεντιάσουν τα πραγματικά ζητήματα. Δε θα έπρεπε να τα βάζουμε με την Επιτροπή ως μέλη πολιτικών κομμάτων αλλά ως εργάτες. Συμφωνώ με ορισμένες επιθέσεις εναντίον της Επιτροπής. Με άλλες, όχι». (1)
Ένας δεύτερος συμμετέχοντας τόνισε ότι «οι εργαζόμενοι θα έπρεπε να επιμένουν με τρόπο αυστηρό, πάνω στ’ ότι οι συνελεύσεις θα πρέπει ν’ ασχολούνται με τα προβλήματα που αφορούν την επιχείρηση ή πιθανώς και με γενικότερα προβλήματα των εργαζόμενων, όπως η ανεργία κ.ά.». Ένας τρίτος ανέφερε: «Η κριτική κατευθύνθηκε περισσότερο εναντίον κομμάτων παρά εναντίον του πραγματικού έργου της Επιτροπής. Η κριτική είναι καλή μόνο αν είναι εποικοδομητική... Αφού η 25η Απρίλη δεν παίρνει τα φράγκα απ’ τους καπιταλίστες, πως στο καλό υποτίθεται ότι θα τά ’παιρνε η Επιτροπή;». Άλλος εργαζόμενος επισήμανε ένα κομβικό ζήτημα: «Στις ομάδες της βάσης (2), γνωριζόμαστε πραγματικά όλοι μεταξύ μας. Συχνά όμως δεν ξέρουμε τους ανθρώπους της Εργατικής Επιτροπής. Πρέπει να μπουν στις Επιτροπές περισσότεροι άνθρωποι απ’ τη βάση. Συμφωνώ μ’ αυτό. Ο καθένας θα ’πρεπε να γνωρίζει κάποιον απ’ την Εργατική Επιτροπή». (3)
Ορισμένες φορές όμως επικρατούσε μεγαλύτερος βαθμός ενότητας κι αυτό φάνηκε εκεί όπου οι εργαζόμενοι είχαν κατανοήσει την αναγκαιότητα των συχνών συναντήσεων και της συμμετοχής στο μάξιμουμ μέσα σε συγκεκριμένους αγώνες. Στην εταιρεία ηλεκτρονικών της Λισαβόνας Eφασέκ-Ινέλ για παράδειγμα, η απλή εκλογή μιας Επιτροπής δε θεωρήθηκε αρκετή. Μια συνέλευση, στις 21 Μάη, παρουσίασε μια λίστα αιτημάτων. Η επόμενη, την 1η Ιούνη, συζήτησε τι θα γίνει μετά την απόρριψη των αιτημάτων απ’ τη μεριά της διεύθυνσης. Στις 8 Ιούνη, μια τρίτη συνέλευση ψήφισε υπέρ της απεργίας και της κατάληψης. Την πρώτη κιόλας μέρα οργανώθηκε μια Επιτροπή Περιφρούρησης. Αργότερα, συστήθηκε μια Πολιτιστική Επιτροπή, μία αντίστοιχη για την Ενημέρωση, καθώς και μια για το συντονισμό των ομάδων περιφρούρησης που είχαν επίσης οργανωθεί. Εκδόθηκε έντυπο που στάλθηκε σε άλλα κατειλημμένα εργοστάσια. Προβλήθηκαν ταινίες όπως το «Θωρηκτό Ποτέμκιν» και ντοκυμαντέρ που αφορούσαν άλλους αγώνες. Οργανώθηκαν κουβέντες πάνω στο ζήτημα της φύσης της πολιτικής κρίσης. Συμμετείχε πάνω απ’ το 90 % των εργαζόμενων.     
γ) Η λήψη των αποφάσεων σύμφωνα με τους δικούς τους όρους αναφοράς. Στις συνελεύσεις θα υπήρχαν συχνά διαφορές απόψεων πάνω στη διαμόρφωση των αιτημάτων. Κάποιες φορές θ’ αντανακλούσαν τις διαφορές στη σύνθεση του εργατικού δυναμικού μιας δεδομένης εταιρείας. Άλλες φορές, διαφορετικές πολιτικές θα υπαγορεύονταν από τις προφανώς αντίθετες στάσεις που κρατούσε η διεύθυνση – ή απ’ τις διαφορετικές σχέσεις μεταξύ της διεύθυνσης και του MFA.
Η Προπάμ, μια βιομηχανία άρτου που απασχολούσε 150 περίπου εργαζόμενους, αποτελούσε από πολλές πλευρές μια τυπική περίπτωση μικρότερης εταιρείας. Μετά την 25η Απρίλη συστάθηκε μια επιτροπή κι απευθύνθηκε πρόσκληση στο MFA να την επισκεφτεί. Αργότερα, απολύθηκαν δύο διοικητικοί υπάλληλοι και δύο μέλη της Επιτροπής (η διεύθυνση ισχυρίστηκε ότι δεν μπορούσε να πληρώσει τους κατώτατους καθορισμένους μισθούς). Κατέφτασε το MFA, με την αποστολή δύο νεαρών λοχαγών, οι οποίοι κατηγόρησαν τη διεύθυνση για «ανικανότητα και έλλειψη διαφάνειας». Στάλθηκε στην κυβέρνηση μια αναφορά. Η κυβέρνηση απάντησε πως δεν είχε τη δυνατότητα ανάμιξης στα εσωτερικά ιδιωτικής επιχείρησης. Το MFA επέμεινε. Τελικά, 3 εργαζόμενοι και 3 διευθυντικά στελέχη σχημάτισαν μια Διοικούσα Επιτροπή. Τα πράγματα πήγαιναν καλά για δυο βδομάδες και τ’ αφεντικά αποδέχονταν τις αποφάσεις των εργαζόμενων. Ωστόσο, άρχισαν ν’ αμφισβητούν τη «νομιμότητα» των παρεμβάσεων του MFA σε τέτοιου είδους ζητήματα. Ένας απ’ τους εργαζόμενους της Διοικούσας Επιτροπής απολύθηκε κι οι υπόλοιποι δύο δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα. Άρχισαν επίσης απολύσεις κι απ’ τα γραφεία. Η διεύθυνση επωφελήθηκε απ’ το κλείσιμο του Αυγούστου λόγω των θερινών διακοπών, απολύοντας μεγάλο αριθμό εργαζόμενων. Μια συνέλευση, στις 28 Αυγούστου, αποφάσισε πως η απεργία αποτελούσε τη μοναδική λύση. Το αφεντικό άρχισε πρόσφατα να κινδυνολογεί κι επίσης ν’ απευθύνει επιστολές γεμάτες με ψευτιές προς την κυβέρνηση. Είχε επίσης γράψει στους γονείς κάποιων απ’ τους νεαρότερους εργάτες, λέγοντας ότι οι παρέες που έκαναν ήταν πολύ κακές...
 «Τα αιτήματά μας ήταν η απομάκρυνση της διεύθυνσης λόγω ανικανότητας και το δικαίωμα στη δουλειά... Η κυβέρνηση μας προσέγγισε ζητώντας μας ευγενικά να μη δημοσιοποιήσουμε τις αποφάσεις μας στον τύπο προς αποφυγή “αιφνιδιασμών”. Το Υπουργείο Οικονομικών έβγαλε ένα έγγραφο πάνω στην οικονομική βιωσιμότητά μας ως επιχείρηση.».
«Οι περισσότερες απ’ τις (νέες) απολύσεις έχουν γίνει στα γραφεία, επειδή υποστήριξαν το MFA κι αρνήθηκαν να υπακούσουν στη διεύθυνση. Επίσης επειδή το αφεντικό ποτέ δεν έρχεται εδώ (μέσα στο εργοστάσιο) και θα του ήταν δύσκολο να βρει καλές δικαιολογίες για μας. Αλλά κι επειδή εμείς (του εργοστασίου) είμαστε εξειδικευμένοι εργαζόμενοι και θα ήταν δύσκολο να προσλάβει άλλο εξειδικευμένο προσωπικό. Υπάρχει μία ακόμα βιομηχανία σαν κι αυτή σ’ ολόκληρη τη χώρα. Τ’ αφεντικό είναι υπερβολικά εξουσιαστικός άνθρωπος κι από μόνο του το γεγονός ότι δεν μπορεί τώρα να δώσει ούτε μια διαταγή σ’ έναν εργάτη, του φαίνεται αφόρητο... Έπαψε να σκέφτεται το καλό της εταιρείας του κι άρχισε να σκέφτεται τη δική του μόνο επιβίωση κι όχι το πως θα ζήσουν οι 150 εργαζόμενοι.».
«Η Προπάμ διαθέτει 3 εργοστάσια, ένα της παραγωγής, ένα μύλο κι ένα “εκπαιδευτήριο”. Εκτός απ’ αυτά, υπάρχει ένα ολόκληρο δίκτυο διανομής. Υπάρχουν 1850 μέτοχοι σ’ αυτή την εταιρεία αλλά στην πραγματικότητα τη λειτουργούν 8 άνθρωποι. Οι μέτοχοι (που διαθέτουν το 95 %) δεν εμφανίζονται εδώ. Έχουμε 20 σωματεία για 150 εργαζόμενους. Δεν είναι όμως οργανωμένα. Εκλέξαμε μια νέα Επιτροπή και παρουσιάσαμε τα αιτήματά μας. Απαιτούσαμε να γίνει εκκαθάριση (saneamento). Οι διοικητικοί υπάλληλοι αρχικά συμφώνησαν με την Επιτροπή αλλά αργότερα έφτιαξαν μια δική τους. Έγιναν συναντήσεις που βαστούσαν ως αργά τη νύχτα και μερικές φορές πήγαιναν μέχρι το πρωί. Καμιά απόφαση δε λαμβάνονταν χωρίς γενική συνέλευση. Υπήρχαν όμως διαφορές με τους υπαλλήλους των γραφείων που βρίσκονταν κυρίως στη Λισαβόνα. Ήταν πιο φοβισμένοι. Τους ζητήσαμε να μην αναφέρουν τι ειπώθηκε στις μεταξύ μας συναντήσεις για να μην το μάθει κι η διεύθυνση που εδρεύει επίσης στη Λισαβόνα». (4)  
Κάποιες φορές έγινε χρήση δραστικότερων μεθόδων που δεν αποδείχτηκαν πάντα ανεπιτυχείς. Στη Μύλλερ Μακίνας ΑΕ, οι εργαζόμενοι απήγαγαν τους δύο Αμερικανούς μάνατζερ και τους κράτησαν αιχμάλωτους μέχρι που καταβλήθηκαν λύτρα 100.000 εσκούδων. Η μητρική εταιρεία αφού πλήρωσε, απέστειλε μια επίσημη διαμαρτυρία προς την κυβέρνηση. Το Υπουργείο Εργασίας απάντησε ότι λαμβάνοντας υπ’ όψη τις πρόσφατες μισθολογικές αυξήσεις, το ποσό ούτως ή άλλως συμψηφίζονταν με τα οφειλόμενα. Οι διευθυντές αποχώρησαν.
Ανάμεσα στα προβλήματα που συζητήθηκαν ήταν το αν οι εργαζόμενοι θα έπρεπε να παίρνουν μέρος στη διεύθυνση των εταιρειών που παρέμεναν ακόμα σε ιδιώτες ή όχι: μ’ άλλα λόγια, αν θα έπρεπε να βοηθούν τους εργοδότες ν’ αυξήσουν τα κέρδη τους ή όχι. Επ’ αυτού υπήρξε μια γενική και σταθερή απόρριψη. Οι στάσεις ήταν πιο διαφοροποιημένες σε σχέση με τις επιχειρήσεις που τις είχαν αναλάβει οι ίδιοι οι εργαζόμενοι και μ’ όσες είχαν πριν εργοδότες που τώρα τις είχαν εγκαταλείψει. Κρίνονταν έτσι η έκβαση ζητημάτων που αποτελούσαν βασικά σημεία αναφοράς της όλης κουβέντας πάνω στην αυτοδιαχείριση, της ενσωμάτωσής της στον καπιταλισμό και του κεντρικού ρόλου της μέσα στο βασικό πλαίσιο της σοσιαλιστικής κοινωνίας.         
δ) Προβλήματα μέσα στην ίδια την (εργατική) τάξη. Τα πραγματικά ενδοταξικά προβλήματα ήταν σημαντικά. Αντανακλούσαν διαφορές «κύρους», ηλικίας, φύλου, όπως και αντίστοιχες μεταξύ εργαζόμενων και άνεργων εργατών.
Τα αιτήματα υπέρ της μείωσης της ψαλίδας των μισθολογικών κλιμάκων δημιούργησαν μεγάλη αντίθεση απ’ τη μεριά των καλοπληρωμένων εργαζόμενων. Γενικά, όπως στην ΤΑΡ, αυτό ξεπεράστηκε μέσω της αύξησης των κατώτερων κλιμάκων και του παγώματος των υψηλότερων. Στην περίπτωση όμως των εξειδικευμένων κατηγοριών (όπως οι πιλότοι που απειλούσαν  να πουλήσουν ακριβότερα την εργατική τους δύναμη σε άλλη εταιρεία) τα ζητήματα αυτά δεν διαπραγματεύονταν εύκολα. Υπήρχε επιπλέον μια καθορισμένη τάση από μέρους των καλοπληρωμένων εργαζόμενων, οι οποίοι συνήθως χειρίζονταν καλύτερα το λόγο, να κυριαρχούν στις συνελεύσεις και μερικές φορές ακόμα και να τις χειραγωγούν σε τέτοιο βαθμό που ανάγκαζαν τους υπόλοιπους εργαζόμενους ν’ αποχωρήσουν.  
Αυτό που οι εργαζόμενοι προσπαθούσαν να κάνουν (κατορθώνοντάς το σε αρκετές περιπτώσεις) ήταν ν’ αντιμετωπίσουν κάποιες διαστάσεις των παραγωγικών σχέσεων: των σχέσεων που βίωναν στην καθημερινότητά τους. Συζητούσαν τη μορφή της οργάνωσης της εργασίας που επιθυμούσαν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του διαχωρισμού των εργαζόμενων απ’ τα μέσα που τους εξασφάλιζαν τη ζωή τους, επιτρέποντάς τους να τοποθετηθούν πιο συνειδητά μέσα στη συνολική παραγωγική διαδικασία. Οι διάφορες ομάδες που σχετίζονταν με επί μέρους λειτουργίες (καθαρίστριες, συγκολλητές, ηλεκτρολόγοι) συζητούσαν πολλά θέματα που αφορούσαν ακριβώς τη δική τους λειτουργία. Ενόσω διατηρούνταν ο καπιταλισμός, όλα αυτά δεν αποτελούσαν κάτι περισσότερο απ’ την αυτοδιαχείριση της ίδιας τους της εκμετάλλευσης. Η επίγνωση όμως που αποκτούσαν θα μπορούσε ν’ αποδειχτεί πολύτιμη για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.  
Οι νέοι εργαζόμενοι ήταν και οι μαχητικότεροι. Κάθε τόσο μοιράζονταν στις συνελεύσεις φυλλάδια με καυστικό περιεχόμενο, απ’ τα οποία πολλά ήταν ιδιαίτερα εμπνευσμένα και περιείχαν εύστοχες κριτικές για τις Επιτροπές και για τη μορφή της συζήτησης που γίνονταν σ’ αυτές. Σ’ ένα εργοστάσιο ηλεκτρονικών στο Σετούμπαλ, κυκλοφόρησε ένα φυλλάδιο που έλεγε πως η Επιτροπή «ήταν στην πραγματικότητα χειρότερη κι απ’ την παλιά διεύθυνση». Ένα άλλο ανέφερε: «περάσαμε από μια κατάσταση πείνας σε μια άλλη που μας επιτρέπει απλώς να το λέμε ανοιχτά». Αυτοί που βρίσκονταν πίσω από τέτοια φυλλάδια συχνά αποκαλούνταν λανθασμένα Μαοϊκοί. Τα φυλλάδιά τους πολλές φορές ήταν μοναδικά.
Οι μεγαλύτεροι εργαζόμενοι (και σε τελική ανάλυση η επανάσταση θα πρέπει να «επιστρατεύσει» την υποστήριξή τους) έτειναν να είναι οι συντηρητικότεροι. Είχαν τα περισσότερα να χάσουν. Συχνά προειδοποιούσαν εναντίον των «περιπετειών». «Ποιος θα πληρώνει τους μισθούς αν η επιχείρηση καταληφτεί;», ρωτούσαν όλη την ώρα. Δεν υπήρχαν χρήματα για το ξεκίνημα. Δεν υπήρχε εξασφάλιση. Το να χάσει κάποιος τη δουλειά του σήμαινε να έχει και πρόβλημα επιβίωσης. Γνώριζαν για τη μισθωτή εργασία. Η οργάνωση ήταν πάνω απ’ όλα, τόνιζαν ορθά.     
Οι Επιτροπές έπρεπε επίσης ν’ αντιμετωπίσουν και τις ματσό συμπεριφορές κάποιων εργατών. Στο Άμπελ Άλβεζ (στο Σάντο Τίρσο, κοντά στο Πόρτο) υπήρχε μια κλωστοϋφαντουργία που απασχολούσε 600 εργαζόμενους, κυρίως γυναίκες. Οι άντρες πληρώνονταν περισσότερο απ’ τις γυναίκες που έπαιρναν μόνο 88 εσκούδα τη μέρα. Οι γυναίκες ήθελαν να δουλέψουν και τη νυχτερινή βάρδια αλλά το αφεντικό (όπως κι οι άντρες τους) δεν το επέτρεπαν. Εμφανίζονταν πραγματικά αντιφάσεις κάθε είδους. Μετά την 25η Απρίλη, ο εκδοτικός οίκος Παρσερία Α.Μ. Περέιρα ξεκίνησε να εκδίδει έργα των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν. Στις 17 Φλεβάρη 1975 καταλήφτηκε απ’ τους υπαλλήλους του, οι οποίοι πέρα απ’ το αν είχαν διαβάσει τα παραπάνω έργα ή όχι, είχαν σίγουρα να πληρωθούν απ’ το Σεπτέμβρη.
Το πρόβλημα της απεργοσπαστικής δουλειάς προέκυψε πολλές φορές. Οι εργαζόμενοι της κατασκευαστικής εταιρείας του Σοάρες ντα Κόστα κατέβηκαν σ’ απεργία στις 20 Αυγούστου 1974, διεκδικώντας μισθολογικές αυξήσεις. Άρχισαν έτσι να στέλνονται απεργοσπάστες στο εργοτάξιο. Οι απεργοσπάστες απωθήθηκαν αλλά 4 εργαζόμενοι πήγαν στο νοσοκομείο. Η απεργία κράτησε 6 βδομάδες. Ο αριθμός των ανέργων έκανε απλώς τα πράγματα χειρότερα. Στα μέσα Ιούλη, περίπου 5.000 εργάτες έκαναν πορεία (σε μια διαδήλωση που έγινε στο Σετούμπαλ, οργανωμένη απ’ τους ιδιοκτήτες των κατασκευαστικών εταιρειών) φωνάζοντας «Όχι στην αναρχία, οι εργολάβοι είναι παιδιά του λαού».
Οι εργαζόμενοι του Σοάρες ντα Κόστα αντέδρασαν με φαντασία κι ευαισθησία σ’ αυτή την απειλή. «Εμείς οι απεργοί κατανοούμε την κατάσταση πολλών εργατών που προέρχονται από άλλα μέρη και δεν έχουν λεφτά για να φάνε και να κοιμηθούν. Θέτουμε ότι έχουμε στη διάθεση αυτών των αδερφών ώστε να τους δοθεί φαγητό κι ένα μέρος για να κοιμούνται. Σύντροφοι, ο αγώνας μας είναι δίκαιος κι είμαστε αποφασισμένοι να νικήσουμε». (5) Οι εργαζόμενοι οργάνωσαν ταμεία, δίνοντας τα χρήματα στους άνεργους εργάτες αλλά το έργο αυτό ήταν αδύνατο, δεδομένου του αριθμού των ανέργων και των σκοτούρων που κουβαλούσε ο καθένας.  
ε) Προβλήματα της αυτοδιαχείρισης. Σε πολλές περιπτώσεις (Τάιμεξ, Σογκαντάλ, Καρμίνια, Σόουζαμπρέου κ.ά.) η διεύθυνση έφευγε ή διώχνονταν και έμεναν οι Επιτροπές για να λειτουργήσουν τα εργοστάσια. Σ’ αυτές τις επιχειρήσεις υπήρξαν πολλά προβλήματα – με κάποιες απ’ αυτές θ’ ασχοληθούμε εκτενέστερα στο Κεφάλαιο 11.
Στη Νεφίλ (μια βιομηχανία επίπλων στο Γκιμαράες, κοντά στο Πόρτο), η παλιά διεύθυνση είχε εκδιωχθεί ολοκληρωτικά. Οι 237 εργαζόμενοι πουλούσαν τα προϊόντα που παρήγαγαν στο προαύλιο και σε διανομείς του δρόμου.  Αλλά με ποιο τρόπο θα μοιράζονταν τα χρήματα; Να πως το έθεσε ένας εργαζόμενος: «Το ζήτημα είναι πολύ δύσκολο. Έχει γίνει πραγματικός πονοκέφαλος αυτός ο εργατικός έλεγχος. Ο κόσμος επιθυμεί να κρατήσει μια πιο ενωτική και σοσιαλιστική στάση, μ’ αυτούς που βγάζουν περισσότερα να δίνουν σ’ αυτούς που αμείβονται λιγότερο. Αυτό όμως δημιουργεί πλήθος προβλημάτων. Μια πρόταση ανέφερε να υπάρχει πληρωμή ανάλογα με τον τύπο της εργασίας. Μια άλλη να πληρωνόμαστε ανάλογα με τις ανάγκες. Άλλη έλεγε να πληρώνεται ο καθένας το ίδιο. Ο κόσμος αντιλαμβάνονταν ότι δεν ήταν δυνατό να πληρώνονται όλοι το ίδιο. Αν συμβεί αυτό θα προκληθεί διχόνοια ανάμεσα στους εργαζόμενους. Δεν έχουμε φτάσει ακόμα σε συμφωνία πάνω σ’ αυτό. Η πρόταση που λέει να περικοπούν κάποιοι μισθοί και ν’ αυξηθούν οι άλλοι (όπου υπάρχει πραγματική ανάγκη) είναι η δημοφιλέστερη». (6)   
Προέκυπταν προβλήματα για το είδος των πωλήσεων. Στη Λούσο-Βάλε, στις 16 Δεκέμβρη, αποδείχτηκε πολύ δύσκολο να πουληθούν χίλια ζευγάρια λαστιχένιες μπότες. Τα μέσα διανομής βρίσκονταν ακόμα στα χέρια του διεθνούς κεφαλαίου. Ίσως οι εργαζόμενοι στις πολυεθνικές να πλήττονταν περισσότερο απ’ όλο αυτό. Οι Εργατικές Επιτροπές ήταν ανίσχυρες απέναντι στη δύναμη του διεθνούς κεφαλαίου.   
Το ζήτημα της κοινής ιδιοκτησίας καθώς και της δίκαιης κι αποτελεσματικής χρήσης των μέσων παραγωγής σπάνια τίθονταν με σαφήνεια (παρόλο που βρίσκονταν συνεχώς στο προσκήνιο). Πολλές οργανώσεις ζητούσαν την εθνικοποίηση ως μέσο επίτευξης ενός τέτοιου ελέγχου. Ελάχιστοι μόνο μπορούν να δουν πέρα απ’ αυτή την ενδυνάμωση της κρατικής εξουσίας, οραματιζόμενοι μια πραγματικά κομμουνιστική κοινωνία. Μοιραία, τα προβλήματα της άμεσης επιβίωσης εισέβαλαν στο προσκήνιο. Οι εργαζόμενοι των καταλήψεων χρειάζονταν πρώτες ύλες, μηχανήματα και λεφτά. Όταν απουσίαζε κάθε άλλη πηγή βοήθειας, αναγκάζονταν ν’ απευθύνονται στην κυβέρνηση ή το MFA. Ακόμα και στη Μύλλερ Μακίνας ΑΕ, περίπτωση που εξετάστηκε προηγουμένως, αυτό συνέβη.  
Σε πολλές αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις, οι εργαζόμενοι συνέχισαν να παράγουν τον ίδιο τύπο αγαθών αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις υπήρξαν μεγάλα προβλήματα με τη διανομή τους. Πολλές απ’ τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις είχαν τόσο διασπαρμένη την παραγωγή τους, ώστε πολλά απ’ τα εργοστάσιά τους έβγαζαν απλώς εξαρτήματα του συνολικού προϊόντος. Δεν υπήρχε περίπτωση να πουλήσουν ή να διανείμουν τέτοια εξαρτήματα μέσα στη χώρα χωρίς δομημένο δίκτυο διανομής και αντίληψη της συνολικής ζήτησης. Επιπλέον, πολλά απ’ τα εξαρτήματα εξάγονταν. Η Απλάιντ Μαγκνέτικς για παράδειγμα, ήταν θυγατρική Αμερικανικής εταιρείας. Παρήγαγε εξαρτήματα υπολογιστών που στέλνονταν κατόπιν στο Πουέρτο Ρίκο για συναρμολόγηση. Από κει οι έτοιμοι υπολογιστές μεταφέρονταν στις ΗΠΑ. Όταν οι εργαζόμενοι κατέβηκαν σ’ απεργία και κατέλαβαν το εργοστάσιο, η εταιρεία απλά έκλεισε: 650 άνθρωποι, κυρίως γυναίκες, βρέθηκαν χωρίς δουλειά. Μια ανακοίνωση των εργαζόμενων ανέφερε: «Ο λόγος μπορεί να είναι μονάχα πολιτικός. Η διεύθυνση έχει επίγνωση της πολιτικής κατάστασης στην Πορτογαλία. Μια τέτοια κίνηση μπορεί μόνο ν’ αποτελεί τμήμα ενός παγκόσμιου σχεδίου απ’ την πλευρά του καπιταλισμού».  
Το εργοστάσιο ιματισμού της Καμόντα, στην Οντιβέλας (στη βιομηχανική ζώνη της Λισαβόνας) είναι ένα σύγχρονο κτήριο. Κατασκευάστηκε με Γερμανικά κεφάλαια το 1972. Οι πρώτες ύλες αγοράζονταν στην Πορτογαλία και τα έτοιμα ενδύματα στέλνονταν στη Γερμανία, όπου και παρέμεναν τα κέρδη. Μετά την 25η Απρίλη, η διευθύντρια είχε πει πως δεν υπήρχαν χρήματα για τους μισθούς. Οι 32 εργαζόμενοι άρχισαν να εργάζονται 4 μέρες τη βδομάδα (οι επόπτες στο μεταξύ δούλευαν με πλήρες ωράριο). Η Εργατική Επιτροπή απευθύνθηκε στο Υπουργείο. Οι εργοδότες υποσχέθηκαν να ξαναρχίσουν κανονικά την παραγωγή μέσα σε δυο μήνες. Το Δεκέμβρη, η κυρία απέλυσε ένα μέλος της Επιτροπής και κάλεσε άλλα δύο στο γραφείο της. Οι εργαζόμενοι αντέδρασαν καλώντας την σε συνάντηση παρουσία όλου του προσωπικού. Μετά απ’ αυτό, απέλυσε τα δύο μέλη της Επιτροπής αποκαλώντας τα χαραμοφάηδες κι αντάρτες. «Για ποιο λόγο μ’ αποκαλείς αντάρτισσα;», ρώτησε μια απ’ τις κοπέλες. «Μήπως επειδή όταν κατεβείς εδώ κάτω και πεις ότι δεν υπάρχει φράγκο, θ’ απαντήσουμε ότι δεν μπορούμε να γυρίσουμε στα σπίτια μας μ’ άδειες τσέπες;».
Η επιχείρηση καταλήφτηκε κι οι εργαζόμενοι συνέχισαν να δουλεύουν. Το πρόβλημα, ως συνήθως, ήταν οι αγορές. Ο Υπουργός Εργασίας υποσχέθηκε βοήθεια. Ο κόσμος άρχισε ν’ αντιλαμβάνεται ότι τα πραγματικά ζητήματα πήγαιναν πολύ μακριά. Οι εργοδότες χρησιμοποιούσαν τις απολύσεις και τα λουκέτα σαν μέσα συμμόρφωσης των εργαζόμενων. Αυτό όμως που έμπαινε ήταν το θεμελιώδες ζήτημα του συνολικού μετασχηματισμού της οικονομίας με όρους κομμουνιστικής παραγωγής, δηλαδή παραγωγής για χρήση. Το έργο αυτό μπορούσε να έρθει σε πέρας μόνο σε τοπική βάση.  
Οι εργαζόμενοι έπρεπε επίσης ν’ αντιμετωπίσουν την αντιδραστική προπαγάνδα που στρέφονταν εναντίον της αυτοδιαχείρισης. Στο τουριστικό συγκρότημα που ανήκε στην  εταιρεία συμμετοχών (holding) Γκράου Παρά, έπρεπε ν’ αντιμετωπίσουν την πίεση των αφεντικών που είχαν φύγει για την Ισπανία. Οι 1.300 εργαζόμενοι είχαν καταλάβει ολόκληρο το συγκρότημα που περιελάμβανε ξενοδοχεία και κτήρια που διευθύνονταν από εταιρείες όπως η Ματούρ, η Γκράου Παρά, η Ιντεροτέλ, η Σομοτέλ, η Ορπλάνο, η Αούτοντριλ, η EDEC και  η Κομπόρτουρ & Ρότα ντο Ατλάντικο. Υποστηρίχτηκαν πλατιά από άλλους εργαζόμενους. Στην ανακοίνωσή τους, τη μέρα των Χριστουγέννων, ανέφεραν: «Με το κουράγιο των εργαζόμενών της, η Ματούρ διαμόρφωσε κάτι πρωτοφανές: τις συνθήκες που εγγυώνται την επιβίωσή της. Ανατρέψαμε τα σχέδια της διεύθυνσης (που βρίσκεται στο εξωτερικό) επιτυγχάνοντας κρατήσεις της τάξης του 90 %. .. Καταγγέλλουμε τη διεύθυνση επειδή θέτει σε κίνδυνο τις θέσεις εργασίας μας μέσω της διάδοσης φημών...». (7) Η διεύθυνση διέδιδε ιστορίες απ’ το εξωτερικό σύμφωνα με τις οποίες τα ξενοδοχεία ήταν κλειστά, η υπηρεσίες ήταν κακές κτλ. Τα ξενοδοχεία ήταν ακριβά και συνέχισαν να είναι, ακόμα και κάτω από εργατικό έλεγχο. Σε μια καπιταλιστική κοινωνία, η καπιταλιστική οικονομία έχει το πάνω χέρι.     
Τα συνδικάτα δημιουργούσαν επίσης προβλήματα στις Επιτροπές, συχνά μέσω της όχι και τόσο θερμής «υποστήριξής» τους. Οι εργαζόμενοι μιας κλωστοϋφαντουργίας στο Φαμαλικάο, έβγαλαν την εξής ανακοίνωση:
«Αφού ξενυχτήσαμε μέσα στο εργοστάσιο όλο το Σαββατοκύριακο, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί το δικαίωμά μας στη δουλειά, το πρωί της Δευτέρας, η διεύθυνση κι οι τομεάρχες δεν εμφανίστηκαν. Βλέποντας αυτή την πράξη δειλίας, αποφασίσαμε ν’ αρχίσουμε να δουλεύουμε κανονικά μόνοι μας...  Αφού επίσης και το προσωπικό των γραφείων δεν εμφανίστηκε, κάποιοι απ’ τους συναδέρφους μας ανέλαβαν αυτά τα καθήκοντα. Την περασμένη Παρασκευή, μια ομάδα αντιδραστικών καθαρμάτων, πληρωμένων λακέδων που ξεπουλήθηκαν στ’ αφεντικό, χάλασαν διάφορα μηχανήματα στο τμήμα του φινιρίσματος. Αφαίρεσαν τις ασφάλειες μιας κλωστικής μηχανής, κρύβοντάς τες σε μια τουρμπίνα. Το σωματείο επίσης δεν εμφανίστηκε όπως του είχε ζητηθεί. Σε μια συνάντηση μ’ ένα συνδικαλιστικό στέλεχος το περασμένο Σάββατο, η Εργατική Επιτροπή παρουσίασε ένα μίνιμουμ πρόγραμμα συνεργασίας αποτελούμενο από 5 σημεία. Μας παράτησαν όμως...  Στις πιο δύσκολες ώρες προτίμησαν ν’ απουσιάσουν». (8)  
στ΄) Προβλήματα σύνδεσης. Πολλές μικρές εταιρείες προσκάλεσαν μέλη των Επιτροπών μεγαλύτερων εταιρειών να παρακολουθήσουν τις συνελεύσεις τους. Η Εφασέκ-Ινέλ, μέσω της CDDT (Επιτροπή για την Υπεράσπιση των Δικαιωμάτων των Εργαζόμενων), ήταν παρούσα σε πολλές, όπως στην Φορτίς-Οτίς (κατασκευή ανελκυστήρων) της Λισαβόνας. Οι επισκέψεις αυτές άνοιξαν το δρόμο για την ίδρυση μιας ομοσπονδίας των εργατικών επιτροπών. Στην εφημερίδα της, η Εφασέκ-Ινέλ δημοσίευσε νέα από πολλές τέτοιες επισκέψεις.
Όταν μικρότερες εταιρείες αποτελούσαν τμήματα μεγάλων τραστ, αντιμετώπιζαν δυσκολίες που δεν ήταν δυνατό να λυθούν με μια απλή κατάληψη. Για παράδειγμα, το μονοπωλιακό συγκρότημα Μιγκέλ Κινά ήλεγχε πάνω από 60 εταιρείες, στις οποίες περιλαμβάνονταν η  Μαμπόρ, η Ζορνάλ ντο Κομέρσιο, η Γιουροφίλ (πλαστικά) και η Ικέσα (λιμάνια). Σε κάθε εταιρεία υπήρχαν ξεχωριστές Επιτροπές. Σχηματίστηκε όμως γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο μια Επιτροπή που αντιπροσώπευε τους εργαζόμενους του τραστ συνολικά.
Οι εργαζόμενοι στην CUF, το γιγαντιαίο μονοπώλιο που αποτελούνταν από 186 περίπου εταιρείες ενός εύρους που ξεκινούσε απ’ τις ασφάλειες κι έφτανε στην εκτροφή ζώων για την παραγωγή μαλλιού, είχαν επίσης προβλήματα επικοινωνίας. Οργανώθηκε μια Ομοσπονδία των Εργατικών Επιτροπών ώστε να δημιουργηθεί και να διατηρηθεί η επαφή μεταξύ όσων δούλευαν στις διάφορες ξεχωριστές εταιρείες.  
ζ) Η εκκαθάριση (saneamento). Ένα απ’ τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Επιτροπές ήταν αυτό του saneamento, της εκκαθάρισης δηλαδή των διευθύνσεων απ’ τα στοιχεία που ήταν πρώην υποστηριχτές του φασισμού. Αυτό συχνά αποδεικνύονταν δύσκολο να περατωθεί σε τοπική βάση γιατί όσοι έπρεπε να εκκαθαριστούν ήταν βαθιά ριζωμένοι στους οικονομικούς θεσμούς της χώρας που είχαν πραγματική δύναμη (τράπεζες, τραστ, εφημερίδες, πολιτικές ομάδες), η οποία ελάχιστα είχε περιοριστεί. Ο αγώνας υπέρ της εκκαθάρισης συχνά ήταν θέμα ισορροπίας δυνάμεων στην κάθε ξεχωριστή εταιρεία ή κοινότητα. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, οι Επιτροπές άλλες φορές νικούσαν κι άλλες έχαναν.     
Η περίπτωση της Εουροφίλ (κλωστοϋφαντουργία) είχε ενδιαφέρον, απ’ την άποψη αυτή. Οι 1.600 εργαζόμενοι είχαν καταλάβει το εργοστάσιο για να σταματήσουν την απόλυση 300 συναδέρφων τους. Παρενέβη το Ναυτικό. Οι ναύτες (παρόλο που είχαν κληθεί απ’ τη διεύθυνση) ενώθηκαν με τους εργάτες και πήραν το μέρος τους. Μια Επιτροπή που σχηματίστηκε γι’ αυτό το σκοπό, έγραψε σχετικά με τη συγκεκριμένη εταιρεία:
«Η ομάδα αυτή διατηρούσε ανέκαθεν στενές σχέσεις με το φασιστικό καθεστώς. Συνεχίζει να χρησιμοποιεί στην πραγματικότητα ανθρώπους που εμπλέκονταν μ’ αυτό. Ξέρουμε με ποιον τρόπο ενήργησαν κάποιοι απ’ αυτούς στο παρελθόν. Τον Γκονσάλβες Ραπαζότ, πρώην Υπουργό Εσωτερικών και δραστήριο παράγοντα της αντίδρασης. Τον Γκιγιέρμ Μπραζ Μεντέιρος, απ’ την εφημερίδα Ντιάριο Ποπουλάρ. Τον Αντόνιο Κόστα Φελίξ, απ’ την Τράπεζα των Αφών Μποργκέζ που υπέγραψε την αίτηση αδείας για τη διοργάνωση της διαδήλωσης της “σιωπηρής πλειοψηφίας”. Τον Ζοζέ Μιγκέλ Μαΐα Περέιρα απ’ την ίδια τράπεζα, μέλος της Πορτογαλικής Λεγεώνας και του FAC. (9) Τον Ζοζέ Κόστα Ντεϊτάντο, διευθυντή της εφημερίδας του Κόμματος της Προόδου και δραστήριο μέλος του νεοναζιστικού αυτού κόμματος. Τον Φερνάντο Πινάε Αλμέιντα, που βρίσκεται τώρα στην Κασίας, ο οποίος δημιούργησε τους δεσμούς μεταξύ της PIDE και της συγκεκριμένης εταιρείας». (10)
Η λίστα είναι ενδιαφέρουσα απ’ την άποψη του ότι δίνει μια ιδέα περί αυτών που διακυβεύονταν σε σχέση με την «εκκαθάριση» (saneamento). Η Επιτροπή έστειλε μια αναφορά σχετικά με την εταιρεία στο MFA, απαριθμώντας τις «ανωμαλίες» και ζητώντας την παρέμβασή του. Αυτή όμως η εμπιστοσύνη προς τρίτους (κι ειδικά στο MFA) έμελλε ν’ αποδειχτεί η κύρια τροχοπέδη στις περισσότερες απόπειρες εκκαθάρισης. Όπως το έθεσε ένας εργάτης της κλωστοϋφαντουργίας Αμπέλ Άλβεζ ντε Φιγκεϊρέντο, σ’ απάντηση μιας ερώτησης που αφορούσε την εκπροσώπηση στο Υπουργείο Εργασίας: «Αν αυτό (το Υπουργείο) πρέπει να εκκαθαριστεί, πιστεύω ότι ο μόνος που μπορεί να το κάνει είναι η ίδια η εργατική τάξη. Η εργατική τάξη πρέπει να βάλει το συγκεκριμένο μέρος σε τάξη».  
* * *
Οι εργάτες άρχισαν σιγά-σιγά να μαθαίνουν όλο και περισσότερα πράγματα για την παγκόσμια φύση του καπιταλισμού. Οι ενέργειες αλληλεγγύης γίνονταν συχνότερες, οι αναλύσεις των προβλημάτων συνεκτικότερες κι οι προτεινόμενες λύσεις ριζοσπαστικότερες και πιο πολιτικοποιημένες. Στο τεύχος Νο 8 του «Απεργιακού Δελτίου» τους (17 Ιούλη 1974), οι εργαζόμενοι της Εφασέκ-Ινέλ το έθεσαν ως εξής:
«Οι αγώνες μας είναι δίκαιοι κι αν απεργήσουμε θα μας ακούσουν. Να γιατί πρέπει να οργανωθούμε όχι μονάχα εναντίον του τάδε ή του δείνα αφεντικού, στο ένα ή το άλλο εργοστάσιο, αλλά εναντίον του καπιταλιστικού συστήματος συνολικά. Οι αδερφοί μας συχνά ρωτάνε: “Αν δεν υπάρχουν αφεντικά, ποιος θα μας δίνει δουλειά;”. Όλοι ξέρουμε ότι για να δουλέψεις χρειάζεται εργοστάσιο, μηχανήματα και πρώτες ύλες. Ξέρουμε επίσης πως το εργοστάσιο και τα μηχανήματα φτιάχτηκαν από άλλους εργάτες, όπως ακριβώς άλλοι εργάτες έσπειραν το βαμβάκι, κατεργάστηκαν το μαλλί κι εξόρυξαν το μετάλλευμα. Δεν είναι λοιπόν τ’ αφεντικό που μας δίνει δουλειά αλλά ο μεταλλωρύχος, ο μεταλλεργάτης κι ο αγρότης. Από που βρήκε τα λεφτά τ’ αφεντικό ώστε να έχει το εργοστάσιό του; Πολύ απλό σύντροφοι. Εμείς του τα δώσαμε. Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος να φτιαχτεί μια περιουσία. Αυτοί που κάνουν τη δουλειά παίρνουν μονάχα τ’ αναγκαία για να επιβιώσουν. Οι εργάτες είναι αυτοί που παράγουν το πλεόνασμα, τ’ οποίο χρησιμοποιεί τ’ αφεντικό για ν’ αγοράσει μηχανήματα. Μιας και λοιπόν είν’ οι εργάτες σαν κι εμάς που βαστάνε το εργοστάσιο, για ποιο λόγο χρειάζονται τ’ αφεντικά;».
Αυτά με δυο λόγια ήταν όλα τα προβλήματα του Κεφαλαίου που αντιλαμβάνονταν αυθόρμητα οι εργαζόμενοι. Τα ζητήματα ήταν θεμελιώδη κι αφορούσαν την αξία, την υπεραξία και την εργατική δύναμη. Το Δεκέμβρη του 1974, υπήρχαν πάνω από εκατό τέτοιες περιπτώσεις «εργατικού ελέγχου», ενώ το Μάρτη ξεπερνούσαν τις 200. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων υπήρξε απλώς αλλαγή διεύθυνσης. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν μεταβλήθηκε ποτέ. Η νέα διεύθυνση αποτελούνταν απ’ τις επιτροπές. Και παρά τ’ ότι το διεθνές κεφάλαιο δεν υπήρξε συνεργάσιμο ως προς τις εμπορικές συμφωνίες, τις πιστώσεις και την προμήθεια πρώτων υλών (η φίρμα Μαρκς & Σπένσερ έριξε τις αγορές της απ’ την Πορτογαλία στο 60 % επειδή δεν επιθυμούσε να συναλλάσσεται υπό καθεστώς «εργατικού ελέγχου»), οι επιχειρήσεις συνέχισαν να λειτουργούν.
Είναι δύσκολο να γίνει ένας συνολικό απολογισμός. Παρά τον αριθμό των συναντήσεων, η επικοινωνία παρέμεινε δύσκολη. Μια απ’ τις βασικότερες αδυναμίες ήταν η απουσία οργάνωσης που να ελέγχονταν απ’ τα κάτω. Συνδικάτα και κόμματα πάλευαν για να κυριαρχήσουν στις συνελεύσεις. Σε πολλές περιπτώσεις, οι Επιτροπές δεν αντιπροσώπευαν την πλειοψηφία των εργαζόμενων παρά το γεγονός ότι είχαν εκλεγεί δημοκρατικά απ’ αυτούς. Παρόλο που ένα άρθρο μιας απεργιακής εφημερίδας έγραφε «εμείς είμαστε που μόνοι μας, οργανωμένοι με τους υπόλοιπους εργάτες, μπορούμε ν’ αλλάξουμε την κοινωνία. Η ικανότητά μας στη δουλειά κι η αίσθηση που έχουμε για τη δικαιοσύνη και την κοινωνική συνείδηση, θα χτίσουν στο τέλος εκείνο το είδος της κοινωνίας που λαχταρούν οι εργάτες», οι εργαζόμενοι σε πολλές περιπτώσεις έριχναν την ευθύνη του αγώνα στις Επιτροπές κι οι ίδιοι παρέμεναν παθητικοί, αφήνοντας τις Επιτροπές να τα βγάλουν πέρα μόνες τους. Η εξουσία είχε μετατραπεί σε καυτή πατάτα.   
Το Ζήτημα των Συνδικάτων.
Υπήρξαν τρεις βασικές προτάσεις που αφορούσαν τη συνδικαλιστική δομή: η πλουραλιστική, η ενωτική κι η μονολιθική ή απόλυτα συγκεντρωτική (pluralismo, unidade, unicidade). Προωθούνταν απ’ το PPD, το Σ.Κ. και το PCP αντίστοιχα.
Οι εργοδότες σ’ εκείνη τη φάση ήταν αδύναμοι και διέθεταν φτωχή οργάνωση, προτιμώντας να συνδιαλέγονται με μια κατατεμαχισμένη συνδικαλιστική δομή. Στις 4 Οχτώβρη, το PPD εξέφρασε την άποψή του: «Ο πλουραλισμός (pluralismo) προκύπτει απ’ την ελεύθερη συνάθροιση των εργαζόμενων κι όχι από κάποιο νόμο που περιορίζει το δικαίωμα στην οργάνωση. Ο συγκεντρωτισμός είναι αυτός που δημιουργήθηκε μετά απ’ την 25η Απρίλη. Το μοντέλο αυτό μπορεί να το συναντήσει κανείς σ’ όλες τις χώρες που υπάρχει δικτατορία, ανεξάρτητα απ’ το αν είναι δεξιά ή αριστερή».
Το Σ.Κ. υπήρξε πιο εκλεπτυσμένο. Υποστήριζε την ενωτική μορφή (unidade -συνδικαλιστική ενότητα). Αντιτίθονταν όμως στη δημιουργία μιας και μοναδικής συνδικαλιστικής ομοσπονδίας στην οποία θ’ ανήκαν όλοι οι εργαζόμενοι. Διέθετε περιορισμένη βάση στη βιομηχανία και φοβόταν την εξουσία που θ’ ασκούσε το PCP στην περίπτωση που η Ιντερσιντικάλ επρόκειτο να μετατραπεί σε μια τέτοια ομοσπονδία. Τόσο το PPD όσο και το Σ.Κ., πολεμούσαν την Ιντερσιντικάλ παρόλο που σπάνια την κατονόμαζαν. Το πρόβλημα ήταν ότι η Ιντερσιντικάλ τους παρείχε τα όπλα με τα οποία πολεμούσαν.
Το PCP κι οι δορυφόροι του υποστήριζαν το συγκεντρωτισμό (unicidade). Ο βαθμός διείσδυσής τους στη βιομηχανία ήταν τέτοιος ώστε θα μπορούσαν εύκολα να ελέγξουν οποιαδήποτε γενική δομή που θα συγκροτούνταν. Η ενότητα που επιθυμούσαν ήταν η ίδια που χαρακτηρίζει την αράχνη και τις μύγες που ’χουν πιαστεί στον ιστό της.   
Στις 14 Γενάρη καλέστηκε μια διαδήλωση απ’ την Ιντερσιντικάλ. Στηρίχτηκε (μιας και την πατρονάριζε) απ’ το PCP. Το MDP-CDE (που πρόσφατα είχε ενοποιηθεί σε ένα πολιτικό κόμμα) έδωσε την άμεση υποστήριξή του, προσθέτοντας στους ήδη υπάρχοντες φόβους κι αυτόν του ότι αποτελούσε απλά μια μετωπική του PCP. Η ιδέα ήταν να υπάρχει «μία μεγάλη ομοσπονδία» για όλη την Πορτογαλία.
Το Συμβούλιο των Είκοσι εξέδωσε μια ανακοίνωση που ισχυρίζονταν ότι τάσσονταν ομόφωνα υπέρ του συγκεντρωτισμού (unicidade). (11) Δυο μέρες πριν τη διαδήλωση, ο εκπρόσωπος της Συντονιστικής Επιτροπής για το Πρόγραμμα του MFA, Βάσκο Λουρένσο, διάβασε μια δήλωση στην τηλεόραση:
«Το MFA έχει απόλυτη επίγνωση των προβλημάτων της χώρας, όπως και την πρέπουσα συνοχή για να ασχοληθεί μαζί τους. Είναι φανερό ότι η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζόμενων έχει επιλέξει τον συγκεντρωτισμό (unicidade). Κάποιοι άνθρωποι όμως προτιμούσαν να δουν μια διάσπαση μέσα στο MFA ή στο Ανώτατο Συμβούλιό του. Εγείρουν αμφιβολίες για τις θέσεις των μελών του, υπαινισσόμενοι κάποιο είδος συμβιβασμού μεταξύ PCP και MFA, αναφέροντας πως ο συμβιβασμός αυτός στρέφεται εναντίον του Σ.Κ. και του PPD». (12)
Το ζήτημα άρχισε ν’ απειλεί γενικά την Κυβέρνηση Συνεργασίας. Σε μια συνεδρίαση του Συμβουλίου του Κράτους, οι Σα Καρνέιρο και Μάριο Σοάρες απείλησαν να παραιτηθούν σε περίπτωση που επιβάλονταν ο συγκεκριμένος νόμος. Έξω απ’ την κυβέρνηση, το ζήτημα συζητούνταν πυρετωδώς. Πολλές ομάδες δημοσίευσαν λεπτομερείς θέσεις (βλ. Παράρτημα 14). Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί που στήριζαν το συγκεντρωτισμό (unicidade) μετέδιδαν  ανακοινώσεις συνδικάτων, εκπομπές διαλόγου και προγράμματα που αφορούσαν την ιστορία της εργατικής τάξης. Το Ράντιο Κλούμπ Πορτουγκέζ και το RTP (κρατική τηλεόραση) τάσσονταν ανοιχτά υπέρ της (συγκέντρωσης). Στην πραγματικότητα, εκτός απ’ τους Μαοϊκούς, όλες οι αριστερές οργανώσεις στήριξαν τη διαδήλωση που όσο πήγαινε και μετατρέπονταν μάλλον σ’ εκδήλωση επιρροής του PCP (και της δυνατότητάς του να σύρει  κάθε είδους «αριστερές» και «επαναστατικές» οργανώσεις πίσω απ’ το αντιδραστικό του ξύπνημα) παρά σ’ οτιδήποτε άλλο που να έχει κάποια σχέση με τ’ αληθινά προβλήματα της εργατικής τάξης. Πέρα απ’ τις μικρές θεωρητικές ομάδες (13) δεν υπήρξε καμιά αντιπολίτευση. Τριακόσιες χιλιάδες εργαζόμενοι απ’ όλη τη χώρα συγκεντρώθηκαν τελικά στη Λισαβόνα, στη μεγαλύτερη διαδήλωση που είχε γίνει απ’ την Πρωτομαγιά του 1974.
Τα πανό έγραφαν διάφορα: «Οι Τράπεζες στο Λαό, Τώρα», «Κόντρα στους Καπιταλιστές, Ενότητα των Συνδικάτων», «Αγώνας για το Χτίσιμο της Λαϊκής Εξουσίας», «Ναι στην Κυβέρνηση των Εργατών, Όχι στην Κυβέρνηση των Αφεντικών». Τα πανό των Εργατικών Επιτροπών κυμάτιζαν πλάι πλάι μ’ αυτά των σωματείων, συνοψίζοντας το μεγάλο εύρος των αντιλήψεων που επικρατούσαν στο εσωτερικό της (εργατικής) τάξης. Περνώντας απ’ την έδρα του Σ.Κ., το πλήθος φώναζε όλο και πιο δυνατά «Έξω η CIA, έξω το ΝΑΤΟ». Απ’ τις 7 το απόγεμα, η διαδήλωση ελίσσονταν στους δρόμους της Λισαβόνας σαν τεράστιο φίδι που κινούνταν αργά, μαζεύονταν έξω απ’ τα εχθρικά κτήρια και σέρνονταν προς τα γραφεία του Υπουργείου Εργασίας όπου άρχιζαν οι συνομιλίες μεταξύ της Ιντερσιντικάλ και του ίδιου του Υπουργού, Ζοζέ Κόστα Μαρτίνς. Ο Κόστα Μαρτίνς δήλωσε ότι «δεν ήταν πια ζήτημα της μορφής που θα έπαιρνε η ενότητα αλλά μάλλον το αν θα γίνονταν σεβαστή η βούληση της πλειοψηφίας ή όχι».
Το Σ.Κ. δεν επρόκειτο να καμφθεί από μια τέτοια επίδειξη ισχύος. Η συγκέντρωσή του στις 16 Γενάρη κατέβασε 15.000 ανθρώπους για να υπερασπιστούν την ιδέα του πλουραλισμού (pluralismo). Ο Μάριο Σοάρες που τις προηγούμενες μέρες ήταν απασχολημένος με το ζήτημα της Ανγκόλας, συνομιλώντας με τις οργανώσεις MPLA, FNLA και UNITA στο Αλγκάρβε, είχε επιστρέψει στη Λισαβόνα. Επιτέθηκε στο PCP: «Αν το PCP δεν παίξει το παιχνίδι της δημοκρατίας, θα είναι μια τραγωδία για τον Πορτογαλικό λαό». Ο δεύτερος στην ιεραρχία, Σαλγκάντο Ζένια, ισχυρίστηκε «ότι αυτή ήταν μια αποφασιστική στιγμή, μιας και διακυβεύονταν το μέλλον της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού. Ο προτεινόμενος νόμος για τα συνδικάτα δεν προήλθε απ’ αυτά. Έγινε απ’ τη Νομική Σχολή της Κοΐμπρα... Η Προσωρινή Κυβέρνηση δεν είχε ποτέ γνώση του περιεχομένου του... Σαν σοσιαλιστές τασσόμαστε εναντίον του συγκεκριμένου νόμου. Ο Υπουργός Εργασίας βρίσκεται στα χέρια της Ιντερσιντικάλ. Καταγγέλλουμε επίσης και το PCP που σαμποτάρει τη δημοκρατία στην Πορτογαλία».     
Ο Σοάρες συνέχισε αυτή την επίθεση αναφέροντας ότι δεν ήταν απλώς ζήτημα των συνδικάτων. Το ραδιόφωνο κι η τηλεόραση χειραγωγούνταν επίσης. «Για να δώσουμε ένα παράδειγμα: αν πράγματι υπάρχουν ένα εκατομμύριο περίπου εργαζόμενοι που υποστηρίζουν τον συγκεντρωτισμό (unicidade), γιατί αρνήθηκαν την πρότασή μας να συζητηθεί το ζήτημα στην τηλεόραση; Ποιος φοβάται τον ανοιχτό διάλογο;».
Όμως όλα αυτά αποτελούσαν απλώς δημαγωγία. Κανείς δε μιλούσε για τα πραγματικά ζητήματα. Οι αψιμαχίες μεταξύ PPD, Σ.Κ. και PCP αφορούσαν το ποιος θα ελέγξει καλύτερα τους εργαζόμενους στη μελλοντική Πορτογαλία. Ο καθένας φανέρωνε το αληθινό του πρόσωπο. Στις 21 Γενάρη του 1975 –μια βδομάδα μετά τη γιγαντιαία διαδήλωση της Ιντερσιντικάλ- η Τρίτη Προσωρινή Κυβέρνηση ψήφισε το συγκεκριμένο νόμο. Στα χαρτιά, αυτό σήμαινε τη διευθέτηση του πράγματος. Στην πραγματικότητα όμως, η κατάσταση άλλαξε ελάχιστα. Οι σχέσεις μεταξύ συνδικάτων και Επιτροπών παρέμεινε ένα ανοιχτό ζήτημα.  
* * *
Η αντίθεση στην κυριαρχία του PCP μέσα στα συνδικάτα, δεν περιορίστηκε στο Σ.Κ. και το PPD. Υπήρξε επίσης κι εναντίωση στη βάση. Ενώ οι πολιτικοί ένοιωθαν πως απειλούνταν απ’ τη δύναμη της Ιντερσιντικάλ, το ίδιο συνέβαινε και με τους εργαζόμενους, αν και κατά ένα πολύ διαφορετικό τρόπο. Ο έλεγχος του PCP επί των συνδικάτων αποτελούσε εμπόδιο στη διεξαγωγή του ταξικού αγώνα. Κι αφού ο αγώνας αυτός δεν ήταν δυνατό να φύγει απ’ τη μέση, βρήκε άλλα μέσα για να εκφραστεί.
Η πλειοψηφία των αιτημάτων της εργατικής τάξης είχε διατυπωθεί απ’ τις Επιτροπές κι όχι απ’ τα συνδικάτα. Όταν αυτές έφτασαν στο σημείο να οργανώσουν όλα όσα γίνονταν, τα συνδικάτα γενικότερα κι η Ιντεσιντικάλ πιο συγκεκριμένα, απηύθυναν προειδοποιήσεις εναντίον των απεργιών, λέγοντας ότι αυτό θα βοηθούσε μόνο τους φασίστες. Σ’ εκείνη τη φάση, ένας αριθμός Επιτροπών –κι επιπλέον ορισμένα απ’ τα συνδικάτα- επιτέθηκαν ανοιχτά στην κυριαρχία που ασκούσε το PCP μέσα στο συνδικαλιστικό μηχανισμό. Αυτό έλαβε διάφορες μορφές:
Οι εργαζόμενοι στη χημική βιομηχανία (14) διεξήγαγαν γενικές συνελεύσεις, αν κι ήταν περίοδος καλοκαιριού, αποφασίζοντας μέσω αυτών ν’ απαιτήσουν μισθολογικές αυξήσεις. Το συνδικάτο –μέσα στο οποίο οι Μαοϊκοί ασκούσαν κάποια επιρροή- βρέθηκε σύντομα σ’ ανοιχτή σύγκρουση με την Ιντερσιντικάλ και της επιτέθηκε –όπως και στους υποστηρικτές της που βρίσκονταν στα μέσα ενημέρωσης- γιατί παρεμπόδιζε τον ελεύθερο διάλογο πάνω στο ζήτημα των απεργιών. Στα τέλη του Οχτώβρη, η ηγεσία του συνδικάτου έβγαλε την ακόλουθη ανακοίνωση που δημοσιεύτηκε σε αρκετές εφημερίδες: «Πρέπει να ξεσηκώσουμε τον κόσμο ενάντια στις προσπάθειες ορισμένων οπορτουνιστικών δυνάμεων που χρησιμοποιούν όλες τις μεθόδους προκειμένου να ελέγξουν τα υπάρχοντα σωματεία, ολοκληρώνοντας το ξεπούλημα  της εργατικής τάξης. Ξέρουμε καλά τις μεθόδους της διασποράς φημών και της ψευδολογίας. Τώρα όμως βλέπουμε τα κύρια όργανα της ενημέρωσης να συμμετέχουν ανοιχτά στη διαδικασία αυτή». (15)
Το συνδικάτο συνέχισε τη μάχη εναντίον της Ιντερσιντικάλ και των θέσεών της για τις απεργίες αλλά αργότερα διασπάστηκε. Ένα τμήμα του επανεντάχτηκε πλήρως μέσα στο κίνημα των Επιτροπών. Όσοι θεωρούσαν σημαντικότερο τον έλεγχο ενός συνδικάτου, ίδρυσαν μια νέα ομάδα –την AOC- «για να πολεμήσουν το ρεβιζιονιστικό PCP».  
Άλλες ενέργειες, παρόλο που πυροδοτήθηκαν κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες, οδήγησαν στη διαμόρφωση βαθύτερων αντιλήψεων. Οι αχθοφόροι του Λιμανιού της Λισαβόνας έκαναν πορεία στην πόλη, στις 11 Νοέμβρη, απαιτώντας την εξίσωση των αμοιβών τους με τις αντίστοιχες των υπόλοιπων εργαζόμενων, καταγγέλλοντας το σωματείο των αχθοφόρων ότι υπήρξε άντρο της PIDE (ο πρόεδρος του Σωματείου Φορτοεκφορτωτών υπήρξε μέλος του ΑΝΡ). «Απαιτείται μια εκ βάθρων ανασυγκρότηση», ανέφερε μια ανακοίνωσή τους, «μιας και το σωματείο είναι απόλυτα ταυτισμένο με το παλιό καθεστώς. Πρέπει να συνεχίσουμε τον αγώνα έξω απ’ τα σωματεία». (16)   
Η Εμφάνιση της Ίντερ-Εμπρέσας.
Το Γενάρη του 1975 αποφασίστηκε με πρωτοβουλία της Εφασέκ-Ινέλ να ιδρυθεί μια Ομοσπονδία Εργατικών Επιτροπών, κάτω απ’ τ’ όνομα της Ίντερ-Εμπρέσας. Συνέδεσε εργαζόμενους από 24 επιχειρήσεις, ανάμεσα στις οποίες βρίσκονταν κι οι μεγαλύτερες στην Πορτογαλία, «για να βοηθήσει και να στηρίξει τους εργατικούς αγώνες». Η Ίντερ-Εμπρέσας σχημάτισε ένα μπλοκ ισοδύναμο με την Ιντερσιντικάλ και από πολλές απόψεις, έγινε σύντομα δημοφιλέστερη απ’ αυτήν. Οι εταιρείες που εκπροσωπούνταν ήταν οι εξής: Εφασέκ-Ινέλ, TLP, TAP, Λισνάβ, Σετνάβ, ΕΝΙ, Σιντερουρζία, Κεργκάλ, Πλέσσεϋ, Τάιμεξ, Φάμπρικα Πορτουγκάλ, Ρέμπελ, Νταϊρούπ, Τεκνιβίντρο, Σοτέκνικα, Απλάιντ Μαγκνέτικς, Άκτα, Μπέρτραντ, Νιτράτος ντε Πορτουγκάλ, Μέσσα, ΕΙΡ, Πφάιζερ, Ξαβιέ ντε Λίμα και ΙΝΕ. Οι εργαζόμενοι πολλών άλλων επιχειρήσεων έδωσαν την υποστήριξή τους. Ορισμένες απ’ τις επιχειρήσεις που συμμετείχαν αποτελούσαν τμήματα μεγάλων τραστ κι οι εργαζόμενοι άρχισαν ν’ αποκτούν επαφή με τους συναδέρφους τους που δούλευαν στις υπόλοιπες επιχειρήσεις του τραστ. Ο Υπουργός Εργασίας δε βοήθησε στο ελάχιστο, επιλέγοντας να συνδιαλέγεται με την Ιντερσιντικάλ, της οποίας η πολιτική στήριξη ήταν δεδομένη. Ο Υπουργός Εργασίας κι η Ιντερσιντικάλ βρίσκονταν, έτσι κι αλλιώς, κάτω απ’ την επιρροή του PCP.  
H Ίντερ-Εμπρέσας δε διέθετε πολιτική ή νομική υπόσταση, εντός ή εκτός της παραγωγικής διαδικασίας. Επιπλέον, το πρόβλημα της πολιτικής παρέμβασης δεν αποτελούσε κάτι αυτονόητο. Όταν είχε προγραμματιστεί η άφιξη ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων στη Λισαβόνα, στις 7 Φλεβάρη 1975, η κυβέρνηση απαγόρευσε όλες τις διαδηλώσεις, εξηγώντας ότι επρόκειτο για καθαρά τυπική «επίσκεψη» που είχε καθοριστεί ένα χρόνο πριν. Η Ίντερ-Εμπρέσας δε συμμορφώθηκε. Ούτε όμως και χιλιάδες ακόμα εργαζόμενοι που το θεώρησαν σαν απόπειρα επιβολής μιας δεσποτικής παρουσίας στην Πορτογαλία.
Η Ίντερ-Εμπρέσας κάλεσε σε διαδήλωση. Η κυβέρνηση αρχικά την απαγόρευσε, λέγοντας ότι η στιγμή ήταν «ακατάλληλη». Το PCP επιτέθηκε χυδαία στην προτιθέμενη διαδήλωση, συγκρίνοντάς την με τις ενέργειες της «σιωπηρής μειοψηφίας» στις 28 Σεπτέμβρη. Το PCP οργάνωσε κατόπιν ένα «καρναβάλι» για την ίδια μέρα αφού συνέπιπτε με μια παραδοσιακή γιορτή. Η Ίντερ-Εμπρέσας παρέμεινε ακλόνητη. Επανέλαβε το κάλεσμά της προς το λαό να διαδηλώσει τόσο ενάντια στο ΝΑΤΟ, όσο και στο μεγάλο αριθμό απολύσεων. «Δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε τις απολύσεις απ’ τον ιμπεριαλισμό. Το ζήτημα των απολύσεων δεν είναι θέμα κακής διεύθυνσης. Είναι άμεσο επακόλουθο του συστήματος – του καπιταλιστικού συστήματος- που στηρίζεται απ’ τον ιμπεριαλισμό. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε στο ΝΑΤΟ, τη δύναμη κρούσης του ιμπεριαλισμού, ν’ αποβιβαστεί ανενόχλητο στο έδαφός μας».   
Στις 6 Φλεβάρη, η «Ομοσπονδία Σωματείων του Νότου» (μια απ’ τις κύριες συνιστώσες της Ιντερσιντικάλ) έβγαλε μια ανακοίνωση-καταγγελία για το κάλεσμα της Ίντερ-Εμπρέσας ως «μία ακόμα απόπειρα να δημιουργηθεί σύγχυση ανάμεσα στους εργαζόμενους». Η διαδήλωση όμως προχώρησε όπως σχεδιάστηκε. Έλαβαν μέρος περίπου 40.000 άνθρωποι. Ένα τεράστιο πανό που καταλάμβανε όλο το πλάτος του δρόμου, οδηγούσε την πορεία. Έγραφε: «Οι απολύσεις είναι η αναπόφευκτη συνέπεια του καπιταλιστικού συστήματος. Οι εργάτες πρέπει να καταστρέψουν το σύστημα αυτό και να χτίσουν ένα καινούριο κόσμο». Η διαδήλωση κατευθύνθηκε προς το Υπουργείο Εργασίας. Κατέφτασε ισχυρή δύναμη των ΜΑΤ αλλά υποχώρησε βλέποντας το μέγεθος του πλήθους. Κατόπιν εμφανίστηκε η COPCON, ακολουθώντας τη διαδήλωση με τζιπ.
Καθώς περνούσαν απ’ το Αμερικανικό Πολιτιστικό Κέντρο, οι διαδηλωτές βροντοφώναζαν: «Έξω το ΝΑΤΟ, έξω η CIA». Οι στρατιώτες του RAL-1 (1o Σύνταγμα Ελαφρού Πυροβολικού) που είχαν δεχτεί οδηγίες να φυλάνε το κτήριο, σάστισαν. Εδώ δεν επρόκειτο για διαδήλωση δεξιών. Όταν οι διαδηλωτές φώναξαν «οι στρατιώτες είναι παιδιά του λαού», οι φαντάροι ανταποκρίθηκαν στο σύνθημα υψώνοντας τις γροθιές τους σ’ ένδειξη αλληλεγγύης. Το θέαμα αυτό δεν μπορούσε ν’ αφήσει κανένα προλετάριο ασυγκίνητο. Οι διαδηλωτές βρίσκονταν στον έβδομο ουρανό.   
Έξω απ’ το Υπουργείο (τ’ οποίο είχαν εγκαταλείψει οι αξιωματούχοι του PCP), ένας εργάτης της Εφασέκ-Ινέλ διάβασε μια διακήρυξη. Αποκάλεσε την Ιντερσιντικάλ οργάνωση ταξικής συνεργασίας και ανέφερε: «Το καθήκον της εργατικής τάξης δεν είναι να συνδιαλέγεται με την άρχουσα τάξη αλλά να την καταστρέψει». Επευφημίες απ’ το ακροατήριο. Έδωσε κατόπιν μια ακριβή περιγραφή των όσων συνέβαιναν: «Οι διεκδικήσεις μέσα στα εργοστάσια εντείνονται κι οι εργάτες αρχίζουν να παραμερίζουν τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Οι Εργατικές Επιτροπές φτιάχτηκαν απ’ τους ίδιους τους εργάτες για να προχωρήσουν τον ταξικό αγώνα. Οι ρεφορμιστικές και ρεβιζιονιστικές οργανώσεις παλεύουν να χειραγωγήσουν τα σωματεία και ν’ απογυμνώσουν τις Επιτροπές». Έγιναν επαναλαμβανόμενες επιθέσεις στο PCP, παρόλο που το Κόμμα δεν κατονομάστηκε ποτέ.   
Η διαδήλωση είχε συγκεκριμένο αντίκτυπο. Αρνήθηκαν την άδεια αποβίβασης σε ένστολους ΝΑΤΟϊκούς κι οι περισσότεροι απ’ αυτούς έπρεπε να περάσουν τη βδομάδα στα πλοία τους. Η 7η Φλεβάρη είχε σηματοδοτήσει την είσοδο της Ίντερ-Εμπράσας στο πολιτικό πεδίο. Η διαδήλωσή της είχε υποστηριχτεί απ’ το σύνολο των επαναστατικών ομάδων. Όμως η Ίντερ-Εμπράσας δεν αποτελούσε από μόνη της πολιτικό σχηματισμό. Η Ομοσπονδία παρέμενε οικονομική. Η πολιτική, προς το παρόν, αφήνονταν στους πολιτικούς.  
Το Οικονομικό Πλάνο του Μέλο Αντούνες.
Οι πολιτικοί, στο μεταξύ, φρόντιζαν για τα δικά τους συμφέροντα. Το Οικονομικό Πλάνο του Ταγματάρχη Μέλο Αντούνες εγκρίθηκε απ’ την κυβέρνηση την αμέσως επόμενη μέρα.
Το πλάνο είχε αρχικά παρουσιαστεί στη «Συνέλευση των 200», στις 6 Δεκέμβρη 1974 ...ως το «δεύτερο πρόγραμμα του MFA». (17) Η «αριστερά» της Συνέλευσης αρνήθηκε όμως ότι είχε πλήρη γνώση του Πλάνου. Κατέφυγε έτσι, αντιμέτωπη με την υποχρέωση να δεσμευτεί τασσόμενη υπέρ ή κατά του πλάνου, στο να επαναβεβαιώσει την πίστη της στο Ανώτατο Συμβούλιο της Επανάστασης – «πεπεισμένοι ότι θα εφάρμοζε το πρόγραμμα του MFA μέχρι το τέλος, δηλαδή την αντιμονοπωλιακή του στρατηγική που θα βοηθούσε την εργατική τάξη». Εφτά μέρες αργότερα, η κυβέρνηση συνέλαβε τους διευθυντές τριών τραπεζών (Μπάνκο Ιντερκοντινεντάλ, Κρέντιτο Πρεντιάλ και Σοσιεντάντ Φινανσέιρα) ...όπως επίσης και τον πρώην διευθυντή της Τορράλτα, του τουριστικού συγκροτήματος (υπό καθεστώς αυτοδιαχείρισης, έτσι κι αλλιώς). Εκεί ακριβώς τερματίστηκε και η αντιμονοπωλιακή της πορεία.
Το νέο Οικονομικό Πλάνο περιελάμβανε 70 μακροπρόθεσμα μέτρα. Μιλώντας για το πλάνο (Ντιάριο Ποπουλάρ, 28 Φλεβάρη 1975), ο Μέλο Αντούνες εξέθεσε το όραμά του για το σοσιαλισμό. «Αποκλείει τον σοσιαλδημοκρατικό έλεγχο της διαχείρισης του καπιταλισμού ...αλλά δεν αποκλείει μια πλουραλιστική κοινωνία... ο ταξικός αγώνας που τώρα βρίσκεται σ’ εξέλιξη πρέπει να λάβει υπ’ όψη του τον εναλλακτικό ρόλο που η μεσαία τάξη μπορεί τώρα να διαδραματίσει». Μέσω του CIP, 47.000 επιχειρήσεις δήλωσαν την υποστήριξή τους στο νέο πλάνο.    
Οι διαδηλωτές της 7ης Φλεβάρη απαιτούσαν «την καταστροφή του συστήματος και το χτίσιμο ενός καινούριου κόσμου». Όλα όσα μπορούσε να σερβίρει η κυβέρνηση ήταν μια μίξη εθνικοποίησης περιορισμένης κλίμακας κι ενός θολού Τριτοκοσμισμού: μια «επαναστατική» συνταγή για τη διάσωση του καπιταλισμού.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις