Η ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ 1918-1921 (ΚΕΦ. 5-7) - DAUVE / AUTHIER


 Παρουσιάζουμε 3 κεφάλαια του έργου "Η Κομμουνιστική Αριστερά στη Γερμανία 1918-1921" των Dauve και Authier (κεφ. 5-7). Ολόκληρο το έργο στ' αγγλικά μπορεί να βρεθεί στο:  https://www.marxists.org/subject/germany-1918-23/dauve-authier/index.htm

(Μετάφραση για το "Γραφείο 18-71": Γ.Κ.)

Κεφάλαιο 5

Η Νοεμβριανή Επανάσταση” του 1918

Πριν την 9η Νοέμβρη

Η επανάσταση ξεκίνησε απ’ τους ναύτες του Γερμανικού στόλου στο Κίελο, το μεγαλύτερο λιμάνι της Βαλτικής. Είχαν στασιάσει το καλοκαίρι του 1917 κι είχαν συντριβεί: άλλοι φυλακίστηκαν, κάποιοι εκτελέστηκαν. Όπως οι εργάτες, οργάνωσαν την εξέγερσή τους μέσω των επαναστατών Συνδικαλιστικών Αντιπροσώπων. Είχαν οικοδομήσει επαφές με το τοπικό USPD (Ντίτμαν) που κατόπιν αποκήρυξαν στη διάρκεια της καταστολής της καλοκαιρινής τους εξέγερσης το 1917. Ήταν επίσης σ’ επαφή με τους εργάτες των ναυπηγείων του Κιέλου και των αποθηκών οπλισμού. Στα τέλη του Οχτώβρη του 1918, η Ανώτατη Διοίκηση του Γερμανικού Ναυτικού αποφάσισε τη διεξαγωγή μιας τελευταίας ναυμαχίας. Οι ναύτες αρνήθηκαν να σαλπάρουν, κατέλαβαν τα πλοία κι αργότερα την πόλη. Σχηματίστηκε ένα συμβούλιο εργατών και ναυτών που ανέλαβε τον έλεγχο της πόλης στις 4 Νοέμβρη.

Η στάση και το πρόγραμμά τους ήταν αρκετά πασιφιστικά: ειρήνη, δημοκρατία κι αναγνώριση των εργατών. Αυτό υπήρξε το πρόγραμμα όλων των συμβουλίων που γεννήθηκαν σ’ αυτή την πρώτη φάση. Πήραν τη μορφή των Ρωσικών σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών. Βασίστηκαν στις πόλεις, τις γειτονιές και τις διάφορες στρατιωτικές μονάδες. Η μορφή τους διέφερε απ’ την αντίστοιχη των επιχειρησιακών ή εργοστασιακών συμβουλίων.

Το συμβούλιο του Κιέλου, με πλειοψηφία του SPD, εξέλεξε τον Νόσκε ως πρόεδρό του, το ίδιο πρόσωπο που θα αποκαλούνταν αργότερα “δήμιος” της επανάστασης – σταλμένος στο προσκήνιο απ’ την ηγεσία του SPD, ανέλαβε επίσης τον έλεγχο της τοπικής διακυβέρνησης της πόλης. Το γεγονός από μόνο του συνοψίζει ολόκληρη την περίοδο: η εξέγερση επέλεξε ως εκπρόσωπό της τον άνθρωπο που είχε εμφανιστεί για να την καταπνίξει και που θα οργάνωνε πρόθυμα την ένοπλη καταστολή της.

Η συγκεκριμένη τακτική του SPD αποδείχτηκε καταλληλότερη μέσα στις δεδομένες συνθήκες απ’ την αντίστοιχη που υποστήριξε ο κυβερνητικός υπουργός του Καθολικού Κόμματος του Κέντρου (Zentrum), Ερτζμπέργκερ, που πρότεινε την ένοπλη επίθεση εναντίον του Κιέλου, χωρίς όμως να κατορθώσει να βρει κάποιον που να είναι σε θέση να εφαρμόσει ένα τέτοιο σχέδιο. Ο ίδιος άνθρωπος, ο Ερτζμπέργκερ, ο οποίος είχε παρουσιάσει την πρόταση ειρήνευσης που εγκρίθηκε απ’ το Ράιχσταγκ τον Ιούλη του 1917, θα δολοφονούνταν αργότερα απ’ την ακροδεξιά το 1920, σε μια περίοδο που οι επαναστάτες είχαν άλλα πράγματα να ασχολούνται απ’ το να παρακολουθούν εκτελέσεις υπουργών: οι καλές δημοκρατικές ψυχές των “εργατικών κομμάτων” θα μπορούσαν, ασφαλώς, να αξιοποιήσουν την ευκαιρία για να κριτικάρουν το σεχταρισμό των “αριστεριστών” που αρνήθηκαν τη συμμετοχή στις αδιάφορες καμπάνιες υπεράσπισης της νομιμότητας, κάτι που αποτελεί εσωτερικό ζήτημα της μπουρζουαζίας.

Η επανάσταση εξαπλώθηκε γρήγορα σ’ ολόκληρη τη χώρα, καταλαμβάνοντας το Αμβούργο και το Λύμπεκ στις 5 Νοέμβρη. Στο Αμβούργο ξέσπασε γενική απεργία μετά την εξέγερση του Κιέλου. [1] Μεγάλα πλήθη κατέλαβαν πολεμικά πλοία, το λιμάνι, τις έδρες των συνδικάτων, τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό και τους στρατώνες του συντάγματος της πόλης (κατόπιν ανταλλαγής πυροβολισμών που είχε σαν αποτέλεσμα ορισμένες απώλειες) κι έπειτα εξοπλίστηκαν χωρίς να λάβουν επιπλέον μέτρα. Η γερουσία (η τοπική διοίκηση της πόλης) και το συμβούλιο αλληλο-αναγνωρίστηκαν και λειτούργησαν (ή για την ακρίβεια απέτυχαν να λειτουργήσουν) παράλληλα: σε καμιά περίπτωση δεν επρόκειτο για κατάσταση δυαδικής εξουσίας. Αντί ν’ ασχοληθούν με υπαρκτά προβλήματα (τροφή, παραγωγή προς όφελος του πληθυσμού και της επανάστασης, εξοπλισμούς, σύναψη δεσμών με άλλες περιοχές) το συμβούλιο οργάνωσε εκλογές... για τα συμβούλια των εργατών και των στρατιωτών, οι οποίες θα έπαιρναν τρεις μέρες για να προετοιμαστούν. Αφού κατέλαβε την εξουσία, το συμβούλιο την απεμπόλησε αμέσως, αναζητώντας αντ’ αυτής τη νομιμοποίηση. Πρόεδρος του συμβουλίου ήταν ο H. Laufenberg. Το συμβούλιο ανακήρυξε “την αδιατάραχτη ενότητα της Ρωσίας των σοβιέτ με τη συμβουλιακή κυβέρνηση του Αμβούργου”. Σύμφωνα με τον H. Laufenberg ήταν το κίνημα του Αμβούργου που μετέτρεψε την ανταρσία του Κιέλου σε παγγερμανικό φαινόμενο, το οποίο εξαπλώθηκε στη Βρέμη (όπου το ISD [Ανεξάρτητοι Σοσιαλιστές της Γερμανίας, διάσπαση του SPD] ασκούσε μεγάλη επιρροή), τη Στουτγγάρδη (το πρώτο κομματικό τμήμα που αποχώρησε απ’ το SPD) κι αργότερα, στις 7 [Νοέμβρη], στο Μόναχο. [2] Οι διαδηλωτές στο Μόναχο ανακήρυξαν τη Βαυαρική συμβουλιακή δημοκρατία κι απελευθέρωσαν όλους τους πολιτικούς κρατούμενους. Εκείνη την περίοδο, όταν ακριβώς είχαν σχηματιστεί τα συμβούλια, αυτή η συμβουλιακή δημοκρατία φάνηκε να αντιγράφεται απ’ τη “συμβουλιακή δημοκρατία” της Ρωσίας. Πρόεδρός της ήταν ο Κουρτ Άισνερ (του USPD).

Αντίθετα απ’ την πρωτοκαθεδρία του Παρισιού στη Γαλλική επαναστατική ιστορία, το Βερολίνο, ύστερα απ’ την πίεση όλης της υπόλοιπης Γερμανίας, έπεσε την ενάτη [Νοέμβρη]: μια “μεραρχία” επαναστατών ναυτών (Volksmarinedivision) έφτασε απ’ το Κίελο κι οι διαδηλωτές κατέλαβαν όλα τα δημόσια κτήρια. Κάτω απ’ την άμεση δημοκρατική πίεση του πλήθους, ανακηρύχτηκε η δημοκρατία απ’ τον υπουργό του SPD Σάιντεμαν. Ο Έμπερτ τον κατηγόρησε γι’ αυτή την τόσο αντιδημοκρατική ενέργεια αφού μια δημοκρατία μπορεί ν’ ανακηρυχτεί μονάχα από μια συντακτική συνέλευση εκλεγμένη απ’ το λαό. Ο Σάιντεμαν απάντησε πως αν δεν είχε ενεργήσει κατ’ αυτό τον τρόπο, οι διαδηλωτές θα συσπειρώνονταν αμέσως γύρω απ’ τον Λίμπκνεχτ. Δημιουργήθηκε μια καθαρή Σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, αποκαλούμενη “Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων”, αποτελούμενη από τρία μέλη του SPD (Έμπερτ, Σάιντεμαν, Λάντσμπεργκ) και τρία του USPD (Χάαζε, Ντίτμαν, Μπαρτ). Χάρη στη δημοτικότητά του, προσεγγίστηκε ο Λίμπκνεχτ άλλα αρνήθηκε τη συμμετοχή του: επικεφαλής μιας άλλης διαδήλωσης, ο Λίμπκνεχτ, ανακήρυξε τη σοσιαλιστική δημοκρατία.

Εγκαθιδρύθηκαν γύρω στα 10.000 συμβούλια, εκλέγοντας μέλη που στη μεγάλη τους πλειοψηφία ήταν μέλη του SPD. Τόσο οι ηγέτες του SPD όσο κι ο Στρατός ενθάρρυναν αυτή τη διαδικασία και βοήθησαν στο σχηματισμό των συμβουλίων: “Όλη η εξουσία στα Συμβούλια”. Το συμβούλιο ήταν η μορφή που επιλέχθηκε για να εκκαθαρίσει το ανατρεπτικό κίνημα απ’ τις πρώτες κιόλας στιγμές της εμφάνισής του. Η “συμβουλιακή μορφή” δεν αποτελεί μικρότερη αποτυχία απ’ την “κομματική μορφή”. Επιπλέον, ακόμα και σήμερα, μιμούμενοι τους Λενινιστές, οι συμβουλιακοί αναφέρονται στο συμβούλιο λες και πρέπει να είναι πάντα επαναστατικό [συμβούλιο], ενώ τα τελευταία αποτέλεσαν μια εξαίρεση μέσα στη Γερμανική Επανάσταση. Οι Λενινιστές μιλάνε με τον ίδιο τρόπο για το “επαναστατικό κόμμα”, λες κι ήταν ένα επαναστατικό φυλαχτό, παρόλο που δεν υπήρξε ποτέ. Αυτές οι διαφωνίες που αφορούν το κόμμα ή το συμβούλιο είναι ανάξιες λόγου επειδή ανέκαθεν στερούνταν και θα εξακολουθήσουν να στερούνται οποιασδήποτε ιστορικής ουσίας.

Η Νοεμβριανή Επανάσταση έλαβε χώρα με έναν απολύτως απροσδόκητο τρόπο για όλα τα κόμματα και τις ομάδες που αποπειράθηκαν ν’ αναλάβουν την ηγεσία της, περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, αυτών που ήταν πλησιέστερα στη βάση, των RO [Revolutionäre Obleute Επαναστάτες Συνδικαλιστικοί Αντιπρόσωποι] των οποίων το σχέδιο για μια εξέγερση κατέστη περιττό απ’ το κύμα που απλώθηκε απ’ το Κίελο. Όμως η σοσιαλδημοκρατία γνώριζε στην εντέλεια πως να χρησιμοποιήσει αυτό το ρεύμα υπέρ της κι υπήρξε ακόμα πιο ικανοποιημένη όταν αυτό συμμορφώθηκε με τις επιθυμίες της. Όταν η σοσιαλδημοκρατία πήρε την εξουσία που το προλεταριάτο της είχε εκχωρήσει και που η μπουρζουαζία ήταν αρκετά συνετή για να της την παραδώσει. Η δημοκρατική επανάσταση είχε ήδη τελειώσει. Ο αυτοκράτορας είχε παραιτηθεί αφού κανείς δεν αναφερόταν πλέον σ’ αυτόν. Ο αγώνας εναντίον της κοινωνικής επανάστασης εγκαινιάστηκε και καθοδηγήθηκε απ’ το “ισχυρότερο εργατικό κόμμα στον κόσμο” και τους λαϊκούς του επιτρόπους, στ’ όνομα της δημοκρατίας, των συμβουλίων και του σοσιαλισμού. Ένας απ’ τους κινδύνους της δημοκρατίας είναι ότι εκμεταλλεύεται την ανάγκη για το μετασχηματισμό του περιβάλλοντός μας και της από κοινού δράσης – μια ανάγκη που διαψεύδεται απ’ το κεφάλαιο που οργανώνει τα πάντα σύμφωνα με τη δική του λογική, υποβιβάζοντάς μας σε μια παιδική κατάσταση στην οποία το μεμονωμένο άτομο δέχεται τα μέσα για να ζήσει χωρίς να τα παράγει. Η δημοκρατία είναι μια απόπειρα για το ταυτόχρονο ξεπέρασμα τόσο αυτής της απομόνωσης όσο και της παθητικότητας. Οι συγκαιρινοί της Γερμανικής Επανάστασης το είχαν αντιληφθεί αρκετά καλά. Το 1921, ο W. Roemer εξήγησε τα πλεονεκτήματα του συμβουλιακού συστήματος με τους ακόλουθους όρους: [3] σε άλλες εποχές, ο εργάτης δε διέθετε άλλες ευκαιρίες για πολιτική δράση απ’ αυτές που λάμβαναν χώρα μέσω ενός πολιτικού κόμματος και μέσω της ψηφοφορίας στις εκλογές, ενώ από τώρα και στο εξής συμμετέχει άμεσα χάρη στο συμβούλιο.

Οι Στρατηγικές κι οι Λειτουργίες των Διαφόρων Οργανώσεων

Για όσο διάστημα η μπουρζουαζία βρισκόταν σε αναστάτωση, το Κράτος ήταν προσωρινά εξουδετερωμένο. Η γραφειοκρατία δεν πρόβαλε πουθενά αντίσταση στο σχηματισμό των συμβουλίων τα οποία, αν και είχαν όλη την εξουσία στα χέρια τους, όπου κι αν εγκαθιδρύθηκαν άφησαν το παλιό Κράτος άθικτο, απαιτώντας απλώς απ’ αυτό να τα “αναγνωρίσει”. Ο Στρατός διαλύθηκε, αν κι οι αξιωματικοί κατόρθωσαν να επιστρέψουν στη Γερμανία με τρόπο λίγο-πολύ τακτικό και πειθαρχημένο. Με τους αντίπαλους στρατιώτες υπήρξε μικρός βαθμός συμφιλίωσης. Οι στρατιώτες που δεν ενσωματώθηκαν αμέσως στην πολιτική ζωή σχημάτισαν συμβούλια σ’ όλη τη χώρα και σε κάθε επίπεδο, απ’ τα στρατόπεδα μέχρι τα σώματα στρατού. Ήταν κυρίως σοσιαλδημοκράτες αλλά ολότελα άχρηστοι ως δύναμη άμεσης καταστολής: σκοπός τους ήταν μάλλον να αδρανοποιήσουν το κίνημα έτσι ώστε να το κάνουν να τερματιστεί απ’ την έλλειψη δράσης. Ορισμένοι αξιωματικοί αποπειράθηκαν να επαναφέρουν το status quo στο Στρατό όμως το μόνο που κατόρθωσαν ήταν να δημιουργήσουν τα Freikorps, καθοδηγούμενα από αξιωματικούς και κυβερνητικούς υπαλλήλους. Η μπουρζουαζία και τα κόμματά της δεν ανέλαβαν καμιά φανερή δράση και παραχώρησαν πολιτική εξουσία. Κάτω από πίεση, τα κόμματά της άλλαξαν ονόματα – όλα εξ’ αυτών εισήγαγαν λέξεις που σχετίζονταν με το “Λαό” στους τίτλους τους. [4] Ο φιλελευθερισμός ήταν αδύναμος στη Γερμανία: η μπουρζουαζία δεν υπήρξε πολύ ενωμένη. Το 1918, δεν καταστράφηκε οικονομικά αλλά παρέδωσε την πολιτική εξουσία στα εργατικά κόμματα. Για μια φορά ακόμα, κάτω απ’ το Ναζιστικό καθεστώς, η μπουρζουαζία δε θα ασκούσε από μόνη της την πολιτική εξουσία κι ο Χίτλερ θα μπορούσε να πει: “εγώ καθορίζω την πολιτική κι εσείς την οικονομία”. [5] Αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η μπουρζουαζία διχάστηκε μεταξύ δημοκρατικών και μοναρχικών, ανάμεσα σ’ αυτούς που ωφελούνταν απ’ τον πληθωρισμό και σ’ όσους ζημιώνονταν απ’ αυτόν κ.ο.κ. [6]

Το SPD, ήδη στην εξουσία, είχε γνωρίσει μεγάλη μείωση στον αριθμό των μελών του, η οποία στα μάτια του έμοιαζε με σημάδι της προλεταριακής ριζοσπαστικοποίησης, αν κι οι μάζες του επέτρεψαν να παραμείνει στην εξουσία. Απ’ τη στιγμή που κατέλαβε τα ανώτατα αξιώματα του Κράτους, τα μέλη όπως και το ακροατήριό του επεκτάθηκαν πολύ γρήγορα: έλαβε το 35 % των ψήφων στις εκλογές του Γενάρη του 1919. Ήταν η “ραχοκοκαλιά του νέου αστικού Κράτους” (Wolffheim).

Παρόλο που είχε συγκροτηθεί απ’ αυτούς που είχαν εκδιωχθεί απ’ το SPD, το USPD ποτέ δεν έχασε την ελπίδα της επανένωσης. Δεδομένου ότι οι ηγέτες του ασχολούνταν κυρίως με την άσκηση της εξουσίας, δεν εξέτασαν την πιθανότητα συγκρότησης ενός συμβουλίου όπως η αριστερά των Σπαρτακιστών επιθυμούσε. Λαμβάνοντας υπόψη το προφανές ρεύμα ριζοσπαστικοποίησης, ο Σπάρτακος έπρεπε να δείξει πως είχε καταστεί τουλάχιστον μια σημαντική μειονότητα εντός του USPD. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η “κοινή γνώμη”, ο τύπος κτλ, έκανε χρήση του όρου “Σπαρτακιστές” ως πιο κατάλληλο απ’ τα “αριστεροί ριζοσπάστες”, “διεθνείς σοσιαλιστές” κτλ προκειμένου να προκαλέσει αίσθηση κι ότι ο όρος αποδόθηκε συνολικά στο επαναστατικό κίνημα, εντός του οποίου ο Σπάρτακος αποτελούσε απλώς μια ομάδα ανάμεσα στις υπόλοιπες, η οποία δεν επρόκειτο να αποτελέσει ούτε την πλειοψηφία ούτε το ριζοσπαστικότερο ρεύμα μέσα στο KPD. Ο όρος “αριστεροί ριζοσπάστες” θα χρησιμοποιούνταν επίσης κατά έναν ασαφή τρόπο, υποδηλώνοντας όχι μόνο την αριστερά του USPD (χωρίς διάκριση) αλλά κι οτιδήποτε βρισκόταν στ’ αριστερά του USPD. [7]

Στις 7 Οχτώβρη του 1918, οι Σπαρτακιστές, ως αυτόνομη ομάδα, συγκάλεσαν ένα εθνικό συνέδριο στο οποίο προσκάλεσαν τις ομάδες του ISD σαν παρατηρητές. Το συνέδριο αυτό υιοθέτησε το σύνθημα, που είχε ήδη ακουστεί σε ορισμένα μέρη στη διάρκεια της περιόδου 1917-1918, που καλούσε στο σχηματισμό συμβουλίων παντού ακολουθώντας το Ρωσικό μοντέλο. Υιοθέτησε ένα δημοκρατικό μεταβατικό επαναστατικό πρόγραμμα που παρουσιάστηκε ως εξής: κατάργηση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων, απαλλοτρίωση των τραπεζών, της βαριάς βιομηχανίας και των ορυχείων, όπως επίσης των μεγάλων και μεσαίων αγροτικών ιδιοκτησιών, και την ολοκλήρωση της Γερμανικής ενοποίησης. Το τελευταίο σημείο ερχόταν σε αντίθεση με το “δικαίωμα αυτοδιάθεσης” του Γουίλσον, το οποίο επινοήθηκε για να αποδυναμώσει την Ευρώπη και να ισχυροποιήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και για να προωθήσει μετριοπαθή Κρατίδια ενάντια στην επανάσταση. Το συνέδριο αρνήθηκε ν’ ασχοληθεί με το ζήτημα του συνδικαλισμού που το θεώρησε “δευτερεύον” παρά την παρουσία πολλών αυτόνομων οργανώσεων στα εργοστάσια.

Απελευθερωμένος απ’ την κυβέρνηση στα τέλη του Οχτώβρη, ο Λίμπκνεχτ συναντήθηκε με τους συνδικαλιστικούς αντιπροσώπους (shop stewards / R.O. στα γερμανικά) του Βερολίνου οι οποίοι τον εξέλεξαν στην ηγεσία τους μαζί με τον Μίλλερ (ISD). Η Λούξεμπουργκ, που ήταν επίσης φυλακισμένη στη διάρκεια του πολέμου, απελευθερώθηκε απ’ την επανάσταση στις 9 του Δεκέμβρη. Την ίδια ακριβώς μέρα ο Σπάρτακος δημοσίευσε το πρώτο φύλλο της ημερήσιας εφημερίδας του, Rote Fahne (Κόκκινη Σημαία), το μελλοντικό όργανο του KPD, της δεξιάς πτέρυγας του KPD και του VKPD. Στις 18 του μήνα σχηματίστηκε η “Λίγκα των Σπαρτακιστών”, δηλώνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την κίνησή της για αυτονόμηση σε σχέση με το USPD.

Όπως ο Σπάρτακος, το ISD αύξησε και πολλαπλασίασε τον αριθμό των εκδόσεών του: ορισμένες εξ’ αυτών θα γίνονταν τα όργανα της αριστερής πτέρυγας που θα αποκλείονταν απ’ το KPD. Στις 23 Νοέμβρη, στη συνάντηση της Βρέμης, το ISD θα υιοθετούσε την ονομασία IKD: Internationale Kommunisten Deutschlands – Διεθνείς Κομμουνιστές της Γερμανίας. Αυτό θα ήταν ένα απ’ τα ονόματα που προτάθηκαν κατά το ιδρυτικό συνέδριο του KPD. Η οργάνωση των Λάουφενμπεργκ και Βολφχάιμ προσχώρησε στο IKD που ηγούνταν επίσης του συμβουλίου της Βρέμης. Στο Βερολίνο, ένα μέλος του IKD (ο Μίλλερ) εκλέχτηκε επικεφαλής των συνδικαλιστικών αντιπροσώπων. Την 1η Δεκέμβρη το IKD της Σαξονίας, με τον Ρούλε, συγκάλεσε το ιδρυτικό του συνέδριο: μετά από μια βδομάδα ύπαρξης αποβλήθηκε απ’ όλα τα συμβούλια που κυριαρχούσαν τα μέλη του SPD και του USPD. Αυτές οι ομάδες θα παρακολουθούσαν το εθνικό συνέδριο του IKD στις 24 Δεκέμβρη (βλ. επόμενο Κεφάλαιο). Μετά το Νοέμβρη, το IKD διακήρυξε την πλήρη αλληλεγγύη του με τους αγώνες και τα συνθήματα των Σπαρτακιστών και μαζί με τους τελευταίους διακήρυξε το σύνθημα: “Όλη η εξουσία στα συμβούλια”. Εν τούτοις, όπως μπορεί να συναχθεί απ’ τον τύπο και τη στάση του Σαξονικού IKD, το IKD, απ’ την ίδρυσή του, αντίθετα απ’ τους Σπαρτακιστές, έκρινε πως τα συμβούλια των εργατών και των στρατιωτών, τόσο πρόσφατα εγκαθιδρυμένα και προϊόντα ενός ακόμα συγχυσμένου κινήματος, δε θα μπορούσαν να γίνουν οχήματα για την προλεταριακή επανάσταση. Σ’ αυτό το σημείο, το IKD δεν υπήρξε θύμα του φετιχισμού της οργάνωσης και των μαζών. Πρόταξε ως συγκεκριμένο καθήκον την αποσαφήνιση του συσχετισμού δυνάμεων σ’ όλη τη χώρα και, εν συνόλω, διαδραμάτισε έναν πολύ λιγότερο γνωστό αλλά σημαντικότερο ρόλο απ’ ό,τι ο Σπάρτακος.

Σε εθνική κλίμακα, οι επαναστάτες συνδικαλιστικοί αντιπρόσωποι φάνηκαν να αποτελούν τη συνδικαλιστική αριστερά. Ως εκ τούτου, ταυτίζονταν ακριβώς με το USPD (ακολουθώντας την παλιά οικονομική-πολιτική διχοτόμηση που η επανάσταση θα προσπαθούσε να υπερβεί). Οι RO αποτελούσαν τελικά τη συνδικαλιστική οργάνωση του USPD. Επιβεβαίωσαν απόλυτα αυτή την τάση εφοδιαζόμενοι με μια συνδικαλιστική ηγεσία: Λέντεμπουρ, Ντάουμιγκ (αμφότεροι απ’ το USPD) και Μίλλερ (απ’ τους Βερολινέζους συνδικαλιστικούς αντιπροσώπους). Ακόμα και μετά την επανάσταση, οι RO θα άφηναν μέρος για το USPD. Στο Βερολίνο όμως, όπου η Σπαρτακιστική τάση του USPD ήταν ισχυρότερη, οι RO επεξεργάστηκαν το εξεγερτικό σχέδιο που θα βραχυκυκλώνονταν απ’ την ίδια την επανάσταση.

Την 1η Γενάρη του 1919, οι RO αρνήθηκαν να καταστούν η οικονομική οργάνωση του KPD απαιτώντας, μεταξύ άλλων, απ’ το κόμμα να εγκαταλείψει την προκλητική ονομασία του “Σπάρτακου”. [8] Ως έκφραση της ριζοσπαστικής-μεταρρυθμιστικής βάσης τους, οι RO θα αντικατασταθούν στη διάρκεια των αγώνων των αρχών του 1919 απ’ τις εργοστασιακές οργανώσεις και τις επιτροπές δράσης, τους πρόδρομους της μελλοντικής AAU. Μετά το τέλος του 1918, οι αριστερές επιτροπές δράσης υπήρχαν σ’ όλα τα εργοστάσια του Αμβούργου.

Στο μεταξύ, οι αναρχοσυνδικαλιστές, αν και παράνομοι και χωρίς ιδιαίτερη δράση στη διάρκεια του πολέμου, είχαν διατηρήσει το δυναμικό τους. Η Ελεύθερη Ομοσπονδία των Γερμανικών Συνδικάτων (FVDG) επανίδρυσε γρήγορα τις οργανώσεις της. Στις 26-27 Δεκέμβρη συγκάλεσε συνέδριο και, το σπουδαιότερο, αποφάσισε να καλέσει τα μέλη της να συνεργαστούν με τις κομμουνιστικές οργανώσεις (IKD) και τους Σπαρτακιστές, προς υποστήριξη των συμβουλίων και της δικτατορίας του προλεταριάτου. [9]

Η “Νοεμβριανή Επανάσταση” δεν υπήρξε καν μια αστική επανάσταση: τελικά, ήταν η πολιτική κατάληξη, που διεξήχθη απ’ το προλεταριάτο, μιας αστικής επανάστασης που είχε ξεκινήσει τον 19ο αιώνα. Αυτή η “επανάσταση” δεν ήταν επανάσταση: δεν πολέμησε την ουσία του Κράτους που απλώς τροποποίησε με δευτερεύοντα τρόπο. Ο Άιχορν, μέλος του USPD, που διορίστηκε “επικεφαλής της αστυνομίας” του Βερολίνου, δεν ήταν επ’ ουδενί πραγματικός αρχηγός της. Και τι είδους αστυνομία υποτίθεται πως διοικούσε; Η αστυνομία του αστικού κράτους δεν είχε αλλάξει. Το γεγονός και μόνο ότι οι εργάτες κι οι επαναστάτες κινητοποιήθηκαν για να την υπερασπιστούν ήταν κάτι περισσότερο από συμβολικό: αντανακλούσε την ανικανότητα του κινήματος. Το να γίνεται λόγος για “Γερμανική Επανάσταση”, αποδίδοντάς της το συγκεκριμένο όρο με τη βαθύτερη έννοιά του όπως έκανε η Λούξεμπουργκ στο τελευταίο της άρθρο (14 Γενάρη του 1919), αποτελεί μια επικίνδυνη αυταπάτη.

Κεφάλαιο 7

Πριν τη Σύγκρουση: ο Συσχετισμός Δυνάμεων

Η Μπουρζουαζία και το “Εργατικό Κόμμα”

Η οικονομική κρίση στα τέλη του 1918 και τις αρχές του 1919 οφειλόταν κυρίως στην οικονομική αποδιοργάνωση που προκλήθηκε απ’ τον πόλεμο και την ανάγκη αναπροσαρμογής εν καιρώ ειρήνης: σ’ αυτό το επίπεδο μονάχα, δεν ήταν κρίση με την έννοια της κυκλικής κρίσης. Τα χαρακτηριστικά της (σημαντική πτώση της παραγωγής, μεγάλο εμπορικό έλλειμμα, ένα εκατομμύριο άνεργοι στις αρχές του 1919 – με 250.000 άνεργους μόνο στο Βερολίνο – πτώση στα 2/3 της ανταλλακτικής αξίας του μάρκου) ήταν συγκυριακά αποτελέσματα του πολέμου και της αναπροσαρμογής. Η Γερμανία θα ξανακέρδιζε αργότερα την ανταγωνιστική της θέση. Όμως η απαγόρευση των απεργιών κι η έλλειψη των αναγκαίων για την επιβίωση έθεσαν τους εργάτες σε πολύ δύσκολη θέση που, μαζί με τις υπόλοιπες θυσίες στη διάρκεια του πολέμου, γέννησαν μια μόνιμη ετοιμότητα για βίαιη δράση κι εξέγερση σε μεγάλο τμήμα του προλεταριάτου που θα διαρκούσε μέχρι το Μάρτη του 1921, ακόμα κι όταν ο ρεφορμισμός ήταν γενικά σε κυρίαρχη θέση. Γι’ αυτό το επαναστατικό κίνημα, η δημοκρατική επανάσταση του Νοέμβρη ήταν απλώς μια στιγμή μέσα στη διαδικασία της κοινωνικής επανάστασης.

Ο τρόπος με τον οποίο ο καπιταλισμός κατόρθωσε να επιβιώσει και να συντρίψει την υπονόμευση ήταν κατά βάση νέος. Όλοι οι θεσμοί που θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί πως θα υπηρετούσαν την αντεπανάσταση, είχαν καταρρεύσει. Πρώτα απ’ όλα, το Κράτος κι ο Στρατός – η μπουρζουαζία παρέμενε στο παρασκήνιο και τα κόμματά της είχαν εγκαταλείψει την πολιτική εξουσία (βλ. προηγούμενο Κεφάλαιο). Η μπουρζουαζία παρέδωσε στους σοσιαλιστές, ο ηγέτης των οποίων, ο Έμπερτ, τους καθησύχασε: “Είμαστε οι μόνοι που μπορούν να διατηρήσουν την τάξη”. Ανάμεσα στις προ-επαναστατικές ιεραρχίες, το SPD και η ADGB ήταν οι μοναδικοί θεσμοί που ήταν ακόμα αποτελεσματικοί σε εθνική κλίμακα στη Γερμανία. Διέθεταν μεγάλη επιρροή πάνω στη ρεφορμιστική πλειοψηφία των εργατών. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι πρωτοβουλίες των εργατών όριζαν μέλη του SPD ως εκπροσώπους τους στις διαπραγματεύσεις, ακόμα και σε ιδιαίτερα ριζοσπαστικοποιημένες περιοχές όπως το Ρουρ και το Βερολίνο.

Πουθενά δεν ανέλαβε το προλεταριάτο δραστικά μέτρα του είδους που υποστήριζε ο Λένιν στις 27 Απρίλη του 1919 στο Μήνυμα προς τη Σοβιετική Δημοκρατία της Βαυαρίας. Είναι σ’ αυτό το δεδομένο πλαίσιο που πρέπει κάποιος να εκτιμήσει την έκταση του κινήματος και τις δυσκολίες της αριστεράς. Εκτός απ’ τη Βρέμη και τη Δρέσδη (κάστρα των αριστερών ριζοσπαστών στο μελλοντικό KAPD), το SPD θα εξακολουθούσε να ελέγχει τις πλειοψηφίες των συμβουλίων σε όλες σχεδόν τις μεγάλες πόλεις. [1] Οι προλετάριοι δεν δημιούργησαν τις δικές τους στρατιωτικές οργανώσεις και μόνο τμήμα του προλεταριάτου – με τις εξαιρέσεις του Αμβούργου, του Κιέλου και της Δρέσδης – πήρε τα όπλα. Στην Αλσατία, το κίνημα ασφυκτιούσε κάτω απ’ το βάρος του εθνικισμού λόγω του αγώνα επιροοής μεταξύ Γαλλόφιλων και Γερμανόφιλων. [2] Στη Βρέμη, το συμβούλιο απέλυσε εθνικιστές καθηγητές και αντιδραστικούς λειτουργούς κι οργάνωσε μια κόκκινη φρουρά. Στο Μπραουντσβάιχ σχηματίστηκε κόκκινη φρουρά κι εκκαθαρίστηκε το δικαστικό σώμα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτό έφτανε μέχρι την καταστροφή του “μισού” μονάχα Κράτους: κανείς όμως δεν ξεφορτώνεται το Κράτος με ημίμετρα. Στο Αμβούργο, το Συμβούλιο των Στρατιωτών ήταν στα χέρια της λαϊκής πολιτοφυλακής (Volkswehr) που είχε σχηματιστεί το Νοέμβρη του 1918 απ’ το Ένατο Σώμα Στρατού της Ράιχσβερ, χωρίς κανείς να γνωρίζει ποιος είχε τη διοίκηση. Ο Λάουφενμπεργκ πρότεινε στις 12 Νοέμβρη να διαλυθούν οι παραδοσιακοί πολιτικοί θεσμοί. [3] Όμως το Συμβούλιο ήρθε αντιμέτωπο με οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που δε μπορούσε να λύσει με τον αστικό τρόπο (λόγω έλλειψης χρημάτων) και τα οποία δεν προσπάθησε να λύσει με κάποιο κομμουνιστικό τρόπο. Προσπαθώντας να βρει έναν τρίτο δρόμο, προετοίμασε την ίδια του την πτώση. Στις 16 του μήνα, μια αντιπροσωπεία καπιταλιστών πρόσφερε οικονομική βοήθεια υπό τον όρο πως θα είχε το δικαίωμα ελέγχου της χρήσης των κεφαλαίων. Τότε το Συμβούλιο επανέφερε προσωρινά τους παραδοσιακούς θεσμούς για να μην φοβίσει τους Αμερικανούς αστούς που επρόκειτο να χορηγήσουν δάνειο στη Γερμανία. Ένα “Συμβουλευτικό Οικονομικό Συμβούλιο” αποτελούμενο από βιομηχάνους ανέλαβε τις οικονομικές υποθέσεις. Στις 18 του μήνα, με τις δημοτικές εκλογές να έχουν εξαγγελθεί για την 1η Απρίλη του 1919 και με την πολιτική μορφή να μην έχει λάβει επαναστατικό περιεχόμενο, ήταν λογικό να τεθούν αμέσως σε κίνδυνο ως τέτοια [συμβούλια]. Τα συμβούλια “αυτοκτόνησαν” μετά το Δεκέμβρη του 1918 με την αποδοχή της συγκρότησης μιας συντακτικής συνέλευσης και των κλασσικών τοπικών θεσμών εκλεγμένων με γενική ψηφοφορία. Οι εργάτες κυβερνούσαν ολόκληρες πόλεις αλλά δεν πέτυχαν τίποτα.

Στη Βαυαρία, οι μεταβολές στο στρατό ήταν καθαρά τυπικοί: ορισμένα δικαιώματα παραχωρήθηκαν στους στρατιώτες με αντάλλαγμα τη γενική υπακοή τους στους αξιωματικούς τους. [4] Ακόμα χειρότερα, το μοναδικό αποτέλεσμα αυτής της μεταρρύθμισης ήταν να οξυνθεί το μίσος των αξιωματικών για κάθε κοινωνική αλλαγή χωρίς να χορηγηθούν ως αντάλλαγμα τα μέσα στους στρατιώτες για να οργανωθούν εναντίον των σωμάτων των αξιωματικών. Ο J. Knief θεωρούσε “την πρακτική πολλών εκ των συμβουλίων των στρατιωτών ως αντεπαναστατική”. [5] Το ζήτημα θα αποφασιζόταν μέσα στο ίδιο το προλεταριάτο. Η πλειοψηφία των εργατών, οργανωμένων στα συνδικάτα και καθοδηγούμενων απ’ το SPD, θα γινόταν ο ενδιάμεσος για την επιβίωση του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο υπάρχει μόνο και μόνο επειδή οι εργάτες το δημιουργούν και το προλεταριάτο αναπαράγει το κεφάλαιο μέχρι την τελική διάρρηξη των σχέσεων που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του κεφαλαίου, παράλληλα με την εμπειρία πολλών αποτυχημένων επαναστάσεων, [το κεφάλαιο] αναγκάζει το προλεταριάτο να αγωνιστεί και του παρέχει τη δυνατότητα να παλέψει για την επιβίωσή του με την απόρριψη της ίδιας του της συνθήκης ως προλεταριάτου, περισσότερο με σκοπό να επιζήσει, μέσω πολιτικών μεταρρυθμίσεων και ενεργειών με τη μορφή των εργατών που πωλούν την εργατική τους δύναμη.

Έχοντας πάρει την εξουσία, το SPD διακήρυξε πως η επανάσταση τελείωσε, τουλάχιστον απ’ τη σκοπιά της βίας και της μαζικής δράσης. Αφού το κόμμα της εργατικής τάξης ήταν στην εξουσία κι η εργατική τάξη μ’ αυτό τον τρόπο είχε την πολιτική εξουσία στα χέρια του, ο επαναστατικός μετασχηματισμός των κοινωνικών σχέσεων (αυτό που αποκαλούνταν κοινωνικοποίηση) ήταν απλώς ζήτημα χρόνου: ήταν θέμα μιας προοδευτικής και ειρηνικής διαδικασίας. Έπρεπε επομένως να συνεχιστεί η ανάπτυξη του κεφαλαίου μιας που μόνο το κεφάλαιο που είχε φτάσει στο ανώτατο στάδιο της ανάπτυξής του μπορούσε να “κοινωνικοποιηθεί”. Γι’ αυτό το λόγο, η τάξη πρέπει να κυβερνά κι οι “Σπαρτακιστές” να συντριβούν. Ο όρος “Σπαρτακιστές” ήταν ένας διαφορετικός τρόπος να ειπωθεί το “αντιδραστικό λούμπεν προλεταριάτο”.

Το εργατικό κίνημα θεώρησε τους επαναστάτες προλετάριους ως περιθωριακούς σε σχέση με την “εργατική τάξη”. Αυτό υπήρξε επίσης η πηγή της ανόδου του ρατσισμού: ο αντισημιτισμός έσπειρε τον όλεθρο μέσα στο εργατικό κίνημα, [6] ειδικά εκείνο το είδος που στράφηκε ευθέως εναντίον των ανατολικών Εβραίων που είχαν φτάσει απ’ τη Ρωσία και την Πολωνία για να βρουν δουλειά ή να γλυτώσουν απ’ τα πογκρόμ.

“Οι Εβραίοι της ανατολής είναι ως επί το πλείστον μια προλεταριακή ομάδα βυθισμένη στη βρωμιά, τη φτώχεια και τη χαμηλότερη ηθική βαθμίδα του εμπορίου. Ανίκανοι να προσαρμοστούν στη βιομηχανία και με κράση επιπλέον που τους καθιστά γενικά ακατάλληλους για βιομηχανική ή αγροτική εργασία”.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτές οι γραμμές προέρχονται απ’ το μεγαλύτερο περιοδικό του SPD, Neue Zeit, μπορεί κάποιος να φανταστεί τις μορφές αντισημιτισμού που υιοθετούνταν στην καθημερινή αγκιτάτσια και προπαγάνδα. Ο Μπέκερ, αντιπρόσωπος του SPD στην εθνοσυνέλευση, διακήρυττε απ’ το βήμα το 1919: “Οι Βαρσόφκσυ, οι Άουερμπαχ κι οι Σίκμαν απ’ το Λοντζ, οι Σβαρόφσκυ κι οι Αλεξάντροβιτς απ’ τη Βαρσοβία, κάνουν δουλειές οπουδήποτε στο Μπρεσλάου και το Βερολίνο. Διασχίζουν τα σύνορα με πλαστά ή ληγμένα διαβατήρια. Αράζουν με τη χαρακτηριστική τους αλαζονεία στις πρώτες θέσεις από τις ταχείες μας... Τούτη η συμμορία πραγματικά δεν αξίζει να συνεχίσει να ζει σ’ αυτή τη γη... εξαφανίστε αυτά τα παράσιτα απ’ τον κόσμο μας”.

Διαθέτοντας καλύτερη εκτίμηση απ’ οποιονδήποτε άλλο για την επαναστατική δυναμική του ριζοσπαστικού κομματιού, την κινητήρια δύναμη του κινήματος που είχε προσφάτως προκύψει, το SPD έλαβε μέτρα για να συγκρουστεί μαζί του, ενώ αποπροσανατόλιζε τις “μάζες” με παχιά λόγια περί της έλευσης της κοινωνικοποίησης. Μπορεί κάποιος να δει την ιδεολογία της κοινωνικοποίησης στον Π. Λενς, που μετακινήθηκε απ’ την αριστερή στη δεξιά πτέρυγα των σοσιαλιστών κι ο οποίος ανακοίνωσε στις παραμονές της ειρήνης ότι το κεφάλαιο θα έβγαινε απ’ τη σύγκρουση ως “αιχμάλωτο του σοσιαλισμού”. [7] Η οικονομική κοινωνικοποίηση ήταν αναπόφευκτη: “ο καπιταλισμός πρέπει να οργανωθεί”. Προεικονίζοντας τους Ναζί, δηλαδή τη γλώσσα του εθνικοσοσιαλισμού, τόσο αγαπητή στο SPD, παρουσίασε την εναλλακτική μεταξύ της “κοινωνικής οργάνωσης” και της αντίστοιχης “πλουτοκρατικής”. Το Κράτος “έχει υποστεί μια διαδικασία κοινωνικοποίησης” κι η σοσιαλδημοκρατία έχει βιώσει μια διαδικασία “εθνικοποίησης”: “Για πρώτη φορά στην ιστορία εδραιώνουμε την αρμονία μεταξύ Κράτους και λαού”. Ο Ναζισμός θα δανειζόταν την “ολοκληρωτική γλώσσα” του απ’ τη σοσιαλδημοκρατία.

Σ’ ένα άρθρο πάνω στην Κοινωνικοποίηση, [8] ο Πάνεκουκ κριτίκαρε τον ίδιο τον όρο, ο οποίος από μόνος του δεν ορίζει τίποτα άλλο παρά τον οργανωμένο καπιταλισμό ή τον “Κρατικό σοσιαλισμό”. Δεν συζητάει [ο Πάνεκουκ] όμως την έννοια μιας κοινότητας χωρίς την ανταλλαγή. Κάτι που ούτε ο Γκόρτερ επρόκειτο να κάνει: [9]

Το προλεταριάτο πρέπει να πάρει το Κράτος και τη νομοθετική εξουσία στα χέρια του. Πρέπει να εγγυηθεί το μίνιμουμ των μέσων για την επιβίωση όλων των εργατών κι όλων όσων πρέπει να γίνουν εργάτες. Πρέπει ν’ αναλάβει τη διαχείριση του συνόλου της παραγωγής, του εμπορίου και των μεταφορών, καθώς και της διανομής της παραγωγής. Πρέπει να ορίσει την υποχρεωτική εργασία για όλους. Πρέπει ν’ απορρίψει το Κρατικό χρέος, να κατασχέσει τα πολεμικά κέρδη. Πρέπει να φορολογήσει μόνο το κεφάλαιο και το εισόδημα, φτάνοντας έτσι στη δήμευση του κεφαλαίου. Πρέπει ν’ απαλλοτριώσει τις Τράπεζες και τη μεγάλη βιομηχανία. Πρέπει να κοινωνικοποιήσει τη γη”.

Το SPD επωφελήθηκε επίσης απ’ τα βίαια μέτρα. Μετά τις 10 Νοέμβρη, ο Έμπερτ βρισκόταν σ’ επικοινωνία με την ηγεσία του Στρατού και τη διαβεβαίωνε για τη βοήθειά του: η δυσπιστία, κι ακόμα περισσότερο η δυσπιστία εκ μέρους του Γενικού Επιτελείου έναντι της σοσιαλδημοκρατίας, αποτελούσε χαρακτηριστικό που δε θα έπαυε απλά και μόνο λόγω του ότι η τελευταία είχε την κυβερνητική εξουσία. Ήταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή που ο Έμπερτ ξεστόμισε την περίφημη φράση του: “είμαστε το μοναδικό κόμμα που μπορεί να διατηρήσει την τάξη”. [10] Στις 11 του μήνα, η κυβέρνηση του Έμπερτ έσπευσε να υπογράψει ανακωχή έτσι ώστε να είναι ικανή ν’ αφιερωθεί σ’ έναν σημαντικότερο πόλεμο. Δεδομένου ότι ο Στρατός όφειλε να διαλυθεί σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής, οι ηγέτες του ανέλαβαν το σχηματισμό των Freikorps: ακόμα κι έτσι, τα στρατιωτικά μέσα που ήταν στη διάθεση της αντεπανάστασης κρίνονταν ακόμα φτωχά, κάτι που συνιστούσε σημαντικό παράγοντα την επιλογή της τακτικής που θα ακολουθούνταν. Το SPD αντιμετώπισε μια ιδιόμορφη κατάσταση, αντίθετα απ’ την αντίστοιχη, για παράδειγμα, που αντιμετώπιζαν οι Αυστριακοί εταίροι του. [11] Ιδρυμένη το 1889 κατόπιν συμφωνίας μεταξύ ριζοσπαστών και μετριοπαθών σοσιαλιστών, η Αυστριακή σοσιαλδημοκρατία δεν αναγκάστηκε να ψηφίσει υπέρ των πολεμικών πιστώσεων αφού η κυβέρνηση είχε διαλύσει το κοινοβούλιο το Μάρτη του 1914. Στήριξε παρόλ αυτά το Κράτος (πάνω απ’ όλους οι Κ. Ρέννερ και Β. Άντλερ εναντίον της αντιπολίτευσης του Φ. Άντλερ). Η Αυστριακή σοσιαλδημοκρατία δεν είχε βάψει τόσο τα χέρια της με αίμα σε σχέση με τη Γερμανική γείτονά της, διατηρώντας ως επί το πλείστον μια αριστερή ιδεολογία και εικόνα. Η “κοινωνικοποίηση” και η δημοκρατία είχαν συγκριτικά μεγαλύτερη σημασία στην Αυστρία απ’ ό,τι στη Γερμανία απ’ την πλευρά της άμεσης καταστολής. [12]

Η Λειτουργία της Δημοκρατίας

Η δημοκρατία εξυπηρέτησε κάθε σκοπό. Οι ηγέτες των συνδικάτων κι οι εργοδότες, που είχαν επί μακρόν συνυπάρξει στις ίδιες επιτροπές, υπέγραψαν γρήγορα τη συμφωνία που έγινε γνωστή με την ονομασία Arbeitsgemeinschaft: κυριολεκτικά, η “κοινότητα της εργασίας”. Οι επιχειρηματίες, έχοντας επίγνωση του ότι οι εποχές καθιστούσαν ένα ευρύ φάσμα μέτρων ανεφάρμοστο, παρέδωσαν τα “πάντα” για να διατηρήσουν αυτό που ήταν ουσιώδες.

Για τα συνδικάτα και το SPD αυτή η αντίδραση αποτέλεσε εξαιρετική προπαγάνδα για την εξασφάλιση μιας καλής αρχής για την κοινωνικοποίηση και για την πρόληψη των απεργιών. Υιοθετήθηκαν σημαντικές μεταρρυθμίσεις για εκείνη την περίοδο, όπως η αρχή της οχτάωρης εργασίας. Ειδικότερα, τα συνδικάτα αναγνωρίζονταν ως έγκυροι συνομιλητές και συνιστώσες μέσα στην επιχείρηση. Οι μικτές επιτροπές έγιναν υποχρεωτικές, αποτελούμενες από εκπροσώπους των συνδικάτων και των εργοδοτών στις επιχειρήσεις με περισσότερους των είκοσι εργαζομένων: αυτό το μέτρο θα εφαρμοζόταν το Γενάρη του 1920 υπό τον τίτλο του “νόμου των επιχειρησιακών συμβουλίων”. Αντί της καταφυγής στην απεργία και τη διεξαγωγή προπαγανδιστικών εκστρατειών ήταν καλύτερα να κουβεντιάζονται τα ζητήματα εντός της μικτής επιτροπής: αυτό θα αποκαλούνταν απ’ την αντι-συνδικαλιστική αριστερά “οικονομική δημοκρατία”.

Η συμβουλιακή δημοκρατία αναβίωσε την κοινοβουλευτική δημοκρατία, με τα συνδικάτα να είναι ανίκανα να υπερβούν το είδωλο της δεύτερης μέσα στις ίδιες τους τις τάξεις. Το Δεκέμβρη, οργανώθηκαν οι εκλογές για τις περιφερειακές βουλές: το SPD απέσπασε την πλειοψηφία, εκτός απ’ τη Σαξονία όπου το USPD αναδείχτηκε νικητής. Μέρος της ενέργειας του επαναστατικού κινήματος αποσπάστηκε και η συνείδηση που είχε οικοδομήσει με τις δικές του προσπάθειες εξασθένισε. Το SPD διακήρυξε τη στήριξή του στις εκλογές της συντακτικής συνέλευσης για να καθοριστεί η μορφή που θα έπαιρνε η μελλοντική αβασίλευτη και δημοκρατική Γερμανία. Όμως η εξουσία του SPD αποτελούσε το προϊόν ενός κινήματος που είχε λάβει τη μορφή των συμβουλίων και όχι του κοινοβουλίου. Εν μέσω των αδιάκοπα επαναλαμβανόμενων δηλώσεων πως τα συμβούλια ασκούσαν όλη την εξουσία κι ότι οι λαϊκοί επίτροποι ήταν απλώς οι εκπρόσωποί τους, πρέπει να ήταν αναμενόμενο πως το ίδιο το Παγγερμανικό Συνέδριο των Συμβουλίων θα αποφάσιζε, μέσω εκλογών στις οποίες θα συμμετείχαν όλες οι τάξεις, τη συγκρότηση μιας συντακτικής συνέλευσης στα χέρια της οποίας θα εκχωρούσε την εξουσία του. Αυτό ακριβώς αποφάσισε το Συνέδριο που έλαβε χώρα στο Βερολίνο μεταξύ 16 και 20 του Δεκέμβρη: από κει κι έπειτα, οι βασικές γραμμές της αποφασιστικής σύγκρουσης είχαν καθοριστεί. Αμέσως μετά έλαβε χώρα η επίθεση στην Volksmarinedivision.

Με σκοπό να εμποδίσει το επαναστατικό κύμα να σαρώσει τα πάντα, η αντεπανάσταση εδραίωσε το μοναδικό πραγματικά υπαρκτό μέσο προκειμένου να το σταματήσει: την ρεφορμιστική πλειοψηφία της εργατικής τάξης, που επιπροσθέτως είχε τους δικούς της συγκεκριμένους στόχους – διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες, συμβούλια, εκλογές. Όλα συνδέθηκαν με τη δημοκρατική ιδεολογία κι υπερασπίστηκαν με τα Freikorps. Στο τελευταίο αυτό επίπεδο βρισκόταν και το πρόβλημα: ο στρατιωτικός μηχανισμός της αντεπανάστασης ήταν λειψός σε στρατιώτες ενώ οι εργάτες ήταν οπλισμένοι. Η πρώτη ευθεία επίθεση στους ριζοσπάστες (την Volksmarinedivision) θα αποτύχαινε (βλ. επόμενο Κεφάλαιο). Αυτό θα παραχωρούσε τη θέση του στην τακτική της προοδευτικής συντριβής των μερικών ξεσηκωμών στις διάφορες περιφέρειες της Γερμανίας μιας κι η αντεπαναστατική επίθεση δεν μπορούσε να επικεντρωθεί ταυτόχρονα σε περισσότερες από μία περιοχές τη φορά. Υπήρξαν δύο επιτυχημένα αντεπαναστατικά κύματα, το Γενάρη-Φλεβάρη και το Μάρτη-Απρίλη του 1919, καθένα εκ των οποίων ξεκίνησε απ’ το Βερολίνο. Τούτη η σχετική αδυναμία του Κράτους εξηγεί επίσης το γιατί η Βαυαρία μπόρεσε να απολαύσει την “αυτοδιάθεση” μέχρι το Μάη.

Η συγκεκριμένη τακτική δε θα μπορούσε να πετύχει εκτός κι η επανάσταση, παρά την κλίμακά της, ήταν ανίκανη να δράσει ταυτόχρονα και με μια βούληση. Κάθε συμβούλιο εξουσίας είχε συγκεκριμένα προβλήματα διαφόρων ειδών που ήλπιζε να λύσει σε τοπικό επίπεδο. Δεν υπάρχει παράδειγμα κινήματος που ήταν νικηφόρο σ’ ένα Κράτος κι αφιερώθηκε στην αγκιτάτσια ενός γειτονικού (Κράτους). Ανάμεσα στους αριστερούς, φαίνεται πως οι Βολφχάιμ και Λάουφενμπεργκ υπήρξαν οι μόνοι που ασχολήθηκαν με την καθιέρωση της επικοινωνίας μεταξύ των εξεγερμένων ζωνών στη βόρεια και κεντρική Γερμανία, έχοντας αναλάβει την προοπτική της δράσης σε εθνική κλίμακα. Το έργο του Λάουφενμπεργκ Revolution in Hamburg (Επανάσταση στο Αμβούργο) είναι αρκετά αποκαλυπτικό στην απεικόνιση των σημαντικών κι αντιφατικών χαρακτηριστικών της Γερμανικής Επανάστασης – η δημοκρατική επανάσταση δεν ήταν απλώς μια κενή φράση. Ήταν πάνω απ’ όλα η αντίδραση που είχε επίγνωση της Γερμανίας ως ενοποιημένου Κράτους.

Μόλις εδραίωσε το αντίβαρο για ν’ ανακόψει την επανάσταση, η σοσιαλδημοκρατία έπρεπε ν’ αναλάβει άμεσα δράση με σκοπό να εμποδίσει τη συγκρότηση του προλεταριάτου σε μια και μόνο τάξη, μια διαδικασία που άρχισε στο τέλος του πολέμου και της οποίας η πρώτη συγκεχυμένη εκδήλωση υπήρξε η γενίκευση των συμβουλίων-σοβιέτ που θ’ αποκτούσε μια ολοένα και πιο ακριβή έκφραση στα εργοστασιακά συμβούλια και την αυξανόμενη δύναμη των Σπαρτακιστών και του IKD, ιδιαίτερα με τη συγχώνευση των δύο αυτών ομάδων μέσα στο KPD.

Το να γίνει λόγος για “στρατηγική”, “τακτική”, “προβοκάτσια” κτλ σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει ότι η κινητήρια δύναμη όλου αυτού του επαναστατικού κινήματος δημιουργήθηκε απ’ τη “συνείδηση”. Κάτω απ’ την πίεση της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης που ακολούθησε τον πόλεμο, οι κοινωνικές και πολιτικές ομάδες αναγκάστηκαν ν’ αναλάβουν δράση προκειμένου να επιβιώσουν. Η επιβίωση της μιας μπορούσε να επιτευχθεί μόνο εις βάρος της άλλης και κάθε ομάδα υιοθέτησε, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, την τακτική που οι προϋπάρχουσες συνθήκες επέβαλαν. Το SPD αναγκάστηκε ν’ αναλάβει δράση εναντίον της Volksmarinedivision και μετά την ήττα του ήταν αναγκασμένο να θυσιάσει ένα πιόνι εναντίον της επανάστασης (η αποβολή του Άιχορν). Και στις δύο περιπτώσεις, οι κινήσεις αυτές προκάλεσαν την αντίδραση του αντεπαναστατικού στρατοπέδου για το οποίο έγινε φανερό πως οι προλετάριοι, έχοντας φτάσει στα όρια των δυνατοτήτων τους, δε μπορούσαν να επιφέρουν την πτώση του σοσιαλδημοκρατικού Κράτους. Η αντίδραση κατόπιν τούτου μπορούσε να κινηθεί χωρίς το φόβο οποιασδήποτε απάντησης. [13]

Με την εξαίρεση της εξέγερσης του Ρουρ (1920) και της “Δράσης του Μάρτη” (1921), όλες οι κατοπινές προλεταριακές επιθέσεις θα ακολουθούσαν ένα σχετικά αμετάβλητο πρότυπο. Γεννημένες ως άμυνα εναντίον μιας επίθεσης απ’ την εξουσία του κεφαλαίου, βγήκαν στην επίθεση και κατέλαβαν την εξουσία σε μια περιοχή ή μια πόλη της Γερμανίας. Η επίθεση εξαντλήθηκε σ’ αυτό το επίπεδο κι έπειτα έλαβαν χώρα διαπραγματεύσεις - καθοδηγούμενες απ’ το USPD, τη δεξιά τάση του KPD κι αρχικά ακόμα κι απ’ τους τοπικούς ηγέτες του SPD – με τ’ απομεινάρια των τοπικών αρχών ή με την κεντρική εξουσία. Η τελευταία παραχώρησε τα πάντα, μιας που η ίδια δεν αμφισβητήθηκε. Κατόπιν, το επαναστατικό κύμα υποχώρησε κι η αδυσώπητη καταστολή μπορούσε ν’ αρχίσει.

Η Ίδρυση του KPD

Το πρελούδιο στην ίδρυση του KPD υπήρξε η εθνική συνδιάσκεψη του IKD που έλαβε χώρα στις 24 Δεκέμβρη, στο Βερολίνο, παρακολουθούμενη από αντιπροσώπους απ’ τη νότια Γερμανία, τη Σαξονία, τη Βαυαρία και τη Ρηνανία. [14] Διεξήχθη συζήτηση για να καθοριστεί αν θα σχηματιζόταν ένα ξεχωριστό κόμμα ή θα ενώνονταν με το Σπάρτακο. Το IKD προειδοποίησε την Ένωση Σπάρτακος ότι σε οποιαδήποτε περίπτωση το Κομμουνιστικό Κόμμα θα ιδρυόταν στη Γερμανία “είτε μ’ αυτήν είτε χωρίς αυτήν”. [15] Ο Ράντεκ είχε μόλις επιστρέψει στη Γερμανία έχοντας ήδη διαδραματίσει εξέχοντα ρόλο στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων στη Μόσχα και τους έπεισε να ενωθούν με το Σπάρτακο: απαίτησαν όμως ν’ αποχωρήσει η Ένωση Σπάρτακος απ’ το USPD. Στο ζήτημα της κοινοβουλευτικής δράσης ήταν διαιρεμένοι ανάμεσα σε δύο θέσεις, μια υπέρ της και μία κατά. Αποφασίστηκε να μην εκδοθεί διακήρυξη επί του ζητήματος μέχρι να συμβουλευτεί ο κάθε αντιπρόσωπος τη βάση του: όταν η συνδιάσκεψη συνεχίστηκε στις 30 του μήνα, μόνο ένας αντιπρόσωπος εξακολουθούσε να υπερασπίζεται τη συμμετοχή στο κοινοβούλιο.

Μη θέλοντας να παραμείνει στο USPD, η Ένωση Σπάρτακος έθεσε εαυτήν “εκτός οργάνωσης” παίρνοντας την πρωτοβουλία να συγκαλέσει εθνική συνδιάσκεψη τον Οχτώβρη (βλ. προηγούμενο Κεφάλαιο). Αποκλεισμένη εκ των πραγμάτων, αποδέχτηκε τη θέση του IKD κι αποχώρησε απ’ το USPD. Μια μικρή μειοψηφία (Λούξεμπουργκ, Λέβι και Λ. Γιόγκισες) ήταν πολύ διστακτική αφού έκρινε πως η κατάσταση δεν ήταν αρκετά “ώριμη” για τη δημιουργία επαναστατικού κόμματος. Ακολούθησαν όμως την πλειοψηφία. Το Συνέδριο όρισε την ημερομηνία που ο Σπάρτακος θα συγκαλούσε τη δεύτερη εθνική του συνδιάσκεψη: στις 30 του Δεκέμβρη.  

Πέρα από ορισμένες εξειδικευμένες ιστορίες, [16] κάθε φορά που συζητείται το θέμα του ριζοσπαστικού κινήματος του 1918-19, οι Σπαρτακιστές συγκεντρώνουν τη μεγαλύτερη προσοχή. Οι αριστερές ομάδες της Βρέμης, της Δρέσδης κτλ θεωρούνται γενικά ως περιθωριακές οργανώσεις. Η ιστορία (ανάμεσα σ’ άλλες, οι επίσημες ιστορίες των κομμουνιστικών κομμάτων) παραβλέπουν άκριτα την άποψη της κοινής γνώμης της εποχής, η οποία θεωρούσε το σύνολο του επαναστατικού κινήματος ως αποτέλεσμα μιας Σπαρτακιστικής συνωμοσίας. Το ίδιο φαινόμενο αναπαράγεται όσον αφορά κάθε επαναστατικό κίνημα: αν υπάρχει κάτι που η κοινή γνώμη (= η αστική ιδεολογία για το ευρύ κοινό) και μαζί της οι διάφορες ιδεολογίες που προέρχονται απ’ το Λενινισμό, δεν μπορούν να παραδεχτούν, αυτό είναι ότι οι επαναστατικές μάζες είναι οι δημιουργοί του δικού τους κινήματος, ότι οι ίδιες αποτελούν τους ηγέτες τους κι ότι μονάχα κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες είναι πραγματικά επαναστατικές. Μέσα στην επίμονη αναζήτησή της για υπαίτιους και “εγκεφάλους”, η αστική καμπάνια μετά την Κομμούνα είχε ήδη κατασκευάσει την εικόνα της IWA (Διεθνής Ένωση Εργατών) ως την εκτελεστική επιτροπή των χαρισματικών ηγετών που ενεργούσαν οπουδήποτε. Αυτή η ιδέα διείσδυσε αργότερα στις επαναστατικές γραμμές μολύνοντας το διάλογο Μαρξ-Μπακούνιν. Σε μια στιγμή επαναστατικής οπισθοδρόμησης, η μπουρζουαζία επέβαλε τη δική της αναπαράσταση μέσα στο ίδιο το ανατρεπτικό κίνημα. Κι έτσι θα πήγαινε όσον αφορά τα επαναστατικά γεγονότα μετά απ’ το 1917, ιδιαίτερα σε σχέση με το Λένιν και την Κομμουνιστική Διεθνή.

Στο ιδρυτικό Συνέδριο του KPD έγινε φανερό πως η συντριπτική πλειοψηφία των αντιπροσώπων, αν και δεν ήταν όλοι τους μέλη του IKD, υποστήριξε τις θέσεις του IKD. Το κόμμα θα συγκέντρωνε 90.000 μέλη το Μάρτη του 1919. Σύμφωνα με τον F. Kool, ιδρύθηκε κυρίως από νεαρούς εργάτες “χωρίς πολιτική πείρα”. Κατά τον Bock το κοινωνιολογικό προφίλ των νεο-στρατολογημένων ήταν πολυποίκιλτο σε μεγαλύτερο βαθμό και περιλάμβανε εργάτες απ’ όλα τα στρώματα του προλεταριάτου. Στη συνέχεια, θα επικρατούσε μια συναίνεση σε σχέση με την “έλλειψη ωριμότητας” των αντιπροσώπων του ιδρυτικού Συνεδρίου. [17] Οι ιστορικοί κι οι πολιτικές οργανώσεις δε μπορούν να παραδεχτούν πως οι προλετάριοι μπορούσαν να υιοθετήσουν “αυθόρμητα” τόσο ριζοσπαστικές θέσεις.

Έχοντας υιοθετήσει ομόφωνα το πρόγραμμα που είχε γραφτεί απ’ τη Λούξεμπουργκ κι είχε ήδη εκδοθεί στις 14 Δεκέμβρη ως το “Πρόγραμμα της Ένωσης Σπάρτακος” υπό τον τίτλο Τι Ζητάει ο Σπάρτακος; , παράλληλα με τα συνθήματα του “Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας (Ένωση Σπάρτακος)” ή KPS (S), η αριστερή πτέρυγα επικεντρώθηκε σε δύο ζητήματα, αυτό της συμμετοχής στις εκλογές (για τη συντακτική συνέλευση) καθώς και της δουλειάς στα συνδικάτα.

Το Συνέδριο διεξήγαγε μια συζήτηση πάνω στο ζήτημα της οργάνωσης αλλά κατά βάση αντιτάχτηκε στο συγκεντρωτισμό (κεντραλισμό). Η εργατική αυτονομία, αν όχι ο εργατισμός, κατείχε προνομιακή θέση στο Συνέδριο. Ο Eberlein διακήρυξε: [18] “Οι οργανώσεις του παλιού SPD, εκτός απ’ τις προεκλογικές περιόδους, είναι αδρανείς και κενές... Πρέπει να οικοδομήσουμε την οργάνωσή μας πάνω σε τελείως διαφορετικές βάσεις. Απαιτούμε τα συμβούλια των εργατών και στρατιωτών ν’ ασκούν όλη την πολιτική εξουσία. Τα εργοστασιακά συμβούλια αποτελούν τη βάση της εξουσίας. Η οργάνωσή μας οφείλει να προσαρμοστεί σ’ αυτή την κατάσταση. Θα ήταν έπειτα το καλύτερο, πιθανώς, να δημιουργήσουμε κομμουνιστικές ομάδες στα εργοστάσια. Δε μπορεί να γίνει ανεκτό το να επιβάλλονται οι διαταγές απ’ τα πάνω. Οι εργοστασιακές οργανώσεις πρέπει ν’ απολαμβάνουν πλήρους αυτονομίας. Το καθήκον του κεντρικού οργάνου είναι πάνω απ’ όλα αυτό της σύνδεσης των κινημάτων που αναπτύσσονται έξω απ’ αυτό και η εξασφάλιση της πολιτικής και ιδεολογικής ηγεσίας”. Κάθε οργάνωση πρέπει να διαθέτει απόλυτη αυτονομία δράσης. Το κεντρικό γραφείο έχει έναν μίνιμουμ πολιτικό ρόλο: το γραφείο ενημέρωσης, την προετοιμασία των συνεδρίων και τη διαχείριση των καθημερινών υποθέσεων. Πάνω απ’ όλα ήταν το να μην είναι ένα επαναστατικό γενικό επιτελείο για όλη τη Γερμανία. Οι εκπρόσωποι της κομματικής μειοψηφίας εκλέχτηκαν σε ηγετικές θέσεις: η Λούξεμπουργκ, ο Λίμπκνεχτ, ο Γιόγκισες, ο Λέβι. Ο μόνος “αριστεριστής” ανάμεσα στους ηγέτες του κόμματος, ο Φρέλιχ, στάλθηκε στη Βαυαρία. Το KPD δε θα υιοθετούσε το Μπολσεβικικό συγκεντρωτισμό ως “αρχή” της οργάνωσης παρά μόνο στο τρίτο του Συνέδριο (Οχτώβρης του 1920), έχοντας αποκλείσει την αριστερά, η οποία θα κατήγγειλε την εναλλακτική συγκεντρωτισμού-φεντεραλισμού ως ψευδή και θα ισχυριζόταν πως είχε ξεπεραστεί απ’ την “ενότητα” (βλ. κείμενα KAPD και AAU): [19] αυτή ήταν η αρχή της κριτικής στον οργανωτικό φετιχισμό.

Η συμμετοχή στις εκλογές απορρίφτηκε με 62 ψήφους έναντι 23 – ανάμεσα στους τελευταίους, ο Λίμπκνεχτ, δήλωσε πως είχε τελικά ψηφίσει “υπέρ” με μεγάλη απροθυμία. [20] Ο Knief, απ’ την άλλη, που άνηκε στο IKD της Βρέμης, ήταν υποστηρικτής του επαναστατικού κοινοβουλευτισμού. Οι 62 ψήφοι αντιπροσώπευαν το IKD και τη “βάση” του κόμματος.

Η Λούξεμπουργκ κατηγόρησε τους οπαδούς της αποχής για “μετατροπή του ριζοσπαστισμού (που στα Γερμανικά είναι συνώνυμο του “αριστερισμού”) σε μια πολύ εύκολη υπόθεση”. Απαιτούνταν μια “χρησιμότερη” τακτική, εξήγησε ο Λέβι στην παρέμβασή του, που θα συνίστατο στη συμμετοχή στις εκλογές με σκοπό την καταστροφή του κοινοβουλευτισμού. Ο Ρούλε παρουσίασε την έκθεση της αντιπολίτευσης. Η πλειοψηφία αυτών που είχαν “έλλειψη πολιτικής πείρας” δεν ήθελαν να ακούσουν ανοησίες περί κλασσικής πολιτικής κι οι εχθρικές κραυγές τους διέκοπταν συχνά τους λόγους της Λούξεμπουργκ και του Λέβι.

Ήταν ζωτικής σημασίας για τις τωρινές και μελλοντικές δράσεις τ’ ότι το Συνέδριο του KPD θα επιβεβαίωνε πως το κόμμα θα εργαζόταν για την καταστροφή των συνδικάτων καλώντας τα μέλη του να τα εγκαταλείψουν: αυτή ήταν η άποψη πλειοψηφίας των “αποχικών”. Εκ μέρους της αριστεράς, ο Φρέλιχ (Βρέμη) παρουσίασε την υποχρέωση να τελειώσει ο παλιός διαχωρισμός μεταξύ της πολιτικής οργάνωσης (κόμμα) και της οικονομικής οργάνωσης (συνδικάτο): το ζήτημα της ενιαίας οργάνωσης είχε τεθεί ήδη απ’ το 1917 στην Arbeiterpolitik και θα υποστηριζόταν απ’ τον Ρούλε και την AAU-E. Η Λούξεμπουργκ και η υπόλοιπη κομματική μειοψηφία δεν αντιμετώπισε άμεσα το ζήτημα: ήταν μονάχα μετά απ’ την επανάσταση που τα συνδικάτα, είπαν, θα μπορούσαν ν’ αντικατασταθούν όσον αφορά τον οικονομικό τους ρόλο απ’ τα συμβούλια. Η Λούξεμπουργκ πέτυχε την αναβολή της σχετικής συζήτησης παραπέμποντάς το σε μια επιτροπή και συνεπώς δεν υπήρξε ζήτημα κομματικής ψηφοφορίας. Η αντίθεση στα συνδικάτα δεν ήταν καθόλου εξασφαλισμένη, μιας και βασιζόταν ευρέως στην προτίμηση προς τα συμβούλια κι ήταν ήδη γνωστό ότι τα τελευταία ήταν στην πλειοψηφία τους ρεφορμιστικά. [21]

Ο ριζοσπαστισμός που επιδείχτηκε απ’ το Συνέδριο ήταν ένας λόγος για τον οποίο οι Συνδικαλιστικοί Αντιπρόσωποι (RΟ) αρνήθηκαν να προσχωρήσουν στο KPD. Κάτω απ’ την ηγεσία του Daumig, σχημάτισαν μια “Κοινότητα της Εργασίας” και το 1922 επέστρεψαν στ’ απομεινάρια του USPD (δηλαδή σε ό,τι είχε απομείνει απ’ αυτό μετά την αποχώρηση, κατά το 1920, της αριστερής του πτέρυγας προκειμένου να προσχωρήσει στο KPD – βλ. Κεφάλαιο 13), που σύντομα εισήλθε στο SPD. Μια μειονότητα επέλεξε να παραμείνει εκτός των SPD και KDP διατηρώντας την ονομασία USPD, που αργότερα διασπάστηκε με τη σειρά του σε δύο ομάδες το 1923 οι οποίες προσχώρησαν το 1931 στο SAD (ένα ακόμα κεντριστικό κόμμα). Το μέλη του πρώην USPD που επέστρεψαν στο SPD το 1922 διατήρησαν ορισμένες χαρακτηριστικά “αριστερές” θέσεις: εχθρότητα προς τις εθνικές συμμαχίες του σοσιαλιστικού κόμματος με αστικά κόμματα. Το 1923 εγκαινίασαν την απορριφθείσα εμπειρία της “εργατικής κυβέρνησης” στη Σαξονία. [22]

Ο ελιγμός της Λούξεμπουργκ σχετικά με το συνδικαλιστικό ζήτημα και το γεγονός πως η κομματική μειοψηφία εξελέγη σε ηγετικές θέσεις του κόμματος φανέρωσε κάποια απειρία ή ανικανότητα όσον αφορά τα πολιτικά ζητήματα απ’ την πλευρά της πλειοψηφίας του KPD: αυτό θα επιβεβαιωνόταν περαιτέρω όταν, τον Οχτώβρη του 1919, η μειοψηφία κατόρθωσε να αποκλείσει την πλειοψηφία. Η Γερμανική Αριστερά θα συγκροτούνταν και θα ξεχώριζε απ’ το Σπαρτακισμό, αντιμετωπίζοντας σ’ αυτή την πορεία περισσότερες δυσκολίες σε σχέση με τις άλλες πλευρές της ρήξης της με τη σοσιαλδημοκρατία. [23] Αν όμως υπήρχε μια ξεκάθαρη διαφοροποίηση μεταξύ “Σπαρτακισμού” και “Γερμανικής Αριστεράς”, αυτή σίγουρα δεν είχε αποκρυσταλλωθεί το 1919. Αν η προλεταριακή δράση ακολουθούσε ανοδική πορεία, κάτι που δε συνέβη, θα ήταν δυνατές οι βαθιές αναλύσεις. Είναι τόσο αδύνατο να χαραχτεί μια ευδιάκριτη γραμμή μεταξύ των δύο ρευμάτων όσο ψευδής είναι ο χρυσός μύθος του Σπαρτακισμού. Το Συνέδριο του KPD διχάστηκε πάνω στο “ζήτημα της ενιαίας οργάνωσης που υπερασπίστηκε το τμήμα του ISD... και το πρόβλημα των ηγετικών μαζών, που πέρα απ’ τη συγκέντρωση της υποστήριξης των προαναφερθέντων ριζοσπαστών διέθετε επίσης συμπαθούντες ανάμεσα στους Σπαρτακιστές οι οποίοι είχαν υπερασπιστεί αυτές τις θέσεις – αν και με κάπως ασαφή τρόπο – όταν συγκρότησαν τη Διεθνή φράξια του USPD”. [24] Ήταν όμως η αριστερά που θα παγιωνόταν στη διάρκεια της εξέλιξης των αγώνων του 1919 και οι αποκλίσεις της με τη δεξιά πτέρυγα του KPD θα γίνονταν τόσο βαθιές ώστε θα οδηγούσαν σε διάσπαση.

Οι Σπαρτακιστές ηγέτες θ’ αποδεικνύονταν ανίκανοι ν’ αποκοπούν απ’ τη σοσιαλδημοκρατία και τις μεθόδους της. Ένα απ’ τα σφάλματα της αριστεράς ήταν το ότι δεν άσκησε κριτική στο ίδιο το κομματικό πρόγραμμα. Σύμφωνα με το Τι Ζητάει ο Σπάρτακος; είχε λάβει χώρα μια επανάσταση: η πρώτη φάση της (μέχρι τις 24 Δεκέμβρη) ήταν “αποκλειστικά πολιτική” - από κει κι εμπρός έπρεπε να προσανατολιστεί σ’ αυτό που ήταν ουσιώδες: προς το πεδίο της οικονομίας. [25]

Η κατάκτηση της εξουσίας δε μπορεί να επιτευχθεί με ένα μόνο χτύπημα αλλά πρέπει να είναι σταδιακή: θα εισχωρήσουμε στο αστικό Κράτος μέχρι να καταλάβουμε όλα τα πόστα του και να τα υπερασπιστούμε ενάντια σε κάθε εξωτερική επίθεση... είναι ένας αγώνας που διεξάγεται βήμα βήμα, σώμα με σώμα, σε κάθε Κράτος, σε κάθε πόλη, σε κάθε χωριό, με σκοπό να περιέλθουν όλα τα όργανα εξουσίας στα χέρια των συμβουλίων των εργατών και των στρατιωτών, όργανα που πρέπει να αποσπάσουμε σιγά σιγά απ’ τα νύχια της μπουρζουαζίας. Ενώ πετυχαίνουμε αυτό το στόχο πρέπει πρώτα απ’ όλα να εκπαιδεύσουμε τους συντρόφους μας...”

Δεν έχει νόημα να επιμένουμε πάνω σ’ εκείνες τις πτυχές που χωρίζουν το Μαρξ (κάτι για το οποίο ο Πάνεκουκ, κι αργότερα ο Λένιν, θα έγραφαν επί μακρόν) απ’ αυτή τη “σταδιακή” κατάκτηση του καπιταλιστικού Κράτους από ένα προλεταριάτο που “εισέρχεται” σ’ αυτό. Πρόκειται για το ίδιο είδος απουσίας μιας ρήξης όπως εντοπίζεται στον Καουτσκισμό του Δρόμου προς την Εξουσία. Η αντίφαση της Λούξεμπουργκ, όπως και πολλών άλλων, ήταν πως υπήρξε στην ουσία επαναστάτρια, κι όχι μόνο στα λόγια, χωρίς όμως να έχει τα μέσα ώστε να γίνει πραγματικά τέτοια. Η αυθεντικότητά της έγκειται στη μέθοδο που διάλεξε για το σκοπό της: είναι πάντα ζήτημα διδαχής κι εκπαίδευσης αλλά μεω της δράσης κι όχι της κλασσικής παιδαγωγικής. Ο φόβος ενός αποτυχημένου πραξικοπήματος έκανε τη Λούξεμπουργκ να ανακαλέσει προτείνοντας έναν συγκεντρωτικό αγώνα: “Είναι ανάμεσα στη βάση, εκεί που ο κάθε εργοστασιάρχης συγκρούεται με τους έμμισθους σκλάβους του, απ’ όπου που εμείς πρέπει να ξεριζώσουμε τα μέσα εξουσίας, κομμάτι κομμάτι, απ’ τους κυρίαρχους”.

Η Λούξεμπουργκ δεν κατανόησε ότι αν κι η ταξική πάλη είναι ιδιαιτέρως ρευστή κι ευμετάβλητη, αποκρυσταλλώνεται επίσης με τη μορφή οργανώσεων, τόσο επαναστατικών όσο και αντιδραστικών. [26] Από κει προέρχεται η άρνησή της να δημιουργήσει μια ανεξάρτητη οργάνωση. Η λογική της σε σχέση με το Κράτος που γεννήθηκε το Νοέμβρη του 1918 ήταν σαν την αντίστοιχη που αφορούσε το SPD και το USPD. Αντιλαμβανόμενη την κοινωνική ζωή ως κίνημα, παραμέρισε τις στιγμές της ρήξης. Απέρριψε μια μετωπική επίθεση στο Νοεμβριανό Κράτος (όπως είχε προηγουμένως πράξει για την επίθεση στο SPD) επειδή οι εργάτες κατέλαβαν σημαντική θέση εντός του και μπορούσαν να επηρεάσουν την κατοπινή του εξέλιξη. Ασφαλώς, αν δεν υπάρχει ρήξη, μια καταστροφή των θεσμικών μορφών που προέρχονται απ’ την παλιά φάση της σταθερότητας, το κίνημα θα εξακολουθεί να παραμένει εσωτερικό κίνημα του καπιταλισμού κι επιπλέον ίσως συνδράμει τον καπιταλισμό να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Ο καπιταλισμός υιοθετεί τις εμφανίσεις της επανάστασης μονάχα προκειμένου να εκσυγχρονιστεί: όπως αναφέρει ο Μαρξ για τους δημοκράτες, στρατολογούν την επανάσταση στην πλευρά τους. Μερικές βδομάδες αργότερα, το ίδιο είδος συλλογισμού θα οδηγούσε τη Λούξεμπουργκ ν’ αυτοκτονήσει λόγω της επιθυμίας της να “σταθεί στο πλάι” των μαζών, να είναι παρούσα μέσα στο προλεταριακό κίνημα. Η ίδια στάση της επιθυμίας της να σταθεί δίπλα κοντά στις μάζες την έκανε να παραμείνει στο SPD, αργότερα στο USPD κι ακόμα πιο αργά να επιλέξει την εξεγερτική περιπέτεια.

Κεφάλαιο 7

Οι Συγκρούσεις: απ’ το Νοέμβρη του 1918 στο Μάη του 1919

Τα Συμβούλια Αυτοκτονούν

Στις 10 Νοέμβρη, οι εκπρόσωποι των συμβουλίων της περιφέρειας του Βερολίνου συναντήθηκαν και ανακήρυξαν τη “Σοσιαλιστική Δημοκρατία”, εκλέγοντας μια προσωρινή εκτελεστική επιτροπή (Vollzygsrat), αποτελούμενη από έξι μέλη του SPD, έξι του USPD και δώδεκα στρατιώτες, το σύνολο των οποίων υποστήριζε το SPD. Αν και θεωρούσε τον εαυτό του θεματοφύλακα όλης της εξουσίας, εκχώρησε όλη του την ισχύ στο συμβούλιο των λαϊκών επιτρόπων, στο οποίο ανακοίνωσε πως εναπόθετε όλη του την εμπιστοσύνη. Αυτό εξηγεί γιατί στις 13 του μήνα, αντιτάχτηκε στη δημιουργία μιας προλεταριακής κόκκινης φρουράς.

Σε ορισμένες περιοχές τα συμβούλια θα προχωρούσαν περισσότερο. Στη Βαυαρία ανακήρυξαν τη “Συμβουλιακή Δημοκρατία” (βλ. ανωτέρω). Στη Σαξονία, στο Μπρούντσβιχ, το Μπράουντσβάιχ κ.α. τα συμβούλια καθαίρεσαν τις τοπικές αρχές και πήραν την εξουσία. Ο αριστερός ριζοσπάστης Μέτζγκε εκλέχτηκε πρόερδος της σοσιαλιστικής δημοκρατίας του Μπράουντσβάιχ. Η εξουσία ασκούνταν επίσης απ’ τα συμβούλια/σοβιέτ στις βιομηχανικές περιοχές του κέντρου (Μάνσφελντ, Χάλλε) και της βόρειας Γερμανίας. Σε εθνική κλίμακα όμως το Γερμανικό Συνέδριο των Εργατών και των Στρατιωτών (16-20 Δεκέμβρη 1918) εκχώρησε την εξουσία του στο συμβούλιο των λαϊκών επιτρόπων: απ’ τους 485 αντιπροσώπους, οι 375 ήταν “κυβερνητικοί” (SPD και δεξιά πτέρυγα του USPD). Δεδομένου του ότι οι Λίμπκνεχτ και Λούξεμπουργκ δεν έγιναν αποδεκτοί ως αντιπρόσωποι αφού άνηκαν στους Σπαρτακιστές και του ότι πολλά μέλη του IKD είχαν αποφασίσει να μην παραβρεθούν στο Συνέδριο, της μοναδικής αντιπολίτευσης ηγήθηκαν οι Επαναστατικοί Αντιπρόσωποι όπως οι Μίλλερ, Λέντεμπουρ και Ντάουμινγκ, δηλαδή, οι πολιτικοί εκπρόσωποι της μη-Σπαρτακιστικής αριστεράς του USPD. Η αντιπολίτευσή τους έγκειτο στην απαίτησή τους να δοθεί στα συμβούλια μεγάλη σημασία στο μελλοντικό σύνταγμα. Η βασική απόφαση του Συνεδρίου ήταν ουσιαστικά ν’ αποδεχτεί την πρόταση του SPD για τη γρήγορη σύγκλιση της συντακτικής, στην οποία θα εκχωρούνταν όλη η εξουσία. Όμως τα συμβούλια επιθυμούσαν να συνεχίσουν να υπάρχουν ως θεσμοί απαιτώντας να τους παραχωρηθεί ρόλος στο σύνταγμα.

Είναι σαφές ότι σ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το παράδειγμα της σοβιετικής-Ρωσικής επανάστασης οδήγησε σ’ ένα φετιχισμό της μορφής των σοβιέτ. Για το Γερμανικό κίνημα, που δεν είχε φτάσει στο σημείο του ακραίου αυτού ριζοσπαστισμού, η “συγκρότηση” σοβιέτ μετατράπηκε σε υποκατάστατο της επαναστατικής δράσης. Στη διάρκεια του Συνεδρίου, οι Σπαρτακιστές, οι οποίοι είχαν αποκλειστεί απ’ τις εργασίες του, ηγήθηκαν μιας διαδήλωσης που καλούσε σ’ έναν ακόμα γύρο εκλογών για τα συμβούλια.

Η Σύγκρουση στο Βερολίνο: απ’ το Δεκέμβρη του 1918 ως το Γενάρη του 1919

Μ’ αυτή τη νίκη του SPD και την επιτυχία του στις τοπικές εκλογές για τη βουλή του Μπρούντσβικ, ο Έμπερτ θεώρησε πως είχε φτάσει η στιγμή να κάνει την πρώτη του κίνηση με την επίθεση στη Volksmarinedivision που αποτελούμενη από 3.000 ναύτες του Κιέλου είχε εγκατασταθεί στο Βερολίνο “για να υπερασπιστεί τις κατακτήσεις της επανάστασης” εναντίον των επιθέσεων της αντίδρασης. Για την κυβέρνηση, αποτελούσε τη βασική στρατιωτική εκδήλωση της επανάστασης: εξουδετερώθηκε με τον καλύτερο τρόπο στην πρώτη ευκαιρία.

Αμέσως μετά το Συνέδριο των Συμβουλίων, έγινε μια απόπειρα να προκληθούν οι ναύτες με την παρακράτηση των μισθών τους. Στις 24 Δεκέμβρη, οι ναύτες αντέδρασαν καταλαμβάνοντας την Καγκελαρία. Ο Έμπερτ, που δεν είχε δράσει ακόμα ανοιχτά, επικοινώνησε με το Στρατηγό Lequis, ο οποίος συγκέντρωσε τις δυνάμεις ασφαλείας περικυκλώνοντας τους ναύτες. Οι τελευταίοι κατέφυγαν στα βασιλικά ανάκτορα τα οποία χρησιμοποίησαν ως βάση τους. Η μάχη άρχισε με μια βολή πυροβολικού, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας 60 ναύτες, οι οποίοι αντιστάθηκαν μέχρι τη στιγμή που ξεκίνησε μια διαδήλωση ριζοσπαστών. Οι άντρες του Lequis, έχοντας περικυκλωθεί, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν: οι αξιωματικοί τους κατόρθωσαν να γλυτώσουν το λιντσάρισμα μονάχα χάρη σ’ ένα λόγο του Έμπερτ. Εκείνη τη στιγμή, οι διαδηλωτές κατέλαβαν επίσης τα γραφεία της [εφημερίδας του SPD] Vorwärts για πρώτη φορά: οι εργάτες του Βερολίνου θεώρησαν πως είχαν επανακτήσει τη δική τους εφημερίδα και δημοσίευσαν μια “Κόκκινη Vorwärts” για κάποιες μέρες. Οι ναύτες δήλωσαν στην “Κόκκινη Vorwärts” ότι, αντίθετα απ’ ό,τι γραφόταν στον τύπο, δεν ήταν Σπαρτακιστές. Η Rote Fahne το παραδέχτηκε αλλά πρόσθεσε ότι “το πνεύμα αυτού του [στρατιωτικού] αποσπάσματος είναι το δικό μας πνεύμα, το πνεύμα της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης”.

Μετά την αποτυχία αυτής της Κρατικής επίθεσης, οι λαϊκοί επίτροποι του USPD παραιτήθηκαν απ’ την κυβέρνηση, όπως οι Συνδικαλιστικοί Αντιπρόσωποι-RO τους είχαν προτρέψει να κάνουν απ’ τις 21 του μήνα. Ήταν μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο που το ιδρυτικό Συνέδριο του KPD είχε συγκληθεί. Αξιολογώντας τη δύναμη του επαναστατικού στρατοπέδου, πρέπει κάποιος να έχει κατά νου το γεγονός ότι οι ριζοσπάστες συγκάλεσαν συνέδριο αντί να επωφεληθούν αμέσως απ’ την επαναστατική νίκη που είχε μόλις καταφέρει ένα σημαντικό πλήγμα στην κυβέρνηση. Στις 25 του μήνα, με το επεισόδιο να πλησιάζει στη λήξη του, ο Έμπερτ δεν είχε να κάνει κάτι άλλο και θα πήγαινε για ύπνο δηλώνοντας πως δε γνώριζε ποιος θα βρισκόταν στην εξουσία όταν ξυπνούσε.

“Όταν ξύπνησε ο Έμπερτ”, με την παραίτηση των μελών του USPD, συν-επιλέχτηκαν τρία μέλη του SPD για το συμβούλιο των λαϊκών επιτρόπων. Ένας εξ’ αυτών, ο Νόσκε, επιφορτίστηκε με τις στρατιωτικές υποθέσεις επαναβεβαιώνοντας της εξουσία του πάνω στα διχασμένα απομεινάρια του Στρατού στο Βερολίνο. Επέδειξε μεγάλη αποτελεσματικότητα στο συγκεκριμένο του καθήκον. Στις 4 Γενάρη απέλυσε τον Άιχορν, αρχηγό της αστυνομίας και μέλος του USPD.

Στις 5 του μήνα, έλαβε χώρα μια μεγάλη διαδήλωση (700.000 άτομα) απαιτώντας την αποκατάσταση του Άιχορν. Αυτός ήταν ο αρχικός σκοπός της διαδήλωσης αλλά η κατοπινή σειρά των γεγονότων απέδειξε πως υπήρχαν άλλα, ριζοσπαστικότερα στοιχεία, στο εσωτερικό της. Μεγάλες απεργίες κι επαναστάσεις ξεκινούν συχνά με ανάλογα άτοπα συνθήματα. Για δεύτερη φορά, οι διαδηλωτές κατέλαβαν τα γραφεία της Vorwärts: τα μέλη του IKD Βερολίνου ανέλαβαν τον έλεγχο του κτηρίου.

Άμεσα εμπλεκόμενο, μιας κι ο Άιχορν ήταν ένα απ’ τα μέλη του, το USPD, έχοντας εγκαταλείψει αυτό που θεωρούσε βυθιζόμενο πλοίο στις 29 Δεκέμβρη, θεώρησε πως, αφού είχε λάβει χώρα μια εξέγερση, θα μπορούσε να την ελέγξει μέσω των Συνδικαλιστικών Αντιπροσώπων – RO, κατάλληλο όργανο για την κατάληψη της εξουσίας: εφάρμοσε λοιπόν “αριστερισμό”. Στις 5 Γενάρη, σχημάτισε μια “επαναστατική επιτροπή” που ενώθηκε με τους Σπαρτακιστές Λίμπκνεχτ και Pieck, τους οποίους αντιπολιτευόταν μια μειοψηφία (Λούξεμπουργκ) ηγετών του KDP. Είναι ψευδής η αναφορά σε “Σπαρτακιστική εξέγερση” σαν προϊόν έμπνευσης του KPD, αφού αυτή [η εξέγερση] ήταν το αποτέλεσμα σύνδεσης δύο δυνάμεων: του USPD, που αποσκοπούσε στην εξουσία, και της αριστεράς του KPD που επιδίωκε μονάχα την κοινωνική επανάσταση. Σε γενικές γραμμές, η εξέγερση κατευθύνθηκε στην πραγματικότητα πάνω απ’ όλα εναντίον του Κράτους. Το KPD, οι Συνδικαλιστικοί Αντιπρόσωποι – RO και το USPD δημοσίευσαν ένα φυλλάδιο καλώντας σε διαδήλωση και υπέρ του τερματισμού του δεσποτισμού που ασκούσε η κυβέρνηση. Ασφαλώς, μονάχα η δικτατορία του προλεταριάτου μπορεί ν’ ανατρέψει την κυβέρνηση: όμως το φυλλάδιο δεν έκανε καμιά αναφορά σ’ αυτό. Καλούσε τους εργάτες να κινητοποιηθούν και να παλέψουν χωρίς όμως να ορίζει έναν ξεκάθαρο αντικειμενικό στόχο. Αν κι ένα μέλος του USPD, ο Άιχορν, ήταν μέλος του Κρατικού μηχανισμού, η Sicherheitswehr [ειδικό σώμα ασφάλειας], συγκροτημένη κατόπιν πρωτοβουλίας του με σοσιαλιστές εργάτες και στρατιώτες, θα έπαιρνε επιπλέον το μέρος της κυβέρνησης. Η άκρα αριστερά κινητοποιήθηκε όχι για να καταστρέψει το Κράτος υπό αριστερή μεταμφίεση (που ήταν εξ’ ίσου επικίνδυνο με τη δεξιά του αντίστοιχη) αλλά για να εκκαθαρίσει αυτή την Κρατιστική αριστερά απ’ τα αντιδραστικά της στοιχεία (το SPD) – είχε επομένως την πρόθεση να εκκαθαρίσει το Κράτος. Η τεχνικά πρόωρη πλευρά της εξέγερσης έχει τονιστεί συχνά χωρίς όμως να τονιστεί το νόημά της. Οι αντίπαλοι αυτού του εγχειρήματος (η Λούξεμπουργκ, ο Γιόγκισες, η κεντρική επιτροπή με το Ράντεκ) ανησυχούσαν μόνο για την κατασπατάληση των μικρών επαναστατικών δυνάμεων. Δεν έγινε κατανοητό το ότι αυτή η εξέγερση ήταν το λογικό αποτέλεσμα μιας στάσης που είχε επίγνωση της εναντίωσης στο Κράτος αλλά που δεν αναζήτησε την καταστροφή του. Οι ηγέτες του KPD ακολούθησαν τους Συνδικαλιστικούς Αντιπροσώπους – RO. Απ’ την πλευρά της, η κομμουνιστική αριστερά, που δεν επιθυμούσε καν ν’ αναλάβει την ηγεσία του κόμματος στα χέρια της, στάθηκε ακόμα λιγότερο ικανή να τεθεί επικεφαλής των δράσεων στο δρόμο. Αυτό που ήταν τραγικό σε σχέση μ’ αυτό δεν ήταν το γεγονός πως ορισμένοι επαναστάτες προσπάθησαν ν’ αναλάβουν δράση η οποία θα κρινόταν εκ των υστέρων απέλπιδα αλλά το ότι απ’ τη στιγμή που πέρασαν στη δράση θα έκαναν μονάχα τη μισή δουλειά.

Τη νύχτα της 5ης [Γενάρη], η επαναστατική επιτροπή επεξεργάστηκε ένα σχέδιο για την εξέγερση της επόμενης μέρας. Ο Νόσκε στο μεταξύ στρατολόγησε τις δυνάμεις ασφαλείας της πόλης, τοποθετώντας τες στα περίχωρα του Βερολίνου κι επεξεργάστηκε τα πλάνα του για την ανακατάληψη. Στις 6 του μήνα, η εξέγερση κατέλαβε στρατηγικά σημεία της πρωτεύουσας. Μια επαναστατική επιτροπή (Λίμπκνεχτ, Λέντεμπουρ και Scholze, RO) ανακήρυξε την κυβέρνηση καθαιρεμένη. Ωστόσο, αν και κυρίαρχη προς ώρας της πόλης, αυτή η επιτροπή, χωρίς να διαλυθεί, διχάστηκε πάνω στο συγκεκριμένο σημείο: θα έκανε διαπραγματεύσεις; Η θάλασσα ήταν ήρεμη και τα ρεφορμιστικά αναχώματα δεν υπερχείλισαν. Με τον παλιό καλό συγκεντρωτικό τρόπο του, το USPD δε σταμάτησε ποτέ να διαπραγματεύεται με το Νόσκε. Ξεκίνησε μάλιστα μονομερείς διαπραγματεύσεις ενώ τα μέλη του, που υποστήριζαν την εξέγερση κι είχαν φτάσει στο σημείο ν’ ανατρέψουν την κυβέρνηση, εμπιστεύονταν ακόμα τη δημοκρατία της επιτροπής τους, χωρίς να βγουν εκτός γραμμής με σκοπό να την εγκαταστήσουν στην εξουσία με δική τους πρωτοβουλία. Έτσι ο Νόσκε κέρδισε πολύτιμο χρόνο και τον χρησιμοποίησε για να βάλει τις τελευταίες πινελιές στο σχέδιό του. Κάθε απόσπασμα των αντρών του θ’ αναλάμβανε να κατευνάσει από μια συνοικία του Βερολίνου. Η ανακατάληψη ξεκίνησε στις 7 του μήνα χωρίς να δειχτεί έλεος. Οι πολιορκημένοι καταληψίες της Vorwärts δολοφονήθηκαν ενώ εγκατέλειπαν το κτήριο υπό τους όρους της κατάπαυσης πυρός. Η μπουρζουαζία αρνήθηκε την πραγματικότητα της ταξικής πάλης στη θεωρία αλλά την κατανόησε καλύτερα απ’ τους εργάτες στην πράξη. Η Λούξεμπουργκ επέμεινε να μείνει με τους εξεγερμένους μέχρι τέλους: η ιδέα της “ένωσης” με τις μάζες είναι τόσο ψευδής όσο η αντίστοιχη της “καθοδήγησής τους”. Οι Λούξεμπουργκ και Λίμπκνεχτ συνελήφθησαν κι έπειτα δολοφονήθηκαν στις 15 Γενάρη.

Η Κεντρική κι η Νότια Γερμανία

Στις 19 του Γενάρη, οι εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση, απ’ τις οποίες το KPD απείχε, έδωσαν συντριπτική νίκη στο SPD: έλαβε 37,5 % έναντι 7,8 % του USPD. Η νέα σοσιαλιστική κυβέρνηση ήταν υπό την προεδρία του Σάιντεμαν, είχε το Νόσκε ως Υπουργό Άμυνας και περιλάμβανε υπουργούς απ’ το [κόμμα] Zentrum. Σταθερό στην εικόνα που αποτελούσε το σήμα κατατεθέν του και ριζοσπαστικοποιημένο απ’ το Νοέμβρη, το USPD, κατόπιν διαβουλεύσεων, αρνήθηκε τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση.

Στη Βρέμη παρόλ’ αυτά, στις 10 του μήνα, το KPD (η αριστερή του πτέρυγα και το USPD) ανακήρυξε τη συμβουλιακή δημοκρατία. Στο Αμβούργο, η αριστερά ήταν ακόμα δυνατή αλλά το SPD εστίασε την τοπική προπαγάνδα του στην αποτυχία των ριζοσπαστών να εγγυηθούν φυσιολογικές συνθήκες διαβίωσης (έλλειψη τροφίμων και καυσίμων). [1] Στην πραγματικότητα, η συνεχής αγκιτάτσια της αριστεράς επέφερε λιγοστές αποτελεσματικές αλλαγές, που βαθμιαία απομόνωσαν τη μειοψηφία των ριζοσπαστών εργατών. Εν μέσω της σύγχυσης ακόμα κι ο ίδιος ο Λάουφενμπεργκ συνελήφθη για να απελευθερωθεί λίγες ώρες μετά. Εξαναγκασμένος να παραιτηθεί στις 19 του μήνα προς όφελος ενός μέλους του SPD, εξήγησε ότι η αστυνομία βρισκόταν ακόμα υπό τον έλεγχο του SPD. Το γεγονός αυτό φανερώνει πως δεν υπήρχαν δύο παράλληλες δομές εξουσίας αλλά μονάχα μία, δηλαδή το καπιταλιστικό Κράτος που λίγοι επαναστάτες θεωρούσαν ότι μπορούσαν να κατακτήσουν εκ των έσω με τη βοήθεια κάποιων δράσεων του δρόμου: για μια ακόμα φορά ανακαλύπτουμε, κατά μία έννοια, τη στάση της Λούξεμπουργκ (βλ. προηγούμενο Κεφάλαιο). Ήταν πάντα η ίδια πρακτική αλλά με ριζοσπαστικές “εξωκοινοβουλευτικές” μεθόδους. Οι εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση έδωσαν ηχηρή νίκη σ’ εκείνους που είχαν αποδειχτεί πιο συνετοί: στο Αμβούργο το SPD συγκέντρωσε 51 % των ψήφων, το USPD 7 %. Ανάμεσα στους αντιπροσώπους του “Συμβουλίου των Εργατών του Ευρύτερου Αμβούργου”, 239 προέρχονταν απ’ το SPD, 14 εκπροσωπούσαν την ADGB, 37 ήταν μέλη του USPD και 25 ήταν αριστεροί ριζοσπάστες. Η κατάρρευση του επαναστατικού κινήματος του Αμβούργου υπήρξε αποτέλεσμα των τοπικών εξελίξεων και δεν οφειλόταν στην παρέμβαση του Βερολίνου: θα έχανε απ’ έξω αφού προηγουμένως είχε καταρρεύσει εκ των έσω.

Το Ρουρ υπήρξε σκηνικό εξεγερτικών απεργιών αλλά το συμβούλιο των ανθρακωρύχων του Έσσεν ανακηρύσσοντας την κοινωνικοποίηση των ορυχείων αποφάσισε απλώς αυτό που σήμερα θα γινόταν αντιληπτό ως “εθνικοποίηση”. Το σημαντικότερο επαναστατικό εγχείρημα σ’ αυτή την περιοχή εφαρμόστηκε απ’ τους αναρχικούς της FVDG (βλ. Κεγάλαιο 9): η κοινή δράση της FVDG με το KPD διήρκησε μέχρι τα τέλη Μάη του 1919. Αφού συνέτριψαν άμεσα το Βερολίνο, οι αντεπαναστατικές δυνάμεις έσπευσαν στο Ρουρ. Το SPD είχε ήδη ετοιμάσει το πεδίο: η παρουσία του στα συμβούλια και τις επιτροπές με το USPD, το KPD και την FVDG, το βοήθησε να αποδιοργανώσει την απεργία. Έπειτα ο στρατός εισέβαλε και υπέταξε την περιοχή. Οι εργάτες του Ρουρ, που είχαν ως ένα βαθμό πίστης στο SPD κατά το παρελθόν, εγκατέλειψαν το κόμμα και τα συνδικάτα με σκοπό να δημιουργήσουν τα unionen (τις “ενώσεις” της μελλοντικής AAU).

Στα τέλη Γενάρη, το Βερολίνο αποφάσισε ν’ αποστείλει στρατό στη Βρέμη, όπου το SPD είχε αποκλειστεί απ’ την τοπική κυβέρνηση. Στο Αμβούργο, ο Λάουφενμπεργκ εξέδωσε κάλεσμα την 1η Φλεβάρη για γενική κινητοποίηση ώστε να “βοηθηθεί η Βρέμη με κάθε δυνατό στρατιωτικό μέσο”. Με σκοπό ν’ αποσυνδεθεί απ’ την ανακοίνωση, το SPD του Αμβούργου έστρεψε την προσοχή “στον κίνδυνο του Πρωσικού μιλιταρισμού”. Μετά από σφοδρές συγκρούσεις, η Βρέμη κατελήφθη και το Αμβούργο δεν είχε κάνει το παραμικρό για να τη βοηθήσει. Η αριστερά αποφάσισε να εξοπλιστεί και δημιούργησε ορισμένες μονάδες της Volkswehr: το εκτελεστικό Συμβούλιο αποφάσισε να πάρει τα όπλα. [2] Οι ριζοσπάστες είχαν σε κάθε περίπτωση ασκήσει πίεση στις δομές της καπιταλιστικής εξουσίας (παλιές και νέες, αντιπροσωπευτικές ή εκτελεστικές) αλλά δε δημιούργησαν νέους θεσμούς που να ανταποκρίνονται στην αναγκαιότητα διεξαγωγής αποτελεσματικής πάλης εναντίον του κεφαλαίου. Οι αναταραχές του δεύτερου εξαμήνου του 1919 θα ήταν μάταιες αντιδράσεις εναντίον της καπιταλιστικής “ομαλοποίησης” που εξάλειψε τους ριζοσπάστες απ’ τις δομές εξουσίας στις οποίες είχαν διεισδύσει. Η αστυνομία εκκαθαρίστηκε κι αναδιοργανώθηκε: κάποιες φορές, τα παλιά Freikorps (που επισήμως είχαν διαλυθεί) σχημάτιζαν τον πυρήνα του δυναμικού της.

Με την κατάληψη της Βρέμης και της ευρύτερης περιοχής, η κυβέρνηση είχε ξανανοίξει το δρόμο προς τη θάλασσα, συντρίβοντας τη στρατηγική των αριστερών του Αμβούργου που σκόπευαν να σχηματίσουν μια αδιάσπαστη αλυσίδα εξεγερμένων περιοχών απ’ τη Βαλτική και τα Ολλανδική σύνορα μέχρι την κεντρική Γερμανία και την ανατολική και δυτική Σαξονία (Λειψία και Δρέσδη). Στα τέλη Γενάρη, ένοπλες συμμορίες αφιερώθηκαν στην καταστροφή των συμβουλιακών εξουσιών στην περιοχή του Μάνσφελντ (κεντρική Γερμανία). Στις 3 Μάρτη, στη συγκεκριμένη περιοχή κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος. Η νίκη των Freikorps ακολουθούνταν παντού απ’ την αγριότερη καταστολή. Μετά το Γενάρη του 1919, ο αριθμός των ανθρώπων που είχαν δολοφονηθεί στη Γερμανική Επανάσταση ξεπερνούσε τον αντίστοιχο συνολικό των νεκρών κατά τις δύο Ρωσικές επαναστάσεις, του Φλεβάρη και της Οχτωβριανής.

Το δεύτερο πλήγμα που κατάφερε η αντίδραση εκτεινόταν απ’ το Βερολίνο (Μάρτης) μέχρι τη δεύτερη ήττα του Ρουρ και την πτώση της Βαυαρίας (Μάρτης-Μάης). Αντιμετωπίζοντας τις βιαιοπραγίες των Freikorps, η Rote Fahne δημοσίευσε κάλεσμα για γενική απεργία ως διαμαρτυρία αλλά συμβούλεψε την αποφυγή των οδομαχιών. Τα Βερολινέζικα εργατικά συμβούλια εξέλεξαν μια νέα αριστερότερη απεργιακή επιτροπή, η οποία απαίτησε την αναγνώριση των συμβουλίων, την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων, την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων με τη Ρωσία [Σοβιετική Ένωση] και τη δημιουργία εργατικής φρουράς. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα κι οι πρακτικές πλευρές του ήταν μια έκδηλη επιστροφή στις ιδέες της δεξιάς κεντρικής επιτροπής του KPD. Ο Νόσκε απάντησε προσαρμοζόμενος στην πραγματική κατάσταση: όποιος συλλαμβανόταν οπλισμένος θα εκτελούνταν επί τόπου. 1200 εργάτες σκοτώθηκαν και χιλιάδες τραυματίστηκαν. Ο Γιόγκισες, τελευταίος απ’ τους τρεις ιστορικούς ηγέτες του Σπαρτακισμού, εκτελέστηκε. Ταυτόχρονα, η Συντακτική Συνέλευση πρόσφερε τα μέσα για την επιφορά της τελικής ήττας ψηφίζοντας υπέρ της ανασύστασης της Ράιχσβερ [του τακτικού Στρατού].

Τα Freikorps αναχώρησαν με σκοπό να καταστρέψουν τις νέες προλεταριακές δυνάμεις που ανασυγκροτήθηκαν στη διάρκεια των οδομαχιών κι εκείνων που είχαν επιζήσει μετά απ’ τις πρώτες επιθέσεις τους: στο Μαγδεμβούργο (10 Απρίλη), στο Μπρούντσβιχ (14 Απρίλη) κι έπειτα στη Σαξονία: στη Λειψία (11 Μάη) κι έπειτα στις υπόλοιπες πόλεις ή περιοχές, όπου η τοπική εξουσία “ήταν δυσανάλογη” της κατανομής εδρών στην Εθνοσυνέλευση. [3] Στη Σαξονία, για παράδειγμα, το USPD εξακολουθούσε να βρίσκεται στην εξουσία: καθαιρέθηκε. Ένας νέος και σημαντικός παράγοντας ήταν η αναζωπύρωση της μικροαστών που σχημάτισαν τα Einwohnerwehren (τοπικές ομάδες αυτο-άμυνας) υπό την προστασία των Freikorps. Εκείνη την περίοδο, επίσης, έλαβαν χώρα οι “εθελούσιες απεργίες” των καταστηματαρχών και των “λευκών κολάρων”. Αυτό το φαινόμενο μας βοηθάει να εκτιμήσουμε τη θέση του Γκόρτερ σχετικά με την “απομόνωση” του προλεταριάτου που έπρεπε να αγωνιστεί μόνο του στη Δυτική Ευρώπη (βλ. την Ανοιχτή Επιστολή στο Σύντροφο Λένιν).

Μεταξύ της συντριβής του Μαγδεμβούργου-Μπρούντσβιχ και της πτώσης της Λειψίας, έλαβε χώρα η ήττα του Ρουρ. Στα τέλη Μάρτη, το τοπικό κίνημα έδωσε το πρώτο παράδειγμα αυτόνομης οργάνωσης στην κλίμακα μιας απόλυτα βιομηχανικής περιφέρειας. Στις 30, οι αντιπρόσωποι των επαναστατών εργατών απ’ όλο το Ρουρ αποσπάστηκαν απ’ όλες τις συνδικαλιστικές ιδεολογίες, ιδρύοντας την Allgemeine-Bergarbeiter-Union (Γενική Ένωση Μεταλλωρύχων) στο Έσσεν. Ανίκανες να εμποδίσουν την ίδρυσή της αναγκάστηκαν να πνίξουν τούτη την “ένωση” εν τη γενέσει της. Η ύπαρξή της θα ήταν σύντομη αλλά αποτέλεσε την πρώτη ένωση προ- απεικονίζοντας την AAU. Η αριστερή πτέρυγα του KPD τη χαιρέτισε ως το ne plus ultra [κορωνίδα] της επαναστατικής προλεταριακής οργάνωσης επειδή τοποθετούνταν έναντι του καταπιεστικού διαχωρισμού “κόμμα-συνδικάτο” κι αποτελούσε δημιούργημα των ίδιων των μαζών. Η γέννησή της υπήρξε θέμα σχολιασμού στην Kommunistische Arbeiter-Zeitung (Εφημερίδα των Κομμουνιστών Εργατών) του Αμβούργου κι αναφέρθηκε στη μπροσούρα του Βόλφχάιμ Εργοστασιακές Οργανώσεις ή Συνδικάτα;

Η ένωση ξεκίνησε απεργία, η ήττα της οποίας επέτρεψε στην κυβέρνηση να διαλύσει τη νέα οργάνωση με μαζικές αστυνομικές επιδρομές. Η περιοχή του Ρουρ δε θα ξαναπερνούσε στη δράση παρά μόνο με το πραξικόπημα του Καπ, το Μάρτη του 1920 (βλ. Κεφάλαιο 12). Αφού χτυπήθηκε η ένωση, τα επαναστατικά συνδικάτα αποφάσισαν να δημιουργήσουν τη δική τους οργάνωση στην περιοχή, την FAU της Ρηνανίας-Βεστφαλίας, και να απομακρυνθούν απ’ την πολιτική της κοινής δράσης με το KPD. H Zentrale [Κεντρική Επιτροπή] του KPD έπραξε ομοίως. Το κίνημα είχε φτάσει προς ώρας στο τέλος του, με την κάθε ομάδα ν’ ανασυντάσσεται: ήταν το ξεκίνημα της περιόδου της δημιουργίας πολυάριθμων φατριαστικών οργανώσεων βάσης.

Βαυαρία

Το Ράιχ του 1918 ήταν υπερβολικά μεγάλο για να ελέγξει ένα Κράτος όλες του τις περιφέρειες ταυτόχρονα στη διάρκεια μιας επαναστατικής κυβέρνησης. Αυτός ήταν ένας σημαντικός λόγος για την ξεχωριστή περίπτωση της Βαυαρίας μέχρι να συντριβεί το κίνημα σ’ όλη την υπόλοιπη χώρα.

1. Νοέμβρης 1918- Φλεβάρης 1919

Στις 7 Νοέμβρη του 1918, η δημοκρατική επανάσταση έδωσε αμέσως την εξουσία στο USPD, με τον Άισνερ ως πρόεδρο μιας κυβέρνησης με αξιοσημείωτη αναρχική επιρροή (Μύζαμ και Λαντάουερ). Παρά τις διακηρύξεις της υπέρ των συμβουλίων, η κυβέρνηση διοργάνωσε δημοκρατικές εκλογές στις οποίες συμμετείχαν όλες οι τάξεις χωρίς να χορηγηθούν στα μέλη της εργατικής τάξης, για παράδειγμα, περισσότερες ψήφοι απ’ τις υπόλοιπες τάξεις (όπως στην περίπτωση της Ρωσίας). Στις 12 Γενάρη, το USPD συγκέντρωσε μονάχα το 2,5 % των ψήφων εκείνων των εκλογών. Στις 10 του μήνα, ο Άισνερ ήταν βέβαιος πως δεν ήταν σε θέση να εμποδίσει τους υποστηρικτές ενός εκλογικού μποϋκοτάζ, τα μέλη του KPD και του Συμβουλίου των Επαναστατών Εργατών υπό την επιρροή του Μύζαμ, απ’ το να απέχουν.

Το Βαυαρικό USPD (κι αυτό ίσχυε επίσης για το USPD στο σύνολό του) ήταν ένα κόμμα πεφωτισμένων δημοκρατών. Ή υπάρχει μια προλεταριακή δικτατορία και σ’ αυτή την περίπτωση αντί για τη διοργάνωση ενός δημοψηφίσματος, το προλεταριάτο προχωράει στην καταστροφή του κεφαλαίου (την κατάργηση του εμπορεύματος: δηλαδή στην άμεση ελεύθερη πρόσβαση στο σύνολο των άφθονων προϊόντων, στη γενναία μείωση της υποχρεωτικής εργάσιμης μέρας λόγω της απελευθέρωσης όλων των εργασιών που αφιερώνονται στις μεταμορφώσεις του εμπορεύματος, στην αγορά και την πώληση, και την ένταξη αυτών των εργαζομένων σε άλλες χρησιμότερες λειτουργίες κτλ) στην περίπτωση που η χώρα είναι επαρκώς αναπτυγμένη (αυτό δεν ίσχυε στην περίπτωση της Ρωσίας: το πρόβλημα του Ρωσικού προλεταριάτου, τόσο περιορισμένου στον αριθμό, ήταν αυτό της [προβαλλόμενης] αντίστασης, της διατήρησης στην πολιτική εξουσία και της στρατιωτικής υπεροχής μέσω μιας πολιτικής συμμαχιών με τα στρώματα των μικροαστών και των χωρικών μέχρι την παγκόσμια επανάσταση – εξ ου κι η διοργάνωση μη δημοκρατικών εκλογών με πριμοδότηση ψήφου για τους εργάτες) ή ένα κόμμα που έχει μόλις ανέλθει στην εξουσία στον απόηχο ενός εξεγερτικού αλλά μετά βίας ριζοσπαστικού κινήματος, όπως συνέβη στη Βαυαρία, δεν επιθυμεί να υπερβεί τα όρια της αστικής άσκησης της εξουσίας και θέλει να οργανώσει εκλογές, στις οποίες λαμβάνει μόνο το 2,5 % των ψήφων μετά από δίμηνη παραμονή στην εξουσία. Η πεφωτισμένη κι εγκληματική στάση εκ μέρους του Βαυαρικού USPD θα κορυφωνόταν με την “διά του νόμου” ανακήρυξη της συμβουλιακής δημοκρατίας.

2. Φλεβάρης – Μάρτης

Με το USPD να έχει αποσπάσει το 2,5 % των ψήφων, ξέσπασε αναπόφευκτα μια σύγκρουση ανάμεσα στην προσφάτως εκλεγείσα βουλή και την κεντρική εξουσία του κόμματος η οποία, αν δινόταν ιδιαίτερη σημασία στ’ αποτελέσματα του εκλογικού παιχνιδιού, εμφανίστηκε εξαιρετικά μειοψηφική. Η σύγκρουση αυτή φάνηκε πως θα επιλυόταν εύκολα μιας που ο Άισνερ, στα τέλη Φλεβάρη, αποφάσισε να υποβάλει με κάθε τύπο την επιστολή της παραίτησής του στους “λαϊκούς αντιπροσώπους”. Καθώς όμως εισερχόταν στο κτήριο της βουλής, δολοφονήθηκε.

Η κεντρική επιτροπή των Βαυαρικών συμβουλίων κήρυξε γενική απεργία. Η βουλή διαλύθηκε αυθόρμητα. Η πραγματική ισορροπία δυνάμεων, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εξαιρετικά αμφίρροπη ανάμεσα στη συμβουλιακή εξουσία και την κοινοβουλευτική δημοκρατία, δεν αντικατοπτριζόταν στο εκλογικό αποτέλεσμα. Η κηδεία του Άισνερ αποτέλεσε ευκαιρία για μια μαζική διαδήλωση. Τα συμβούλια εφάρμοσαν πιο δικτατορικά μέτρα: συνέλαβαν πενήντα περίπου αντιδραστικούς ομήρους, έκλεισαν τον αστικό τύπο και προσπάθησαν να εξοπλίσουν το προλεταριάτο. Εκτός απ’ τα συγκεκριμένα μέτρα, δεν επωφελήθηκαν απ’ την κατάσταση και μοιραία στερήθηκαν την πλήρη αξία των όσων εφάρμοσαν: αυτά τα μέτρα φάνηκαν να είναι υποκατάστατα της επαναστατικής δράσης, πρότυπο της οποίας ήταν η Κομμούνα ή η Ρωσία. Τα συμβούλια παραχώρησαν την εξουσία στη βουλή που εξέλεξε μια κυβέρνηση SPD-USPD, της οποίας προέδρευε ο Χόφμαν του SPD (ως απεικόνιση της μοναδικότητας της Βαυαρικής περίπτωσης: την ίδια περίοδο, η κεντρική κυβέρνηση της Βαϊμάρης υπό την ηγεσία του SPD είχε αστούς υπουργούς).

Σ’ άλλες περιοχές τα Freikorps επενέβαιναν για ν’ αποκαταστήσουν τις εξουσίες που τα συμβούλια είχαν πάρει απ’ τις τοπικές βουλές αλλά στη Βαυαρία τα συμβούλια παρέδωσαν από μόνα τους την εξουσία. Παρά τις ανακηρύξεις των “συμβουλιακών” (Βρέμη) ή της “σοσιαλιστικών” (Μπραουντσβάιχ) δημοκρατιών, πουθενά δεν πάρθηκαν μόνιμα μέτρα για την καταστροφή του κεφαλαίου: ήλπιζαν πως άλλοι θα ξεκινούσαν αυτά τα μέτρα. Οι περιφέρειες ήλπιζαν πως το Βερολίνο θα έκανε το πρώτο βήμα. Οι τοπικές επαναστατικές δυνάμεις (περιλαμβανομένων των μεγάλων βιομηχανικών περιοχών) εν αναμονή ενός τέτοιου γεγονότος, περιόρισαν τις δράσεις τους στην εφαρμογή πολλών μεταρρυθμίσεων. Στο Βερολίνο, η κυβέρνηση του SPD εδραιώθηκε σταθερά στην εξουσία με την τακτική των επιτυχημένων επιθέσεών της. Η αμοιβαία μετάθεση της ευθύνης για την πρωτοβουλία απ’ τον έναν στον άλλον παραμένει μια μια δημοκρατική στάση.

3. Η πρώτη κι η δεύτερη Συμβουλιακή Δημοκρατία – Απρίλης-Μάης

Ήταν ο Γ. Λαντάουερ που πρότεινε στις 6-7 Απρίλη τη δημιουργία της “Συμβουλιακής Δημοκρατίας”. Ένα τμήμα της Βαυαρικής κυβέρνησης, αποτελούμενο από τα πεφωτισμένα μέλη του USPD, τους αναρχικούς κι ακόμα από ορισμένα του SPD, θέσπισαν πομπωδώς τούτη τη Δημοκρατία υπό την επιρροή της Ρωσίας, της Ουγγαρίας – που ήταν τόσο κοντά – και πάνω απ’ όλα της εξουσίας των Βαυαρικών συμβουλίων. Οι κομμουνιστές, καθοδηγούμενοι απ’ το Λεβινέ, που είχε εκπαιδευτεί στη Ρωσία, και τον Φρέλιχ, το μοναδικό μέλος της Κεντρικής Επιτροπής που είχε σταλθεί στη Βαυαρία, [4] δε συμμετείχαν στην κυβέρνηση της νέας δημοκρατίας. Ορισμένοι (ο Φρέλιχ κι η αριστερά) εργάστηκαν για να ωθήσουν τα πράγματα πέρα απ’ τις επιθυμίες του USPD. Τους ασκήθηκε όμως κριτική απ’ τη δεξιά πτέρυγα (αναμφίβολα απ’ το Λεβινέ) η οποία με το ορθό επιχείρημα ότι κανείς δε μπορεί να δημιουργήσει μια συμβουλιακή δημοκρατία με διατάγματα, προείδε την πτώση του νέου καθεστώτος. Όπως όμως και το Γενάρη στο Βερολίνο, συμμετείχαν στην υπεράσπισή του όταν βρέθηκε κάτω από επίθεση.

Ο Χόφμαν, πρόεδρος της παλιάς κυβέρνησης, σχημάτισε μια νέα στο Μπάμπεργκ, την πιο ήρεμη πόλη της Βαυαρίας και ξεκίνησε να σχεδιάζει τα επόμενα βήματά του. Γύρω απ’ την υπόθεσή του συσπειρώθηκαν διάφορες πόλεις κι οι χωρικοί αρνήθηκαν να εφοδιάσουν την πόλη του Μονάχου. Η αρχική αντιδραστική επίθεση εξουδετερώθηκε στο Μόναχο. Στις 13 Απρίλη, οι εργοστασιακοί αντιπρόσωποι σχημάτισαν μια επιτροπή που καθοδηγούνταν απ’ το KPD. Κήρυξαν δεκαήμερη γενική απεργία που πλήρωσαν οι εργοστασιάρχες (οι οποίοι επομένως δεν είχαν εξουδετερωθεί ως τέτοιοι) με σκοπό να μπορέσουν οι εργάτες να προετοιμαστούν για σύγκρουση. Ο Κόκκινος Στρατός διεξήγαγε μαζικές παρελάσεις. Οι επαναστάτες πήραν τον απόλυτο έλεγχο του κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού της πόλης αλλά δεν μετέβαλαν τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Τα προβλήματα του εφοδιασμού θα συνεχίζονταν μέχρι να γίνουν αισθητά: η αποστράτευση είχε οδηγήσει σε ανεργία κια σχετικό υπερπληθυσμό που ανάγκασε 50.000 ανθρώπους (σε συνολικό αριθμό 650.000 κατοίκων) να στεγαστούν σε κτήρια με εκατοντάδες διαμερίσματα και κοινόχρηστους κοιτώνες. [5] Η επανάσταση απέτυχε να οργανώσει αυτούς τους πρόσφυγες. Με κάθε τουφέκι ο επαναστατικός στρατός έδωσε δέκα μέρες απ’ τις μελλοντικές αμοιβές του. Σχηματίστηκε ένας στρατός βασισμένος στο προλεταριάτο (απαραίτητη προϋπόθεση για τη νίκη) αλλά χωρίς ούτε μια μάχη ενάντια στις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες: ήταν μια καθαρά στρατιωτική δύναμη, η οποία ενέτεινε την απομόνωσή του (σύγκρινε με το Μ. Χολτζ: Κεφάλαιο 15).

Με το ξεκίνημα του εμφυλίου πολέμου οι κομμουνιστές μπήκαν στην κυβέρνηση. Οι αναρχικοί παραιτήθηκαν αφού οι Μύζαμ και Λαντάουερ ήταν θεωρητικοί της μη-βίας. Όπως σε πολλά επαναστατικά κινήματα στα οποία οι μάζες τράβηξαν μπρος, αυτοί παρέμειναν, παρά τις απόψεις τους, αλλά μονάχα για λίγο. Όμως την ώρα της καταστολής, ο Λαντάουερ θα δολοφονούνταν, ο Μύζαμ θα πιανόταν αιχμάλωτος κι ένας ακόμα αναρχικός, ο Τόλλερ, θα γινόταν ένας απ’ τους ηγέτες του Κόκκινου Στρατού. Οι τραγικές τους μοίρες δεν ήταν σ’ αντίθεση με τις αυτοκτονικές θέσεις τους, τόσο για τους ίδιους όσο και για τους άλλους. Συλλαμβάνοντας την επανάσταση ως γιγαντιαία πράξη άσκησης πίεσης απ’ την πλευρά των καταπιεσμένων, χωρίς την εξασφάλιση των αναγκαίων οργανωτικών και στρατιωτικών μέσων, συμμετείχαν στο κίνημα μονάχα για να διαχωριστούν απ’ αυτό κατά τη στιγμή της σύγκρουσης και, παρόλ’ αυτά, να χαθούν μέσα του.

Αυτή η δεύτερη κυβέρνηση αυτοχαρακτηρίστηκε “Δεύτερη Συμβουλιακή Δημοκρατία”. Παρά τις αρχικές επιτυχίες της, συντρίφτηκε στρατιωτικά στη διάρκεια των πρώτων ημερών του Μάη. Οι μελλοντικοί Ναζί έπαιξαν το ρόλο στο Λευκό Στρατό: οι Χίμλερ, Ρ. Ες και Φον Εππ. [6]

Οι Θέσεις κι η Εξέλιξη των Διαφόρων Οργανώσεων

“Είναι τώρα αδύνατο να απεικονιστεί με ακρίβεια η δραστηριότητα των διαφόρων οργανωμένων δυνάμεων κι οι σχέσεις τους με τις ανοργάνωτες δυνάμεις μέσα στα απεργιακά κινήματα και τις εξεγέρσεις απ’ το Νοέμβρη του 1918 μέχρι το Μάη του 1919”. [7] Η σχετική ριζοσπαστικοποίηση του USPD οφειλόταν πάνω απ’ όλα στην πραγματική ριζοσπαστικοποίηση του ίδιου του κινήματος, όπως και των κομμουνιστικών οργανώσεων: το κοινωνικό ρεύμα που αντιστοιχούσε στις θέσεις του πρώην IKD, με τον πρακτικό στόχο του απόλυτου μετασχηματισμού του Κράτους, κατέστη πολιτικός παράγοντας. Με σκοπό να μην απολέσει την αυτόνομη ύπαρξή του σε σχέση με το SPD, το USPD αναγκάστηκε να παίξει το ρόλο της κοινοβουλευτικής άκρα αριστεράς κι έπρεπε να παίζει σε δύο ταμπλό. Αν και αρκετοί ηγέτες του SPD είχαν προσχωρήσει στο USPD, πολλοί τάσσονταν υπέρ της επανένωσης αφού η βασική αρχή του σχίσματος – ο πόλεμος – είχε πάψει να υφίσταται μετά το 1918. Η μοναδική κατηγορία που είχαν να προσάψουν στο παλιό τους κόμμα ήταν ότι το είχε παρατραβήξει με την υποστήριξή του προς τη μπουρζουαζία. Έτσι, το USPD μετά το ξεκίνημα της σοσιαλδημοκρατικής καταστολής στο Βερολίνο, εγκατέλειψε την κεντρική κυβέρνηση αλλά η εθνική ηγεσία του κόμματος δεν έπαψε να υποστηρίζει τις συμμαχίες με το SPD σε τοπικό επίπεδο – στο Αμβούργο για παράδειγμα – παρά το ότι η τοπική κομματική ηγεσία του απέρριπτε αυτή την πολιτική. Το USPD αύξησε τα μέλη του από 100.000 το Νοέμβρη του 1918 σε 300.000 το Μάρτη του 1919. Η εκλογίστικη δεξιά του KPD, που μόλις και μετά βίας ξεχώριζε απ’ το USPD, επιθυμούσε τότε την επανένωσή τους.

Το ενωμένο μέτωπο των αναρχοσυνδικαλιστών με τους κομμουνιστές (απ’ το Νοέμβρη του 1918 ως το Μάη του 1919) αντιστοιχούσε μέσα στην FVDG με την ιδεολογική ηγεμονία του Roche: μη απόρριψη της βίας, δικτατορία του προλεταριάτου, υπεράσπιση της συμβουλιακής μορφής. Αυτές ήταν θέσεις που βρίσκονταν κοντά στη μορφή που έλαβε το επαναστατικό κίνημα, όχι συμβουλές για το τι έπρεπε να γίνει ώστε να εμποδιστεί “η επιστροφή στον καπιταλισμό”. Αυτή η παρατήρηση θα μπορούσε να αποδοθεί στην αριστερά αν συνόλω. Η αξία τους [των θέσεων] ήταν το μποϋκοτάζ που υιοθετούσαν απέναντι στις εκλογές κάθε είδους, η de facto καταστροφή των συνδικάτων και η θεωρητικοποίηση των συγκεκριμένων στάσεων ως επιβεβαιώσεις ενός αυθεντικά προλεταριακού κινήματος. Αν όμως είναι αλήθεια ότι ο αντικοινοβουλευτισμός κι ο αντισυνδικαλισμός συνιστούν τα καλύτερα σημεία του κινήματος, δεν αρκούν. Αυτά θα υιοθετούνταν κι απ’ το μοναδικό καπιταλιστικό κόμμα που θα στεκόταν στο ύψος των περιστάσεων σε σχέση με την Γερμανική Επανάσταση και που επίσης θα στεκόταν ικανό να την καταπνίξει, το Ναζισμό. Ο Roche έδωσε τον ορισμό των συμβουλίων που υπέδειξε τα όριά τους: “τα συμβούλια είναι τα κοινοβούλια της εργατικής τάξης”. Μετά απ’ όλους τους αγώνες του μήνα Μάη, το συνδικαλιστικό στρατόπεδο επέστρεψε σ’ έναν κλασσικότερο αναρχοσυνδικαλισμό: παραμένοντας στην μειοψηφία, ο Roche θα γινόταν ο θεωρητικός της AAU.

Παράλληλα με το συνδικαλιστικό και το κοινοβουλευτικό ζήτημα, μια ακόμα διαφωνία διαίρεσε το KPD και ως ένα βαθμό αποτέλεσε τη βάση των δύο πρώτων [ζητημάτων], μιας και καθόρισε την εκτίμηση της ιστορικής κατάστασης. Όσοι βάσισαν την προοπτική τους στο Τι Ζητάει ο Σπάρτακος; θεωρούσαν πως ο Σπάρτακος και ακολούθως το KPD, “δεν πρέπει να καταλάβει την εξουσία εκτός κι αν αυτό αποτελεί ξεκάθαρη, κατηγορηματική βούληση της μεγάλης πλειοψηφίας των προλεταριακών μαζών ολόκληρης της χώρας”. Η Λούξεμπουργκ θα διακήρυττε ξανά στο ιδρυτικό συνέδριο του KPD ότι η επανάσταση θα ήταν μια μακροχρόνια υπόθεση κι ότι η κατάσταση δεν ήταν ώριμη: οι μάζες “δεν αποδέχονται συνειδητά τις απόψεις, τους σκοπούς και τις μεθόδους της Ένωσης Σπάρτακος”. [8] Η Λουξεμπουργκική μειοψηφία - και μετά το θάνατό της η Κεντρική Επιτροπή – θεωρούσε κάθε απόπειρα κατάληψης της εξουσίας στα ανώτερα κέντρα ως “πραξικοπηματική” [putschist] ή έστω “τυχοδιωκτική”. Όμως, απ’ τη στιγμή που ο αγώνας είχε ξεκινήσει, η Λούξεμπουργκ συμμετείχε σ’ αυτόν μέχρι τη δολοφονία της: κανείς δε μπορεί να πει το ίδιο για τους Λεβι-κούς [εκ του Πάουλ Λέβι] επιγόνους της.

Η πλειοψηφική παράταξη του KPD, υποστηριζόμενη από αρκετούς Σπαρτακιστές (βλ. Λίμπκνεχτ στη Βερολινέζικη εξέγερση) θεώρησε πως η κατάσταση ήταν απολύτως ώριμη. Βρέθηκε ανάμεσα στην αστική και την προλεταριακή επανάσταση. Το έργο της δεν ήταν ούτε να ενθαρρύνει τη δράση ούτε να ψάξει για δικαιολογίες αλλά να σπρώξει ολόκληρο το προλεταριακό κίνημα μπροστά: όμως όσο επαναστατικό κι αν ήταν το κόμμα, δε θα είχε ποτέ τη δύναμη να ξεκινήσει ανάλογες κινήσεις. Ο Ρούλε μίλησε γι’ αυτό το φαινόμενο στο ιδρυτικό συνέδριο του κόμματος κι ήταν εντός αυτού του πλαισίου που τα μέλη της κομματικής αριστεράς θα δρούσαν το 1919. Η αριστερή τάση του κόμματος κυριαρχούσε όλο και περισσότερο λόγω του γεγονότος ότι η επιρροή της Κεντρικής Επιτροπής μετά βίας ξεπερνούσε τα όρια του Βερολίνου.

Σ’ αυτό το σημείο πρέπει ν’ αναφέρουμε την τάση των Βολφχάιμ / Λάουφενμπεργκ (που αργότερα έγινε γνωστή ως “Εθνικός Μπολσεβικισμός”) [9] καθώς διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο Αμβούργο. Σύμφωνα με τον Μποκ, ήταν η Γερμανική αριστερή τάση που μελετήθηκε συχνότερα στη χώρα. [10] Οι Βολφχάιμ και Λάουφενμπεργκ, οι οποίοι στ’ όνομα μιας θεωρίας που δεν είχαν ακόμα επεξεργαστεί πλήρως στις αρχές του 1919, είχαν παλέψει για την αυτόνομη οργάνωση της εργατικής τάξης, προσπάθησαν αργότερα να εμποδίσουν ενέργειες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο ξέσπασμα εμφύλιου πολέμου στη Γερμανία, μ’ άλλα λόγια, επιδίωξαν να πείσουν το Γερμανικό λαό να ξαναρχίσει τον πόλεμο σε συμμαχία με τη Ρωσία. Η νίκη της επαναστατικής Ρωσίας και της Γερμανίας θα ήταν νίκη της παγκόσμιας επανάστασης. Το Νοέμβρη του 1918, η Γερμανία απείχε ακόμα αρκετά απ’ τη στρατιωτική ήττα της. Οι εκπρόσωποι του Γερμανικού κεφαλαίου είχαν ξεπουληθεί στο δυτικοευρωπαϊκό κεφάλαιο για να πολεμήσουν το προλεταριάτο, τον κοινό εχθρό τους, που είχε μόλις εγερθεί εκ νέου. Η κατάσταση της Γερμανίας, όπως κι αυτή της Γερμανικής Επανάστασης, ήταν παρόμοια μ’ εκείνη της Γαλλίας μετά την παράδοση του Σεντάν στην Πρωσία το Σεπτέμβρη του 1870: ο εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος μετατράπηκε σ’ επαναστατικό, υποστηριζόμενο απ’ τη Διεθνή – IWA. Η Γερμανική μπουρζουαζία καταγγέλθηκε για προδοσία εις βάρος του Γερμανικού λαού. Αυτή ήταν η θέση που διατύπωσαν οι Βολφχάιμ και Λάουφενμπεργκ το Νοέμβρη του 1919 στο Αντεπαναστατικός Εμφύλιος Πόλεμος ή Λαϊκός Επαναστατικός Πόλεμος; Πρώτη Κομμουνιστική Υπενθύμιση στο Γερμανικό Προλεταριάτο. Ως εκ τούτου, καταδίκασαν την εξέγερση του Γενάρη για διαφορετικούς λόγους από εκείνους της Λούξεμπουργκ. Εξαπέλυσαν επίσης μια πρωτότυπη κριτική εναντίον της ηγεσίας του KPD κατηγορώντας το Λέβι το 1920 ότι “ήταν πράκτορας του διεθνούς Εβραϊκού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου”. Το NSDAP [Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα] δε θα αποδεικνυόταν πρωτοπόρο απ’ αυτή την άποψη. Το εθνικό-μπολσεβικικό ρεύμα θα παρέμενε μικρή μειονότητα σ’ όλη την πορεία του και θα αποκλειόταν απ’ το KAPD λίγο μετά την ίδρυση του κόμματος. Το 1923 όμως θα εμφανιζόταν εκ νέου μέσα στο KPD (“τάση Schlageter” - βλ. Κεφάλαιο 15).

Εξακολουθεί ν’ αποτελεί ένα απ’ τα αγαπημένα επιχειρήματα εναντίον της αριστεράς παρά το σύνολο των στοιχείων που δείχνουν το αντίθετο, το ότι είχε επωάσει ένα ρεύμα αυτού του είδους. Το ζήτημα ασφαλώς απείχε πολύ απ’ το να είναι τόσο φανερό αρχικά. Ο Λένιν χαρακτήρισε το κείμενο του Λάουφενμπεργκ Μεταξύ της Πρώτης & της Δεύτερης Επανάστασης ως μια “εξαιρετική μπροσούρα”. [11] Η τελευταία όμως επικαλούνταν μια “εθνική ομαδική ταυτότητα”. Ο συγγραφέας κατέληγε στο κείμενό του ως εξής: “Σύμφωνα μ’ αυτή την κομμουνιστική αντίληψη, όλοι οι χειρώνακτες και πνευματικά εργαζόμενοι ανήκουν σ’ αυτό το ενεργό έθνος... Οι εθνικές τακτικές του Λασσάλ αναζωπυρώνονται αποτελώντας αναπόσπαστο τμήμα των διεθνών τακτικών...” [12] Μια απ’ τις εκδηλώσεις της κρίσης του κινήματος ήταν το γεγονός πως ορισμένοι, πάνω στη διαδικασία για την υπέρβαση της άποψης περί της ατομικής πρωτοβουλίας (που είχε διατυπωθεί σε μεγάλο βαθμό) είχαν υποπέσει σε μια εθνική και μη-ταξική θεώρηση. Το Γερμανικό επαναστατικό προλεταριάτο δεν ήξερε πως να προσδώσει στον εαυτό του μια “εθνική μορφή” χωρίς να πισωγυρίσει στο κακιά συνήθεια του εθνικισμού: δε γνώριζε πως να είναι “εθνικό” (πως να συγκροτηθεί ως τάξη στο επίπεδο του έθνους, [δηλ.] του κεφαλαίου του) χωρίς να καταστείεθνικιστικό”. Όπως είπε ο Πάνεκουκ: “το επαναστατικό προλεταριάτο όλων των χωρών συνιστά μία μονάχα μάζα, έναν στρατό, και αν - ενώ λαμβάνει ενεργό μέρος στον αγώνα - το ξεχάσει, τότε θα εξολοθρεύεται ξανά και ξανά”. [13] Ο Prudhommeaux θα έγραφε αργότερα [14] ότι ο στρατιωτικός αγώνας κι ο κοινωνικός μετασχηματισμός δεν είναι δυνατοί παρά μόνο αν διεξάγονται ταυτόχρονα. [15]

Η ενότητα δεν αποτελεί ζήτημα οργάνωσης αλλά κομμουνιστικών μέτρων, όπως επίσης και προσπαθειών ενοποίησης του κινήματος. Δε θα ενοποιηθεί παρά μονάχα αν αποτελέσει ένα κίνημα που ενεργεί για να μεταβάλει τις σχέσεις παραγωγής: αυτές μπορούν ν’ αλλάξουν μονάχα αν το κίνημα είναι ενοποιημένο.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις