ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ: Η "ΑΝΕΦΙΚΤΗ" ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΛΑΪΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ, ΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΓΑΡΥΦΑΛΛΩΝ (1974-75) - ΦΙΛ ΜΕΪΛΕΡ (Γ΄ ΜΕΡΟΣ)


 

 Το έργο του Φ. Μέιλερ για την Πορτογαλική Επανάσταση των Γαρυφάλλων κυκλοφόρησε το 2012 απ' τις εκδόσεις Ανάκαρα. Το παρουσιάζουμε σε ηλεκτρονική μορφή και θα δημοσιευτεί σε 3 μέρη (μετάφραση: Γ.Κ.).

 XIV. Η ΑΠΟ-ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ      

Όταν ο Ζε Ντιόγκο, ο αγρεργάτης που συνελήφθηκε για το φόνο ενός μεγαλοτσιφλικά (βλ. Κεφάλαιο 6), κηρύχτηκε αθώος από ένα «λαϊκό δικαστήριο» που συνεδρίασε έξω απ’ τα πολιτικά δικαστήρια του Τομάρ, η Ένωση Νομικών κατήγγειλε την ετυμηγορία. «Η δικαστική εξουσία στη χώρα έχει υπερνικηθεί απ’ το ντελίριο ενός κόσμου που έχει την εξωφρενική άποψη πως ακόμα και το δικαίωμα ενός ανθρώπου στη ζωή αποτελεί αστικό (bourgeois) δικαίωμα».

Το γεγονός αυτό ήταν χαρακτηριστικό της φθίνουσας εξουσίας των κεντρικών οργάνων του κράτους. Η Έκτη Κυβέρνηση, στην εξουσία απ’ τις 19 Σεπτέμβρη, διέθετε μικρή ή και καθόλου βάση προκειμένου να κυβερνήσει. Για την επιβολή των αποφάσεών του, ένα κράτος χρειάζεται ένα στρατό ή τουλάχιστον μια αστυνομία. Η GNR όμως είχε αδρανοποιηθεί κι ο στρατιωτικός μηχανισμός ήταν πολυδιασπασμένος, ανίκανος προς το παρόν να κινητοποιηθεί εναντίον της αριστεράς. Η κυβέρνηση ήταν μόνο κατ’ όνομα τέτοια. Παρά το ότι υπουργοί και Συμβούλιο της Επανάστασης λειτουργούσαν κανονικά, τα διατάγματά τους μόλις και μετά βίας είχαν ισχύ πέραν των τοίχων της αίθουσας όπου συνέρχονταν.

Ο στρατός υπήρχε ακόμα. Όμως, σε κάθε επίπεδο, σπαράσσονταν από συγκρούσεις. Υπήρχε κυβέρνηση – αλλά οι κινητοποιήσεις στους δρόμους απειλούσαν το κάθε της διάταγμα. Το κράτος ήταν αδύναμο. Ποιος λοιπόν βρίσκονταν στην εξουσία;

Η απάντηση είχε να κάνει με το μέρος που βρίσκονταν κάποιος. Στο Αλεντέζο, η Ένωση Εργατών Γης (ελεγχόμενη απ’ το PCP) ήταν χωρίς αμφιβολία η κύρια δύναμη. Ότι έλεγε, γίνονταν. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν έλεγε και πολλά. Διέθετε μια τεράστια δύναμη για να κινητοποιεί κόσμο (όπως και για ν’ αδρανοποιεί επίσης). Στο Βορρά, η εξουσία ήταν στα χέρια των τοπικών αφεντικών: οι γαιοκτήμονες έκαναν κουμάντο μέσω των παπάδων στα χωριά, των τοπικών αξιωματούχων και των δασκάλων. Στο Νότο, τέτοιες φωνές δεν πολυακούγονταν τώρα πια. Στα καφέ και τα τάσκα, αυτοί που πριν τα έβαζαν με την Πέμπτη Κυβέρνηση με τρόπο θορυβώδη κι αδιάλλακτο, τώρα έμεναν σιωπηλοί. Όλο και περισσότερες αφίσες του PCP για τη «λαϊκή εξουσία» έκαναν την εμφάνισή τους. Όσοι εργάτες φορούσαν διακριτικά του Σ.Κ. άρχισαν σιγά σιγά να τα βγάζουν. Κάποιοι ιδιοκτήτες καφέ, για να είναι σίγουροι, κρατούσαν τις αφίσες του Σ.Κ. και πλάι τους, αυτές του PCP.  

Στο Βορρά, η δεξιά προέλαυνε. Τα γραφεία του PCP και του FUR πυρπολούνταν, συνήθως από μικρές ομάδες των 4 ή 5 δραστών, ενώ οι ντόπιοι απλά κοιτούσαν, χωρίς να παρεμποδίζουν ή να βοηθούν τους εμπρηστές. Γιατί στ’ αλήθεια θα έπρεπε να κάνουν κάτι για το PCP και το MDP, ενώ αυτά δεν είχαν κάνει το παραμικρό γι’ αυτούς; Οι τοπικοί παπάδες τελούσαν πολιτικές «Λειτουργίες» που απηχούσαν τις απόψεις των ντόπιων αφεντικών (που ανήκαν μέχρις ενός στο CDS ή το PPD). Ο Επίσκοπος είχε τα μάτια του ανοιχτά για τον εντοπισμό τυχόν αντιφρονούντων ανάμεσα στους καθοδηγητές του ποιμνίου.

Η «Ομάδα των Εννιά» προσπάθησε να ισχυροποιήσει τη θέση της μέσα στο MFA μέσω της δημιουργίας μιας νέας αστυνομικής δύναμης που θ’ αντιπαρατίθονταν στην COPCON. Προσπάθησαν επίσης να κάνουν τα μέσα ενημέρωσης να σιωπήσουν επειδή διεξήγαγαν μια συνεχόμενη καμπάνια εναντίον της Έκτης Κυβέρνησης. Διακατέχονταν από μαχητικό πνεύμα αλλά –παρά το αποτέλεσμα των εκλογών- δεν μπορούσαν να κοντραριστούν με το PCP ή την αριστερά στην περίπτωση που αυτοί κινητοποιούνταν. Το να ψηφίζεις το Σ.Κ. ή το PPD ήταν εύκολο. Το να βγεις όμως στους δρόμους για να τα υπερασπιστείς ήταν μια άλλη υπόθεση.

Για να εφαρμόσει το πρόγραμμά της, η νέα κυβέρνηση έπρεπε να ελέγξει: α) τα μέσα επικοινωνίας, β) τις ένοπλες δυνάμεις, γ) τους εργαζόμενους. Σε καθέναν απ’ τους παραπάνω τομείς, οι προσπάθειές της έφεραν ανάμεικτα αποτελέσματα.

Τα Μέσα Ελέγχου κι ο Έλεγχος των Μέσων.

Σε μια συνέντευξή του στην Εσπρέσσο (15 Νοέμβρη 1975), ο Ταγματάρχης Αβεντίνο Τεϊσέιρα ισχυρίστηκε ότι αν ο Λένιν είχε στη διάθεσή του την τηλεόραση, η Οχτωβριανή Επανάσταση θα γίνονταν το Σεπτέμβρη. Ο ταγματάρχης, συμπαθούντας του MRPP, υπήρξε στρατιωτικός διοικητής της πρωινής εφημερίδας Ο Σέκουλο κατά τους πρώτους μήνες που ακολούθησαν την 25η Απρίλη κι επρόκειτο αργότερα να γίνει μέλος του Συμβουλίου Ενημέρωσης του MFA. Η στάση του ήταν χαρακτηριστική πολλών απ’ τους αριστερούς απέναντι στα μέσα ενημέρωσης. Όλοι πίστευαν ότι αυτός που ελέγχει τα μέσα, ελέγχει και τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων. Ο αγώνας για τον έλεγχο των μέσων ήταν ένας απ’ τους σφοδρότερους που διεξήχθη ποτέ. Μετά την 11η Μάρτη, ήταν η αριστερά, κι ιδιαίτερα το PCP, αυτή που είχε τον έλεγχο του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης και της πλειοψηφίας των εφημερίδων. (1)

Στις 22 Αυγούστου 1975, όταν η Πέμπτη Κυβέρνηση βάδιζε προς την κατάρρευση και οι συνομιλίες μέσα στο MFA μεταξύ COPCON (της –ας την ονομάσουμε έτσι-  αριστεράς), των «Γκονσαλβικών» (μιλάμε σχεδόν για το PCP) και των «Εννιά» (σε γενικές γραμμές, του Σ.Κ.) συνεχίζονταν, οι εφημερίδες παρουσίασαν διαφορετικές εκδοχές των γεγονότων.

Τα πρωτοσέλιδα είχαν ενδιαφέρον. «Η Επανάσταση θριαμβεύει» πανηγύριζε η Ντιάριο ντε Λισμπόα. «Οι Εννιά και η COPCON σε διαφωνία» προειδοποιούσε η Α  Καπιτάλ. «Το Σοσιαλιστικό Κόμμα προτείνει οικονομικό μεταβατικό πρόγραμμα» διαλαλούσε η Ζορνάλ Νόβο. «Κρίσιμες Ώρες για την Επανάσταση» διέγνωνε η Ρεπούμπλικα. Ο κόσμος αγόραζε την εφημερίδα ελπίζοντας να του φέρει τα νέα που ήθελε να μάθει. Οι της μεσαίας τάξης άρχισαν να συντονίζονται με ξένους σταθμούς (BBC κτλ).

Εφημερίδες και ραδιόφωνο είχαν ενδώσει σ’ ένα όργιο προπαγάνδας. Το κύριο θύμα ήταν η αλήθεια. Η Έκτη Κυβέρνηση, ύστερα από πολύ κόπο, αντικατέστησε κάποια πρόσωπα σε ορισμένα υπουργεία αλλά κατά τ’ άλλα δεν άλλαξαν και πολλά. Ο Υπουργός Επικοινωνιών, Αλμέιντα Σάντος (PPD), δεν ασκούσε ουσιαστικά κανένα σχεδόν έλεγχο σε εφημερίδες και τηλεόραση. Το PCP κυριαρχούσε ακόμα στη Ντιάριο ντε Νοτίσιας. Ενώ βρίσκονταν με το ένα πόδι στην κυβέρνηση, προσπαθούσε να την υπονομεύσει σε κάθε της βήμα, τασσόμενο «και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ», όπως το έθεσε και κάποιος δημοσιογράφος.

Έπρεπε όλοι να «πιάνουν» συνεχώς τα υπονοούμενα, μην παραλείποντας ποτέ να προσμετρούν ποιανού τα συμφέροντα διακυβεύονταν. Ως χρονικό των όσων συνέβαιναν, οι περισσότερες εφημερίδες (ειδικά οι εθνικής κυκλοφορίας) ήταν άχρηστες. Ορισμένοι δημοσιογράφοι παρασύρονταν τόσο πολύ απ’ τη δύναμή τους να πλάθουν γεγονότα ώστε άρχισαν να πιστεύουν τα παραμύθια που οι ίδιοι κατασκεύαζαν.

Η αντιπολίτευση του PCP-FUR βασίζονταν στη χειραγώγηση του θεαματικού. Παρέχονταν μαζική κάλυψη σε γεγονότα που μόλις και μετά βίας συνέβαιναν. Αφιερώνονταν τεράστιος χώρος σε οργανώσεις που υπήρχαν μόνο κατ’ όνομα. Το εφήμερο παρουσιάζονταν ως παντοτινό και το εδραιωμένο ως περαστικό. Όλα αυτά αποτελούσαν μια απόπειρα κατασκευής «υποστήριξης» ή μιας πλεονεκτικής θέσης, μέσω της οποίας απέβλεπαν στην εξουσία. Διαδηλώσεις συχνά περιγράφονταν σαν ν’ αποτελούνταν από πολλές χιλιάδες (κι υποστηριζόμενες από εκατοντάδες Εργατικών Επιτροπών και Επιτροπών Γειτονιάς), όταν στην πραγματικότητα ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι ότι συγκέντρωναν μετά βίας χίλιους ανθρώπους, όπως και καμιά δεκαριά Επιτροπές. Ο δημοσιογραφικός ενθουσιασμός τρέφονταν με την ανάγκη να γίνει πιστευτό πως το κίνημα ήταν μεγαλύτερο απ’ ότι στην πραγματικότητα. Η λαϊκή πίστη πνίγηκε μες τα κύματα μιας αυτό-καταστροφικής «θριαμβολογίας».
             
Τα πρωτοσέλιδα της Ντιάριο ντε Νοτίσιας, σ’ όλη τη διάρκεια του Σεπτέμβρη και Οχτώβρη του 1975, ήταν ένα διαρκές κατηγορητήριο εναντίον της Έκτης Κυβέρνησης. Η αδυναμία της κυβέρνησης ενθάρρυνε και συντηρούσε αυτή την εκστρατεία. Το Ράντιο Ρενασένσα έπαιζε συνεχώς ένα κατεβατό από επαναστατικά τραγούδια, κάποια απ’ τα οποία Πορτογαλέζικα και άλλα απ’ τη Χιλή, την Κούβα και τη Γαλλία του 1968. Το πρωί, ο σταθμός (που ακούγονταν σε ακτίνα 60 χλμ.) απευθύνονταν στους αγρεργάτες της περιφέρειας της Λισαβόνας. Το βράδυ είχε ειδικό πρόγραμμα για τους υπόλοιπους εργαζόμενους. Υπήρχαν ειδήσεις από οργανώσεις στρατιωτών απ’ τη Γαλλία και την Ιταλία, σχόλια απ’ τη Λόττα Κοντίνουα (ΣτΜ: «Συνεχής Αγώνας», ακροαριστερή οργάνωση της δεκαετίας του ’70 στην Ιταλία) κι ανακοινώσεις Εργατικών Επιτροπών απ’ όλη τη χώρα. Το Ράντιο Ρενασένσα βρίσκονταν σταθερά στα χέρια στα χέρια των UDP και PRP.

Οι κυβερνώντες δεν μπορούσαν να κυβερνήσουν αντιμέτωποι με μια τέτοια αντιπολίτευση. Στις 29 Σεπτέμβρη, όταν ο Κόστα Γκόμεζ πραγματοποιούσε επίσημη επίσκεψη στην Πολωνία, ο Πρωθυπουργός Πινέιρο ντε Αζεβέντο διέταξε τη στρατιωτική κατάληψη όλων των ραδιοσταθμών. (2) Η ενέργεια αυτή δεν κατευθύνονταν μόνο ενάντια στο Ράντιο Ρενασένσα αλλά και στο Ράντιο Κλουμπ Πορτουγκέζ επίσης, που είχε κρατήσει τα μικρόφωνά του ανοιχτά, στη διάθεση των αναπήρων πολέμου, όταν αυτοί, προς υπεράσπιση των αιτημάτων τους, είχαν καταλάβει τη γέφυρα του ποταμού Τάγου. Απειλώντας με κήρυξη κατάστασης πολιορκίας, ο Πινέιρο ντε Αζεβέντο δικαιολόγησε την ενέργειά του επικαλούμενος  λόγους «έκτακτης ανάγκης». Οι δυνάμεις της COPCON διατάχτηκαν να πραγματοποιήσουν την κατάληψη αλλά αυτές ξεκαθάρισαν ότι δε θα επέτρεπαν τη χρησιμοποίησή τους απ’ την Έκτη Κυβέρνηση για το συγκεκριμένο σκοπό. Το Σύνταγμα Πεζικού RIOQ (με πολλούς απ’ τους στρατιώτες του να φέρουν αυτοκόλλητα του FUR πάνω στ’ αυτόματά τους) αρνήθηκε να συμμορφωθεί με τη διαταγή. Αρχικά κατέλαβε και κατόπιν αποχώρησε απ’ το Ράντιο Κλουμπ Πορτουγκέζ.

Στις 2.30 μ.μ., μια διαδήλωση που οργανώθηκε απ’ τα ναυπηγεία της Λισνάβ κι ακολουθήθηκε από 2.000 εργάτες της βιομηχανικής ζώνης της Λισαβόνας, κινήθηκε αρχικά προς τους ραδιοσταθμούς (όπου και άφησε αποσπάσματα περιφρούρησης), συνεχίζοντας μετά προς το Φοζ Παλάς, κοντά στο Ροσσίου, όπου ο Οτέλο συζητούσε την κατάσταση με τον Υπουργό Επικοινωνιών του PPD. Οι εργάτες τον κάλεσαν να υιοθετήσει μια «ταξική θέση». Για δύο ώρες, ο Οτέλο δίσταζε. Η στιγμή της αλήθειας είχε έρθει για τον αγαπημένο του PRP. Ακούγονταν λόγοι από διάφορους εργάτες που έλεγαν πως ο Οτέλο δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένας σοσιαλδημοκράτης. Όταν τελικά ο Οτέλο εμφανίστηκε στο παράθυρο, έχοντας προηγουμένως δεχτεί μια αντιπροσωπεία, (3) δήλωσε το πόσο θιγμένος ένοιωθε ακούγοντας αυτές τις κατηγορίες. Ισχυρίστηκε ότι στην Έκτη Κυβέρνηση «δεν είχε δοθεί ούτε μια ευκαιρία». Οι εργάτες της Λισνάβ άρχισαν τις αποδοκιμασίες. Μέσα στο πλήθος επικράτησε σύγχυση κι ο Οτέλο φαίνονταν ανήσυχος, όπως πιθανότατα να ήταν. «Πηγαίνετε και παρουσιάστε τα αιτήματά σας στον Πρωθυπουργό, στο Μπελέμ», είπε. «Οδήγησέ μας εσύ» απάντησε το πλήθος. Ο Οτέλο, αμήχανος όσο ποτέ, αποφάσισε τελικά να οδηγήσει  τη διαδήλωση στο Ράντιο Ρενασένσα («που έτσι κι αλλιώς ήταν πολύ πιο κοντά απ’ το Μπελέμ»). Εκεί διέταξε τους άντρες του CIAC που είχαν καταλάβει το μέρος, ν’ αποχωρήσουν. Το Ράντιο Ρενασένσα άρχισε να εκπέμπει και πάλι.

Η διαδήλωση άφησε πίσω της παράξενες εντυπώσεις. Ήμουν χαρούμενος για την κρίση που γνώριζε η κρατική εξουσία αλλά στην πραγματικότητα ένοιωθα απλά ένας παρατηρητής, ένας χαμένος αριστεριστής. Συναντώντας κάποιον φίλο μου απ’ την Εβόρα, μου ανέφερε ορισμένες εμψυχωτικές ιστορίες από πράγματα που οι συνηθισμένοι άνθρωποι είχαν κάνει εκεί. Βοήθησε κι αυτός όσο περισσότερο μπορούσε. Δεν ήθελε ανταλλάγματα γι’ αυτό: ούτε υποσχέσεις, ούτε ξεπληρώματα, ούτε αναγνώριση ή ψήφους. Πολεμούσε και για τη δική του απελευθέρωση.

Τα μέσα ενημέρωσης, βέβαια, παρωδούσαν αυτό το είδος αυτονομίας. Το κατάπιναν κι ύστερα ξερνούσαν τα κομμάτια του, αραδιάζοντάς τα πίσω απ’ τη μια ή την άλλη κομματική σύγκρουση. «Μόνο η αλήθεια είναι επαναστατική». Ακόμα κι ο ELP έκανε χρήση του περίφημου αυτού συνθήματος του Γκράμσι για να δικαιολογηθεί. Ήταν συγχυτικό, απογοητευτικό και λυπηρό. Πέτυχα μια υπάλληλο του IRA. Ήξερα ότι είχαμε τα ίδια μυαλά, ότι μισούσε τα «καπελώματα» κι ότι ένοιωθε άνετα μόνο με το κίνημα της βάσης. Ήταν ειλικρινής (αν και δούλευε για την κυβέρνηση). Είχε κι αυτή τα δικά της προβλήματα μέσα στο γενικότερο χαμό. Ένοιωθε κι αυτή απογοητευμένη.

Ήταν όμως σχεδόν αδύνατο ν’ αποτινάξεις τα καπελώματα. Η διαδήλωση είχε φτάσει στο σημείο να κατευθύνεται απ’ το κράτος, όπως και πολλές άλλες, πριν ή μετά απ’ αυτήν. Η διαφορά μεταξύ αυτών που συμμετείχαν εκ μέρους των κομμάτων τους κι αυτών που ήρθαν επειδή ένοιωθαν ότι είναι δυνατό ένα επαναστατικό κίνημα, ήταν κάτι παραπάνω από φανερή.

Υπήρχαν πολλοί απ’ τους δεύτερους. Ακόμα κι οι ηγεσίες έβρισκαν δύσκολο το να τους ελέγξουν. Οι εργάτες της Λισνάβ έβαλαν τις φωνές όταν το LCI, που ήταν στο δικό του κόσμο, σήκωσε το δικό του ξεχωριστά πανό. Έγιναν έξαλλοι όταν εξωτερικά στοιχεία (απέναντι στα οποία ήταν εχθρικοί) έκαναν την εμφάνισή τους, προσπαθώντας να ελέγξουν τη διαδήλωση που οι ίδιοι είχαν οργανώσει. Οι λόγοι – που εκφωνούνταν απ’ την οροφή ενός υπόστεγου λεωφορείων- ήταν ειλικρινείς και παροτρυντικοί. «Είναι οι εργάτες και μόνο οι εργάτες αυτοί που μπορούν ν’ απαιτήσουν αυτά που οι ίδιοι επιθυμούν». Οι λόγοι ήταν ξεκάθαροι και πάνω στο θέμα. Σ’ αντίθεση με τους αντίστοιχους των κομματικών στελεχών ή ακόμα και του Οτέλο, ήταν ζωντανοί και γνήσιοι.

Αυτές όμως οι φωνές που προέρχονταν απ’ τα κάτω θάφτηκαν σύντομα πίσω απ’ τους τίτλους της Ντιάριο ντε Νοτίσιας ή «λειάνθηκαν» απ’ τις καλογραμμένες προκηρύξεις του FSP ή του MES που προωθούνταν πολύ απ’ τα μέσα, ειδικά δε απ’ το Ράντιο Ρενασένσα.

Μέσα σ’ έξι ώρες απ’ την «απελευθέρωσή» του, το Ράντιο Ρενασένσα επανακαταλήφτηκε προσωρινά από στρατιώτες των καταδρομών, υπό τον Ζαΐμε Νέβες. Ο σταθμός έγινε σημείο αναφοράς για πολλούς απ’ τους αγώνες που θα καθήλωναν την Πορτογαλία τις επόμενες βδομάδες (διαδηλώσεις του SUV, απεργίες των μεταλλεργατών και των οικοδόμων, κτλ). Ήταν σύνθημα αλλά και ζωντανή πραγματικότητα, υπαρκτό θέμα και ψύχωση μαζί. Μια διαδήλωση νεαρών αριστεριστών (στην οποία συμμετείχαν και πολλοί ξένοι) κινήθηκε στις 16 Οχτώβρη προς τον αναμεταδότη της Μπουράκα και τον επανεκατέλαβε μόλις αποχώρησαν οι καταδρομείς. Το Ράντιο Ρενασένσα ήταν και πάλι στον αέρα …στις 3 τα χαράματα.

Οι ιστορίες του Ράντιο Ρενασένσα και της Ρεπούμπλικα είναι χαρακτηριστικές μιας τάσης, η οποία ήταν εμφανέστατη στους περισσότερους απ’ τους αγώνες στην Πορτογαλία. Οι πρωτοβουλίες που αναλαμβάνονταν αρχικά απ’ τους ίδιους τους εργαζόμενους, θα υποσκελίζονταν από πολιτικές ομάδες, οι οποίες στη συνέχεια θα κινούσαν τα πράγματα απ’ το παρασκήνιο. Ο πραγματικός αγώνας θα πνίγονταν μες την πασίγνωστη λενινιστική ρητορική. Τα αρχικά ζητήματα θα βυθίζονταν μέσα στο βούρκο του «αριστερίστικου κινήματος». (4)

Το Ράντιο Ρενασένσα ήταν αναμφίβολα ο καλύτερος ραδιοφωνικός σταθμός. Δεν μπόρεσε όμως ν’ αντισταθεί στην επέλαση των αριστερίστικων οργανώσεων. Δημιούργησε μια μυθολογία, την προπαγάνδισε κι έπειτα άρχισε να την πιστεύει. Έπλασε ένα «φολκλόρ» της επανάστασης που βρίσκονταν σ’ αντίθεση με την πραγματική, ριζοσπαστική πορεία της Πορτογαλικής ιστορίας και πολιτικής. Κατασκεύασε μια Ντίσνεϋλαντ επαναστατικής φαντασίας. Προωθούσε υπερ-επαναστατικές προσωπικότητες. Κι όταν έσκασε η φούσκα, όλοι οι ενδιαφερόμενοι ανακάλυψαν ξαφνιασμένοι ότι ελάχιστα απ’ όλα αυτά υπήρχαν στην πραγματικότητα. Οι αδυναμίες του Ράντιο Ρενασένσα ήταν οι αδυναμίες των FUR/UDP, μια υπερ-αισιόδοξη πίστη στη δύναμή τους. Η δύναμη του FUR βρίσκονταν στην περιοχή της Λισαβόνας και το Ράντιο Ρενασένσα ήταν ο τελάλης που τη διαλαλούσε. Δεν είναι περίεργο ότι ορισμένες εφημερίδες, όπως η Εσπρέσσο, άρχισαν να μιλάνε για την «Κομμούνα της Λισαβόνας».

Το Ράντιο Ρενασένσα προωθούσε το σύνθημα της «λαϊκής εξουσίας». Περιορίστηκε όμως μόνο σ’ αυτό. Δε συζητήθηκε αρκετά το περιεχόμενό του. Δεν έγινε καμιά προσπάθεια ν’ αφουγκραστεί τις ανησυχίες και τους φόβους του κόσμου για το άγνωστο, με σκοπό να τα υπερνικήσει με λογικό τρόπο. Θεμελιώδη ζητήματα (και άμεσα αλληλοσχετιζόμενα) όπως η δομή της εργασίας, η εσωτερική αποδοχή της ιεραρχίας, η σχέση μεταξύ διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας και πολλά άλλα προβλήματα που θ’ αντιμετώπιζε μια κομμουνιστική κοινωνία, αποφεύγονταν στο σύνολό τους. Αντί γι’ αυτά; Μόνο επαναστατικά σαλπίσματα και καλέσματα. Μερικές φορές το πράγμα γίνονταν ακόμα πιο κουραστικό: επανάσταση, επανάσταση και πάλι επανάσταση. Μετά από μια μέρα σκληρής δουλειάς, όλοι ήθελαν να χαλαρώσουν, έστω και λίγο. Έπρεπε να το κλείσεις, να μην τ’ ακούς άλλο ή να το έχεις σαν μια ευχάριστη συνοδεία, ασχολούμενος με κάτι άλλο. (5) Ο κόσμος γυρνούσε τη βελόνα σ’ άλλους σταθμούς. Λυπηρό, γιατί παρά τις αδυναμίες του (διφορούμενη στάση απέναντι στα ζητήματα του Τρίτου Κόσμου και των χωρών του κρατικού καπιταλισμού, για παράδειγμα) χτυπούσε σκληρά τους ντόπιους τεχνοκράτες και κυβερνώντες. Τόσο σκληρά μάλιστα ώστε η μόνη λύση που είχαν ήταν να το ανατινάξουν.

Οι Στρατιωτικές Φράξιες.

Μετά τη ρήξη με τους Γκονσαλβικούς στο Τάνκος, οι «Εννιά», μ’ έναν κύκλο αντιδραστικών αξιωματικών από πίσω τους, ετοιμάζονταν να δώσουν το τελειωτικό χτύπημα. Η στρατιωτική εξουσία ήταν σε μεγάλο βαθμό διαμοιρασμένη. Υπήρχε το Συμβούλιο, στ’ οποίο τώρα κυριαρχούσαν οι «Εννιά». Είχαν απορρίψει τη «λαϊκή εξουσία» και προσπαθούσαν ν’ ακυρώσουν την κατεύθυνση που είχε υιοθετηθεί τον Ιούλη μέσω του «Προγράμματος Πολιτικής Δράσης».Υπήρχαν επίσης οι δυνάμεις της COPCON, με τον Οτέλο επικεφαλής τους. Η COPCON υποστήριζε την «αριστερά» και βεβαίωνε πως «θα υπερασπίζονταν τους εργάτες». Η βασική τους δύναμη βρίσκονταν στη Λισαβόνα και την ευρύτερη περιοχή της. Έπειτα ήταν οι Γκονσαλβικοί. Αν και είχαν χάσει πολύ έδαφος, υπήρχαν ακόμα ως δύναμη μέσα στα υπουργεία και τα μέσα ενημέρωσης. Μια σειρά εκκαθαρίσεων κορυφώθηκε με την απομάκρυνση του Κορβάσιο, του Γκονσαλβικού Διοικητή του Βορρά. Γενικά, οι Γκονσαλβικοί υποστήριζαν την COPCON ενάντια στους «Εννιά». Στα δεξιά των «Εννιά» βρίσκονταν ένας αριθμός ακροδεξιών αξιωματικών, οι οποίοι ανησυχούσαν όλο και περισσότερο απ’ την εξάπλωση της απειθαρχίας μέσα στους στρατιώτες και τη διάβρωση της στρατιωτικής ιεραρχίας. (6) Το MFA ως ενιαίο μπλοκ δεν υπήρχε πια.

Αυτό που ουσιαστικά συνέβαινε ήταν ότι οι διάφορες κρατικο-καπιταλιστικές τάσεις, που βρίσκονταν καλυμμένες μέσα στο MFA απ’ το ξεκίνημά του, δεν μπορούσαν πια να συνεχίζουν να συνυπάρχουν μέσα στην ίδια οργάνωση. Ο κόσμος αστειεύονταν μιλώντας για το MFA, το MFB, το MFC, κτλ. Η αρχική οργάνωση είχε διασπαστεί σ’ επί μέρους κομμάτια και τάσεις, καθένα εκ των οποίων ισχυρίζονταν ότι αποτελούσε το «πραγματικό MFA». Αυτό που τα διαφοροποιούσε δεν ήταν τόσο οι σκοποί που είχαν κατά νου, όσο τα μέσα που ετοιμάζονταν να χρησιμοποιήσουν για να υπερασπίσουν και να πραγματώσουν τους σκοπούς αυτούς.

1) Η φράξια της COPCON βασίζονταν σε κάποιες εκ των βαρύτερα οπλισμένων μονάδων της ευρύτερης περιοχής της Λισαβόνας: το RAL-1, τη Στρατιωτική Αστυνομία (ΡΜ), το ΕΡΑΜ, το 1ο Μηχανικού, το EPSM, το στρατόπεδο της Μπεϊρόλας και τη φρουρά της Αλμάντα. Οι μονάδες αυτές έλεγχαν λίγο-πολύ τη Λισαβόνα και τις νότιες περιοχές. Στο Κέντρο, έλεγχε επίσης το Σύνταγμα Πεζικού του Αλμπράντες.

2) Έπειτα ήταν ότι είχε απομείνει απ’ τη Γκονσαλβική φράξια – την πρώην Πέμπτη Μεραρχία που έλεγχε ακόμα την CODICE (Κεντρική Επιτροπή Δυναμοποίησης) και το SDCI (Υπηρεσία Έρευνας και Συντονισμού Πληροφοριών – που πολλοί αποκαλούσαν καινούρια PIDE). Υπήρχε διάσπαρτη «Γκονσαλβική» επιρροή ανάμεσα στους αξιωματικούς κάποιων μονάδων της COPCON και των αλεξιπτωτιστών. Το Ναυτικό, υπό τον Ρόζα Κουτίνιο, μπορούσε επίσης να προσμετράται σ’ αυτούς (Ο Πρωθυπουργός Πινέιρο ντε Αζεβέντο ήταν επίσης ναύαρχος κι ο ίδιος αλλά διέθετε μικρή επιρροή στο Ναυτικό). Η μονάδα Πυροβολικού του Βέντας Νόβας, υπό τον Αντράντε ε Σίλβα, θεωρούνταν επίσης «Γκονσαλβική».

3) Ανάμεσα στους «Εννιά» βρίσκονταν όσοι αξιωματικοί του αρχικού MFA ήταν πιστοί στο Μέλο Αντούνες και το Βάσκο Λουρένσο. Οι «Εννιά» μπορούσαν να υπολογίζουν στο CIAC (Κασκάις), στις μονάδες Πεζικού της Μάφρα, στα Τεθωρακισμένα του Σανταρέμ, ως ένα βαθμό στα Τεθωρακισμένα του Εστρεμόζ, όπως επίσης και σε μεγάλο μέρος των αξιωματικών στο Βορρά.

4) Η Δεξιά, ακολουθώντας τ’ αποτελέσματα των ενεργειών των «Εννιά», βασίζονταν σ’ όσους αξιωματικούς –κι αυτοί ήταν πολλοί- δεν είχαν ταυτιστεί ποτέ με το MFA. Οι καταδρομείς της περιοχής της Λισαβόνας αποτελούσαν την κύρια δύναμη κρούσης τους, είχε όμως και τη σταθερή υποστήριξη της πλειοψηφία των μονάδων στο Βορρά (Διοικητής των οποίων ήταν τώρα ο Πιρές Βελόσο), καθώς κι αυτών που έδρευαν στις Αζόρες και τη Μαδέιρα (που απειλούσαν με απόσχιση απ’ την Πορτογαλία αν δεν αποκαθιστούνταν η στρατιωτική πειθαρχία). Είχε επίσης την υποστήριξη πολλών εκ των αεροπορικών βάσεων (αν κι εδώ, το κίνημα των υπαξιωματικών αποτελούσε σημαντικό εμπόδιο για τη δεξιά).

5) Υπήρχαν επίσης και ορισμένες αυτόνομες ομάδες απ’ τη βάση των φαντάρων, αν κι εδώ ήταν δύσκολο να υπάρξουν αυστηρές διαχωριστικές γραμμές. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονταν πολλές απ’ τις μονάδες της COPCON, του CICAP-RASP στο Βορρά, του RI στο Αμπράντες και οι SUV, στο βαθμό που κατόρθωναν να υπερβούν τον έλεγχο των UDP και PRP. Όμως, όπως ακριβώς συνέβαινε και με τους αγώνες των πολιτών, κάθε αυτόνομη κίνηση εμπλέκονταν σύντομα με τη μια ή την άλλη απ’ τις ανταγωνιζόμενες δυνάμεις.

Ήταν μέσα σ’ αυτό το υπόβαθρο που το «κόμμα της εργατικής τάξης», υποταγμένο απ’ το παρασκήνιο της αστικής εξουσίας από ανθρώπους που ήταν πιο έμπειροι στις τεχνικές χειραγώγησης απ’ ότι το ίδιο, άρχισε να ψάχνει για συμμάχους στις κατώτερες βαθμίδες. Δημιουργήθηκε το SUV. Μερικές εκατοντάδες στρατιώτες και κατώτεροι αξιωματικοί συναντήθηκαν στις 21 Αυγούστου σ’ ένα πευκοδάσος, μεταξύ Πόρτο και Μπράγκα, για να συζητήσουν τη στρατιωτική και πολιτική κατάσταση. Οι συγκεντρωθέντες αποφάσισαν να οργανώσουν το δικό τους δίκτυο, χτισμένο απ’ τη βάση. Είχαν υπάρξει προηγουμένως κι άλλες απόπειρες για μια οργάνωση τέτοιου είδους (ARPE, CUV-RA) αλλά λειτουργούσαν μόνο υπό την έννοια της διαρροής πληροφοριών προς τη βάση που αφορούσαν στρατιωτικές επιχειρήσεις, προγραμματισμένες ασκήσεις κτλ.

Η επιρροή του SUV σύντομα απλώθηκε στην Κοΐμπρα και τη Λισαβόνα. Δεν ήταν εξ’ αρχής μια δημιουργία του PCP,  αν και το συγκεκριμένο κόμμα «πήδηξε στο τραίνο τη στιγμή που αυτό ξεκινούσε». Οι τρεις περιφερειακές οργανώσεις του SUV (Βορράς, Κέντρο και Νότος) διέφεραν σε κάποιο βαθμό όσον αφορά τη σύνθεσή τους αλλά κι απ’ την άποψη των οργανώσεών που προσπαθούσαν να τις προωθήσουν. Το κύριο μανιφέστο του SUV παρουσιάζεται στο Παράρτημα 24.

Στις 8 Σεπτέμβρη, το SUV παρουσίασε την πρώτη του ανακοίνωση: «Εδώ κι έξι βδομάδες, είναι ξεκάθαρο ότι η αντίδραση σηκώνει κεφάλι στα στρατόπεδα. Αυτό φαίνεται από πολλά γεγονότα: την εκκαθάριση των αριστερών στρατιωτών στο CIAC (7), στο CIOE (8) του Λαμέγκο, στο RIP (9) της Βιάνα και άλλων περιοχών, τις επιθέσεις ενάντια σε συντρόφους που αγωνίζονταν για τη λαϊκή εξουσία στους στρατώνες, το γεγονός ότι οι ADUs μετατρέπονται σε πειθήνια όργανα που καταδικάζουν συντρόφους αντί να είναι αυτό που θα έπρεπε, δηλαδή όργανα συζήτησης κι αγώνα υπέρ των συμφερόντων των ένστολων εργατών, για μισθολογικές αυξήσεις, για δωρεάν μετακινήσεις, για την εκκαθάριση όλων των αντιδραστικών στοιχείων στα στρατόπεδα, για τη σύναψη δεσμών με τις οργανώσεις βάσης (…) Έχοντας ν’ αντιμετωπίσουμε αυτές τις κινήσεις, ζητάμε να ενωθούμε όλοι μας (…) Αυξήσεις στους άθλιους μισθούς μας. Έξω οι αντιδραστικοί απ’ τα στρατόπεδα. Η Πορτογαλία δε θα γίνει η Χιλή της Ευρώπης. Εργάτες, γείτονες, φαντάροι, πάντα μα πάντα, στο πλευρό του λαού».

Το SUV οργάνωσε διαδήλωση στη Λισαβόνα, στις 11 Σεπτέμβρη. Εκπροσωπήθηκαν 33 μονάδες απ’ όλη τη χώρα. Το FUR, το UDP και πολλές Επιτροπές Γειτονιάς υποστήριξαν τη διαδήλωση. Το PCP έδωσε επίσης και τη δική του στήριξη αλλά όταν προσπάθησε να περάσει τα δικά του συνθήματα, εμποδίστηκε. Ένα πανό έγραφε: «Τον έλεγχο τον έχουν οι φαντάροι. Δεν υπακούμε σε καμιά (πολιτική) γραμματεία».

Άλλα μια «στρατιωτική» οργάνωση που μπήκε αυτή τη φορά στους τίτλους των εφημερίδων, ήταν το RPAC, το «μέτωπο» του MRPP ανάμεσα στους στρατιώτες. Στις 13 Σεπτέμβρη, 300 περίπου στρατονόμοι, υποστηριζόμενοι από 500 Μαοϊκούς (οι εφημερίδες έγραφαν χιλιάδες), διαδήλωσαν θορυβωδώς εναντίον της αποστολής τους στην Ανγκόλα. Ο πόλεμος στην Ανγκόλα είχε ορθά καταγγελθεί ως ενδο-ιμπεριαλιστική σύγκρουση. Η πολιτική αντίληψη όμως πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, δε γέννησε και ανάλογη ευρύτερη περίσκεψη. Το MRPP χειραγώγησε το κίνημα των φαντάρων με τρόπο χοντροκομμένο. Στο Βορρά, προσπάθησε να επηρεάσει μια συνέλευση στρατονόμων, κουβαλώντας σ’ αυτήν μέλη Εργατικών Επιτροπών κι Επιτροπών Γειτονιάς που ήταν κοντά στη δική τους αντίληψη. Οι στρατονόμοι ωστόσο συγκεντρώθηκαν ξανά την επόμενη μέρα κι αποφάσισαν ότι η συνέλευσή τους είχε χειραγωγηθεί κι επομένως δεν ήταν αντιπροσωπευτική. Τα σημεία 3 και 4 της ανακοίνωσής τους τόνιζαν ότι «όλες οι δυνάμεις που στηρίζουν τον αγώνα μας είναι ευπρόσδεκτες, μιας και μόνο μέσα στο λαό είναι δυνατό να λυθούν όλες οι διαφορές μας» κι επίσης πως «ότι διασπά τις δυνάμεις αυτές είναι δημαγωγικό». Κατήγγειλαν την «αντιδημοκρατική» στάση των Επιτροπών Γειτονιάς, Εργατικών Επιτροπών και σωματείων που παρευρίσκονταν στη συνέλευσή τους. Αυτοί «αντιπροσωπεύουν μόνο μία συγκεκριμένη άποψη (…) Υπάρχουν κι άλλοι εργαζόμενοι και γείτονες που είναι πρόθυμοι να μας βοηθήσουν». (10)

Το MRPP δεν ήταν η μοναδική οργάνωση που προσπαθούσε να επιβληθεί στις συνελεύσεις. Τα FUR, UDP και PCP έπαιζαν όλα τους το ίδιο παιχνίδι.

Το ζήτημα των όπλων ήταν πολυσυζητημένο. Ενώ οι εργάτες υπολόγιζαν πιθανώς στη στήριξη κάποιων μονάδων σε ενδεχόμενο ξέσπασμα εμφύλιου, ήταν απολύτως βασικό για τους ίδιους τους εργάτες να εξοπλιστούν. Η Α Λούτα εκτιμούσε ότι 20.000 όπλα βρίσκονταν στα χέρια πολιτών, ενώ η Ο Σέκουλο Ιλουστράντο (11 Οχτώβρη 1975) ανέβαζε αυτόν τον αριθμό στις 40.000. Η εφημερίδα φιλοξενούσε μια συνέντευξη εργατών στους οποίους είχαν «προσφερθεί» (αυτόματα) G3 από στρατιώτες. Πολλοί πολίτες διέθεταν ακόμα κρυμμένα όπλα απ’ τους αποικιακούς πολέμους και πολλά ακόμα όπλα είχαν «μεταβιβαστεί» από διάφορα στρατόπεδα.

Μια θεαματική «κλοπή» είχε διευθετηθεί από κάποιον Λοχαγό Φερνάντεζ. Ο Φερνάντεζ, ένας 33χρονος Ανγκολέζος, υπήρξε μέλος του «Κινήματος των Λοχαγών». Ήταν ένας απ’ τους συγγραφείς του προγράμματος της COPCON. Ανακαλύφτηκε πως είχε «μεταβιβάσει» γύρω στα 1.500 αυτόματα G3 απ’ το στρατόπεδο της Μπεϊρόλας. «Τα όπλα δε δόθηκαν με κριτήριο την πολιτική ιδεολογία ή συγκεκριμένους δεσμούς», είχε εξηγήσει ο ίδιος προκειμένου να δικαιολογήσει την ενέργειά του. «Δόθηκαν αποκλειστικά σ’ εργάτες που ενδιαφέρονταν ρητά για τη συνέχιση της επαναστατικής διαδικασίας». Πιστεύονταν ευρέως ότι τα PRP, LUAR και UDP υπήρξαν οι κύριοι αποδέκτες – κι ότι είχαν θάψει το μερίδιό τους.

Λίγο καιρό πριν, ο Οτέλο είχε κάνει τις πλατιά δημοσιοποιημένες παρατηρήσεις του σχετικά με το βασικό λάθος που είχε διαπράξει η 25η Απρίλη, δηλαδή την αποτυχία της να συγκεντρώσει όλους τους φασίστες στην αρένα  και να τους τουφεκίσει. (11) Όταν ρωτήθηκε για τη «διαρροή» οπλισμού, ανέφερε ότι τα όπλα βρίσκονταν «σε καλά χέρια».

Στις 26 Σεπτέμβρη, το SUV οργάνωσε μια τεράστια διαδήλωση στη Λισαβόνα. Η πορεία κατέληξε έξω απ’ τη στρατιωτική φυλακή της Τραφάρια, όπου κρατούνταν δυο στρατιώτες επειδή είχαν μοιράσει προκηρύξεις του SUV στη στρατιωτική σχολή της Μάφρα. Ήταν μια πελώρια συγκέντρωση (κάποιες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 120.000 ανθρώπους). Διαβάστηκαν μηνύματα από ομάδες στρατιωτών της Ιταλίας και της Γαλλίας. Η διαδήλωση όμως φανέρωσε και κάτι απ’ την ανασφάλεια της όλης κατάστασης: όταν έφτασε στο Άλσος   Εδουάρδου VII, απλώθηκε μια φήμη που έλεγε ότι οι καταδρομείς και το RIOQ βρίσκονταν καθ’ οδόν για να τη διαλύσουν. Κάποιος έπρεπε να τους πει ότι η πλειοψηφία της δύναμης του RIOQ ήταν ήδη στη διαδήλωση!

Προκειμένου ν’ αντιμετωπίσει αυτό που περιγράφονταν ως «αναρχία που εξαπλώνονταν στο στράτευμα», η Έκτη Κυβέρνηση χρειάζονταν επειγόντως μια νέα αστυνομική δύναμη. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τα φτερά της COPCON έπρεπε να κοπούν… Έτσι, συστήθηκαν οι ΑΜΙ (Μονάδες Στρατιωτικής Επέμβασης). Το RAL-1, η Στρατιωτική Αστυνομία και το RAC (12) αρνήθηκαν στο σύνολό τους οποιαδήποτε σχέση με το νέο σώμα. Οι καταδρομείς και μια μονάδα τυφεκιοφόρων και αλεξιπτωτιστών αποδέχτηκαν το νέο ρόλο, σχηματίζοντας τελικά τον πυρήνα των ΑΜΙ. Η καινούρια αστυνομική δύναμη ιδρύθηκε την παραμονή της 27ης Σεπτέμβρη (το βράδυ της πυρπόλησης της Ισπανικής Πρεσβείας). Αναπτύχθηκε ραγδαία μετά την 1η Οχτώβρη, μέρα κατά την οποία οι εφημερίδες του Σ.Κ. είχαν προειδοποιήσει για ενδεχόμενο αριστερό πραξικόπημα απ’ την πλευρά του RAL-1.

Εκείνη την περίοδο, η εφημερίδα Ο Σέκουλο κατάφερε ν’ αποκτήσει ένα απόρρητο έγγραφο (που αργότερα έγινε γνωστό ως το «Σχέδιο των Συνταγματαρχών»), τ’ οποίο και παρουσίασε στο κοινό. Το έγγραφο αποδείκνυε τη στρατηγική που έκρυβαν οι κυβερνητικές κινήσεις. Το σχέδιο είχε σαφώς τη στήριξη του Επαναστατικού Συμβουλίου, αν κι αυτό θα αποτελούσε αργότερα αντικείμενο επίσημης διάψευσης. Οι δέκα βασικοί στόχοι του ήταν: 1) Ο έλεγχος του SDCI (Υπηρεσία Έρευνας και Συντονισμού Πληροφοριών) 2) Ο έλεγχος των «δημοσίων σχέσεων» του MFA 3) Η δημιουργία των ΑΜΙ 4) Η δημιουργία μιας αστυνομικής δύναμης καταστολής ταραχών στα πλαίσια των ΑΜΙ 5) Η αλλαγή στάσης απέναντι στο MPLA 6) Η στρατιωτική κατάληψη του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης 7) Η διάλυση ορισμένων «προοδευτικών» στρατιωτικών μονάδων, με πρώτο το RAL-1 8) Το πέρασμα του  απόλυτου ελέγχου στα χέρια του Επαναστατικού Συμβουλίου. Οι Οτέλο και Φαμπιάο έπρεπε να εκκαθαριστούν 9) Η τοποθέτηση μελών των «Εννιά» σε θέσεις-κλειδιά 10) Η οριστική διευθέτηση των ζητημάτων της Ρεπούμπλικα και του Ράντιο Ρενασένσα. Οι συγκεκριμένοι στόχοι θα επιτυγχάνονταν, ένας προς ένας, μέχρι τα τέλη Νοέμβρη.

Είναι σημαντικό να εξεταστεί το υπόβαθρο στ’ οποίο αυτοί οι στόχοι έγιναν αντικείμενο σύλληψης και εφαρμογής. Όχι μόνο ο στρατός δεν έμοιαζε πια με τέτοιον
(μακριά μαλλιά και γενειάδες συνόδευαν τώρα τις στολές) αλλά δεν συμπεριφέρονταν και ως τέτοιος. Ο αγώνας των αναπήρων πολέμου ήρθε να καταδείξει την κατάρρευση της στρατιωτικής εξουσίας σε κάποιες μονάδες –και τη διατήρησή της σε άλλες- και την απόλυτη έλλειψη μιας πραγματικής δομής διοίκησης.

Περίπου 100.000 πολίτες και 30.000 στρατιώτες είχαν ακρωτηριαστεί ή τραυματιστεί σοβαρά στα χρόνια του πολέμου. Πολλοί είχαν χάσει χέρια ή πόδια κι ήταν ανίκανοι να εργαστούν. Για τους απλούς στρατιώτες, η σύνταξη ήταν 2.000 εσκούδα το μήνα και για τους υπαξιωματικούς, 4.000. Ένας λοχαγός έπαιρνε 8.000 κι ένας στρατηγός 18.000 εσκούδα. Οι ανάπηροι πολέμου άρχισαν τη δράση τους το Νοέμβρη του 1974, διαδηλώνοντας μπροστά απ’ το προεδρικό μέγαρο. Παρά τις υποσχέσεις, οι συντάξεις τους δεν αυξήθηκαν.

Στις 20 Σεπτέμβρη 1975, πραγματοποίησαν ξανά πορεία, χωλαίνοντας ή σπρώχνοντας οι ίδιοι τ’ αναπηρικά καροτσάκια τους προς το Σάο Μπέντο. Διατάχτηκαν να διαλυθούν από μια μονάδα καταδρομέων, επίλεκτο σώμα του οποίου η οργάνωση χαρακτηρίζονταν ακόμα από αυστηρή πειθαρχία. Οι διαδηλωτές αρνήθηκαν. Τότε οι καταδρομείς επιστράτευσαν ένα τεθωρακισμένο όχημα με πρόθεση να τ’ οδηγήσουν στην μπροστινή πύλη του μεγάρου. Το δρόμο τους έφραξε ένα αναπηρικό καροτσάκι στ’ οποίο επέβαινε ένας ανάπηρος καταδρομέας. Οι καταδρομείς δίστασαν για μια στιγμή. Εκείνη τη στιγμή κατέφτασαν στο προσκήνιο οι δυνάμεις του RIOQ. Ο διοικητής των καταδρομέων έδωσε τη διαταγή να προχωρήσουν. Οι στρατιώτες του RIOQ έριξαν πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Μόνο τότε αποσύρθηκαν οι καταδρομείς.

Στο μεταξύ, οι διαδηλωτές επέμεναν. Περίμεναν μέχρι τις 11 το βράδυ και μετά αποφάσισαν να σηκώσουν οδοφράγματα στις κοντινές σιδηροδρομικές γραμμές που πήγαιναν παράλληλα με τον ποταμό Τάγο, όπως επίσης και στη Μαρτζινάλ, τη βασική αρτηρία που βρίσκονταν δίπλα στις γραμμές. Καθ’ όλη τη διάρκεια της επόμενης μέρας ανάγκαζαν όλα τα τραίνα να σταματάνε για μερικά λεπτά, ενώ διάβαζαν μια διακήρυξη στους επιβάτες απ’ τα μικρόφωνα που χρησιμοποιούνταν για τις ανακοινώσεις προς το κοινό. Η κυβέρνηση απέφευγε ακόμα να δώσει απάντηση.

Οι πρώην στρατιώτες αποφάσισαν τότε να καταλάβουν τη γέφυρα του ποταμού Τάγου. Τα διόδια ανοίχτηκαν. Αυτή η κατάσταση κράτησε μια ολόκληρη βδομάδα. Το Ράντιο Κλουμπ Πορτουγκέζ παρέδιδε το σταθμό στους πρώην στρατιώτες για μισή ώρα σε καθημερινή βάση κι υποστηρίχτηκαν επίσης απ’ το σύνολο των εφημερίδων. Στο τέλος της βδομάδας, μετά από μια συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα «Βοζ ντο Οπεράιο» (Φωνή του Εργάτη) υπό την αιγίδα της Ρεπούμπλικα, οι πρώην στρατιώτες αποφάσισαν να ορίσουν ένα αντίτιμο για τα διόδια, μόνο για μια νύχτα, και να παραδώσουν τα έσοδα στην εφημερίδα. Αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Η κυβέρνηση έστειλε στρατό για να καταλάβει τη γέφυρα. Οι φαντάροι αρνήθηκαν. Η κυβέρνηση υποχώρησε.

Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι πολιτικές πεποιθήσεις των διάφορων διοικούντων αξιωματικών θα έπαιζαν σημαντικό ρόλο. Πολλές μονάδες συγκάλεσαν γενικές συνελεύσεις για να συζητήσουν την κατάσταση. Προχώρησαν ακόμα και σ’ εκλογές για ν’ αναδείξουν αντιπροσώπους. Διατήρησαν όμως την ιεραρχική δομή τους. Ως μονάδες, διατηρούσαν τη συνοχή τους. Πολλοί στρατιώτες ήταν περήφανοι για τα συντάγματα και τα τάγματά τους. Αυτή η «σχιζοφρενική» στάση ήταν ίσως αρκετά φυσιολογική. Ακόμα και στις μονάδες του ROIQ που στάλθηκαν για να υπερασπιστούν τη διαδήλωση των αναπήρων πολέμου, επικρατούσε μια άκριτη στάση έναντι της ιεραρχίας. Οι φαντάροι μιλούσαν για τον καλό αξιωματικό που διέθεταν, επειδή τους έπαιζε ωραία μουσική απ’ τους ασυρμάτους, όταν αυτοί δε χρησιμοποιούνταν για υπηρεσιακούς λόγους. Οι στρατιώτες μπορούσαν να κινητοποιηθούν μόνο μετά από απολύσεις προοδευτικών αξιωματικών. Ενώ καταδίκαζαν τους τρόπους με τους οποίους χρησιμοποιούνταν ένας αστικός στρατός, διατηρούσαν τις δομές του. Οι αξιωματικοί –ακόμα κι αυτοί που υποστήριζαν το FUR- ενθάρρυναν ανάλογες συμπεριφορές. Οι στρατιώτες, σε γενικές γραμμές, υπάκουαν στους αξιωματικούς τους (προοδευτικούς ή άλλους). Συχνά ενεργούσαν χωρίς να σκέφτονται σοβαρά τις συνέπειες. Η παράδοση της υπακοής δεν ενθάρρυνε την κριτική σκέψη.

Το SUV απέκτησε μια δυναμική που δεν μπορούσε να ελεγχτεί από κανέναν. Όταν ο Ταξίαρχος Καραΐς (των Εννιά) επισκέφτηκε ένα στρατόπεδο, μια ομάδα του SUV επισήμανε: «Ο Καραΐς επισκέφτηκε τα μέρη μας. Μήπως για ν’ απαντήσει στις ανησυχίες των φαντάρων; Σίγουρα όχι. (Το έκανε) Για να μας απειλήσει. Για ν’ ανακοινώσει ακόμα πιο κατασταλτικά αλλά και “εκλεπτυσμένα” μέτρα για την εκκαθάριση της αριστεράς. Για να προετοιμάσει πιο βίαιες μορφές καταστολής».

Σε μια μονάδα εφοδιασμού-μεταφορών του Πόρτο, ο αγώνας προσέγγισε υψηλά επίπεδα. Το CICAP ήταν η στρατιωτική σχολή οδηγών. Είχε διαδραματίσει ενεργό ρόλο στην 25η Απρίλη. Ο νέος Διοικητής του Βορρά (ο δεξιός Πιρές Βελόσο) αποφάσισε να την κλείσει. Κάποιοι απ’ τους φαντάρους περιέγραψαν τα γεγονότα: «Το CICAP μετατρέπεται σε προπύργιο της αντίδρασης στη Στρατιωτική Διοίκηση του Βορρά. Όλες οι νίκες μας ακυρώθηκαν. Στα τέλη του Ιούλη, αποτάχτηκαν τρεις συνάδερφοί μας. Έπειτα ήρθαν οι διακοπές του Αυγούστου και το κακό παράγινε. Οι αντιδραστικοί αξιωματικοί και υπαξιωματικοί διεξήγαγαν συνεχώς μυστικές συναντήσεις. Χωρίς να συμβουλευτούν τα δημοκρατικά όργανα που είχαμε συστήσει, αποφάσισαν να στείλουν το Λοχαγό Μοράις, ένα Σπινολικό, στη Συνέλευση. Μαζί του πήγε κι ο Λοχαγός Λουρέιρο (πρώην μέλος της Μοσιντάντ Πορτουγκέζ). (13) Δεν άργησαν να προβούν στην εκκαθάριση των προοδευτικών στρατιωτών (…) Προαναγγείλαμε μια διαδήλωση του SUV. Ο διοικητής έκανε ότι μπορούσε για να τη σταματήσει εν μέσω απειλών. Είμαστε ακόμα πολλοί. Στις 11 Σεπτέμβρη, αιφνιδιαστικά στη μέση της κανονικής παρέλασής μας, κρατήσαμε ενός λεπτού σιγή για το λαό της Χιλής. Αναζήτησαν βέβαια τους “ταραξίες”. Εκφράσαμε παράπονα για το φαγητό. Δε νοιάστηκαν όμως καθόλου να το βελτιώσουν. Ήθελαν απλά ένα εξιλαστήριο θύμα. Απέβαλαν έναν κληρωτό. Αντιστεκόμαστε σ’ αυτού του είδους τις εκκαθαρίσεις. Στο χώρο της παρέλασης φωνάξαμε: “Έξω οι αντιδραστικοί απ’ τα στρατόπεδα”. Δεν άργησαν να επιχειρήσουν περαιτέρω εκκαθαρίσεις, αυτή τη φορά με νόμιμο και “κομψότερο” τρόπο. Είπαμε: “Δεν πάει άλλο”. Αργά τη νύχτα συγκαλέσαμε μια συνάντηση. Ζητούσαμε μια εξήγηση για τις εκκαθαρίσεις. Έγιναν τα πάντα για να παρεμποδιστεί η συγκέντρωσή μας. Όμως στο τέλος κατορθώσαμε να διεξαχθεί ψηφοφορία. Το αποτέλεσμα ήταν 312 ψήφοι υπέρ της παραμονής των απολυμένων συναδέρφων μας και 6 αποχές. Κανείς δεν υποστήριξε τις απομακρύνσεις. Εκατοντάδες άνθρωποι που περίμεναν στις πύλες επευφημούσαν τη νίκη μας (…) Το άμεσο επακόλουθο ήταν να κλείσει το CICAP, με απ’ ευθείας διαταγές του Πιρές Βελόσο. Ενώ όμως συνέβαινε αυτό, μια άλλη μονάδα κατέλαβε το στρατόπεδό της εκφράζοντας την αλληλεγγύη της προς εμάς…». (14)

Η μονάδα αυτή ήταν το RASP, το σύνταγμα πεζικού της Σέρρα ντο Πιλάρ. Οι στρατιώτες του RASP προχώρησαν σε ακόμα πιο ριζοσπαστικές ενέργειες. Έφεραν προκλητικά πολίτες μέσα στο ίδιο τους το στρατόπεδο.

«Ξεκινήσαμε τον αγώνα μας μ’ έναν σκοπό: την επαναλειτουργία του CICAP και την επαναφορά στα στρατόπεδα όλων των εκκαθαρισθέντων στρατιωτών. Σήμερα, μια βδομάδα μετά, έχοντας αποκομίσει εξαιρετικές εμπειρίες και ισχυροποιημένοι απ’ την αδιάσπαστη ενότητα, ο στόχος μας παραμένει ο ίδιος, μόνο που μπαίνει πιο πιεστικά. Γιατί αγωνιζόμαστε; Το κλείσιμο του CICAP πρέπει να ιδωθεί στην πραγματική του διάσταση. Οι προθέσεις οποιουδήποτε έδωσε τη διαταγή πρέπει να καταγγελθούν. Το κλείσιμο του CICAP ήταν το αποκορύφωμα μιας εκστρατείας που είχε οδηγήσει στην απομάκρυνση δεκάδων προοδευτικών στρατιωτών και στρατιωτικού προσωπικού απ’ τις μονάδες αυτής της περιφέρειας: περισσότεροι από 50 απ’ το RIP, απ’ το CICAP, απ’ το CIOE του Λαμέγκο, απ’ την Μπράγκα, τη Βίλα Ρεάλ, κ.ά. Το κλείσιμο του CICAP αποτελεί προμελετημένη απόπειρα κατάπνιξης όσων λένε “όχι στη στρατιωτική πειθαρχία” (…) Ένας στρατός που χειραγωγείται κι ελέγχεται απ’ τους αντιδραστικούς, αργά ή γρήγορα, θα επιτεθεί στους εργάτες (…) Το CICAP δεν ανήκει στον Βελόσο. Θα γίνει κτήμα του λαού». (15)

Όταν οι άντρες του RASP κατέλαβαν το στρατόπεδό τους, έβαλαν μέσα πολίτες κι οργάνωσαν ένα φεστιβάλ που κράτησε μια βδομάδα. Πρόβαλαν ταινίες, κουβέντιασαν, αντάλλαξαν απόψεις, χόρεψαν και τραγούδησαν και το απόλαυσαν. Βαθμιαία, άρχισαν κι άλλες μονάδες να βγάζουν ψηφίσματα αλληλεγγύης υπέρ των CICAP και RASP στις συνελεύσεις τους. Η διοίκηση του στρατού είδε τον κίνδυνο. Το Συμβούλιο της Επανάστασης έστειλε τον -προσκείμενο στο PCP- Φαμπιάο «για να πετύχει κάποιο συμβιβασμό», δηλαδή να επαναφέρει την «τάξη», την «πειθαρχία» και την «ομαλότητα». Μετά από συζητήσεις, ο Φαμπιάο υποσχέθηκε ότι ο Βελόσο θ’  απομακρυνθεί κι ότι το CICAP δε θα διαλυθεί. Έτσι το RASP διέκοψε την κατάληψη. Όπως και στα πολιτικά (μη στρατιωτικά) ζητήματα, το PCP χρησιμοποιούνταν για να εκτονώνει τις κρίσεις. Στα εργοστάσια το έκανε μέσω της Ιντερσιντικάλ και στο Στρατό μέσω των λίγων «Γκονσαλβικών» αξιωματικών που του είχαν μείνει.

Όταν οι καταδρομείς αποχώρησαν απ’ τον αναμεταδότη του Ράντιο Ρενασένσα στην Μπουράκα, στις 16 Οχτώβρη, ο σταθμός άρχισε να εκπέμπει και πάλι. Έμεινε στον αέρα μόνο για τρεις βδομάδες. Στις 7 Νοέμβρη, μια επίλεκτη αστυνομική ομάδα μ’ ένα απόσπασμα αλεξιπτωτιστών, πραγματοποίησαν νυχτερινή επιδρομή στις εγκαταστάσεις, αναγκάζοντας τους πάντες να βγουν έξω και τοποθέτησαν εκρηκτικά στο κτήριο. Οι αλεξιπτωτιστές δήλωσαν αργότερα ότι «δεν είχαν αντιληφθεί τι ακριβώς έκαναν». Νόμιζαν, ανέφεραν, πως οι διαταγές προέρχονταν «απ’ την  αριστερά». Η υπόθεση αυτή δεν προσφέρεται ούτε για γέλια, ούτε και για κλάματα – μόνο για προσπάθεια να γίνει κατανοητή. Αρκεί το να προσπεράσουμε την ενέργειά τους χρεώνοντάς την σε ακραία πολιτική αφέλεια; Ταιριάζει ο συγκεκριμένος τρόπος σκέψης στην αριστερά, στην οποία και ανήκαν; Το ερώτημα αυτό δεν επρόκειτο να βρει απάντηση. Μια μονάδα τυφεκιοφόρων στην οποία είχε ανατεθεί η συγκεκριμένη αποστολή, αρνήθηκε. Ο Βάσκο Λουρένσο «εξήγησε» αργότερα την κατάσταση εκ μέρους του Συμβουλίου της Επανάστασης. Το Συμβούλιο, δήλωσε, είχε τρεις επιλογές: 1. να παραδώσει το Ράντιο Ρενασένσα πίσω στην Καθολική Εκκλησία –αμφέβαλε όμως αν αυτή μπορούσε να το κρατήσει 2. να καταλάβει το σταθμό στρατιωτικά – αμφέβαλε όμως αν οι στρατιώτες θα συμμορφώνονταν με τη διαταγή 3. να τον ανατινάξει.

Η συγκεκριμένη επίδειξη δολιότητας («μπορείς να λες ότι θες, αρκεί να είμαστε σίγουροι πως δε σ’ ακούει κανένας») και ο τρομοκρατικός βανδαλισμός («αν δεν μπορούμε να ελέγξουμε κάτι, είναι καλύτερα να μην το ελέγχει κανείς») εκ μέρους του κράτους προκάλεσαν μεγάλη αγανάκτηση. Θα είχαν απρόσμενες επιπτώσεις ανάμεσα στους «πολιτικά καθυστερημένους» αλεξιπτωτιστές. Ριζοσπαστικοποίησαν τόσο ορισμένους απ’ αυτούς ώστε διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στα γεγονότα της 25ης Νοέμβρη. Όμως από πολλές απόψεις, υπεύθυνες για την πανωλεθρία ήταν οι πολιτικές οργανώσεις που προπαγάνδιζαν το παραμύθι της «Συμμαχίας MFA και Λαού». Στο λαβύρινθο του φολκλόρ, δεν είχαν κατανοηθεί τα πραγματικά όρια της κατάστασης.

Το SUV απώλεσε τελικά τον αυτόνομο χαρακτήρα του, μέσω της οπορτουνιστικής «στήριξης» που δέχτηκε απ’ τις διάφορες οργανώσεις των PCP και FUR. Θεωρήθηκε ένα ακόμα «ένοπλο σώμα αντρών», παράλληλα με την COPCON και οι ΑΜΙ, που εργάζονταν υπέρ των «αριστερών» κομματικών συμφερόντων, και άρα υπέρ του κρατικού καπιταλισμού. Οι ΑΜΙ, για όσο καιρό υπήρξαν, αντιπροσώπευαν μισθοφόρους, πληρωμένους απ’ το κράτος. Το αριστερό όμως φολκλόρ προωθούσε την αντίληψη πως σίγουρα η COPCON διέφερε. Ο Αρνάλντο Μάτο την είχε αποκαλέσει «τη δημοκρατικότερη αστυνομική δύναμη στον κόσμο» (αλλά μόνο μετά από κάποιες συναντήσεις του με τον Οτέλο που τον έκαναν να νομίζει πως θα μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει). Με όρους καθημερινότητας, η Στρατιωτική Αστυνομία, η κύρια δύναμη κρούσης της COPCON, λειτουργούσε όπως κάθε άλλη αστυνομική δύναμη. Ήταν το ίδιο διεφθαρμένη. Ενώ οι Μαοϊκοί διακήρυτταν πως «η αυγή ήταν κόκκινη», η περιοχή του Δήμου του Άλτο στη Λισαβόνα, φωτίζονταν κάθε βράδυ με διαφορετικού είδους κόκκινα φώτα. Τα περίπολα της COPCON δέχονταν δωράκια απ’ τις πόρνες και τους νταβατζήδες, όπως ακριβώς κι η κανονική αστυνομία πριν, κι όπως θα έκαναν κι οι καταδρομείς μετά την 25η του Νοέμβρη. (16)

Προς τη Ρήξη.

Η έλευση της Έκτης Κυβέρνησης δε σταμάτησε τις βομβιστικές επιθέσεις στο Βορρά. Άλλαξε όμως το χαρακτήρα τους. Έγιναν πλέον ανοιχτά τρομοκρατικές. Στις 16 Σεπτέμβρη, στο Πόρτο, ανακαλύφτηκαν αυτοκίνητα με γαλλικές πινακίδες που περιείχαν εκρηκτικά. Λίγες μέρες μετά χτυπήθηκε το Δημοτικό Συμβούλιο.

Στο Αλεντέζο, η ελεγχόμενη απ’ το PCP Ένωση Εργατών Γης έλεγχε την κατάσταση. Στις 17 Σεπτέμβρη κήρυξε απεργία που παρέλυσε την επαρχία. Μόνο οι μεθοριακές περιοχές, όπως η Έλβας (που ήταν κυρίως με το Σ.Κ.), δεν επηρεάστηκαν.

Οι αριστερές οργανώσεις συνέχιζαν να πολεμούν μεταξύ τους. Σε Λισαβόνα και Πόρτο λάμβαναν χώρα συνεχώς ένοπλες συμπλοκές μεταξύ οπαδών του PCP και του MRPP ή του UDP και μεταξύ των δύο τελευταίων. Το πόσο γρήγορα «επιβάλονταν η τάξη» εξαρτώνταν απ’ το ποια μονάδα ήταν αυτή που έκανε την επέμβαση.

Μια αντίδραση φρίκης απλώθηκε σ’ όλη την Ευρώπη, όταν στις 27 Σεπτέμβρη, ο ετοιμοθάνατος Φράνκο διέταξε την εκτέλεση πέντε πολιτικών κρατουμένων. Σε Λισαβόνα και Πόρτο έλαβαν χώρα μεγάλες πορείες διαμαρτυρίας. Στην πρώτη, έγιναν στάχτη τόσο η Ισπανική Πρεσβεία, όσο και το Προξενείο. Το πλήθος τραγουδούσε τη Διεθνή καθώς οι φλόγες υψώνονταν στον ουρανό. Το γενικό αίσθημα χαρακτηρίζονταν από επιθετικότητα. Ούτε το UDP (που προσπάθησε), ούτε το RAL-1 (που αρνήθηκε) μπόρεσαν να ελέγξουν τον κόσμο. Ακόμα κι οι πυροσβέστες που εμφανίστηκαν, άρχισαν να τραγουδούν με τη σειρά τους, περιοριζόμενοι στο να μην αφήσουν τη φωτιά να εξαπλωθεί. Η Έκτη Κυβέρνηση υποσχέθηκε άμεση αποζημίωση στο Ισπανικό κράτος. Ο Μέλο Αντούνες κατήγγειλε την επίθεση στην πρεσβεία ως «βανδαλισμό». Ο Υπουργός Εξωτερικών εξήγησε ότι το 30 % της ηλεκτρικής ενέργειας της Πορτογαλίας έρχονταν απ’ την Ισπανία. Ήταν σημαντικό να διατηρηθούν οι καλές σχέσεις, κτλ, κτλ. Η Ρεπούμπλικα έγραφε: «Ισπανία, ο τρόμος. Ισπανία, ο θάνατος. Ισπανία, μάνα μας και συντρόφισσά μας. Η επανάσταση χτυπιέται: το μαρτύριο, η αστυνομία, οι κρεμασμένοι. Επαναστάτρια κι ηρωική Ισπανία, από σένα έχουμε μάθει μαθήματα σωρό. Θα συντρίψουμε το φασισμό. Δε θ’ αφήσουμε τίποτα ν’ απομείνει απ’ αυτόν τον κόσμο της κόλασης που ’ταν κάποτε δικός μας και που ακόμα μας φοβερίζει. Ο φονιάς Φράνκο θα πεθάνει. Δε θέλουμε βασιλιά. Ο λαός που παλεύει θα πάρει τη μοίρα του στα δικά του χέρια. Το κεφάλαιο και τα όπλα του θα λιώσουν μεσ’ στο καμίνι και το κόκκινο στραφτάλισμα της Ευρώπης…».

Στο μεταξύ, η διαμάχη PCP-FUR απ’ τη μια και Σ.Κ.-PPD απ’ την άλλη, οξύνονταν. Ένας δημοσιογράφος ανέφερε πως στην περίοδο αυτή, υπήρχαν μονάχα «τεράστιες» και «γιγαντιαίες» διαδηλώσεις. Όλο αυτό έτεινε να αφανίζει οποιαδήποτε αυτόνομη κίνηση έκανε κάποιος. Οι περισσότερες απ’ τις διαδηλώσεις υποτίθεται ότι ήταν «ενωτικές» και «μη κομματικές» - αλλά σχεδόν όλοι γνώριζαν ότι τα πράγματα ήταν αλλιώς. Το PCP ασκούσε όλο και περισσότερη πίεση μέσω οργανώσεων όπως το SUV (σε Νότο και Κέντρο) και μέσα απ’ τις Εργατικές Επιτροπές της βιομηχανικής ζώνης της Λισαβόνας. Ορισμένες Επιτροπές που ελέγχονταν απ’ τους γραφειοκράτες, όπως αυτή στην EC Εστέβεζ (βιομηχανικές μεταφορές) δούλευαν χέρι χέρι με το Συνδικάτο Μεταφορών, τ’ οποίο δούλευε με τη σειρά του συνδεμένο στενά με την Ιντερσιντικάλ, μ’ άλλα λόγια με το PCP. Σε τέτοιου είδους Επιτροπές βασίστηκε ή ίδρυση μιας γραμματείας. Πολλές απ’ τις Επιτροπές που συνδέονταν μαζί της δεν ελέγχονταν παρόλ’ αυτά απ’ το PCP. Το ίδιο ίσχυε και για τους εργαζόμενους σ’ αυτές. Το γραφειοκρατικό σύστημα απλά τις παγίδευε στα δίχτυα του.

Μ’ αυτό τον τρόπο καθοδηγήθηκε και χειραγωγήθηκε απ’ τα σωματεία του PCP, η απεργία των μεταλλεργατών στα μέσα Οχτώβρη. Το Σ.Κ. δοκίμασε τις δικές του ταχτικές προκειμένου να αμφισβητήσει αυτή την κυριαρχία μέσα στο SUV και τα μέσα ενημέρωσης. Την 1η Οχτώβρη προειδοποίησε για πιθανό «αριστερό πραξικόπημα» προερχόμενου απ’ το RAL-1 και κάλεσε τα μέλη του σε γενική κινητοποίηση. Η ανταπόκριση ήταν ισχνή. Αν πράγματι είχε σχεδιαστεί πραξικόπημα, θα επικρατούσε εύκολα.

Στις 13 Οχτώβρη, μια βδομάδα μετά τα γεγονότα των CICAP και RASP, PCP και FUR οργάνωσαν μια μεγάλη συγκέντρωση στο (Δημοτικό) Συμβούλιο της Λισαβόνας. Ονειρευόμενοι χωρίς αμφιβολία το «όλη η εξουσία στα σοβιέτ», επιθυμούσαν να «παραδοθεί» το Συμβούλιο στις Εργατικές Επιτροπές και τις Επιτροπές Γειτονιάς της περιοχής. Πολλά ειλικρινή μέλη των Επιτροπών αυτών που εμφανίστηκαν προς υποστήριξη της «λαϊκής εξουσίας», τρόμαξαν απ’ τον τρόπο που το PCP περνούσε τα δικά του ξεχωριστά συνθήματα. Αυτοί που ήταν εκεί πίστευαν στην «άμεση δημοκρατία». Ήταν πρόθυμοι να κατεβούν στο δρόμο για να το δείξουν. Δεν ήθελαν όμως να χρησιμοποιηθούν ως πιόνια στον αγώνα για την εξουσία που έκανε το PCP.

Η αναφορά σε «πραξικοπήματα» έγινε θέμα κινητοποιήσεων. Στις 25 Οχτώβρη, η COPCON προειδοποίησε για δεξιό πραξικόπημα και σήκωσε οδοφράγματα στους κύριους δρόμους της Λισαβόνας. Νεαροί φαντάροι ερευνούσαν αυτοκίνητα. Οι έρευνες όμως γίνονταν με μισή καρδιά. Τέσσερις μέρες μετά, μία ακόμα οργάνωση, η «Επιτροπή της Πολεμικής Αεροπορίας για την Επαναστατική Επαγρύπνηση» (αυτή τη φορά σχετιζόμενη με το PCP) προειδοποίησε για άλλο ένα δεξιό πραξικόπημα. Οι Ο Σέκουλο και Ντιάριο ντε Νοτίσιας δημοσίευσαν την προειδοποίηση με μεγάλα γράμματα στα εξώφυλλά τους. Την προηγούμενη μέρα είχε σημειωθεί βομβιστική επίθεση στα γραφεία του IRA στο Σετούμπαλ κι ο τοπικός πληθυσμός είχε απαντήσει αμέσως με περισσότερες καταλήψεις, περιλαμβανομένης και της κατάληψης του μεγάρου του Δούκα ντε Παλμέλα, τ’ οποίο και μετατράπηκε στο νέο κέντρο του IRA.

Τι ήταν φήμη; Και τι αλήθεια; Μπορούσες να ξυπνήσεις το πρωί και –αν έδινες πίστη στις εφημερίδες- ν’ ανακαλύψεις πως είχαν λάβει χώρα πάρα πολλά πραξικοπήματα κι όλα τους είχαν ηττηθεί. Πίσω απ’ όλη αυτή τη χειραγώγηση του θεαματικού κρύβονταν η ανάγκη να γεννηθεί και να διατηρηθεί μια ατμόσφαιρα πολιτικής ανασφάλειας. Στις 31 Οχτώβρη κάποιοι εργαζόμενοι του MRPP κατέλαβαν την Ο Σέκουλο προσπαθώντας ν’ ανατρέψουν την προσκείμενη στο PCP Εργατική Επιτροπή που υπήρχε στην εφημερίδα. Έβγαλαν τη δική τους έκδοση του φύλλου για μια βδομάδα.

Οι απειλές συνεχίζονταν. Στις 3 Νοέμβρη, υπήρξε κι άλλη προειδοποίηση απ’ την Επιτροπή της Πολεμικής Αεροπορίας που αφορούσε σχεδιαζόμενο πραξικόπημα για το τριήμερο 7 με 9 Νοέμβρη, τ’ οποίο θα συνέπιπτε με τη διεξαγωγή στρατιωτικών ασκήσεων στην Κεντρική Πορτογαλία. Και πάλι οι Ο Σέκουλο και Ντιάριο ντε Νοτίσιας αφιέρωσαν τα πρωτοσέλιδά τους στη συγκεκριμένη ιστορία. Έβλεπαν όλο και περισσότερο τον Οτέλο να συμμετέχει σε συναντήσεις του PCP μ’ ένα αυτοκόλλητο του Ράντιο Ρενασένσα στο πέτο του. Αυτός απαίτησε τη ματαίωση των ασκήσεων.

Στις 30 Οχτώβρη, οι στρατιώτες της Κεντρικής Αποθήκης Οπλισμού διατάχτηκαν από Γκονσαλβικούς αξιωματικούς «να δώσουν όρκο πίστης στην εργατική τάξη». Ως απάντηση, οι Α Λούτα και Ζορνάλ Νόβο δημοσίευσαν (στις 4 Νοέμβρη) μια ανακοίνωση του Μετώπου Στρατιωτικής Ενότητας-Frente Militar Unida (η οργάνωση αυτή, που περιελάμβανε το MRPP,το Μέλο Αντούνες …και το Ραμάλιο Εάνες, υποτίθεται πως ήταν το όχημα της βάσης των πολιτικών ιδεών των «Εννιά»). Τα Σ.Κ. και PPD κάλεσαν τότε μια κοινή διαδήλωση στο Φάρο προς υποστήριξη της Έκτης Κυβέρνησης. Ενώ αυτή πραγματοποιούνταν, έγινε ένα «λαϊκό δικαστήριο» στη Μπόα Χόρα, που το παρακολούθησαν 200 περίπου αριστεριστές, τ’ οποίο έβγαλε απόφαση «μη ενοχής» για έναν καταληψία που είχε συλληφθεί απ’ την αστυνομία.

Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, έλαβε χώρα η τηλεοπτική συζήτηση των Σοάρες και Κουνιάλ στις 6 Νοέμβρη με σκοπό «την εκτόνωση της κρίσης». Ασφαλώς, δεν έλυσε το παραμικρό. Την ίδια μέρα το Συμβούλιο της Επανάστασης επανέλαβε τη στήριξή του στην Έκτη Κυβέρνηση. Η όξυνση μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Στις 7 Νοέμβρη, το Υπουργείο Κοινωνικών Επικοινωνιών κατελήφθη απ’ τους υπαλλήλους του που κατηγορούσαν ένα υψηλό στέλεχος ότι διατηρούσε επαφές με την PIDE. Αφού άνοιξε πυρ στο πλήθος που ήταν συγκεντρωμένο απ’ έξω, η GNR επανεκατέλαβε το κάτω μέρος του κτηρίου. Δεν κατάφερε όμως να το εκκενώσει απ’ τους εργαζόμενους που είχαν οχυρωθεί στους πάνω ορόφους.

Στις 9 Νοέμβρη, το Σ.Κ. κάλεσε μια τεράστια διαδήλωση στο Τερρέιρο ντο Πάκο. Η σύνθεση των υποστηρικτών της ήταν περίεργη: PPD, CDS, AOC, PCP m-l… Το θέαμα της κατάμεστης πλατείας που φώναζε «Πειθαρχία! Πειθαρχία!» ήταν αηδιαστικό και τρομαχτικό μαζί. Το PCP m-l έκαψε ένα ομοίωμα του Κουνιάλ. Την επόμενη Κυριακή, στις 16 Νοέμβρη, οι Εργατικής Επιτροπές της βιομηχανικής ζώνης της Λισαβόνας που ήταν υπό την επιρροή του PCP, ανταπέδωσαν με μία ακόμα «ενωτική» διαδήλωση. Σε κάθε μια απ’ αυτές συμμετείχαν γύρω στις 70.000 κόσμου (αν και σε διάφορες εφημερίδες εμφανίστηκαν αριθμοί της τάξης των 200.000). Η μόνη διαφορά ήταν πως στη διαδήλωση του PCP, η οποία ήταν και πιο «πολύχρωμη», υπήρχαν τρακτέρ, μπετονιέρες και φορτηγά. Τα κόμματα μετακινούσαν με κυνικό τρόπο τα πλήθη τους, όπως τα κομμάτια στη σκακιέρα.  

Οι γλώσσες της επανάστασης και της αντεπανάστασης ήταν όλο και πιο δύσκολο να διαχωριστούν. Το κράτος κατέρρεε. Γύρω στα 600.000 εκτάρια καταλήφτηκαν μεταξύ Οχτώβρη και Νοέμβρη του 1975 – τα διπλάσια απ’ όσα είχαν καταληφτεί το διάστημα από Μάρτη μέχρι Σεπτέμβρη. Ο αριθμός επίσης των εργοστασίων που πέρασαν σε αυτοδιαχείριση ήταν υπερδιπλάσιος. Αυτή όμως ακριβώς η αδυναμία του κράτους οδήγησε τους ανταγωνιζόμενους για την κρατική εξουσία στο να εντείνουν τη δημαγωγία τους, παίζοντάς τα όλα για όλα.

Οι διαδηλώσεις της 9ης και 16ης Νοέμβρη φανέρωσαν κάτι απ’ την όλη πόλωση. Όμως πίσω απ’ αυτές, αθέατη και χωρίς να καταγράφεται, βρίσκονταν η ανεκδήλωτη απογοήτευση πολλών Εργατικών Επιτροπών και μεμονωμένων ανθρώπων που ήθελαν πραγματικά την επανάσταση αλλά δεν μπορούσαν να οργανωθούν έξω απ’ τις κατεστημένες οργανώσεις. Το FUR αντιμετώπιζε το ίδιο δίλημμα – ένα δίλημμα που είχε φτιάξει το ίδιο. Όταν δε διαδήλωνε με το PCP, έδινε την κριτική του υποστήριξη. Ήταν πολύ αργά για να λυθεί αυτή η «αντίφαση» που διέθετε βαθιές ρίζες στην ιστορία. Υπό μία έννοια, δεν επρόκειτο στην ουσία για αντίθεση. Ήταν η πολιτική του FUR που την καθιστούσε αναπόφευκτη. Κάθε απόπειρα απ’ τη μεριά μιας Εργατικής Επιτροπής ν’ «απελευθερωθεί» γνώριζε ευθύς την επίθεση του ενός ή του άλλου κόμματος με συνέπεια την άμεση αδρανοποίησή της.

Η βασική φωνή του FUR (κι όχι μόνο αυτού) σιώπησε με την ανατίναξη του πομπού του Ράντιο Ρενασένσα. Το επόμενο πρωί (8 Νοέμβρη), το PRP κάλεσε σε ένοπλη εξέγερση σαν τη μοναδική λύση στην κρίση: «Το PRP υπερασπίζεται την ένοπλη εξέγερση (…) Οι αντικειμενικές συνθήκες για μια νικηφόρα ένοπλη εξέγερση υπάρχουν σήμερα στην Πορτογαλία. Γνωρίζοντας την αφοσίωση στην επαναστατική διαδικασία πολλών αξιωματικών του Στρατού και του Ναυτικού και ξέροντας επίσης τις θέσεις που κατέχουν στο επίπεδο της διοίκησης των μονάδων τους, είναι εύκολο να σκεφτούμε ένα σχέδιο βασισμένο στην προέλαση αυτών των στρατιωτικών, σε μια επιχείρηση τύπου 25ης Απρίλη». (17)

Οι ασάφειες της θέσης του PRP εκτίθονταν τώρα στον κίνδυνο της εκδίκησης. Δεν μπορούσαν να δουν το γεγονός ότι ο στρατός ήταν ταξικός. Μιλούσαν ακόμα για «ρήγμα» στο εσωτερικό του και τη «χρησιμοποίηση» κάποιων μονάδων. Οι «επαναστατικές ταξιαρχίες» του είχαν περάσει ήδη στην παρανομία (μια απόφαση που «ενόχλησε» τον Οτέλο, ο οποίος δήλωσε ότι δεν τον είχαν συμβουλευτεί), όταν στις 23 Οχτώβρη, η Έκτη Κυβέρνηση απαγόρευσε στους πολίτες να φέρουν όπλα. Το PRP εξήγησε (Α Καπιτάλ, 10 Νοέμβρη): «Όπως δείχνει η ιστορία, η μπουρζουαζία σπρώχνει στον εμφύλιο πόλεμο για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Ευτυχώς στην Πορτογαλία, η δεξιά δε διαθέτει στρατό. Βασίζεται σε μισθοφόρους που εδρεύουν στην Ισπανία ή στους στρατούς των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ». Αποδείχτηκε βέβαια τελείως λανθασμένο σ’ αυτή του την εκτίμηση. Η δεξιά (δηλαδή ο καπιταλισμός) διέθετε στρατό στην Πορτογαλία. Ήταν το σώμα των αξιωματικών που κυριαρχούσε τώρα στα ανώτερα κλιμάκια του MFA. To PRP έβγαλε χιλιάδες αφίσες («Οργανώσου, Οπλίσου, Προχώρα – για τη Λαϊκή Εξουσία») που κολλήθηκαν σ’ όλες τις εργατογειτονιές της Λισαβόνας. Οι αφίσες όμως δεν μπορούσαν ν’ αντικαταστήσουν τη δημιουργία μιας εργατικής πολιτοφυλακής ή την προπαγάνδα που σκόπευε στη συνειδητή διάσπαση του MFA.

Τo Σ.Κ. και το PPD προχωρούσαν, αν και συναντούσαν εμπόδια σε κάθε τους βήμα απ’ τις κινητοποιήσεις στο δρόμο. Είχαν αρχίσει την εκκαθάριση του PCP απ’ τα υπουργεία. Η απάντηση του PCP ήταν μια αργοπορημένη στροφή προς τη βάση. Στις 13 Νοέμβρη, τα σωματεία των οικοδόμων κατέβηκαν σε απεργία. Γύρω στους 30.000 εργαζόμενους απ’ όλη τη χώρα έκαναν πορεία προς το Σάο Μπέντο, εγκλωβίζοντας τον υπουργό. «Κύριε Υπουργέ, άντε να δουλέψεις εσύ στα γιαπιά» έγραφε μια απ’ τις αφίσες τους. Ο Υπουργός Εργασίας διέταξε να κλείσει το κτήριο υπό το φόβο της καταστροφής του απ’ τους εργαζόμενους. «Τι θλιβερή φιγούρα που ’ν’ τούτος ο υπουργός» έγραφε μια προκήρυξη, «που κλείνει την πόρτα του στους εργάτες. Άντε, μάζεψε τα μπογαλάκια σου και δρόμο για το Γκρέμιο (…) (18) Μη σκας κύριε Υπουργέ. Οι εργάτες που έχουν χτίσει όλ’ αυτά τα κτήρια δεν πρόκειται να τα χαλάσουν τώρα. Αυτό που ζητάμε είναι να μπει τέλος στους άθλιους μισθούς μας και στην εκμετάλλευση».

Η απεργία των οικοδόμων στηρίχτηκε απ’ το PCP, την Ιντερσιντικάλ κι όλες τις αριστερές οργανώσεις, εκτός απ’ τις πιο ορθόδοξες μαοϊκές. Οι αγρεργάτες του Αλεντέζο κι εργαζόμενοι στη βιομηχανική ζώνη της Λισαβόνας έδειξαν έμπρακτη αλληλεγγύη. Τα στελέχη παγιδεύτηκαν μέσα στο υπουργείο χωρίς φαγητό. Ένα ελικόπτερο της Πολεμικής Αεροπορίας πετούσε από πάνω τους «για να τους σώσει απ’ την πείνα» (όπως ανέφερε και μια προκήρυξη που βγήκε αργά το βράδυ μετά απ’ τη λιποθυμία ενός στελέχους του PPD «είτε απ’ την πείνα, είτε απ’ το φόβο»). Οι εργάτες παρέμεναν συγκεντρωμένοι έξω απ’ το κτήριο. Στρατιώτες της COPCON, καλεσμένοι απ’ την κυβέρνηση για να σώσουν τους έγκλειστους, αρνήθηκαν να επέμβουν. Οι εργάτες κι οι φαντάροι άναβαν φωτιές, έλεγαν τραγούδια, έπιναν, έπεφταν για ύπνο και περίμεναν. Οι οικοδόμοι είχαν τέσσερα αιτήματα: α) την εθνικοποίηση των μεγάλων εργοταξίων β) διαπραγματεύσεις για καινούρια συλλογική σύμβαση γ) έρευνα γύρω απ’ τις δραστηριότητες του Υπουργού Εργασίας, και δ) υψηλότερους μισθούς. Στις 5 το πρωί, ο Πρωθυπουργός απέρριψε τα τρία πρώτα αλλά συναίνεσε στο τέταρτο.
 
Οι εργαζόμενοι δε θα δέχονταν αυτό το «συμβιβασμό». Εξέδωσαν τελεσίγραφο που έληγε στις 10 το βράδυ. Ο Πρωθυπουργός δήλωσε πως ήταν δύσκολο να συγκαλέσει σύσκεψη όλων των αρμοδίων επειδή κάποιοι δεν ήταν καν εκεί! Πάνω σ’ αυτό οι εργαζόμενοι απάντησαν ότι «θα πήγαιναν αυτοί να τους φέρουν». Ο Πρόεδρος Κόστα Γκόμεζ απηύθυνε πέντε «διαγγέλματα προς το έθνος» μέσα στη μέρα, κάνοντας έκκληση για ψυχραιμία και …αύξηση της παραγωγικότητας. Οι εργαζόμενοι δεν το κουνούσαν. Όταν ο Πρωθυπουργός τους είπε πως επιθυμούσε να παραβρεθεί σε μια σημαντική σύσκεψη στο Μπελέμ, του απάντησαν σχετικά με το που ακριβώς θα μπορούσε «να χώσει τη σημαντική του σύσκεψη». Τελικά, στη μία μετά τα μεσάνυχτα της 14ης Νοέμβρη, ο Πρωθυπουργός υποχώρησε. Όλα τα αιτήματα έγιναν δεκτά.

Την ίδια μέρα, μια διαδήλωση που οργανώθηκε στο Πόρτο απ’ το Σ.Κ, το PPD και το CDS, έκαψε τα γραφεία της Ιντερσιντικάλ. Μια τεράστια διαδήλωση του PCP στις 15 Νοέμβρη έδειξε πως αποτελούσε ακόμα δύναμη που δεν ήταν δυνατό να αγνοηθεί.  Ο Οτέλο, που δεν εμφανίστηκε στη συγκέντρωση, έστειλε μήνυμα που αποκάλυπτε τη μεταβολή στην ισορροπία δυνάμεων. Παρωδώντας το πολύ γνωστό «Φίλε στρατιώτη, ο λαός είναι μαζί σου», το μήνυμα που διαβάστηκε απ’ τα τεράστια μεγάφωνα έλεγε: «Φίλε λαέ, ο Οτέλο είναι μαζί σου».

Τρεις μέρες αργότερα, στις 18 Νοέμβρη, οι εφημερίδες του PCP, Ο Σέκουλο και Ντιάριο ντε Νοτίσιας, προειδοποίησαν ξανά για πιθανό δεξιό πραξικόπημα. Στις 19, οι τίτλοι των Α Λούτα και Ζορνάλ Νόβο, καταδίκαζαν την επιρροή που ασκούσε το PCP στις ένοπλες δυνάμεις.

Για την αστική δημοκρατία η κατάσταση ήταν αφόρητη. Η κυβέρνηση είχε καταντήσει περίγελος όλων. Στις 17 Νοέμβρη, ο Πινέιρο ντε Αζεβέντο είχε προτείνει ακόμα και την αναστολή των λειτουργιών της, αν κι αυτό δεν ανακοινώθηκε δημόσια παρά μόνο στις 20 Νοέμβρη. Όπως θα έλεγε κι ο αιώνιος Μπρεχτ, (η κυβέρνηση) θα ήθελε πολύ «να “πέσει” αυτός ο λαός και να εκλεγεί ένας άλλος». Στις 21 Νοέμβρη, η Έκτη Κυβέρνηση προχώρησε σε «απεργία», απειλώντας να μεταφερθεί στο Πόρτο όπου πιθανώς να έβρισκε περισσότερη υποστήριξη. Οι σκοποί του Πρωθυπουργού ήταν πάνω-κάτω αυτοί των «Εννιά», όπως περιγράφονταν στο «Σχέδιο των Συνταγματαρχών». Το Σ.Κ. και το PPD απαιτούσαν τώρα ανοιχτά την απομάκρυνση του Οτέλο λόγω της άρνησής του να διατάξει το στρατό να επέμβει εναντίον των οικοδόμων, στις 13 Νοέμβρη. Ήθελαν επίσης να πάρουν το αίμα τους πίσω απ’ τον Φαμπιάο. Στις 19 Νοέμβρη, η Συντακτική Συνέλευση συγκάλεσε την ολομέλειά της προκειμένου να συζητήσει την κατάσταση. Στα θεωρεία είχαν πάρει θέσεις συγκεντρωμένοι (PRP-MES-UDP) που φώναζαν: «Έξω οι αντιδραστικοί απ’ τη Συντακτική, τώρα!». Οι αντιπρόσωποι των PCP-MDP που βρίσκονταν εκεί, άρχισαν επίσης να φωνάζουν το σύνθημα στρεφόμενοι εναντίον των CDS-PPD. Ο Ζαΐμε Νέβες, επικεφαλής των καταδρομέων, απευθύνθηκε με ύφος που δε σήκωνε και πολλά στον Κόστα Γκόμεζ, απειλώντας ότι «θα έπαιρνε την κατάσταση πάνω του» αν δε γίνονταν κάτι γρήγορα. Ο «Φελλός», ως συνήθως, σε μια τόσο δύσκολη κατάσταση, πήγαινε πέρα δώθε. Ουσιαστικά όμως ο Πρόεδρος αντιμετώπιζε ένα παλατιανό πραξικόπημα, καθοδηγούμενο απ’ τους «Εννιά» κι υποστηριζόμενο απ’ την άκρα δεξιά.

Με την κυβέρνηση ν’ «απεργεί» το έδαφος ήταν ελεύθερο σε κάθε εκτροπή. Η κατάσταση αυτή δεν πήγαινε άλλο. Κάτι έπρεπε να γίνει. Διεξάγονταν παντού συναντήσεις: στα ανώτερα κλιμάκια των κομμάτων, των «μετώπων», των υπουργείων, των συνδικάτων, των Τοπικών Επιτροπών… Στα καφέ και τα στρατόπεδα, το ίδιο.

Ας κάνουμε μια μικρή παύση, εξετάζοντας τις κύριες αντιμαχόμενες δυνάμεις. Η Έκτη Κυβέρνηση, υποστηριζόμενη απ’ το Σ.Κ. και το PPD, επιθυμούσε ένα αστικό είδος σοσιαλισμού, ένα «σοσιαλισμό» που θα απέρρεε απ’ τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, αποτελούμενο από ένα συνδυασμό μικτής οικονομίας Ευρωπαϊκού τύπου, φιλελεύθερα συνδεμένης με την ιδιωτική πρωτοβουλία, του οποίου εγγυητές θα ήταν ένας αξιόπιστος στρατός και μια αποτελεσματική αστυνομική δύναμη. Έβλεπε την ίδια σαν επικεφαλής του κρατικού μηχανισμού που θα διηύθυνε όλα τα παραπάνω. Το PCP ήταν οριακά «ριζοσπαστικότερο» υπό την έννοια του ότι επιθυμούσε να ελέγχονται οι μεγαλύτεροι τομείς της οικονομίας απ’ την κεντρική εξουσία. Ήθελε επίσης τα σωματεία (τα «δικά του» σωματεία βέβαια) ν’ αποτελούν θεσμοθετημένη ιδιοκτησία του κράτους. Οι άλλες δυνάμεις του κρατικού καπιταλισμού ήταν έτοιμες για να «πάνε ως το τέρμα». Αυτό που τους έκανε να διαφέρουν ήταν το πόσο μερτικό θα είχαν στην κρατική παρέμβαση (και το πόσο σύντομα), καθώς και το κατά πόσο μπορούσε ή θα μπορούσε η δική τους πολιτική τάση να ελέγξει τους θεσμούς της υπάρχουσας κοινωνίας ή της αντίστοιχης που θα οικοδομούνταν.

Με τόσα πολλά παράλληλα κέντρα εξουσίας, η συνολική κατάσταση ήταν συγκεχυμένη στο έπακρο. Ήταν σα να ζούσες στον υπόκοσμο κι οι εχθροί καραδοκούσαν παντού. Ο κόσμος είχε εξαναγκαστεί να επιλέγει ανάμεσα σε ψευτοδιλήμματα: υπερασπίσου το τάδε ή καταδίκασε το δείνα. Οι επιλογές περιορίζονταν στο πολιτικό επίπεδο παρά το διαδεδομένο μη-κομματικό αίσθημα που είχε προκύψει στη διάρκεια των τελευταίων μηνών. Η απομόνωση ήταν έτσι ακόμα πιο αβάσταχτη, αν και πολλοί αριστεριστές χαρακτήρισαν όλο αυτό ως την «πιο επαναστατική περίοδο». Πολλοί άνθρωποι άρχισαν να πίνουν παραπάνω, το ίδιο κι εγώ. Ντρεπόμουνα τώρα, ως ξένος, να κατέβω στις κοπερατίβες του Αλεντέζο, δεδομένων των όσων είχαν κάνει εκεί οι επαναστάτες-τουρίστες.

Η πρώην γειτόνισσά μου (μιας κι είχα μετακομίσει σ’ ένα μεγαλύτερο διαμέρισμα συγκατοικώντας με 3 ακόμα ανθρώπους) επέπληττε τους γείτονες που υποστήριζαν το PCP. Όμως μετά από δυο-τρεις κουβέντες θα εξέφραζε το φόβο για τυχόν συντριβή του απ’ το CDS. Κρατούσε ένα φύλλο της Βοζ ντο Πόβο (UDP) κι έλεγε ότι της άρεσε. «Είμαι κομμουνίστρια. Μα δεν καταλαβαίνω και πολλά από κόμματα». Ο λαός, έλεγε, πρέπει να ενωθεί για να ξεπεράσει όλο αυτό το μπέρδεμα, πηγαίνοντας πέρα απ’ τις οργανώσεις. Το πρόβλημα ήταν το πώς.

Γι’ αυτήν, η Πορτογαλική εξέγερση είχε ξεκινήσει ελπιδοφόρα ως μια διέξοδος απ’ την απόγνωση αλλά τώρα ένοιωθε την τελευταία να επιστρέφει. Είχε ξαναπέσει στα χάπια, όπως και πριν την 25η Απρίλη. Μόνο που τώρα, το αποφασιστικό βήμα είχε γίνει. Ήταν πολιτικά συνειδητοποιημένη κι η αυτή της η επίγνωσή ήταν ανάμικτη με ακραία συναισθήματα. «Οι φασίστες σηκώνουν κεφάλι ξανά». Ξεστόμιζε τις λέξεις μ’ ολοφάνερο μίσος. Η αίσθηση αυτή ήταν διαδεδομένη, αν και αβάσιμη. Ήταν λες κι αρνούνταν να παραδεχτεί ότι θα μπορούσε ν’ αποθαρρυνθεί, όπως κατά κάποιο τρόπο, μέσα στο λαβύρινθο της αριστερίστικης ιδεολογίας, η απογοήτευση έρχονταν σ’ αντίθεση με τη σοσιαλ-ρεαλιστικού τύπου φιγούρα που κράδαινε ένα αυτόματο, εικόνα που τη συναντούσες σε κάθε γωνιά. Ένοιωθα κι εγώ ευάλωτος. Δεν είχα διάθεση να δω όλα όσα είχαν γίνει να συντρίβονται σε μια διακομματική σύγκρουση. Δεν μπορούσα να ομολογήσω ορισμένα πράγματα, ούτε καν στον ίδιο μου τον εαυτό – ή τα δεχόμουν κρυφά κι όχι μπροστά σε άλλους, πράγμα ακόμα χειρότερο. Επιπλέον, για όσο διαρκούσε η κρίση επικρατούσε παραδόξως μια ψυχική γαλήνη. Τα γεγονότα ακολουθούσαν με γοργούς ρυθμούς το ένα το άλλο κι ήταν αδύνατο να τα συνειδητοποιείς σε μια στιγμή. Ήταν σα να ξυπνάς μετά από ένα καταιγισμό ονείρων και να προσπαθείς να ξεχωρίσεις τι ήταν αληθινό και τι όχι.

Ο κόσμος αντιδρούσε με διαφορετικούς τρόπους σ’ όλα αυτά. Σε πολλά τάσκα, οι πολιτικές συζητήσεις αποφεύγονταν σε μεγάλο βαθμό για να μη διαταραχτεί ο ιστός της καθημερινής ζωής -που υφαίνονταν για πολλά χρόνια- από έντονες ιδεολογικές αντιπαραθέσεις. Οι κουβέντες εστίαζαν σε θέματα όπως το που ακριβώς βρίσκονταν η βάση της Ότα ή το αν ο γείτονας του παρακάτω δρόμου ήταν του RAL-1 ή της Στρατονομίας. Ήταν πιο ακίνδυνο να μιλάς για κάποιο έγκλημα ή ν’ αναφέρεσαι σ’ εντυπωσιακές ιστορίες. Θυμάμαι ότι τον Οχτώβρη είχα πάει σ’ ένα καφέ όπου και συνάντησα κάποιους γνωστούς. Η μοναδική κουβέντα που κατέληξα να έχω ήταν για ένα βαμπιρόπληκτο ψυχοπαθή που σκότωσε πέντε ανθρώπους στη Γερμανία. Η ιστορία είχε δημοσιευτεί στην πρώτη σελίδα της Ντιάριο ντε Νοτίσιας. Αργότερα μου μίλησαν κατ’ ιδίαν κάποια μέλη του PCP και του Σ.Κ. Οι άνθρωποι που είχα έρθει να δω, είτε με αγνόησαν είτε μου έδειξαν (με τα μελαγχολικά βλέμματα και την αφοσίωσή τους στο ντόμινο που έπαιζαν) ότι ένοιωθαν απαίσια. Έφυγα νοιώθοντας σαν πεθαμένος.

Απ’ την άλλη, τα μαγαζιά της Λισαβόνας ήταν γεμάτα από εκπρόσωπους του κρατικού καπιταλισμού. Η «Κομμούνα της Λισαβόνας» είχε στηριχτεί στις τάξεις των ειδικών. Κυριαρχούνταν από εκείνο το κομμάτι των μη παραγωγικών μισθοσυντήρητων που ήταν ιδιαίτερα επιρρεπείς στις λενινιστικές και υπερ-λενινιστικές αντιλήψεις: ομάδες διανοουμένων, κατώτεροι λειτουργοί του κρατικού μηχανισμού, πρώην εργάτες που ήταν τώρα συνδικαλιστικά στελέχη, όλοι τους αυτό-ανακηρυχθέντες φύλακες «της επιστήμης της εργατικής τάξης». Έλεγαν ότι οι Σοάρες και Κουνιάλ έτρωγαν στα ίδια καλά ρεστωράν που δειπνούσαν πριν και τα στελέχη του Καετάνο. Η Λισαβόνα είναι μια μικρή σχετικά πόλη: τα μέλη της τάξης των τεχνοκρατών, πολιτικά ισχυρής αλλά αριθμητικά μικρής, γνωρίζονταν καλά μεταξύ τους, παρά τις όποιες διαφορές. Ενεργούσαν λες και κατείχαν το μοναδικό μοντέλο της επανάστασης που οι υπόλοιποι (οι επαναστάτες «β΄ κατηγορίας») έπρεπε να υιοθετήσουν ή αλλιώς ν’ απωλέσουν τη «σωτηρία». Το προλεταριάτο μπορούσε να σωθεί, φαίνονταν να λένε, αλλά αυτό θα συνέβαινε μόνο μέσω του δικού τους ανώτερου επίπεδου συνείδησης και των δικών τους «υψηλότερων» διαπροσωπικών σχέσεων. Φαίνονταν να υπάρχει ένας λενινισμός στην καθημερινή ζωή, ο οποίος υποβίβαζε όσους δεν ανήκαν στο συγκεκριμένο τρόπο πολιτικής σκέψης στο επίπεδο μιας ακραίας πρωτόγονης συναισθηματικής συνείδησης.

Η αριστερά ήλπιζε μόνο στο να πιέσει το PCP ακόμα περισσότερο στο δρόμο του κρατικού καπιταλισμού. Δεν υπήρχε οργανωμένη ομάδα που ν’ ασκεί κριτική στην ύπαρξη του ίδιου του Κεφάλαιου, στις ιεραρχίες του, στις προτεραιότητές του, στις κοινωνικές σχέσεις που απέρρεαν απ’ αυτό και στην ίδια του την ουσία, σε κάποια μαζική βάση. Καμιά ομάδα δεν άσκησε συστηματική και ξεκάθαρη κριτική στην αριστερά ως παράγοντα προώθησης του κρατικού καπιταλισμού. Οι διάφορες Ίντερ-Εμπρέσας συντάχτηκαν πίσω απ’ τα διάφορα κόμματα που κυριάρχησαν επ’ αυτών. Περίμεναν παρακολουθώντας, απαθείς σε γενικές γραμμές, τον αγώνα των κομμάτων για την πολιτική εξουσία σχετικά με το είδος του καθεστώτος που θα επέρχονταν.

XV. Η 25Η ΝΟΕΜΒΡΗ

Μετά την ανατίναξη του Ράντιο Ρενασένσα από μονάδα αλεξιπτωτιστών στις 7 Νοέμβρη, ο Βάσκο Λουρένσο μετέβη στη βάση του Τάνκος. Εκ μέρους του Συμβουλίου, αιτιολόγησε την απόφαση σε μια συνέλευση που συγκαλέστηκε απ’ τους αξιωματικούς. Εμφανίστηκαν κάποιοι στρατιώτες που του εξέφρασαν τη γνώμη τους γι’ αυτόν, επιτρέποντάς του να παρακολουθήσει μια αντι-συνέλευση που καλέστηκε απ’ τους υπαξιωματικούς. Την επόμενη μέρα, 123 αξιωματικοί της βάσης υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους. Στις 19 Νοέμβρη, ο Διοικητής Μοράις ε Σίλβα έλαβε δραστικά μέτρα: διέταξε την άμεση αποχώρηση, με υποχρεωτική άδεια, 1.200 στρατιωτών και την εκκένωση της βάσης. Οι αλεξιπτωτιστές δεν μπορούσαν να δεχτούν τη συγκεκριμένη απόφαση. «Απέλυσαν» το διοικητή τους και έθεσαν εαυτούς κάτω απ’ τις διαταγές της COPCON. «Σας προσφέρουμε 20.000 πυρά το λεπτό», δήλωσε ένας απ’ τους υπαξιωματικούς.

Στη βάση, κανείς δε γνώριζε τι ακριβώς συνέβαινε. Η δεξιά εξαπέλυε σφοδρή επίθεση. Η μήπως επρόκειτο για καμουφλαρισμένη επίθεση του PCP; Ο κόσμος αντάλλασσε τηλεφωνήματα για ν’ αναφέρει κινήσεις στρατευμάτων σε διάφορα μέρη της χώρας και να ρωτήσει αν υπήρχαν στρατιώτες στους δρόμους της Λισαβόνας. Οι φήμες έδιναν κι έπαιρναν. Ήταν δύσκολο να γίνει διάκριση ανάμεσα στις αλήθειες που διαστρέφονταν απ’ τα κομματικά συμφέροντα και τα ψέματα που κατασκευάζονταν για να τα προστατέψουν. Μια ιστορία ανέφερε ότι υπήρχε σχέδιο για α) αποκλεισμό της Λισαβόνας (όπου και έδρευε η πλειοψηφία των αριστερών στρατιωτικών μονάδων), β) την ανάληψη του ελέγχου στο Βορρά, γ) το κόψιμο του ηλεκτρικού και του γκαζιού στη Λισαβόνα που θα οδηγούσε στην παράδοσή της. (1) Όσοι ήταν γύρω απ’ τους «Εννιά» συσπειρώνονταν στην οργάνωσή τους. Κανείς δεν ήταν σίγουρος για το αν η πρωτοβουλία ανήκε σ’ αυτούς ή απλώς αποτελούσαν το μέτωπο άλλων δυνάμεων. «Η Πορτογαλία δε θα γίνει η Χιλή της Ευρώπης» έλεγε ένα γνωστό σύνθημα των PRP-MES εκείνης της περιόδου.

Στις 20 Νοέμβρη, μια σύσκεψη εκπροσώπων του Σ.Κ. και του PPD στο Πόρτο, συζήτησε τη μεταφορά της Συντακτικής Συνέλευσης στο Βορρά κι αργότερα πιθανώς και της κυβέρνησης. Μια μεγάλη διαδήλωση των PCP-FUR υπέρ της δημιουργίας «επαναστατικής κυβέρνησης» κατέληξε στο Μπελέμ –από κάθε κατεύθυνση- για να προβάλει το αίτημά της. Στο παράθυρο έκανε την εμφάνισή του ο γνωστός Κόστα Γκόμεζ. Ως συνήθως στάθηκε ικανός να «παίξει» με το πλήθος που ήταν, κατά κάποιο τρόπο, εναντίον του. Τους ευχαρίστησε για την υποστήριξή τους, προειδοποιώντας ταυτόχρονα για τους κινδύνους ενός εμφύλιου πολέμου. Αργά το βράδυ διαβάστηκε μια διακήρυξη της «Ίντερ-Κομισσόες των Στρατιωτών και των Ναυτών». Η ομοσπονδία αυτή, που είχε γεννηθεί μερικές μέρες πριν, συναντήθηκε στο Όμπιντος για να συζητήσει «συγκεκριμένα ζητήματα που αφορούσαν τους στρατιώτες». Στην πραγματικότητα αποτελούσε μια απόπειρα αναδιοργάνωσης του SUV (των UDP και PRP) στην προσπάθειά τους να βγουν μπροστά. Η διακήρυξη απαιτούσε μισθό 2.500 εσκούδων (έναντι των 250) και δωρεάν πρόσβαση στις συγκοινωνίες. Διαβάστηκε ακόμα μια διακήρυξη –υπογεγραμμένη αυτή τη φορά- από μια «Ομάδα Προοδευτικών Αξιωματικών». Ήταν μια επανάληψη του Αυγουστιάτικου κειμένου της COPCON, με μια σημαντική διαφοροποίηση: απαιτούσε τον εξοπλισμό της εργατικής τάξης.

Την ίδια μέρα, αξιωματικοί απ’ το στρατόπεδο της Μπεϊρόλας υποσχέθηκαν να μοιράσουν όπλα στους εργάτες («αρκετά για ν’ αρματωθεί μια διαδήλωση»). Στη διοίκηση του Στρατού (πέρα απ’ το αν υποστήριζε το Μέτωπο Στρατιωτικής Ενότητας-FMU, την COPCON, τους «Εννιά», τους λίγους εναπομείναντες Γκονσαλβικούς, το Σ.Κ, το PPD ή το PCP) επικρατούσε αναστάτωση και πανικός. Οι «Εννιά» (υποστηριζόμενοι απ’ το σύνολο της δεξιάς) αποφάσισαν να μην κινηθούν. Ήταν σαν σε γουέστερν. «Όποιος κινηθεί πρώτος θα τη φάει», όπως το έθεταν κι οι Πορτογάλοι. Κανείς δεν ήθελε να προχωρήσει, ούτε όμως και να υποχωρήσει. Οι περισσότερες απ’ τις φήμες περί πραξικοπημάτων κι αντι-πραξικοπημάτων ήταν απλώς μπλόφες που αποσκοπούσαν στο να κερδηθεί το πάνω χέρι. Οι περισσότερες, ναι, όχι όμως κι όλες.

Στις 21 Νοέμβρη, οι άντρες του RAL-1 έκαναν τις πρωινές τους ασκήσεις ως συνήθως. Αυτή τη φορά οι ασκήσεις είχαν μια διαφορά. Ήταν παρών ο Στρατηγός Φαμπιάο. Υπήρχαν έτσι, εκπρόσωποι πολλών τοπικών Εργατικών Επιτροπών κι Επιτροπών Γειτονιάς. «Εμείς οι στρατιώτες ορκιζόμαστε να είμαστε πιστοί στην Πατρίδα και ν’ αγωνιζόμαστε για την ελευθερία και την ανεξαρτησία της. Ορκιζόμαστε να είμαστε πάντα, μα πάντα, στο πλευρό του λαού, στην υπηρεσία της εργατικής τάξης, των αγροτών και των εργαζόμενων ανθρώπων. Ορκιζόμαστε να παλεύουμε μ’ όλες μας τις δυνάμεις, αποδεχόμενοι εθελοντικά την επαναστατική πειθαρχία, ενάντια στο φασισμό, ενάντια στον ιμπεριαλισμό, υπέρ της δημοκρατίας, της λαϊκής εξουσίας και της νίκης της σοσιαλιστικής επανάστασης». Κάποιος εργάτης που μίλησε στη συγκέντρωση δήλωσε χαρούμενος γιατί «οι φαντάροι δε θα δέχονταν πια την τυφλή πειθαρχία». Είχε συνεπαρθεί όμως απ’ το φολκλόρ του όλου γεγονότος. Το θέαμα στην τηλεόραση ήταν τρομαχτικό: οι καινούριοι «προοδευτικοί» αξιωματικοί στέκονταν άνετοι ενώ οι στρατιώτες επαναλάμβαναν επιμελώς κι υποταχτικά τα λόγια που τους υπαγόρευαν. Στο διάολο η στρατιωτική πειθαρχία, «αριστερή» ή «δεξιά».

Ήταν ασφαλώς ένα θέαμα που σκηνοθετήθηκε απ’ τo PCP και τις Γκονσαλβικές δυνάμεις, οι οποίες προσπαθούσαν να πάρουν τον έλεγχο από (ή κι από κοινού, δεν ήταν δα και τόσο πλεονέκτες) την Έκτη Κυβέρνηση. Όμως οι «Εννιά» δεν ήταν ανόητοι. Την επόμενη μέρα αποφάσισαν ότι ο Οτέλο έπρεπε ν’ απομακρυνθεί. Απευθύνθηκαν στο Βάσκο Λουρένσο (προερχόμενο απ’ την ομάδα τους) για να πάρει τη θέση του. Ο Λουρένσο το δέχτηκε υπό τον όρο ότι το ίδιο θα έκανε κι ο Οτέλο. Πολλοί αξιωματικοί της COPCON αρνήθηκαν να δεχτούν όλα αυτά. Η Ίντερ-Κομισσόες δεσμεύτηκε να στηρίξει τον Οτέλο. Επίσης, οι άντρες του RAL-1 αρνήθηκαν να δεχτούν την προτιθέμενη αλλαγή, όπως κι η πλειοψηφία των αξιωματικών που ανήκαν στη διοίκηση της Λισαβόνας. (2) Ο Οτέλο συμφώνησε να διατηρήσει τη θέση του, μετά από συνάντηση που είχε στο Άλτο ντο Ντούκε με αξιωματικούς που κατείχαν σημαντικά πόστα στην περιφέρεια Λισαβόνας.

Οι καταδρομείς δεν ήταν μόνο εναντίον του Οτέλο. Ήταν επίσης δυσαρεστημένοι και με την ενδεχόμενη ανάληψη καθηκόντων απ’ το Βάσκο Λουρένσο. «Υπάρχουν πολλοί ικανοί συνταγματάρχες τριγύρω που μπορούν να κάνουν τη δουλειά εξ’ ίσου καλά», δήλωνε ο Ζαΐμε Νέβες. To CICAP της Κασκάις, που είχε συλλάβει μέλη του MES μερικές μέρες νωρίτερα επειδή ζωγράφιζαν ένα μεγάλο γκράφιτι έξω απ’ το στρατόπεδο, ήταν επίσης εναντίον του Λουρένσο. Ο Πιρές Βελόσο ήταν αναποφάσιστος. Απέστειλε μήνυμα με σκοπό να διαβαστεί σ’ όλα τα βόρεια συντάγματα, προτρέποντας σε «εθελοντική κι απόλυτη αποδοχή, καθώς κι υποταγή στα στρατιωτικά καθήκοντα, στην πειθαρχία και στο σεβασμό της ιεραρχίας».

Το Σάββατο, 23 Νοέμβρη, το Σ.Κ. κάλεσε μια μεγάλη διαδήλωση που κατέκρινε τους Οτέλο και Κόστα Γκόμεζ. Ο Σοάρες έκανε την εμφάνισή του υποστηρίζοντας το Βάσκο Λουρένσο. Υποστήριξε επίσης και τον Πιρές Βελόσο. Ακούστηκε ξανά το σύνθημα «πειθαρχία – πειθαρχία» μέσα σ’ απόλυτη ομοφωνία.

Ήταν ένα θερμό, στην κυριολεξία, Σαββατοκύριακο. Σ.Κ. και PPD συνέχιζαν να βάλουν ενάντια σ’ αυτό που αποκαλούσαν «Κομμούνα της Λισαβόνας». Το PCP, πολιτικά αριβίστικο ως συνήθως, αποδοκίμαζε ταυτόχρονα τους πάντες. Ήξερε ότι μονάχα με τη Λισαβόνα και το Αλεντέζο, ενάντια στη δεξιά δε θ’ άντεχε παρά μόνο μερικές μέρες.

Όμως για την πλειοψηφία του κόσμου στην πρωτεύουσα, τα πράγματα συνέχιζαν ως συνήθως. Υπήρχαν τα συνηθισμένα μποτιλιαρίσματα της κυκλοφορίας, οι ουρές στις στάσεις των λεωφορείων για να πας στη δουλειά, οι ουρές για να επιστρέψεις, τα ψώνια στα μπακάλικα, οι επισκέψεις στους συγγενείς… Οι εργαζόμενοι στις κοπερατίβες ή στις μεγαλύτερες φάρμες είχαν καλύτερη ίσως επίγνωση της γενικής κρίσης.

Στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, δεν ξεκαθάρισε τίποτα. Οι 1.500 αλεξιπτωτιστές, όλοι τους επισήμως σε άδεια, διατηρούσαν σταθερά τις θέσεις τους στο Τάνκος, 130 χλμ απ’ τη Λισαβόνα. Εξαπατημένοι στις 28 Σεπτέμβρη και στις 11 Μάρτη, χειραγωγημένοι κατά την ανατίναξη του Ράντιο Ρενασένσα, εξεγείρονταν τώρα εναντίον των «Ναζί διοικητών» τους. Ένα μέλος της επιτροπής τους δήλωσε στη Ρεπούμπλικα (22 Νοέμβρη): «Υπάρχουν μεγάλες διαφορές ανάμεσά μας: στις μερίδες, στην ποιότητα του φαγητού, ακόμα και στα μαχαιροπήρουνα, για να μην αναφέρουμε τα διάφορα επιδόματα που παίρνουν οι αξιωματικοί… Η επιτροπή βάσης δουλεύει σε συνεργασία με την επιτροπή των υπαξιωματικών. Δεν υπάρχει κομματική χειραγώγηση. Ή, αν προτιμάς, η μοναδική χειραγώγηση προέρχεται απ’ το Σ.Κ. που υποστηρίζει τους αξιωματικούς. Η αλληλεγγύη μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Έχουμε την υποστήριξη πολλών Εργατικών Επιτροπών της περιοχής».

Οι Εργατικές Επιτροπές της βιομηχανικής ζώνης της Λισαβόνας κάλεσαν 2ωρη στάση εργασίας για τη Δευτέρα 24 Νοέμβρη, ώστε να συζητήσουν την κατάσταση. Αλεξιπτωτιστές που είχαν επιστρέψει απ’ την Ανγκόλα την Κυριακή και στάθμευαν στην Αεροπορική Βάση της Ότα, δεσμεύτηκαν να στηρίξουν τους αλεξιπτωτιστές στο Τάνκος. Στο ίδιο το Τάνκος, οι πολίτες είχαν εκλέξει μια επιτροπή για να φροντίζει τα μαγειρεία. Η Αεροπορική Βάση 3, μέσω της επιτροπής του SUV που υπήρχε εκεί, κατέκρινε το διοικούντα αξιωματικό, δεσμευόμενη να στηρίξει το Τάνκος και το δικό της υποδιοικητή. Ο Οτέλο μίλησε απ’ την τηλεόραση, καταγγέλλοντας την «αντεργατική» φύση της Έκτης Κυβέρνησης.

Σε μια διαδήλωση, στις 23 Νοέμβρη, ο Σοάρες δήλωσε ότι το Σ.Κ. δε φοβόταν τον εμφύλιο, όπως επίσης ότι «διέθεταν κι αυτοί όπλα». Μ’ άλλα λόγια, παρότρυνε τους «Εννιά» να μην υποχωρήσουν ούτε πόντο. «Δεν υπάρχει αριστερή εναλλακτική ως προς την Έκτη Κυβέρνηση» δήλωσε, κατηγορώντας το PCP για την παρούσα κρίση και καταγγέλλοντας εκείνους «τους στρατιώτες που οργανώνονται μέσα στις ένοπλες δυνάμεις, δρώντας σαν όργανα του PCP για την επιβολή της διχτατορίας του». Ξεχώρισε δε τον Ντίνις ντε Αλμέιντα του RAL-1, της πιο βαριά οπλισμένης μονάδας σ’ όλη την περιοχή της Λισαβόνας.

Αργά το βράδυ, στο Ρίο Μαγιόρ, μια σύσκεψη της CAP (της Συνομοσπονδίας Πορτογάλων Αγροτών) αποφάσισε ότι η κατάσταση ήταν αφόρητη. Αυτή η ομάδα είχε διοργανώσει στις 7 Νοέμβρη διαδήλωση στο Σανταρέμ ενάντια στο PCP, καταγγέλλοντας τις «άγριες καταλήψεις» που πραγματοποιούνταν σ’ ολόκληρη τη χώρα. Αποτελούνταν από μέλη του πρώην ALA (βλ. Κεφάλαιο 5), δηλαδή τους μεγαλοτσιφλικάδες με τους υποστηριχτές τους. Στη συνάντησή τους έγινε λόγος για «αριστερό πραξικόπημα» απ’ την πλευρά του RAL-1. Οι σταθερά συντηρητικοί γεωργοί αποφάσισαν «να κόψουν τη χώρα στα δυο». Και το εννοούσαν. Είχαν δεχτεί υποδείξεις μερικές βδομάδες νωρίτερα απ’ τον Γκαλβάο ντε Μέλο του CDS, ο οποίος είχε μιλήσει για την ανάγκη «να πετάξουν τους κομμουνιστές στη θάλασσα και να τελειώνουν». Τώρα ήταν η ώρα της αλήθειας, το κομβικό σημείο μεταξύ του νότιου επαναστατικού φολκλόρ και του «αντιδραστικού» Βορρά. Μέλη της CAP απ’ όλη τη χώρα –ανάμεσά τους επανακάμψαντες ιδιοκτήτες απ’ το Αλεντέζο και γαιοκτήμονες του Νότου που νοίκιαζαν τις ιδιοκτησίες τους- δεσμεύτηκαν να μπλοκάρουν με κορμούς δέντρων όλες τις οδικές και σιδηροδρομικές αρτηρίες που ένωναν το Βορρά με το Νότο. Η συγκέντρωση είχε οριστεί αρχικά ως κάλεσμα κινητοποιήσεων εναντίον του IRA. Το συγκεκριμένο χρονικό σημείο αποδείχτηκε μια ευνοϊκή συγκυρία για τη δεξιά.    

Στις 4 τα ξημερώματα της 25ης Νοέμβρη, οι καταδρομείς έλαβαν θέσεις έξω απ’ το μέγαρο του Μπελέμ. Δεν υπήρχε τίποτα το παράξενο σ’ αυτό, μιας κι οι στρατιωτικές μονάδες έπαιρναν το «νόμο» στα χέρια τους ολοένα και περισσότερο. Εκείνη περίπου την ώρα, μια αντιπροσωπεία μελών της CAP αποχωρούσε απ’ το μέγαρο, με τα αιτήματά τους «να έχουν ικανοποιηθεί». Δήλωσαν πως θα διέλυαν τα μπλόκα. Η COPCON σήμανε συναγερμό στα μέλη της. Ως τις 5 π.μ, είχαν εγκατασταθεί φρουρές της COPCON στην Εθνική Ραδιοφωνία και το RTP. Φήμες για δεξιό πραξικόπημα απλώνονταν σαν την πυρκαγιά, μέσω των τηλεφώνων. Οι στρατιώτες (αλεξιπτωτιστές) κατέλαβαν τις βάσεις τους σε Μόντε Ρεάλ και Μοντίζο, όπως επίσης και στο Μονσάντο, για ν’ αμυνθούν ενάντια σε κάθε αντιδραστικό ελιγμό και να υποστηρίξουν τους συντρόφους τους στο Τάνκος. Οι ενέργειες αυτές ήταν ξεκάθαρα αμυντικές.

Το Συμβούλιο της Επανάστασης δεν είχε μέχρι τότε επιβεβαιώσει τον υποβιβασμό του Οτέλο. Κατά την «επίσημη» εκδοχή των γεγονότων, αξιωματικοί της COPCON που ανέμεναν στο κοντινό Άλτο ντο Ντούκε, κατηγορήθηκαν πως έδωσαν τη διαταγή για την κατάληψη των βάσεων. Η γενική διάθεση όμως μέσα στις βάσεις ήταν κάτι που προετοιμάζονταν για μέρες κι ήταν πιθανώς μια σειρά από συγκυρίες αυτό που οδήγησε τους στρατιώτες να τις καταλάβουν. Στις 5.30 π.μ. δυνάμεις του EPAM (Σχολή Ευελπίδων της Λισαβόνας) κατέλαβαν τον αναμεταδότη της τηλεόρασης έξω απ’ τη Λισαβόνα.

Τα πρωινά νέα στο Ράντιο Κλουμπ Πορτουγκέζ ανέφεραν ότι ο Βάσκο Λουρένσο είχε διοριστεί Στρατιωτικός Διοικητής της Περιφέρειας Λισαβόνας, χωρίς τη συγκατάθεση του Οτέλο. Η εκπομπή καλούσε όλα τα μέλη του PCP και MDP ν’ αναφέρονται στα τοπικά τους κομματικά γραφεία. Ανέφερε επίσης μια διακήρυξη των PRP-MES που υποστήριζε την κατάληψη της βάσης του Τάνκος. Διαβάζονταν επίσης ξανά και ξανά, οι διακηρύξεις της Ίντερ-Κομισσόες (Στρατιωτών και Ναυτών) και της «Ομάδας Προοδευτικών Αξιωματικών». Όταν διέρρευσαν ειδήσεις σχετικά με την κατάληψη του στούντιο της τηλεόρασης στο Μονσάντο, ορισμένοι εργάτες άρχισαν να εξοπλίζονται.

Το ραδιόφωνο αναφέρει ότι πίσω απ’ τον Πιρές Βελόσο και το Συμβούλιο βρίσκεται το σύνολο του στρατού στο Βορρά. Στις 3 μ.μ., τέλεξ προερχόμενο απ’ το Συμβούλιο απαγορεύει όλες τις περαιτέρω στρατιωτικές ανακοινώσεις εκτός απ’ αυτές που θα εκδίδονται απ’ το δικό του επιτελείο. Στις 4 μ.μ. κηρύσσεται «κατάσταση έκτακτης ανάγκης». Ο Ραμάλιο Εάνες κατευθύνεται προς τη Διοίκηση Καταδρομών της Αμαντόρα και ανακοινώνει ότι αναλαμβάνει το σύνολο των στρατιωτικών επιχειρήσεων εκ μέρους των «Εννιά». Σ΄ όλη τη Λισαβόνα κυκλοφορούν φήμες για πραξικόπημα «α λα Πινοσέτ». Στρατιώτες του ΕΡΑΜ παίρνουν θέσεις στις ταράτσες ορισμένων κτηρίων, όπως αυτό της Γενικής Ηλεκτρικής. Μια ανακοίνωση του Επιτελάρχη Ενόπλων Δυνάμεων αναφέρει ότι «υπό την πρόφαση της στάσης, (οι αλεξιπτωτιστές) αγωνίζονται εναντίον των Μοράις ε Σίλβα και Πίνιο Φρέιρε» αλλά αυτό «είναι φανερό ότι δεν αποτελεί τον πραγματικό σκοπό της χειραγώγησης στην οποία υπόκεινται».        

Ο Λοχαγός Κλεμέντ, ο οποίος είχε οργανώσει την κατάληψη του τηλεοπτικού αναμεταδότη, είχε απευθυνθεί μέσα στο απόγευμα στους ενδεχόμενους τηλεθεατές. Όμως επειδή η τηλεόραση δε λειτουργούσε πριν απ’ τη συγκεκριμένη ώρα, πολλοί λίγοι άνθρωποι μπόρεσαν ν’ ακούσουν το μήνυμά του. Μέσω του ραδιοφώνου του RCP, η Ιντερσιντικάλ καλούσε σε κινητοποίηση. Στις 4.30 μ.μ., κάποιοι εργάτες άρχισαν να σηκώνουν οδοφράγματα στη Λισαβόνα, χρησιμοποιώντας λεωφορεία. Στις 5.30 μ.μ. το RCP έκανε έκκληση στις «λαϊκές μάζες» για υποστήριξη. Ο κόσμος όμως συμμετείχε με διαφορετικό τρόπο. Στις 6 μ.μ., κάποιες ομάδες εργατών από διάφορα εργοστάσια, αποτελούμενες από 20 ως 30 άτομα, προσπάθησαν να μπλοκάρουν την πορεία των καταδρομέων απ’ το Μονσάντο. Ένα παρόμοιο μπλόκο στήθηκε στη Ρούα Καστίλιο, και πάλι από μια μικρή ομάδα εργατών. Οι περισσότεροι απ’ τους συναδέρφους τους δεν είχαν αντίληψη των όσων συνέβαιναν. Ήταν στα εργοστάσιά τους, χωρίς να διαθέτουν ραδιόφωνα. Κι η πλειοψηφία αυτών που γνώριζαν, δεν έκαναν το παραμικρό.

Στις 7 μ.μ., ο Λοχαγός Κλεμέντ διαβάζει δύο ανακοινώσεις της Ένωσης Μεταλλεργατών που καλούν σε «γενική απεργία», «καταγγέλλοντας την Κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης» και την απαγόρευση κυκλοφορίας. Στις 9 μ.μ. τα νέα αναφέρουν ότι ο Οτέλο κρατείται αιχμάλωτος στο Μπελέμ. «Για ν’ αποδείξει ότι είναι ελεύθερος», ο Οτέλο βγάζει λόγο από ένα παράθυρο του Μπελέμ, απευθυνόμενος σε …300 με 400 ανθρώπους που βρίσκονταν από κάτω. Οι καταδρομείς καταλαμβάνουν τον αναμεταδότη της τηλεόρασης κοντά στη Λισαβόνα, απομακρύνοντας χωρίς αιματοχυσία τους αριστερούς στρατιώτες που τον είχαν καταλάβει το πρωί. Είναι φανερό ότι οι αλεξιπτωτιστές χάνουν. Σαν πηγή ενημέρωσης απομένει μονάχα το RCP. Ένας οικοδόμος (μιλώντας εκ μέρους του συνδικάτου του) προτρέπει όλους τους εργαζόμενους να εμφανιστούν στα γραφεία των σωματείων τους με βαρύ εξοπλισμό. «Η επανάσταση κινδυνεύει» αναφέρει, αντηχώντας τις εκκλήσεις του 1793. Η δική του έκκληση όμως κατ’ ουσίαν αγνοείται. Η μαχητικότητα δεν επιτυγχάνεται και τόσο εύκολα μετά από μήνες συνεχόμενης απραξίας. Η άμεση δράση, αποκηρυγμένη επί μακρόν ως «αριστερίστικος τυχοδιωκτισμός», δεν μπορεί να προκύψει ξαφνικά με το πάτημα ενός κουμπιού.

Ήταν όμως και κάτι άλλο, πολύ πιο βαθύ. Όπως και πολλοί άλλοι, ήμουν κι εγώ στους δρόμους. Στα καφέ και τις πλατείες, ο κόσμος συζητούσε έντονα ανά ομάδες. «Είναι πραξικόπημα του PCP;» ρωτούσε κάποιος. «Νομίζω ότι αυτό είναι η επανάσταση», απαντούσε άλλος. «Και τι θα κάνει η Ρωσία λοιπόν;», ακούγονταν κάποιος τρίτος. Οι κουβέντες ήταν ζωντανές αλλά φαίνονταν να μην αφορούν την πραγματική ζωή των ανθρώπων. Ήταν λες κι αυτά συνέβαιναν κάπου αλλού. Οι εργαζόμενοι δεν έσπευδαν να υποστηρίξουν με κανένα τρόπο τη μια ή την άλλη πλευρά. Μετά από 20 μήνες «επαναστατικής διαδικασίας» κι «αριστερολογίας», το συμπέρασμά τους ήταν ένα: η επανάσταση κι η αντεπανάσταση ήταν δουλειές ειδικών. Και τέλοσπάντων, την επόμενη έπρεπε να πάνε για δουλειά. Μια ομάδα από μας πήγε στο πλησιέστερο στρατόπεδο. Περιμέναμε στ’ αλήθεια (αν ήταν αληθινά έστω και τα μισά απ’ όλο αυτό το φολκλόρ) να μας δοθούν όπλα. Όμως οι σκοποί μας είπαν ότι δε γνώριζαν τι έτρεχε: δεν είχαν ακούσει τα νέα. Εμφανίστηκε ο διοικητής τους, ρωτώντας μας απότομα τις ιδιότητές μας. Τι θέλαμε λοιπόν; Πολύ θέλαμε να του απαντήσουμε «όπλα». Ανυπομονούσαμε να μιλήσουμε για σπουδαία πράγματα, όπως «θα πολεμήσουμε για την επανάσταση», κτλ. Αντί γι’ αυτό όμως, τον ρωτήσαμε απλώς αν ήξερε τι συνέβαινε. «Δεν τρέχει τίποτα, στ’ αλήθεια τίποτα» απάντησε, κάνοντας νόημα στους άντρες του να ξαναμπούν μέσα. Οι φαντάροι, οι οποίοι κρέμονταν απ’ τα χείλη του, σχεδόν όρμησαν πίσω στο στρατώνα τους. Ούτε κουβέντα φυσικά για όπλα!

Κατευθυνθήκαμε προς τα γραφεία του LUAR, κοντά στο μέρος που μέναμε. Εκεί συναντήσαμε ένα σκορποχώρι από κομματικά μέλη του που τα είχαν χαμένα και προσπαθούσαν να …πιάσουν το BBC. Ούτε όπλα, ούτε ηγέτες, ούτε σχέδια… Ούτε καν ένα ραδιόφωνο της προκοπής. Τίποτα απολύτως. Μόνο τα παραμύθια του παρελθόντος. Κατά τα μεσάνυχτα οι δρόμοι ερήμωσαν απότομα κι όλοι πήγαιναν για ύπνο, συμμορφούμενοι με τις υποδείξεις.

Στις 10 το βράδυ, η Κατάσταση Εκτάκτου Ανάγκης αναβαθμίστηκε σε Κατάσταση Πολιορκίας. Στη 1 μετά τα μεσάνυχτα (της 26ης Νοέμβρη), τα οδοφράγματα της Ρούα Καστίλιο, που είχαν στηθεί από εργάτες της Ε.C. Εστέβες (PCP) απομακρύνθηκαν ειρηνικά κι οι περισσότεροι απ’ αυτούς που τα επάνδρωναν έφυγαν για ύπνο. Οι δρόμοι της Λισαβόνας ήταν έρημοι. Τους διάβαιναν μονάχα κάποιοι μεθυσμένοι και τους στοίχειωναν λιγοστά επαναστατικά πνεύματα σαν και του λόγου μας,  περιπλανώμενα άσκοπα εδώ κι εκεί. Η «Κομμούνα της Λισαβόνας» ήταν μια πόλη φάντασμα.

* * *

Η φούσκα είχε σκάσει. Ως τις 3 το πρωί, οι Εννιά κι η δεξιά είχαν πάρει σταθερά τον έλεγχο της κατάστασης (μέσω του Μετώπου Στρατιωτικής Ενότητας-FMU και των καταδρομέων). Κοντά στο Μπελέμ, κάποια «φαντάσματα» της επανάστασης πυροβολήθηκαν απ’ τους καταδρομείς. Τραυματίστηκαν τρεις. Μια φίλη που μου τηλεφώνησε στις 5 το πρωί από ένα κοντινό σπίτι, είπε ότι η Στρατιωτική Αστυνομία αντιστέκονταν ακόμα. Ζήτησε συγγνώμη που τηλεφώνησε τέτοια ώρα, «μη γνωρίζοντας αν ήταν αργά ή νωρίς». Στις 7 το πρωί, υπήρξε τελεσίγραφο απ’ το Μπελέμ προς τη Στρατιωτική Αστυνομία που έλεγε ότι θα έπρεπε να παραδοθούν μέχρι τις 8. Οι Ταγματάρχες Κάμπος ε Αντράντε, Τομέ και Κούκο Ρόζα συγκάλεσαν συνέλευση, η οποία πήρε την απόφαση ν’ αντισταθούν. Ο Κάμπος ε Αντράντε αποφάσισε τότε να παραδοθεί ούτως ή άλλως, αλλά πριν το κάνει κατέφτασαν οι καταδρομείς. Ανταλλάχτηκαν πυρά γύρω απ’ το στρατόπεδο. Σκοτώθηκαν δύο στρατονόμοι κι ένας καταδρομέας. Ο Κάμπος ε Αντράντε τηλεφώνησε στον Κόστα Γκόμεζ ζητώντας κατάπαυση πυρός αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο Ταγματάρχης Τομέ διέταξε τους άντρες του να μην πυροβολούν «για ν΄ αποφευχτεί κι άλλη αιματοχυσία». Ακολούθησε η σύλληψη των τριών ταγματαρχών.

Ως τις 3 μ.μ. όλοι οι άντρες της Στρατιωτικής Αστυνομίας στάλθηκαν με άδεια στα σπίτια τους. Ήταν μια θλιβερή σκηνή: «η ένοπλη εμπροσθοφυλακή της επανάστασης» έσερνε τα μπαγάζια της μπροστά στα μάτια τριακοσίων σοκαρισμένων θεατών.

Σε άλλα μέρη της χώρας, κι ειδικότερα στο Νότο, η κατάσταση ήταν κάπως διαφορετική. Στο Αλκάσερ, οι αγρεργάτες είχαν διαδηλώσει μπροστά στο κτήριο της ένωσής τους, στις 24 του μήνα, ζητώντας να μάθουν τι ακριβώς συνέβαινε. Η ένωση απάντησε πως δεν είχε λάβει οδηγίες: όλοι επομένως έπρεπε να πάνε στα σπίτια τους. Οι εργάτες ήταν αναποφάσιστοι. Κάποιο στέλεχος της ένωσης ανέβηκε σ’ ένα φορτηγό κι ανακοίνωσε πως οι ώρες ήταν «κρίσιμες». Θεωρούσε όμως ότι ήταν καλύτερα για όλους να διαλυθούν και να περιμένουν οδηγίες. Συμμετείχαν περίπου 2.000 εργάτες. Στις 25 και 26 του μήνα άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι η ένωση δε γνώριζε – ή δεν ήθελε να ξέρει. «Κάτι συμβαίνει στο Σετούμπαλ», ανέφερε κάποιος. Πολλοί εργάτες ήθελαν να μεταβούν εκεί. Το PCP και τα σωματεία –πολύ γρήγορα αυτή τη φορά- σήκωσαν οδοφράγματα για ν’ αποτρέψουν την αναχώρηση των εργατών απ’ το Αλκάσερ. Η κατάσταση, τους είπαν, είναι υπό έλεγχο. Έτσι κι αλλιώς στο Σετούμπαλ, δεν υπήρχαν παρά μόνο λίγοι αριστεριστές.

Στο Βέντας Νόβας, στις 25 Νοέμβρη, εργάτες από 30 περίπου κοπερατίβες ενώθηκαν κι αποφάσισαν να κατευθυνθούν προς τα γραφεία του σωματείου. Και πάλι το σωματείο τους είπε να πάνε στα σπίτια τους. Διαμαρτυρήθηκαν και τότε τους ειπώθηκε να πάνε στο στρατόπεδο του Βέντας Νόβας – «για να βοηθήσουν τους στρατιώτες»!!! Μέλη του PRP τους ανέφεραν ότι κάποιος Λοχαγός Ρ. τους είχε υποσχεθεί όπλα κι ότι έπρεπε να περιμένουν. Το όπλα του PRP ήταν καθ’ οδόν, τους είπαν. Οι εργάτες, δυσπιστώντας ως προς το PRP, αποφάσισαν να πάνε στο κέντρο του IRA αναζητώντας όπλα. Οι σαστισμένοι υπάλληλοι του IRA τους ανέφεραν πως δε διέθεταν ούτε ένα. Οι εργάτες δεν τους πίστεψαν. Οι νεαρότεροι επέστρεψαν στο στρατόπεδο για να περιμένουν τα όπλα όμως αυτά δεν ήρθαν ποτέ.

Στην Εβόρα, η κατάσταση ήταν χαώδης. Κανείς δεν ήξερε τι να κάνει. Όλοι περίμεναν. Ραδιόφωνο και τύπος δεν υπήρχαν κι ο τοπικός πληθυσμός ήταν στο έλεος των φημών που διαδίδονταν απ’ τα μέλη των κομμάτων. Οποιοσδήποτε έφτανε εκεί «ανακρίνονταν» διεξοδικά. Στις άλλες περιοχές, επικρατούσε η ίδια σύγχυση και άγνοια.

Πολλοί αγωνιστές έφτασαν στο Τάνκος. Συναντήσεις επί συναντήσεων απαιτούσαν επαναστατική πειθαρχία. Ο Ζέκα Αλφόνσο έλεγε επαναστατικά τραγούδια και συμμετείχαν όλοι οι υπόλοιποι. Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη. Μαθεύτηκε ότι δεν επρόκειτο ν’ απομακρυνθεί μόνο ο Οτέλο αλλά κι ότι η ίδια η βάση θα έκλεινε. Η αποτυχία της COPCON να οργανώσει οποιαδήποτε μορφή ενωτικής δράσης (κι η επιτυχία των «Εννιά» και του στρατιωτικού Μετώπου τους) επέφερε στους αριστερούς πολιτικούς την απόλυτη σύγχυση.

Τα σκάφη της Πολεμικής Αεροπορίας πετούσαν χαμηλά πάνω απ’ τη Λισαβόνα, σημαίνοντας τη νίκη τους. Τα ανακοινωθέντα απ’ το ραδιόφωνο (Εθνική Ραδιοφωνία) και την τηλεόραση του Πόρτο, επαναλάμβαναν την ίδια ιστορία. «Στη 1 μ.μ. (της 26ης), η βάση του Μοντίζο παραδόθηκε». «Στη Βάση υπ’ αριθμόν 3 (Τάνκος), η κατάσταση επίσης εξομαλύνεται».

Στις 27 Νοέμβρη, στην εργατογειτονιά του Φόρτε ντε Αλμάντα, συνελήφθη κάποιος Λοχαγός Λουζ. Επρόκειτο για προπύργιο του PCP και παρότι αυτό προσπάθησε να κινητοποιήσει μια αυθόρμητη διαδήλωση, οι εργάτες κινήθηκαν μαζικά προς το στρατόπεδο, αναζητώντας πληροφορίες.

Το Σετούμπαλ ήταν ίσως η μόνη περιοχή, στην οποία υπήρξε κάτι παραπάνω. Δραστηριοποιήθηκε μια «Επιτροπή Αγώνα» (αποτελούμενη από μέλη των PRP και UDP). Η πόλη, εκείνη την περίοδο, ήταν μάρτυρας σκληρών αγώνων των Επιτροπών Γειτονιάς ενάντια στα νοίκια και το κόστος ζωής. Στις 26, η συγκεκριμένη Επιτροπή κάλεσε τους πάντες να συγκεντρωθούν μπροστά στη 2η Βάση Πεζικού. Ζητήθηκαν όπλα – και κάποια δόθηκαν μυστικά σε γνωστούς αγωνιστές. Αεροπλάνα πετούσαν ξυστά πάνω απ’ το Δημαρχείο (Camara) – τ’ οποίο είχε καταληφθεί απ’ την Επιτροπή και χρησιμοποιούνταν ως επιτελείο. Η Επιτροπή εκκένωσε το κτήριο και συγκεντρώθηκε στα γραφεία της Ο Σετουμπαλένς (της τοπικής εφημερίδας). Ετοιμάστηκε μια ειδική έκδοση. Η Ο Σετουμπαλένς ήταν το μοναδικό ημερήσιο φύλλο στο Νότο εκείνη την περίοδο. Παρέθετε πληροφορίες για το Τάνκος και τις υπόλοιπες βάσεις των αλεξιπτωτιστών, καλώντας σε λαϊκή κινητοποίηση εναντίον των καταδρομέων. Στις 27, όλοι οι εργαζόμενοι της εφημερίδας συνελήφθησαν. Δεν υπήρχε καμιά πολιτοφυλακή για να τους υπερασπιστεί.

Στις 10 π.μ. της 27ης, στα ναυπηγεία της Λισνάβ, οι εργάτες συγκεντρώθηκαν για να συζητήσουν την κατάσταση, πράγμα που έγινε και σε πολλά ακόμα εργοστάσια. Εμφανίστηκε μια αντιπροσωπεία απ’ τη Σετνάβ, τη θυγατρική δηλαδή εταιρεία. Ήταν επίσης παρόντες και στρατιώτες απ’ το κοντινό Φόρτε ντε Αλμάντα. Το PCP δήλωσε αντίθετο με την οποιαδήποτε επίδειξη δύναμης απ’ την πλευρά των εργατών. Οι εργάτες των PRP-UDP δήλωσαν ότι «κάτι έπρεπε να γίνει». Οργανώθηκε μια «Επιτροπή Αγώνα» από 40 εργάτες (σε σύνολο 8.400). Κάλεσε σε απεργία. Η πλειοψηφία των εργατών αγνόησε τελείως το κάλεσμα.

Υπήρξε κάθοδος στρατευμάτων απ’ το Βορρά. Μία-μία, οι «αμφίβολες» μονάδες αφοπλίζονταν. Στο μεταξύ, οι «Εννιά» (προκειμένου να δικαιολογηθούν) άρχισαν να κάνουν λόγο για πραξικόπημα της αριστεράς, τ’ οποίο αυτοί, οι πραγματικοί επαναστάτες, υποτίθεται ότι απέτρεψαν. Οι «Εννιά» ήταν αυτοί που είχαν υπερισχύσει ξεκάθαρα, μεσούσης της κρίσης. Έξω απ’ το στρατόπεδο του RAL-1 είχαν συγκεντρωθεί εκατοντάδες πολίτες, αναζητώντας πληροφορίες. Οι σκοποί στις πύλες τάιζαν με φούμαρα τον κόσμο, ο οποίος με τη σειρά του, τα μετέφερε και σ’ άλλες μονάδες, ακόμα πιο παραποιημένα. Στις γωνιές των δρόμων κι έξω απ’ τα κομματικά γραφεία, κολλήθηκαν εφημερίδες τοίχου. Το MRPP υποστήριζε την κυβέρνηση κι επιτίθονταν στο «σοσιαλφασιστικό πραξικόπημα». Στο τέλος της μέρας, οι Οτέλο και Φαμπιάο παραιτήθηκαν και επισήμως απ’ το Συμβούλιο.

Το PRP είχε κινητοποιηθεί στο Σετούμπαλ, το UDP στη Λισαβόνα. Εργατικές Επιτροπές από 20 με 30 εργοστάσια, συγκεντρώθηκαν στη Μπαΐσα ντα Μπανέιρα, δίπλα απ’ το ποτάμι. Η ίδια αυτή συγκέντρωση συγκρότησε την «Ομοσπονδία Οργάνων Λαϊκής Ενότητας». Δημοσίευσε ένα φυλλάδιο στις 29 Νοέμβρη, με τίτλο Εστάτο ντε Σίτιο (Κατάσταση Πολιορκίας). Ενώ η συνάντηση του Σετούμπαλ στις 26 Νοέμβρη (δεδομένης της έντασης και της μπερδεμένης κατάστασης) συγκέντρωσε πολλούς ειλικρινείς εργαζόμενους, λαμβάνοντας χώρα μέσα σε μια απολύτως μη-κομματική ατμόσφαιρα, η συγκέντρωση του UDP αποδείχτηκε διαφορετική. Το φυλλάδιο της 29ης Νοέμβρη ρωτούσε «Και τώρα; Θα μείνουμε αδρανείς με τα χέρια μας σταυρωμένα;», συνεχίζοντας με κάλεσμα για συνέλευση στη Μπαΐσα ντα Μπανέιρα, για τις 30 Νοέμβρη, «όπου θα συναντούνταν όλες οι Εργατικές Επιτροπές, οι Επιτροπές Γειτονιάς κι οι υπόλοιπες οργανώσεις βάσης». Αυτό που προέκυψε ήταν μια μετωπική οργάνωση του UDP και τίποτα παραπάνω.

Μέχρι την Τετάρτη, στις 27 Νοέμβρη, το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας είχε επιστρέψει στην ομαλότητα. Οι εφημερίδες του Βορρά σημείωσαν μια μικρή έκρηξη στην κυκλοφορία τους. Ορισμένοι Γκονσαλβικοί αξιωματικοί διέφυγαν, άλλοι συνελήφθησαν. Συνελήφθησαν επίσης κι εργάτες: όσοι είχαν σηκώσει οδοφράγματα, όπως επίσης κι όσοι, προερχόμενοι από μια-δυο επιχειρήσεις (όπως η Ζ. Πιμέντα), είχαν αποστείλει αποσπάσματα το βράδυ της 26ης για να δουν τι συνέβαινε.

Στις 28, οι αλεξιπτωτιστές προσπάθησαν να διαπραγματευτούν μια συμφωνία με το Συμβούλιο. Κυκλοφορούσαν φήμες που ανέφεραν ότι θα βομβαρδίζονταν η τελευταία απ’ τις κατεχόμενες βάσεις τους. Μια συνέλευση αποφάσισε ότι ήταν μάταιο να συνεχιστεί ο αγώνας κι ότι το μόνο αποτέλεσμα θα ήταν μια άσκοπη αιματοχυσία. Εγκαταλείποντας το στρατόπεδο, κάποιοι αλεξιπτωτιστές ξέσπασαν σε κλάματα. Είπαν πως είχαν «προδοθεί για μια ακόμα φορά». Η σκηνή ήταν θλιβερή. Ένα επίσημο ανακοινωθέν έθετε τον πυρήνα του μηνύματος: «Το πνεύμα που γέννησε την 25η Απριλίου ήταν πνεύμα μη-κομματικό (…) δυστυχώς ορισμένοι στρατιώτες επέτρεψαν να χειραγωγηθούν, αποδεχόμενοι τη δημιουργία σχέσεων με κόμματα (…) Αναζήτησαν την πολιτική τους επιβίωση κάτω απ’ το ψευδεπίγραφο λάβαρο ενός αυτοκαλούμενου προοδευτισμού, τον οποίο και ξεμασκάρεψε η απόπειρα πραξικοπήματος». Το ανακοινωθέν απαιτούσε τη σύλληψη του Λοχαγού Κλεμέντ και του Βαρέλα Γκόμεζ (αξιωματικών της πρώην Πέμπτης Μεραρχίας). Την ίδια μέρα, ο Βάσκο Λουρένσο ανέλαβε Διοικητής της Στρατιωτικής Περιφέρειας Λισαβόνας.            

XVI. ΕΝΑΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

Η Ισχυροποίηση του Κρατικού Καπιταλισμού.

Η σχεδόν θεαματική μεταστροφή που χαρακτήρισε την αντίδραση της πλειοψηφίας των εργαζόμενων απέναντι στα γεγονότα της 25ης Νοέμβρη, δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί. Ούτε οι Εννιά με το FMU, ούτε το PCP με το FUR είχαν κάτι ουσιαστικό να προσφέρουν σε σχέση με τις βασικές τους ανάγκες και την πραγματική τους ζωή. Το να επιλέξουν το ένα απ’ τα δύο ήταν σα να έδειχναν την προτίμησή τους σε κάποιο αφεντικό έναντι κάποιου άλλου. Κατά κάποιο τρόπο, οι δυνάμεις που αναδείχτηκαν κυρίαρχες στις 25 Νοέμβρη αποτελούσαν την πιο ανώδυνη διέξοδο, μιας κι η εφαρμογή των προγραμμάτων του FUR ή της COPCON θα επέφερε την οργή Ευρώπης κι Αμερικής «επί των κεφαλών» των εργαζόμενων.
   
Κάποια στιγμή, το απόγευμα της 25ης Νοέμβρη, η Κεντρική Επιτροπή του PCP κατέληξε σε ορισμένα συμπεράσματα. Είχε δύο επιλογές: α) να υποστηρίξει τους αλεξιπτωτιστές και να καλέσει σε κινητοποίηση στους δρόμους. Αυτό πιθανότατα θα οδηγούσε σε μια «Κομμούνα της Λισαβόνας και του Αλεντέζο», η οποία θα γνώριζε την απόρριψη του υπόλοιπου κομματικού της χώρας και θα επιβίωνε για μερικές βδομάδες. Μια τέτοια «περιπέτεια», όπως πρέπει να είχε υπολογιστεί, θα το έκανε να χάσει ολοκληρωτικά την ηγεσία μέσα στην κρίση. Η εξουσία θα βρίσκονταν στους δρόμους και τα οδοφράγματα, κι εκεί το κόμμα θα είχε πολλά να χάσει. β) να υποχωρήσει, συμβιβαζόμενο με τους «Εννιά» (μέσω του Κόστα Γκόμεζ), προσπαθώντας να καρπωθεί όσα περισσότερα μπορούσε απ’ αυτό. Δεδομένης της κρατικο-καπιταλιστικής φύσης του Κόμματος, η δεύτερη στρατηγική ήταν λιγότερο επικίνδυνη. Αν και θα έχανε την υπουργική του εξουσία, θα διατηρούσε σημαντικό έλεγχο πάνω στις κρατικές δομές, όπως τα συνδικάτα, τις Εργατικές Επιτροπές, τις Επιτροπές Γειτονιάς, τις κοπερατίβες και τα μέσα ενημέρωσης.

Από κάθε άποψη, η στροφή της 25ης Νοέμβρη αποδείχτηκε φτωχή. Το PCP αντιμετώπισε το ενδεχόμενο να χάσει τα πάντα. Αποφάσισε να πετάξει στους λύκους τους αξιωματικούς που είχε χρησιμοποιήσει τις βδομάδες που είχαν προηγηθεί της 25ης Νοέμβρη. Σ΄ αντάλλαγμα θα διατηρούσε τη θέση του στην κυβέρνηση. Οι «Εννιά» ήξεραν ότι μόνοι τους δεν ήταν σε θέση να ελέγξουν τους εργαζόμενους. Χρειάζονταν το PCP. Ο Ταξίαρχος Καραΐς είχε δηλώσει το ίδιο πράγμα σε μια ραδιοφωνική του συνέντευξη, στις 29 Νοέμβρη.

Όπως σ’ όλες τις Πορτογαλικές κρίσεις μέχρι τώρα, το αποτέλεσμα ήταν η επέκταση του κρατικού ελέγχου: το υπόλοιπο μερίδιο του κεφαλαίου 8 εφημερίδων κι όλων των ραδιοφωνικών σταθμών, εθνικοποιήθηκε. Όμως δεν ήταν τόσο η εθνικοποίηση που ήταν στο μυαλό των «Εννιά»: ήταν ο έλεγχος του μεγάλου αυτού τομέα της οικονομίας που βρίσκονταν ήδη στα χέρια του κράτους (65 % σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, αν και άλλες αναφορές – αυτή της Τράπεζας Πίντο Μαγκαλάες για παράδειγμα – ανεβάζουν το ποσοστό στο 74 %). Σε πέντε πρωινές και τρεις απογευματινές εφημερίδες διορίστηκαν νέες διευθύνσεις. Η ενημέρωση μετατράπηκε σε σημαντικότατο κρατικό προνόμιο. Οι Ο Σέκουλο, Ντιάριο ντε Νοτίσιας, Α Καπιτάλ, Ζορνάλ ντε Νοτίσιας, Ντιάριο ντε Λισμπόα, Ντιάριο Ποπουλάρ, Ζορνάλ ντο Κομέρσιο και Κομέρσιο ντο Πόρτο, όπως επίσης και μια σειρά περιοδικών και ραδιοσταθμών που ανήκαν στο κράτος, υπέστησαν μεγάλες «αναδιαρθρώσεις». Το PCP, παρά τις μηχανορραφίες του, έχασε μεγάλο μέρος των ερεισμάτων του στα μέσα ενημέρωσης.

Τα πολιτικά κόμματα, ίσως και προς έκπληξή τους, επιβίωσαν της 25ης Νοέμβρη. Αυτοί που πήραν στα χέρια τους τον προσφάτως ισχυροποιημένο κρατικό μηχανισμό αντιλήφθηκαν ότι τα πολιτικά κόμματα (δεξιά κι αριστερά) συνιστούσαν απαραίτητο στοιχείο του δημοκρατικού καμουφλάζ. Όλα τα κόμματα (PPD, Σ.Κ, PCP, CDS, FUR, UDP, PCP m-l, και MRPP) κλήθηκαν για «συνομιλίες» στο Μπελέμ την Κυριακή 30 Νοέμβρη. Μόλις έμαθε ότι ήταν ο μόνος που προσκλήθηκε από έναν κατώτερο υπασπιστή της Προεδρίας, ο Αρνάλντο Μάτος, ηγέτης του MRPP, πήρε το συνηθισμένο ύφος του «τρομερού αστόπαιδου», αφήνοντας έναν δικό του υπασπιστή να πάρει μέρος στις συνομιλίες. Αυτό ήταν χαρακτηριστικό της προσωπικότητας των λενινιστών ηγετών.

Οι αυτόνομες εργατικές οργανώσεις (δηλαδή αυτές που βρίσκονταν εκτός κομματικής επιρροής ή υποτιθέμενων «μη-κομματικών» μετώπων που συγκροτούνταν όμως από κόμματα) δέχτηκαν το μεγαλύτερο χτύπημα. Ξεκίνησαν έρευνες για όπλα. Η GNR (που τώρα είχε επαναδραστηριοποιηθεί) «ερεύνησε» πάνω από 40 κοπερατίβες και αυτόνομες προλεταριακές οργανώσεις. Η τοπική Σχολή Πεζικού κι η GNR έστησαν κλοιό γύρω απ’ την κοπερατίβα της Αβέιρας ντε Σίμα στο Ριμπατέιζο. Συγκέντρωσαν τους εργάτες μέσα στην παγωμένη νύχτα με τις πυτζάμες τους. «Που είναι τα όπλα;». Κανείς δεν απάντησε. Η GNR άρχισε να ψάχνει, βρίσκοντας ένα G3. Δεν ανήκε σε κάποιον συγκεκριμένα. Υπήρξαν απειλές για συλλήψεις. Ένας εργάτης ανέλαβε την ευθύνη για λογαριασμό των υπόλοιπων, ωστόσο συνελήφθησαν τρεις. «Ώστε ζείτε όλοι μαζί, ε; Μπας και κοιμάστε και μαζί ρε;», ειρωνεύονταν κάποιος αξιωματικός της GNR. Κανείς δεν απάντησε. Ορισμένα εργοστάσια ερευνήθηκαν με παρόμοιο τρόπο, όπως και οι Λαϊκές Κλινικές της Σάντα Κρουζ και της Κόβα ντε Πιεντάντε.

Τα γραφεία του PRP υπέστησαν εισβολή, όμως αυτή ήταν σχεδόν «επιβεβλημένη» λόγω του ότι τα μέλη του κοκορεύονταν δεξιά κι αριστερά για τα όπλα τους. Δε βρέθηκε όμως τίποτα. Είχαν μοιραστεί; Τα είχαν κρύψει αλλού (για μια κατάσταση μεγαλύτερης «ανάγκης;»). Υπήρξαν άραγε ποτέ; Ο Λοχαγός Φερνάντεζ (που είχε μοιράσει σίγουρα 1.500 αυτόματα G3, έχοντας κατόπιν εξαφανιστεί, όπως ήταν λογικό) κηρύχτηκε λιποτάχτης κι εκδόθηκε διαταγή για τη σύλληψή του. Οι έρευνες αυτές, που αποσκοπούσαν στο να κάνουν τις οργανώσεις να «συμμορφωθούν», επρόκειτο να συνεχιστούν ως το Μάρτη του 1976.

Το κύριο επακόλουθο της 25ης Νοέμβρη ήταν η ισχυροποίηση του κρατικού μηχανισμού, η οποία επέτρεψε τη συνεκτικότερη και πιο συγκεντρωτική προσέγγιση του ελέγχου και του «σχεδιασμού». Αυτό απαιτούσε την τροποποίηση των υπόλοιπων σχεδιασμών του κρατικού ελέγχου. Αυτό επιτεύχτηκε μάλλον δραστικά, μέσω μιας σειράς εκκαθαρίσεων σε διάφορα υπουργεία – κι ειδικότερα σ’ αυτά των Οικονομικών, των Εσωτερικών και του Γεωργίας και Αλιείας. Πιο συγκεκριμένα, απαιτούσε το σταθερότερο έλεγχο επί των εργατικών οργανώσεων και του Στρατού.

Οι διαφορές μεταξύ των δύο τεχνοκρατικών πλάνων («Εννιά»-Σ.Κ. και PCP-FUR) μπορούν να ιδωθούν απ’ την οικονομική πλευρά του ζητήματος, μολονότι υπήρχαν επίσης και ευρύτερες διαφοροποιήσεις. Οι προτιθέμενες «λύσεις» διέφεραν ως προς το ρυθμό των εθνικοποιήσεων που οραματίζονταν και τους τομείς που θα εθνικοποιούνταν. Αυτό που καθόριζε τους «βασικούς πυλώνες» της οικονομίας εξαρτώνταν απ’ τη γενική κατεύθυνση που είχε επιλεχτεί για την «ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων» κι αυτό με τη σειρά του είχε να κάνει με τις διεθνείς συμφωνίες μεταξύ των διαφόρων κρατών. Οι Εννιά δεν αμφισβήτησαν ποτέ την αρχή της εθνικοποίησης: η διαφωνία είχε να κάνει με τα πεδία ή τους τομείς που θεωρούνταν πιο αναγκαίοι για την ανάπτυξη. (1)

Αυτό που θεωρούνταν απ’ τον κόσμο ως κατάρρευση του καπιταλισμού ήταν στην πραγματικότητα μια κρίση που επέτρεψε την προώθηση του συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής. Τα ιδιωτικά μονοπώλια είχαν διαλυθεί κι οι διάφορες ομάδες των τεχνοκρατών πάλευαν γι’ αυτό που θα ακολουθούσε. Η κάθε μια είχε το δικό της όραμα σε σχέση με τη διανομή και το είδος της παραγωγής που θα υιοθετούνταν ακολούθως. Για το Σ.Κ. και το PPD το μέλλον ήταν η Ευρώπη. Για άλλους (το Μέλο Αντούνες για παράδειγμα) ήταν ο Τρίτος Κόσμος. Κάποιοι, λίγοι χωρίς αμφιβολία, ονειρεύονταν ατέλειωτα πάρε-δώσε με την Αλβανία και την Κίνα. Κανείς δεν αναρωτιόταν με ποιο κόστος –ή σε βάρος ποιου- θα εγκαθιδρύονταν η νέα παραγωγή. Δεν υπήρχε βασική επίγνωση του νόμου της αξίας –εξ’ ου κι η ασάφεια γύρω απ’ το συνολικό ζήτημα της παραγωγής και το ίδιο το προλεταριάτο. (2)

Αυτοί οι τεχνοκράτες (απ’ το Σ.Κ. ως την αποκαλούμενη άκρα αριστερά, με τη στρατιωτική «αριστερά» να βρίσκεται στη μέση) μοιράζονταν τις ίδιες γενικές ιστορικές αντιλήψεις: την υποταγή της οικονομίας στην πολιτική και τη χρησιμοποίηση της παραγωγής (που θα προέρχονταν απ’ τους εργάτες) στη διευθέτηση της διανομής (που θα προέρχονταν απ’ τους τεχνοκράτες). Το προλεταριάτο, όπως είχε πει ο Μαρξ, δεν είχε δικά του ιδανικά να υπερασπιστεί. Πρόσφερε απλώς ένα σώμα επί του οποίου έπρεπε να εφαρμοστούν τα ιδανικά άλλων. Οι κεφαλαιούχοι, όπως κι οι κρατικοί καπιταλιστές, εργάζονταν γι’ αυτό ακριβώς. Για τη μάζα των μεμονωμένων ανθρώπων, η σωτηρία ήταν ζήτημα επιλογής ανάμεσα στις δύο πρωτοπορίες (που αμφότερες υποκρίνονταν ότι δεν αποτελούσαν τέτοιες). Οι υπερ-επαναστατικές πρωτοπορίες δεν είναι ποτέ σαν τους συνηθισμένους ανθρώπους. Να γιατί υποτίθεται ότι καταφεύγουμε σ’ αυτές, χωρίς ποτέ να εξωτερικεύουμε όσα η αλλοτρίωσή μας απαιτεί. Όσον αφορά τους απροσάρμοστους επαναστάτες, δηλαδή το προλεταριάτο, οι αποφάσεις για τη ζωή του, λαμβάνονταν από άλλους. Και μπορεί στο μέλλον να «γίνουμε το παν εμείς», όπως λέει κι η Διεθνής, αλλά σήμερα, δυστυχώς, τα αιτήματα κι οι αντιλήψεις επικεντρώνονται στην «εθνική ανεξαρτησία».

* * *

Το «πραξικόπημα» της 25ης Νοέμβρη δεν ήταν τελικά «α λα Πινοσέτ», όπως υπέθετε το PRP (αλλά και άλλοι). Δεν ήταν καν «α λα Νόσκε» (ΣτΜ: ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός άμυνας της Γερμανίας που με την τρομοκρατία των  παραστρατιωτικών Φράικορπς έπνιξε στο αίμα την εξέγερση των Σπαρτακιστών, το Γενάτη του ’19). Και δε σήμανε την επιστροφή του κεφαλαίου σε χέρια ιδιωτών, όπως όλος ο ξένος τύπος (περιλαμβανομένων των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς και της Λε Μοντ) έγραφε ότι θα συνέβαινε.

Αντιπροσώπευε ένα βήμα, μια παύση, μια προσπάθεια απ’ την πλευρά του κράτους να προλάβει τις εξελίξεις, να πάρει μια ανάσα και να δημιουργήσει πολιτικές απ’ τα πάνω που θα του επέτρεπαν να βάλει σε τάξη «τα του οίκου του». Σαν πρώτο βήμα, όλες οι στρατιωτικές ανακοινώσεις, πλην αυτών που προέρχονταν απ’ τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου και το «Επαναστατικό Συμβούλιο», απαγορεύονταν. Αποφασίστηκε επίσης να υπάρξει μείωση του προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων κατά 12.000 άτομα μέχρι το 1978. Πολλοί κληρωτοί που έπρεπε να υπηρετήσουν υποχρεωτικά, απαλλάχτηκαν. Ο στρατός όμως παρείχε δουλειά σε χιλιάδες νέους ανθρώπους και θα προέκυπταν δυσκολίες. Στο μεταξύ, καταργήθηκαν οι ADUs που διεξάγονταν μέσα στα στρατόπεδα. Η παραδοσιακή πειθαρχία αποκαταστάθηκε.

Επεξεργάστηκαν σχέδια για την επιβολή «λογοκρισίας στην πορνογραφία» (οι στρατιωτικοί διακατέχονται συνεχώς από μια εμμονή γύρω απ’ αυτό το ζήτημα). Κάθε άλλη κατάληψη απαγορεύτηκε απ’ το Υπουργείο Γεωργίας. Μεταξύ Νοέμβρη 1975 και Φλεβάρη 1976 σημειώθηκαν μόνο 4 καταλήψεις, σε σχέση με τις 400 που είχαν λάβει χώρα μεταξύ Σεπτέμβρη και Νοέμβρη του 1975. Αν θα εφαρμόζονταν ο «νόμος για την Αγροτική Μεταρρύθμιση» έπρεπε να διανεμηθούν ακόμα 700.000 εκτάρια, όμως το κράτος επιθυμούσε σαφώς να αφομοιώσει ότι είχε καταληφτεί πριν πραγματοποιηθούν νέες καταλήψεις.

Όλα αυτά βέβαια δεν ικανοποίησαν την ακροδεξιά, η οποία θεωρούσε το Μέλο Αντούνες «βαμμένο» κομμουνιστή. Οι δυνάμεις του ELP και του MDLP συνέχισαν να οργανώνονται και να ονειρεύονται την επιστροφή στις «παλιές καλές μέρες». Οι βομβιστικές επιθέσεις συνεχίζονταν στο Βορρά, στην Μπράγκα, στην Πόβοα ντε Βαρζίμ κ.α. Μόνο στην Μπράγκα, εξερράγησαν τουλάχιστον 8 βόμβες στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου της 28ης και 29ης Γενάρη. Οι κύριοι στόχοι ήταν το UDP και τα συνδικάτα. Οι δυνάμεις που είχαν δράσει στις 28 Σεπτέμβρη και στις 11 Μάρτη, βρίσκονταν ξανά στην επίθεση.

Υπήρξαν πολλές συζητήσεις (κυρίως απ’ τις αριστερές οργανώσεις) για την «επιστροφή των αφεντικών» απ’ τη Βραζιλία και τις ΗΠΑ. Όμως το νέο κράτος δεν ήταν έτοιμο να τους επιστρέψει όσα είχε κερδίσει. Σε κάποιες περιπτώσεις, επιτράπηκε σ’ ορισμένα αφεντικά να επιστρέψουν …ως διευθυντές. Ως τα μέσα Γενάρη του 1976, τα πρώην αφεντικά είχαν απευθύνει 128 «αιτήσεις» επιστροφής. Υποτίθεται ότι η διευθέτηση της συγκεκριμένης κατάστασης ήταν έργο του Υπουργείου Εργασίας. Το Υπουργείο Γεωργίας εξέδωσε απόφαση που όριζε την 1η Μάρτη 1976 ως καταληκτική ημερομηνία για υποβολή αιτημάτων αποζημίωσης απ’ τους πρώην ιδιοκτήτες των εκτάσεων. Μέχρι το Μάρτη είχαν «καταγραφεί» μόνο 19 περιπτώσεις «επανακατάληψης» και γύρω στις 10 που αφορούσαν «επανα-ιδιωτικοποιήσεις» (επιστροφής σε χέρια ιδιωτών). Οι τελευταίες (στο σύνολό τους σχετίζονταν με κλωστοϋφαντουργίες του Βορρά) είχαν απαιτηθεί απ’ τους ίδιους τους εργάτες. Σε πολλές περιπτώσεις, οι εργαζόμενοι απευθύνθηκαν για βοήθεια στους παλιούς ιδιοκτήτες αλλα αυτό απορρίφτηκε απ’ τις κρατικές αρχές.

Αυτό που συνέβη στις 25 Νοέμβρη ήταν ότι μια εκ των γραφειοκρατικών-στρατιωτικών ομάδων (στην πραγματικότητα επρόκειτο για συμμαχία ομάδων) κατόρθωσε να επιβάλλει τη θέλησή της στις υπόλοιπες. Υπήρχαν όμως τεράστιες διαφορές ανάμεσα στην παλιά PIDE και τη νέα αστυνομία: το νέο καθεστώς θεωρούσε τα «αντιπολιτευόμενα» κόμματα ως βασικό παράγοντα του «παιχνιδιού» κι επικέντρωσε τις επιθέσεις του στις οργανώσεις βάσης. Στο πρώτο κύμα των αντιποίνων απ’ την πλευρά του νέου καθεστώτος, τα κόμματα κινήθηκαν για να υπερασπιστούν, πρώτα και κύρια, τον εαυτό τους. «Ξέχασαν» έτσι όλα τα παχιά λόγια για την «υπεράσπιση των εργατών». Η πρώτη τους αντίδραση ήταν να περιφρουρήσουν τον ίδιο τους το μηχανισμό. Στην πραγματικότητα όμως δεν είχαν και πολλά να φοβηθούν: ήταν απαραίτητα για τον καινούριο σχεδιασμό.

Η κυβέρνηση, σε γενικές γραμμές, κινήθηκε προσεχτικότερα σε σχέση με την εργατική τάξη. Ήταν αντιμέτωπη με 800 περίπου βιομηχανικές κοπερατίβες, καθώς και γύρω στις 200 επιχειρήσεις που βρίσκονταν κάτω από εργατικό έλεγχο, για να μην αναφέρουμε τις χιλιάδες περιπτώσεις «εργατικής επιφυλακής» (όρος που επινοήθηκε από εργάτη της Λισνάβ για να περιγράψει την κατάσταση στη συγκεκριμένη επιχείρηση). Επιπλέον υπήρχαν πάνω από 600 αγροτικές κοπερατίβες (οι περισσότερες απ’ αυτές νομιμοποιήθηκαν ως το Μάη του 1976). Αυτό σήμαινε πως πάνω απ’ το ένα πέμπτο του συνόλου της καλλιεργούμενης γης στην Πορτογαλία (1 εκατομμύριο εκτάρια σε σύνολο 4.974.158) υπόκειτο σε κάποια μορφή συλλογικού ελέγχου. Οι καταλήψεις σπιτιών, οι οποίες έφταναν τις 35.000 στις παραμονές της 25ης Νοέμβρη, διατηρήθηκαν. Οι καταληψίες δεν είχαν καμιά διάθεση να παραιτηθούν των δικαιωμάτων τους επειδή το PCP και τ’ αριστερά κόμματα είχαν χάσει μερικά υπουργεία.

Η 25η Νοέμβρη, παρόλ’ αυτά, θα επηρέαζε τους εργαζόμενους με πολύ άμεσο τρόπο. Οι τιμές είχαν παγώσει μετά τις 11 Μάρτη «για το υπόλοιπο της χρονιάς». Τώρα «επαναπροσδιορίζονταν» κι αυτό σήμαινε ότι θα σ΄ αυτές θα ενσωματώνονταν το σύνολο του καλυμμένου κι υποστηριζόμενου απ’ το κράτος πληθωρισμού που έτρεχε στη διάρκεια αυτών των εννιά μηνών. Το Γενάρη του 1976 υπήρξε συνολική αύξηση 40 % στις τιμές των τροφίμων. Ο κόσμος έκανε παράπονα και υπήρξαν περιπτώσεις άρνησης πληρωμών. Δεν αναπτύχτηκε όμως καμιά οργανωμένη αντίσταση, παρά τις απόπειρες του UDP και του PRP. Οι εργαζόμενοι προσπάθησαν ν’ αυξήσουν τις απολαβές τους και να πληρωθούν τους δύο επιπλέον μισθούς που οι περισσότεροι είχαν «κερδίσει» την προηγούμενη χρονιά αλλά πολλές κρατικές και ιδιωτικές επιχειρήσεις αρνήθηκαν να τους καταβάλουν. Στα διάρκεια του Φλεβάρη και του Μάρτη του 1976, 380 περίπου εργοστάσια προχώρησαν σε απεργίες και χιλιάδες ακόμα προέβησαν σε κινήσεις διαμαρτυρίας ενάντια στις νέες πολιτικές. Τ’ αφεντικά είχαν ξαναβρεί την αυτοπεποίθησή τους και το κράτος έπαιρνε σταδιακά την κατάσταση κάτω απ’ τον έλεγχό του.

Οι Ευθύνες των Εργαζόμενων.

Η Λαβαντάρια Πορτουγκάλια είναι μια αλυσίδα καθαριστηρίων. Διαθέτει υποκαταστήματα σ’ όλη την Πορτογαλία κι οι κεντρικές της εγκαταστάσεις βρίσκονται στην Αζούντα (Λισαβόνα), όπου απασχολούνται 198 άτομα, κυρίως γυναίκες. Το Νοέμβρη του 1974, μετά από λοκ-άουτ και απεργία μιας μέρας, «απέλυσε» το αφεντικό και πέρασε σε αυτοδιαχείριση. Ο ενθουσιασμός ήταν απερίγραφτος: όλοι θα έπαιρναν τον ίδιο μισθό (4.500 εσκούδα το μήνα). Γύρω στις 30 γυναίκες που έκαναν τις χειρότερες δουλειές (στην πρέσσα όπου η θερμοκρασία έφτανε τους 40 βαθμούς) απαίτησαν μεγαλύτερη αμοιβή. Η γενική συνέλευση το απέρριψε αφού η άποψη της πλειοψηφίας ήταν ότι ο σοσιαλισμός έπρεπε ν’ αρχίσει με ίσες αμοιβές για όλους. Το Σεπτέμβρη του 1976, αυτές που δούλευαν στο σιδερωτήριο συγκρότησαν μια Επιτροπή Αγώνα για να θέσουν τα αιτήματά τους στην Εργατική Επιτροπή αλλά καταγγέλθηκαν απ’ τους υπόλοιπους εργαζόμενους.

Η 25η Νοέμβρη ήρθε και πέρασε, και τα παλιά αφεντικά άρχισαν να γυροφέρνουν τα κεντρικά γραφεία (όπως και πολλά ακόμα αφεντικά που άρχισαν να κάνουν το ίδιο). Ένα μέλος της Επιτροπής Αγώνα (σε σύνολο 90) υποστήριξε το αφεντικό. «Αυτός τουλάχιστον καταλάβαινε ότι δεν κάνουμε όλοι την ίδια δουλειά». Η Εργατική Επιτροπή καταδίκασε την Επιτροπή Αγώνα ως «απόπειρα να δημιουργηθεί πρόβλημα στα οικονομικά της επιχείρησης, με σκοπό την επιστροφή του αφεντικού». Η Επιτροπή Αγώνα δήλωσε ότι «το αφεντικό πρέπει να επιστρέψει. Αυτός είναι ο μόνος που μπορεί να εγγυηθεί για το ψωμί μας. Και τέλοσπάντων, σ’ αυτόν ανήκουν όλα αυτά». Το αφεντικό δήλωσε πως θα μπορούσε να πληρώνει τους μισθούς μόνο αν απολύονταν το μισό προσωπικό. Η Εργατική Επιτροπή αποφάσισε ν’ απευθυνθεί στο Υπουργείο Εργασίας που ελέγχονταν απ’ το Σ.Κ., τ’ οποίο συνέστησε την επιστροφή του αφεντικού ως …διευθυντή.

Στην υφαντουργία Μανουέλ Γκονσάλβες του Φαμαλικάο, η κατάσταση εξελίχτηκε μάλλον διαφορετικά. Το PCP είχε απαξιωθεί τελείως. Ο Γκονσάλβες υπολόγιζε σε πολλούς εργαζόμενους που τάσσονταν υπέρ του. Εξέφρασε τους όρους του για την επιστροφή του: α) απόλυτη δημοκρατία για την Εργατική Επιτροπή μέσα στο εργοστάσιο (!), β) κρατική βοήθεια, γ) ελευθερία να καθορίζει τις δικές του αγορές. Η κυβέρνηση αποδέχτηκε τους δύο πρώτους όρους, όχι όμως και τον τελευταίο (διέθετε μια δική της γενική πολιτική για την υφαντουργία). Το γεγονός όμως ότι ο Γκονσάλβες, υποστηριχτής του ΑΝΡ πριν την 25η Απρίλη, ήταν σε θέση να απαιτεί την «εργατική δημοκρατία» ως όρο για την επιστροφή του απλά αποτυπώνει την απουσία μιας τέτοιας δημοκρατίας στην περίοδο κατά την οποία το εργοστάσιο βρίσκονταν κάτω απ’ τον έλεγχο του PCP. Δεκαεφτά εργάτες, μέλη του PCP, αποπέμφτηκαν απ’ την Εργατική Επιτροπή και τους απαγορεύτηκε η είσοδος στο εργοστάσιο. Η κυβέρνηση αντιτέθηκε στη συγκεκριμένη απόφαση δηλώνοντας ότι ο Γκονσάλβες μπορούσε να επιστρέψει μόνο αν παρέμεναν οι 17 εργάτες.

Η περίπτωση της Σανιμάρ, ενός εργοστασίου ειδών υγιεινής στη Λισαβόνα που απασχολούσε γύρω στους 350 εργαζόμενους, είναι ακόμα πιο κατατοπιστική. Τον Οχτώβρη του 1975, η γενική συνέλευση έδιωξε το αφεντικό κι εξέλεξε μια 5μελή Εργατική Επιτροπή για να διευθύνει την εταιρεία. Ορισμένοι εργαζόμενοι του τμήματος πωλήσεων και των γραφείων τάχτηκαν με την πλευρά του αφεντικού, μποϊκοτάροντας τη συνέλευση. Τότε η Εργατική Επιτροπή ανακάλυψε ότι οι φίλοι του αφεντικού στα συγκεκριμένα τμήματα τον βοηθούσαν να βγάλει απ’ το εργοστάσιο υλικό αξίας 6 εκατομμυρίων εσκούδων. Αυτό είχε μεταφερθεί σε μια αποθήκη του Σετούμπαλ, όπου οι εργαζόμενοι του τμήματος πωλήσεων είχαν ανοίξει ένα κανονικό μαγαζί για να το πουλάνε.

Η «Κρατική Γραμματεία Δημοσίων Επενδύσεων» είχε αρχικά αναγνωρίσει την αντιπροσωπευτικότητα της Εργατικής Επιτροπής που είχε εκλεγεί απ’ την γενική συνέλευση. Μετά όμως από συνομιλίες με το αφεντικό, ο Υπουργός Εργασίας (Σ.Κ.) και το Υπουργείο Οικονομικών αποφάσισαν να εθνικοποιήσουν την εταιρεία, εγκαθιστώντας έναν κρατικό λειτουργό σαν διευθυντή. Η αιτιολόγηση ήταν ότι αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος για να εξασφαλιστεί η «ενότητα» των εργαζόμενων.

Η Εργατική Επιτροπή αρνήθηκε να δεχτεί αυτή την απόφαση, χαρακτηρίζοντάς την «αντεργατική κι αντιδημοκρατική» και προχώρησε στην εκδίωξη των «τριών γλυκομίλητων κυρίων»  (που είχαν σταλεί απ’ το υπουργείο) απ’ τις εγκαταστάσεις. Το Υπουργείο Εργασίας κάλεσε την GNR να υποστηρίξει το σχέδιό του για την εθνικοποίηση. Σφράγισαν το εργοστάσιο, αφήνοντας απ’ έξω τους εργάτες για τρεις βδομάδες. Αυτοί εξαναγκάστηκαν τελικά ν’ αποδεχτούν την εθνικοποίηση και να γυρίσουν στη δουλειά.

Υπήρξαν εκατοντάδες περιπτώσεις το Γενάρη και Φλεβάρη του 1976, όπου οι εργαζόμενοι υιοθέτησαν ριζοσπαστικότερες στάσεις και δράσεις σε σχέση με την περίοδο που προηγήθηκε του Νοέμβρη του 1975. Μόνο που τώρα δεν ήταν πια θεαματικές. Το εργοστάσιο της Τέρμο-Ελέκτρικα Γκένια, μιας επιχείρησης ηλεκτρικών συσκευών της Λισαβόνας με 100 εργαζόμενους, καταλήφτηκε. Η αστυνομία έπρεπε να επέμβει για να σώσει το αφεντικό απ’ τα χέρια των εργαζόμενων. Στην Κολνούς (γυναικεία εσώρουχα), οι εργαζόμενες προχώρησαν σε απεργία λόγω καθυστερήσεων στις πληρωμές. Πληρώθηκαν τελικά μέσω της κυβέρνησης. Η απεργία των εργαζόμενων στις συγκοινωνίες της Κοΐμπρα, του Πόρτο και του Μπαρρέιρο, πήρε τη μορφή της μη είσπραξης εισιτηρίων. Στη Φάιρστοουν, οι εργάτες απήγαγαν τους Αμερικανούς ιδιοκτήτες κι απαίτησαν λύτρα απ’ τη μητρική εταιρεία προκειμένου να πληρωθούν οι οφειλόμενοι μισθοί. Αυτοί οι αγώνες συνεχίζονται.

Οι Κοπερατίβες.

Μ’ ένα εκατομμύριο εκτάρια υπό κατάληψη, οι εργάτες ήταν έτοιμοι για την πρώτη τους «συλλογική» σοδειά. Αυτό που σχεδίαζε η κυβέρνηση ήταν η «εμπορευματοποίηση» των κοπερατίβων, εξαναγκάζοντας τες να πουλήσουν το λάδι, το κρασί και τα σιτηρά τους σε ελεγχόμενους απ’ το κράτος οργανισμούς (την Ένωση Οινοπαραγωγών, το Ίδρυμα Δημητριακών κ.ά.). που θα διευθετούσαν την περαιτέρω διανομή τους. Σε περίπτωση άρνησης, δε θα τους χορηγούνταν πιστώσεις.

Απαγορεύοντας όλες τις μελλοντικές καταλήψεις, το κράτος δημιουργούσε μια αναπόφευκτη ρήξη ανάμεσα στους αγρεργάτες, ελπίζοντας μέσω αυτής να τους ελέγξει καλύτερα. Επιχειρήθηκαν βέβαια κι άλλες καταλήψεις (όπως στο Βάλε ντε Σομπράντος, κοντά στην Εβόρα) αλλά καλούνταν άμεσα η τοπική GNR που έδιωχνε τους εργάτες.                
      
Τα προβλήματα των μικρών ενοικιαστών αγροτών οξύνονταν. Πολλοί οι οποίοι είχαν νοικιάσει γη για μια χρονιά, για μια συγκεκριμένη καλλιέργεια (στάρι ή ντομάτες για παράδειγμα), άρχισαν να ζητούν απ’ το κράτος γη στην οποία θα μπορούσαν να συνεχίσουν να κάνουν το ίδιο. Το κράτος αργούσε ν’ ανταποκριθεί. Σε πολλές περιπτώσεις απλώς αρνούνταν, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν ακόμα 700.000 εκτάρια προερχόμενα από λατιφούντια (μεγάλα τσιφλίκια). Η CAP (πρώην ALA) άρχισε να χρησιμοποιεί τους συγκρεκριμένους ενοικιαστές-αγρότες στην καμπάνια της ενάντια στις καταλήψεις γης, υπονοώντας ότι οι κοπερατίβες έπαιρναν τη γη για λογαριασμό τους κι ισχυριζόμενη ψευδώς ότι οι εργαζόμενοι των κοπερατίβων αποκόμιζαν τεράστια κέρδη κι έκαναν «μεγάλη ζωή». Μια μικρή ομάδα μικρών ενοικιαστών αγροτών που κατέλαβε μια φάρμα κοντά στο Σανταρέμ, εκδιώχθηκε απ’ την GNR και κατόπιν προχώρησε στην κατάληψη ενός κομματιού που ανήκε σε κοπερατίβα. Οι εργαζόμενοι στην κοπερατίβα χρειάζονταν αυτή τη γη για μια καλλιέργεια που σχεδίαζαν. Επέκριναν τον Υπουργό Γεωργίας του Σ.Κ. (Λόπεζ Καρντόζο) κι απαίτησαν να δοθεί γη στους ενοικιαστές αγρότες σε κάποιο άλλο σημείο. Ο Υπουργός αρνήθηκε. Οι εργαζόμενοι τελικά «παραχώρησαν» γη απ’ την κοπερατίβα τους αλλά σε διαφορετικό τμήμα της έκτασης. Ακολούθησαν πολλές παρόμοιες περιπτώσεις. Το 1975 δόθηκαν 2,5 δισ. εσκούδα, με τη μορφή άμεσων πιστώσεων, σε εργάτες που είχαν καταλάβει κτήματα (για πληρωμή μισθών, αγορά λιπασμάτων και σπόρων, κτλ). Ήταν φανερό ότι η νέα κυβέρνηση δεν είχε πρόθεση να επιστρέψει στο προηγούμενο σύστημα. Ήθελε να χρησιμοποιήσει τις «κοπερατίβες» για να εκσυγχρονίσει την οικονομία.

Οι εργαζόμενοι προσπάθησαν σε κάποιο βαθμό να στήσουν παράλληλες οικονομικές δομές. Στο Κέντρο και το Βορρά οργανώθηκε σ’ ευρεία κλίμακα ένα δίκτυο άμεσης πώλησης απ’ τις κοπερατίβες στις Επιτροπές Γειτονιάς, πράγμα που αποδείχτηκε πολύ δημοφιλές δεδομένης της ανόδου στο κόστος ζωής. Τα λάχανα που κόστιζαν 15 εσκούδα στο σούπερ-μάρκετ, πωλούνταν μόνο για 4. Το κρασί κι οι ελιές πωλούνταν επίσης σε πολύ χαμηλότερες τιμές.

Παρ’ όλ’ αυτά, η χειραγώγηση απ’ τα κόμματα συνεχίστηκε. Τώρα το θέμα ήταν το ποιος «υποστήριζε» την κάθε κατάληψη. Συγκεντρώνονταν χρήματα για τρακτέρ και κτηριακές εγκαταστάσεις αλλά αυτές οι καμπάνιες αποτελούσαν, εν μέρει τουλάχιστον, ψηφοθηρικά παιχνίδια. Δεν ήταν μόνο το PCP με το Σ.Κ. που επιδίδονταν σ’ όλα αυτά. Τα κομμάτια του FUR, που είχαν σκορπίσει στους πέντε ανέμους μετά την 25η Νοέμβρη, άρχισαν ν’ αναδιοργανώνονται. Τα PRP, UDP και MES (και οι πιο ρεφορμιστικές μαοϊκές ομάδες) δρούσαν τώρα με μεγαλύτερη σύμπνοια. Η υποστήριξή τους προς τις κοπερατίβες οργανώθηκε μέσω των Επιτροπών Γειτονιάς που έλεγχαν ακόμα.

Η ενίσχυση έρχονταν κάποιες φορές κι από άλλες, απρόσμενες πηγές. Η Κοπερατίβα της Χισσάπα (Βουλγαρία) είχε δωρίσει 8 τρακτέρ στην Κοπερατίβα του Κασέμπρες. Είχε επίσης δώσει 4 σπαρτικές μηχανές, καθώς και άλλο εξοπλισμό, που στο σύνολό τους φαίνονταν μάλλον απαρχαιωμένα. Η Βουλγαρική αντιπροσωπεία ήρθε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση όταν τα τρακτέρ δεν μπορούσαν να πάρουν μπροστά. Τελικά, οι εργάτες κατάφεραν να κάνουν τις ντηζελομηχανές τους να δουλέψουν, χρησιμοποιώντας βενζίνη.

Σχηματίστηκαν επίσης και Ενώσεις Κοπερατίβων. Και πάλι το PCP άρχισε να παρεμβαίνει απαιτώντας να επαναπροσληφθούν στα Κέντρα του IRA οι «προοδευτικοί» επιστήμονες (που είχαν εκκαθαριστεί). Μια τέτοια ένωση (που περιελάμβανε κοπερατίβες με ονόματα όπως Νέα Ελπίδα, Καλή Ελπίδα, Ανθός του Αλεντέζο, Κόκκινο Ρόδο, Μέλλον, Ελευθερία, Λαϊκή Εξουσία, Μπέντο Γκονσάλβες κ.ά.) κυριαρχούνταν, όπως εύκολα υποθέτει κάποιος, απ’ το PCP. Επικεντρώνονταν στο ν’ απευθύνει αιτήματα στον ελεγχόμενο απ’ το Σ.Κ. κρατικό μηχανισμό. Ακόμα μία ήταν η «Ένωση του Βιμέιρο» που προσπάθησε να ομοσπονδιοποιήσει ορισμένες κοπερατίβες με σκοπό την αλληλοβοήθεια και την άμυνα έναντι του κράτους.   

Στο Μπαρκούσο, κοντά στην Κοΐμπρα, μια ομάδα 46 μικρών αγροτών αποφάσισαν να ενώσουν τα κομμάτια της γης τους, δημιουργώντας μια κοπερατίβα. «Οι πιο συνειδητοποιημένοι δε λένε πια “ας πάμε στο χωράφι μου”. Λένε “ας πάμε στην κοπερατίβα” (…) Υπάρχουν σαφώς ακόμα άνθρωποι (και θα υπάρχουν για πολύ) που σκέφτονται: “αυτή είναι η γη μου” (…) Η ιδέα (της κοπερατίβας) προέκυψε από μια συνέλευση που έγινε για να λυθεί το πρόβλημα του μαζέματος της ρητίνης απ’ τα δέντρα (…) Αποφασίσαμε να συστήσουμε κοπερατίβα, ενώνοντας τις μικρές εκτάσεις μας. Θ’ αυξήσουμε την παραγωγή μας και θα νοικιάσουμε ένα τρακτέρ». (3) Το τρακτέρ δόθηκε στην πραγματικότητα στους συγκεκριμένους ενοικιαστές αγρότες από μέλη του Σ.Κ. που οργάνωσαν μια συναυλία γι’ αυτό το σκοπό. (4) Το Μπαρκούσο αποτελούσε όμως εξαίρεση και στο Βορρά, η κατάσταση των μικρών ενοικιαστών αγροτών παρέμεινε η ίδια, όπως ήταν πάντα. Ήταν φτωχοί και γίνονταν φτωχότεροι.

Στο Βορρά, προωθούνταν ένας νόμος απ’ την Έκτη Κυβέρνηση που αφορούσε τα «μπαλντίος» (κοινές γαίες). Σχεδιάζονταν να δοθούν αυτές οι εκτάσεις στους φτωχότερους ενοικιαστές αγρότες για τη βοσκή των ζώων τους. Όταν ο νόμος δόθηκε στη δημοσιότητα, το Γενάρη του 1976, είχε αλλάξει σε τέτοιο βαθμό ώστε τα «μπαλντίος» μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν απ’ οποιονδήποτε αγρότη. Οι μεγαλύτεροι αγρότες θα ήταν προφανώς κι οι πλέον ευνοημένοι. Αυτό έκανε τους ενοικιαστές αγρότες να επιτεθούν στο Σ.Κ. (το οποίο τώρα ταύτιζαν με τους κατόχους της κρατικής εξουσίας και τους έχοντες τον κύριο λόγο επί των αποφάσεων). Αυτά, όσον αφορά τον «έμφυτο αντικομμουνισμό» τους.

Η Ενημέρωση.

Το ραδιόφωνο κι η τηλεόραση, που τώρα είχαν εθνικοποιηθεί πλήρως, συγχωνεύθηκαν. Η νέα εταιρεία θα απέφευγε την αντιπαράθεση των πολιτικών απόψεων που λάμβανε χώρα πριν την 25η Νοέμβρη. Στις εθνικοποιημένες εφημερίδες εγκαταστάθηκε νέα ομάδα αρχισυντακτών, οι οποίοι πρόσκεινταν κυρίως στο Σ.Κ, αν κι ανάμεσά τους ήταν κάποιοι «ανεξάρτητοι» που βρίσκονταν πιο κοντά στο PPD. Ήταν τρομερό. «Το ραδιόφωνο μιλάει εκ μέρους του λαού», έλεγαν στον κόσμο, «για  τον πραγματικό δηλαδή λαό της Πορτογαλίας, ο οποίος έχει βαρεθεί τα επαναστατικά τραγούδια». Οι αρχές φαίνονταν να πιστεύουν πως ο λαός προτιμούσε την απαλή, «σοσιαλδημοκρατική» μουσική υπόκρουση που έπαιζαν τ’ αμερικάνικα εστιατόρια. Η αυτό-πειθαρχία (όπως κατ’ ευφημισμόν αποκαλούσαν την αυτό-καταστολή) ήταν κάτι στ’ οποίο προέτρεπαν τους πάντες καθημερινά.

Ποιητές, συγγραφείς και μεγαλοδικηγόροι αναλάμβαναν διευθυντικές καρέκλες σε γραφεία περιοδικών κι εφημερίδων. Οι εβδομαδιαίες εκδόσεις του Βίντα Μουντιάλ και της Α Καπιτάλ, έντυπα σχετικά αντικειμενικά, παραδόθηκαν στην ανύπαρκτη φαντασία στενόμυαλων ανθρώπων. Οι ειδήσεις δεν ήταν παρά η ενημέρωση σχετικά με το τι σκέφτονταν οι τεχνοκράτες, το τι έκαναν ή το τι σκέφτονταν να κάνουν. Ενώ πριν την 25η Νοέμβρη, όλες οι ειδήσεις αφορούσαν την Πορτογαλία, τώρα συνέβαινε το αντίθετο. Σεισμοί, επίσημες επισκέψεις, ο πόλεμος του Λιβάνου… όλα αυτά γνώριζαν μεγάλη κάλυψη. Ο σχολιασμός των εσωτερικών υποθέσεων αποτελούνταν από καταγγελίες εναντίον  του αναρχο-λαϊκισμού, του «COPCONισμού» και του εμπρησμού της Ισπανικής Πρεσβείας. Όσοι αγωνίζονταν –κι ακόμα όσοι αμφισβητούσαν- καταγγέλλονταν εν χορώ μέσα στις κραυγές «πειθαρχία-πειθαρχία». Η οικονομική κατάρρευση προβλέπονταν εκατοντάδες φορές τη μέρα και  στους εργαζόμενους αποδίδονταν ο ρόλος του αποδιοπομπαίου τράγου. Οι εργαζόμενοι εμφανίζονταν ως χειραγωγούμενοι. Εκτός φυσικά απ’ αυτούς που ακολουθούσαν τα κόμματα που είχαν «νικήσει» κατά την 25η Νοέμβρη. Η καθημερινή ζωή υποβιβάζονταν μέχρι θανάτου μέσα στις μισές αλήθειες που παρείχε το μαζοχιστικό ρεπερτόριο των ανθρωπάριων που βαστούσαν τα κατώτερα κρατικά πόστα. Ήθελες να ουρλιάξεις προς το μέρος τους και στην «ελευθερία» που σου έδιναν – να τους βροντοφωνάξεις την ψυχρή απόγνωση του Μαλαρμέ (ΣτΜ: Γάλλος ποιητής του κύκλου των «Καταραμένων») «η σάρκα είναι θλιβερή, αλίμονο, κι εγώ έχω διαβάσει όλα τα βιβλία». Είχαν την παραμικρή επίγνωση του μαρτύριου που προκαλούσαν και της κόλασης μες την οποία βύθιζαν τους ακροατές τους; Τι ήξεραν για τις επιθυμίες που, στις ταραγμένες μέρες που προηγήθηκαν του Νοέμβρη, γεννούσαν τόσο παράδοξη γαλήνη στο μυαλό; Τους είχε πει κανείς πως τα χάπια και το ποτό δεν ήταν παρά καταπιεσμένες μορφές της ταξικής πάλης; Μπορούσαν να συναισθανθούν την αληθινή φτώχεια του προλεταριάτου που στα στόματά τους (όπως και σ’ αυτά των αριστερών τους παρατάξεων) μετατρέπονταν σε κούφια λόγια;

Τούτοι οι καινούριοι ηγεμόνες, μεγάλοι αντιφασίστες όλοι τους, ήταν αποφασισμένοι να καταστρέψουν τόσο τη φαντασία, όσο κι οτιδήποτε θύμιζε πραγματική ζωή. Αυτοί οι ηλίθιοι, με τις ιδέες τους περί «πλουραλισμού», διέθεταν ένα όραμα για το σοσιαλισμό, τόσο ξέπνοο ώστε, όπως το έθεσε κι ο Λούκατς, «χώλαινε σε βαθμό δυσμορφίας». Ηθικολογία και μετριότητα, συναγωνίζονταν μεταξύ τους. Κι όλη αυτή η ασημαντότητα, στ’ όνομα της τάξης, της «εξυγίανσης» και της …παραγωγικότητας.

Αν όμως όλ’ αυτά δεν ικανοποιούσαν τους εργαζόμενους, το ίδιο συνέβαινε και με την ακροδεξιά επίσης. Μέσω της διεθνούς βοήθειας, έβαλε μπροστά μια σειρά εφημερίδων που επιτίθονταν στην αριστερά: Ο Παΐς, Ρούα, Ροσσίου, Ρετορνάντο, Ο Ντία… Το PCP, έχοντας χάσει την κυριαρχική επιρροή του στη Ντιάριο ντε Νοτίσιας (τώρα πια προπαγανδιστικό όργανο ενός εξαιρετικά γλυκανάλατου Σ.Κ.), έβγαλε το δικό του καθημερινό άνοστο φύλλο: την Ο Ντιάριο. Η αριστερά, έχοντας χάσει τη Ρεπούμπλικα λόγω οικονομικών δυσκολιών, εξέδωσε εβδομαδιαία φύλλα, όπως η Γκαζέτα ντα Σεμάνα και η Πάτζινα Ουμ. Η πρώτη εκδίδονταν από ένα πρώην μέλος του MES που είχε παραιτηθεί απ’ την Πέμπτη Κυβέρνηση, χαρακτηρίζοντάς την κρατικο-καπιταλιστική. Η δεύτερη ήταν στα χέρια του PRP.

Το Ράντιο Ρενασένσα επιστράφηκε στην Εκκλησία. Ακόμα κι ο Οτέλο αναρωτήθηκε αν η απόφασή του να στηρίξει τους εργαζόμενους ήταν στρατηγικά σωστή. Η Εκκλησία είχε αποδειχτεί πολύ ισχυρή. Οι Λειτουργίες μεταδίδονταν και πάλι τις Κυριακές, ύστερα από μήνες υποβλητικής σιωπής. Ο μυστικισμός βρίσκονταν παντού σε έξαρση.

Στις 8 Μάρτη, η Ντιάριο Ποπουλάρ (5) έγραφε ότι 1040 άνθρωποι της PIDE είχαν απελευθερωθεί απ’ τις 25 Νοέμβρη και στη φυλακή εξακολουθούσαν να βρίσκονται μόνο 300 απ’ αυτούς. Οι τελευταίοι θ’ απελευθερώνονταν αργότερα. Απ’ όσους αποφυλακίστηκαν, οι 600 ήταν σε κατ’ οίκον περιορισμό. Αυτό δεν τους εμπόδισε να κινούνται ελεύθερα σ’ όλη τη χώρα, παρακολουθώντας συναντήσεις και διεξάγοντας πολιτική προπαγάνδα. Μέχρι τα τέλη Απρίλη του 1976, δεν είχε ολοκληρωθεί ούτε μια υπόθεση εναντίον της PIDE. Το Μάη, δυο χρόνια μετά το πραξικόπημα, «προχωρούσαν» μόνο 108 περιπτώσεις.

Η Ενσωμάτωση της Λαϊκής Εξουσίας.

Το κίνημα των κοπερατίβων δε γεννήθηκε ως μορφή επαναστατικής αμφισβήτησης του καπιταλισμού αλλά σαν μια κρατικο-καπιταλιστική απόπειρα να ελεγχθεί η κρίση και να κατευθυνθεί σε διόδους, στις οποίες θα μπορούσαν να επιβληθούν οι κυρίαρχοι θεσμοί. Οι εργάτες καταλάμβαναν γη, σπίτια, εργοστάσια… Το κράτος έρχονταν έπειτα συνοδευόμενο από υποσχέσεις για «νομιμοποίηση» κάποιων εκ των επιτευγμάτων τους. Οι εργαζόμενοι, με σκοπό να επιβιώσουν, ήταν αναγκασμένοι να δεχτούν τα συγκεκριμένα ενσωματωμένα αποτελέσματα της δικής τους αυτενέργειας.

Γιατί ενδιαφέρονταν η κυβέρνηση για τις βιομηχανικές και αγροτικές κοπερατίβες; Η απάντηση είναι απλή. Θεωρώντας ότι η γη ή τα εργοστάσια ήταν δικά τους, οι εργαζόμενοι θα δούλευαν δυο φορές σκληρότερα απ’ ότι προηγουμένως για τους ιδιώτες-ιδιοκτήτες. Η κυβέρνηση δεν είχε χρήματα για να τα επενδύσει στην ανασυγκρότηση του καπιταλισμού. Βρήκε όμως κάτι άλλο πάνω στ’ οποίο θα επένδυε: την εργατική δύναμη. Μέσω αυτού του τρόπου, η κυβέρνηση εξασφάλισε το στόχο της, την αυξημένη παραγωγικότητα. Ενώ οι εργαζόμενοι δούλευαν στην κατεύθυνση της ενοποίησης τους, οι τεχνοκράτες αλληλοσυγχαίρονταν για την αποφυγή της απόλυτης κατάρρευσης του συστήματος. Πολλοί αγρεργάτες μοχθούσαν 10 και 12 ώρες τη μέρα για ν’ αναδιοργανώσουν τ’ αγροκτήματα. Στις βιομηχανικές επιχειρήσεις, οι εργαζόμενοι παρήγαγαν μεγαλύτερη υπεραξία απ’ ότι μπορούσε να βγάλει απ’ αυτούς ο οποιοσδήποτε μεμονωμένος ιδιοκτήτης. Αυτοδιαχειρίζονταν έτσι την αυτό-εκμετάλλευσή τους.

Είναι φανερό ότι η εθνικοποίηση (ή κρατικοποίηση όπως θα έπρεπε μάλλον να λέγεται) δεν έχει καμιά σχέση με το σοσιαλισμό: αποτελεί απλώς μέσο διασφάλισης της ομαλής λειτουργίας ζωτικών τομέων της οικονομίας, όπως οι μεταφορές, η ενέργεια, η διανομή των πρώτων υλών, καθιστώντας έτσι δυνατά, τόσο τον κρατικό σχεδιασμό, όσο και τη συνολική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Το αν όμως αυτό ωφελεί τους εργαζόμενους ή όχι, εξαρτάται απ’ τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται οι βασικές αποφάσεις (κι από ποιον), σε τελική ανάλυση απ’ το ποιος έχει την εξουσία. Οι ίδιες κυρίαρχες τάξεις που έστεκαν τρομοκρατημένες σχεδόν 60 χρόνια πριν, όταν ο Λένιν κι οι Μπολσεβίκοι τους έδειξαν πώς να πετύχουν μια θεμελιώδη ανασυγκρότηση κι επέκταση του καπιταλισμού, στέκονται και τώρα κατατρομαγμένες μπροστά στους εργαζόμενους που απειλούν το κράτος, θέλοντας να πάρουν τον έλεγχο των πραγμάτων για τους ίδιους και μόνοι τους. Η εθνικοποίηση αποτελεί τη διέξοδο για μια κλασσικού τύπου καπιταλιστική κρίση κι αυτό που προηγουμένως ήταν «αιρετικό», μετατρέπεται αργά (και κάποιες φορές ταχύτερα) σε κυρίαρχη τάση μέσα στη σκέψη της άρχουσας τάξης.

Η Πορτογαλική εμπειρία είναι σύγχρονη από κάθε έννοια. Το ίδιο και το Πορτογαλικό επαναστατικό κίνημα. Σύγχρονο όχι μόνο όσον αφορά τη στάση των εργαζόμενων και τη φύση των αιτημάτων τους αλλά και σε σχέση με την κρατικο-καπιταλιστική αντεπίθεση που προκάλεσαν οι πραχτικές της εργατικής τάξης. Είναι ένα κίνημα που ξεπέρασε τις στείρες αντιπαραθέσεις μεταξύ λενινιστών και αριστερών κομμουνιστών (συμβουλιακών) που μαίνονταν για πάνω από 50 χρόνια. Οι υπερασπιστές της Κομματικής Πρωτοπορίας είναι αναγκασμένοι ν’ απαρνηθούν τον ίδιο τον πυρήνα των πεποιθήσεών τους, δηλώνοντας ότι δεν αποτελούν κόμμα. Οι συμβουλιακές μορφές φετιχοποιούνται και προωθούνται ακόμα κι αν δε διαθέτουν σοσιαλιστικό περιεχόμενο. Και άνθρωποι που αυτοαποκαλούνται υλιστές (ακόμα και ιστορικοί ή διαλεχτικοί υλιστές) αρνούνται ν’ αντικρίσουν την υλική πραγματικότητα που ορθώνεται μπροστά στα μάτια τους. (6)

Η Πορτογαλική εμπειρία μεταξύ 1974 και 1976 φανερώνει πως η επαναστατική δραστηριότητα δεν αναπτύσσεται ως αποτέλεσμα στρατηγικών, επινοημένων από αναλυτές συστημάτων ή αστούς σχεδιαστές, οι οποίοι μασκαρεύονται σαν επαναστάτες στρατηγοί τύπου Οτέλο ή Κόστα Γκόμεζ. Γεννιέται στην πορεία του ίδιου του αγώνα και οι πιο προωθημένες μορφές της εκφράζονται απ’ αυτούς για τους οποίους ο αγώνας αποτελεί αναγκαστική επιλογή.

Εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι μπήκαν στον αγώνα. Ο εχθρός όμως εμφανίζονταν διαρκώς μπροστά τους με απροσδόκητη μορφή: αυτή των ίδιων τους των οργανώσεων. Κάθε φορά που δημιουργούσαν μια οργάνωση, την έβλεπαν να χειραγωγείται απ’ τις αποκαλούμενες πρωτοπορίες των ηγετών που δεν ανήκαν στην τάξη τους και που κατανοούσαν ελάχιστα απ’ τα πράγματα για τα οποία αυτοί αγωνίζονταν. Ακόμα κι οι οργανώσεις που υποκρίνονταν ότι ασκούσαν κριτική στον κρατικο καπιταλισμό, το έκαναν εξ’ αιτίας της αδυναμίας τους. Ήταν αναγκασμένες να υποστηρίζουν προς το παρόν τις οργανώσεις βάσης. Δεν ήταν λιγότερο λενινιστικές ώστε να κριτικάρουν τον κρατικό καπιταλισμό, επειδή οι καταγγελίες τους περιορίζονταν μόνο εναντίον συγκεκριμένων κύκλων των γραφειοκρατών, χωρίς να κριτικάρουν το ίδιο το σύστημα. Οι επαναστάτες –σε μαζική κλίμακα- βρέθηκαν ν’ αποτελούν μέρος του προβλήματος κι όχι της λύσης. Πάνω σ’ αυτό, η Πορτογαλική εμπειρία ίσως αποδειχτεί προαπεικόνιση των επαναστάσεων που έρχονται. Τα διδάγματα πρέπει να μελετηθούν όσο υπάρχει ακόμα καιρός. Η άλλη διέξοδος είναι ξεκάθαρη. Τέθηκε με δυο κουβέντες, πολλά χρόνια πριν: «η απελευθέρωση των εργατών θα είναι έργο των ίδιων».     












ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1: ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ MFA

Λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι μετά από 13 χρόνια αγώνα στις υπερπόντιες επαρχίες, το πολιτικό σύστημα δεν έχει κατορθώσει να καθορίσει, συγκεκριμένα και αντικειμενικά, πολιτικές που θα οδηγήσουν στην ειρήνη ολόκληρο τον Πορτογαλικό λαό, ανεξάρτητα από φυλές και πεποιθήσεις

Λαμβάνοντας υπόψη ότι τέτοιου είδους πολιτικές μπορούν να καθοριστούν μόνο μέσα από την «εκκαθάριση» όλων των πολιτικών μας θεσμών, με τρόπο δημοκρατικό, και μέσω της απόδοσής τους στους πραγματικούς εκπροσώπους του Πορτογαλικού λαού

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η εγκαθίδρυση ενός τέτοιου συστήματος πρέπει να επιτευχθεί χωρίς αναταράξεις που μπορεί να επηρεάσουν την ειρήνη, την πρόοδο και την ευημερία του Έθνους

Το MFA, απόλυτα πεπεισμένο ότι απηχεί ορθά τις ελπίδες του Πορτογαλικού λαού κι ότι οι ενέργειές του δικαιώνονται στ’ όνομα της σωτηρίας της χώρας, και χρησιμοποιώντας τη δύναμη που του εμπιστεύτηκε το έθνος με τη μορφή των στρατιωτών του, διακηρύσσει και υπόσχεται να εγγυηθεί τη λήψη των κάτωθι μέτρων, τα οποία κρίθηκαν αναγκαία για την επίλυση της μεγάλης εθνικής κρίσης που αντιμετωπίζει η Πορτογαλία:

ΑΜΕΣΑ ΜΕΤΡΑ:

1. Η πολιτική εξουσία θα ασκείται από την Επιτροπή (Junda) Εθνικής Σωτηρίας μέχρι το σχηματισμό, στο άμεσο μέλλον, μιας πολιτικής Προσωρινής Κυβέρνησης. Η επιλογή Προέδρου και Αντιπροέδρου θα γίνει από την Επιτροπή.

2. Η Επιτροπή Εθνικής Σωτηρίας θα αποφασίσει:
α) Την άμεση απομάκρυνση του Προέδρου και της παρούσας Κυβέρνησης, τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης και του Συμβουλίου του Κράτους, με τα μέτρα αυτά να συνοδεύονται από τη δημόσια σύγκληση, εντός 12 μηνών, Εθνικής Συντακτικής Συνέλευσης, εκλεγμένης από άμεση, μυστική και καθολική ψηφοφορία, σύμφωνα με τον εκλογικό κανονισμό που θα επεξεργαστεί η μελλοντική Προσωρινή Κυβέρνηση.
β) Την απομάκρυνση όλων των πολιτικών Διοικητών στα ηπειρωτικά εδάφη, των Διοικητών των αυτόνομων περιοχών στις προσκείμενες νήσους και των Γενικών Διοικητών των Υπερπόντιων Επαρχιών, όπως επίσης και την άμεση διάλυση του ΑΝΡ
i) τα καθήκοντα των Γενικών Διοικητών των Υπερπόντιων Επαρχιών θα αναληφθούν άμεσα από τους αντίστοιχους Γενικούς Γραμματείς, οι οποίοι θα εκπροσωπούν την Κυβέρνηση μέχρι το διορισμό νέων Γενικών Διοικητών από την Προσωρινή Κυβέρνηση
ii) οι υφιστάμενες υποθέσεις των πολιτικών Διοικητών θα εξετάζονται από τους πλησιέστερους θεσμικά, νόμιμους λειτουργούς, μέχρι να διοριστούν νέοι Διοικητές από την Προσωρινή Κυβέρνηση
γ) Την άμεση διάλυση της DGS, της Πορτογαλικής Λεγεώνας και των πολιτικών οργανώσεων της νεολαίας. Στις Υπερπόντιες Επαρχίες, η DGS θα αναδομηθεί και θα εκκαθαριστεί, αποκτώντας την οργάνωση μιας «Αστυνομίας Στρατιωτικών Πληροφοριών», για όσο καιρό απαιτηθεί από τις εκεί στρατιωτικές επιχειρήσεις.
δ) Ότι οι ένοχοι για εγκλήματα εναντίον της έννομης πολιτικής τάξης  θα παραδίδονται στις Ένοπλες Δυνάμεις, για όσο διαρκεί η περίοδος της οποίας την εποπτεία έχει η Επιτροπή (Junta), όσον αφορά την ανακριτική διαδικασία, όπως και την άσκηση δίωξης και τη διεξαγωγή της δίκης.
ε) Μέτρα που επιτρέπουν την άσκηση εποπτείας και αυστηρού ελέγχου του συνόλου των οικονομικών και χρηματοπιστωτικών συναλλαγών με τρίτες χώρες.
στ΄) Άμεση αμνηστία για όλους τους πολιτικούς κρατούμενους, με την εξαίρεση όσων κρίθηκαν ένοχοι για εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου (οι οποίοι παραδίδονται στην κρίση των τακτικών δικαστηρίων), όπως και αποκατάσταση κατ’ απαίτηση όσων απολύθηκαν απ’ το δημόσιο τομέα για πολιτικούς λόγους.
ζ) Την κατάργηση της λογοκρισίας και της εκ των προτέρων εξέτασης (όλων των κειμένων που πρόκειται να δημοσιευτούν)   
i) Αναγνωρίζοντας την αναγκαιότητα της διαφύλαξης των απορρήτων στρατιωτικής φύσης και την αποφυγή της πρόκλησης ανησυχίας στην κοινή γνώμη που πηγάζει από την ιδεολογική επίθεση των πλέον αντιδραστικών μέσων ενημέρωσης, θα συσταθεί μια Επιτροπή επ’ αυτού για τον έλεγχο των εφημερίδων, του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης, του θεάτρου και του κινηματογράφου. Αυτή θα είναι προσωρινή και άμεσα υπόλογη στην Επιτροπή (Junda). Θα διατηρήσει τις λειτουργίες της μέχρι τη δημοσίευση των νέων νόμων από την μελλοντική Προσωρινή Κυβέρνηση που θα διέπουν τον τύπο, τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, το θέατρο και τον κινηματογράφο.
η) Μέτρα για την αναδιοργάνωση και την εκκαθάριση των Ενόπλων Δυνάμεων και των παραστρατιωτικών μονάδων (GNR, ΜΑΤ κτλ).
θ) Ο μεθοριακός έλεγχος θα ανατεθεί στις Ένοπλες Δυνάμεις μέχρι να συσταθεί ειδικό σώμα για τον σκοπό αυτό.
ι) Μέτρα για την αποτελεσματική πάταξη της διαφθοράς και της κερδοσκοπίας.

ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΑ ΜΕΤΡΑ

1. Εντός χρονικού διαστήματος που δεν θα υπερβαίνει τις 3 εβδομάδες, από τη στιγμή της ανάληψης της εξουσίας από την Επιτροπή (Junda), αυτή (η Επιτροπή) θα επιλέξει εκ των έσω πρόσωπο που θα ασκήσει καθήκοντα Προέδρου της Δημοκρατίας, του οποίου οι εξουσίες θα είναι σχετικές με τις αντίστοιχες που ορίζονται από το υπάρχον Σύνταγμα.
i) Άλλα μέλη της Επιτροπής (Junta) θα αναλάβουν τα καθήκοντα του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων, του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού και του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας. Αυτοί θα αποτελούν και μέλη του Συμβουλίου του Κράτους.
2. Μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα ορίσει πολιτική προσωρινή Κυβέρνηση. Αυτή θα αποτελείται από προσωπικότητες που εκπροσωπούν τις οργανώσεις και τις πολιτικές τάσεις και από ανεξάρτητες προσωπικότητες που ταυτίζονται με το παρόν πρόγραμμα.
3. Κατά την «εξαιρετική περίοδο» της Προσωρινής Κυβέρνησης, η οποία επιβάλλεται από την ιστορική αναγκαιότητα του πολιτικού μετασχηματισμού, η Επιτροπή (Junda) θα διατηρηθεί στην εξουσία για να διασφαλίσει την υλοποίηση των όσων εξαγγέλλονται.
α) Η «εξαιρετική περίοδος» θα διαρκέσει μέχρι την ανακήρυξη της νέας πολιτικής συνταγματικής διακήρυξης, της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, καθώς και της Νομοθετικής Συνέλευσης.
4. Η Προσωρινή Κυβέρνηση θα διοικεί μέσω διαταγμάτων που συμμορφώνονται αυστηρά με το πνεύμα της παρούσας διακήρυξης.
5. Η Προσωρινή Κυβέρνηση, αντιλαμβανόμενη ότι οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις μπορούν να υλοποιηθούν μόνο εντός των ορίων της δικαιοδοσίας της μελλοντικής Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης, θα προωθήσει άμεσα:
α) Μέτρα που εγγυώνται την επίσημη άσκηση των καθηκόντων της Κυβέρνησης, καθώς και την αξιολόγηση και εφαρμογή των προπαρασκευαστικών μέσων ενός βασικού, οικονομικού, κοινωνικού και πολιτιστικού χαρακτήρα που είναι σε θέση να εγγυηθεί την αποτελεσματική μελλοντική άσκηση της πολιτικής ελευθερίας του συνόλου των πολιτών.
β) Την ελευθερία των συναθροίσεων και της σύναψης ενώσεων. Σε εφαρμογή της συγκεκριμένης αρχής, θα επιτρέπεται ο σχηματισμός των «πολιτικών ενώσεων», όπως και των εμβρύων των μελλοντικών πολιτικών παρατάξεων. Οι συνδικαλιστικές ελευθερίες θα εξασφαλιστούν σύμφωνα με ένα ειδικό νομοθετικό πλαίσιο που θα ρυθμίζει τη λειτουργία τους.
γ) Την ελευθερία της έκφρασης και της σκέψης σε κάθε μορφή.
δ) Τη θέσπιση του καινούριου νομοθετικού πλαισίου που θα αφορά τον τύπο, το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, το θέατρο και τον κινηματογράφο.
ε) Μέτρα και διευθετήσεις για τη διασφάλιση και την αναβάθμιση, εντός βραχέως χρονικού διαστήματος, της ανεξαρτησίας και της αξιοπρέπειας της Δικαιοσύνης.
i) την κατάργηση των «ειδικών δικαστηρίων» και την αποκατάσταση της αξιοπρέπειας της δικαστικής διαδικασίας, σε όλα της τα στάδια.
ii) Τα εγκλήματα που θα διαπράττονται εναντίον του Κράτους στο νέο καθεστώς, θα διευθετούνται από το δικαστικό σώμα. Θα δικάζονται σε τακτικά δικαστήρια με όλες τις παρεχόμενες εγγυήσεις στο υπερασπιστικό έργο. Οι ανακρίσεις θα διεξάγονται από την Δικαστική Αστυνομία.
6. Η Προσωρινή Κυβέρνηση θα θέσει τις βάσεις:
α) Μιας νέας πολιτικής οικονομίας στην υπηρεσία του Πορτογαλικού λαού και ειδικότερα, εκείνων των τμημάτων του πληθυσμού που είναι και τα πλέον αδικημένα. Θα έχει ως άμεση προϋπόθεση την καταπολέμηση του πληθωρισμού και της υπερβολικής αύξησης του κόστους διαβίωσης. Αυτό σημαίνει υποχρεωτικά την υιοθέτηση μιας αντιμονοπωλιακής στρατηγικής.
β) Μιας νέας κοινωνικής πολιτικής που θα έχει, σε όλους τους τομείς, ως βασικό στόχο την υπεράσπιση της εργατικής τάξης, όπως και την ταχεία και προοδευτική βελτίωση της ποιότητας ζωής όλων των Πορτογάλων.
7. Η Προσωρινή Κυβέρνηση χαρακτηρίζεται, όσον αφορά τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, από την υιοθέτηση των αρχών της ανεξαρτησίας και της ισότητας μεταξύ των κρατών, της μη ανάμιξης στις εσωτερικές υποθέσεις τρίτων χωρών και την υπεράσπιση της ειρήνης. Θα τροποποιήσει και διευρύνει τις διεθνείς σχέσεις της στη βάση της φιλίας και της συνεργασίας.
α) Η Προσωρινή Κυβέρνηση θα σεβαστεί τις ήδη υφιστάμενες διεθνείς συμφωνίες.
8. Η εξωτερική πολιτική της Προσωρινής Κυβέρνησης θα ασκείται με βάση την παραδοχή ότι ο ορισμός της ανήκει στο Έθνος. Θα κατευθύνεται από τις ακόλουθες αρχές:
α) Αναγνώριση του γεγονότος ότι η λύση στους πολέμους των υπερπόντιων εδαφών είναι πολιτική και όχι στρατιωτική.
β) Τη δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών για ένα έντιμο και ανοιχτό διάλογο, σε εθνικό επίπεδο, πάνω στο πρόβλημα των υπερπόντιων εδαφών.
γ) Την αναγκαιότητα για την άσκηση μιας εξωτερικής πολιτικής που θα οδηγήσει στην ειρήνη.

ΤΕΛΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

1. Με την εκλογή Νομοθετικής Συνέλευσης και νέου Προέδρου της Δημοκρατίας από το Έθνος, η Επιτροπή (Junta) Εθνικής Σωτηρίας θα διαλυθεί και η δράση των Ενόπλων Δυνάμεων θα περιοριστεί στο διακριτό καθήκον της υπεράσπισης της εθνικής κυριαρχίας.
2. Το MFA, πεπεισμένο ότι οι αρχές και οι σκοποί που διακηρύχτηκαν διά του παρόντος, αποτελούν υπόσχεση προς το έθνος, ζητάει απ’ όλους τους Πορτογάλους να συμμετάσχουν ειλικρινά, ρητά και αποφασιστικά στο δημόσιο βίο. Τους ζητάει να διασφαλίσουν με το έργο τους και την ειρηνική στάση τους, ανεξαρτήτως της κοινωνικής τους θέσης, τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εφαρμογή των πολιτικών που περιγράφηκαν. Αυτές θα βοηθήσουν να λύσουμε τα σημαντικά εθνικά μας προβλήματα, οδηγώντας στην ομόνοια, την πρόοδο και την κοινωνική δικαιοσύνη. Αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για την κάθαρση του δημοσίου βίου μας και την εξασφάλιση της θέσης που αρμόζει στην Πορτογαλία, ανάμεσα στα υπόλοιπα έθνη.

                                Αντόνιο ντε Σπίνολα, Πρόεδρος της Επιτροπής (Junda) Εθνικής Σωτηρίας.
                                                        
                                                                                                         (Α Καπιτάλ, 26 Απρίλη 1974)    

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2: ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ

Τα προσυπογράφοντα σωματεία λαμβάνουν υπόψη τους τη διακήρυξη που εκδόθηκε σήμερα απ’ το MFA, αναγγέλλοντας το τέλος του φασιστικού καθεστώτος. Ταυτίζαμε πάντοτε το καθεστώς εκείνο με τις μονοπωλιακές οικονομικές δυνάμεις που μέχρι τώρα, μονάχα άθλιες συνθήκες γεννούσαν για μας. Θεωρούμε ότι:

- Ήταν ο αγώνας των εργατών για πάνω από 30 χρόνια, ένας αγώνας ασίγαστος που πολλές φορές καταπνίγηκε βάναυσα, εκείνος που γέννησε τις συνθήκες για την επιτυχία του MFA.
- H πλέρια οικονομική και πολιτική απελευθέρωση της εργατικής τάξης μπορεί να επιτευχθεί μονάχα με την άμεση συμμετοχή του κινήματος της εργατικής τάξης στη διαδικασία που ήδη  ξεκίνησε.
- Πρέπει να καλεστεί μια γενική συνάντηση των συνδικάτων χωρίς καμιά χρονοτριβή, για να συζητήσει το μέλλον της χώρας.

Οι εργαζόμενοι σ’ όλους τους τομείς απαιτούν:
  1. Ν’ ανακηρυχτεί η Πρωτομαγιά, εθνική γιορτή.
  2. Απόλυτη ελευθερία για τη συνδικαλιστική δραστηριότητα.
  3. Σεβασμό των ατομικών ελευθεριών.
  4. Να μπει τέλος στη φτώχεια.
  5. Άμεσες μισθολογικές αυξήσεις και θέσπιση εθνικού κατώτατου εγγυημένου μισθού.
  6. Μείωση της εργάσιμης βδομάδας στις 40 ώρες και στις 5 μέρες.
  7. Επαναπρόσληψη όλων των εργαζόμενων που απολύθηκαν για συνδικαλιστική δράση.
  8. Ελευθερία συνάθροισης και οργάνωσης.
  9. Ελευθεροτυπία.
10. Διοίκηση των Δημόσιων Υπηρεσιών αποκλειστικά απ’ τους εργαζόμενους.
11. Σύνδεση με τις διεθνείς συνδικαλιστικές οργανώσεις.
12. Δικαίωμα στην απεργία.
13. Την πλήρη διάλυση των PIDE/DGS και την προσαγωγή των μελών τους στη δικαιοσύνη.
14. Άμεση απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων.

                                                                                       (Ντιάριο ντε Λισμπόα, 27 Απρίλη 1974)   
 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3: ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΟΥ MRPP ΓΙΑ ΤΗΝ 25Η ΑΠΡΙΛΗ

Το MRPP έβγαλε δύο ανακοινώσεις, στις 26 και 27 Απρίλη. Η θέση του συνοψίζεται καλύτερα στο τεύχος 29 του «Ο Τέμπο ε ο Μόντο».

Κάθε ερμηνεία των συγκεκριμένων πολιτικών γεγονότων πρέπει να πηγάζει από μια πλήρη ανάλυση της ανάπτυξης της ταξικής πάλης στην Πορτογαλία. Οι πολιτικές αλλαγές αποτελούν την έκβαση μιας πάλης, σ’ όλα τα επίπεδα, μεταξύ των δυο βασικών τάξεων: της μπουρζουαζίας και του προλεταριάτου.

1. Η βαθιά κρίση μέσα στην οποία η μπουρζουαζία διεξάγει τις συζητήσεις της.

Το πραξικόπημα αυτό είναι αποτέλεσμα του χάσματος των απόψεων στις τάξεις της μπουρζουαζίας σχετικά με το μέλλον της Πορτογαλίας... Οι αιτίες της κρίσης πρέπει ν’ αναζητηθούν στην ανάπτυξη των επαναστατικών αγώνων του Πορτογαλέζικου λαού και των λαών στις αποικίες, μέσα δηλαδή α) στον αγώνα των εργατών της Πορτογαλίας, και β) στον αγώνα και τις νίκες στις αποικίες...

2. Απ’ την Κρίση στο Πραξικόπημα.
 
Μπροστά σ’ αυτήν την κρίση, η μπουρζουαζία διχάστηκε. Πως θα δυνάμωναν το αστικό κράτος (την μπουρζουάδικη διχτατορία) με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για να εκμεταλλεύονται τον Πορτογαλέζικο λαό, όπως επίσης και τους αποικιοκρατούμενους;

...Ο φιλελεύθερος δρόμος της ισχυροποίησης της μπουρζουάδικης διχτατορίας αντιτίθονταν ξεκάθαρα στον παλιό δεσποτικό φασιστικό τρόπο. Κι οι δυο τους είχαν πάντως, έναν και μοναδικό σκοπό: το σταμάτημα και την παρεμπόδιση της ανάπτυξης της ταξικής πάλης.

Η ανικανότητα του φασισμού να επιλύσει τα «μεγάλα προβλήματα» που αντιμετώπιζε η μπουρζουαζία, οδήγησε στη διάλυση και τελικά στον αφανισμό της Καετανικής λύσης. Η φιλελεύθερη διέξοδος ήταν η υποστήριξη του «Κομμουνιστικού» Κόμματος... του οποίου το ρεβιζιονιστικό πρόγραμμα εκφράζει τα συμφέροντα της μπουρζουαζίας έναντι των μαζών και εγγυάται φρέσκους εκπρόσωπους για το σταμάτημα των μαζικών αγώνων. Τα γεγονότα έχουν να κάνουν με την επιτυχία (έστω και βραχυπρόθεσμα) ενός πραξικοπήματος που αντικατέστησε τη φασιστική μπουρζουάδικη διχτατορία με τη φιλελεύθερη μορφή της. Αυτό ακριβώς συνέβηκε την 25η Απρίλη.

3. Οι πολιτικές δυνάμεις που εμπλέκονται στην 25η Απρίλη κι ο ταξικός χαρακτήρας του πραξικοπήματος.

Τ’ ότι το πραξικόπημα έγινε απ’ την μπουρζουαζία είναι ολοφάνερο. Αυτό φάνηκε απ’ το πρόγραμμα (του MFA), απ’ τον τρόπο με τον οποίο έγινε το πραξικόπημα, απ’ το ποιοι το διεξήγαγαν κι απ’ το ποιες πολιτικές δυνάμεις και τάξεις το υποστήριξαν...

...Απ’ το ξεκίνημα, οι Ένοπλες Δυνάμεις κάλεσαν το λαό να παραμείνει στα σπίτια του. Μια τέτοια έκκληση, που έγινε δήθεν για λόγους ασφάλειας, αποτελούσε ξεκάθαρα προσπάθεια για την παρεμπόδιση των μαζών να παρέμβουν με οποιοδήποτε τρόπο από μόνες τους. Απ’ το ξεκίνημα, η μπουρζουαζία κάλεσε τις μάζες να μην περάσουν το όριο  της αστικής νομιμότητας που η ίδια είχε ορίσει. Το μέλλον θα γίνονταν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην απομόνωση των υπουργικών συνεδριάσεων. Ο λαός όμως δεν έμεινε στα σπίτια του. Βγήκε στους δρόμους κι απαίτησε λαϊκή δικαιοσύνη. Το MFA κάλεσε τους ρεβιζιονιστές πράχτορές του να ενεργήσουν ως «φρουροί της τάξης». Αυτό συνέβηκε στην επίθεση εναντίον των γραφείων της PIDE, στα γεγονότα της φυλακής της Κασίας, σε δεκάδες λαϊκών διαδηλώσεων, στις καταλήψεις σπιτιών απ’ τους κατοίκους των παραγκουπόλεων...

...Απ’ το ξεκίνημα ακόμα, το «Κομμουνιστικό» και το «Σοσιαλιστικό» Κόμμα υποστήριξαν το πραξικόπημα των αξιωματικών. Πλάι πλάι με φιλελεύθερα και καθολικά στοιχεία, έδωσαν στη Στρατιωτική Επιτροπή τη στήριξή τους. Από τέτοιες ομάδες ήταν που κατευθύνθηκε και δυνάμωσε κι η στήριξη απ’ την πλευρά των μαζών. Η υποστήριξη τέτοιων αστικών πολιτικών οργανώσεων κι η συμμετοχή τους στον κρατικό μηχανισμό, αποτέλεσε τον πρώτο απ’ τους σκοπούς της Στρατιωτικής Επιτροπής. Μ’ αυτή τη συμμετοχή της μπουρζουαζίας έγινε δυνατή η δημιουργία και το στέριωμα ενός «μεγάλου μπουρζουάδικου μετώπου», που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί κατόπιν ενάντια στον εργαζόμενο λαό και τους λαούς των αποικιών.

Το «Κομμουνιστικό» Κόμμα όμως δεν αποτελεί το πρωτοπόρο κόμμα της εργατικής τάξης. Είναι όργανο της αστικής τάξης για την κυριαρχία της πάνω στον εργαζόμενο λαό. Δεν εκπροσωπεί την εργατική τάξη. Σκοπός του είναι να σταματήσει και να κατευθύνει τους αγώνες της εργατικής τάξης προς τις αστικές μεταρρυθμίσεις και να τους απομακρύνει απ’ την επανάσταση. (1)

(1) Οι Πορτογάλοι Μαοϊκοί κι ειδικότερα το MRPP, βρίσκονται μονίμως σε κατάσταση σύγχυσης ως προς τον πραγματικό ρόλο των (επίσημων) κομμουνιστικών κομμάτων. Δεν είναι «πράχτορες της μπουρζουαζίας» αλλά οι «μαίες» του κρατικού καπιταλισμού. Οι Μαοϊκοί επίσης, παρά το βερμπαλιστικό ριζοσπαστισμό τους, παίζουν ακριβώς τον ίδιο ρόλο.  


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 4: ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΟΥ PRP

To Κίνημα Ενόπλων Δυνάμεων είναι κίνημα που οργανώθηκε «για την αποκατάσταση των πολιτικών ελευθεριών» και για τον «καθορισμό μιας εξωτερικής πολιτικής που θα συμβάλλει στην ειρήνη μέσα στον Πορτογαλικού λαό, πέρα από φυλές και πεποιθήσεις». Όμως αυτές οι «πολιτικές ελευθερίες» δεν αρκούν για να λύσουν τα προβλήματα των Πορτογάλων εργαζόμενων. Όσο υπάρχουν αστοί κι όσο υπάρχουν αφεντικά, οι εργάτες θα γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης στη δουλειά, μεγαλώνοντας μέρα με τη μέρα τα κέρδη και τη συσσώρευση πλούτου των άλλων. Όπως επίσης, και πέρα απ’ την ελευθερία του να γράφεις στις εφημερίδες και του να μιλάς στους δρόμους, υπάρχει κι η ελευθερία της συνέχισης της εκμετάλλευσης.

Η μπουρζουαζία βρίσκεται ακόμα στην εξουσία. Ο λαός κατέβηκε στο δρόμο σήμερα και δικαίως ήταν ενθουσιασμένος που μπορούσε να φωνάξει και να μιλήσει ελεύθερα, χωρίς να χτυπιέται απ’ την αστυνομία. Ο λαός είναι χαρούμενος επειδή η Στρατιωτική Επιτροπή (Επιτροπή Εθνικής Σωτηρίας) εκφράζεται εναντίον της καταπίεσης που ο λαός έπρεπε να υπομένει για πολλά χρόνια. Ο λαός όμως θα πρέπει να καταλάβει ότι η εκμετάλλευση συνεχίζεται, ότι η μπουρζουαζία είναι ακόμα στην εξουσία κι ότι οι εργάτες δεν έχουν τίποτα να κερδίσουν απ’ την επανάσταση ή το νέο καθεστώς.

Τι είδους λύση μπορούμε να περιμένουμε απ’ τη στρατιωτική Χούντα; Αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία είναι οι «ήρωες» των αποικιακών πολέμων. Μπόρεσαν να κάνουν τις βαναυσότερες πράξεις εναντίον των λαών στις αποικίες. Γιατί τότε δεν ίσχυαν τα λεγόμενα περί «Πορτογαλικού λαού, πέρα από φυλές και πεποιθήσεις»;

Το προλεταριάτο, βυθισμένο στη φτώχεια και την εκμετάλλευση, έχει τώρα την ευκαιρία να βρει τις σωστές λύσεις για την υπεράσπιση των συμφερόντων του. Οι σοσιαλδημοκράτες, υποστηρίζοντας ανοιχτά το στρατιωτικό πραξικόπημα –και καλώντας τους πολίτες να παραμείνουν ήρεμοι και συνεργάσιμοι- δείχνουν ξεκάθαρα με ποια πλευρά τάσσονται. Οι επαναστάτες εργάτες έχουν την ευκαιρία ν’ απαντήσουν σ’ αυτόν τον οπορτουνισμό με την κατάλληλη μορφή αγώνα και οργάνωσης...

Δίχως προκλήσεις, δίχως επιπλέον στήριξη προς το πραξικόπημα, δίχως μεμονωμένες πράξεις που μπορούν να προκαλέσουν σύγχυση και να ωφελήσουν μονάχα την μπουρζουαζία, και χωρίς ενέργειες που θα υποστηρίζουν το πραξικόπημα, αποτελώντας κουκούλωμα των υπαρκτών και πραγματικών προβλημάτων – οι εργάτες πρέπει να οργανωθούν σ’ Επιτροπές, σ’ εργοστάσια κι επιχειρήσεις, να κουβεντιάσουν την πολιτική κατάσταση και να ετοιμάσουν τα αιτήματά τους.

Οι επιτροπές αυτές θα πρέπει να ενωθούν με άλλες που ήδη έχουν φτιαχτεί, αποκτώντας την αναγκαία δύναμη και το συντονισμό για τη δημιουργία της Αυτόνομης Οργάνωσης του Προλεταριάτου.

Μονάχα οι οργανώσεις των εργατών μπορούν να καταλάβουν την εξουσία για λογαριασμό των ίδιων. Δεν μπορούν να περιμένουν κάποιο θαύμα. Η μοίρα των εργατών θ’ αλλάξει μονάχα όταν αποφασίσουν οι ίδιοι να την αλλάξουν

-Την Πρωτομαγιά, ας καταλάβουμε τους δρόμους.
- Κάτω η αποικιοκρατία κι η νεο-αποικιοκρατία.
- Κάτω ο καπιταλισμός κι ο ιμπεριαλισμός.
- Για την επαναστατική οργάνωση του προλεταριάτου.
- Για τη σοσιαλιστική επανάσταση.

Επαναστατικό Προλεταριακό Κόμμα

25 Απρίλη 1975 (προκήρυξη)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 5: ΤΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΤΟΥ MAHR

Στη διάρκεια του εορτασμού της Πρωτομαγιάς στο Πόρτο, εμφανίστηκε το πρώτο πανό που απαιτούσε «Ελευθερία για τους Ομοφυλόφιλους». Αυτό φανερώνει ότι το Απελευθερωτικό Κίνημα των Ομοφυλόφιλων, τ’ οποίο καταπνίγονταν στο μισό αιώνα φασισμού, ταυτίζεται με το κοινωνικο-πολιτικό κίνημα που εγκαινίασαν οι Ένοπλες Δυνάμεις.

Η κατάσταση πολέμου στην οποία βρίσκονταν κι εξακολουθεί να βρίσκεται η χώρα, έχει προκαλέσει μια σημαντική αύξηση της ομοφυλοφιλίας (και στα δύο φύλα), μέσα στις ένοπλες δυνάμεις, στο προλεταριάτο, ανάμεσα στους άνεργους, στις «κλειστές κοινωνίες» που γνωρίζουν μεγάλη σεξουαλική καταπίεση (κολλέγια, σχολεία, θρησκευτικές σχολές, στρατόπεδα κτλ). Η ομοφυλοφιλική πρακτική αποτελεί μια τάση αντικειμενικά ισχυρή καθώς και μια αμετάκλητη πραγματικότητα.

Αν η παρακμή της μπουρζουαζίας προέρχεται απ’ την αποσύνθεση της σεξουαλικής τάξης, τότε η ταξική πάλη ωθεί τους ομοφυλόφιλους ν’ αποτελέσουν δύναμη που στρέφεται ενάντια στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων (κοινωνική και σεξουαλική). Πλάι στα πολιτικά κινήματα που πολεμούν την καταπίεση, στέκονται και τα σεξουαλικά κινήματα που κάνουν το ίδιο.

Η ομοφυλοφιλία διαχωρίζεται απ’ το θεσμό της οικογένειας (την οποία ο Μαρξ θεωρούσε ως τη θεμελιώδη βάση του καπιταλιστικού συστήματος). Μέσα στην πρακτική της, απελευθερώνει κάθε σεξουαλική επιθυμία.

Στη διάρκεια του φασιστικού καθεστώτος, οι ομοφυλόφιλοι υπήρξαν θύματα ενός κοινωνικού διωγμού που τους ανάγκαζε να κρύβονται μέσα σε μικρές κοινότητες. Το πρόβλημα της ομοφυλοφιλίας αντιμετωπίζεται ως το σημαντικότερο απ’ την πλευρά εκείνων που βρίσκονται στους κόλπους της μπουρζουαζίας. Η ομοφυλοφιλία αποτελεί τη διαλυτικότερη δύναμη για την αστική ηθική. Είμαστε θύματα της δεσποτικότερης καταπίεσης, νομικά και κοινωνικά. Οι Πορτογάλοι ομοφυλόφιλοι πρέπει ν’ απαιτήσουν τα πάντα, ξεκινώντας απ’ το αίτημά της ενσωμάτωσής τους ως πολίτες και τη δυνατότητα της συμμετοχής στο επαναστατικό πολιτικό κίνημα.

 Το MAHR αποτελείται από 1.000 και πλέον ακτιβιστές σε Πόρτο και Λισαβόνα. Σ’ αυτό το σημείο προτείνουμε τρία βιβλία που οι ομοφυλόφιλοι θα πρέπει να διαβάσουν: το «Saint Genet» του Ζ. Π. Σαρτρ, το «Ομοφυλόφιλη Επιθυμία» του Guy Hosquenghem και το «Rapport contre la normalite», της σπουδαιότερης ανθολογίας των αιτημάτων των νέων επαναστατών εργατών και των διανοουμένων.

Δεδομένου του ότι αυτό είναι το πρώτο μανιφέστο του MAHR, επιλέγουμε να παραμείνουμε ανώνυμοι μέχρι να μας αναγνωριστεί το ελάχιστο των δικαιωμάτων μας: η ενσωμάτωσή μας στην κοινωνία.

Ζήτω η Ομοφυλοφιλία – Ζήτω η Επανάσταση

(Ντιάριο ντε Λισμπόα, 3 Μάη 1974)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 6: ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΟΥ MES

Μετά απ’ όλους αυτούς τους ελιγμούς που απέτρεψαν την προοπτική της προσαγωγής στη δικαιοσύνη των Καετάνο και Τομάς με τον τρόπο που τους αρμόζει, επιτρέποντάς τους:

- να διαφύγουν στη Βραζιλία
- να εγκατασταθούν εκεί μέσα στη χλιδή, τρώγοντας και πίνοντας σε βάρος των Πορτογάλων  
 εργατών
-να επιδίδονται από κει σε αντεπαναστατική αγκιτάτσια,

η Προσωρινή Κυβέρνηση, που δεν μπορεί «να νίψει τας χείρας της» γι’ αυτή την υπόθεση, φαίνεται να προετοιμάζει ένα ακόμα μέτρο ενάντια στην εργατική τάξη: το πάγωμα των μισθών. Αυτό, συνδυαζόμενο με το πάγωμα των τιμών, θωρούν πως αποτελεί άμεσο μέσο για την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Έτσι:

- η παλιά φασιστική θέση ότι μισθοί και τιμές αποτελούν δυο παράγοντες ίσης σημασίας για την άνοδο του πληθωρισμού, εξακολουθεί να γίνεται αποδεκτή από τη νέα κυβέρνηση
- η Προσωρινή Κυβέρνηση ξεχνάει ότι κάθε αύξηση της αγοραστικής δύναμης ακυρώνεται απόλυτα  απ’ την κατακόρυφη άνοδο του κόστους διαβίωσης (και των κερδών του κεφαλαίου).

Η «ανάπαυλα για τη μελέτη και την ανάλυση της οικονομικής κατάστασης» αποτελεί απλά μια πρόφαση για τη μπουρζουαζία ώστε να παραλύσει το μεγάλο κίνημα των μαζών, που σε πολλούς τομείς είχε αναπτυχθεί αυτόνομα πριν την 25η Απρίλη.

Οι Πορτογάλοι εργαζόμενοι δεν μπορούν να συμφωνήσουν με την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Το πάγωμα των μισθών, ακόμα κι αν είναι προσωρινό, είναι σ’ αντίθεση ακόμα και με το πνεύμα του προγράμματος των Ενόπλων Δυνάμεων, επειδή:

- οι διεκδικούμενες μισθολογικές αυξήσεις καλύπτουν, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, το μίνιμουμ των αναγκαίων για κάποια αξιοπρέπεια
- το σκιάχτρο της επαναφοράς του φασισμού δεν μπορεί να χρησιμοποιείται, γενικώς και αορίστως, προκειμένου να παραλύσει τις μάζες
- αποτελεί πλεκτάνη ορισμένων τμημάτων του Πορτογαλικού και διεθνούς κεφαλαίου, το ότι αυτό (το πάγωμα) θα πρέπει να αποτελεί βασικό μέλημα των αντιφασιστών.

Το MES προειδοποιεί τους εργαζόμενους σχετικά μ’ αυτά που τους ετοιμάζουν κι αντιτίθεται σε κάθε προσπάθεια παγώματος των μισθών.

(Α Καπιτάλ, 23 Mάη 1974)


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 7: ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ MPLA

Τα τελευταία πεντακόσια χρόνια, οι ιστορίες των λαών της Πορτογαλίας και της Ανγκόλας υπήρξαν στενά συνδεδεμένες. Δυστυχώς, διέπονταν από σχέσεις εκμετάλλευσης, εξάρτησης και ταπείνωσης. Ο Ανγκολέζικος λαός, όπως κι οι λαοί των υπόλοιπων αποικιών, υπήρξαν θύματα του αρχαιότερου, σκληρότερου και πλέον ξεπερασμένου αποικιακού συστήματος στον κόσμο. Τα εκατομμύρια Αφρικανών που εξήχθησαν σαν ζώα στην Αμερική, οι πόλεμοι που ξέσπασαν για την αιχμαλώτιση σκλάβων, η καταναγκαστική εργασία, το μαστίγιο, η εκμετάλλευση, η ανείπωτη ταπείνωση, ο ρατσισμός, οι αποικιακοί πόλεμοι-γενοκτονίες και οι άνανδρες δολοφονίες των ηγετών των απελευθερωτικών κινημάτων: αυτό ήταν το πρόσωπο της Πορτογαλικής αποικιοκρατίας. Όλα αυτά βοήθησαν στο να διατηρηθεί η φασιστική ολιγαρχία, αποτελώντας ένα απ’ τα μεγαλύτερα εμπόδια για τη δημοκρατία στην Πορτογαλία.

Το στρατιωτικό κίνημα αποτελεί κοινή νίκη του λαού της Πορτογαλίας και των αποικιοκρατούμενων χωρών επειδή είναι φανερό ότι οι Πορτογάλοι δεν μπορούσαν να βγουν νικηφόρα απ’ τους αποικιακούς πολέμους. Οι Πορτογάλοι εθνικιστές βρίσκονταν στη ρίζα της μεγαλύτερης πολιτικής κρίσης της Πορτογαλίας. Αυτοί ήταν που επέσπευσαν την ανάληψη της εξουσίας απ’ τις Ένοπλες Δυνάμεις. Η κρίση αυτή μπορεί να λυθεί μονάχα απ’ την αναγνώριση των νόμιμων δικαιωμάτων του αποικιοκρατούμενου λαού. Αν δεν κατατεθούν προτάσεις που είναι αποδεκτές από το MPLA, θα σημαίνει πως το στρατιωτικό κίνημα ήταν καθαρά δημαγωγικό κι αφορά μόνο τη διαιώνιση της αποικιακής κυριαρχίας κάτω από διαφορετικές μορφές. Η υιοθέτηση μιας παρόμοιας αποικιοκρατικής πολιτικής μπορεί να σημαίνει μονάχα την επιμήκυνση των πολέμων, πράγμα απολύτως αντίθετο με τα συμφέροντα του Πορτογαλικού λαού.   

Οι φιλικές σχέσεις μεταξύ του Πορτογαλικού και του Ανγκολέζικου λαού είναι εφικτές. Τα προβλήματα της Πορτογαλίας και των αποικιοκρατούμενων χωρών είναι τόσο αλληλένδετα ώστε όλοι οι Πορτογάλοι που θέλουν τη δημοκρατία πρέπει να δουν την αναγκαιότητα των άμεσων διαπραγματεύσεων με τους αληθινούς εκπροσώπους των κυριαρχούμενων λαών, με το PAIGC, με το FRELIMO, με τ’ απελευθερωτικά κινήματα του Σάο Τομέ και Πρίνσιπε και με το MPLA.

Η ύπαρξη πολυάριθμου λευκού πληθυσμού στην Ανγκόλα δεν αποτελούσε ποτέ πρόβλημα για το MPLA αφού το κίνημά μας είναι αντιρατσιστικό. Απόδειξη αυτού είναι το γεγονός ότι ένα σημαντικό κομμάτι της οργάνωσης των μαχητών του MPLA αποτελείται από λευκούς.

Αναγνωρίζοντας όλα αυτά, βεβαιώνουμε και πάλι ότι οι νίκες του Πορτογαλικού λαού είναι προς το συμφέρον και του δικού μας λαού επίσης.

(Α Καπιτάλ, 3 Μάη 1974)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 8: ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΜΑΜΠΟΡ

Η Μαμπόρ στο Λουσάντο είναι μια βιομηχανία ελαστικών. Σε μια γενική συνέλευση, στις 8-9 Μάη 1974, οι εργαζόμενοι αποφάσισαν να ζητήσουν ν’ ανέβει ο ελάχιστος μηνιαίος μισθός στα 6.000 εσκούδα. Οι εργοδότες απάντησαν ότι το μάξιμουμ που μπορούσαν να προσφέρουν ήταν μια αύξηση του 30 %. Η απόφαση για απεργία πάρθηκε στις 31 Μάη. Το εργοστάσιο καταλήφθηκε και τοποθετήθηκαν ομάδες περιφρούρησης.

Προς την εργατική τάξη, προς όλους τους εκμεταλλευόμενους και τους συντρόφους:

Επί 30 μερόνυχτα διεξάγουμε ανοιχτό αγώνα για τα βασικότερα δικαιώματά μας, για ανθρώπινες συνθήκες ζωής, εναντίον ενός αφεντικού που μας εκμεταλλεύεται για 28 χρόνια.

Ο αγώνας ήταν σκληρός αλλά είμαστε προετοιμασμένοι να συνεχίσουμε μέχρι την τελική νίκη. Στη διάρκεια του μήνα, μάθαμε πολλά και σήμερα είμαστε πιο συνειδητοποιημένοι και καλύτερα οργανωμένοι από ποτέ.

Η ενότητά μας δυναμώνει μέρα με τη μέρα. Και γνωρίζουμε επίσης ότι ο αγώνας μας είναι και δικός σας αγώνας, μιας και σας εκμεταλλεύονται όπως και μας.

Αποφασίσαμε λοιπόν να σας εξηγήσουμε μόνοι μας το γιατί αγωνιζόμαστε και γιατί υπολογίζουμε στην αλληλεγγύη σας στον αγώνα υπέρ των αιτημάτων που μας αφορούν όλους.

ΜΑΜΠΟΡ: 28 χρόνια εκμετάλλευσης.

Η Μαμπόρ είναι μια απ’ τις εταιρείες του ομίλου Κίνα (Μπόργκες & Ιρμάο). Η επιχείρηση είχε στενές σχέσεις με το φασιστικό καθεστώς, του οποίου οι πλέον σημαντικές μορφές έπεσαν απ’ την κυβέρνηση με τη δύναμη των όπλων, το πρωινό της 25ης Απρίλη. Απ’ τη στιγμή που άνοιξε το εργοστάσιο, η εκμετάλλευση που ήδη γευόμασταν στα χωράφια, έγινε χειρότερη. Αναγκασμένοι να πουλάμε την εργατική μας δύναμη πάμφτηνα με σκοπό να επιβιώσουμε, γινόμασταν αντικείμενα σκανδαλώδους και κτηνώδους εκμετάλλευσης.

Κάποιοι από μας είχαν περάσει από ανακρίσεις μέσα στο εργοστάσιο, οι οποίες μας άφηναν εξαντλημένους ή ακόμα και λιπόθυμους. Κάποιοι από μας ένοιωσαν στο πετσί τους τις προσβολές και τις ανακρίσεις της PIDE, η οποία, εγκατεστημένη 24 ώρες το 24ωρο στο εργοστάσιο, πάλευε απεγνωσμένα ν’ ανακαλύψει τους «υπεύθυνους» των ζημιών που είχαν πάθει οι μηχανές που λαδώναμε με τον ιδρώτα μας.

Η εκμετάλλευσή μας έχει επιτρέψει στ’ αφεντικά να χτίσουν τέσσερα ακόμα εργοστάσια, εδώ στο Λουσάντο, όπου άλλα αδέρφια μας δουλεύουν και τους εκμεταλλεύονται όσο και μας.

Οι μηχανές αυτές μας έχουν ήδη κλέψει τη μισή υγειά μας.

ΚΑΤΩ Η ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ.

Έχουμε προσπαθήσει να πετύχουμε καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και μισθούς που να είναι λιγότερο άδικοι. Για να δώσουμε δύο παραδείγματα, παλέψαμε για να μη μας κόβουν τα δάχτυλα οι μηχανές που φτιάχνουν τα ελαστικά και για να μη γεμίζουν τα πνευμόνια μας με αιθάλη.

Αγωνιζόμασταν από τότε που ο Σαλαζάρ βρίσκονταν ακόμα στην εξουσία, όπως και χιλιάδες σύντροφοί μας σ’ αυτή τη χώρα και σ’ ολόκληρο τον κόσμο, για δικαιώματα που μας τ’ αρνούνταν, όπως και για να λιγοστέψουμε την εκμετάλλευση της οποίας ήμασταν θύματα. Ξέρουμε πως όσο θα υπάρχουν αφεντικά, θα μας εκμεταλλεύονται. Δε θα σταματήσουμε ποτέ την πρόοδο του αγώνα μας γι’ αυτά που μας ανήκουν.

Ξέρουμε ότι θα νικήσουμε.

ΜΑΜΠΟΡ: ένας μήνας αγώνα για 6.000 εσκούδα και 40ωρη βδομάδα δουλειάς.    

Σήμερα, διαθέτουμε ευνοϊκότερες συνθήκες για να επιβάλλουμε τα δικαιώματά μας. Όλο και περισσότεροι σύντροφοι μαθαίνουν ότι τα δικαιώματα κερδίζονται μονάχα μέσα απ’ τον αγώνα, ότι μονάχα πάνω στον αγώνα γνωρίζουμε τους πραγματικούς και τους ψεύτικους φίλους μας...

Μετά από 30 μέρες αγώνα, απεργίας και κατάληψης, βλέπουμε πεντέξι προδότες να φανερώνουν τ’ αληθινό τους πρόσωπο. Είδαμε τους αδύναμους να διστάζουν. Αντισταθήκαμε όμως σε κάθε απειλή κι εκβιασμό. Κάποιοι υπάλληλοι που δεν ήταν εργάτες, προσπάθησαν να σαμποτάρουν τον αγώνα μας, φτάνοντας στο σημείο να εισβάλουν βίαια στο εργοστάσιό μας, παίρνοντας έτσι ανοιχτά θέση στο πλευρό του αφεντικού. Ξέρουμε πως να τους δείξουμε ότι δεν έχουμε καμιά πρόθεση να σταματήσουμε τώρα κι ότι δε θα επιτρέψουμε στους προδότες να παριστάνουν τους εργάτες.

Ζητάμε μόνο ένα μικρό μέρος απ’ αυτά που μας ανήκουν. Προς το παρόν, κάνουμε αγώνα για τέσσερα αιτήματα που τα θεωρούμε επείγοντα και ως το ελάχιστο που μπορούμε ν’ αποδεχτούμε:
Ελάχιστο μισθό 6.000 εσκούδων.
40ωρη και 5μερη βδομάδα δουλειάς.
Τέσσερις βδομάδες αδειών με πλήρεις αποδοχές.
Ένα επιπλέον μισθό για τα Χριστούγεννα.
Μέχρι τώρα, έχουμε κερδίσει τα δύο τελευταία αιτήματα, πράγματα δηλαδή που δε ρίχνουν και πολύ τα κέρδη της εταιρείας. Ο αγώνας για τα 6.000 εσκούδα και τη 40ωρη βδομάδα συνεχίζεται.

Είμαστε πεπεισμένοι πως για κάθε καινούρια δυσκολία που θα συναντάμε, θα βρίσκουμε κι ένα νέο όπλο.

Ενώ όλες οι εφημερίδες σιωπούν σχετικά με τον αγώνα μας, εμείς μιλάμε στους δρόμους. Η κακοκαιρία δε μας εμπόδισε να βροντοφωνάξουμε «Ζήτω η εργατική τάξη. Ενωμένοι θα νικήσουμε».

Για δυο μήνες, δεν έχουμε πάρει δεκάρα απ’ την εταιρεία. Δε μας είχαν πληρώσει ούτε καν τους μισθούς του Μάη, όταν ακόμα νομίζαμε ότι θα μπορούσαμε να τους πείσουμε να μας δώσουν αυτά που μας χρωστούσαν, χωρίς να χρειαστεί να προχωρήσουμε σε απεργία. Τότε ήταν που καταλάβαμε ότι μόνο μέσα απ’ την αλληλεγγύη των αδερφών μας απ’ τ’ άλλα εργοστάσια, που τους εκμεταλλεύονταν όσο και μας, θα μπορούσαμε να υπερνικήσουμε το όπλο της πείνας που τ’ αφεντικά δεν είχαν διστάσει να χρησιμοποιήσουν ενάντιά μας.

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΔΙΚΟΣ ΣΑΣ ΑΓΩΝΑΣ

Σήμερα γνωρίζουμε ότι ο αγώνας μας αποτελεί κομμάτι του αγώνα όλων των εργαζόμενων εναντίον όλων των αφεντικών, όπου κι αν αυτά επιβάλλουν την εκμετάλλευση πάνω σ’ αυτούς που παράγουν τα πάντα, παίρνοντας γι’ αντάλλαγμα ψίχουλα.

Σήμερα γνωρίζουμε ότι μόνο όταν όλοι οι εκμεταλλευόμενοι ενωθούν εναντίον όλων των εκμεταλλευτών μπορούμε να νικήσουμε απόλυτα και τελειωτικά.

Μέχρι τότε, πρέπει ν’ αγωνιστούμε περισσότερο και καλύτερα, για μια αξιοπρεπή ανθρώπινη ζωή, με τη βεβαιότητα ότι πορευόμαστε στο σωστό δρόμο που οδηγεί σε μια νίκη, την οποία κανένας δε θα μπορέσει ν’ αρπάξει απ’ τα χέρια μας.

ΚΑΤΩ Η ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ
ΖΗΤΩ Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΜΑΜΠΟΡ
ΕΝΩΜΕΝΟΙ ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ

Οι εργαζόμενοι της ΜΑΜΠΟΡ, 29 Ιούνη 1974

(Κομπάτ No 5, 26 Ιούλη 1974)


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 9: ΔΙAKΗΡΥΞΗ ΤΗΣ CTT

Μια μεγάλη εκστρατεία ψεύδους συνεχίζεται να κατευθύνεται προς εμάς, τους εργαζόμενους της CTT. Το πραγματικό νόημα του αγώνα μας εξακολουθεί συνεχώς να διαστρέφεται με σκοπό να ταχτεί η κοινή γνώμη εναντίον μας, προσπαθώντας να εγείρουν αμφιβολίες και να δημιουργήσουν σύγχυση ανάμεσά μας, όπως και ν’ απομονώσουν την ενωτική εργατική επιτροπή.

Δεχόμαστε καθημερινά εκατοντάδες τηλεφωνήματα και τηλεγραφήματα απ’ ολόκληρη τη χώρα, μέσω των οποίων οι εργαζόμενοι της CTT δηλώνουν τη στήριξή τους, αποφασισμένοι να συνεχίσουν ενωμένοι τον αγώνα, και ζητώντας να διαψεύσουμε και να καταγγείλουμε τους αστήριχτους ισχυρισμούς που στρέφονται εναντίον της Επιτροπής και του συνόλου των εργαζόμενων της CTT. Είναι οι οργισμένες φωνές των 35.000 εργαζόμενων και το δικαίωμα του κοινού στην ορθή ενημέρωση, που μας αναγκάζει γι’ άλλη μια φορά, ν’ αρνηθούμε τα ψέματα και τους υπαινιγμούς που κατευθύνονται εναντίον μας. Όλα αυτά προέρχονται απ’ τους ηγέτες της Περιφερειακής Οργάνωσης Λισαβόνας (DORL) του αυτο-αποκαλούμενου Κομμουνιστικού Κόμματος, μιας οργάνωσης που παρόλο που αποκαλείται κόμμα των εργατών κι υπερασπιστής των συμφερόντων τους, έχει διακριθεί στην εκστρατεία αυτή, επιτιθέμενο εναντίον του αγώνα μας. Είναι μια οργάνωση που έχει σίγουρα επίγνωση των γεγονότων. Όμως διαστρεβλώνουν και παραποιούν τον αγώνα μας μέσω των ανακοινώσεών τους, των συγκεντρώσεών τους, του τύπου τους κι επιπλέον μέσω κι άλλων μέσων ενημέρωσης, όπως και με τα άρθρα και τις διακηρύξεις των μελών και των συμπαθούντων τους.

Ας δούμε για παράδειγμα, ορισμένα απ’ τα σημαντικότερα αποσπάσματα της ανακοίνωσης της DORL του αυτο-αποκαλούμενου Κομμουνιστικού Κόμματος, που εμφανίστηκε στις εφημερίδες της 28ης Ιούνη 1974:

1. Όσον αφορά τη σύνθεση της ενωτικής Επιτροπής, αναφέρουν ότι αποτελείται από στοιχεία που εμφανίστηκαν μετά την 25η Απρίλη, αντικαθιστώντας τους εργαζόμενους που, σχεδόν για τέσσερα χρόνια, είχαν αγωνιστεί σκληρά και τίμια για τη δημιουργία σωματείου. Προσπαθούν να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι τα μέλη αυτής της Επιτροπής δεν έκαναν ποτέ το παραμικρό για τους εργαζόμενους.

Είναι φανερό ότι μια Επιτροπή που προσπάθησε να κάνει συνδικαλιστική δουλειά σε μια εταιρεία με 35.000 εργαζόμενους δεν μπορούσε να λειτουργήσει με μικρό αριθμό ανθρώπων. Εξαιτίας αυτού, η Επιτροπή διευρύνθηκε για να μπορέσει ν’ ασχοληθεί με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι. Τα νέα μέλη της Επιτροπής εκλέχτηκαν δημοκρατικά απ’ τους εργαζόμενους, σε συνέλευση που πραγματοποιήθηκε στο Παλαί ντε Σπορ, στις 5 Μάη.

2. Το PCP ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή κάλεσε την απεργία «παρακάμπτοντας την πλειοψηφία των εργαζόμενων της CTT». Όπως έχουμε δηλώσει πολλές φορές (και η πλειοψηφία των εργαζόμενων της CTT μπορεί να το επιβεβαιώσει), η απεργία αποφασίστηκε απ’ τους εργαζόμενους, σε ευρεία συνάντηση των αντιπροσώπων, μέσω τηλεφωνικών επαφών από διάφορα μέρη της χώρας που δεν μπορούσαν να στείλουν αντιπροσώπους, καθώς και από Συνελεύσεις που πραγματοποιήθηκαν σε πολλούς τόπους δουλειάς. Η απόφαση για την απεργία δεν πάρθηκε απ’ την ενωτική Επιτροπή. Η Επιτροπή περιορίστηκε στην εφαρμογή των αποφάσεων των εργαζόμενων. Επιπλέον, η απεργία ανακοινώθηκε στις 12 Ιούνη κι έτσι υπήρχε ακόμα χρόνος ως τις 17 Ιούνη, προκειμένου η κυβέρνηση να θέσει σε διαπραγματευτική συζήτηση μια αντιπρόταση.

Το PCP το γνωρίζει αυτό πολύ καλά. Ένα μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του, ενημερώθηκε όταν βρέθηκε στα γραφεία μας. Δεν καταλαβαίνουμε γιατί συνεχίζουν να ψεύδονται για μας και προσπαθούν να βάλουν εμπόδια στην αντικειμενική ενημέρωση του κοινού.

3. Όσον αφορά την εγκατάλειψη του αγώνα απ’ τη μεριά των πιο ανεπηρέαστων, ρωτάμε την DORL να μας πει ποιοι ακριβώς είναι αυτοί.

4. Η ανακοίνωση επαναλαμβάνει διάφορες κατηγορίες εναντίον μεμονωμένων εργαζομένων της CTT, αναφέροντας ότι είναι βαθιά διαπλεκόμενοι με το Φασισμό. Η ενωτική Επιτροπή θα εκτιμούσε ιδιαίτερα το να λάβει γνώση της ταυτότητάς τους και να της παρασχεθούν αποδείξεις, έτσι ώστε να μπορέσουμε να ελέγξουμε όλα τα γεγονότα και να επιταχύνουμε τις εκκαθαριστικές διαδικασίες.

5. Η ανακοίνωση συνεχίζει: «Εργαζόμενοι της CTT, είστε εσείς και μόνον εσείς που μπορείτε ν’ αποδεχτείτε τις κυβερνητικές προτάσεις. Θά ’πρεπε να συγκαλείτε συνελεύσεις σε κάθε τομέα και να επιδοκιμάζετε κινήσεις προς υποστήριξη των κυβερνητικών προτάσεων». Μπορούμε να πούμε πως όντως έλαβαν χώρα συνελεύσεις σε κάθε τομέα και προτάθηκαν αυτές οι κινήσεις. Όλοι απέρριψαν τις κυβερνητικές προτάσεις.

Στο μεταξύ, οι εργαζόμενοι έχουν εγκρίνει μια νέα λίστα αιτημάτων, η οποία έχει ήδη επιδοθεί.

Ενώ προσπαθήσαμε να ξεκαθαρίσουμε κάποια πολύ βασικά σημεία, ο κατάλογος των ψεμάτων είναι μακρύς. Η ενωτική Επιτροπή έχει σημαντικότερη δουλειά απ’ το εισέλθει σε πολεμική με πολιτικές οργανώσεις. Δεν είχαμε ποτέ τέτοια πρόθεση κι ελπίζουμε να μη μας αναγκάσουν να σπαταλήσουμε τον καιρό μας δίνοντας απαντήσεις  τέτοιου είδους. Οι πολιτικές οργανώσεις που, για οποιουσδήποτε λόγους, αντιτίθονται στον αγώνα μας, θα έπρεπε να το κάνουν τίμια κι όχι χρησιμοποιώντας ψέματα και διαστρεβλώσεις που επηρεάζουν την κοινή γνώμη. Θα έπρεπε ν’ ανταποκρίνονται στα γεγονότα.

Άλλη μια φορά, επιβεβαιώνουμε ότι αντιδρούμε ενάντια στο αυτο-αποκαλούμενο Κομμουνιστικό Κόμμα επειδή αυτό έχει μετατραπεί στο βασικό φορέα που μας πολεμάει και στην κύρια δύναμη που υποστηρίζει τις εναντίον μας επιθέσεις.

Το κυρίαρχο καθήκον της Επιτροπής είναι ν’ αναπτύξει το έργο της ενότητας και τον κοινό αγώνα των εργαζόμενων για την υπεράσπιση των συμφερόντων και των αναγκών τους.

Λισαβόνα, 29 Ιούνη 1974

Το παραπάνω κείμενο στάλθηκε σε όλες τις εφημερίδες εθνικής κυκλοφορίας. Καμιά τους δεν το δημοσίευσε.

Κομπάτ No 2, 5 Ιούλη 1974  

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 10: ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΛΙΣΝΑΒ

Στη Λισνάβ, ο αγώνας των εργαζόμενων για την εκκαθάριση της διεύθυνσης απ’ τους φασίστες συνεχίζεται για πολύ καιρό. Οι κατασταλτικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται απ’ τη διεύθυνση για να χωρίσουν και να τρομοκρατήσουν την εργατική τάξη είναι οι ίδιες με τις αντίστοιχες του παλιού καθεστώτος. Είχε καταρτιστεί μια μαύρη λίστα που περιελάμβανε τα ονόματα 24 εργαζόμενων που υπήρξαν ιδιαίτερα ενεργοί στους αγώνες του 1969. Το μίσος της εργατικής τάξης για το φασισμό – που στις καπιταλιστικές χώρες αποτελεί έναν ακόμα πιο βίαιο τρόπο καταπίεσης της εργατικής τάξης – είχε οδηγήσει, στις 12 Μάη 1974 (καιρό πριν παρουσιάσουμε τα αιτήματά μας), σε ξεσηκωμό των εργαζόμενων της Λισνάβ για να πετύχουν την εκκαθάριση της διεύθυνσης.

Αναπτύσσοντας αυτόν τον πολιτικό αγώνα πάνω στο ζήτημα της απομάκρυνσης των φασιστών απ’ τη διεύθυνση της Λισνάβ, οι εργαζόμενοι κατάλαβαν ότι δεν αγωνίζονται μονάχα για να πετάξουν τα φασιστικά στοιχεία έξω απ’ τη Λισνάβ αλλά κι ενάντια σ’ ολόκληρη την εκμεταλλευτική μπουρζουαζία...

Σήμερα αγωνιζόμαστε στο πλευρό όλων των αδερφών που, απ’ το Βορρά της χώρας μέχρι το Νότο, ξεσηκώνονται σ’ ένα ισχυρό κίνημα για να συντρίψουν κάθε φασιστική δραστηριότητα. Οι εργαζόμενοι της Λισνάβ στο πλευρό των εργαζόμενων της ΤΑΡ, της Ζορνάλ ντο Κομέρσιο, της Σιντερουρτζία, της Τεξαμαλάς, αφήνουν τους στενούς τοίχους του εργοστασίου. Βγαίνουν στους δρόμους για να δείξουν ότι:

Ο αγώνας μας για να ξεφορτωθούμε τους φασίστες δεν αποτελεί δευτερεύον ζήτημα. Είναι ο κύριος αγώνας γιατί αποτελεί κομμάτι της ασίγαστης μάχης εναντίον κάθε μορφής φασισμού που γεννά αδιάκοπα ο μονοπωλιακός καπιταλισμός.

Όπου υπάρχει πρωτοβουλιακός κι οργανωμένος αγώνας απ’ τις καταπιεζόμενες τάξεις, οι δυνάμεις της αντίδρασης υποχωρούν. Όπου η επαγρύπνηση εκ μέρους του λαού υποχωρεί, οι αντεπαναστατικές δυνάμεις προχωρούν κι αφανίζουν την ελευθερία που κερδήθηκε ως τότε...

 Στηρίζουμε όλους τους νόμους και τα μέτρα της Προσωρινής Κυβέρνησης που βοηθούν στο να επεκταθεί η ελευθερία των εργαζόμενων και των καταπιεζόμενων και εκμεταλλευόμενων απ’ την Πορτογαλική αποικιοκρατία λαών.

Δε στηρίζουμε την Κυβέρνηση όταν παρουσιάζει αντεργατικούς νόμους που υπονομεύουν τους αγώνες των εργαζόμενων εναντίον της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Θ’ αντισταθούμε σθεναρά στον αντιαπεργιακό νόμο γιατί αποτελεί ισχυρό χτύπημα στην ελευθερία των εργαζόμενων.

Αντιστεκόμαστε στα λοκ-άουτ θεωρώντας τα νομοθεσία εναντίον των εργαζόμενων κι υπέρ της προστασίας των καπιταλιστών, που χαρίζει στ’ αφεντικά την ελευθερία να ρίχνουν χιλιάδες εργάτες στην πείνα.

Ξέρουμε ότι τα 12 δισ. εσκούδα δε θα χρησιμοποιηθούν, όπως ισχυρίζονται οι Μέλο, Σαμπαλιμώ, Κίνας & Σία, για τη δημιουργία 120.000 θέσεων εργασίας αλλά για να δημιουργήσουν καλύτερες συνθήκες εκμετάλλευσης των εργαζόμενων.

Απορρίπτουμε κάθε απόπειρα, απ’ όπου κι αν προέρχεται, να σαμποταριστούν και να διαιρεθούν οι εργαζόμενες μάζες στον αγώνα τους ενάντια στον καπιταλισμό και το φασισμό.

Στηρίζουμε τις Ένοπλες Δυνάμεις εφ’ όσον υποστηρίζουν τους αγώνες των καταπιεσμένων κι εκμεταλλευόμενων τάξεων ενάντια στις τάξεις που τις εκμεταλλεύονται και τις καταπιέζουν.

Οι εργαζόμενοι της Λισνάβ εκκαθαρίζουν τους φασίστες.
Θάνατος στην PIDE, θάνατος στο φασισμό.
Κάτω ο καπιταλισμός.
Ναι στο δικαίωμα της απεργίας – Όχι στα λοκ-άουτ.
Στηρίξτε τ’ αδέρφια μας που απεργούν.
Δημοκρατία για τους εργάτες – Πατάξτε τους αντιδραστικούς.
Ζήτω η εργατική τάξη.

Οι εργαζόμενοι της Λισνάβ
Λισαβόνα, 12 Σεπτέμβρη 1974

Κομπάτ No 7, 27 Σεπτέμβρη 1974
 
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 11: ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠ’ ΤΟ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΣΠΙΝΟΛΑ
 
«Σε όλες τις κοινωνίες που είναι πραγματικά δημοκρατικές, οι μεταβολές προκύπτουν χωρίς βιαιότητα ή αναβρασμό, διότι αυτά εμπεριέχουν εντός τους το σπέρμα νέων δικτατοριών, προερχομένων από τα δεξιά ή τα αριστερά. Η σιωπηρά πλειοψηφία του Πορτογαλικού λαού πρέπει να αφυπνισθεί και να αμυνθεί έναντι των εξτρεμιστικών ολοκληρωτισμών. Αυτοί καραδοκούν στις σκιές, κάνοντας χρήση των προσφιλών σ’ αυτούς τακτικών της χειραγωγήσεως του λαού. Πασχίζουν να φέρουν το λαό σε κατάσταση συγχύσεως και αμηχανίας, έργο σκοταδιστικών πολιτικών. Το να επιτραπεί όμως να διολισθήσει η χώρα εις το κοινωνικό και οικονομικό χάος, εις ένα κλίμα αναρχίας και ανεξελέγκτων απαιτήσεων, μέσω του σφετερισμού ευθυνών και δικαιωμάτων, δύναται να υπηρετήσει τα συμφέροντα μιας μειοψηφίας και μόνον»

«Η ευθύνη που έχω αναλάβει έναντι του έθνους, με αναγκάζει να δηλώσω τις απόψεις μου σχετικά με την κατάχρηση της ελευθερίας εκ μέρους ορισμένων, πράγμα που προκαλεί την σκανδαλώδη άρνηση της ελευθερίας όλων. Πρέπει να λάβω θέση. Εν όψει της οικονομικής κατάπτωσης που αντιμετωπίζει η χώρα, η επιβολή λανθασμένων λύσεων δημιουργεί υψηλή ανεργία, υψηλό κόστος διαβιώσεως, πολιτική και κοινωνική αναταραχή, και εις ένα γενικότερο επίπεδο, διάβρωση της αξίας των θεσμών μας».

Α Καπιτάλ, 11 Σεπτέμβρη 1974

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 12: ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠ’ ΤΟ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΒΑΣΚΟ ΓΚΟΝΣΑΛΒΕΣ

«Δεν πρόκειται να μιλήσω για τα συμβάντα των τελευταίων ημερών, παρόλο που θα πω ότι αποτελούν κάποια μαθήματα εξαιρετικής σημασίας για την εδραίωση της δημοκρατίας στην Πορτογαλία, μαθήματα που είναι ζωτικής σημασίας για τον Πορτογαλικό λαό και τις Ένοπλες Δυνάμεις... Τα γεγονότα φανερώνουν την αναγκαιότητα για μια συμμαχία μεταξύ του MFA και του λαού. Οι δρόμοι είναι ανοιχτοί για τη δημοκρατία στην Πορτογαλία. Το Πρόγραμμα (του MFA) δεν υπηρετεί πολιτικά κόμματα, υπηρετεί το Έθνος. Αυτό δεν αποτελεί μομφή για τα κόμματα, απλά υπογραμμίζει ότι οι έγνοιες του MFA επικεντρώνονται σ’ ένα πράγμα και προσανατολίζονται στο γενικό συμφέρον του Έθνους. Το MFA θα υπερασπιστεί το Πρόγραμμά του ενάντια σ’ οτιδήποτε και τον οποιονδήποτε. Δεν μπορεί όμως ν’ αμυνθεί ενάντια στους αντιδραστικούς ελιγμούς αν δεν υπάρχει ισχυρή ενότητα ανάμεσα στο λαό... Ο δρόμος που έχουμε μπροστά μας θα είναι δύσκολος. Υπάρχει πολύ δουλειά να γίνει. Οι κοινωνικές εντάσεις των τελευταίων ημερών έχουν πλήξει την παραγωγικότητα της χώρας. Προτρέπουμε συνεπώς το λαό να τιμήσει τη νίκη αυτή μετατρέποντας την επόμενη Κυριακή σε μέρα εθνικής νίκης, κάνοντάς την μέρα δουλειάς υπέρ του έθνους. Το προϊόν αυτής της δουλειάς δε θα είναι της Κυβέρνησης, ούτε του MFA. Το προϊόν αυτής της δουλειάς θα είναι γι’ αυτούς που παράγουν».

Ντιάριο ντε Νοτίσιας, 29 Σεπτέμβρη 1974

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 13: ΔΗΛΩΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΛΙΣΝΑΒ

Οι εργαζόμενοι της Λισνάβ βεβαιώνουν:

Ότι ο αγώνας για την απομάκρυνση των φασιστών, ο αγώνας εναντίον των νόμων που επιτρέπουν να κλείνουν τα εργοστάσια και περιορίζουν τα δικαιώματα των εκμεταλλευόμενων εργαζόμενων, ο αγώνας εναντίον της απληστίας του μονοπωλιακού καπιταλισμού και κάθε μορφής καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, είναι αγώνας δίκαιος.

Ότι όλοι αυτοί που αντιτίθονται στους εργαζόμενους, συνεργάζονται, όχι μόνο θεωρητικά αλλά και πρακτικά, με την αντίδραση και με τις αντεπαναστατικές δυνάμεις.

Εργαζόμενοι κι όλοι εσείς που ανήκετε στην εργατική τάξη:

Κατανοούμε τους αγώνες του λαού εναντίον του φασισμού. Κατανοούμε την πολιορκία της φυλακής (1) απ’ το λαό της Λισαβόνας που επαγρυπνεί δυναμικά ενάντια στους μακελάρηδες του λαού. Κατανοούμε το γιατί ο λαός του Μοντίζο σταμάτησε αποτελεσματικά τους Γάλλους Ιμπεριαλιστές κλέφτες που απλώνουν το χέρι στο σημαντικότερο κομμάτι της πίτας: τα μέσα παραγωγής. (2)

Μόνο αν δείξουμε σ’ όλο το λαό ότι είμαστε προετοιμασμένοι να μπούμε μπροστά στον αγώνα, μπορούμε να παλέψουμε ενάντια στη φασιστική τρομοκρατία, το μονοπωλιακό καπιταλισμό και τον καπιταλισμό σε κάθε μορφή του.

Οι εργαζόμενοι γνωρίζουν επίσης πως οι αγώνες στα εργοστάσια έχουν μείνει αποκομμένοι απ’ τα εργοστάσια στην υπόλοιπη χώρα. Επιπλέον, ότι οι οικονομικοί και πολιτικοί αγώνες δεν καθοδηγούνται απ’ την ΑΥΤΟ-ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ.
 
Ο αγώνας των εργατών ενάντια στη μπουρζουαζία είναι πολύ περιορισμένος. Όλοι οι συνειδητοποιημένοι εργαζόμενοι θα πρέπει να παλέψουν μαχητικά για να προωθήσουν την οργάνωση και την πολιτικοποίηση των εργαζόμενων, στην πάλη εναντίον κάθε μορφής εκμετάλλευσης.

Οι εργαζόμενοι αποκηρύσσουν έντονα και ορθά όλες τις οργανώσεις που προσπαθούν να διαστρεβλώσουν και να διασπάσουν τους δίκαιους αγώνες των εργαζόμενων. Οι εργαζόμενοι αποκηρύσσουν επίσης όλες τις οργανώσεις που υποκαθιστούν τη μαχητικότητα και την οργάνωση της εργατικής τάξης, παρεμβαίνοντας δημαγωγικά κι οπορτουνιστικά στους αγώνες τους ή που απλά καιροσκοπούν.

10 Οχτώβρη 1974

Εσκέρντα Σοσιαλίστα No 1, 16 Οχτώβρη 1975

(1) Αναφέρεται στη διαδήλωση των αριστερών δυνάμεων έξω απ’ τις δικαστικές φυλακές της Λισαβόνας, όταν οι κρατούμενοι της PIDE προχώρησαν σε στάση για την απελευθέρωσή τους.

(2) Αναφέρεται στον αγώνα των εργαζόμενων της Σογκαντάλ (βλ. Κεφ. 3).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 14: ΟΙ ΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΔΙΑΔΗΛΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΝΤΕΡΣΙΝΤΙΚΑΛ ΣΤΙΣ 14 ΓΕΝΑΡΗ 1975

To ΜΕS υποστήριξε τη διαδήλωση γιατί ο «πλουραλισμός» (pluralismo), δήλωνε, «αντιπροσωπεύει την εισαγωγή αστικών αρχών μέσα στην εργατική τάξη. Στις παρούσες συνθήκες, όπου οι επιλογές αποτελούν καθαρά ζήτημα ταξικών πολιτικών, αυτοί που υπερασπίζονται τον πλουραλισμό είναι εκείνοι που προσπαθούν πάντα να διαιρέσουν την εργατική τάξη και βρίσκονται στο πλευρό των καπιταλιστών... Ταυτόχρονα αποτελεί επίσης αναγκαιότητα ο αγώνας υπέρ της δημοκρατίας μέσα στα συνδικάτα, όπως και υπέρ μιας “μη κομματικής” κατάστασης μέσα στις συνδικαλιστικές δομές».

Το PRP-BR απαιτούσε μια ενωτική οργάνωση «παρουσιασμένη σαν πρόταση της εργατικής τάξης, η οποία εγγυάται την ταξική ενότητα κι η οποία έχει ως βάση της, τους ίδιους τους εργάτες». Αλλά «υπερασπιζόμαστε την ενιαία δομή (unicidade), μια πραγματική ενιαία δομή και όσο είναι δυνατό, μια ενιαία δομή δημιουργημένη από τα κάτω. Σ΄ αυτό το θέμα, θεωρούμε ως κυριότερη ένωση τη Γενική Συνέλευση των εργαζόμενων. Μετά απ’ αυτήν ακολουθεί η Επιτροπή που εκλέγεται απ’ τη Συνέλευση. Η Επιτροπή αυτή μπορεί ν’ ανακληθεί οποιαδήποτε στιγμή. Στη συνέλευση θα καταστεί δυνατό για τους εργαζόμενους να συζητάνε, να ψηφίζουν και ν’ αποφασίζουν σχετικά μ’ οτιδήποτε αφορά τη δουλειά τους. Είμαστε επίσης υπέρ των επιχειρησιακών σωματείων βάσης, των τοπικών, περιφερειακών κι εθνικών ενώσεων, οργανωμένων όμως πάντα απ’ τα κάτω. Είμαστε εναντίον της διάσπασης των εργαζόμενων που υφίσταται αυτή τη στιγμή, καθώς υπάρχουν μερικά σωματεία που εκλέγονται από πεντέξι ανθρώπους, όπως στην περίπτωση της Σιντερουρτζία. Είμαστε κατά της διαίρεσης της CTT σε πολλά σωματεία, ορισμένα απ’ τα οποία προσπαθούν να ελέγξουν τους εργαζόμενους. Η αυτόνομη κι ελεύθερη επιλογή των εργαζόμενων αποτελεί διαδικασία που είναι από μόνη της επαναστατική». (1)

LCI: «Υπερασπιζόμαστε την ενιαία δομή (unicidade) που είναι δημιούργημα της βάσης, με δημοκρατικότητα σ’ όλες της τις εκφάνσεις, μιας κι αποτελεί τη μοναδική εγγύηση της ελευθερίας των σωματείων, της ανεξαρτησίας τους απ’ την εργοδοσία, τ’ αστικά κόμματα και τον κρατικό καπιταλισμό. Ο πλουραλισμός (pluralism) ευνοεί τη δημιουργία παράλληλων εργοδοτικών σωματείων μέσω της πρόσληψης εξειδικευμένων και ανοργάνωτων  εργαζόμενων. Οι καλύτερες μορφές οργάνωσης είναι που ακολουθούν το πρότυπο των εργατικών επιτροπών» ... «Η Ιντερσιντικάλ καλεί μια διαδήλωση που έχει ως βασικά αιτήματα την κατοχύρωση της ενιαίας δομής (unicidade) διά νόμου, τη στήριξη του MFA και τον αγώνα ενάντια στον πληθωρισμό και τις απολύσεις. Δε θ’ ασχοληθούμε με τις επιθυμίες της Ιντερσιντικάλ κι οι γραφειοκρατικές της αυταπάτες πρέπει να αντιμετωπιστούν. Η ταξική πάλη πρέπει να διεξαχθεί απ’ τις οργανώσεις της ίδιας της εργατικής τάξης». To LCI παρόλ’ αυτά δε θα εναντιωθεί στη διαδήλωση.

Το LUAR στήριξε τη διαδήλωση. Η εξήγησή του ήταν πιθανώς η πληρέστερη όλων. «Υποστηρίζουμε την ενιαία δομή (unicidade) επειδή θεωρούμε αναγκαίο το να τεθεί φραγμός στη δημιουργία αστικών σωματείων, ελεγχόμενων απ’ την άρχουσα τάξη. Η ενιαία δομή (unicidade) θ’ αυξήσει τη συνοχή του ταξικού αγώνα. Θα της αντιτεθούμε όμως στην περίπτωση που αποτελεί απλά μια πρόφαση για να εμποδιστεί η ενθάρρυνση του εργατικού ελέγχου και για τη μετατροπή των σωματείων σε όργανα των πολιτικών κομμάτων».

Το PPD σεβάστηκε «μεγαλόψυχα» το δημοκρατικό δικαίωμα της διαδήλωσης «υπέρ οποιουδήποτε σημαντικού για το έθνος ζητήματος». Το Σοσιαλιστικό Κόμμα τάχθηκε εναντίον της διαδήλωσης, καλώντας σε ξεχωριστή συγκέντρωση δυο μέρες αργότερα, στις 16 του μήνα.

Η πλειοψηφία των μαοϊκών οργανώσεων εκφράστηκε εναντίον της διαδήλωσης. Η AOC που αποτελούσε ένα συμπαγές μπλοκ μέσα στο συνδικάτο της χημικής βιομηχανίας και ήταν εναντίον της Ιντερσιντικάλ απ’ την πρώτη στιγμή, έγραψε: «Αποτελεί δικαίωμα των εργαζόμενων να παλεύουν για την ενότητα των σωματείων και να ταχτούν εναντίον του πλουραλισμού (pluralismo) που θα μπορούσε να τους διαιρέσει. Πρέπει όμως παράλληλα να υπερασπιστούν και τη δημοκρατία μέσα στα σωματεία. Πρέπει να υπερασπιστούν τη θέση ότι τα σωματεία είναι ανεξάρτητα απ’ το κράτος και καθοδηγούνται απ’ τους εργαζόμενους. Καλούμε τους εργαζόμενους να μη συμμετάσχουν».

Καμιά αναφορά δεν έγινε σχετικά με τη θέση των σωματείων στην Κίνα!

(1) Βίντα Μουντιάλ, 16 Γενάρη 1975.

(2) ό.π.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 15 Α: ΤΥΠΟΙ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Α. Μορφές αγροτικής παραγωγής: (1)
Αριθ. μον.
Ποσοστό
Οικογένειες που ζουν από μικρές εκμεταλλεύσεις
276.619
32,4 %
Οικογένειες που ζουν από μικρές εκμεταλλεύσεις και άλλες δραστηριότητες
425.812
49,9 %
Μεμονωμένοι ιδιοκτήτες
150.786
17,6 %
Εταιρική ιδιοκτησία
305
0,1 %
Κρατική ιδιοκτησία
46
-
    

Β. Τύποι έγγειας ιδιοκτησίας: (1)
Αριθ. μον.
Ποσοστό
Μικρότερη του εκταρίου
176.850
4,3 %
1-5 εκτάρια
752.713
18,3 %
5-50 εκτάρια
1.120.569
27,3 %
50-100 εκτάρια
228.525
 5,5 %
Άνω των 100 εκταρίων
1.832.850
44,6 %
Σύνολο:
4.111.507
100 %

Γ. Μεγάλες ιδιοκτησίες (1)
Αριθ.μον.
Ποσοστό επί της γης
500-1000 εκτάρια
500
9 %
1000-2500 εκτάρια
276
12 %
2500-5000
61
5 %
Άνω των 5000 εκταρίων
11
3 %
Σύνολο:
848
29 %

Δ. Είδη αγροτο-κτηνοτροφικής παραγωγής (2)
1953
1965
1. Καλλιέργειες
62,7 %
55,2 %
Δημητριακά
19 %
12,9 %
Λαχανικά
8 %
7,6 %
Κρασί & Αποστάγματα
14,6 %
13 %
Λάδι & Ελιές
7,3 %
5,7 %
Φρούτα
7,7 %
8,8 %
Κηπευτικά
5,7 %
5,9 %
Άλλα
0,4 %
1,3 %
2. Ζωικά παράγωγα
37,3 %
44,8 %
Κρέας
24,9 %
30,6 %
Γάλα
6,8 %
7,8 %
Αυγά
3,2 %
3,8 %
Μαλλί
2,1 %
2,3 %
Άλλα
0,3 %
0,3 %

(1) Βλ. Capitalismo e emigracao em Portugal, ό.π.

(2) Στατιστικές για τη Γεωργία, 1967, ΙΝΕ.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 15 Β:


Περιοχή
Γεωργία
Αλιεία (1)
Βιομηχανία
(2)
Υπηρεσίες
(3)
Καλλιέρ.
κάτω από 4 εκτάρ
(μοναδ) (4)
Ποσ επί της
Γης
(4)
Αριθ. εργοστ.
100-500 ερ.
(1964)
(5)
Αριθ.
εργοστ.
500 +
εργαζ.
(1964)
(5)

Παρ
Δυν
Παρ
Δυν
Παρ
Δυν




Νότος










Λισαβόνα
7%
14%
38%
23%
55%
63%
98
57%
272
58
Σετούμπαλ
25%
31%
52%
30%
23%
39%
83
14%
66
21
Εβόρα
68%
64%
9%
11%
23%
25%
71
6%
8
-
Βορράς










Μπράγκα
20%
42%
47%
30%
33%
28%
81
42%
91
22
Μπραγκάνσα
73%
73%
4%
6%
23%
21%
82
50%
5
-
Βιάνα
48%
60%
17%
10%
35%
30%
97
87%
9
1
Συνολ Μ.Ο.
28%
43%
36%
21%
36%
36%
92
33%
1085
180

Οι (στρογγυλοποιημένες) απεικονίσεις σχετικά με τη γεωργία, τη βιομηχανία και τις υπηρεσίες, είναι τα ποσοστά που αφορούν το παραγωγικό μερίδιο της κάθε περιοχής και η κατανομή του εργατικού δυναμικού της, αντίστοιχα.

(1, 2, 3) Από το Niveis de Desenvolvimento Agricola no Continente Portugues των Castro Caldas και Santos Loureiro (Gulbenkian, Λισαβόνα, 1963, σ.σ. 59-60).

(4) ό.π., σ. 159.

(5) Από το Capitalismo e Emigracao em Portugal των Carlos Almeida και A. Barreto, Λισαβόνα, 1974.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 16: ΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΤΟΥ MES (σχετικά με την Πολιτική Υπηρεσία – Servico Civico)

Eίναι απαραίτητο να δοθεί τώρα μια ξεκάθαρη απάντηση στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, καθώς και στην κυβέρνηση. Δεν είναι θέμα άρνησης των σπουδαστών να εγκαταλείψουν τα γκέτο των σχολών τους. Στην πραγματικότητα, αρνούνται να συνεχίσουν να μένουν αποκομμένοι στα ακαδημαϊκά ιδρύματά τους, μακριά απ’ την κοινωνία. Απορρίπτουν όμως την Πολιτική Υπηρεσία, την οποία θεωρούν ένα επιλεκτικό και εξιλεωτικό μέτρο που επιβλήθηκε απ’ το αστικό πανεπιστήμιο. Απορρίπτουμε αυτή την υπηρεσία, όχι γιατί επιθυμούμε να παραμείνουμε μια προνομιούχα κάστα, επωφελούμενοι του εκμεταλλευτικού συστήματος, αλλά γιατί αρνούμαστε να πάμε ενάντια στα πραγματικά συμφέροντα της εργατικής τάξης. Αρνούμαστε τη θέσπιση νέων ελίτ και την συνδρομή στην αναδόμηση των πανεπιστημίων με καπιταλιστικούς όρους. Θεωρούμε ότι η σχέση μεταξύ διδασκαλίας και πρακτικής πρέπει να προγραμματίζεται και να εφαρμόζεται απ’ όλους τους σπουδαστές, απ’ τους πρωτοετείς μέχρι τους τελειόφοιτους (κι όχι να καταρτίζεται στα υπουργικά συμβούλια και να επιβάλλεται στους νεοεισαχθέντες σπουδαστές).

Ο αγώνας των σπουδαστών είναι αγώνας εναντίον ενός αντιδραστικού εκπαιδευτικού συστήματος. Είναι αγώνας για το μετασχηματισμό, ριζικό και προοδευτικό, του συγκεκριμένου τύπου εκπαίδευσης συνολικά. Δε θ’ αρνούμασταν να βγούμε απ’ τις σχολές αν η έξοδος ελέγχονταν κι αποφασίζονταν από μας τους ίδιους, αν αυτό είχε σχέση με το έργο και τις μεθόδους της παιδείας και αν υλοποιούνταν με πνεύμα μόνιμης επαφής με τους εργαζόμενους μέσα στις πραγματικές συνθήκες των αγώνων και των αυτόνομων οργανώσεών τους. Η αλήθεια είναι ότι μόνο αν φέρεις τους σπουδαστές σε επαφή με τα σοβαρότατα προβλήματα που αντιμετωπίζει η εργατική τάξη, μπορούν να αντιληφθούν τα προβλήματα αυτά. Είναι όμως αλήθεια την ίδια στιγμή, ότι μόνο μέσα απ’ την επιστημονική εξέταση των προβλημάτων αυτών μπορεί αυτή η επαφή να δώσει σημαντικά αποτελέσματα: απ’ τη μια μεριά την επίγνωση της πραγματικότητας κι απ’ την άλλη, τη συνειδητή υποστήριξη του αγώνα των εργαζόμενων για τη χειραφέτηση.

Όχι στην Πολιτική Υπηρεσία (Servico Civico).
Για τον σπουδαστικό έλεγχο πάνω στην αποφοίτηση.
Για μια πραγματική συμμαχία με τους εργατικούς αγώνες εναντίον της εκμετάλλευσης κι υπέρ του σοσιαλισμού.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 17: ΘΕΣΕΙΣ ΠΑΝΩ  ΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΟΥ ΠΟΡΤΟ

Το PCP ισχυρίστηκε ότι η διαδήλωση είχε εξυπηρετήσει αποκλειστικά την αντίδραση. «Το PCP δεν οργάνωσε, δεν συμμετείχε και δε στήριξε τη διαδήλωση». To ΜDP-CDE καταδίκασε επίσης τα γεγονότα ως «ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν από περιθωριακές ομάδες».

Το Σοσιαλιστικό Κόμμα δήλωσε ότι «δεν είχε τίποτα κοινό με το CDS που ήταν το πρώην ΑΝΡ». Καταδίκασε τόσο τη βία της 4ης Νοέμβρη (όταν το MRPP είχε επιτεθεί σε μια συγκέντρωση του CDS στη Λισαβόνα) όσο και τα τωρινά γεγονότα.

Το PPD έκανε έκκληση υπέρ του πλουραλισμού, καταδικάζοντας την αδιαλλαξία.

Σε κοινή τους ανακοίνωση, οι πέντε οργανώσεις που είχαν καλέσει τη διαδήλωση (LUAR, PRP-BR, LCI, JS, MES) υπεράσπισαν τη στάση τους:

«Η διεξαγωγή στο Πόρτο της συγκέντρωσης του CDS αποτελεί κομμάτι της επίθεσης της άρχουσας τάξης εναντίον της εργατικής τάξης. (...) Η άρχουσα τάξη ακολούθησε το δρόμο αυτό επειδή αντιλαμβάνεται ότι η επιδεινούμενη οικονομική κρίση κι η αυξανόμενη πολιτική συνειδητοποίηση των εργατών (που εκφράστηκε με τις πρόσφατες απεργίες και διαδηλώσεις) αποτελεί απειλή γι’ αυτήν.

Με την αλλαγή της διακυβέρνησης, έπρεπε κι αυτή να μεταβάλει τη μορφή της πολιτικής κυριαρχίας. Ήθελε να εντείνει την εκμετάλλευση των εργαζόμενων, να επιτεθεί στο επίπεδο διαβίωσής τους και να τους κάνει να πληρώσουν την κρίση που η ίδια η άρχουσα τάξη δημιούργησε. (...) Αυτά ήταν τα κίνητρα που ώθησαν τις οργανώσεις μας στο να απαιτήσουν την άμεση απαγόρευση του συνεδρίου του CDS (και τη διάλυση όλων των φασιστικών οργανώσεων) και να στηρίξουν τους εργατικούς αγώνες εναντίον της καπιταλιστικής αντίδρασης (δηλαδή των απολύσεων, την αύξηση του κόστους διαβίωσης και την απειλή καινούριων αντιδραστικών ενεργειών).

Αργότερα, οι ίδιες οργανώσεις, με την εξαίρεση του MES, έβγαλαν δεύτερη ανακοίνωση:

«Για άλλη μια φορά, τα ΜΑΤ της καταστολής προσπάθησαν να ματοκυλίσουν μια διαδήλωση. Δε δίστασαν ν’ ανοίξουν πυρ εναντίον των εργατών. Όμως αυτή αντιφασιστική διαδήλωση, παρά τα λάθη που έγιναν, παρά τα θύματα στα χέρια της αστυνομίας, αποτελεί μια νίκη για τον αγώνα. Διαφωνούμε με το MES που εξηγεί γιατί δεν προσυπογράφει την ανακοίνωση. Καταγγέλλουμε το ρόλο του PCP που φρέναρε τις μάζες για να μην έρθουν σε πλήρη και κοινή σύγκρουση με τους αναδιοργανωτές του φασισμού, επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά τη χιλιοειπωμένη κατηγορία ότι αποτελούμε “παιχνιδάκια στα χέρια της αντίδρασης”. (...) Απαιτούμε τελικά τη διάλυση των ΜΑΤ και τον αφοπλισμό τους, όπως και τον αφοπλισμό της GNR».

To ΜΕS έβγαλε τη δική του ανακοίνωση. Στη διάρκεια των συμβάντων της προηγούμενης βραδιάς, κάποιοι νεαροί εργάτες είχαν επιτεθεί σε κάποια φάση στις δυνάμεις της COPCON επειδή δε συνέλαβαν τους αντιπροσώπους του CDS. Εκτοξεύτηκαν πέτρες εναντίον των τζιπ και των θωρακισμένων αυτοκινήτων. Ξέσπασαν επίσης συμπλοκές μεταξύ νεαρών εργατών και κάποιων «αριστεριστών» ηγετών. Το MES σχολίασε:

«Όταν αποφασίσαμε από κοινού με άλλες οργανώσεις να καλέσουμε τη διαδήλωση, αποτέλεσε αταλάντευτη πρόθεσή μας να μην διαταράξουμε την ενότητα του MFA και να μην απομονώσουμε τα προοδευτικά του τμήματα. (...) Οργανώσεις που δεν προσκλήθηκαν και που αυτοαποκαλούνται “πρωτοπορία της εργατικής τάξης”, προσπάθησαν προβοκατόρικα ν’ αλλάξουν το χαρακτήρα της διαδήλωσης. (...) Με τρόπο παιδιάστικο και στην ουσία μικροαστικό, οι συγκεκριμένοι διαδηλωτές έβαλαν κάποιους τυχοδιωκτισμούς στη θέση μιας σωστής ταξικής ανάλυσης. Προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τις μάζες εναντίον του MFA. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία τη στιγμή που η Εκκλησιαστική ιεραρχία, οι φασίστες κι οι αντικομμουνιστές προσπαθούσαν από κοινού να διεισδύσουν με τη μορφή αστικών κομμάτων μέσα στην κυβερνητική συμμαχία. Όταν απαιτούσαμε την άμεση απαγόρευση του συνεδρίου του CDS, αντιλαμβανόμασταν ότι με τίποτα δε θα έπρεπε αυτό να προκαλέσει ρήγμα μέσα στις προοδευτικές δυνάμεις του MFA».

Όλα τα παραθέματα προέρχονται απ’ την «Α Καπιτάλ» της 27ης Γενάρη 1975.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 18: ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ «ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΛΟΧΑΓΩΝ»

Είναι ευρέως γνωστό ότι για αρκετούς μήνες βρίσκονταν υπό διαμόρφωση το Κίνημα των Λοχαγών, μέσα στις ένοπλες δυνάμεις. Αυτό έχει τώρα αποκτήσει χαρακτηριστικά, προθέσεις και σκοπούς, τα οποία είναι καιρός ν’ αποσαφηνιστούν και να προσδιοριστούν. Το κείμενο αυτό παρουσιάστηκε σ’ όλους τους στρατιώτες με σκοπό να τους κάνει να σκεφτούν κριτικά πάνω στα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ένοπλες δυνάμεις. Το παρουσιάζουμε στα πλαίσια μιας ευρύτερης αντίληψης, η οποία, σ’ αυτή τη σημαντική στιγμή που βρίσκεται η χώρα, δε διαχωρίζει τις ένοπλες δυνάμεις απ’ το έθνος.

Ο σκοπός του κειμένου αυτού είναι να εδραιώσει την υποστήριξη αυτών που έχουν συνειδητά καταλήξει στ’ ότι μια ενωτική πρακτική που συμφωνεί με την παρούσα ανάλυση, είναι τώρα σημαντική κι επείγουσα.

Η γενική στάση απέναντι στις ένοπλες δυνάμεις σήμερα, είναι ότι υποστηρίζουν σθεναρά μια παγκόσμια, περίπλοκη, πολιτικο-οικονομική δομή κι ότι υπερασπίζονται συμφέροντα στον καθορισμό των οποίων οι συνηθισμένοι άνθρωποι δε συμμετέχουν. Μια τέτοια δομή όμως δεν μπορεί να παραμένει ακλόνητη για πάντα (ακόμα κι αν πάρουμε ως δεδομένη την προσοχή που αφιερώνεται στην οργάνωση της αστυνομίας και του δικαστικού συστήματος για την υποστήριξή της). Είναι ευάλωτη αν οι επικεφαλής της δεν μπορούν να στηριχτούν στην τυφλή υπακοή των ενόπλων δυνάμεων. Εδώ ακριβώς βρίσκεται ριζωμένη η αντίληψη ότι οι σπουδαίοι εθνικοί σκοποί ανήκουν αποκλειστικά στην πολιτική εξουσία και ότι οι ένοπλες δυνάμεις υπάρχουν απλώς και μόνο για να τους υλοποιήσουν χωρίς να σκέφτονται πάνω στη χρησιμότητά τους. Από δω ξεκινάει ο μύθος της απολίτικης φύσης των ενόπλων δυνάμεων που τις μετατρέπει από φύλακες της έννομης συνταγματικότητας σε απλούς εκτελεστές πολιτικών που αποφασίζονται απ’ τα πάνω.

Αν πριν το 1961, οι ένοπλες δυνάμεις δεν είχαν κηλιδώσει την τιμή τους, ήταν μόνο και μόνο επειδή οι εσωτερικές κρίσεις του καθεστώτος δεν είχαν προσεγγίσει ακόμα ένα πολύ οξυμένο σημείο. Μετά όμως απ’ την πτώση της Γκόα (ΣτΜ: πρώην Πορτογαλική αποικία που προσαρτήθηκε στην Ινδία) κι ειδικότερα μετά απ’ το ξέσπασμα των Αφρικανικών πολέμων, οι ένοπλες δυνάμεις –προς απογοήτευσή τους- αποκόπηκαν απ’ τους σκοπούς του έθνους. Ήταν ακριβώς οι ένοπλες δυνάμεις που ταπεινώθηκαν, λοιδωρήθηκαν και παρουσιάστηκαν στο έθνος ως υπεύθυνες γι’ αυτή τη συμφορά.

Οι στρατιωτικοί θεσμοί συνέχισαν να χάνουν το κύρος τους. Πρώτα απ’ όλα, ο πόλεμος στην Ανγκόλα δεν αποτελούσε μεγάλο στρατιωτικό πρόβλημα, για να εκφραστούμε με όρους νομιμότητας. Όμως καθώς η κατάσταση επιδεινώνονταν κι άνοιγαν κι άλλα μέτωπα σε Μοζαμβίκη και Γουϊνέα-Μπισσάου, το έργο των ενόπλων δυνάμεων γίνονταν όλο και πιο δυσάρεστο. Άρχισε να γίνεται όλο και πιο φανερό ότι οι πολιτικές που μεταχειρίζονταν το έθνος ήταν ανυπόφορες. Καθώς το καθεστώς γίνονταν όλο και πιο αδιάλλακτο, πιστεύοντας πεισματικά στην ύπαρξη μιας και μόνης λύσης στο πρόβλημα των αποικιών, οι ένοπλες δυνάμεις άρχισαν ν’ ανοίγουν τα μάτια τους όλο και περισσότερο. Δεν είδαν μόνο το απόλυτο αδιέξοδο του Αφρικανικού ζητήματος αλλά και την κρίση που αντιμετώπιζε η χώρα συνολικά. Ήταν μια κρίση συνολική: οικονομική, κοινωνική και ηθική.

Το χάσμα μεταξύ ενόπλων δυνάμεων και έθνους μεγάλωνε και μαζί του κι η έλλειψη αυτοσεβασμού. Κανένα απ’ τα μέτρα που πάρθηκαν δεν μπορούσε να το αλλάξει αυτό. Οι ένοπλες δυνάμεις έχασαν την πίστη στον εαυτό τους.

Τα προβλήματα αυτά δεν ήταν δυνατό να λυθούν μέσω μισθολογικών αυξήσεων (το κείμενο αυτό αποδεικνύει ότι η συνείδηση των ενόπλων δυνάμεων δεν πωλείται). Ούτε να λυθούν με την επέκταση των προνομίων τους. Ούτε υπάρχει οποιαδήποτε λύση στον προαναγγελθέντα επανεξοπλισμό του στρατού που θα τον βοηθήσει να διεξάγει τον πόλεμο με βελτιωμένο τεχνολογικά τρόπο. Ούτε τα κατασταλτικά μέτρα μπορούν να κλείσουν τα στόματα των διαφωνούντων. Με κανένα όμως απ’ τα παραπάνω μέτρα δεν μπορούν οι πολιτικοί ηγέτες να μειώσουν τη θλίψη και το βαθύ ρήγμα που υπάρχουν στη συνείδηση των στρατιωτικών.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο Πορτογαλικός λαός, κι αυτό που ως ένα βαθμό καθορίζει κι όλα τα υπόλοιπα μέχρι στιγμής, είναι ο πόλεμος στις τρεις Αφρικανικές περιφέρειες: σε Ανγκόλα, Μοζαμβίκη και Γουϊνέα-Μπισσάου. Το πρόβλημα αυτό είναι και το σοβαρότερο κι αποτελεί τη βάση της γενικευμένης κρίσης του καθεστώτος που είναι ήδη εκτός ελέγχου. Αν η τωρινή αντίληψη λέει πως είναι αδύνατο να επιτευχθεί λύση μέσω στρατιωτικών μέτρων, τότε είναι φανερό ότι αυτοί που κατέχουν την πολιτική δύναμη στερούνται κάποιας ικανοποιητικής στρατηγικής.

Όλοι οι συνειδητοποιημένοι στρατιώτες γνωρίζουν ότι η λύση στα προβλήματα των υπερπόντιων περιοχών είναι πολιτική, όχι στρατιωτική. Έχουν μάθει ότι αποτελεί καθήκον τους να καταγγείλουν αυτά τα λάθη, των οποίων έχουν καταστεί θύματα και τα οποία τους μετατρέπουν γι’ άλλη μια φορά σε πρόβατα. Μόνο μια πολιτική λύση μπορεί να εγγυηθεί την τιμή και την εθνική αξιοπρέπεια, τα έννομα συμφέροντα του Πορτογαλικού λαού και των Πορτογάλων της Αφρικής και να σεβαστεί ταυτόχρονα τις αμετάκλητες κι αδιαμφισβήτητες ελπίδες των Αφρικανικών λαών ν’ αυτοκυβερνηθούν.

Οι συνειδητοποιημένοι στρατιώτες γνωρίζουν ότι μια τέτοια λύση θα πρέπει να επιβληθεί πάνω σ’ αυτούς που έχουν σφετεριστεί κάθε έκφανση του πατριωτισμού και που έχουν επιπλέον διακηρύξει πως απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης του έθνους.

Για να επιλυθούν αυτές οι κρίσεις, οι θεσμοί της χώρας πρέπει να καταστούν αντιπροσωπευτικοί των ελπίδων και των συμφερόντων του λαού. Μ’ άλλα λόγια, χωρίς τον εκδημοκρατισμό της χώρας, δεν είναι δυνατό να σκεφτόμαστε οποιαδήποτε πιθανή λύση στα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε.

Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, θεωρούμε επιτακτικά και άμεσα τα παρακάτω:

οι εθνικοί σκοποί να ξεκαθαριστούν, καθοριστούν και να γίνουν αποδεκτοί απ’ το έθνος.
ν’ αποφασίσει το έθνος ποιο τμήμα των σκοπών αυτών θα επωμιστεί ο στρατός.
αυτοί οι σκοποί να είναι συμβατοί με τις πραγματικές ικανότητες του στρατού.
ν’ αναδομηθούν οι ένοπλες δυνάμεις με τρόπο που να περιλαμβάνει τ’ ατομικά δικαιώματα και τη δικαιοσύνη.
να επιτραπεί στις ένοπλες δυνάμεις ν’ ανακτήσουν το κύρος τους.

Εσπρέσσο, 4 Μάη 1974.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 19: Η ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ ΤΟΥ CRTSM

1. Η 11η Μάρτη ήρθε και πέρασε κι είναι τώρα ξεκάθαρο ότι υπάρχουν ελάχιστες ή και καμιά ταξική οργάνωση που να μπορεί ν’ αντιμετωπίσει κάποιο πιθανό αντιδραστικό πραξικόπημα. Οι Εργατικές Επιτροπές μετά τις 7 Φλεβάρη περιήλθαν σε αδιέξοδο, έχοντας φτάσει στο μάξιμουμ της διαπραγματευτικής τους δύναμης.

2. Το φάσμα της ανεργίας στοιχειώνει τώρα τους εργαζόμενους και τους αποτρέπει απ’ τη διεκδίκηση αιτημάτων. Το γεγονός αυτό έχει επιτρέψει στους ρεφορμιστές ν’ αναλάβουν τον έλεγχο σε αρκετές επιχειρήσεις.

3. Ο ρεφορμισμός, έχοντας κερδίσει ερείσματα σε ορισμένους στρατιωτικούς και πολιτικούς θεσμούς, θα σταθεί ικανός να εισάγει μεταρρυθμίσεις που πιθανώς να σταθεροποιήσουν την κατάσταση βραχυπρόθεσμα. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, δε θα προσφέρουν ποτέ κάποια λύση.

4. Η στρατιωτική εξουσία είναι χωρισμένη σε τρεις φράξιες: τη δεξιά, την αριστερή και την αναποφάσιστη.

5. Η πραγματική πολιτική εξουσία βρίσκεται στα χέρια των στρατιωτικών, ανάμεσα στους οποίους υπάρχουν διάφορες τάσεις που μπορεί να στραφούν προς τα δεξιά ή τ’ αριστερά, ή που θα μπορούσαν να ενδυναμωθούν απ’ τους αναποφάσιστους, των οποίων ο αριθμός είναι μεγάλος μέσα στις ένοπλες δυνάμεις αυτή τη στιγμή.

6. Ο ιμπεριαλισμός δεν είναι σε θέση ν’ απωλέσει τη στρατηγική θέση που κατέχει στη χώρα μας και φοβάται τον αντίκτυπο που θα σημειώσει η επαναστατική μας διαδικασία στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, των οποίων το προλεταριάτο είναι πιο ανεπτυγμένο.

7. Η σύγκρουση με τον ιμπεριαλισμό είναι αναπόφευκτη στο αμέσως επόμενο διάστημα. Η υπερνίκησή του είναι πιθανή, δεδομένης της υπάρχουσας κατάστασης μέσα στο Στρατό. Δεν μπορεί σίγουρα να νικηθεί απ’ τις πολιτικές κλίκες.

8. Η μάχη ενάντια στον ιμπεριαλισμό απαιτεί μια ένοπλη ταξική οργάνωση.

9. Η ταξική οργάνωση γεννιέται απ’ τα αυτόνομα όργανα του αγώνα, από επιτροπές που είναι ενωμένες στη βάση κι εκλεγμένες απ’ την εργατική τάξη.

10. Μια τέτοια οργάνωση θα γεννηθεί κυρίως στα εργοστάσια και τους τόπους δουλειάς όπου αναπτύσσονται σκληροί αγώνες ενάντια στ’ αφεντικά. Διαφορετικά επίπεδα οργάνωσης σε διάφορα μέρη θ’ ανταποκρίνονται σε διαφορετικά επίπεδα συνειδητοποίησης.

11. Τα Επαναστατικά Συμβούλια δεν είναι εναντίον των Εργοστασιακών Επιτροπών (ούτε κι επιθυμούν να τις υποκαταστήσουν). Οι Επιτροπές έχουν το ρόλο της μορφοποίησης των αιτημάτων, ενώ τα Επαναστατικά Συμβούλια αποτελούν μια πιο προωθημένη μορφή, άμεσα πολιτική, κι αποσκοπούν στην κατάληψη της εξουσίας.

Παίρνοντας υπ’ όψη όλα τα παραπάνω, προτείνεται:

Α. Άμεσα καθήκοντα:

1. Η ερμηνεία της πολιτικής, στρατιωτικής και οικονομικής κατάστασης της χώρας μας από τους επαναστάτες εργάτες-μαχητές.

2. Η άμεση εκλογή των Επαναστατικών Συμβουλίων σ’ όλους τους τόπους δουλειάς, τα στρατόπεδα και τις στεγαστικές μονάδες.

3. Η ενδυνάμωση των σχέσεων μεταξύ εργατών κι επαναστατών στρατιωτών.

Β. Στόχοι των Επαναστατικών Συμβουλίων:

1. Να οργανώσουν και να εξοπλίσουν την εργατική τάξη επειγόντως για το τσάκισμα ενός πιθανού αντιδραστικού πραξικοπήματος που μπορεί να προέλθει απ’ το εσωτερικό ή το εξωτερικό. Να οργανωθούν για την κατάληψη και την άσκηση της εξουσίας απ’ την εργατική τάξη.

2. Να σχηματίσουν έναν αληθινό επαναστατικό προλεταριακό στρατό.

3. Στην παρούσα φάση μπορούμε ν’ ανεχτούμε την ύπαρξη διάφορων πολιτικών κομμάτων που προσπαθούν να οργανώσουν τους μαχητές της εργατικής τάξης. Τα Επαναστατικά Συμβούλια θα πρέπει να θεωρούνται η εμβρυακή μορφή του αληθινού επαναστατικού Κόμματος κι η ταξική πρωτοπορία στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού.

4. Να προσπαθήσουν σταδιακά να ελέγξουν, να κατευθύνουν και να διαχειριστούν τα εργοστάσια, τη γη και τα στρατόπεδα. Αποτελεί έργο του κάθε Επαναστατικού Συμβουλίου να καθορίσει τους συγκεκριμένους κι άμεσους στόχους του κάθε τομέα.

5. Τα Επαναστατικά Συμβούλια στην εξουσία θα στοχεύσουν:

α) Στο σοσιαλιστικό σχεδιασμό της οικονομίας που αντιτίθεται τόσο στην αυτοδιαχείριση σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού, όσο και στον κρατικό καπιταλισμό.

β) Στην πολιτιστική επανάσταση.

γ) Σ΄ ένα κοινωνικό σχέδιο που θα μετασχηματίσει εκ βάθρων τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές δομές για την οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας μέσω της Διχτατορίας του Προλεταριάτου.

Ρεβολουσάο, 23 Απρίλη 1975.  


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 20: ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ COPCON ΠΑΝΩ ΣΤΗ «ΛΑΪΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ»

Η οργανωμένη εργατική τάξη και το MFA αποτελούν την καθοδηγητική δύναμη στο δρόμο για το σοσιαλισμό. Αποτελούν τη μοναδική εγγύηση για το προχώρημα αυτού του έργου. Η πορεία των γεγονότων έχει δείξει ότι το MFA διαθέτει την απαιτούμενη δυναμική που το καθιστά ικανό να φέρει σε πέρας το καθήκον που επωμίστηκε, δηλαδή του άνευ όρων υπερασπιστή των πλέον εκμεταλλευόμενων τάξεων.

Ο σοσιαλισμός αποτελεί τη μοναδική εναλλακτική λύση στην παρούσα κατάσταση. Οι αυθόρμητες διαδηλώσεις και η οργάνωση της εξουσίας στη βάση, έχουν αποδειχτεί αποφασιστικοί παράγοντες στην ανάπτυξη της επαναστατικής διαδικασίας. Θυμόμαστε το παράδειγμα της 7ης Φλεβάρη (1975) και τις καταλήψεις σπιτιών και γαιών, που αμφότερες υποστηρίχτηκαν απ’ το MFA. Όμως η απουσία ξεκάθαρης προοπτικής έχει επιτρέψει τη χειραγώγηση, ανά διαστήματα, του MFA από διάφορα πολιτικά κόμματα.

Η συμφωνία (του MFA) με τα κόμματα αποτελεί σύμπτωμα που φανερώνει την πρόδηλη ανάγκη για την αποφυγή εγκαθίδρυσης στρατιωτικής δικτατορίας. Περιορίζει το πεδίο δράσης των κομμάτων που μέχρι τώρα χειραγωγούσαν τις λαϊκές μάζες κάνοντάς τες συχνά να ενεργούν εναντίον των ίδιων τους των συμφερόντων, αποφεύγοντας ν’ ασχοληθούν με την οργάνωση για την κατάληψη και την άσκηση της εξουσίας.

Η μάχη της παραγωγής δεν αποτελεί την πρώτη σοβαρή απόπειρα του MFA να καλέσει τις μάζες να συσπειρωθούν απόλυτα γύρω από ένα καθήκον που έχει προκύψει από μόνο του. Θα υπάρξει ένας στρατός γι’ αυτή τη μάχη; Θα μείνει ο Πρωθυπουργός μας εκτός της μάχης αυτής; Θυμόμαστε τα λόγια του Κιμ Ιλ Σουνγκ, του οποίου η εμπειρία απ’ την αναδόμηση της Βόρειας Κορέας, χρήζει προσοχής: «Δεν υφίσταται άνοδος της παραγωγής χωρίς τη διχτατορία του προλεταριάτου».

Ο όρος «διχτατορία του προλεταριάτου» δεν σημαίνει τίποτα παραπάνω απ’ τον κλασσικό ορισμό της εξουσίας της εργατικής τάξης, όρος εκ των ων ουκ άνευ για το σοσιαλισμό. Δεν είναι τίποτ’ άλλο απ’ την εργατική εξουσία σ’ όλους τους τόπους δουλειάς, όπως κι οπουδήποτε λαμβάνονται αποφάσεις. Αυτό απαιτεί: 1) τη δημιουργία λαϊκού στρατού, δημοκρατικού κι επαναστατικού, 2) άνευ όρων και ολοκληρωτική υποστήριξη στην εκλογή των ταξικών σωμάτων, τα οποία θα είναι επαναστατικά και δημοκρατικά 3) τον εκδημοκρατισμό των ενόπλων δυνάμεων, χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει επανάσταση, πολύ περισσότερο δε, η υπεράσπιση αυτής 4) ενότητα υπεράνω κομμάτων: πλήρης δημοκρατία. Ανακλητότητα των αντιπροσώπων, ανά πάσα στιγμή, απ’ τη συνέλευση που τους εξέλεξε. Τοπικός, περιφερειακός και εθνικός συντονισμός αυτών των οργάνων.

Γνήσιο χαρακτηριστικό μας θα είναι τ’ ότι τα Επαναστατικά Συμβούλια θα γίνονται αντικείμενα διαλόγου και προώθησης όχι μονάχα απ’ τους εργαζόμενους αλλά κι απ’ τους επαναστάτες στρατιωτικούς επίσης.

Διάφορες κινήσεις που ενθαρρύνονται απ’ τα κόμματα πιθανώς να καταλήξουν σε φαινομενικά παρόμοιες οργανώσεις αλλά θα πρέπει ξεκάθαρα ν’ απαντήσουν στις ακόλουθες ερωτήσεις:
Αποτελούν ή όχι όργανα της εργατικής τάξης, εκλεγμένα απ’ την ίδια και ανακλητά ανά πάσα στιγμή;
Είναι έτοιμα τα κόμματα να υποταχτούν στη διχτατορία της εργατικής τάξης, την οποία λένε ότι υπερασπίζονται;

Αν όχι, οι ελιγμοί αυτού του είδους αποτελούν σοβαρό κίνδυνο την παρούσα στιγμή, δεδομένου του ότι κανένας δεν μπορεί να σταματήσει την ανάπτυξη των Επαναστατικών Συμβουλίων. Η συνέχιση αυτών των ελιγμών θα οδηγήσει αναπόφευκτα στη διαίρεση των εργαζόμενων.

***
Το παρόν κείμενο που παρουσιάστηκε στη Γενική Συνέλευση του MFA (19 Μάη 1975), διαβάστηκε ευρύτερα όταν αργότερα δημοσιεύτηκε στην Εσπρέσσο (24 Mάη 1975). Δε θα πρέπει να συγχέεται με άλλο κείμενο που επίσης σχετίζονταν με το ζήτημα της λαϊκής εξουσίας και που τιτλοφορούνταν «Εργατική Πρόταση για ένα Εργατικό Πρόγραμμα» (μια αυτοκριτική της COPCON), δημοσιευμένο στις 13 Αυγούστου 1975 (στην Ζορνάλ Νόβο, ανάμεσα σ’ άλλες) κι αναφερόμενο στο Κεφάλαιο ΧΙΙ (Η Κρίση των Λενινιστικών Ιδεών). Αμφότερα τα κείμενα είναι ιδιαίτερα ασαφή όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι το MFA αποτελούσε μια «καθοδηγητική δύναμη στο δρόμο για το σοσιαλισμό».

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 21: ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΟΑΡΕΣ

«Η κρίση μεγάλωσε απ’ τη στιγμή της εξόδου του Σοσιαλιστικού Κόμματος (απ’ την Τέταρτη Κυβέρνηση) και κατά το διάστημα των επόμενων 16 ημερών, στη διάρκεια του οποίου δεν υφίστατο καθόλου κυβέρνηση (...) Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, έχοντας επίγνωση των ευθυνών του, είναι έτοιμο να κατέβει στους δρόμους και να διατρανώσει τα πιστεύω του (...) Αυτό που μας χωρίζει δεν είναι ο Μαρξ ή η οικοδόμηση της αταξικής κοινωνίας (...) Αυτό που μας χωρίζει είναι ο Στάλιν, η ολοκληρωτική αντίληψη για το κράτος, η παντοδυναμία του ενός και μοναδικού κόμματος, τα δικαιώματα του ανθρώπου και τα προβλήματα της ελευθερίας. Αυτό που μας χωρίζει δεν είναι οι “εθνικοποιήσεις” ή η “αγροτική μεταρρύθμιση” αλλά το πως αυτά θα καθοδηγηθούν – από μια γραφειοκρατία εξαρτώμενη απ’ τη συγκεντρωτική εξουσία ή απ’ το δημοκρατικό έλεγχο των εργαζόμενων, όπου κι αν αυτός εμφανίζεται αυθόρμητα; Αυτό που μας χωρίζει δεν είναι οι Επιτροπές Γειτονιάς ή άλλες μορφές άμεσης δημοκρατίας (αυτές άλλωστε περιλαμβάνονται στο πρόγραμμά μας) αλλά το ζήτημα της δημοκρατικής εκπροσώπησής τους...».  

28 Ιούλη 1975

Για την άλλη πλευρά του Μάριο Σοάρες, ας ανατρέξουν οι αναγνώστες στο λόγο που έβγαλε στις 29  Ιούνη, όταν μίλησε με τον Επίσκοπο του Πόρτο σε τελετή χειροτονίας νέων ιερέων:

«Η εγκαθίδρυση της λαϊκής δημοκρατίας μπορεί να αλλοιώσει την επανάσταση επειδή εμπεριέχει τη ρήξη με την Ευρώπη, απ’ την οποία και εξαρτόμαστε. Επιπλέον, ένα τέτοιο καθεστώς θα σήμαινε ...τη δραματική πτώση του επιπέδου διαβίωσης ορισμένων τάξεων. Θα σήμαινε τον εκπατρισμό των επιστημόνων που είναι απαραίτητοι για τη χώρα (...) Το Σοσιαλιστικό Κόμμα είναι εναντίον της δημιουργίας ένοπλων πολιτοφυλακών. Η δημιουργία τέτοιων πολιτοφυλακών ανοίγει το δρόμο για τον εμφύλιο. Οι ένοπλες πολιτοφυλακές αντίκεινται ρητά στις αρχές μας. Είμαστε υπέρ της άσκησης της επαναστατικής νομιμότητας μέσω της ενδυνάμωσης της εξουσίας του κράτους. Το MFA αποτελεί τη μόνη δύναμη που πρέπει να φέρει όπλα...»

Α Καπιτάλ, 30 Ιούνη 1975.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 22: ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ FUR

Ι

Απ’ τις 11 Μάρτη, μέσω των εκλογών και της πορείας προς τα πιο πρόσφατα γεγονότα, γίναμε μάρτυρες μιας αντιδραστικής επίθεσης της μπουρζουαζίας που στόχευε στην παλινόρθωση και την υπονόμευση των νικών που επιτεύχθηκαν απ’ τον εργαζόμενο λαό...

Ι Ι

Το Μέτωπο Επαναστατικής Ενότητας (FUR) που προσπαθούμε να οικοδομήσουμε μέσω της συνένωσης των πολιτικών οργανώσεων που το απαρτίζουν, προορίζεται στο να συμβάλλει στην ενοποίηση των επαναστατών γύρω από μια αγωνιστική πλατφόρμα που οι λαϊκές μάζες μπορούν να θεωρήσουν δική τους. Το FUR θα συμβάλλει στην ενοποίηση όλων των επαναστατικών δυνάμεων υπό την έννοια της ενίσχυσης, της εξάπλωσης και του συντονισμού των οργάνων της λαϊκής εξουσίας.

Το FUR δεν υποκαθιστά τις αυτόνομες οργανώσεις της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων μαζών. Ο ρόλος του μετώπου είναι να συνδράμει (τον αγώνα). Τα όργανα της λαϊκής εξουσίας γίνονται όλο και σημαντικότερα για την κατάληψη της εξουσίας απ’ τους εργάτες και την άσκηση της επαναστατικής εξουσίας απ’ το προλεταριάτο.

Το FUR θα συμβάλλει με την πραχτική του στην ενίσχυση των ταξικών συμμαχιών που χρειάζεται το προλεταριάτο προκειμένου να καταλάβει την εξουσία και να δημιουργήσει τη σοσιαλιστική κοινωνία.

Το FUR αποτελεί συμβολή στην ενοποίηση και οργάνωση της ταξικής πρωτοπορίας, η οποία είναι ιστορικά αναγκαία για το προλεταριάτο στο δρόμο του για την κατάληψη και άσκηση της επαναστατικής εξουσίας.

Ι Ι Ι

Το FUR δείχνει στις λαϊκές μάζες το δρόμο του αγώνα εναντίον του καπιταλισμού, για τη λαϊκή εξουσία, για το σοσιαλισμό και την εθνική ανεξαρτησία ενάντια στον ιμπεριαλισμό.

Το FUR θεωρεί τα ακόλουθα ως άμεσους στόχους του αγώνα των λαϊκών μαζών:

1. Την οργάνωση της αυτοάμυνας απέναντι στις ένοπλες επιθέσεις της καπιταλιστικής αντίδρασης κι ειδικότερα μέσω των οργάνων της λαϊκής εξουσίας.

2. Τον αγώνα για την «εκκαθάριση» (saneamento) όλων των φασιστών και σοσιαλδημοκρατών πραξικοπηματιών μέσα στις Ένοπλες Δυνάμεις.

3. Τον αγώνα για την απόλυτη ελευθερία της διοργάνωσης συγκεντρώσεων. Την οργάνωση των στρατιωτών και των ναυτών ως μέσο με το οποίο οι ADUs μπορούν πραγματικά να γίνουν δημοκρατικά κι επαναστατικά όργανα.

4. Τον αγώνα για την παραδειγματική καταστολή των φασιστών και των αντεπαναστατών όλων των ειδών, όπως των τοπικών κομματαρχών και του αντιδραστικού κλήρου που ευθύνονται για το κύμα αντικομμουνιστικής βίας που παρατηρείται σε πολλά μέρη της χώρας.

5. Τον αγώνα για τη δημιουργία λαϊκών δικαστηρίων, ικανών ν’ απονέμουν στους αντεπαναστάτες τη δικαιοσύνη των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων.

6. Τον αγώνα εναντίον της εξουσίας των οικονομικών ομάδων που συνεχίζει να υφίσταται. Για την εθνικοποίηση των μεγάλων βιομηχανικών κι αγροτικών εταιρειών (κάτω από εργατικό έλεγχο και χωρίς αποζημίωση) όπως και των ξένων τραπεζών και ασφαλιστικών εταιρειών – υπό την έννοια της συλλογικής οικειοποίησης των μέσων παραγωγής.

7. Τον αγώνα για την εξάπλωση του εργατικού ελέγχου πάνω στην παραγωγή και για τον οργανωμένο έλεγχο των εργαζόμενων πάνω στο σύνολο της οικονομίας.

8. Τον αγώνα για την κλιμάκωση και τη γενίκευση της αγροτικής μεταρρύθμισης, η οποία με τρόπο επαναστατικό θα ικανοποιεί τις ανάγκες και τις ελπίδες των αγρεργατών και των μικρομεσαίων γεωργών, οργανωμένων στα δικά τους όργανα λαϊκής εξουσίας, δηλαδή τα συμβούλια των χωριών.

9. Τον αγώνα ενάντια στις απολύσεις κι υπέρ της πλήρους απασχόλησης.

10. Τον αγώνα εναντίον του αυξημένου κόστους διαβίωσης που ευνοεί μονάχα τους παρασιτικούς μεσάζοντες και πλήττει τους εργαζόμενους της πόλης και της υπαίθρου.

11. Τον αγώνα για εθνική απεξάρτηση απ’ τον ιμπεριαλισμό κι απ’ όλα τα πολιτικο-οικονομικά μπλοκ. Ο αγώνας να βασιστεί στη συμμαχία με τις αντι-ιμπεριαλιστικές χώρες και στην αγωνιστική αλληλεγγύη με τους εργαζόμενους σ’ ολόκληρο τον κόσμο.

12. Τον αγώνα για την επαναστατική συμμαχία των Πορτογάλων εργαζόμενων με τον Ανγκολέζικο λαό που εκπροσωπείται απ’ το μοναδικό απελευθερωτικό κίνημά του, το MPLA.

13. Το κάλεσμα για την κατάργηση της Συντακτικής Συνέλευσης και την καταγγελία του μπουρζουάδικου χαρακτήρα της.

14. Τον αγώνα για τη σύσταση μιας Κυβέρνησης Επαναστατικής Ενότητας.

Α Καπιτάλ, 10 Σεπτέμβρη 1975.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 23: ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΕΚΠΟΜΠΗ ΤΟΥ ΡΑΝΤΙΟ ΡΕΝΑΣΕΝΣΑ

Φωνή: Είμαστε στα 30 λεπτά και 35 δευτερόλεπτα μετά τα μεσάνυχτα. Ακούτε το Ράντιο Ρενασένσα, τ’ οποίο είναι κατειλημμένο απ’ τους εργαζόμενούς του, στην υπηρεσία της εργατικής τάξης, της αγροτιάς και όλου του εργαζόμενου λαού γενικότερα... (μουσική στο υπόβαθρο που δυναμώνει) Τα γεγονότα της 7ης Μάρτη στο Σετούμπαλ (1) υπήρξαν αντικείμενο επίσημης έκθεσης...  

Τραγούδι: Ήταν στην πόλη του ποταμού Σάντο...

Φωνή: Μια έκθεση με την οποία ο όλος ο λαός διαφώνησε και που δε φαίνεται να έχει πείσει κανέναν. (μουσική) Όπως λέει κι ο Ζέκα Αλφόνσο...

Τραγούδι: Τ’ άγρια κτήνη του Κεφαλαίου...

Φωνή: Πάμε ν’ ακούσουμε το Ζέκα Αλφόνσο να μιλάει για κάποια γεγονότα σ’ ένα τραγούδι του. Τη μουσική την έχει γράψει ο ίδιος. Οι στίχοι είναι από γείτονες κι εργάτες του Σετούμπαλ,

Τραγούδι: Ήταν στην πόλη του ποταμού Σάντο (Σετούμπαλ)
στο Ναυτικό της Όμιλο
εκεί που μαζεύτηκαν
τ’ άγρια κτήνη του κεφαλαίου.

Και στις εφτά του Μάρτη
την Τρίτη, που ’χε ακουστεί
από στόματα μισόκλειστα
πως το PPD ήταν η CIA.

Ένα κίτρινο φυλλάδιο
καλούσε τον κόσμο:
Ελάτε όλοι σας στη μάζωξη
της Σοσιαλδημοκρατίας.

Απ’ έξω, τετρακόσιοι πάνω-κάτω
που φώναζαν μ’ όλη τους τη δύναμη:
Κάτω ο καπιταλισμός!
Όχι άλλοι μεγαλοκαρχαρίες!  

Και μέσα 60 τύποι του PPD
πού ’δειχναν
τα ρόπαλα και τα όπλα τους
κι άλλα που δε φαίνονταν απ’ έξω.

Μ’ ένα σινιάλο κανονισμένο απ’ τα πριν
φτάνουν οι μπάτσοι αγριεμένοι
χτύπα, χωροφύλακα, χτύπα
πληρώνει καλά η Τόττα Αζόρες. (2)

Φίλε, σπάσε την πόρτα
έρχονται να σε σκοτώσουν
τα κτήνη ήδη ανοίγουν πυρ
πρέπει ν’ αγωνιστούμε εκεί έξω.

Ασφυξιογόνα
και πυροβολισμοί που πέφτουν
να κι άλλοι μπάτσοι που φτάνουν
για να φυλάξουν τους PPD-έδες.

Ο Ζοάο Μανουέλ πέφτει νεκρός
είναι απ’ το Αλγκάρβε
κι οχτώ ακόμα πληγωμένοι
ο Ναυτικός Όμιλος άδειασε.

Το δίκιο, έξω στη νύχτα
είναι που κατέβασε τον κόσμο στο δρόμο
θάνατος στους φονιάδες της αστυνομίας
Φίλε, η νίκη είναι δικιά σου.

Στις 11 του ίδιου μήνα
στις 11 το πρωί
ενώ ο Ζοάο είχε πέσει
ενώ ο Ζοάο ήταν νεκρός

Στην άλλη πλευρά του ποταμού
πεθαίνει ο στρατιώτης Λουίς
Φαντάροι, παιδιά του λαού
Ας φτιάξουμε τη χώρα που μας πρέπει. (σβήνει…)
Φωνή: Και τώρα ένα καινούριο τραγούδι που αναφέρεται στον αντικομμουνισμό που έχει απλωθεί σ’ ολόκληρη τη χώρα. (μουσική) Είναι του Βιεϊρά ντα Σίλβα και τιτλοφορείται «Οι λύκοι είναι εδώ» (μουσική).
Τραγούδι: Αυτοί που είναι δω είναι μονάχα λύκοι
                  Αυτοί που είναι δω είναι μονάχα ύαινες     
      Φιλελεύθεροι, καπιταλίστες, που τσακώνονται πάνω απ’ τη χώρα
      Οι Λεγεωνάριοι είν’ η δύναμή τους
                  (παίζεται όλο το τραγούδι)

Φωνή: Μόλις ακούσαμε το τραγούδι του Βιεϊρά ντα Σίλβα που αναφέρεται στον αντικομμουνισμό, (μουσική) τον αντικομμουνισμό που πολλοί θα ήθελαν να τον δουν να παγιώνεται, (μουσική) τον αντικομμουνισμό που ενοχλεί πολλούς ανθρώπους (παύση) γιατί ο λαός δεν είναι αντιδραστικός.

Τραγούδι: Τ’ αφεντικά είν’ οι εχθροί του εργαζόμενου λαού...

Φωνή: Ναι, τ’ αφεντικά είναι οι αντιδραστικοί...

Τραγούδι: Τ’ αφεντικά είν’ οι εχθροί...

Φωνή: Ναι, τ’ αφεντικά είναι οι εχθροί του εργαζόμενου λαού... όπως μας τραγουδάει (μουσική) ένας εργάτης, ο Αντέρο Κορρέια.

Τραγούδι: Ο λαός μπούχτισε τη μιζέρια
                  Τη μιζέρια που τον έβαλαν
                  Τη μιζέρια που μέσα της περνάμε τη ζωή μας
                  Ο λαός το πήρε απόφαση σ’ αυτό να βάλει τέρμα
                  
Του λαού απόφαση σ’ απεργία να κατέβει, να φωνάξει
Για καλύτερους μισθούς και σπίτια ανθρώπινα να ζει
Σπίτια ανθρώπινα να ζει
Γιατί είναι το δίκιο μας
Κι αν πάνε να μας σταματήσουν
Κανείς τους δε θα γλιτώσει
Γη, ειρήνη κι αγάπη
Λαϊκή Δημοκρατία.

Φωνή: Μόλις ακούσαμε τον Αντέρο Κορρέια, τον εργάτη-τραγουδιστή, στο τραγούδι «Τ’ Αφεντικά», σε μουσική του Τίνο Φλόρες. (αρχίζει η μουσική) Και τώρα απ’ την Ισπανία, ακούμε κάτι απ’ το FRAP, (μουσική) το Αντιφασιστικό Πατριωτικό Επαναστατικό Μέτωπο (μουσική).

Τραγούδι: Είναι στην Ισπανία που ξεκίνησε ο λαϊκός ανταρτοπόλεμος, κτλ (το τραγούδι ολοκληρώνεται).

Φωνή: Περνάμε και σ’ άλλα επαναστατικά τραγούδια της Ισπανίας. Αυτή είναι η φωνή του Πέντρο Φάουντε, 43 χρόνια στον αγώνα για Δημοκρατία (ακούγεται το τραγούδι). Και τώρα απ’ την Κούβα, μουσική απ’ τον Κάρλος Πουέμπλα και τους Τραντισιονάλες. Ένα τραγούδι που λέγεται «Hasta Siempre» κι είναι αφιερωμένο στον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα (ακολουθεί το τραγούδι).

Τραγούδι: (αρχίζει καινούριο τραγούδι χωρίς να προλογιστεί) «Εργάτες ελάτε, έχουμε αγώνα...» (το τραγούδι ολοκληρώνεται).

Φωνή: Μόλις ακούσαμε τον Τίνο Φλόρες στο «Σύντροφοι εμπρός». Ο Τίνο Φλόρες μεταφέρει ένα πολύ σπουδαίο μήνυμα: οργανώστε τον ανίκητο λαό... Είμαστε τώρα 8 λεπτά πριν τη μία τα ξημερώματα. Στη 1 ακριβώς είναι το δελτίο ειδήσεων. Έχουμε τώρα απ’ την Ιταλία αυτή τη μουσική από τη Λόττα Κοντίνουα (ακολουθεί τραγούδι στα ιταλικά). Ναι, Λόττα Κοντίνουα, για τον κομμουνισμό και την ελευθερία.
Η ώρα είναι μία παρά τέσσερα πρώτα λεπτά κι έχουμε χρόνο για ένα ακόμα τραγούδι απ’ την Κούβα: ο Πάμπλο Μιλάνες στο «Καμπεσίνα». Στη μία ακριβώς έχουμε ένα ακόμα δελτίο ειδήσεων (ακολουθεί το κουβανέζικο τραγούδι).

Είναι το Ράντιο Ρενασένσα, κατειλημμένο απ’ τους εργαζόμενούς του, στην υπηρεσία της εργατικής τάξης, της αγροτιάς και όλου του εργαζόμενου λαού γενικότερα...

23 Οχτώβρη 1975

(1) Βλ. Κεφ. VII (Η Πόλωση) για την περιγραφή αυτών των γεγονότων.
(2) Τράπεζα.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 24: ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ SUV

1. Το SUV (Στρατιώτες Ενωμένοι θα Νικήσουν) είναι ένα ενωμένο αντικαπιταλιστικό κι αντι-ιμπεριαλιστικό μέτωπο. Εμφανίστηκε τη στιγμή που η φασιστική αντίδραση αναδιοργανώνονταν, εκμεταλλευόμενη τη διστακτικότητα και τη διάσπαση των εργαζόμενων κι επωφελούμενη απ’ την πολιτική της κυβέρνησης που δεν επιθυμούσε να υπερασπίσει τα δίκαια αιτήματα των εργατικών κι αγροτικών αγώνων, των οποίων εμείς, οι στρατιώτες, είμαστε επίσης αναπόσπαστο κομμάτι.

2. Εν όψει του γεγονότος ότι έχουμε ήδη, σ’ αρκετές περιπτώσεις, παραδώσει τον αγώνα μας στην μπουρζουαζία, υποτάσσοντας τον στη συμμαχία με το MFA – ένα κίνημα αξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων, που λόγω των αντιθέσεων και των δισταγμών του στο παρελθόν, βρίσκεται σήμερα στην υπηρεσία των αντεπαναστατών – βρισκόμαστε σήμερα αντιμέτωποι με την ψυχρότητα και την εχθρότητα σημαντικών τμημάτων του πληθυσμού (ειδικά δε των αδερφών μας, αγροτών), όπως επίσης και με τη διαφθορά πολλών μαχητών απ’ τις γραμμές μας, καθώς και με την απουσία επαγρύπνησης σχετικά με την αντιδραστική επιθετικότητα, μέσα κι έξω απ’ τα στρατόπεδα.   

Το SUV προτίθεται να ξεκινήσει μια αυτόνομη και ταξικής φύσης πορεία προς τα μπροστά. Πρέπει:

ν’ αγωνιστούμε για μια δημοκρατική ζωή μέσα στα στρατόπεδα (επιβολή εκλογών και δημοκρατικής λειτουργίας των ADUs, ελεύθερη κυκλοφορία εφημερίδων, όπως και της προπαγάνδας που προέρχεται απ’ το λαό και την εργατική τάξη, σύγκληση γενικών συνελεύσεων των στρατιωτών όποτε και όσο συχνά επιθυμούν).
ν’ αγωνιστούμε για τη σύσταση επιτροπών των στρατιωτών, οργάνων εξουσίας των ένστολων εργαζόμενων στα στρατόπεδα, εκλεγμένων και ανακλητών ανά πάσα στιγμή απ’ τη γενική συνέλευση.
να ενθαρρύνουμε και να δυναμώσουμε τους δεσμούς μεταξύ των οργάνων της λαϊκής εξουσίας (εργατικές επιτροπές, συμβούλια χωριών και επιτροπές γειτονιάς) και να αυξήσουμε τη δύναμη των εκμεταλλευόμενων μέσα από Λαϊκές Συνελεύσεις.
ν’ απομακρύνουμε τους αντιδραστικούς αξιωματικούς.
ν’ αντισταθούμε σε κάθε απόπειρα αποκλεισμού των προοδευτικών στρατιωτών.
ν’ αγωνιστούμε για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των στρατιωτών (ενάντια στους άθλιους μισθούς, για ελεύθερες μετακινήσεις, για δημόσια σίτιση κι ενάντια στη στρατιωτική πειθαρχία).

3. Το SUV θ’ αγωνιστεί μαζί μ’ όλους τους εργαζόμενους για την προετοιμασία των συνθηκών εκείνων που θα επιτρέψουν την καταστροφή του αστικού στρατού και για τη δημιουργία της ένοπλης πτέρυγας της δύναμης της εργατικής τάξης: το λαϊκό επαναστατικό στρατό.

Για πάντα, για πάντα στο πλευρό του λαού, όπως λέει και το σύνθημά μας.
Εργάτες, αγρότες, στρατιώτες και ναύτες: ενωμένοι θα νικήσουμε.

Από φυλλάδιο που μοιράστηκε απ’ το SUV, Σεπτέμβρης 1975.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 25: ΕΚΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ



Συντακτική Βουλή
(Απρίλης 1975)
Εθνοσυνέλευση
(Απρίλης 1976)
Κόμματα
Ψήφοι
Ποσοστ.
Ψήφοι
Ποσοστ.
Σοσιαλιστικό Κόμμα
2.145.392
37,87
1.887.180
34,97
PPD
1.474.575
26,38
1.296.432
24,03
PCP
709.636
12,53
785.620
14,56
CDS
433.153
7,65
858.783
15,91
MDP
233.362
4,12


FSP
66.161
1,17
41.954
0,78
MES
57.682
1,02
31.065
0,58
UDP
44.546
0,79
91.383
1,69
FEC
32.508
0,57


PPM
31.809
0,56
28.163
0,52
PUP
12.934
0,23


LCI
10.732
0,18
16.235
0,30
MRPP


36.237
0,67
PDC


28.226
0,52
AOC


15.671
0,29
PCP m-l


15.801
0,29
PRT


5.182
0,10


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 26: ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Παρατίθεται ένας κατάλογος των εταιρειών που αναφέρονται στο κείμενο. Οι εργαζόμενοι πολλών ακόμα εταιρειών κι επιχειρήσεων, συμμετείχαν επίσης σε διάφορους αγώνες. Σκοπός μας (κατά το δυνατό) ήταν να δοθεί το όνομα και η έδρα της εταιρείας, ο τύπος της δραστηριότητάς της, ο αριθμός των απασχολούμενων εργαζόμενων, καθώς και μια ιδέα σχετικά με τη δομή του κεφαλαίου της. Όπου απαιτούνταν, αναφέρεται η ημερομηνία της εθνικοποίησής της. Τα στοιχεία αντλήθηκαν από το Principal Companies, INE, Λισαβόνα 1972 και το Analise Soocial, τόμ. XI, τ. 42-43, 1975.

Άμπελ Άλβεζ (Σάντο Τίρσο, κοντά στο Πόρτο). Υφαντουργία. 500 εργαζόμενοι. Ιδιωτικά Πορτογαλικά κεφάλαια. Το σωματείο υποστήριξε το αφεντικό εναντίον των εργατών.

Απλάιντ Μαγκνέτικς (Σακαβέμ, κοντά στη Λισαβόνα). Τμήματα υπολογιστών. 600 εργαζόμενοι. Αμερικανικά κεφάλαια. Καταλήφτηκε απ’ τους εργαζόμενους.

Μπάγερ Πορτουγκάλ (Λισαβόνα). Φαρμακευτικά προϊόντα. 400 εργαζόμενοι. Γερμανικά κεφάλαια (Bayer): 13 εκατομ. εσκούδα.

Bosch (Λισαβόνα). Ηλεκτρικός εξοπλισμός. 293 εργαζόμενοι. Γερμανικά κεφάλαια.

Καρρίς (Λισαβόνα). Μεταφορές. 6.135 εργαζόμενοι. Βρετανική κι Ελβετική συμμετοχή στο κεφάλαιο. Εθνικοποιήθηκε το Νοέμβρη του 1975.

Σεργκάλ (Λισαβόνα). Ζυθοποιία. 100 εκατομ. εσκούδα Πορτογαλικών κεφαλαίων και συμμετοχή  της Unilever (Βρετανία). Εθνικοποιήθηκε το Σεπτέμβρη του 1975.

Σελκάτ (Λισαβόνα). Ηλεκτρικός εξοπλισμός. 815 εργαζόμενοι. Βρετανικά κεφάλαια (BICC): 140 εκατομ. εσκούδα.

Σελνόρτ (Πόρτο): χημική βιομηχανία. Κεφάλαιο: 280 εκατομ. εσκούδα (οικογένεια Μιράντα).

Σερμίνια (Λισαβόνα). Ιματισμός. 60 εργαζόμενοι. Σουηδικά κεφάλαια (Drei Hammer). Ο διευθυντής έφυγε αφήνοντας μεγάλα χρέη. Πέρασε σε αυτοδιαχείριση τον Ιούνη του 1974. Εθνικοποιήθηκε κατά ένα μέρος στις 11 Μάρτη 1975.

Κομέτνα (Λισαβόνα). Μηχανικά εξαρτήματα. 2.000 εργαζόμενοι. Κεφάλαιο: 40 εκατομ. εσκούδα. Εθνικοποιήθηκε στις 11 Μάρτη 1975.

CTT. Τηλεφωνικές επικοινωνίες σ’ ολόκληρη τη χώρα. 26.013 εργαζόμενοι. Εθνικοποιημένη πριν την 25η Απρίλη.

CUF: Companhia Uniao Fabril (Λισαβόνα, Μπαρέιρο και στο Βορρά). Μεγάλο εύρος συμφερόντων, από ασφάλειες (Imperio) και ιματισμό μέχρι ναυπηγεία και εκτροφή ζώων. Συγκέντρωνε 186 εταιρείες. 7.000 εργαζόμενοι. Εθνικοποιήθηκε εν μέρει στις 11 Μάρτη 1975. Παρέμενε εθνικοποιημένη το Σεπτέμβρη του 1975.

Κολνούς (Πόρτο). Ιματισμός. Καναδικά κεφάλαια (Exquisite Form): 150 χιλιάδες εσκούδα.

Εφασέκ-Ινέλ (εργοστάσια σ’ όλη τη χώρα). Ηλεκτρικός εξοπλισμός. 1.076 εργαζόμενοι. 100 εκατομ. εσκούδα. Βελγική (Charleroi) και Αμερικανική (Westinghouse) συμμετοχή στο κεφάλαιο. Τα Πορτογαλικά της κεφάλαια εθνικοποιήθηκαν στις 11 Μάρτη 1975.

Ελέκτρο Άρκο (Λισαβόνα). Κατασκευαστική. 10 εκατομ. εσκούδα. Εθνικοποιήθηκε το Σεπτέμβρη του 1975.

Εμινάλ-Βαλόνγκα (Τρας ον Μόρτες, στο Βορρά). Εξορύξεις. 300 εργαζόμενοι. Το αφεντικό αποχώρησε και την ανέλαβαν οι εργαζόμενοι για να πληρωθούν τους μισθούς. Εθνικοποιήθηκε τον Ιούνη του 1975.

ΕΝΙ (Λισαβόνα). Ηλεκτρονικά για το ναυπηγικό κλάδο. 790 εργαζόμενοι. Κεφάλαιο 10 εκατομ. εσκούδων. Εθνικοποιήθηκε το Σεπτέμβρη του 1975.

FIMA (Λισαβόνα). Μαργαρίνη. Ολλανδικά κεφάλαια (Unilever): 70 εκατομ. εσκούδα.

Σελμάρ (διάφορα γραφεία). Διανομές τροφίμων. 1.180 εργαζόμενοι.

Γκράου-Παρά (διάφορα γραφεία). Holding, κατασκευές και τουρισμός. 334 εργαζόμενοι. Αμερικανικά-Βραζιλιάνικα κεφάλαια: 200 εκατομ. εσκούδα. Το αφεντικό έφυγε κι ανέλαβαν οι εργαζόμενοι. Κυβερνητικό δάνειο τον Ιούνη του 1975.

Γκερίν (διάφορα γραφεία). Διανομείς αυτοκινήτου. 1.730 εργαζόμενοι. Γερμανικά κεφάλαια κατά το ένα μέρος (Volkswagen).

Χ. Πάρρυ & Υιός (Σετούμπαλ). Επισκευές πλοίων. Βρετανικά κεφάλαια.

Ζ. Πιμέντα (Λισαβόνα και Σετούμπαλ). Κατασκευαστική. 2.370 εργαζόμενοι. Εθνικοποιήθηκε στις 11 Μάρτη 1975.

Εφημερίδα Α Καπιτάλ (Λισαβόνα). 300 εργαζόμενοι. Ιδιωτικά Πορτογαλικά κεφάλαια. Εθνικοποιήθηκε στις 27 Νοέμβρη 1975.

Εφημερίδα Ο Σέκουλο (Λισαβόνα). 776 εργαζόμενοι. Ιδιωτικά Πορτογαλικά κεφάλαια. Εθνικοποιήθηκε εν μέρει στις 11 Μάρτη 1975. Παρέμεινε εθνικοποιημένη στις 27 Νοέμβρη 1975.

Λισνάβ (Λισαβόνα). Ναυπηγοεπισκευαστική. 8.400 εργαζόμενοι. Ολλανδική και Σουηδική συμμετοχή σε κεφάλαιο 500 εκατομ. εσκούδων. Εθνικοποιήθηκε το Σεπτέμβρη του 1975.

Μαμπόρ (Πόρτο). Εργοστάσιο ελαστικών. Αμερικανική συμμετοχή (General Tyre και Rubber Co.) σε κεφάλαιο 140 εκατομ. εσκούδων.

Μέσσα (Λισαβόνα και Βορράς). Εργοστάσιο γραφομηχανών. 1.751 εργαζόμενοι. Κεφάλαιο: 70 εκατομ. εσκούδα. Εθνικοποιήθηκε εν μέρει μετά τις 11 Μάρτη.

Μίλερ Μάκινας ΑΕ (κοντά στην Κοβιλιά). Μηχανικά εξαρτήματα. 160 εργαζόμενοι. Μετά την απαγωγή του Αμερικανού εργοδότη, οι εργαζόμενοι μετέτρεψαν την εταιρεία σε κοπερατίβα.

Πλέσσεϋ (Λισαβόνα). Ηλεκτρικός εξοπλισμός. 2.500 εργαζόμενοι. Βρετανικά κεφάλαια: 50 εκατομ. εσκούδα.

Πετροκίμικα (Λισαβόνα). Παραγωγή αμμωνίας. 504 εργαζόμενοι. Βελγική συμμετοχή στο κεφάλαιο. Η Πορτογαλική συμμετοχή εθνικοποιήθηκε μετά την 11η Μάρτη.

Ράντιο Κλουμπ Πορτουγκέζ (Λισαβόνα). Ραδιοσταθμός. 150 εργαζόμενοι. Ιδιωτικά Πορτογαλικά κεφάλαια. Εθνικοποιήθηκε στις 27 Νοέμβρη 1975.

Ρομπιαλάκ Πορτουγκέζα (Λισαβόνα). Εργοστάσιο χρωμάτων. 600 εργαζόμενοι. Γερμανικά κεφάλαια (Hoechst): 37 εκατομ. εσκούδα.

Σακόρ (Λισαβόνα και Πόρτο). Διυλιστήρια πετρελαίου. 3.332 εργαζόμενοι. Η μεγαλύτερη Πορτογαλική εταιρεία. 1,1 δισ. εσκούδα. Εθνικοποιημένη εν μέρει πριν την 25η Απρίλη, παρέμεινε έτσι και μετά την 11η Μάρτη.

Σέπσα. Ηλεκτρικός εξοπλισμός. Πορτογαλικά κεφάλαια (CUF): 2,5 εκατομ. εσκούδα. Εθνικοποιήθηκε το Σεπτέμβρη του 1975.

Σετνάβ (Σετούμπαλ). Επισκευές πλοίων. 3.000 εργαζόμενοι. Βελγική συμμετοχή σε κεφάλαιο 600 εκατομ. εσκούδων. Το Πορτογαλικό μερίδιο (CUF) εθνικοποιήθηκε το Σεπτέμβρη του 1975.

Σιντερουρτζία (κοντά στη Λισαβόνα). Χυτήρια σιδήρου. 4.203 εργαζόμενοι. Βελγική συμμετοχή στο κεφάλαιο. Εθνικοποιήθηκε το Σεπτέμβρη του 1975.

Σιμόες (Λισαβόνα). Ιματισμός. 1316 εργαζόμενοι.

Σοσιεντάντ Εστορίλ (Λισαβόνα). Μεταφορές στο Κασκάις. 923 εργαζόμενοι.

Σόντα Πόβοα (Λισαβόνα και Πόρτο). Χημικά. 937 εργαζόμενοι. Βελγική συμμετοχή σε κεφάλαιο 250 εκατομ. εσκούδων. Το Πορτογαλικό μερίδιο ανήκε στον Σαμπαλιμώ. Εθνικοποιήθηκε στις 11 Μάρτη και το Σεπτέμβρη του 1975.

Σογκαντάλ (κοντά στη Λισαβόνα). Ιματισμός. 48 εργαζόμενοι. Γαλλικά κεφάλαια (Lamont): 2 εκατομ. εσκούδα. Εργατικός έλεγχος απ’ το Μάη του 1974. Αντιμετωπίζει τεράστιες οικονομικές δυσκολίες.  

Σορεφάμ (Λισαβόνα). Μεταλλουργία. 2625 εργαζόμενοι. Αμερικανική (Ludlow Corporation) και Γαλλική (Alsthom) συμμετοχή σε κεφάλαιο 250 εκατομ. εσκούδων.

Σόουζαμπρέου (Φαμαλικάο, κοντά στο Πόρτο). Ιματισμός. 20 εργαζόμενοι. Κατάληψη και σύσταση κοπερατίβας.

Στάνταρτ Ελέκτρικα (Κασκάις, κοντά στη Λισαβόνα). Ηλεκτρικός εξοπλισμός. Αμερικανική συμμετοχή (ΙΤΤ) σε κεφάλαια 170 εκατομ. εσκούδων.

ΤΑΡ (Λισαβόνα, Πόρτο, Φάρο). Πορτογαλικές αερογραμμές. 8.140 εργαζόμενοι. Εθνικοποιημένη εν μέρει πριν την 25η Απρίλη. Επέκταση της εθνικοποίησης στις 28 Σεπτέμβρη 1974. «κατά 89 % ελεγχόμενη απ’ το κράτος» μετά την 11η Μάρτη 1975. Εθνικοποιήθηκε πλήρως το Σεπτέμβρη του 1975.

Τάιμεξ (κοντά στη Λισαβόνα). Ωρολογοποιία. 2.000 εργαζόμενοι. Εταιρεία ιδιοκτησίας της εδρεύουσας στις ΗΠΑ πολυεθνικής. Η εργοδοσία επιθυμούσε να προβεί σε απολύσεις αλλά η Εργατική Επιτροπή αρνήθηκε. Η σύγκρουση συνεχίστηκε για 2 χρόνια. Τον Απρίλη του 1976, οι εργαζόμενοι αποδέχτηκαν 3μερη βδομάδα εργασίας και 200 απολύσεις (η αποζημίωση καταβλήθηκε απ’ το κράτος).

TLP (διάφορα γραφεία). Τηλεφωνική εταιρεία. 7.200 εργαζόμενοι. Εθνικοποιημένη πριν απ’ την 25η Απρίλη.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ - ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΔΕΛΤΙΟΥ «ΑΝΤΙΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ» (ΕΛΛΑΔΑ)

*Αναζητώντας κάποια κείμενα που να προέρχονται απ’ την Ελλάδα και να είναι σύγχρονα των γεγονότων, ανατρέξαμε στο δελτίο Αντιπληροφόρηση (εκδίδονταν απ’ το 1975 ως το 1982). Παραθέτουμε τα τρία που αφορούν την Πορτογαλία και καλύπτουν όλο το χρονικό πλαίσιο των γεγονότων. Τα τεύχη της Αντιπληροφόρησης συγκεντρώθηκαν και κυκλοφόρησαν σε τρεις τόμους απ’ τις εκδόσεις Γραφές (Αθήνα, 2003), απ’ όπου και τ’ αναδημοσιεύουμε.    

 
ΚΕΙΜΕΝΟ 1 – ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Τον τελευταίο καιρό, σύσσωμος ο αστικός τύπος ωρύεται γιατί στην Πορτογαλία κινδυνεύει η «δημοκρατία» (η αστική φυσικά) και η «ελευθερία» (των καπιταλιστών  να εκμεταλλεύονται τους εργαζόμενους). Και οι διάφοροι οπαδοί της Εθνικής Αντιδικτατορικής Ενότητας εκφράζουν τη λύπη τους γιατί οι φασίστες και οι αντεπαναστάτες δεν έχουν όση ελευθερία θα επιθυμούσαν να είχαν και αποδοκιμάζουν το πέρασμα της εξουσίας στο λαό γιατί αυτό διασπά την «εθνική ενότητα» με την αστική τάξη και τους σοσιαλδημοκράτες.

Αυτό όμως που κανένας τους δεν τολμάει να ομολογήσει είναι ότι στην Πορτογαλία σήμερα γίνεται μια επανάσταση, ότι το παλιό και σαπισμένο αστικό καθεστώς έχει οριστικά καταρρεύσει και ότι η επαναστατική διαδικασία προχωράει με τη δική της δυναμική, χωρίς φυσικά να λείπουν οι ασάφειες, τα πισωγυρίσματα και οι αμφιταλαντεύσεις προς την οικοδόμηση ενός καινούριου καθεστώτος που η μορφή του κι ο ταξικός του χαρακτήρας αποτελούν το ουσιαστικό αντικείμενο της πάλης που διεξάγεται σήμερα στην Πορτογαλία. Αυτό που δε θέλουν να παραδεχτούν είναι ότι το Κίνημα Ενόπλων Δυνάμεων-ΚΕΔ από αντιφασιστικό-αντιαποικιοκρατικό κίνημα τείνει να μετατραπεί σε ουσιαστικό παράγοντα της πορείας προς το σοσιαλισμό κι ότι το λαϊκό κίνημα, δημιουργώντας τους δικούς του αυτόνομους φορείς και οικοδομώντας από τώρα τις δομές της αυριανής λαϊκής εξουσίας, σε συμμαχία με την προοδευτική μερίδα του ΚΕΔ, αποτελεί πλέον καθοριστικό παράγοντα στην πορεία της Πορτογαλίας προς το σοσιαλισμό.

Η πορεία αυτή ούτε εύκολη είναι, ούτε ευθεία και δεν μπορεί να εξηγηθεί με προκατασκευασμένα μοντέλα. Επιδίωξη αυτού του άρθρου είναι να βοηθήσει στην κατανόηση και υποστήριξη της Πορτογαλικής επανάστασης, να παρουσιάσει αρκετά συνοπτικά τους παράγοντες που παίζουν ένα καθοριστικό ρόλο στην πορεία της επαναστατικής διαδικασίας και να δείξει ποιο είναι το αληθινό περιεχόμενο της σημερινής κρίσης και της ταξικής σύγκρουσης στην Πορτογαλία.

1) Οι κυριότερες φάσεις της Πορτογαλικής Επανάστασης. Η Πορτογαλική επανάσταση πέρασε από διάφορες φάσεις και οι στόχοι της ξεκαθαρίστηκαν μέσα από αλλεπάλληλες κρίσεις και συγκρούσεις. Οι κρίσεις αυτές, που για το ξεπέρασμά τους η παρουσία και δράση του λαϊκού κινήματος έπαιξαν καθοριστικό ρόλο, συνέβαλαν σημαντικά στη ραγδαία ανάπτυξή του και ενίσχυσαν αποφασιστικά την προοδευτική μερίδα στο εσωτερικό του ΚΕΔ.

α) 10-13 Ιουλίου 1974. Ως εκείνη τη στιγμή η εξουσία βρίσκεται μοιρασμένη ανάμεσα στο ΚΕΔ και το στρατηγό Σπίνολα, εκφραστή της πολιτικής των μονοπωλίων και υπέρμαχο του νεοαποικισμού. Η προσπάθεια του τελευταίου να ενισχύσει την εξουσία του οδηγεί σε αναμέτρηση με το ΚΕΔ και το σύνολο των προοδευτικών δυνάμεων και σε παραίτηση του φιλο-σπινολικού πρωθυπουργού. Στις 12 Ιουλίου δημιουργείται το ΚΟΠΚΟΝ (ένοπλη εμπροσθοφυλακή της επανάστασης) που τη διοίκησή του αναλαμβάνει ο Οτέλο ντε Καρβάλιο, στρατιωτικός υπεύθυνος του ΚΕΔ. Σκοπός του ΚΟΠΚΟΝ, που αποτελέστηκε από τα πιο συνειδητοποιημένα τμήματα του στρατού είναι η τήρηση της τάξης γιατί στην αστυνομία που αποτελείτο σχεδόν αποκλειστικά από αντιδραστικά και φιλοφασιστικά στοιχεία, η εκκαθάριση δεν είχε προχωρήσει. Στις 13 Ιουλίου ορίζεται σαν πρωθυπουργός ο Βάσκο Γκονσάλβες, μέλος της πολιτικής επιτροπής του ΚΕΔ. Ο Σπίνολα όμως παραμένει πρόεδρος της Δημοκρατίας.

β) 27-28 Σεπτέμβρη 1974. Ο Σπίνολα προσπαθεί να οργανώσει διαδήλωση όλων των αντιδραστικών στη Λισαβόνα, της «σιωπηλής πλειοψηφίας» όπως την επονομάζει, ενώ παράλληλα συλλαμβάνει το Βάσκο Γκονσάλβες και τον Καρβάλιο. Το ΚΕΔ αντιδρά και οι κατώτεροι αξιωματικοί (κυρίως έφεδροι) αρνούνται να υπακούσουν στους ανώτερους (που πολλοί ήταν ακόμα φιλοσπινολικοί). Ο λαός κατεβαίνει στους δρόμους και στήνει οδοφράγματα στις εισόδους της Λισαβόνας, ματαιώνοντας τη διαδήλωση των αντιδραστικών. Το ΚΟΠΚΟΝ βρίσκεται ενεργητικά στο πλευρό του λαού. Ο Σπίνολα παραιτείται.

γ) 11 Μάρτη 1975. Ο Σπίνολα και οι αντιδραστικοί αξιωματικοί επιχειρούν πραξικόπημα που αποτυγχάνει. Το πραξικόπημα εκδηλώνεται με επίθεση ενάντια στο 1ο Τάγμα ελαφρού πυροβολικού (το επονομαζόμενο «κόκκινο τάγμα»), το πιο συνειδητοποιημένο τάγμα του ΚΟΠΚΟΝ. Το «κόκκινο τάγμα» αντιστέκεται, ο λαός κατεβαίνει στους δρόμους, το πραξικόπημα αποτυγχάνει, ο Σπίνολα και οι αξιωματικοί του καταφεύγουν στη φασιστική Βραζιλία. Ο Καρβάλιο, αμέσως μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος δηλώνει ότι αν μέσα σε λίγες ώρες το πραξικόπημα δεν έχει κατασταλεί, το ΚΕΔ θα μοιράσει όπλα στο λαό για την υπεράσπιση της επανάστασης. Ταυτόχρονα καταγγέλει τον αμερικανό πρεσβευτή για συμμετοχή στην οργάνωση του πραξικοπήματος.

Κάθε μια από αυτές τις κρίσεις είχε σαν αποτέλεσμα το προχώρημα της επανάστασης και το δυνάμωμα της συμμαχίας ανάμεσα στο λαϊκό κίνημα και την προοδευτική μερίδα του ΚΕΔ. Το βασικότερο πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει η Πορτογαλική επανάσταση στην πρώτη της φάση ήταν το πρόβλημα της ανεξαρτησίας των αποικιών. Ο Σπίνολα και το μονοπωλιακό κεφάλαιο επιδίωκαν την εγκαθίδρυση ενός νεοαποικιοκρατικού καθεστώτος, ένα είδος ομοσπονδίας ανάμεσα στην Πορτογαλία και τις αποικίες. Αντίθετα το πρόγραμμα του ΚΕΔ σ’ αυτό το σημείο ήταν ξεκάθαρο: πλήρης και αδέσμευτη ανεξαρτησία στις αποικίες. Μπρος στα εμπόδια που έβαζε ο Σπίνολα και ο Σοάρες (υπουργός εξωτερικών), το ΚΕΔ, μετά την κρίση του Ιούλη, αναλαμβάνει το ίδιο την υπόθεση της αποαποικιοποίησης. Παράλληλα οι φαντάροι κι οι αξιωματικοί συναδελφώνονται με τους αντάρτες. Μια εξέγερση των πορτογάλων αποίκων στη Μοζαμβίκη (αρχές Σεπτέμβρη ’74) καταστέλλεται από τις συναδερφωμένες δυνάμεις των ανταρτών και του πορτογαλικού στρατού. Η αποτυχία της νεοαποικιακής προσπάθειας δεν ήταν μόνο μια ήττα των μονοπωλίων. Καθόρισε επίσης την αδυναμία εγκαθίδρυσης στην Πορτογαλία ενός σοσιαλδημοκρατικού καθεστώτος δυτικοευρωπαϊκού τύπου.

Αν η κρίση του Ιούλη του ’74 άνοιξε το δρόμο για μια πραγματική αποαποικιοποίηση, η κρίση του Σεπτέμβρη και η απομάκρυνση του Σπίνολα από την προεδρία επέτρεψε την εκκαθάριση του στρατού και την αδιαφιλονίκητη κατοχύρωση του ΚΕΔ σαν πρωτοπορίας των Ενόπλων Δυνάμεων. Η εκκαθάριση σε βάθος προχώρησε και σ’ αυτήν πήραν μέρος ενεργητικά οι φαντάροι και οι υπαξιωματικοί. Σε πολλές περιπτώσεις οι προαγωγές ή οι αποστρατείες των αξιωματικών αποφασίστηκαν από γενικές συνελεύσεις των μονάδων τους. Παράλληλα τα πιο προχωρημένα τμήματα του στρατού άρχισαν την «Πολιτιστική Κινητοποίηση». Ομάδες από αξιωματικούς και φαντάρους πηγαίνουν στα πιο απομακρυσμένα χωριά με σκοπό να εξηγήσουν στους κατοίκους το νόημα της Επανάστασης, να τους βοηθήσουν στην αυτοοργάνωσή τους και να λύσουν επί τόπου τα πιο επείγοντα προβλήματα.

Η «πολιτιστική κινητοποίηση» είχε σημαντικά αποτελέσματα τόσο πάνω στον πληθυσμό των χωριών, βοηθώντας τον να απαλλαγεί από την κηδεμονία της φασιστικής εκκλησίας, όσο και πάνω στους ίδιους τους στρατιωτικούς που έρχονταν για πρώτη φορά σ’ επαφή με το λαό και ανακάλυπταν τα προβλήματά του.

Όμως περισσότερο κι απ’ την κρίση του Σεπτέμβρη, ήταν το αποτυχημένο σπινολικό πραξικόπημα της 11 του Μάρτη που επέτρεψε το ξεκαθάρισμα της πολιτικής κατάστασης και έδωσε την πιο σημαντική ώθηση στην επαναστατική διαδικασία. Αμέσως μετά τις 11 του Μάρτη εθνικοποιούνται οι τράπεζες που είχαν κάτω από τον έλεγχό τους πάνω από το 50 % της οικονομίας. Η εθνικοποίηση των τραπεζών αποτελούσε αίτημα των τραπεζικών υπαλλήλων από τις 25 του Απρίλη. Αμέσως μετά την επανάσταση είχαν δημιουργηθεί στις περισσότερες τράπεζες επιτροπές εργαζομένων που έλεγχαν τις βασικές συναλλαγές, εμποδίζοντας έτσι τη διαρροή κεφαλαίων. Αμέσως μετά τις 11 του Μάρτη οι τραπεζικοί υπάλληλοι κατέβηκαν σε αλλεπάλληλες διαδηλώσεις απαιτώντας την εθνικοποίηση των τραπεζών και μόλις έγινε πραγματικότητα έβαλαν επιγραφές που έγραφαν «Τράπεζα του Λαού». Μερικοί από τους μεγαλοτραπεζίτες συνελήφθησαν, ενώ άλλοι διέφυγαν στο εξωτερικό.

Οι εθνικοποιήσεις των τραπεζών συμπληρώθηκαν λίγο καιρό αργότερα με την εθνικοποίηση μερικών μεγάλων βιομηχανιών και με την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών. Έτσι σήμερα το κράτος ελέγχει το 70 % περίπου της οικονομίας της Πορτογαλίας.

Ένα δεύτερο σημαντικό βήμα που έγινε μετά τις 11 του Μάρτη ήταν η θεσμοποίηση του ΚΕΔ και η επίσημη πλέον συμμετοχή σ’ αυτό των φαντάρων και των υπαξιωματικών. Παράλληλα το ΚΕΔ διακήρυξε για πρώτη φορά ανοιχτά ότι ο χαρακτήρας της πορτογαλικής επανάστασης είναι σοσιαλιστικός.

Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι η Πορτογαλική επανάσταση πέρασε από διάφορες φάσεις με κυριότερο σταθμό τις 11 του Μάρτη. Μετά το αποτυχημένο σπινολικό πραξικόπημα η επαναστατική διαδικασία επιταχύνθηκε σημαντικά και το πρόβλημα της μετάβασης στο σοσιαλισμό μπήκε στην ημερήσια διάταξη, βάζοντας έτσι στο επίκεντρο της ταξικής πάλης το πρόβλημα της κοινωνικής μερίδας πάνω στην οποία οφείλει να στηριχτεί η επανάσταση, της μορφής του σοσιαλιστικού καθεστώτος και του φορέα που θα οδηγήσει στο σοσιαλισμό (μορφή και χαρακτήρας της συμμαχίας ανάμεσα στο λαϊκό κίνημα και στο ΚΕΔ). Το πρόβλημα αυτό, αλληλένδετα δεμένο με το πρόβλημα της υπεράσπισης της επανάστασης απέναντι στην επίθεση των συνασπισμένων αντιδραστικών δυνάμεων, που έχει για στόχο της σε πρώτη φάση την αποδιοργάνωση της κοινωνικής μερίδας που υποστηρίζει την επανάσταση, αποτελεί το ουσιαστικό περιεχόμενο της σημερινής πολιτικής κρίσης στην Πορτογαλία.

2) Η δημιουργία και εξέλιξη του ΚΕΔ. Η δημιουργία του ΚΕΔ και η μετεξέλιξή του σε ουσιαστικό παράγοντα της πορείας προς το σοσιαλισμό είναι ένα γεγονός πολύπλοκο και παραμένει για πολλούς σχεδόν ανεξήγητο. Γι’ αυτό θα πρέπει να σταθούμε κάπως πιο πολύ σ’ αυτό το σημείο δείχνοντας συγκεκριμένα τι είναι αυτό που διαφοροποιεί ριζικά το ΚΕΔ από οποιαδήποτε «προοδευτική χούντα» νασερικού ή περουβιάνικου τύπου.

Θα πρέπει καταρχήν να διευκρινίσουμε δύο βασικά σημεία: α) το ΚΕΔ όπως υπάρχει και λειτουργεί σήμερα δεν είναι το ίδιο μ’ αυτό που έκανε την αντιφασιστική και αντιαποικιοκρατική επανάσταση στις 25 του Απρίλη του ’74, και β) το ΚΕΔ δεν είναι ενιαίο αλλά υπάρχουν στο εσωτερικό του διάφορες τάσεις με διαφορετική πολιτική γραμμή. Είναι όμως λάθος να ταυτίζονται οι διάφορες αυτές τάσεις με αντίστοιχα πολιτικά κόμματα, όπως κάνει συχνά ο αστικός τύπος, ή να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι οι διάφορες τάσεις υποτάσσονται, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, στο ενωτικό πνεύμα του ΚΕΔ. Οι διάφορες αποφάσεις που έχει πάρει μέχρι στιγμής το ΚΕΔ αποτελούν τους αναγκαίους συμβιβασμούς για τη διαφύλαξη της ενότητας του ΚΕΔ και την ενιαία πορεία προς το σοσιαλισμό, συμβιβασμοί που καθορίζονται κάθε φορά από το συσχετισμό δυνάμεων τόσο στο εσωτερικό του ΚΕΔ όσο και μέσα στο λαϊκό κίνημα.

Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που οδήγησαν στη δημιουργία του ΚΕΔ πριν από τις 25-4-74. Ο βασικότερος όμως παράγοντας, αυτός που έπαιξε τον καθοριστικό ρόλο, ήταν ο ένοπλος αγώνας των λαών στις πορτογαλικές αποικίες. Οι υπόλοιποι παράγοντες (τεράστιο ποσοστό εφέδρων στο σύνολο των αξιωματικών, συνεχής δουλειά μέσα στο στρατό τόσο του ΚΚΠ όσο και των οργανώσεων της επαναστατικής αριστεράς, άνοιγμα της Στρατιωτικής Ακαδημίας στα μεσαία στρώματα –λόγω του συνεχούς πολέμου στις αποικίες- , μισθολογικές διεκδικήσεις των κατώτερων αξιωματικών κλπ) μπόρεσαν να παίξουν κάποιο ρόλο μόνο κάτω από την καταλυτική επίδραση του ένοπλου αγώνα των λαών στις αποικίες.

Η επαφή με τους αντάρτες της Γουϊνέας, της Μοζαμβίκης και της Ανγκόλας, το γεγονός ότι σκοτώνονταν σ’ ένα πόλεμο που ήταν πολιτική του Καετάνο και που έκανε όλο και πιο φανερό, στα μάτια των φαντάρων και των αξιωματικών, το δίκαιο του αγώνα των αποικιοκρατούμενων λαών, οδήγησαν στη δημιουργία των πρώτων ομάδων μέσα στο στρατό και στη συνειδητοποίηση ότι η πτώση του φασισμού και η ριζική λύση του προβλήματος των αποικιών ήταν αναγκαία. Έτσι δημιουργήθηκε το ΚΕΔ.

Στην πρώτη φάση η πολιτική πλατφόρμα του ΚΕΔ ήταν απλώς αντιφασιστική και αντιαποικιοκρατική, και στο ΚΕΔ συμμετείχαν ακόμα και σπινολικοί αξιωματικοί. Όμως η ηγετική του ομάδα ήταν πιο ριζοσπαστική και ήταν αυτή που επέβαλε τη συμμετοχή των Σοάρες και Κουνιάλ στην πρώτη προσωρινή κυβέρνηση. Μέσα από τη διαδικασία αποαποικιοποίησης, την εκκαθάριση του στρατού από τα αντιδραστικά στοιχεία, την απομάκρυνση των σπινολικών και την «πολιτιστική κινητοποίηση» (που αναφέραμε πιο πάνω) το ΚΕΔ πήρε τη σημερινή του μορφή, αποτελώντας την οργανωμένη πρωτοπορία των Ενόπλων Δυνάμεων. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτή την εξέλιξη έπαιξαν οι φαντάροι κι οι έφεδροι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί,  που η συμμετοχή τους στο ΚΕΔ άρχισε λίγο μετά τις 25 του Απρίλη και επισημοποιήθηκε μετά τις 11 του Μάρτη. Σ’ αυτούς στηρίχτηκε και στηρίζεται και σήμερα η προοδευτική μερίδα των αξιωματικών στην πάλη της απέναντι στους συντηρητικούς και μετριοπαθείς.

Το ανώτερο όργανο του ΚΕΔ είναι η Γενική του Συνέλευση που αποτελείται από 240 αντιπροσώπους που εκλέγονται από το σύνολο των μελών του, και όπου μετέχουν αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και φαντάροι. Αντίστοιχα εκλεγμένα όργανα υπάρχουν και για το Στρατό, την Αεροπορία και το Ναυτικό, καθώς επίσης και στις κυριότερες μονάδες.

Στις βασικότερες μονάδες (π.χ. στις μονάδες του ΚΟΠΚΟΝ) οι σημαντικές πολιτικές αποφάσεις παίρνονται από τη γενική συνέλευση όλων των ανδρών της μονάδας. Έτσι πριν από μερικές βδομάδες, η γενική συνέλευση του 1ου Τάγματος Ελαφρού Πυροβολικού της Λισαβόνας αποφάσισε τη συμμετοχή του τάγματος στη διαδήλωση που καλούσαν τα εργατικά συμβούλια της Λισαβόνας μπροστά το κτήριο της Συντακτικής Βουλής (διαδήλωση που είχε αποδοκιμάσει το ΚΚΠ), με κύρια συνθήματα: «Διάλυση της προσωρινής κυβέρνησης, δημιουργία επαναστατικής κυβέρνησης», «διάλυση της Συντακτικής Βουλής, δημιουργία επαναστατικών συμβουλίων».

Για να συνειδητοποιήσει κανείς την εξέλιξη του ΚΕΔ μέσα στους 15 μήνες που πέρασαν από τις 25 του Απρίλη, αρκεί να αναμετρήσει την απόσταση που χωρίζει το αρχικό αντιφασιστικό πρόγραμμά του από το σημερινό πρόγραμμα οικοδόμησης του σοσιαλισμού με βάση τη δημιουργία επαναστατικών συμβουλίων στα εργοστάσια, τα χωριά και τις γειτονιές. Το αποτέλεσμα αυτό πραγματοποιήθηκε χάρις στην επίδραση που μπορούσε να ασκήσει το λαϊκό κίνημα πάνω στο ΚΕΔ, στη ριζοσπαστικοποίηση της πλειοψηφίας των αρχικών μελών του και στη δυναμική είσοδο νέων επαναστατικών στοιχείων.

3) Τα πολιτικά κόμματα.  

CDS (Δημοκρατικό και Κοινωνικό Κέντρο). Συσπειρώνει την παραδοσιακή δεξιά και τους οπαδούς του Σαλαζαρισμού. Οι συγκεντρώσεις του έδωσαν αφορμή σε βίαιες αντιδράσεις των λαϊκών μαζών και των οργανώσεων της άκρας αριστεράς. Συνεργάστηκε με το φασιστικό PDC (Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα), που απαγορεύτηκε πριν από τις εκλογές. Η επιρροή του περιορίζεται στο Βορρά της Πορτογαλίας.

PPD (Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα). Κόμμα της φιλελεύθερης αστικής τάξης, που παρουσιάζεται σαν σοσιαλδημοκρατικό. Υποστηρίζει ένταξη στην Κοινή Αγορά και δημοκρατία δυτικού τύπου. Συμμετείχε πριν λίγες βδομάδες στην κυβέρνηση συνασπισμού και είναι ιδιαίτερα ισχυρό στο Βορρά της Πορτογαλίας. Αποτελεί, μαζί με το Σοσιαλιστικό Κόμμα, εστία συσπείρωσης των αντεπαναστατικών δυνάμεων, στο όνομα της υπεράσπισης της δημοκρατίας.

PS (Σοσιαλιστικό Κόμμα). Ιδρύθηκε το 1973, συμμετέχοντας στις Δημοκρατικές Εκλογικές Επιτροπές. Αποτελεί ουσιαστικά έναν εκλογικό μηχανισμό, με σημαντική επιρροή στους μικροαστούς και μικρή εργατική βάση. Με το προχώρημα της πορτογαλικής επανάστασης αποδείχνεται ο αντιδραστικός του χαρακτήρας, ο ρόλος του σαν όργανο της Ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας και εστίας συσπείρωσης της αντίδρασης. Κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί τον παραδοσιακό αντικομμουνισμό αλλά ταυτόχρονα και τα λάθη του ΚΚΠ. Είναι όμως λάθος να ταυτίζεται το σύνολο της βάσης του Σ.Κ. με την αντεπαναστατική του ηγεσία.

PCP (Κομμουνιστικό Κόμμα Πορτογαλίας). Ιδρύθηκε το 1921 και από το 1926 ήταν παράνομο. Υποστήριζε από το 1961 τη γραμμή της λαϊκής εξέγερσης και δούλευε μέσα στο στρατό, διαθέτοντας παράλληλα και μικρές ένοπλες ομάδες. Κατά τη δικτατορία είχε σημαντική δράση μέσα στα συνδικάτα, πράγμα που του επέτρεψε μετά τις 25 Απρίλη να αποκτήσει τον έλεγχο του Ενιαίου Συνδικάτου (Ιντερσιντικάλ). Είναι εξαιρετικά Σοβιετόφιλο (πλήρης επιδοκιμασία της εισβολής στην Τσεχοσλοβακία).

MDP-CDP (Πορτογαλικό Δημοκρατικό Κίνημα-Δημοκρατικές Εκλογικές Επιτροπές). Κατά τη δικτατορία, οι Εκλογικές Επιτροπές συσπείρωναν τις δημοκρατικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης (ΚΚΠ, Σοσιαλιστικό Κόμμα, MES). Σήμερα το MDP επηρεάζεται άμεσα απ’ το ΚΚΠ.

FSP (Σοσιαλιστικό Λαϊκό Μέτωπο). Δημιουργήθηκε το 1974 με διάσπαση μιας πτέρυγας του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Παρόλο που έχει στρατηγική συμμαχία με το ΚΚΠ απέναντι στον κοινό εχθρό, τη σοσιαλδημοκρατία, διαχωρίζεται απ’ αυτό χαρακτηρίζοντάς το ρεφορμιστικό.

Η δύναμη της επαναστατικής αριστεράς στην Πορτογαλία είναι ιδιαίτερα σημαντική, μεγαλύτερη από κάθε άλλη χώρα της Ευρώπης. Οι κυριότερες οργανώσεις της πιστεύουν ότι ο κυριότερος εχθρός στην Πορτογαλία σήμερα είναι η δεξιά και ο ιμπεριαλισμός, πράγμα που επιβάλλει συχνά μια τακτική συμμαχία με το ΚΚΠ και την προοδευτική μερίδα του ΚΕΔ. Ταυτόχρονα όμως θεωρούν ότι το προχώρημα της επανάστασης και η οικοδόμηση του σοσιαλισμού επιβάλλει την αυτόνομη ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος (γι’ αυτό υποστηρίζουν τη δημιουργία επαναστατικών επιτροπών στους χώρους δουλειάς και κατοικίας, πράγμα που τους φέρνει σε αντίθεση με το ΚΚΠ) και το ξεπέρασμα των κοινοβουλευτικών διαδικασιών (γι’ αυτό αρνήθηκαν να υπογράψουν το προεκλογικό σύμφωνο των κομμάτων με το ΚΕΔ).

MES (Κίνημα της Σοσιαλιστικής Αριστεράς). Δημιουργήθηκε επίσημα μετά τις 25 Απρίλη. Ο βασικός πυρήνας του αποτελέστηκε από την αριστερή πτέρυγα των CDE (Δημοκρατικές Εκλογικές Επιτροπές), από πρώην μέλη του ΚΚΠ, συνδικαλιστές ανοργάνωτους και πρώην χριστιανούς-μαρξιστές. Παρέχει κριτική υποστήριξη στο ΚΕΔ και ασκεί σημαντική επιρροή στην προοδευτική μερίδα του. Από τους βασικούς υποστηρικτές της δημιουργίας επαναστατικών συμβουλίων.

LUAR (Σύνδεσμος για Ενότητα και Επαναστατική Δράση). Δημιουργήθηκε το 1967 και είχε σημαντική ένοπλη δράση κατά τη δικτατορία, χάρη στην οποία είναι πολύ δημοφιλής. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στη εξάρθρωση της PIDE (Ειδική Ασφάλεια) και στην εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού. Πρωτοστατεί στην ενίσχυση λαϊκών πρωτοβουλιών (καταλήψεις κλπ) και υποστηρίζει την ανάγκη δημιουργίας επαναστατικού φορέα από τις οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς.

PRP-BR (Επαναστατικό Κόμμα του Προλεταριάτου – Επαναστατικές Ταξιαρχίες). Οι Επαναστατικές Ταξιαρχίες είχαν σημαντική ένοπλη δράση ενάντια στη δικτατορία και τον αποικιακό πόλεμο (ανατίναξη βάσεων του ΝΑΤΟ). Μετά τις 25 Απρίλη ιδρύεται το Επαναστατικό Κόμμα του Προλεταριάτου, παρουσιάζοντας πρόγραμμα για την αυτόνομη οργάνωση των μαζών μέσω λαϊκών επιτροπών (σοβιέτ) εργατών, στρατιωτών και ναυτών. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην υιοθέτηση από τη γενική συνέλευση του ΚΕΔ της απόφασης για τη δημιουργία επαναστατικού συμβουλίου σα βάση της συμμαχίας λαού-ΚΕΔ. Προτείνει τη διάλυση του επαγγελματικού στρατού και τη δημιουργία λαϊκού στρατού.

LCI (Κομμουνιστικός Διεθνιστικός Σύνδεσμος). Τροτσκιστική οργάνωση της 4ης Διεθνούς, με πολύ περιορισμένη πολιτική επιρροή. Ενισχύει τη δημιουργία εργατικών συμβουλίων.

UDP (Δημοκρατική Λαϊκή Ένωση). Η ισχυρότερη πολιτικά, Μαρξιστική-Λενινιστική οργάνωση, με αξιόλογη εργατική βάση (ναυπηγεία). Έβγαλε έναν βουλευτή εργάτη των ναυπηγείων. Υποστηρίζει την προοδευτική μερίδα του ΚΕΔ και τη δημιουργία επαναστατικών συμβουλίων. Συνεργάζεται με άλλες μικρότερες Μαρξιστικές-Λενινιστικές οργανώσεις που είχαν δημιουργήσει για τις εκλογές το FEC (m-l) (Κομμουνιστικό Εκλογικό Μέτωπο).

Υπάρχουν επίσης άλλες δύο Μαρξιστικές-Λενινιστικές οργανώσεις που όμως δεν συνεργάζονται με τις υπόλοιπες της επαναστατικής αριστεράς, οι:

MRPP (Κίνημα για την Ανασυγκρότηση του Κόμματος του Προλεταριάτου). Ιδρύθηκε το 1970. Έχει ισχυρή δύναμη στο φοιτητικό και μαθητικό χώρο, και είναι αριθμητικά από τις πιο ισχυρές οργανώσεις της άκρας αριστεράς. Κάνει ανοιχτή επίθεση στο ΚΕΔ και χαρακτηρίζει το καθεστώς σαν σοσιαλφασιστική δικτατορία. Υποστηρίζει τη δικτατορία του προλεταριάτου, με πρώτη φάση μια λαϊκοδημοκρατική επανάσταση, την οποία θα καθοδηγεί το ίδιο, αφού θεωρεί τον εαυτό του σαν την μόνη πραγματική επαναστατική οργάνωση. Ήρθε αρκετές φορές σε σύγκρουση με το ΚΕΔ, πράγμα που προκάλεσε την απαγόρευσή του να κατεβεί στις εκλογές. Στα τέλη του Μάη, ύστερα από προσπάθεια του MRPP να διαλύσει το ΚΟΠΚΟΝ, συνελήφθησαν πολλά στελέχη του που ύστερα από ένα μήνα αφέθηκαν ελεύθερα.

PCP M-L (Κομμουνιστικό Κόμμα Πορτογαλίας – Μαρξιστικό-Λενινιστικό). Ιδρύθηκε το 1970, μετά από διάσπαση του ΚΚΠ το 1964. Υποστηρίζει ότι ο χαρακτήρας της επανάστασης είναι αστικοδημοκρατικός, ότι το κύριο πρόβλημα είναι η κατοχύρωση των δημοκρατικών ελευθεριών, οι οποίες κινδυνεύουν κυρίως από το ΚΚΠ που το χαρακτηρίζουν σοσιαλφασιστικό. Γι’ αυτό συνεργάζεται με το Σοσιαλιστικό Κόμμα, με το κεντροδεξιό Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα και καταδικάζει τις επιθέσεις εναντίον των κομμάτων της δεξιάς. Για τις εκλογές δημιούργησε την AOC (αγροτοεργατική συμμαχία) που η συμμετοχή της στις εκλογές απαγορεύτηκε. Νομιμοποιήθηκε ξανά, ένα μήνα μετά τις εκλογές και υπέγραψε το σύμφωνο με το ΚΕΔ (η μόνη οργάνωση της άκρας αριστεράς που έχει υπογράψει) με σκοπό να ενισχύσει τις δυνάμεις του ΚΕΔ που αντιτίθενται στο σοσιαλφασισμό.

4) Το λαϊκό κίνημα. Η ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος στην Πορτογαλία συμβαδίζει με την εξέλιξη και το προχώρημα της επανάστασης. Στις 25 του Απρίλη, τα οργανωμένα κομμάτια του λαϊκού κινήματος ήταν ιδιαίτερα περιορισμένα: το βιομηχανικό προλεταριάτο της Λισαβόνας και του Σετούμπαλ (κυριότερη βιομηχανική πόλη που απέχει 30 χλμ από τη Λισαβόνα), οι αχτήμονες αγρότες του Νότου, οι φοιτητές και μερικά μεσαία στρώματα (τραπεζικοί υπάλληλοι, εργαζόμενοι τύπου κλπ). Και τα οργανωμένα αυτά κομμάτια του λαϊκού κινήματος βρίσκονται κυρίως (εκτός από τους φοιτητές) κάτω από την πολιτική επιρροή του ΚΚΠ, πράγμα που του επέτρεψε να ελέγχει το τεράστιο αλλά αυθόρμητο απεργιακό κύμα που ξέσπασε αμέσως μετά τις 25 Απρίλη. Έτσι περιορίστηκε σχεδόν αποκλειστικά σε μισθολογικές διεκδικήσεις και κατέληξε συμβιβαστικά. Στην πρώτη φάση της επανάστασης, το ΚΚΠ προσπάθησε να περιορίσει τις εργατικές διεκδικήσεις σε πλαίσια αποδεκτά από τις αστικές δυνάμεις που συμμετείχαν στην εξουσία (Σπίνολα κλπ), και η κυβέρνηση δημοσίευσε έναν ιδιαίτερα αντιδραστικό αντιαπεργιακό νόμο.

Όμως η πολιτική αυτή και οι διάφοροι νόμοι ξεπεράστηκαν γρήγορα από την ίδια τη δυναμική της επαναστατικής διαδικασίας. Μετά τις 28 Σεπτέμβρη και ιδιαίτερα μετά τις 11 του Μάρτη και τις εθνικοποιήσεις, γενικεύτηκαν σ’ όλη την Πορτογαλία οι καταλήψεις εργοστασίων, χωραφιών και ακατοίκητων σπιτιών και δημιουργήθηκαν παράλληλα επαναστατικές επιτροπές (σοβιέτ) στους χώρους δουλειάς και κατοικίας, επιτροπές που αποτελούν το πρόπλασμα των δομών της αυριανής λαϊκής εξουσίας. Το κύμα των καταλήψεων ήταν αποτέλεσμα της ανόδου του λαϊκού κινήματος και ταυτόχρονα μια απάντηση στην προσπάθεια της αστικής τάξης να σαμποτάρει την οικονομία. Σήμερα ένα μεγάλο μέρος των εργοστασίων βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο των εργαζόμενων. Ακόμα και στα εργοστάσια που δεν έχουν εθνικοποιηθεί, οι εργαζόμενοι απαιτούν δυναμικά να έχουν δικαίωμα ελέγχου πάνω στις βασικές αποφάσεις. Για παράδειγμα, πριν από μερικές βδομάδες στο Σετούμπαλ, μια Βελγική εταιρεία θέλησε να μεταφέρει στο εξωτερικό τα κέρδη της χρονιάς. Οι εργαζόμενοι κατέβηκαν σε απεργία και έκλεισαν τον υπεύθυνο της εταιρείας μέσα στο εργοστάσιο και δεν τον απελευθέρωσαν παρά μόνο όταν ικανοποιήθηκαν τα αιτήματά τους που ήταν: πέρα από την αύξηση των μισθών, ο έλεγχος της παραγωγής και η επένδυση στην Πορτογαλία των κερδών της εταιρείας.

Τεράστια σημασία έχουν επίσης οι καταλήψεις τσιφλικιών (ιδιαίτερα στο Νότο όπου το σύνολο σχεδόν του αγροτικού πληθυσμού ήταν ακτήμονες ενώ κάθε τσιφλίκι ξεπερνούσε κατά κανόνα τα 20.000 στρέμματα) και οι καταλήψεις ακατοίκητων σπιτιών (ιδιαίτερα στη Λισαβόνα όπου ενώ υπήρχε κρίση στέγης, πάνω από 6.000 σπίτια-μικρά παλάτια συχνά έμεναν ακατοίκητα).

Στην προώθηση των καταλήψεων και στη δημιουργία επαναστατικών επιτροπών στα χωριά, στα εργοστάσια και στις γειτονιές, σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς. Η δημιουργία τέτοιων επιτροπών έχει σήμερα γενικευτεί κι ο έλεγχός τους έχει ξεφύγει τελείως από το ΚΚΠ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα Ναυπηγεία της Λισαβόνας: πριν ένα μήνα σε γενική συνέλευση των εργαζόμενων, όπου πήραν μέρος πάνω από 5.000 εργάτες, πάρθηκε η απόφαση για τη δημιουργία επαναστατικού συμβουλίου, παρά την αντίθεση του ΚΚΠ που είχε πλειοψηφήσει πριν μερικούς μήνες στις συνδικαλιστικές εκλογές.

Στην ύπαρξη και λειτουργία αυτών των επιτροπών στηρίχτηκε η απόφαση του ΚΕΔ για τη δημιουργία ενός λαϊκού κινήματος με βάση τις επαναστατικές επιτροπές στους τόπους δουλειάς και κατοικίας. Στο σχέδιο αυτό αναγκάστηκε να συμφωνήσει και το ΚΚΠ, παρόλο που ως τότε υποστήριζε τη δημιουργία «επιτροπών υπεράσπισης της επανάστασης» που δεν ήταν παρά κομματικά παραρτήματα και δεν θα έπαιζαν κανένα ρόλο στη λήψη των αποφάσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο σχέδιο που υιοθέτησε το ΚΕΔ, οι αντιπρόσωποι των επιτροπών είναι ανά πάσα στιγμή ανακλητοί από τη βάση, ενώ φυσικά το σχέδιο του ΚΚΠ δεν προέβλεπε κάτι τέτοιο.

Μπροστά στην προώθηση της επαναστατικής διαδικασίας, η ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος, εγκατέλειψε τα προσχήματα και πέρασε ανοιχτά με το μέρος της αντίδρασης, οργανώνοντας αντικομμουνιστικές διαδηλώσεις, ιδιαίτερα στο Βορρά της Πορτογαλίας όπου ασκεί μεγάλη επιρροή η φιλοφασιστική εκκλησία.

Η προοδευτική μερίδα του ΚΕΔ και η επαναστατική αριστερά προσπαθεί να αποκρούσει αυτή την επίθεση και να αποφύγει μια ψεύτικη πόλωση ανάμεσα στο Σ.Κ. και το ΚΚΠ (πράγμα που επιδιώκει ο Σοάρες αλλά και υποθάλπει μέχρι ένα σημείο κι ο Κουνιάλ).

Η Πορτογαλική επανάσταση θα περάσει ακόμα από πολλές και δύσκολες φάσεις. Χρέος μας είναι, μπροστά στην ψευτιά, τη δυσφήμιση και τα γαυγίσματα των αστών, να κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας για να της συμπαρασταθούμε.

 (Τεύχος 3, Αύγουστος 1975)

ΚΕΙΜΕΝΟ 2 – ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Ο αστικός τύπος και η διεθνής σοσιαλ-δημοκρατία έπαψαν ξαφνικά να ωρύονται και να απασχολούνται με την Πορτογαλία, με εξαίρεση το τριήμερο 24-26/11. Κι αυτό γιατί στα τέλη του περασμένου Αύγουστου, φάνηκε ότι διασώθηκαν οι «αστικές ελευθερίες» και η «δημοκρατία τους», που επιτρέπουν στους καπιταλιστές να κρατούν την εξουσία και να εκμεταλλεύονται την εργατική τάξη κι όλο τον εργαζόμενο λαό, πόλης και υπαίθρου. Αυτή την εξήγηση έδωσαν τότε, στο γεγονός της κατάρρευσης της κυβέρνησης του Β. Γκονσάλβες, που εγκαταλείφτηκε στο τέλος και από το ΚΚΠ, και της αναδιοργάνωσης του επαναστατικού συμβούλιου, όπου οι σοσιαλδημοκράτες κατέλαβαν τις περισσότερες θέσεις. Παράλληλα, η κρυφή τους ελπίδα ήταν να κατορθώσει η καινούρια κυβέρνηση να υποστηρίξει αποτελεσματικά την αντεπίθεση που είχε προετοιμάσει το σύνολο των αντιδραστικών δυνάμεων ενάντια στην επαναστατική πραχτική των λαϊκών κι επαναστατικών δυνάμεων της Πορτογαλίας.

Από τότε μέχρι σήμερα, η διεθνής σοσιαλδημοκρατία, και με κορύφωση το τριήμερο 24-26/11, επιτάχυνε και έκανε πιο συστηματικές τις ενέργειές της για να χτυπήσει την επαναστατική διαδικασία. Γι’ αυτόν το λόγο ήταν απαραίτητη και η συνένοχη σιωπή του αστικού τύπου, που από τη μια μεριά, της επέτρεψε να καλύπτει, κι έτσι αποτελεσματικότερα να αναπτύσσει, τις συνωμοτικές της δραστηριότητες, και από την άλλη να δυσκολεύει την ανάπτυξη της έμπραχτης διεθνιστικής αλληλεγγύης. Έτσι, όλον αυτό τον καιρό, η διεθνής σοσιαλδημοκρατία οργάνωσε μια φοβερή και συνδυασμένη επίθεση ενάντια στην Πορτογαλέζικη επανάσταση και στο Λαϊκό Κίνημα Απελευθέρωσης της Ανγκόλας. Μια επίθεση, για την οποία δεν υπήρξε η ανάλογη κινητοποίηση κι έμπραχτη υποστήριξη από τα λαϊκά κινήματα των διάφορων χωρών, στις επαναστατικές δυνάμεις της Πορτογαλίας.

Τα πιο βασικά και φανερά στοιχεία αυτής της επίθεσης, στη φάση ακόμα της προετοιμασίας της και μέχρι την απομάκρυνση του Β. Γκονσάλβες και την αναδιοργάνωση του επαναστατικού συμβούλιου, ήταν:

1) η διεθνής προπαγανδιστική εκστρατεία υπέρ του Σ.Κ.Π. και βασικά της προσωπικότητας του Σοάρες, γαρνιρισμένη με παχιά, όπως πάντα, και μεγάλα λόγια. Κραυγές για «ελευθερία» (των εκμεταλλευτών για να εκμεταλλεύονται και να καταπιέζουν) , για προάσπιση της «δημοκρατίας» και του «δυτικού κοινοβουλευτικού συστήματος» (ακριβώς αυτά που στηρίζουν το καθεστώς εκμετάλλευσης και καταπίεσης), για διάσωση της οικονομίας (της καπιταλιστικής οικονομίας, που σημαίνει θυσίες, περισσότερη δουλειά  με χαμηλότερους μισθούς). Ταυτόχρονα, αυτή η εκστρατεία στηριζότανε και στήριζε την πλαστή αντίθεση ότι ο Πορτογαλικός λαός δυο δρόμους έχει να διαλέξει: ή κοινοβουλευτισμό Δ. Ευρώπης ή «ολοκληρωτισμό» Ανατολικής Ευρώπης, της οποίας όργανο είναι το ΚΚΠ. Προσπαθούσαν και προσπαθούν, με πλύση εγκεφάλου να πιστέψει, ότι σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσε και δεν μπορεί μόνος του, αυτόνομα και αυτοδύναμα οργανωμένος, να πάρει την εξουσία στα χέρια του και να γίνει υπεύθυνος για τα συμφέροντα, τις ανάγκες, την ίδια του τη ζωή, οργανώνοντας την κοινωνία που τον εξυπηρετεί, οργανώνοντας τον σοσιαλισμό. Ακόμα αυτή η ταχτική οδήγησε στο να δημιουργηθεί ένα μπλοκ δυνάμεων –οικονομικά μονοπώλια, φιλελεύθεροι και αντιδραστικοί αστοί, μικροϊδιοχτήτες επιχειρηματίες, εξαθλιωμένες μάζες του βορρά κάτω από την πλήρη και σκοταδιστική εξουσία των παπάδων, άποικοι διωγμένοι από την Ανγκόλα, φασίστες και πράχτορες του ιμπεριαλισμού- γύρω από τον Σοάρες, που συμμάχησαν κάτω από την ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας, ενάντια στην επανάσταση εργατών-αγροτών-φαντάρων και ναυτών.

2) η κινητοποίηση και παρέμβαση του ευρωπαϊκού ρεφορμισμού, σαν σοβαρή ανασταλτική δύναμη για την ανάπτυξη της επαναστατικής διαδικασίας. Τα ΚΚ, με επικεφαλής το Ιταλικό και Ισπανικό, έκαναν τις πιο ανοιχτές και χυδαίες επεμβάσεις, ενώ υπεραμύνονται της μη επέμβασης στα εσωτερικά τους (!!), όχι μόνο στα εσωτερικά του ΚΚΠ αλλά κι ολόκληρου του επαναστατικού κινήματος της Πορτογαλίας.

Κάθε δύσκολο βήμα προς τα μπρος, κάθε επιτυχία των επαναστατικών δυνάμεων, κάθε συγκεκριμένο μέτρο ριζικής και επαναστατικής κοινωνικής αλλαγής, αποτελούσε και μια διάψευση και μια απειλή για την πολιτική του ρεφορμισμού σ’ όλη την Ευρώπη. Γι’ αυτό κάθε φορά, και στη κατάλληλη στιγμή, έκαναν την παρέμβασή τους για να εμποδίσουν, αποπροσανατολίσουν και αποκόψουν την πορεία των επαναστατικών δυνάμεων της Πορτογαλίας. Την ώρα που στην Πορτογαλία αφαιρούσανε με τρόπο επαναστατικό, την δύναμη από τους καπιταλιστές (εθνικοποιήσεις τραπεζών και βιομηχανικών μονοπωλίων, καταλήψεις σπιτιών, εργοστασίων, γης, οργάνωση κι έλεγχος παραγωγής από την εργατική τάξη), την ίδια ώρα το ΚΚΙ διακήρυσσε επίσημα την «εκσυγχρονισμένη» οικονομική πολιτική του με κεντρικά σημεία, τη διευκόλυνση των ξένων επενδύσεων, την βοήθεια για την ανάπτυξη των ωφέλιμων μονοπωλίων, την προστασία του τομέα της ατομικής ιδιοχτησίας και πρωτοβουλίας και μαζί η προώθηση του γενικού συνθήματος-στόχου, ότι στην τωρινή ιστορική φάση της κοινωνίας μας, αυτή είναι και η μόνη πραγματική πολιτική που αντιπροσωπεύει τα λαϊκά συμφέροντα.

Την ώρα που η ταξική σύγκρουση στην Πορτογαλία οξυνότανε και ανέβαινε η επαναστατική συνείδηση κι οργάνωση των δυνάμεων του λαϊκού κινήματος κι ενώ ταυτόχρονα ξέσπαγε η αντικομμουνιστική υστερία στον Βορρά, καλλιεργημένη από τον Σοάρες, την ίδια ώρα το Ιταλικό και Ισπανικό ΚΚ, υπογράφανε διακήρυξη κοινής πολιτικής και συμφερόντων με τον Σοάρες και το κόμμα του, χτυπούσαν το ΚΚΠ για «τυχοδιωκτική πολιτική» και σοβαρά σφάλματα, κατηγορούσαν ολόκληρο το λαϊκό Πορτογαλικό κίνημα για «ανευθυνότητα» και ανυπακοή στην «ρεαλιστική» πολιτική της «σύνεσης» και της «εγκράτειας». Την ώρα που οι επαναστατικές εξελίξεις ήταν γρήγορες και αποτελεσματικές, με συνεχές κέρδισμα δυνάμεων και θέσεων, το ΚΚ Ισπανία έσπευσε να διαβεβαιώσει τους πάντες και τα πάντα, ότι η δική του πολιτική ήταν διαφορετική, ότι θα αγωνιστεί για μια Ισπανία φιλελεύθερη και αστική κι ότι ήταν σε κάθε περίπτωση αντίθετο με αυτά που γίνονταν στη διπλανή χώρα. Και οπωσδήποτε η επίθεση όλων τους ήταν συνεχής και συκοφαντική ενάντια στους «εξτρεμιστές», δηλαδή ενάντια στις πιο προχωρημένες επαναστατικές δυνάμεις, που δεν διστάζουν να προωθούν στην πράξη επαναστατικές διαδικασίες οικοδομώντας τα όργανα της λαϊκής εξουσίας, που δεν διστάζουν να προωθούν την τελείως αντίθετη με την δική τους ταχτική και πολιτική και που μ’ αυτόν τον τρόπο γινόντουσαν, για πρώτη φορά στην Ευρώπη μετά το 1918, η βασική κινητήρια επαναστατική δύναμη.

Φυσικά σ’ όλη αυτήν την περίοδο λειτουργούσε ο οικονομικός και εμπορικός αποκλεισμός και μεθοδευότανε σταθερά η ιμπεριαλιστική επέμβαση στην Ανγκόλα. Όμως μετά την ανατροπή της κυβέρνησης του Β. Γκονσάλβες, αρχίζει η συστηματική και οργανωμένη επίθεση των αντιδραστικών δυνάμεων, με την κάλυψη και υποστήριξη της καινούριας σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης του Αζεβέντο.

Έτσι, διοχετεύεται τεράστια οικονομική βοήθεια σε δολάρια, μάρκα, φράγκα στο μέτωπο των αντιδραστικών δυνάμεων. Αυτά δίνονται απροκάλυπτα, σαν επανάληψη της «βοήθειας» για να στεριώσει η «αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας», είτε κρυφά για την ενίσχυση κι αναδιοργάνωση των μηχανισμών της βίας και της καταπίεσης. Μαζί με την οικονομική βοήθεια καταφτάνουν και κάθε είδους πράχτορες και φασίστες, που οργανώνουν τρομοκρατικές επιθέσεις ενάντια στις λαϊκές δυνάμεις και τις πρωτοπορίες τους. Παράλληλα αρχίζουν εκκαθαρίσεις μέσα στο ΚΕΔ και στο επαναστατικό συμβούλιο, για να απομακρυνθούν τα ριζοσπαστικά και επαναστατικά στοιχεία.  Ταυτόχρονη είναι η προσπάθεια να ξαναγίνει ο στρατός «απολιτικός»  (δηλ. δικός τους) , να αποκατασταθεί η ιεραρχία, για να μπορεί να παίξει τον ρόλο του τυφλού οργάνου ενάντια στο λαϊκό κίνημα.

Όσο πλησιάζει η 11η Νοέμβρη, ημέρα της επίσημης ανακήρυξης της ανεξαρτησίας της Ανγκόλας, ο ιμπεριαλισμός εντείνει την επέμβασή του και προκαλεί γενίκευση των πολεμικών συγκρούσεων σ’ αυτήν την χώρα. Εξοπλίζει με σύγχρονα όπλα , τεχνική βοήθεια κάθε είδους, χρήματα και μισθοφόρους στα λεγόμενα, «Εθνικό Μέτωπο Απελευθέρωσης της Ανγκόλας-FNLA» και «Ενότητα-UNITA», ενάντια στο Λαϊκό Απελευθερωτικό Κίνημα της Ανγκόλα-MPLA, δηλ. ενάντια στο λαϊκό κι επαναστατικό κίνημα της χώρας που διεξάγει 14 χρόνια ένοπλο αγώνα για την ανεξαρτησία της χώρας και την οικοδόμηση της λαϊκής εξουσίας σ’ αυτήν.

Αυτή η γενικευμένη επίθεση του ιμπεριαλισμού και η ένταση και επέκταση των πολεμικών επιχειρήσεων στην Ανγκόλα, τείνουν να την κάνουν Βιετνάμ της Αφρικής, κι είναι μεγάλης σημασίας, όχι μόνο για τον έλεγχο αυτής της πλούσιας χώρας, αλλά αποσκοπεί και στο άμεσο χτύπημα της Πορτογαλικής επανάστασης, επιδιώκοντας να της στερήσει τον πιο βασικό σύμμαχο. Εκείνο τον σύμμαχο που θα της επιτρέψει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον εμπορικό αποκλεισμό και τους οικονομικούς εκβιασμούς της Δύσης, χωρίς ταυτόχρονα να βρεθεί αναγκασμένη να εξαρτηθεί από τις χώρες της Αν. Ευρώπης.

Η αντεπαναστατική επίθεση, αφού κέρδισε βαθμιαία ορισμένο έδαφος, ξετυλίγεται ανοιχτά μ’ όλη της την δύναμη. Η αστυνομία, που είχε διαλυθεί από την επαναστατική πραχτική, αναδιοργανώνεται στα υπόγεια με σκοπό να αρχίσει να αναλαμβάνει το έργο της: καταπίεση και χτύπημα των λαϊκών αγώνων. Ταυτόχρονα επιχειρείται η μείωση της δύναμης της Κοπκόν. Ακόμα κυβερνητικές στρατιωτικές δυνάμεις καταλαμβάνουν τους ραδιοσταθμούς και τους σταθμούς τηλεόρασης που είχαν περάσει στα χέρια των εργαζόμενων. Η αντίσταση των εργαζόμενων στη Ρενασένσα, ραδιοφωνικό δίκτυο, προκαλεί πολεμική επιχείρηση από την πλευρά της κυβέρνησης, που το ανατινάζει. Στα στρατόπεδα κηρύσσεται κατάσταση έκτακτης ανάγκης με σκοπό να περιοριστεί η πολιτική δραστηριότητα και να εμποδιστεί η οργάνωση των στρατιωτών.

Αυτή η επίθεση των αντεπαναστατικών δυνάμεων δεν παραμένει αναπάντητη από την πλευρά των λαϊκών δυνάμεων. Οι στρατιώτες οργανώνονται σε παράνομη οργάνωση, στο SUV (Στρατιώτες Ενωμένοι θα Νικήσουν). Επαναστάτες υπαξιωματικοί και αξιωματικοί περνάνε στην παρανομία αδειάζοντας τις οπλαποθήκες. Οι μαζικές κινητοποιήσεις του προλεταριάτου, τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο, ριζοσπαστικοποιούνται, κερδίζουν νίκες και αναγκάζουν την κυβέρνηση σε υποχωρήσεις και ήττες.  Αυτή η κατάσταση εκφράζει την όξυνση της ταξικής σύγκρουσης και προκαλεί γρήγορο ξεκαθάρισμα δυνάμεων – ποιες είναι, τι επιδιώκουν και μέχρι που είναι αποφασισμένες η κάθε μια (το ΚΚΠ αποχωρεί σύντομα από το επαναστατικό μέτωπο κι αρνείται επίμονα να διαχωρίσει τη θέση του από την κυβέρνηση με ξεκάθαρο τρόπο).

Η σύγκρουση ανάμεσα στις λαϊκές και επαναστατικές δυνάμεις της Πορτογαλίας και στη διεθνή αστική τάξη προχωράει βαθύτερα κι οι πιθανές εξελίξεις της κατάστασης ξεκαθαρίζουν. Η βασική αντίθεση είναι ή προχώρημα και νίκη της επανάστασης ή αντεπανάσταση. Αντίθετα είναι πλαστή η αντίθεση που προβάλουν οι αστοί και οι ρεφορμιστές, επικράτηση της Δ. Ευρώπης ή της Ανατολικής, Αμερικής ή Σοβιετικής Ένωσης, πράγμα που γίνεται όλο και πιο κατανοητό, όσο ανεβαίνει η επαναστατική συνείδηση των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων κοινωνικών τάξεων της Πορτογαλίας. Αυτή η βασική αντίθεση μπορεί να λυθεί, είτε μ’ ανοιχτή άμεση σύγκρουση ανάμεσα σε στρατιωτικούς ή με ένοπλη αντίσταση που θα γίνεται όλο και περισσότερο λαϊκός πόλεμος μακράς διάρκειας και στον οποίο το αποτέλεσμα ορισμένων αρχικών μαχών δεν έχει την αποφασιστική σημασία.

Σ’ αυτήν την κοινωνική σύγκρουση, η ηγεσία του ΚΚΠ αισθάνεται την ανάγκη της αναδίπλωσης. Περιμένει μόνο την κατάλληλη ευκαιρία που θα του δοθεί ενδεχόμενα σε λίγο καιρό, όταν οι επαναστατικές δυνάμεις υποστούν ένα οποιοδήποτε χτύπημα, για να ξαναπροβάλλει την συμβιβαστική πολιτική του, να δηλώσει την «μεταμέλειά» του, να κατηγορήσει τις επαναστατικές δυνάμεις για «τυχοδιωκτισμό» και να καλέσει το λαϊκό κίνημα να «λογικευτεί» και να δεχτεί την πραγματικότητα.

Μετά τα γεγονότα του τριήμερου 24-26/11, οι αντεπαναστατικές δυνάμεις κέρδισαν ένα ακόμα βήμα στην επίθεσή τους. Χτύπησαν ορισμένες από τις προχωρημένες στρατιωτικές μονάδες και πέρασαν στην πραχτική των συλλήψεων και των εκκαθαρίσεων. Το χτύπημά τους έπρεπε να είναι βίαιο και να μπορέσει να αλλάξει τον συσχετισμό των δυνάμεων. Σε τέτοιες στιγμές, που η κοινωνική πάλη καθορίζεται από την κοινωνική δύναμη κι εξουσία που καταφέρνουν να έχουν οι αντίπαλες δυνάμεις, οι κυβερνητικές δραστηριότητες και προσωπικότητες δεν παίζουν σχεδόν κανένα ρόλο. Γι’ αυτό και η απεργία που κήρυξε η κυβέρνηση Αζεβέντο, δεν ήταν παρά η αναγνώριση αυτού του γεγονότος και ταυτόχρονα το σύνθημα για την ανοιχτή σύγκρουση. Αυτή η σύγκρουση όμως δεν ήταν η τελική.

Έπειτα από το τελευταίο ξεκαθάρισμα δυνάμεων, μπορούμε να πούμε πως ανοίγει μια καινούρια φάση στην επαναστατική διαδικασία, ίσως και η τελευταία και η πιο ξεκάθαρη. Τα τελευταία γεγονότα ήταν μια ήττα, όχι όμως και η καταστροφή του λαϊκού κινήματος, όπως μας λένε οι αστικές εφημερίδες. Οι επαναστατικές οργανώσεις υπάρχουν, οι επιτροπές των εργατών-στρατιωτών-ναυτών υπάρχουν κι είναι αρκετά εξοπλισμένες, οι επιτροπές στα εργοστάσια, τις συνοικίες και την ύπαιθρο, υπάρχουν και δρουν. Η επαναστατική συνείδηση –δηλ. το ότι έχει κατανοηθεί πως η λύση στο πρόβλημα της Πορτογαλίας είναι ΜΟΝΟ το στερέωμα της λαϊκής εξουσίας σε βάρος της εξουσίας της αστικής τάξης-  υπάρχει και βαθαίνει σε κάθε φάση που περνάει ο αγώνας.

Από την άλλη μεριά, η ήττα στοίχισε στην επανάσταση δυνάμεις και θέσεις τέτοιες, που επιτρέπει στην αστική τάξη να αναλάβει σοβαρή προσπάθεια για την καπιταλιστική αναδιοργάνωση της χώρας. Αυτό όμως τώρα πια, μπορεί να έχει αποτέλεσμα μόνο αν υποταχθούν οι εργαζόμενοι σε μια τρομερή παραγωγική προσπάθεια, δηλ. σε καθεστώς βαριάς δουλειάς και χαμηλών μισθών, με ταυτόχρονη συμπίεση των υλικών συνθηκών ζωής και γενικευμένη κοινωνική καταπίεση.  Σ’ αυτά τα στοιχεία, η απάντηση της εργατικής τάξης είναι ξεκάθαρα αρνητική. Η ίδια ακριβώς καθαρότητα δεν υπάρχει όμως σ’ ότι έχει σχέση με την αναγκαιότητα της κατάληψης της εξουσίας, σαν μοναδικού τρόπου για την λύση του Πορτογαλικού προβλήματος. Αυτή αποχτιέται μόνο μέρα με τη μέρα, ακόμα και με ήττες, φτάνει να γίνει σοβαρή προσπάθεια και σοβαρός εντοπισμός των λαθών στις εκτιμήσεις και την ταχτική που ακολουθήθηκε. Ακόμα μεγαλύτερη γίνεται αυτή η ανάγκη της σοβαρότητας κι αποφασιστικότητας, τώρα που το ΚΚΠ άλλαξε επίσημα, κι όπως φαίνεται οριστικά, την γραμμή του, όταν στις 7/12/75 ο Κουνιάλ διακήρυξε σε συγκέντρωση του κόμματος, μπροστά σε 30.000 εργαζόμενου λαού, πως «οι μάζες του λαού πρέπει να αντιληφθούν την νέα πραγματικότητα. Πρέπει να αντιληφθούν ότι η ταχτική μας για τις συμμαχίες και τις μορφές του αγώνα πρέπει να αναθεωρηθούν, αλλιώς η χώρα κινδυνεύει από μια νέα διχτατορία, που θα γίνει αν οι κομμουνιστές επιμείνουν στην παλιά πολιτική γραμμή. Η ευθύνη της εξέγερσης ανήκει μόνο στους “εξτρεμιστές”. Αυτοί θα πρέπει επιτέλους να σταματήσουν τους εκβιασμούς και τις περιπέτειες. Η αποχώρηση του κόμματος από την κυβέρνηση θα ωφελούσε μόνο τη δεξιά.  Το ΚΚΠ δέχεται τις εκλογές του ερχόμενου χρόνου και θα αποδεχτεί το αποτέλεσμά τους».

Αυτή η αλλαγή γραμμής επιβεβαιώνει ότι το ΚΚΠ δεν βρίσκεται στο στρατόπεδο των επαναστατικών δυνάμεων, παρά τις ορισμένες σοβαρές διαφορές που αναγκάστηκε από τα πράγματα να δείξει ότι έχει με τα άλλα Ευρωπαϊκά ΚΚ, και που γι’ αυτόν τον λόγο τα μέλη κι οι οπαδοί του, βασικά, είναι και πρέπει να λογαριάζονται στο στρατόπεδο της επανάστασης.

Πιστεύουμε ότι πρέπει πάλι να ξεκαθαριστεί πως η επανάσταση στην Πορτογαλία δεν είναι θέμα κομμάτων-ηγεσιών-προσωπικοτήτων ή ακόμα και μηχανισμών. Από την άλλη πάντα ακόμα δεν είναι υπόθεση μιας εξέγερσης. Είναι ο συνεχής αγώνας για τη λαϊκή εξουσία που διεξάγεται σε κάθε τομέα της κοινωνικής οργάνωσης και ζωής, και όπου κινητοποιούνται, δρουν, οργανώνονται και αποφασίζουν οι εκμεταλλευόμενες και καταπιεζόμενες κοινωνικές τάξεις.

Η επαναστατική διαδικασία χαρακτηρίζεται από την οξυμένη σύγκρουση ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές τάξεις, όπου οι επαναστατικές δυνάμεις προωθούν τους στόχους τους σε σύνδεση με τους λαϊκούς αγώνες και τις λαϊκές δυνάμεις. Προωθούν από την πλευρά τους τον συνολικό λαϊκό αγώνα, με άλματα που επιτρέπουν στην εργατική τάξη να περνά, από την θέση του οπαδού στο ρόλο του μετέχοντα και του πρωταγωνιστή. Άλματα, που από την άλλη πλευρά δεν περιορίζουν την κοινωνική σύγκρουση σε σύγκρουση δύο οργανωμένων ομάδων, αλλά την διευρύνουν σε αγώνα όλου του εργαζόμενου λαού, ενάντια στο καπιταλιστικό κράτος.

Στην Πορτογαλία, οι εξελίξεις του τελευταίου χρόνου είναι χαρακτηριστικές μιας επαναστατικής διαδικασίας. Όχι μόνο για τις πολλές εθνικοποιήσεις, που αφαίρεσαν την καπιταλιστική κυριαρχία από σημαντικούς τομείς της οικονομικής ζωής  (τράπεζες, ορυκτός πλούτος, συγκοινωνίες, χρηματιστηριακές επιχειρήσεις, ασφάλειες). Όχι μόνο για την καταστροφή σοβαρών καταπιεστικών οργάνων του αστικού κράτους (αστυνομία, ασφάλεια). Όχι μόνο για τον έμπραχτο διεθνισμό που οδήγησε στην άμεση ανεξαρτησία της Γουϊνέας, Μοζαμβίκης και Ανγκόλας, και που συγκεκριμένα βοήθησε στο να πάρουν την εξουσία σ’ αυτές οι επαναστατικές δυνάμεις. Όχι μόνο για τον πραγματικό εκδημοκρατισμό του στρατού, με το διώξιμο των συνεργατών του παλιού καθεστώτος, με την καταπολέμηση της ιεραρχίας, με την δημιουργία επιτροπών από στρατιώτες-υπαξιωματικούς-αξιωματικούς, που χειρίζονταν συλλογικά την λειτουργία του στρατιωτικού μηχανισμού,  και με την πολιτικοποίηση του στρατού που έφερε την καταστροφή του σαν τυφλού οργάνου του καπιταλιστικού κράτους. Αλλά επιπλέον και πιο βασικό είναι, ότι εξελίχτηκαν έμπραχτα εκείνοι οι λαϊκοί αγώνες που οδήγησαν σε συγκεκριμένες καταστάσεις λαϊκής εξουσίας. Καταλήψεις σπιτιών και γης, διάλυσης της φεουδαλιστικής ιδιοχτησίας, όχι μετά από «νόμους» αλλά μετά από εφαρμογή αυτοδύναμη της οργανωμένης θέλησης των αγροτών. Καταλήψεις εργοστασίων και μεγαλύτεροι πραγματικοί μισθοί, μείωση των ωρών εργασίας, μείωση των μισθολογικών διαβαθμίσεων, μείωση με συγκεκριμένα μέτρα των εργατικών ατυχημάτων και της βλαβερής επίδρασης της εργασίας πάνω στους εργαζόμενους, είναι όλα καταχτήσεις του οργανωμένου αγώνα των εργατικών επιτροπών, με ή χωρίς την βοήθεια των αριστερών κομμάτων. Ακόμα η εκστρατεία της πολιτιστικής ανάπτυξης του Βορρά, όπου επικρατούν μεσαιωνικές συνθήκες ζωής και νοοτροπίας, όπου δεν υπάρχει νερό-φως-δρόμοι, εκεί όπου ο παπάς κι ο καθολικισμός είναι το παν. Τέλος, οι σοβαρές προσπάθειες εξοπλισμού των λαϊκών και επαναστατικών δυνάμεων κι οι επιτυχίες σ’ αυτόν τον τομέα, είναι κι αυτά στοιχεία που δείχνουν ότι πρόκειται για επαναστατική διαδικασία που δεν θα σταματήσει με ορισμένες αποτυχίες και ήττες.

Είναι στοιχεία που μας κάνουν να πιστεύουμε ότι οι επαναστατικές δυνάμεις στην Πορτογαλία έχουν περισσότερο ανάγκη από την έμπραχτη αλληλεγγύη μας, παρά από την συνεχή κριτική μας για το αν και το πώς θα προχωρήσει η επανάσταση σ’ αυτήν την χώρα ή από την αδιαφορία μας επειδή δήθεν εκεί παίζεται το παιχνίδι των δύο (ή περισσότερων υπερδυνάμεων) ή επειδή εκεί είναι Πορτογαλία, εδώ Ελλάδα, άρα δεν μας ενδιαφέρει.

Η κοινωνική πραγματικότητα μας δείχνει ότι εκεί, με λάθη φυσικά, με αδυναμίες, με πισωγυρίσματα και προσωρινές ήττες, η επανάσταση προχωράει, οι συγκεκριμένες οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς υπάρχουν, οι αντεπαναστατικές δυνάμεις έχουν εξαπολύσει μεγάλη αντεπίθεση, η διεθνής σοσιαλδημοκρατία τις βοηθάει με όλα τα μέσα. Έτσι, μπαίνει λοιπόν άμεσο καθήκον μας να οργανώσουμε στον τόπο μας, την μικρή έστω, μα συγκεκριμένη συμπαράσταση στην Πορτογαλική επανάσταση (ήδη ανοίγουμε έρανο για να βοηθήσουμε την ΡΕΠΟΥΜΠΛΙΚΑ να μπορέσει να κυκλοφορήσει στο μέλλον, μιας και δε χρηματοδοτείται απ’ το κράτος και τα χρηματικά αποθέματα που έχει φτάνουν μέχρι και τον Γενάρη του 1976).

Τα συγκεκριμένα παραδείγματα από τους Λαϊκούς Αγώνες στην Πορτογαλία είναι παρά πολλά. Στα πλαίσια αυτού του κειμένου θα δώσουμε δύο, που νομίζουμε πως είναι αρκετά χαρακτηριστικά. Το ένα αφορά την υπόθεση της εφημερίδας ΡΕΠΟΥΜΠΛΙΚΑ (που προαναφέραμε πιο πάνω για τον έρανο) και που δείχνει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι εκεί το πρόβλημα της πληροφόρησης. Το άλλο είναι από μια κατάληψη χτιρίου σ’ αγροτική περιοχή της Ν. Πορτογαλίας και δείχνει ένα έμπραχτο κι αποτελεσματικό τρόπο για να αντιμετωπίζονται και να λύνονται σοβαρά προβλήματα της καθημερινής ζωής, με την πραγματοποίηση της λαϊκής εξουσίας σε συγκεκριμένο τόπο και τομέα, που μπορεί και πρέπει να γενικευτεί.

ΜΙΛΑΝΕ ΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΡΕΠΟΥΜΠΛΙΚΑ.

«Οι εργαζόμενοι της εφημερίδας ΡΕΠΟΥΜΠΛΙΚΑ, είναι μια ομάδα άσημων εργαζόμενων που, μέσα στη σημερινή κρίση της πληροφόρησης, αρνούνται τον γενικό οπορτουνισμό. Δεν υπακούουν σε καμιά ομάδα, δεν υποτάσσονται σε κανένα κόμμα, δεν ανήκουν σε καμιά θρησκευτική οργάνωση.

(…) Η εφημερίδα ΡΕΠΟΥΜΠΛΙΚΑ είχε πέσει στα χέρια ανθρώπων που κινούνται στην κορυφή, ψεύτικων ταλέντων, ανθρώπων με αστική υπεροψία, . Είχε πέσει στο βασίλειο της φθοράς, της κατάρρευσης της εργασίας και των αρχών του σοσιαλισμού.

(…) Εμείς οι εργαζόμενοι στην ΡΕΠΟΥΜΠΛΙΚΑ, έχουμε συνείδηση του ότι ζούμε σε μια κοινωνία απ’ όπου λείπει μια συγκροτημένη πολιτική σχετικά με την πληροφόρηση, μια πολιτική που να δίνει στους εργαζόμενους, στους εκμεταλλευόμενους και στους φτωχούς την εξουσία πάνω στη γνώση και πάνω στην οικονομία, αντί να τους ευνουχίζει όπως γίνεται σήμερα. Δεν θέλουμε μια πληροφόρηση στην υπηρεσία δημαγωγών, που η μόνη τους απασχόληση είναι η απαρίθμηση των ελευθεριών (…)

Τώρα είναι η κατάλληλη ευκαιρία για να αναδιαρθρώσουμε πλήρως την πολιτική μας σχετικά με την πληροφόρηση στα χέρια των εργαζόμενων, ανεξάρτητη από κάθε “συνωμοσία” και από κάθε στενά κομματική υποστήριξη, αρχίζοντας από μια πληροφόρηση που να αποκαθιστά τους εκμεταλλευόμενους και τους φτωχούς.

Ήταν αναπόφευκτο: μερικοί Πορτογάλοι αστοί που πριν από τις 25 Απρίλη υποστήριξαν εν μέρει τους εκμεταλλευόμενους και τους φτωχούς, κινούμενοι συχνά από κάποιο ποιητικό συναίσθημα –με τραγούδια και όπλα- και με σκοπό να εξασφαλίσουν την μελλοντική τους πελατεία, αυτοί οι αστοί εγκατέλειψαν σιγά σιγά αυτήν την στάση για να υιοθετήσουν σήμερα μια στάση καθοδηγητική, πατερναλιστική και αυταρχική.

Αντιφασίστες πριν από τις 25 Απρίλη, έγιναν αυταρχικοί μετά τις 11 του Μάρτη, κλέβοντας την πληροφόρηση για να διοχετεύσουν καλύτερα μέσα στις εκμεταλλευόμενες τάξεις την ιδεολογία τους, την ιδεολογία των κυρίαρχων τάξεων.

Οι “Σπινολικοί” της 11 Μάρτη, ξέρουν πάρα πολύ καλά την πολιτική αξία που έχει ο τίτλος της εφημερίδας ΡΕΠΟΥΜΠΛΙΚΑ και είχαν σχεδιάσει κατάληψη της εφημερίδας, ενάντια στις αρχές που εμείς οι εργαζόμενοι υποστηρίζουμε απέναντι στην θορυβημένη διεύθυνση της εφημερίδας.

(…) Μέσα σ’ αυτήν την προοπτική δεν δεχόμαστε να παράγουμε μια πληροφόρηση που υπαγορεύεται από την ταχτική που θέλουν να εφαρμόσουν εκείνοι που δεν επιθυμούν να ακολουθήσουν την επανάσταση που προχωράει.

(…) Η πληροφόρηση της εργατικής τάξης δεν χρειάζεται να γίνεται από άλλους στο όνομά της. Οφείλει να γίνεται από την ίδια και για την εργατική τάξη. Κανένα κόμμα δεν έχει δικαίωμα να τοποθετεί τον εαυτό του πάνω από τα συμφέροντα των φτωχών και εκμεταλλευόμενων εργαζόμενων. Κάτι τέτοιο αποτελεί έγκλημα ενάντια στην επανάσταση.

Πιστεύουμε επίσης ότι η πληροφόρηση δεν πρέπει να πέσει σε μια αυθορμητίστικη αντίληψη της επανάστασης. Δεν αρκεί, σε συγκεκριμένες καταστάσεις που δημιουργούνται με τους αγώνες, όπως συμβαίνει με την ΡΕΠΟΥΜΠΛΙΚΑ, να δημιουργούνται επιτροπές εργαζόμενων που σβήνουν μετά τον αγώνα. Οι επιτροπές των εργαζόμενων πρέπει να μετασχηματίζονται σε σταθερούς οργανισμούς, ενιαίους και από τη βάση, πλαισιωμένους από την πρωτοπορία του προλεταριάτου που βγήκε από τον αγώνα, που θα καθορίζει την δράση των συνδικάτων και θα υπαγορεύει την δράση των οργανώσεων και των κομμάτων σχετικά με την πληροφόρηση.

Μ’ αυτήν την έννοια, η επιτροπή των εργαζόμενων στην ΡΕΠΟΥΜΠΛΙΚΑ φτιάχτηκε από εργάτες που ανήκουν σε διάφορες οργανώσεις και κόμματα (περιλαμβανομένου και του Σοσιαλιστικού Κόμματος). Αυτή η επιτροπή θα πρέπει να μπορέσει να συμβαδίσει διαλεχτικά με την εξέλιξη της διαδικασίας της πληροφόρησης αποτελώντας καταλύτη και πυροδότη. Αλλιώς θα ξεπεραστεί.

(…) δηλώνουμε ότι η εργατική τάξη οφείλει να παρεμβαίνει σ’ όλες τις αποφάσεις που αφορούν την παραγωγή της κοινωνικής επικοινωνίας και την διάδοσή της. Δηλώνουμε ότι ο σοσιαλισμός δεν έγινε για να φτάνει μια εφημερίδα σε ρεκόρ κυκλοφορίας χωρίς να μετασχηματίζεται η εργασία και οι συνθήκες μέσα στις οποίες αυτή πραγματοποιείται».

ΠΩΣ ΜΙΑ ΠΛΟΥΣΙΑ ΒΙΛΛΑ ΣΕ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΓΙΝΕΤΑΙ ΛΑΪΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ.

Μέσα σε μια νύχτα, το μικρό χωριό ALVEIRAS DA CIMA απόχτησε ένα από τα ωραιότερα νοσοκομεία της περιοχής που ταυτόχρονα χρησιμεύει και σαν παιδικός σταθμός και σαν τόπος φροντίδας για τους υπερήλικες. Κάτι, που ούτε η κοινότητα αλλά ούτε και η κυβέρνηση θα μπορούσαν να πληρώσουν στο άμεσο μέλλον, οι χωρικοί το πέτυχαν μόνοι τους με την κατάληψη ενός σπιτιού. Αυτό έγινε μια βδομάδα μετά την συγκέντρωση στο χωριό για την καμπάνια της πολιτιστικής δυναμοποίησης του ΚΕΔ, όπου βέβαια τίποτα δεν ακούστηκε για καταλήψεις σπιτιών αλλά συζητήθηκαν πολύ οι καταστροφικές ιατρικές, σχολικές και πολιτιστικές συνθήκες που επικρατούν.

Προηγούμενα, η πλούσια έπαυλη, ατομικής ιδιοχτησίας φυσικά, χρησιμοποιόταν από τους ιδιοχτήτες της, μια αριστοκρατική οικογένεια της Λισαβόνας, μόνο μερικές φορές τον χρόνο για τα πάρτυ τους.

Οι μεγάλες συζητήσεις που έγιναν τώρα στο χωριό γι’ αυτό το σπίτι, έπιασαν από μόνες τους θέματα όπως  φεουδαρχία (πως εγκαταστάθηκαν αρχικά οι ιδιοχτήτες σ’ αυτό το σπίτι) ή το πρόβλημα της βίας (μέχρι τώρα εμποδίστηκε η κατάληψη του σπιτιού μόνο από τα πιστόλια των αστυνομικών του χωριού και των αυτόματων της χωροφυλακής).

Στην επιτροπή που εκλέχτηκε από τους κατοίκους του χωριού, ανήκουν μερικά μέλη του κοινοτικού συμβούλιου και μερικά της οργάνωσης LUAR. Τα μέλη του νέου κοινοτικού συμβούλιου προσχώρησαν μετά την 25 /4/74, αρχικά στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, γιατί αυτό ήταν το πρώτο αντιφασιστικό κόμμα που φάνηκε στο χωριό. Ένα μεγάλο μέρος του χωριού ακολούθησε το παράδειγμά τους. Αργότερα, πολλοί εγκατέλειψαν και πάλι το Σ.Κ. , μετά από το Συνέδριο του Κόμματος στην Λισαβόνα, που οδήγησε στην διάσπαση της αριστερής πτέρυγάς του. Και σ’ αυτήν την περίπτωση ένα μέρος του χωριού ακολούθησε το παράδειγμά τους.

Η κατάληψη της έπαυλης, ήταν το πρώτο πολιτικό επεισόδιο, όπου η πολιτική συμπεριφορά και κρίση των αγροτών δεν στηρίχτηκε πάνω στην εμπειρία του προέδρου της κοινότητας αλλά πάνω στην δική τους εμπειρία.

«Τώρα δεν χρειάζεται να ταξιδεύουν πια οι γυναίκες με το αυτοκίνητο μέχρι την Λισαβόνα για να ξεγεννήσουν, ούτε χρειάζεται να στέκεται κανείς στην ουρά από τις δυο το πρωί μέχρι το μεσημέρι για να τον δει ο γιατρός», λέει ένας χωρικός. Μια γυναίκα λέει: «είναι κέρδος για μας. Μήπως όμως έπρεπε προηγούμενα να ρωτήσουμε τους ιδιοχτήτες;». Ένας άλλος αγρότης της απαντά: «αν ρωτάγαμε δε θα είχαμε πάρει ποτέ το σπίτι». Μια άλλη γυναίκα φωνάζει: «όμως δεν έπρεπε να θυμώσουμε τους ιδιοχτήτες». Κι ο ίδιος αγρότης της απαντά: «μα πως μπορεί να λέει κανείς πως θα θυμόσουν αφού έτσι κι αλλιώς δεν ήσαν ποτέ εδώ;» και συμπληρώνει: «μόνο η βία κάνει την επανάσταση κι εμείς είμαστε εδώ για να κάνουμε την επανάσταση, μια επανάσταση όπου ο καθένας θα βρει το δίκιο του, το δίκιο που μας στερούσανε 48 χρόνια συνεχούς νύχτας».

Οι ιδιοχτήτες έστειλαν τον δικηγόρο τους, το λοχαγό του ΚΕΔ, 29 χρόνων, MATO GOMES, που προηγούμενα είχε γνωρίσει τις συνθήκες των χωρικών στον Βορρά, κατά την διάρκεια της πολιτιστικής δυναμοποίησης. Στις διαπραγματεύσεις καθορίστηκε ένα συμβολικό νοίκι για την έπαυλη, του ύψους τους ενός σκόδου τη μέρα (1,20 δρχ.). «Ένα επαναστατικό συμφωνητικό» δήλωσε ο λοχαγός μετά την χειρόγραφη συμφωνία με τις υπογραφές της επιτροπής του χωριού και την δική του.

Τέτοιες απόψεις μελών του ΚΕΔ, βρίσκονται σε αντίφαση με τις ανακοινώσεις του Σ.Κ. που γενικά καταδικάζει τις καταλήψεις σπιτιών, αλλά και του ΚΚΠ που χαρακτήρισε στην αρχή την μετατροπή της έπαυλης σε λαϊκό νοσοκομείο, σαν πράξη «τυχοδιωκτική».

Η πραγματικότητα τους αντικρούει (τόσο όσο να αλλάξει θέση το ΚΚΠ και να μην καταδικάζει ανοιχτά τέτοιες ενέργειες) γιατί σήμερα δεν περνάει στην Πορτογαλία μια μέρα που να μην καταλαμβάνονται αγροικίες, σπίτια, τσιφλίκια ή τέλος και εργοστάσια.

(Τεύχος 5, Δεκέμβρης 1975)


ΚΕΙΜΕΝΟ 3 – ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Η ήττα του Νοέμβρη αποδυνάμωσε το πορτογαλέζικο λαϊκό και επαναστατικό κίνημα, πολιτικά και στρατιωτικά. Έκφραση αυτής της αποδυνάμωσης ήταν και το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών που ακολούθησαν τον Απρίλη. Και μέσα στο κλίμα της ευφορίας της αντίδρασης που υπήρχε, προκηρύχτηκαν οι προεδρικές εκλογές του Ιούνη.

Τέσσερις ήταν οι υποψήφιοι για τις εκλογές:

1) Ο στρατηγός Εάνες, αρχηγός του στρατού μετά το αντιδραστικό πραξικόπημα του Νοέμβρη του ’75. Υποστηρίζονταν από το σύνολο των αντιδραστικών κομμάτων (Σοσιαλιστικό Κόμμα, Λαϊκό Δημοκρατικό, Κεντρώο Δημοκρατικό) που στις βουλευτικές εκλογές του Απρίλη είχαν πάρει το 75 % των ψήφων.

2) Ο τότε πρωθυπουργός ναύαρχος Αζεβέντο που δεν υποστηρίζονταν από κανένα κόμμα.

3) Ο Οκτάβιο Πάτο. Υποψήφιος του ΚΚ. Η υποψηφιότητά του υποβλήθηκε παρόλο που δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα επιτυχίας του, μόνο και μόνο για να μην υπάρξει διαρροή των οπαδών του προς την υποψηφιότητα του Καρβάλιο.

4) Ο Οτέλο ντε Καρβάλιο, σύμβολο της επανάστασης που ανέτρεψε τη δικτατορία. Η υποψηφιότητά του προβλήθηκε από τις λαϊκές οργανώσεις βάσης και από τις επαναστατικές οργανώσεις της αριστεράς. Η υποψηφιότητα του Οτέλο ήθελε να δείξει πως παρόλη την ήττα της 25ης Νοέμβρη, το επαναστατικό κίνημα δεν εξαρθρώθηκε αλλά υπάρχει και αναπτύσσεται. Ήταν δηλ. η υποψηφιότητα του Καρβάλιο μέσο ανάπτυξης του επαναστατικού κινήματος.

Και πράγματι. Η κινητοποίησή του γύρω από την υποψηφιότητά του, ξανάδωσε την ορμή και την εμπιστοσύνη  στο πορτογαλέζικο επαναστατικό κίνημα κι έγινε πόλος έλξης και κινητοποίησης του λαού. Ο Οτέλο έκανε τις πιο μεγάλες και πιο ενθουσιώδεις συγκεντρώσεις από κάθε άλλον υποψήφιο. Στην Λισαβόνα, 80.000 άτομα, στο Πόρτο 70.000, 20.000 στο Σετούμπαλ, 20.000 στο Μπαρέιρο. Στον βορρά, στο κέντρο, στον νότο, ο Οτέλο προκαλεί τον ενθουσιασμό του εργαζόμενου λαού. Στον Βορρά, προπύργιο της δεξιάς, στην Μπράγκα, στο Τσάβες, στη Βίλλα Ρεάλ και στο Αμαράντε, που ο φασιστικός ELP το θεωρεί «ημι-ελεύθερη περιοχή», οι συγκεντρώσεις είναι μεγάλες. Στο Αβέιρο 4.000 άτομα, στο Ματοσίνος 15.000 άτομα και ανάμεσά τους οι εργάτες των βιομηχανιών της περιοχής. Στο Σάο Πέντρο ντα Κόβα, τενεκεδούπολη του Πόρτο, πολλές χιλιάδες.

Στην Εθνική Σιδηρουργία της Λισαβόνας 2.000 εργάτες που δουλεύουν εκεί προσυπογράφουν την διακήρυξη υποστήριξης στην υποψηφιότητα του Οτέλο, που προβάλλουν οι επαναστατικές οργανώσεις. Στα ναυπηγεία του Σετούμπαλ, οι 2.500 εργάτες τον υποδέχονται στην καντίνα. Στα ναυπηγεία της Λισαβόνας μαζεύονται 2.000 εργάτες για να ακούσουν. Στο Μπαρέιρο, προπύργιο του ΚΚ στην περιοχή της Λισαβόνας, 20.000 άτομα τον υποδέχονται τραγουδώντας παραδοσιακά επαναστατικά τραγούδια.

Στον Νότο, στο Αλεντέζο (παραδοσιακά δεμένο με το ΚΚ), εντυπωσιακές υποδοχές σε Μπέζα, Φάρο, Κούβα, Αλμπερντόα, Κάστρο-Βέρντε κλπ.

Στις συγκεντρώσεις του, παίρνουν τον λόγο αντιπρόσωποι λαϊκών επιτροπών βάσης, πρώην στρατιωτικοί, συνδικαλιστές, απλοί αγωνιστές. Προβάλλονται επαναστατικές ταινίες. Μετά τις ομιλίες γίνονται συζητήσεις πάνω στα προβλήματα του λαού και του λαϊκού κινήματος. Και μερικές φορές γίνονται λαϊκά πανηγύρια που κρατάνε μέχρι το πρωί. Στους στρατώνες παρά την ολοκληρωτική σχεδόν εκκαθάριση από τα αριστερά στοιχεία και την πειθαρχία που έχει επιβληθεί, ένα κύμα υποστήριξης προς την υποψηφιότητά του απλώνεται μέσα στους στρατιώτες και τους υπαξιωματικούς. Ανακοινώσεις τους διαβάζονται στις συγκεντρώσεις ενώ πολλές φορές παρευρίσκονται οι ίδιοι με κίνδυνο να τιμωρηθούν αυστηρά.

Μέσα σ’ αυτή την λαϊκή κινητοποίηση γύρω από την υποψηφιότητα του Καρβάλιο, εμφανίζονται οι GDUP (Ομάδες για το Δυνάμωμα της Λαϊκής Ενότητας), που γι’ αυτές θα μιλήσουμε αναλυτικά πιο κάτω.

Φυσιολογικά ο Καρβάλιο γίνεται ο κύριος στόχος της δεξιάς. Σ’ ορισμένες περιπτώσεις γίνονται βίαιες εκδηλώσεις απέναντί του και στην Εβόρα σκοτώνεται ένας υποστηριχτής του.

Η υποψηφιότητά του εκφράζει τα βασικά στοιχεία του πορτογαλέζικου επαναστατικού προτσές. Αντίσταση στο φασισμό – 25η Απρίλη – Υπεράσπιση από ένα τμήμα του στρατού της λαϊκής εξουσίας.

Τα αποτελέσματα των εκλογών.

Οι πιο αισιόδοξοι έδιναν στον Καρβάλιο ένα ποσοστό γύρω στο 10 %. Τα αποτελέσματα ήταν παραπάνω από ικανοποιητικά. Σχεδόν 800.000 ψήφοι, 16,50 %. Ο Εάνες πήρε το 61,50 % (τα 3 κόμματα που τον υποστήριζαν είχαν πάρει τον Απρίλη 75 %), ο Αζεβέντο 14,36 % και ο Πάτο 7,58 %.

Παρά το γεγονός ότι ο Καρβάλιο πήρε ένα σημαντικό ποσοστό από το ΚΚ, και ένα μικρότερο από το ΣΚ, αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι η ανάλυση της ψήφου που του δόθηκε. Το πιο συνειδητό και μαχητικό κομμάτι του προλεταριάτου και του λαού είναι αυτό που τον ψήφισε. Στο Σετούμπαλ, κέντρο της βιομηχανικής ζώνης κοντά στη Λισαβόνα, ο Οτέλο παίρνει το 41 % των ψήφων. Στο νότο όπου το ΚΚ είχε πάρει στις βουλευτικές εκλογές πάνω από 40 %, τώρα ψηφίζουν Καρβάλιο. Στην Μπέζα 38 %. Εβόρα 34 %. Το ΚΚ δεν παίρνει πάνω από 15 %. Το σύνθημα του ΚΚ ήταν: «Ψηφίστε Πάτο, ψηφίστε χρήσιμα». Κι οι συνειδητοποιημένοι εργαζόμενοι ψήφισαν πράγματι χρήσιμα. Ψήφισαν Καρβάλιο. Ψήφισαν πάλι ενάντια στο φασισμό, ενάντια στην επέκταση της εκμετάλλευσης, ψήφισαν αγώνα για τον σοσιαλισμό και όχι τακτική βασισμένη πάνω στην ταξική συνεργασία.

Οι GDUP (Ομάδες για το Δυνάμωμα της Λαϊκής Ενότητας) και η επαναστατική αριστερά.

Μέσα στον προεκλογικό αγώνα, σαν οργανωτική μορφή συσπείρωσης γύρω από το πρόγραμμα του Καρβάλιο εμφανίστηκαν οι GDUP. Έπαιξαν ρόλο συνάσπισης του επαναστατικού κινήματος που είχε διασκορπιστεί μετά τις 25 Νοέμβρη και ταυτόχρονα ήταν μια συγκεκριμένη απάντηση στην αντιδραστική πολιτική της «ομαλοποίησης». Και είναι σημαντικό το γεγονός ότι οι GDUP υπάρχουν και δουλεύουν και μετά τις εκλογές του Ιούνη. Για παράδειγμα, στο Σετούμπαλ φτιάχτηκαν προεκλογικά 40 GDUP (20 στις βιομηχ. Επιχειρήσεις, 15 στις συνοικίες, 5 στις υπηρεσίες) κι άλλες δύο φτιάχτηκαν πρόσφατα. Στα μικρά εργοστάσια της πόλης οι GDUP συγκεντρώνουν το 90 % των εργατών, στις μεγάλες επιχειρήσεις το ποσοστό είναι μικρότερο. Σ’ αυτή συμμετέχουν και οπαδοί του ΣΚ και του ΚΚ, ενώ το 50 % των εργαζόμενων που συμμετέχουν σ’ αυτές οργανώνεται για πρώτη φορά

Αυτή την εποχή πρόκειται να συγκληθεί ένα εθνικό συνέδριο των GDUP. Στο μεταξύ, η διεύθυνση των GDUP σε εθνικό επίπεδο εξασφαλίζεται από μια «εκτελεστική επιτροπή» που πήρε την πρωτοβουλία για την υποψηφιότητα του Οτέλο. Σ’ αυτή την εκτελεστική επιτροπή υπάρχει ομοφωνία ότι οι GDUP πρέπει να μείνουν ανεξάρτητες από τις λαϊκές οργανώσεις βάσης. Παράλληλα οι επαναστατικές οργανώσεις άρχισαν να κατανοούν το μάθημα της 25ης Νοέμβρη και δείχνουν μικρότερη τάση να δίνουν προτεραιότητα στα κομματικά τους συμφέροντα.

Σε μια συνέντευξή του ο Καρβάλιο έλεγε: «Από την πρώτη μου συνάντηση με τους εκπροσώπους των πολιτικών ομάδων, τους είπα στα ίσια ότι θα κατάγγελνα τους ελιγμούς τους αν επιχειρούσαν να εκμεταλλευτούν για παραταξιακούς σκοπούς την υποψηφιότητά μου. Οι εργαζόμενοι δεν το αξίζουν κάτι τέτοιο. Πιστεύω ότι θα είναι δυνατό από κει και πέρα να ελέγχονται οι πολιτικές ομάδες που ήταν μαζί μας κατά την προεκλογική εκστρατεία και αυτές που θα υιοθετήσουν το πρόγραμμά μας, μέχρις ότου σφυρηλατηθεί μια επαναστατική ενότητα τέτοια που να επιτρέπει να υποσκελίζονται τα κομματικά συμφέροντα από τα συμφέροντα του μετώπου των μαζών.

Πάντως, παρόλη την ενοποίηση προσπάθειας και δυνάμεων για την ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος, διάφορες αντιλήψεις συγκρούονται μέσα στις GDUP για τον ρόλο τους.

Αρκετές από τις επαναστατικές οργανώσεις που συμμετέχουν, θεωρούνε τις GDUP σαν μέσο για να πετύχουν στενά «οργανωτικά» οφέλη. Κι αυτό είτε προσπαθώντας να κυριαρχήσουν για να τις καπελώσουν, είτε θεωρώντας τις GDUP σαν «μαζικό μέτωπο» της δικής τους οργάνωσης.

Μ’ αυτό τον τρόπο όμως δεν προωθούνε καθόλου την ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος στη φάση ανασυγκρότησης που περνάει και μπρος στην επίθεση της αντίδρασης. Όμως το μάθημα της 25ης Νοέμβρη και η παρουσία μεγάλου αριθμού ανεξάρτητων αγωνιστών δίνουν μια σοβαρή εγγύηση, ότι τελικά θα επικρατήσει η αντίληψη που θεωρεί ότι ο γνώμονας για την πολιτική συμπεριφορά μιας επαναστατικής οργάνωσης είναι η ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος και όχι η με κάθε θυσία στενή ανάπτυξη των επί μέρους οργανώσεων. Ιδιαίτερα σε μια εποχή όπου από την σταθεροποίηση και ανάπτυξη των GDUP και των λαϊκών οργανώσεων βάσης, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η δυνατότητα πολιτικής αντιπαράθεσης που έχει το πορτογαλέζικο επαναστατικό κίνημα απέναντι στην αντίδραση και τον ρεφορμισμό.

ΟΙ ΛΑΪΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ΒΑΣΗΣ

Πέρα όμως από την εμφάνιση των GDUP, η προεκλογική εκστρατεία του Οτέλο, έδωσε την δυνατότητα επαναδραστηριοποίησης των λαϊκών οργανώσεων βάσης που είχαν αδρανοποιηθεί μετά τις 25 του Νοέμβρη.

1) Οι επιτροπές των άστεγων (μοραδόρες): Αν εξετάσουμε την κατάσταση των λαϊκών οργανώσεων βάσης, τις κύριες αυτόνομες δομές αγώνα του πορτογαλέζικου προλεταριάτου, παρατηρούμε ότι οι επιτροπές των μοραδόρες (CM), βρίσκονται σήμερα στην αιχμή του αγώνα ενάντια στις εξώσεις από τα καταληφθέντα κτήρια: έχουν πετύχει ως τα τώρα να εμποδίσουν πολλές εξώσεις, κινητοποιώντας γρήγορα όλη τη συνοικία, ώστε η αστυνομία να μην μπορεί να επέμβει.

Πολλές CM είχαν διαλυθεί ή ήταν χωρίς προοπτικές μετά τις 25 Νοέμβρη, γιατί δεν διέθεταν πια την στρατιωτική και διοικητική υποστήριξη που τους επέτρεπε να χρησιμοποιούν ορισμένους δημόσιους χώρους, να καταλαμβάνουν κτήρια που τους χρησίμευαν σαν τόπος συναντήσεων κι ακόμα να επωφελούνται από τα δάνεια για οικοδόμηση και επισκευή κατοικιών. Η σημερινή επίθεση των ιδιοκτητών δίνει στο κίνημα των μοραδόρες μια νέα πνοή.

Μετά τις τελευταίες εκλογές, έχουν γίνει μερικές γενικές συνελεύσεις που συγκέντρωσαν τους εκπρόσωπους πολλών CM, στη Λισαβόνα και το Σετούμπαλ, για να προσδιορίσουν μια κοινή στρατηγική, με σκοπό να αντιμετωπίσουν τους ιδιοκτήτες και την αστυνομία. Η γενική συνέλευση της «Ένωσης Ενοίκων της Λισαβόνας», που έγινε στα τέλη του Ιούνη, μπόρεσε να ορίσει ένα πρόγραμμα «δυναμοποίησης των CM».

Στο Πόρτο, το συνέδριο των μοραδόρες της πόλης, που έχει πάνω από 40 CM, ξαναζωντανεύει, ενώ ως τώρα είχε λιμνάσει μέσα στα προβλήματα εσωτερικής λειτουργίας.

ΟΙ ΚΟΠΕΡΑΤΙΒΕΣ

Τα κύρια καθήκοντα που αναλαμβάνουν τώρα οι επιτροπές εργαζόμενων (CT), είναι απ’ τη μια μεριά, ο αγώνας ενάντια στις πολιτικές απολύσεις και ενάντια στην επιστροφή των αφεντικών και των φασιστών που είχαν εκδιωχθεί, και από την άλλη, η διαχείριση των επιχειρήσεων που ελέγχονται από τους εργαζόμενους. Ο συντονισμός των CT έχει χαλαρώσει πολύ μετά τις 25 Νοέμβρη. Αυτές όμως παραμένουν οι κύριες προλεταριακές οργανώσεις άμυνας στις επιχειρήσεις, γιατί οι συνδικαλιστικές επιτροπές, που δρουν κύρια στο επίπεδο ενός ολόκληρου επαγγελματικού κλάδου, δεν έχουν ισχυρή βάση.

Οι CT είναι, από το άλλο μέρος, επικεφαλής του κινήματος που έχει σκοπό να ενισχύσει τους δεσμούς ανάμεσα στους εργαζόμενους της πόλης και της υπαίθρου. Η CT της Λισνάβ (ναυπηγεία της Λισαβόνας) έχει π.χ. δώσει αγροτικές μηχανές σε μια κοπερατίβα μικρών και μεσαίων καλλιεργητών της Κίμπρα και του Πόρτο Αλλέγκρε. Οργανώνει επίσης τη συμμετοχή εργατικών επιχειρήσεων στο μάζεμα της ελιάς και βοηθά στο εμπόριο του λαδιού.

Μια επιτροπή τραπεζοϋπαλλήλων του Πόρτο, προσφέρει την συμπαράστασή της σε μια «συλλογική μονάδα παραγωγής φελλού». Εργαζόμενοι 80 επιχειρήσεων του Κάμπο Ρουίβο, συγκεντρώνουν χρήματα για αγροτικές κοπερατίβες. Πολλές «επιτροπές μοραδόρες», στη Λισαβόνα, στο Σετούμπαλ, στο Πόρτο, συμμετέχουν στην οργάνωση, χωρίς ενδιάμεσους, «ελεύθερων αγορών» των προϊόντων που προέρχονται απ’ ευθείας απ’ τις αγροτικές κοπερατίβες.

Για να πάρουμε μια ιδέα της σημασίας των CT σαν δομών εργατικού ελέγχου και διαχείρισης, αρκεί να υπολογίσουμε τη δύναμη του κινήματος για κοπερατίβες και των «συλλογικών μονάδων παραγωγής» στην Πορτογαλία. Πριν από τις 25 Απρίλη 1974, υπήρχαν στην χώρα μόνο 3 κοπερατίβες. Σήμερα υπάρχουν πάνω από 2.000 (649 στη γεωργία και την αλιεία, 1048 στη βιομηχανία και τις υπηρεσίες, 387 καταναλωτικές κοπερατίβες) που αρχίζουν να οργανώνονται κατά περιφέρειες και τομείς.

Στην «ζώνη επέμβασης της αγροτικής μεταρρύθμισης» (το Αλεντέζο και οι γειτονικές περιοχές), 449 «συλλογικές μονάδες παραγωγής» (UCP), διαχειριζόμενες στην πλειονότητά τους από τις CT, κατέχουν μια έκταση 1.080.337 εκταρίων και έχουν αυξήσει σημαντικά τις εκτάσεις σποράς. Αυτές οι UCP παίζουν αποφασιστικό ρόλο γιατί οι 4 περιφέρειες (της Εβόρα – 165 UCP, της Μπέζα – 80 UCP, του Πόρτο Αλλέγκρε – 61 UCP και του Σετούμπαλ – 78 UCP), παράγουν το 76 % του σταριού και το 73 % της βρώμης στην Πορτογαλία.

Επειδή υπάρχει λοιπόν ένα «προπύργιο κοπερατίβας» και επειδή το σύνολο σχεδόν των μεγάλων μονοπωλιακών βιομηχανικών επιχειρήσεων της Πορτογαλίας έχουν εθνικοποιηθεί και βρίσκονται υπό καθεστώς «εργατικού ελέγχου», οι επιτροπές εργαζόμενων αποτελούν πάντα ένα ισχυρό πολιτικό και οικονομικό όργανο.

Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗΣ

Μπρος στο ξαναδυνάμωμα του λαϊκού και επαναστατικού κινήματος, η αντίδραση επιτίθεται σε όλους τους τομείς για να φρενάρει την παραπέρα ανάπτυξή του αλλά και για να πάρει πίσω όλες τις κατακτήσεις που έγιναν μετά την «επανάσταση των γαρυφάλλων».

Στο στρατό, η μάχη για τον πλήρη έλεγχό του από την δεξιά, εντείνεται. Όσοι επαναστάτες και αντιφασίστες αξιωματικοί έχουν μείνει, τοποθετούνται σε διακοσμητικές θέσεις γραφείων, την ίδια στιγμή που οι αντιδραστικοί προωθούνται στις διοικήσεις των στρατιωτικών μονάδων. Τελευταία, αντικαταστάθηκαν και οι «μετριοπαθείς» στρατιωτικοί διοικητές του κέντρου και του νότου. Ακόμα, προσπαθούνε να δημιουργήσουν μια επιχειρησιακή στρατιωτική δύναμη ικανή να χτυπήσει όποτε χρειαστεί το λαϊκό κίνημα. Έτσι : α) ενισχύουν την αστυνομία που συνεργάζεται με τις μυστικές υπηρεσίες πληροφοριών β) ενισχύουν τον οπλισμό και την εσωτερική πειθαρχία της εθνοφρουράς γ) δημιουργούν στο εσωτερικό των σημερινών στρατιωτικών μονάδων, υπομονάδες, που να ελέγχουν σίγουρα την στρατιωτική τους ζώνη δ) είναι στα σκαριά η δημιουργία μιας ευκίνητης μονάδας από δυόμισι χιλιάδες επαγγελματίες στρατιωτικούς. Αυτή η ταξιαρχία θα ενσωματωθεί στο ΝΑΤΟ, θα εκπαιδευτεί από Αμερικάνους και θα στρατοπεδεύσει στη βάση της Σάντα Μαργκαρίτα που βρίσκεται στο κέντρο της Πορτογαλίας. Θα είναι δύναμη συντονισμού, επέμβασης ενάντια στις στρατιωτικές πρωτοβουλίες των δημοκρατικών ή επαναστατών αξιωματικών.

Στο κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο, η επίθεση είναι εξίσου σκληρή, Οι ιδιοχτήτες των κτηρίων που είχαν καταληφθεί από τους μοραδόρες, επιχειρούν να τα πάρουν πίσω. Αντιδραστικοί δικαστές βγάζουν τέτοιες αποφάσεις που εκτελούνται βίαια από την αστυνομία. Σήμερα αυτοί κατευθύνονται ενάντια βασικά στις μεμονωμένες καταλήψεις αλλά ήδη προωθούνται και προς τις συλλογικές καταλήψεις που έχουν γίνει, όπως τα οικήματα που χρησιμοποιούσαν για σχολεία ή για τόπους συνελεύσεων των κατοίκων, όπως έγινε π.χ. στο Κάντεμ.

Μεγάλες επιχειρήσεις κλείνουν, γίνονται μαζικές απολύσεις, σκληραίνει η στάση της εργοδοσίας στις συλλογικές συμβάσεις, ξαναπροσλαμβάνονται συνεργάτες των φασιστών, οι αυτοδιοικούμενες επιχειρήσεις απειλούνται με απόδοση στους παλιούς ιδιοχτήτες. Στον βορρά, οι γαιοκτήμονες επιτίθονται στους εργάτες γης, στον νότο σαμποτάρουν τις κοπερατίβες αρνούμενοι δάνεια και χτυπάνε το κύκλωμα διάθεσης των προϊόντων. Τα τσιφλίκια που καταλήφθηκαν απ’ τους ακτήμονες θα επιδοθούνε στους τσιφλικάδες. Περιορίζεται με σχετικό διάταγμα της κυβέρνησης ο ρόλος των εργατικών επιτροπών στις επιχειρήσεις και αναγγέλλονται «προγράμματα λιτότητας», που όπως ξέρουμε κι εμείς καλά, πέφτουνε στις πλάτες των εργαζόμενων.

Όλοι οι αντιδραστικοί που την είχαν κοπανήσει, ξαναγυρίζουν πίσω, με πρώτο και καλύτερο τον Σπίνολα.

Η επίθεση αυτή της αντίδρασης βάζει σε σκληρή δοκιμασία τις λαϊκές και επαναστατικές οργανώσεις.  Τα συνέδρια των GDUP, της Ιντερσιντικάλ και οι δημοτικές εκλογές που θα γίνουν σε λίγο καιρό, θα δείξουν κατά πόσο είναι δυνατό το επαναστατικό κίνημα της Πορτογαλίας να ξεπεράσει την κρίση του Νοέμβρη, να δημιουργήσει μια δύναμη ικανή ν’ αντιταχθεί στην επίθεση της αντίδρασης.

(Τεύχος 10, Οχτώβρης 1976)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2 ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ - Augustin Souchy - Πορτογαλία 1975: Λουζιτανικές επαναστατικές εμπειρίες


* Στο έκτο τεύχος του Ξενοδοχείου των Ξένων (Θεσσαλονίκη, Ιούνης 2004) δημοσιεύτηκε ένα αφιέρωμα στην Επανάσταση των Γαρυφάλλων. Παραθέτουμε από κει το κείμενο του γνωστού αναρχοσυνδικαλιστή Αουγκουστίν Σούχυ (1892-1981), τ’ οποίο αποτελεί το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του, «Προσοχή Αναρχικός! Μια ζωή για την Ελευθερία – Πολιτικές Αναμνήσεις του Αουγκουστίν Σούχυ» (1977).   
Από την πολιτική στην κοινωνική επανάσταση.
Όταν πέρασα το κατώφλι των ογδόντα χρόνων, σκέφτηκα αναγκαστικά ότι θα έπρεπε να βρω μια μόνιμη κατοικία. Πού όμως; Πατρίδα μου ήταν ο κόσμος όλος και οικογένειά μου η ανθρωπότητα. Για μισό αιώνα αναζήτησα την ελευθερία στη μισή υδρόγειο με διαβατήρια τεσσάρων διαφορετικών κρατών, κηρύσσοντας την ελευθερία. Ένιωθα σπίτι μου στο Βερολίνο και στη Στοκχόλμη, στο Παρίσι και στη Βαρκελώνη, στο Μεξικό και στη Νέα Υόρκη, παντού όπου είχα φίλους. Θα μπορούσα να είχα βρει τη γαλήνη στη Γκερναβάκα, το μέρος με το πιο ευχάριστο κλίμα. Όμως η ιδιοσυγκρασία μου δεν μου το επέτρεψε. Ήταν η μοίρα, το πεπρωμένο, η τύχη ή ήταν τα άστρα που με οδήγησαν στο Μόναχο; Ο ινδιάνος του Μεξικού θα απαντούσε στην ερώτηση αυτή με το στερεότυπο “quien sabe”, το ερωτηματικό “ποιος ξέρει”. Κάθε απάντηση, που πιστεύει κανείς ότι είναι η σωστή, προκαλεί νέα ερωτήματα. Με απασχολούσε προσωπικά λιγότερο το “πού” και περισσότερο το “τι”. Ήθελα να καταγράψω σε ένα βιβλίο τις εμπειρίες και τις γνώσεις μου από δύο δεκαετίες στη Λατινική Αμερική. Το 1974 κυκλοφόρησε στη Φραγκφούρτη το βιβλίο μου Λατινική Αμερική – μεταξύ στρατηγών, campesinos και επαναστατών. Εντωμεταξύ δεν εγκατέλειψα τη ζωή του οδοιπόρου: ταξίδεψα για διαλέξεις στη Γερμανία, την Αυστρία και τη Σουηδία. Το 1975 ταξίδεψα με σκοπό την κοινωνικοπολιτική ενημέρωσή μου στην Πορτογαλία, όπου η πολιτική επανάσταση εξελισσόταν ολοένα και περισσότερο σε κοινωνική επανάσταση. Σαν παλιός ερευνητής της επαναστατικής ιστορίας έπρεπε να γνωρίσω καλύτερα αυτήν την εξελικτική φάση.
Λουζιτανία ήταν το όνομα που έδωσαν οι Ρωμαίοι στο δυτικό τμήμα της ιβηρικής χερσονήσου, που σήμερα ονομάζεται Πορτογαλία. Εδώ, στις 25 Απριλίου του 1974 ανατράπηκε μια δικτατορία, που είχε την εξουσία για περισσότερο από τέσσερις δεκαετίες και ξεκίνησε μια επανάσταση, η οποία έθεσε στόχο της την πραγμάτωση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Είναι αξιοσημείωτο ότι η επανάσταση αυτή δεν ήταν μαρξιστική. Οι πρωτεργάτες της δεν ήταν προλετάριοι αλλά στρατιωτικοί: στρατηγοί και αξιωματικοί με τα τάγματά τους. Οι διάφοροι ελιγμοί που χρειάστηκε να γίνουν στην πορεία προς την πολιτική δημοκρατία, λόγω επανειλημμένων αποτυχημένων πραξικοπημάτων από δεξιά και αριστερά, έχουν περιγραφεί αναλυτικά από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και γι’ αυτό δεν χρειάζεται να περιγραφούν και εδώ. Η πολιτική επανάσταση από τα πάνω άνοιξε το δρόμο για ριζοσπαστικές αλλαγές της κοινωνικοοικονομικής δομής από τα κάτω, που αντιστοιχούσαν στα αιτήματα του αλλοτινού αναρχοσυνδικαλιστικού εργατικού κινήματος της Πορτογαλίας. Στις αλλαγές αυτές θα αναφερθώ εδώ με βάση τις προσωπικές μου εντυπώσεις.
Η απαλλοτρίωση των εμπορευμάτων και η κατάληψη των εργοστασίων καθώς και η επακόλουθη μετατροπή τους σε συνεταιρισμούς παραγωγής παρουσιάστηκε ως έργο των κομμουνιστών. Eπρόκειτο για παραπλάνηση – σε ένα βαθμό απολύτως συνειδητή. Η άμεση δράση των Πορτογάλων εργατών και χωρικών δεν είχε τίποτα κοινό με τον κρατικό κομμουνισμό τύπου Μόσχας. Ήταν περισσότερο η πραγμάτωση στόχων που είχαν διατυπωθεί από τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας στα συνέδρια και τις διασκέψεις της αναρχοσυνδικαλιστικής Γενικής Συνομοσπονδίας Eργασίας C.G.T. (Confederacao General do Trabalho): «Θεωρούμε απαραίτητη την απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής. Τα μέσα παραγωγής πρέπει να περάσουν στα χέρια των παραγωγών, μοναδικοί διαχειριστές τους πρέπει να είναι τα συμβούλια, τα προϊόντα πρέπει να διανέμονται δίκαια από τα συνδικάτα».
Αυτά γράφει μια απόφαση της πορτογαλικής C.G.T. το 1919. Ένα χρόνο αργότερα το συνδικαλιστικό συνέδριο εργατών γης διακηρύσσει, σύμφωνα με το πνεύμα του Μπακούνιν και του Κροπότκιν, πως «όλες οι αγροτικές ιδιοκτησίες θα πρέπει να παραχωρηθούν στις ελεύθερες κοινότητες και στα συνδικάτα εργατών γης για χρησιμοποίηση και εκμετάλλευση, με στόχο την βελτιστοποίηση των παραγωγικών αποτελεσμάτων και τη δίκαιη κατανομή των προϊόντων».
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Σαλαζάρ, τα συνδικάτα διαλύθηκαν και τα πιο αφοσιωμένα μέλη τους κυνηγήθηκαν, φυλακίστηκαν και πολλές φορές δολοφονήθηκαν. Πολλοί διέφυγαν στο εξωτερικό. Η συνδικαλιστική καθημερινή εφημερίδα A Batalha απαγορεύτηκε. Αλλά ακόμη και μετά τη διάλυση των συνδικαλιστικών οργανώσεων το πνεύμα του κινήματος εξακολουθούσε να ζει, κι αυτό το πνεύμα ήτανε που ήρθε στο προσκήνιο μετά την καταπίεση πολλών δεκαετιών.
Τα νέα για καταλήψεις εργοστασίων και ιδρύσεις συνεταιρισμών μου θύμιζαν την κολλεκτιβοποίηση στην Ισπανία κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, την οποία είχα γνωρίσει από κοντά με τα ίδια μου τα μάτια. Δεν είχα τον παραμικρό δισταγμό να αποδεχτώ την πρόσκληση των σουηδών συνδικαλιστών να συμμετέχω σε ένα ομαδικό εκπαιδευτικό ταξίδι στην Πορτογαλία. Η υποψία μου ότι η μετατροπή των ιδιωτικών επιχειρήσεων σε συνεταιρισμούς δεν έγινε με τις ντιρεκτίβες του Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά ξεπήδησε από το πνεύμα και την πρωτοβουλία του εργαζόμενου λαού, επιβεβαιώθηκε. Το εναρκτήριο λάκτισμα δόθηκε, όπως και παλιότερα στην Ισπανία, από τα κάτω και ξεκίνησε από την περιφέρεια.
Το Νοέμβριο του 1975 επισκεφτήκαμε αγροτικές καλλιέργειες και εργοστάσια για να γνωρίσουμε από κοντά τις αλλαγές στις δομές ιδιοκτησίας και τις επιδράσεις τους στην οικονομία και την κοινωνική θέση του εργαζόμενου πληθυσμού. Θα μεταφέρω τις εντυπώσεις και τις εμπειρίες που αποκτήθηκαν στο ταξίδι αυτό με βάση κάποια παραδείγματα.

Praia Grande Das Arribas

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 1975. Στα εργοστάσια της Λισαβόνας επικρατεί ησυχία. Αντίθετα, στο παραλιακό ξενοδοχείο που βρίσκεται κοντά στην πόλη –αυτοδιαχειριζόμενη επιχείρηση εδώ και ένα χρόνο– υπάρχει μεγάλη κίνηση. Το προσωπικό έκανε τη δική του κοινωνική επανάσταση σε μικρογραφία. Ο αντιπρόσωπος της διαχείρισης αναφέρει:
«Οι διαπραγματεύσεις με τον ιδιοκτήτη κράτησαν μήνες. Απαιτήσαμε διακοπές ενός μήνα το χρόνο και δώρο χριστουγέννων ύψους ενός μισθού, έτσι όπως ισχύει ήδη σε πολλές επιχειρήσεις. Η διεύθυνση μας εξήγησε ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν οικονομικά ανεκτό για την εταιρεία. Η επιχείρηση θα σταματούσε τη λειτουργία της κι έτσι θα χάναμε τις δουλειές μας. Στο σημείο αυτό αποφασίσαμε να παρέμβουμε δυναμικά. Μια συνέλευση της επιχείρησης αποφάσισε να πάρει το ξενοδοχείο στα χέρια της. Εκλέξαμε μια ομάδα διαχείρισης πέντε ανθρώπων. Στην αρχή εργαζόμασταν οικειοθελώς δέκα μέχρι και δώδεκα ώρες την ημέρα. Το εγχείρημά μας προβλήθηκε από το ραδιόφωνο και τον Τύπο. Πήραμε ένα δάνειο εκατό χιλιάδων εσκούδος από το υπουργείο τουρισμού. Όλοι αισθανόμασταν πιο δυνατοί λόγω των ευθυνών που αναλάβαμε.
Οι αποφάσεις σχετικά με τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας λαμβάνονταν από τη γενική συνέλευση. Ο μηνιαίος μισθός των γυναικών αυξήθηκε από τα τρεισήμισι στα πέντε χιλιάδες εσκούδος. Υποστηρίξαμε την εξίσωση των μισθών με το σύνθημα "ίσοι μισθοί για ίση εργασία", όμως οι συνθήκες μας ανάγκασαν να διατηρήσουμε προσωρινά κάποιες διαφορές στους μισθούς. Φυσικά εγκρίναμε οι ίδιοι πλέον τις ετήσιες διακοπές ενός μήνα και το δώρο χριστουγέννων για όλους. Ξεπληρώσαμε το δάνειο μέσα σε ένα χρόνο. Εισάγαμε καινοτομίες στη διαχείριση του ξενοδοχείου. Ρίξαμε τις τιμές των δωματίων στο μισό για τη νεκρή περίοδο και την τιμή του φαγητού στο ένα τέταρτο. Χρηματοδοτήσαμε νέες επενδύσεις με προσωπικές εισφορές. Η επιτυχία ήταν τεράστια. Ο αριθμός των πελατών αυξήθηκε. Το προσωπικό έφτασε από τα εικοσιπέντε στα σαράντα άτομα και την καλοκαιρινή περίοδο μάλιστα στα σαρανταπέντε. Μέχρι τώρα δεν έχουμε μοιράσει τα κέρδη. Και το ιδιοκτησιακό καθεστώς παραμένει απροσδιόριστο. Δεν θέλουμε κρατικοποίηση της επιχείρησης. Ό,τι και να γίνει είμαστε έτοιμοι να υπερασπιστούμε τις κατακτήσεις μας.»
Το παραλιακό ξενοδοχείο Praia Grande ήταν η πρώτη αυτοδιαχειριζόμενη επιχείρηση στην Πορτογαλία στον τομέα των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων. Αργότερα προστέθηκαν κι άλλες.1

Εργοστάσιο παραγωγής βιδών Florescente Lissabon

Το εργοστάσιο, ο μεγαλύτερος προμηθευτής βιδών στην Πορτογαλία, ιδρύθηκε πριν από μισό αιώνα και παραπάνω. Την εποχή της επίσκεψής μας απασχολούσε διακόσιους σαράντα εργάτες, μεταξύ αυτών και πενήντα γυναίκες. Μετά την πτώση της δικτατορίας, ακριβώς την 1η Μαΐου του 1974, οι εργάτες διέκοψαν την εργασία τους. Τα αιτήματά τους ήταν μισθολογικά. Εκλέξανε ένα εργατικό συμβούλιο με την ονομασία “Comision de Trabalhadores” (επιτροπή εργατών). Οι διαπραγματεύσεις κράτησαν μήνες. Στις 25 Φεβρουαρίου 1975 οι εργάτες κατέλαβαν το εργοστάσιο, τοποθέτησαν άοπλη περιφρούρηση και απαγόρευσαν την είσοδο στον ιδιοκτήτη και στους ανθρώπους της εμπιστοσύνης του.
Στην αρχή η κυβέρνηση και τα συνδικάτα προσπάθησαν να πείσουν τους εργάτες να επιστρέψουν το εργοστάσιο. Μάταια όμως. Αργότερα οι ανώτατες αρχές αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την αυτοδιαχείριση. Ο λόγος ήταν πως το σταμάτημα της λειτουργίας του εργοστασίου είχε δημιουργήσει ελλείψεις στην αγορά βιδών. Το υπουργείο εργασίας πρόσφερε δάνεια από κρατικοποιημένες τράπεζες. Η διεύθυνση της επιχείρησης αποτελείται από οκτώ άτομα και υπεύθυνη είναι η επιτροπή εργατών (εργατικό συμβούλιο). Οι αρχικές δυσκολίες ξεπεράστηκαν μέσα σε λίγους μήνες. Ένας εργάτης στις μηχανές:
«Σήμερα δουλεύουμε για μας τους ίδιους. Ο καθένας αναπτύσσει τις πρωτοβουλίες του χωρίς γραφειοκράτες. Μαζί με τους τεχνικούς συζητάμε για τη βελτίωση και την αύξηση της παραγωγής. Για μισθούς και συνθήκες εργασίας αποφασίζουμε εμείς οι ίδιοι στη γενική συνέλευση.»
Το υπουργείο εργασίας ασχολήθηκε με το αν θα έπρεπε να κρατικοποιηθεί η επιχείρηση. Οι συμμετέχοντες στην επιχείρηση δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν τι θα ήταν καλύτερο γι’ αυτούς. «Κι αν κάποια μέρα μια κυβέρνηση φιλικά προσκείμενη προς τους επιχειρηματίες ανακηρύξει παράνομη την αυτοδιαχείρισή σας, τότε τι θα κάνετε;», τους ρώτησα. «Τότε θα αμυνθούμε.»

Τα ναυπηγεία Lisnave παραμένουν ιδιωτικά

«Γιατί τα ριζοσπαστικά επαναστατικά συμβούλια της Πορτογαλίας δεν κρατικοποίησαν τη μεγαλύτερη ιδιωτική επιχείρηση, τα ναυπηγεία Lisnave, που απασχολούν 870 εργάτες και υπαλλήλους;», θέλαμε να μάθουμε. Η απάντηση του προέδρου του συμβουλίου εργαζομένων Carlos Gomes ήταν: «Γιατί είναι μια πολυεθνική εταιρεία. Το πενήντα τοις εκατό των μετοχών ανήκει σε Ολλανδούς και Σουηδούς».
Στα ναυπηγεία Lisnave δεν υπήρξαν συγκρούσεις εργατών μετά την επανάσταση. Οι μισθοί δεν είναι χαμηλότεροι από αυτούς των κρατικοποιημένων επιχειρήσεων. Το ωράριο εργασίας είναι το ίδιο όπως και σε κάθε άλλη επιχείρηση: σαρανταδύο ώρες την εβδομάδα. Κι εδώ έχουν ένα μήνα διακοπές το χρόνο και δέκατο τρίτο μισθό. Μετά την επανάσταση ψηφίστηκε σε μια συνέλευση εργαζομένων μια επιτροπή εργατών με ογδονταεπτά μέλη (ένα για κάθε δέκα εργαζομένους), καθώς και ένα δεκαπενταμελές συμβούλιο. Το συμβούλιο αυτό είχε δικαίωμα λόγου στην πρόσληψη και στην απόλυση εργατών καθώς και ενημέρωση σχετικά με τη διαδικασία παραγωγής και τη διαχείριση, συμπεριλαμβανομένων των συμβολαίων. Οι συνθήκες εργασίας είναι ανάλογες με τις συνθήκες στις κρατικοποιημένες επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με μια απόφαση του Αυγούστου του 1974 επιτρέπεται σε κάθε επιχείρηση που απασχολεί πάνω από πενήντα εργαζομένους να εκλέγει ένα συμβούλιο, το οποίο έχει το δικαίωμα να ελέγχει τα παραγωγικά έργα και τις επενδύσεις, αλλά και να αξιολογεί και να επιβλέπει την παραγωγή. Ο πρόεδρος του συμβουλίου εργαζομένων Carlos Gomes όμως, δεν έχει εμπιστοσύνη στους νόμους μιας αστικής κοινωνίας. Το συμβούλιο εργαζομένων, λέει, μπορεί στην καλύτερη περίπτωση να προετοιμάσει τους εργάτες για μια νίκη της λαϊκής εξουσίας. Σε μια απόφαση της γενικής συνέλευσης, που μας έδωσε, διαβάζουμε:
«Ο έλεγχος της παραγωγής από τους εργάτες έχει αποφασιστική σημασία για την προετοιμασία και την πρακτική εφαρμογή της σοσιαλιστικής εθνικοποίησης της βιομηχανίας.»

Στον κόκκινο Νότο

Η λέξη Alentejo σημαίνει πέρα από τον ποταμό Tejo (Τάγο). Alentejo είναι μια επαρχία νότια της Λισαβόνας, όπου οι κοινωνικές δομές μοιάζουν με τη γειτονική Ανδαλουσία: ένας μικρός αριθμός μεγαλογαιοκτημόνων και μια μεγάλη πλειοψηφία ακτημόνων εργατών γης. Εδώ ήταν που θα περίμενε κανείς μια αγροτική επανάσταση κι εδώ ήταν που ξέσπασε.
Η επαρχία Alentejo δεν ήταν καθόλου μα καθόλου κομμουνιστική, όπως δηλαδή προβλήθηκε στον υπόλοιπο κόσμο. Στο Vimieiro, έναν τόπο με τρεις χιλιάδες κατοίκους, στον οποίο δέκα ιδιωτικές καλλιέργειες πέρασαν στην αυτοδιαχείριση, στις εκλογές της 25ης Απριλίου 1975 οι κομμουνιστές πήραν 270 ψήφους, το κοντινό προς αυτούς Δημοκρατικό Λαϊκό Κόμμα (M.D.P.) πήρε 170 ψήφους, οι σοσιαλιστές αντίθετα πήραν 930 ψήφους και οι Φιλελεύθεροι Λαϊκοί Δημοκράτες 480 ψήφους. Οι χωρικοί και οι εργάτες γης που κατέλαβαν τα αγροκτήματα των μέχρι τότε ιδιοκτητών δεν ήταν στην πλειοψηφία τους κομμουνιστές. Το γεγονός ότι βλέπει κανείς τόσες πολλές αφίσες του κομμουνιστικού κόμματος αποδεικνύει μόνο την οικονομική δύναμη του κόμματος. Οι περισσότεροι ντόπιοι με τους οποίους μίλησα μου είπαν πως δεν ανήκουν σε κανένα κόμμα.
Η πρώτη κατάληψη πραγματοποιήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 1975 σε μια καλλιέργεια 785 εκταρίων, που φέρει έκτοτε το όνομα “Cooperativa Santana”. Σε σύντομο χρονικό διάστημα προστέθηκαν άλλοι εννιά συνεταιρισμοί διαφορετικού μεγέθους – μεταξύ 700 και 1200 εκταρίων. Σε ένα κτίριο με καφενείο, μύλο και φούρνο μπορούσε κανείς να διαβάσει με τεράστια γράμματα “Ocupado pelas Coopera-tivas” (κατειλημμένο από τους συνεταιρισμούς). Τι ώθησε τους φιλήσυχους εργάτες γης και μικροκαλλιεργητές στην επανάσταση; Μήπως ήταν κάποιοι επαγγελματίες επαναστάτες αυτοί που τους παρακίνησαν; Για την απάντηση αρκεί ένα βλέμμα στο παρελθόν.
Οι ιδιοκτησιακές συνθήκες παρέμεναν αναλλοίωτες για αιώνες. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών η δικτατορία προστάτευε στοργικά τους ιδιοκτήτες, κάποιοι από τους οποίους είχαν γίνει “κροίσοι” με ατομικές ιδιοκτησίες πάνω από 17.000 εκτάρια γης. Στο ξέσπασμα της επανάστασης υπήρχαν 500 τσιφλικάδες που κατείχαν μεγαλύτερη έκταση από όση πεντακόσιες χιλιάδες εργάτες γης και μικροκαλλιεργητές. Τρεις χιλιάδες μεγαλοκτηματίες (5,4% του συνολικού πληθυσμού) κατείχαν περισσότερα από εκατό εκτάρια, αντίθετα οι απλοί αγρότες (90% του πληθυσμού της περιοχής) κατείχαν λιγότερο από ένα ο καθένας, τις περισσότερες φορές μόνο μισό εκτάριο. Ο “πάτρωνας” ερχότανε μόνο περιστασιακά στο κτήμα του, συνήθως για κυνήγι με την παρέα του. Τμήμα του κτήματός του παρέμενε ακαλλιέργητο.
Στη βόρεια Πορτογαλία το εβδομήντα τοις εκατό των απλών αγροτών κατέχουν τόσο λίγη γη, ώστε η παραγωγή της να καλύπτει οριακά τις ατομικές τους ανάγκες. Τριάντα τοις εκατό του πληθυσμού ασχολείται με την αγροτική παραγωγή, σε αντίθεση με το έξι ή και το τέσσερα τοις εκατό των βιομηχανικών χωρών. Παρόλο που η Πορτογαλία είναι μια αγροτική χώρα, η αγροτική παραγωγή της δεν φτάνει για να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού της. Περίπου το ένα τρίτο των τροφίμων έρχεται από το εξωτερικό. Οι μέθοδοι παραγωγής στην αγροτική οικονομία είναι ξεπερασμένες. Οι μεγαλοϊδιοκτήτες στον Νότο έδειξαν ελάχιστο ενδιαφέρον για τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής τους. Η αναδιανομή των γαιών είναι κάτι που έπρεπε να είχε συμβεί εδώ και καιρό.
Θα μπορούσε κανείς να περιμένει να είχε συμβεί η δομική αλλαγή πριν από την επανάσταση του Απριλίου του 1974, όμως οι πολιτικοί δεν το είχαν σκεφτεί καθόλου. Αντίθετα, οι ριζοσπάστες αξιωματικοί των επαναστατικών συμβουλίων έστειλαν “ενισχυτικές” ταξιαρχίες στον νότο για να κερδίσουν τους εργάτες γης στο πλευρό της επανάστασης. Όμως η κομμουνιστική καθοδήγηση ήταν περιττή. Οι απλοί αγρότες κι οι εργάτες γης κινητοποιήθηκαν από μόνοι τους.
Κάποιοι ηλικιωμένοι ίσως να θυμήθηκαν την παλιά αναρχοσυνδικαλιστική προπαγάνδα. Ούτε όμως και η ίδρυση των colectividades των ισπανών χωρικών και προλετάριων αγροτών κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου θα πρέπει να τους ήταν παντελώς άγνωστη. Με άλλα λόγια: έγινε ένα βήμα προς την αυτοβοήθεια.
Ο Jose Bento, εργάτης γης, πενηνταενός ετών, αναλφάβητος, δεν ήξερε τίποτε από σοσιαλιστές ή κομμουνιστές θεωρητικούς, είχε όμως κοινό νου και δεν φοβόταν να πάρει πρωτοβουλίες. Δούλευε μεροκάματο σε κάποιον μεγαλοϊδιοκτήτη. Υπήρξαν κάποιες συγκρούσεις με τον “πάτρωνα”. Σε μια συνέλευση στις 18 Φεβρουαρίου 1975, ο Bento πρότεινε την κατάληψη του κτήματος και την ίδρυση ενός συνεταιρισμού. Η πρότασή του έγινε δεκτή. Συμμετείχαν δεκαοκτώ οικογένειες και τριανταοκτώ ενήλικες. Εκλέξανε μια διαχειριστική επιτροπή πέντε ανθρώπων. Το κτήμα κάλυπτε 705 εκτάρια. Μέσα στο κτήμα υπήρχαν τριάντα αγελάδες, διακόσια πενήντα πρόβατα και εικοσιπέντε γουρούνια. Οι συνεταιριστές δεν σπάσαν το κεφάλι τους για να μαντέψουν ποιες θα είναι οι αντιδράσεις του ιδιοκτήτη που ζούσε στην πόλη. Δεν ήταν πάντως γνωστό αν θα έκανε μήνυση. Η κρατική εξουσία δεν παρενέβη. Η διεύθυνση γεωργίας έδωσε ένα δάνειο τριακοσίων χιλιάδων εσκούδος. Αποφασίστηκε να αυξήσουν τους μισθούς των αντρών από εκατόν πενήντα σε εκατόν ογδόντα εσκούδος και των γυναικών από εβδομήντα σε εκατόν τριάντα εσκούδος. Ο συνεταιρισμός παραγωγής ανέλαβε να καλύψει και τις εισφορές για τις συντάξεις. Η ηλικία συνταξιοδότησης ξεκινά στα εξηνταπέντε χρόνια.
Η μετάβαση από την ιδιωτική στη συλλογική οικονομία πραγματοποιήθηκε χωρίς μεγάλες δυσκολίες. Οι συνεταιριστές αποφάσισαν να οργώσουν τον ακαλλιέργητο αγρό, που για πολλά χρόνια ήταν παραμελημένος από τον ιδιοκτήτη. Λίγους μήνες αργότερα η διεύθυνση γεωργίας αναγνώρισε επίσημα την κολλεκτιβοποίηση. Ο κόσμος υπέθεσε ότι το κράτος ανέλαβε και την οικονομική αποζημίωση του ιδιοκτήτη. Ο συνεταιρισμός επιτρέπεται να καλλιεργεί και να χρησιμοποιεί τη γη, δεν μπορεί όμως να την πουλήσει.

Casebres

Αντιμέτωποι με το φόβο ενός αβέβαιου μέλλοντος κάποιοι μεγαλοϊδιοκτήτες στην Casebres της περιοχής Alcasar do Sal αποφάσισαν να σταματήσουν την καλλιέργεια των χωραφιών τους. Οι εξηνταεπτά άντρες και πενηντατέσσερις γυναίκες που έτσι έμειναν άνεργοι κατέλαβαν το κτίριο της διοίκησης, ίδρυσαν μια κοινότητα παραγωγής κι άρχισαν να καλλιεργούν τα χωράφια – κάποια απ’ αυτά δεν είχαν καλλιεργηθεί ποτέ.
Ο συνεταιρισμός είχε πάνω από 4300 εκτάρια γης. Η λύση των νομικών προβλημάτων που προέκυψαν εναποτέθηκε στη διεύθυνση γεωργίας. Οι συνεταιριστές εκλέξανε τρεις εξαμελείς επιτροπές: μία για την παραγωγή, μία για το εμπόριο και μία για τη διαχείριση και τα λογιστικά. Κάποιοι ακτήμονες καλλιεργητές χωραφιών προστέθηκαν στο συνεταιρισμό και πρόσφεραν τα μηχανήματά τους. Παράγονταν ρύζι, καλαμπόκι, ντομάτες και πιπεριές. Έγινε συγκομιδή ελιάς και φελλού από φλούδα βελανιδιάς. Το υπουργείο γεωργίας ενέκρινε ένα δάνειο με ευνοϊκούς όρους και αποπληρωμή σε δέκα χρόνια. Τα σημαντικά θέματα του συνεταιρισμού εξετάζονται στη γενική συνέλευση και ρυθμίζονται σύμφωνα με τις αποφάσεις της συνέλευσης. Ο εβδομαδιαίος μισθός αποφασίστηκε να είναι οκτακόσια εσκούδος για τους άντρες και πεντακόσια για τις γυναίκες. Στην ερώτησή μας για ποιο λόγο να παίρνουν οι γυναίκες χαμηλότερο μισθό από τους άντρες δεν πήραμε ξεκάθαρη απάντηση. Η παράδοση δεν σπάει εύκολα. Βέβαια ο μισθός των γυναικών θα πλησιάζει των αντρών ολοένα και περισσότερο. Μεταξύ των κατοίκων υπήρχανε σοσιαλιστές, κομμουνιστές διαφόρων τάσεων και αναρχικοί. Όταν ρωτήσαμε έναν συνεταιριστή σχετικά με τα θέματα κομματικής πολιτικής η απάντησή του ήταν: «η εργασία ενώνει τους ανθρώπους, η πολιτική τους χωρίζει».

Η πρωτοβουλία των γυναικών

Η ιστορία της δημιουργίας του Συνεταιρισμού της Πρωτομαγιάς στην Gambia της επαρχίας Setubal είναι μοναδική. Η πρωτοβουλία ξεκίνησε από γυναίκες εργάτριες, που απασχολούνταν στο αγρόκτημα επτακοσίων εκταρίων του μηχανικού Jose Paula Borba. Ο ιδιοκτήτης ήτανε μόνιμος κάτοικος της πρωτεύουσας. Μετά από ατελέσφορες διαπραγματεύσεις για τους μισθούς απέλυσε όλους τους εργάτες. Αυτοί όμως δεν ήθελαν να μείνουν χωρίς δουλειά και να είναι άνεργοι. Στις 14 Ιουλίου 1975 εικοσιοκτώ γυναίκες και είκοσι άντρες, με τις γυναίκες μπροστά, κατέλαβαν το κτήμα και ιδρύσανε έναν συνεταιρισμό παραγωγής.
Στην αρχή τα πράγματα ήτανε δύσκολα. Η αίτηση για την εγγύηση ενός δανείου απορρίφθηκε από τη διεύθυνση γεωργίας. Υπήρξε έλλειψη κεφαλαίων που ήταν απαραίτητα, κυρίως για την πληρωμή των μισθών. Όμως οι ταξικοί σύντροφοι από τη γύρω περιοχή έδειξαν στην πράξη την αλληλεγγύη τους. Κάθε Σαββατοκύριακο δεκάδες άνθρωποι από τις πόλεις έρχονταν να βοηθήσουν στο μάζεμα της σοδειάς. Με δυσκολίες και στερήσεις τα καταφέρανε τελικά. Όταν επισκεφτήκαμε την περιοχή αυτή τον Νοέμβριο του 1975 επικρατούσε ένα κλίμα αισιοδοξίας μεταξύ των συνεταιριστών. Το φάντασμα της ανεργίας είχε εξοριστεί. Όλοι κοιτούσαν με βεβαιότητα το μέλλον. Οι γυναίκες του συνεταιρισμού ήταν περήφανες για το έργο τους.

Συνεταιρισμός χωρίς απαλλοτρίωση

Ο συνεταιρισμός χωρικών στην Argea της επαρχίας Torre Vedras γεννήθηκε απ’ το πνεύμα αλληλοβοήθειας του Κροπότκιν. Δυο Πορτογάλοι που επέστρεψαν από τη Γαλλία τον Οκτώβριο του 1974 έπιασαν δουλειά στο χωριό στο μάζεμα της ελιάς. Ισπανοί εξόριστοι στη Γαλλία τους είχαν μιλήσει για τις κολλεκτίβες κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Στην επαναστατική Πορτογαλία το κλίμα ήταν ευνοϊκό για συνεργατισμό. Οι δύο εργάτες κατάφεραν να βρουν υποστηρικτές για τη δημιουργία ενός συνεταιρισμού. Ένας χωρικός πρόσφερε ένα εκτάριο γης. Μια φιλάνθρωπος κυρία από την περιοχή τους πρόσφερε περισσότερα εκτάρια, με την προϋπόθεση να πληρώνουν τους φόρους.
Ξεκινήσανε τον Ιανουάριο του 1975 με 200 εκτάρια γης, 3000 ρίζες αμπελιών, 2000 ρίζες ελιές και εκτεταμένες καλλιέργειες ντομάτας. Ο συνεταιρισμός πήρε ένα δάνειο τριακοσίων χιλιάδων εσκούδος από τη διεύθυνση γεωργίας και ένα άλλο δάνειο οκτακοσίων χιλιάδων εσκούδος με ευνοϊκούς όρους από μια κρατικοποιημένη τράπεζα. Κατά το «ο καθένας σύμφωνα με τις ανάγκες του» εισήγαγαν έναν «οικογενειακό» μισθό. Στο τέλος της σοδειάς τα έσοδα μοιράζονταν ισοδύναμα σε όλους. Δύο εργάτες γης, οι οποίοι απασχολούνταν σε χωράφια που ο ιδιοκτήτης τους είχε παραχωρήσει στο συνεταιρισμό, κλήθηκαν να αποφασίσουν μέσα σε έναν χρόνο αν θέλουν να προσχωρήσουν και αυτοί στο συνεταιρισμό. Αποφασίστηκε η ίδρυση ενός εμπορικού καταστήματος. Αυτή η οικονομική κοινότητα μου θύμισε τα μόσαβ σιτούφι, μια παραλλαγή των ισραηλινών κιμπούτς.

Από την επανάσταση στη μετάβαση

Μέσα σε δύο χρόνια το κέντρο βάρους της πορτογαλικής επανάστασης μετατοπίστηκε από τις λέσχες αξιωματικών και τις πολυθρόνες των υπουργών στα εργοστάσια και στα χωράφια. Το γεγονός ότι η επανάσταση κόστισε πολύ λίγο αίμα οφειλόταν στο ότι ο στρατός ήταν στο πλευρό των επαναστατών. Οι ίδιοι οι στρατηγοί είχαν ξεκινήσει την επανάσταση. Όπως συμβαίνει σε κάθε επανάσταση έτσι κι εδώ υπήρχαν δύο τάσεις: η ριζοσπαστική και η μετριοπαθής. Μετά την καταστολή της εξέγερσης των καταδρομέων στις 25 Νοεμβρίου 1975 η επαναστατική ορμή είχε εκπνεύσει. Η περίοδος των επαναστατικών μαχών στους δρόμους είχε παρέλθει. Οι πολιτικές δραστηριότητες επικεντρώθηκαν στην προετοιμασία των κοινοβουλευτικών και προεδρικών εκλογών. Οι εκλογές πραγματοποιήθηκαν ήρεμα, οι μετριοπαθείς δυνάμεις πήραν την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο και ο νέος πρόεδρος ήταν ένας άνθρωπος του κέντρου. Είχε φτάσει η ώρα να γίνει ένας απολογισμός και να αποτιμηθεί τι είχε φέρει η επανάσταση.
Στα θετικά προσμετρώνται πάνω απ’ όλα η κατάργηση της δικτατορίας και η εδραίωση της πολιτικής δημοκρατίας μετά από πάρα πολύ καιρό. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Ήταν επίσης και το ξεκίνημα της οικονομικής δημοκρατίας με στόχο την κοινωνική δικαιοσύνη. Αναρίθμητες ιδιωτικές επιχειρήσεις μετατράπηκαν σε συνεταιρισμούς. Μετά την ίδρυση εκατοντάδων αυτόνομων παραγωγικών και εμπορικών συνεταιρισμών, στις 29 Ιουλίου 1975 ανακοινώθηκε ο νόμος για την αγροτική μεταρρύθμιση, σύμφωνα με τον οποίο επιτρεπόταν η απαλλοτρίωση όλων των αγροτικών καλλιεργειών με έκταση μεγαλύτερη των επτακοσίων εκταρίων. Αργότερα το ανώτατο όριο ατομικής αγροτικής ιδιοκτησίας καθορίστηκε στα πενήντα εκτάρια. Στην περιοχή Beja της επαρχίας Alentejo το εξήντα τοις εκατό της ιδιωτικής καλλιέργειας γης πέρασε στη διοίκηση συνεταιρισμών. Στην επαρχία Evora μιλούσαν για 250.000 εκτάρια απαλλοτριωμένων αγρών.
Η ίδρυση αυτοδιαχειριζόμενων συνεταιρισμών επεκτάθηκε στην εθνική οικονομία και τη βιομηχανία. Ακόμη και σε περιπτώσεις που για διάφορους λόγους δεν ήταν δυνατό να δημιουργηθούν αυτόνομες συλλογικές επιχειρήσεις, υπήρξε αξιοσημείωτη κοινωνική πρόοδος. Σε όλες σχεδόν τις επιχειρήσεις οι εργάτες παλέψανε για το δικαίωμα συμμετοχής στις αποφάσεις πρόσληψης και απόλυσης εργατικού δυναμικού, για την εβδομάδα 42 εργάσιμων ωρών, για διακοπές ενός μήνα κάθε χρόνο και για τον δέκατο τρίτο μισθό. Σε επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από πενήντα εργάτες και εργαζομένους το εκλεγμένο συμβούλιο εργαζομένων είναι αναγνωρισμένο νομικά.
Με αυτές τις κατακτήσεις η Πορτογαλία πήρε το δρόμο για μια οικονομική δημοκρατία. Οι επαναστατικές δυνάμεις φαίνονταν εξαντλημένες. Όλα τα σημάδια έδειχναν πως η χώρα περνούσε πλέον σε μια μεταβατική περίοδο, όπως είχε συμβεί και στο Μεξικό πενήντα χρόνια πριν. Τώρα είναι σημαντική η υπεράσπιση και η εδραίωση των κατακτήσεων, η απόκρουση των αντεπαναστατικών τάσεων και η επέκταση των επαναστατικών επιτευγμάτων.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3 ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ – Μια συνέντευξη με τον Οτέλο ντε Καρβάλιο

* Η συνέντευξη αποτελεί απόσπασμα απ’ την έκδοση «Πορτογαλία ’75 – Εργατική Εξουσία ή Κρατικός Καπιταλισμός;» που κυκλοφόρησε απ’ τις εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος (Αθήνα, 1977, μετάφ: Ν. Αλεξίου).

(Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην καθημερινή εφημερίδα της Ιταλικής επαναστατικής οργάνωσης LOTTA CONTINUA, στις 12 του Μάη 1975).

Ο Οτέλο Σαράιβα ντε Καρβάλιο είναι ένας απ’ τους πρωταγωνιστές της 25 του Απρίλη. Όντας τότε ένας νεαρός συνταγματάρχης κι ένας απ’ τους ιδρυτές της μυστικής οργάνωσης MFA (Κίνημα των Ενόπλων Δυνάμεων), διεύθυνε την επιχείρηση που ένα χρόνο αργότερα ανέτρεψε το καθεστώς του Καετάνο. Υπήρξε ένας απ’ τους πιο σκληρούς αντίπαλους του Σπίνολα. Τον Ιούλη του 1974, σε αντιστάθμισμα των πιέσεων που δεχόταν απ’ την Χούντα, δημιούργησε την COPCON (Ηπειρωτική Διοίκηση Επιχειρήσεων). Έγινε δεύτερος στη διοικητική ιεραρχία της ζωτικής αυτής στρατιωτικής μονάδας, κι απ’ τη θέση εκείνη έπαιξε ένα βασικό ρόλο στα γεγονότα της 28 του Σεπτέμβρη και της 11 του Μάρτη. Σήμερα, κατέχοντας το βαθμό του ταξίαρχου, μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα απ’ τ’ αριστερά μέλη του Ανώτατου Επαναστατικού Συμβουλίου. Η ανάμειξη της ευφυολογίας και του αυθορμητισμού που τον κατέχει όταν μιλάει, έχει βοηθήσει ώστε να τον κάνει μια απ’ τις πιο δημοφιλείς μορφές του MFA.

L.C: Αρχίζοντας, θα θέλαμε να μας πείτε, τι μεταβολές γίνονται μέσα στις ένοπλες δυνάμεις τους τελευταίους λίγους μήνες;

ΚΑΡ: Μετά τις 25 του Απρίλη θελήσαμε να φέρουμε την επανάσταση μέσα στις ένοπλες δυνάμεις, να την κάνουμε αισθητή σε κάθε επίπεδο και σε κάθε σώμα. Αρχικά και μέχρι τις 28 του Σεπτέμβρη προσπαθήσαμε ν’ αναπτύξουμε την πολιτική εκπαίδευση μέσα σε κάθε μονάδα αλλά το έργο αυτό παρεμποδίστηκε απ’ τον Αρχηγό του Επιτελείου, που την εποχή εκείνη ήταν ο στρατηγός Σιλβέριο Μαρκές. Ήταν σχεδόν αδύνατο να γίνει οποιαδήποτε πρόοδος. Απ’ τις 28 του Σεπτέμβρη, τα πράγματα έχουν γίνει πιο ξεκάθαρα κι από τότε μέχρι σήμερα, προσπαθούμε να δημιουργήσουμε μια πραγματικά δημοκρατική μορφή οργάνωσης μέσα στις ένοπλες δυνάμεις. Έχουν συγκροτηθεί διάφορες μορφές συνελεύσεων.

Μετά τις 11 του Μάρτη έχουμε περαιτέρω εξελίξεις. Όλα γίνονταν πιο ξεκάθαρα κι η διαδικασία που προχωρεί σταδιακά, πήρε μια πιο συγκεκριμένη μορφή. Έτσι, δημιουργήσαμε μια νέα γενική συνέλευση του MFA, η οποία συμπεριλαμβάνει στρατιώτες, υπαξιωματικούς κι αξιωματικούς. Έτσι τώρα οι στρατιώτες έχουν πλήρη δικαιώματα αντιπροσώπευσης μέσα στο πιο ισχυρό όργανο του MFA κι αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί τους επιτρέπει σ’ ένα περιφερειακό επίπεδο και στους διάφορους τομείς, να παίζουν ένα ενεργητικό ρόλο στη διαδικασία της ανανέωσης.

Πρόσφατα, έγινε μια συνέλευση, η πρώτη συνέλευση για τους ναύτες, στην οποία πήραν μέρος 3.000 ναύτες. Την ανάγγειλαν και προσκάλεσαν να παραβρεθούν διάφορα μέλη του Επαναστατικού Συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένου και του Πινέιρο ντε Αζεβέντο, αρχηγού της Ανώτατης Ναυτικής Διοίκησης. Ήταν ένα καταπληκτικό συνέδριο. Αποτελούσε ένα τέλειο παράδειγμα για το πόσο στέρεα έχει αρχίσει να θεμελιώνεται η δημοκρατική οργάνωση. Για μας, η παγίωση της δημοκρατίας μέσα στην καρδιά των ενόπλων δυνάμεων σημαίνει ότι κάθε κλίμακα της ιεραρχίας παίρνει μέρος στην επανάσταση. Όλοι μπορούν να προβάλουν τις ιδέες τους. Οι συγκεντρώσεις κι οι συνελεύσεις αποτελούν τα μέσα με τη βοήθεια των οποίων η επανάσταση φτάνει σε κάθε γωνιά. Τίποτα δεν πρέπει να μένει κρυφό, θα πρέπει να μπορούμε να συζητάμε τα πάντα με ειλικρίνεια. Φυσικά, υπάρχουν αρκετές δυσκολίες.

L.C: Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στην ανάπτυξη της δημοκρατίας μέσα στους στρατώνες και τους δεσμούς του στρατού με τον άλλο κόσμο, με τον αγώνα που αναπτύσσεται στην επαρχία;

ΚΑΡ: Οι δεσμοί εκείνοι μόλις τώρα αρχίζουν να σταθεροποιούνται. Το βασικό πρόβλημα είναι η πολιτική συνείδηση. Βέβαια, έχει ωριμάσει εξαιρετικά γρήγορα αυτό το χρόνο, αλλά δε θα πρέπει να ξεχνούμε ότι μέχρι τις 25 του Απρίλη ζούσαμε κάτω από ένα καταπιεστικό καθεστώς. Οι στρατιώτες δεν μπορούσαν να συζητήσουν πολιτικά κι η πολιτική κρατήθηκε έξω απ’ τους στρατώνες. Όλα γίνονταν κρυφά. Μετά την απελευθέρωση, όπως είπα προηγουμένως, οι εξελίξεις ήταν τεράστιες. Γεννήθηκαν μέσα απ’ τις εμπειρίες μας. Τα πολιτικά κόμματα, βασιζόμενα στην αποπολιτικοποίηση των ενόπλων δυνάμεων, νόμισαν ότι θα μπορέσουν να επιβληθούν γρήγορα στους στρατιωτικούς. Το Πορτογαλικό ΚΚ (PCP) ήταν το πρώτο που προσέγγισε τους στρατώνες ακολουθούμενο απ’ τους σοσιαλιστές και κατόπιν απ’ την άκρα αριστερά. Όλοι προσπαθούσαν να πάρουν τα «ηνία». Προς το παρόν, η άκρα αριστερά έχει τη μεγαλύτερη επιρροή, ιδιαίτερα ανάμεσα στους στρατιώτες αλλά η πλειονότητα –περισσότεροι απ’ όσους υποστηρίζουν τα κόμματα- εξακολουθεί να είναι προσηλωμένη στις ιδέες του MFA. To MFA δεν είναι πολιτικό κόμμα και νομίζω ότι πρέπει να παραμείνει μια αυτόνομη πολιτική οργάνωση, κλίνοντας φανερά προς τ’ αριστερά, αλλ’ ανεξάρτητη απ’ τα πολιτικά κόμματα. Δίχως μια δική της αποκλειστικά ιδεολογία, αλλά ικανή να διατηρεί τον έλεγχο πάνω στις ένοπλες δυνάμεις.

L.C: Το τελευταίο δελτίο πληροφοριών του MFA, παίρνει μια πολύ κριτική στάση απέναντι στο αστικοδημοκρατικό πρότυπο, μιλώντας ειδικότερα για την αναγκαιότητα οικοδόμησης της «λαϊκής εξουσίας». Πως μπορούν οι στρατιωτικοί να υποστηρίξουν την ανάπτυξη της οργάνωσης των μαζών και να βοηθήσουν να επιβληθεί ο προλεταριακός έλεγχος σε κάθε τομέα της κοινωνίας;

ΚΑΡ:  Αυτό που θά ’θελα να δω, πράγμα που αποτελεί για μένα τον κύριο στόχο των ενόπλων δυνάμεων, είναι η μεταμόρφωση του τακτικού στρατού σε λαϊκό. Νομίζω ότι αυτό είναι δυνατό κάτω από ορισμένες συνθήκες.

Τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του ’50, οι ένοπλες δυνάμεις μας άρχισαν να υπόκεινται σε μια διαδικασία προλεταριοποίησης. Προηγούμενα, οι αξιωματικοί προέρχονταν αποκλειστικά απ’ τις άρχουσες τάξεις οι οποίες επιθυμούσαν μια στρατιωτική σταδιοδρομία για τα παιδιά τους. Έπειτα, κατά ένα μέρος σαν αποτέλεσμα της επέκτασης της σχολικής εκπαίδευσης, οι νέοι των κατώτερων τάξεων άρχισαν κι αυτοί να εισχωρούν μέσα στις ένοπλες δυνάμεις. Λόγω αυτού του γεγονότος, οι αξιωματικοί μπόρεσαν να πάρουν μέρος που θα ωφελούσε τις εργαζόμενες τάξεις. Το «πραξικόπημα» είχε μια αριστερή απόχρωση, γιατί μπορέσαμε ν’ απαλλαγούμε από ένα μεγάλο αριθμό αξιωματικών που είχαν ανώτερους βαθμούς, οι οποίοι είχαν συμβιβαστεί με το παλιό καθεστώς. Οι αντιδραστικοί, οι αριστοκράτες, εκείνοι που δε θα δέχονταν τη νέα δημοκρατία, εκδιώχθηκαν. Έτσι, στις σημερινές συνθήκες, οι ένοπλες δυνάμεις έχουν υιοθετήσει ένα συγκεκριμένο λαϊκό προσανατολισμό.

Εδώ και λίγο καιρό, εξετάζουμε τη δυνατότητα καθιέρωσης ενός μόνο συστήματος εισαγωγής. Έτσι, αντί να μπαίνουν αυτόματα εκείνοι που προέρχονται απ’ τα πανεπιστήμια, θα θέλαμε μέσω μιας γενικής εξέτασης να επιλέξουμε τους ανθρώπους που είναι κατάλληλοι για να διοικούν, ανεξάρτητα απ’ την ταξική τους προέλευση, ώστε μ’ αυτό τον τρόπο να δώσουμε στους εργάτες την ευκαιρία να γίνουν αξιωματικοί και στους δικηγόρους τη δυνατότητα να γίνουν στρατιώτες… Αυτό θα είναι καθαρά ένα βήμα προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ενός λαϊκού στρατού, ενώ θα διατηρείται για την ώρα η δομή ενός τακτικού στρατού.

L.C: Πόσο ελεύθεροι είναι σήμερα οι στρατιώτες για να οργανώνονται;

ΚΑΡ: Θα πρέπει να διατηρηθεί κάποια μορφή πειθαρχίας κι η ιεραρχία έχει επίσης ένα σκοπό, γιατί δεν μπορεί να κατορθώσεις τίποτα το θετικό δίχως ένα μίνιμουμ πειθαρχίας και μεθόδου. Στους στρατώνες, σε κάθε επίπεδο, υπάρχουν κάθε είδους κινήσεις προς την κατεύθυνση της ισότητας και της κατάργησης των προνομίων.

Οι μερίδες φαγητού είναι ήδη ίσες για όλους και γίνονται κινήσεις για την καθιέρωση κοινής αίθουσας συσσιτίου για αξιωματικούς και οπλίτες. Αλλά είναι πιθανό οι ίδιοι οι στρατιώτες να θέλουν να διατηρήσουν την αυτονομία τους και να συναντιούνται χωριστά, πράγμα που δεν είναι καθόλου άσχημο.

L.C: Πότε ιδρύθηκε η COPCON; Ποια ακριβώς είναι η αποστολή της; Σε ποιο βαθμό κινείται παράλληλα με την ανώτατη διοίκηση;

ΚΑΡ: Είναι σημαντικό να ξεκαθαριστεί το θέμα αυτό. Η Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση έχει διοικητικές εξουσίες που είναι πολύ σημαντικές σε μια εποχή γενικής αναδιοργάνωσης. Η COPCON δημιουργήθηκε τον περασμένο Ιούλη σε μια εποχή κρίσης για την πρώτη προσωρινή κυβέρνηση, όταν απολύθηκε ο Σπινολικός πρωθυπουργός Πάλμα Κάρλος κι αντικαταστάθηκε απ’ το Βάσκο Γκονσάλβες. Ασχολείται με εκτελεστικά καθήκοντα. Αποτελεί το αρχηγείο διοίκησης ολόκληρου του Πορτογαλικού στρατού. Εκτός απ’ αυτό, έχει στη διάθεσή της ορισμένες δυνάμεις αμέσου επέμβασης, όπως το RAL-1, καθώς επίσης και δύο σώματα αλεξιπτωτιστών κι ένα σώμα πεζοναυτών. Απ’ την άλλη μεριά, δεν έχουμε στη διάθεσή μας τις ναυτικές κι αεροπορικές δυνάμεις. Όμως αν υπάρξει ανάγκη, μπορούμε να τις χρησιμοποιήσουμε, όπως συνέβηκε στις 11 του Μάρτη που χρειάστηκε να κάνουμε αεροπορική κατόπτευση, καθώς επίσης και κατά τη διάρκεια των εκλογών. Η COPCON διαθέτει επίσης τα μέσα για ν’ αναλάβει ένα αποτελεσματικό επιχειρησιακό έλεγχο ολόκληρης της χώρας, συγκεντρώνοντας τις ενέργειές της μέσω των διάφορων περιφερειακών αρχηγείων.

L.C: Σ’ ένα ορισμένο βαθμό, η COPCON, δοσμένου ενός επιβεβλημένου λήθαργου στον οποίο αναγκάστηκε να πέσει η αστυνομία, φροντίζει επίσης για τη διατήρηση της δημόσιας τάξης. Πάνω σε ποια βάση εκτελεί αυτό το καθήκον;

ΚΑΡ: Βέβαια, έχουμε γίνει ο βασικός εγγυητής της δημόσιας τάξης. Η δουλειά μας είναι να εμποδίζουμε τη βία. Οι άνθρωποι χρειάζονται ένα είδος ειρήνης, αυτό είναι φυσιολογικό. Οι μόνες μας κατασταλτικές ενέργειες ήταν ενάντια στα ναρκωτικά, την πορνεία, τις ληστείες, το οργανωμένο έγκλημα γενικά. Στις περιπτώσεις αυτές δουλεύουμε από κοινού με την αστυνομία. Επίσης, προσπαθούμε ώστε να εμποδίζουμε πάντοτε ή σχεδόν πάντοτε, τις βιαιοπραγίες μέσα στις συγκεντρώσεις. Αναφορικά με την άμεση δράση ενάντια σε καταλήψεις σπιτιών ή κτημάτων, υποστηρίξαμε πάντοτε τα δίκαια αιτήματα του λαού και σε περιπτώσεις που αυτές οι ενέργειες ξεπέρασαν τα όρια της επαναστατικής νομιμότητας προσπαθήσαμε να δουλέψουμε πάνω στη βάση του να πείσουμε πολιτικά τους παραβάτες του νόμου, αποφεύγοντας πάντοτε τη χρήση βίας ενάντια στο λαό, κάτι που δεν θα μπορούσαμε ποτέ να κάνουμε.

L.C: Τι γνώμη έχετε για τα «επαναστατικά συμβούλια», την ιδέα δημιουργίας κοινών οργανώσεων της βάσης που θα συνενώνουν εργάτες, στρατιώτες και προοδευτικούς αξιωματικούς;

ΚΑΡ: Δε διαφωνώ με την ιδέα δημιουργίας επαναστατικών συμβουλίων. Στην πραγματικότητα, τρέφω πολύ μεγάλη συμπάθεια γι’ αυτά. Το γεγονός αυτό αποτελεί μια εμπειρία που δείχνει ότι μερικά λαϊκά στρώματα είναι έτοιμα για μια ολοκληρωμένη επανάσταση. Οργανώνονται, προωθούν νέες ιδέες, προχωρούν. Αυτό δεν μπορεί να είναι παρά μόνο πολύ θετικό.

Νομίζω όμως ότι τα επαναστατικά συμβούλια δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή κατάσταση. Οι συνθήκες δεν είναι ακόμα ώριμες γιατί θα πρέπει να μετασχηματιστούν από ένα ισχυρό μαζικό κίνημα. Απ’ αυτή την άποψη, το κίνημα δεν είναι πραγματικά αρκετά ισχυρό.

Αναφορικά με τους στρατιώτες και τους αξιωματικούς, πιστεύω ότι εκείνη η μορφή της οργανωτικής εμπειρίας θα μπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία καλύτερων δεσμών με τους εργάτες κι επομένως να αποσαφηνίσει τους σκοπούς και τις απόψεις τους. Αλλά αυτό δεν εξαλείφει την ανάγκη για εσωτερική οργάνωση. Μέσα στις μονάδες, είναι πολύ καλό το ότι οργανώνονται οι στρατιώτες κι οι αξιωματικοί, παίρνοντας αποφάσεις, κριτικάροντας κι αναδιοργανώνοντας τη ζωή μέσα στους στρατώνες.

 L.C: Σε ποιο βαθμό τα εκλογικά αποτελέσματα άλλαξαν το συσχετισμό των δυνάμεων μέσα στο στρατό;

ΚΑΡ: Δεν νομίζω ότι αυτό συνέβηκε σε μεγάλο βαθμό. Οι προοδευτικές δυνάμεις είναι προς το παρόν οι πιο δυναμικές κι ενεργητικές. Οι μετριοπαθείς δεν κάνουν στην πραγματικότητα καμμιά οργανωμένη εμφάνιση. Φυσικά υπάρχουν μερικά τέτοια οργανωμένα στοιχεία αλλά είναι απομονωμένα, ενώ η μεγάλη πλειονότητα υποστηρίζει και συμμετέχει στην επαναστατική διαδικασία. Όσο μπορούμε να παίρνουμε την πρωτοβουλία θα είμαστε ικανοί να εμποδίζουμε τις συντηρητικές δυνάμεις απ’ το να πετύχουν οποιεσδήποτε κατακτήσεις.

Είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι μέσα στις ένοπλες δυνάμεις, μέσα στο Επαναστατικό Συμβούλιο κι ακόμα περισσότερο, μέσα στη Γενική Συνέλευση του MFA αν χρειάζονταν να παρθούν αποφάσεις, εννοώ πραγματικά σημαντικές, αναφορικά με το πώς θα θέλαμε να χαράξουμε το δρόμο που οδηγεί στο σοσιαλισμό ή όχι, δε θα υπήρχε μεγάλη δυσκολία.

L.C: To MFA έχει συχνά κριτικάρει τα κόμματα για το ότι δεν παίζουν ένα ικανοποιητικό ρόλο στην προώθηση της επαναστατικής διαδικασίας. Μερικοί στρατιώτες έχουν αντιμετωπίσει την πιθανότητα δημιουργίας ενός νέου κόμματος, ένα είδος πολιτικού MFA. Ποια είναι η γνώμη σας σχετικά μ’ αυτό;

ΚΑΡ: Αυτό ίσως αποτελεί σήμερα ένα πιο σοβαρό πρόβλημα. Το MFA είχε ένα εκπληκτικό αντίκτυπο στο μαζικό επίπεδο. Αν είχαμε πάρει μέρος στις εκλογές, θα είχαμε σίγουρα κερδίσει. Η αλήθεια είναι ότι τα κόμματα δεν έχουν πολύ βαθιές ρίζες κι επίσης ανταγωνίζονται το ένα το άλλο, σε βαθμό που ν’ απειλούν την ενότητα της βάσης. Φυσικά, πρέπει να πολεμήσουμε τη μεγαλοαστική τάξη, η οποία χαράζει την πολιτική γραμμή του PPD. Η διαμάχη ανάμεσα στα κόμματα αποτελεί ίσως μια παραφροσύνη που μας βάζει σε δύσκολη θέση. Αλλ’ αυτό δε σημαίνει ότι σκεφτόμαστε ν’ αναλάβουμε το καθήκον της μαζικής κινητοποίησης, ακόμα κι αν αυτό ήταν δυνατό για το MFA. Το MFA χρειάζεται τα κόμματα και φυσικά τα κόμματα χρειάζονται το MFA, αν πρόκειται να οικοδομήσουμε το σοσιαλισμό.

 L.C: Για το ζήτημα της διεθνούς θέσης της Πορτογαλίας μέσα στην παγκόσμια κοινότητα, πως νομίζατε ότι θα μπορούσατε ν’ ασκήσετε μια πολιτική αυτονομίας κι ουδετερότητας;

ΚΑΡ: Είναι πολύ σημαντικό για μας το να πετύχουμε μια γρήγορη πρόοδο προς την κατεύθυνση της εθνικής ανεξαρτησίας, έτσι ώστε να μην εξαρτιόμαστε απ’ τις ΗΠΑ, την ΕΣΣΔ ή την Ευρώπη. Για να είμαστε ελεύθεροι να στραφούμε προς τον Τρίτο Κόσμο. Στην πραγματικότητα, εκεί είναι ο χώρος που θα μπορούσαν ν’ αναπτυχθούν οι δυνάμεις που θα μπορούσαν να εγγυηθούν την ανεξαρτησία μας. Το σοσιαλιστικό μπλοκ είναι ανοιχτό για μας, για νά ’μαστε όμως εντελώς ειλικρινείς, δε θα θέλαμε να υποχρεωθούμε να εξαρτιόμαστε από καμμιά υπερδύναμη.

Ξέρουμε φυσικά ότι η χώρα μας είναι και θα παραμείνει εξαρτημένη οικονομικά στο κοντινό μέλλον. Απ’ την άποψη των παραγωγικών δυνατοτήτων μας, είμαστε μια πολύ υπανάπτυκτη, φτωχή κι αδύναμη χώρα. Είμαστε αναγκασμένοι να εισάγουμε τα περισσότερα είδη τα οποία καταναλώνουμε. Επομένως, δεν είμαστε αυτόνομοι, τα δε αποθέματά μας καταναλώνονται μ’ ένα εντυπωσιακό ρυθμό.

L.C: Αναφορικά με το ζήτημα της σημερινής εργατικής πάλης και των απεργιακών αγώνων, μου φαίνεται ότι πρόσφατα έχει δημιουργηθεί μια νοοτροπία στην κυβέρνηση και το MFA, η οποία κρύβει τον κίνδυνο μιας γραφειοκρατικής αντίθεσης και μιας κατασταλτικής ανταπόκρισης στην αυτόνομη δράση των μαζών. Η «μάχη για την παραγωγή» προωθείται επίσημα κι αναφέρεται σαν σχετικό παράδειγμα η Κούβα. Η κατάσταση όμως εκεί ήταν εντελώς διαφορετική.

ΚΑΡ: Βέβαια, η κατάσταση είναι διαφορετική. Η επανάσταση ξεκίνησε από μια μικρή ομάδα αξιωματικών, δίχως τη συμμετοχή των κομμάτων. Η άμεση συμμετοχή των μαζών, σε μια διαδικασία που είναι φανερό ότι έχει τις ρίζες της στη μακρόχρονη περίοδο της αντίστασης ενάντια στο φασισμό, είναι κάτι που έχει συμβεί μετά τις 25 του Απρίλη.

L.C: Πως συμβιβάζεται αυτό με την παραμονή της χώρας σας στο ΝΑΤΟ;

ΚΑΡ: Η θέση μας μέσα στο ΝΑΤΟ είναι πραγματικά κάπως δύσκολο να καθοριστεί. Οι αντιδράσεις του ΝΑΤΟ απέναντι σ’ αυτά που συμβαίνουν σήμερα στην Πορτογαλία είναι φανερό ότι δεν ήταν καλές, δοσμένης της αποστολής του να προστατέψει το δυτικό κόσμο απ’ την ΕΣΣΔ και τον Κομμουνισμό.

Στην κυβέρνησή μας συμμετέχουν μερικοί κομμουνιστές, πράγμα που προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στο ΝΑΤΟ. Δε μας στέλνουν πια απόρρητα έγγραφα, φοβούμενοι ότι μπορεί να γίνει διαρροή στρατιωτικών μυστικών.

L.C: Ποιο ρόλο μπορούν να παίξουν στη σημερινή εποχή οι εκδηλώσεις της διεθνούς αλληλεγγύης;

ΚΑΡ: Η διεθνής αλληλεγγύη στην Ευρώπη και σ’ ολόκληρο τον κόσμο, είναι πολύ σημαντική κι ίσως μπορέσει να βοηθήσει στην κατοχύρωση της ανεξαρτησίας μας. Οι δεσμοί ανάμεσα στους απελευθερωμένους λαούς δυναμώνουν τη συνείδηση της αυτονομίας. Αν αυτή η συνείδηση παραμείνει ισχυρή και προνοητική, δίχως νά ’ρθει όταν όλα έχουν τελειώσει, όπως συνέβηκε στη Χιλή, θ’ αποτελέσει για μας μια παραπέρα εγγύηση της νίκης μας. Η εμπειρία μας έχει αντίκτυπο στην Ευρώπη και σ’ ολόκληρο τον κόσμο.

Οι εκμεταλλευόμενοι όλων των χωρών μας υποστηρίζουν και τρέφουν συμπάθεια για την επανάστασή μας. Αυτό όμως δεν ισχύει στην πραγματικότητα και για τις διάφορες κυβερνήσεις. Μας θεωρούν, δικαιολογημένα, σαν κακό παράδειγμα. Δεν έχει παρά να σκεφτείς τι έχουν πει για μας στην Ισπανία ή το γεγονός ότι οι Γαλλικές αρχές αρνήθηκαν να επιτρέψουν την είσοδο στη χώρα σε μερικά μέλη του MFA, κλπ. Αλλ’ αυτό που κάνουμε έχει μια γενικότερη αξία. Η επίδραση που ασκεί η επανάστασή μας θα υποσκελίσει τα ψέμματα. Είναι μια φλόγα, μια έκρηξη της ελευθερίας σ’ ολόκληρη την ήπειρο, σ’ αυτή την εποχή της σοβαρότερης παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, που δε θά ’ναι όμως το μόνο αποτέλεσμα. Η επανάσταση θα φτάσει για πρώτη φορά στην καρδιά του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 4 ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ - «Πραξικόπημα: πρακτικό εγχειρίδιο» -  Έντουαρντ Λούττβακ (απόσπασμα).

* Ο Έντουαρντ Νικολάε Λούττβακ (γεν. 1942, Αράντ Ρουμανίας) είναι Αμερικανός στρατηγικός αναλυτής και ιστορικός. Το «τεχνικής» φύσης βιβλίο του, «Πραξικόπημα: πρακτικό εγχειρίδιο» (Coup d’ Etat: A Practical Handbook), εκδόθηκε το 1968. Ο Έλληνας εκδότης του, Σ. Βέργος, χαρακτηρίζει στον πρόλογό του (Αθήνα, 1975) δικαίως το απόσπασμα που αφορά την Πορτογαλία, «προφητικό», επισημαίνοντας ότι οι άνθρωποι που σχεδίασαν και πραγματοποίησαν το πραξικόπημα της 25ης Απρίλη 1974, έδρασαν σαν να είχαν μελετήσει το έργο του Λούττβακ, προσθέτοντας επιπλέον πως «ευτυχώς για την Πορτογαλία, αυτό (το πραξικόπημα) ήταν προοδευτικό». Έτσι κι αλλιώς, ο ίδιος ο συγγραφέας ισχυρίζονταν στο δικό του πρόλογο ότι μια απ’ τις προθέσεις του ήταν να «δημοκρατικοποιήσει» το πραξικόπημα ως μέθοδο για την κατάληψη της εξουσίας…

Ο πορτογαλικός στρατός: η κατάσταση το 1967.

Το σημερινό καθεστώς στην Πορτογαλία μπορεί εύκολα να περιγραφεί σαν ένας συνεταιρισμός ανάμεσα στους μεγαλοκτηματίες, τα νεοεμφανισθέντα βιομηχανικά και επιχειρηματικά συμφέροντα και την γραφειοκρατική μεσαία τάξη (που στελεχώνει τις δημόσιες υπηρεσίες και το στρατό στο επίπεδο των αξιωματικών). Όπως και στην Ισπανία, η αεροπορία και το ναυτικό έχουν στελέχη που είναι παραδοσιακά λιγότερο συντηρητικά απ’ τους αξιωματικούς του στρατού. Όπως και στην Ισπανία, αυτά τα δυο σώματα έχουν κρατηθεί σ’ εφόδια και αριθμό, «ισχνά».

Ο Στρατός.

Η συνολική του δύναμη είναι 120.000 άντρες περίπου, διαχωρισμένοι ως εξής (αν αφαιρέσουμε τους διοικητικούς υπαλλήλους):

Μια Μεραρχία Πεζικού με μερικά τανκς μέσης κατηγορίας: αυτή χρησιμοποιείται εν μέρει σαν εκπαιδευτικός σχηματισμός και έχει περίπου το μισό της θεωρητικής της δύναμης. Απ’ το συνολικό αριθμό ανδρών στη μονάδα, μέσα μεταφοράς έχουνε μονάχα περί τους 2.000, αν εξαιρέσουμε το μικρό αριθμό εκείνων που είναι εξοπλισμένοι με τεθωρακισμένα. Οποιαδήποτε στιγμή χρειαστεί, μεγάλος αριθμός αυτών των στρατευμάτων θα επιστρατευτεί με πολύ λίγη όμως εκπαίδευση ή πειθαρχία. Τοποθεσία: Κεντρική Πορτογαλία.

Μια Μεραρχία Πεζικού: αυτός ο σχηματισμός είναι συνήθως αριθμητικά πολύ αδύνατος, με 3.000 άντρες που έχουν πιθανόν κάποιο βαθμό εκπαίδευσης. Τα μεταφορικά τους μέσα είναι αρκετά για μονάχα το ήμισυ περίπου αυτών των αντρών. Τοποθεσία: Βόρεια Πορτογαλία.

Το υπόλοιπο του στρατού: ο μεγαλύτερος δηλαδή αριθμός των στρατευμάτων, γύρω στις 100.000, με τον καλλίτερο εξοπλισμό και υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης είναι διαμοιρασμένο στις αφρικανικές αποικίες: την Αγκόλα, τη Μοζαμβίκη και τη Γουϊνέα.

Το Ναυτικό.  

Παρόλο που οι Πορτογάλοι έχουνε μεγάλη ναυτική παράδοση και παρόλο που οι υπερπόντιες «επαρχίες» τους θα δικαιολογούσαν ένα ακόμα μεγαλύτερο ναυτικό (που θα το είχε εν μέρει πληρώσει το πρόγραμμα της στρατιωτικής βοήθειας των ΗΠΑ), για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω το ναυτικό έχει κρατηθεί αδύναμο σχετικά: έχει ένα αντιτορπιλικό, 14 μικρότερα πολεμικά πλοία, τρία υποβρύχια και άλλα 36 διάφορα καράβια. Αυτό που για μας έχει ενδιαφέρον είναι ότι έχει ακόμα 12 βοηθητικά πολεμικά, 4 αποβατικά και μισό τάγμα πεζοναυτών. Λόγω της μακρινής απόστασης που βρίσκονται οι Αφρικανικές «επαρχίες» το ναυτικό ακόμα και να ήτανε πολύ πιστό στο καθεστώς, δε θα μπορούσε να μεταφέρει από κει κάτω πολλά στρατεύματα γρήγορα. Οι πεζοναύτες βρίσκονται στρατοπεδευμένοι σ’ απομονωμένο σημείο και έτσι ή αλλιώς η αριθμητική τους δύναμη δεν είναι υπολογίσιμη.

Η Αεροπορία.

Έχει περί τους 14.000 άντρες. Και είναι εξοπλισμένη με ανακατωμένο παλιό Αμερικάνικο και Ιταλικό υλικό. Οι 3.000 αλεξιπτωτιστές της είναι σταθμευμένοι στις «Αφρικανικές» επαρχίες και τα μεταφορικά της μέσα έχουν τη δυνατότητα να μεταφέρουν στην Πορτογαλία περί τους 1.000 άντρες μονάχα, κάθε 24 ώρες.

Στην περίπτωση λοιπόν της Πορτογαλίας παρόλο που ο στρατός αριθμεί περί τους 150.000 άντρες, μονάχα μια μικρή μερίδα αυτού παίζει ρόλο στην περίπτωση που θα γίνει ένα Πραξικόπημα. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους άντρες θα εμποδιζόντουσαν να επέμβουν θετικά στην περιοχή της Λισαβώνας, λόγω της τοποθεσίας που βρίσκονται και λόγω της έλλειψης που έχουν από γρήγορα μεταφορικά μέσα. Άλλοι πάλι θα είχαν τη δυνατότητα να επέμβουν αλλά άσκοπα μια και η εκπαίδευση και ο εξοπλισμός τους είναι ακατάλληλοι. Έτσι, απ’ τον συνολικό αριθμό του στρατού μονάχα 3 ή 4 τάγματα (ίσως 4.000 άντρες) θα έχουν μια κάποια δυνατότητα να επέμβουν αποτελεσματικά. Το μικρό μέγεθος αυτής της δύναμης μειώνει τις πιθανότητες της ήττας του Πραξικοπήματος, αλλά περιορίζει επίσης και το χώρο που είναι πρόσφορος για να κάνουμε στρατολογίες.

Εάν η αεροπορία και το ναυτικό φέρουν πράγματι πίσω στην Πορτογαλία μερικά απ’ τα στρατεύματα που σταθμεύουν στην Ανγκόλα, μέχρι την ώρα που θα φτάσουν, εμείς θα είμαστε η κυβέρνηση πλέον και κατά συνέπεια θα βρεθούν κάτω απ’ τις διαταγές μας. Εάν μέχρι εκείνη τη στιγμή έχουμε αποτύχει να επιβάλουμε την εξουσία μας, τότε το Πραξικόπημα θ’ αποτύχει έτσι κι αλλιώς και η άφιξή τους δεν πρόκειται ν’ αλλάξει τίποτα. Εκτός κι αν έχουμε διαβρώσει τα στρατεύματα της Αφρικής, πράγμα που είναι ένας αρκετά βασανιστικός τρόπος μάλλον για να χειρίζεσαι τις καταστάσεις.

Όλα αυτά υποδεικνύουν τα βασικά κριτήρια με τα οποία διαχωρίζουμε τις δυνάμεις που είναι σχετικές για ένα Πραξικόπημα, άσχετα αν είναι ή όχι στρατιωτικές:

Οι δυνάμεις που έχουν σημασία για ένα Πραξικόπημα είναι εκείνες που η τοποθεσία τους και ο εξοπλισμός τους τους επιτρέπουν να επέμβουν στην κοντινή τους (συνήθως είναι η πρωτεύουσα) πολιτεία, μέσα στην χρονική διάρκεια των 12-24 ωρών που προηγούνται μέχρι να επιβληθεί ο έλεγχός μας πάνω στο μηχανισμό της κυβέρνησης.



 

Υποσημειώσεις του Συγγραφέα.

Κεφάλαιο Ι: 1) Ντιάριο Ποπουλάρ, 25 Απρίλη 1974. 2) ό.π. 3) Μαρσέλο Καετάνο, Πρωθυπουργός (1968-1974). 4) Αμέρικο Τομάς, Πρόεδρος της Δημοκρατίας (1958-1974). 5) Το πρώτο ήταν ένα ποπ τραγούδι, το δεύτερο μια απαγορευμένη αριστερή μπαλάντα γραμμένη απ’ τον εξόριστο Ζέκα Αλφόνσο. Αμφότερα είχαν προσυμφωνηθεί ως συνθηματικά για το πραξικόπημα. 6) Τα καφενεία που σύχναζαν άνθρωποι της εργατικής τάξης. 7) Τοπικό απόσταγμα, φτιαγμένο απ’ τις φλούδες των σταφυλιών. 8) Από φυλλάδιο που μοιράστηκε στις 30 Απρίλη 1974. 9) Α Καπιτάλ, 30 Απρίλη 1974. 10) ό.π.

Κεφάλαιο ΙΙ: 1) Ο καπνός αποτελούσε μακράν το επικερδέστερο των Μονοπωλίων του Πορτογαλικού Στέμματος, όμως τα μπαχαρικά, οι σκλάβοι, η ζάχαρη κι ο χρυσός υπόκεινταν επίσης σε βασιλικούς φόρους. Βλ. κεφ. Merchants, monopolists and smugglers του The Portuguese Seaborne Empire: 1415-1825 του C.R.Boxer (Pelican, Λονδίνο, 1969). 2) Latifundiarios: Ιδιοκτήτες τεράστιων κτημάτων. 3) Αντόνιο ντε Ολιβέιρα Σαλαζάρ, φασίστας διχτάτορας της Πορτογαλίας (1932-1968). 4) Η κατανομή των στατιστικών στοιχείων για το 1970 έδειξε ότι οι εργάτες γης αποτελούσαν το 33 %  του εργατικού δυναμικού, η εργατική τάξη των πόλεων το 39 % κι αυτοί που δούλευαν στο δημόσιο και τις υπηρεσίες, το 27 %. 5) Οι τιμές αυξήθηκαν κατά 25 % στην περίοδο Ιούνη 1972 -Δεκέμβρη 1973, ενώ οι μισθοί κατά 12 %. 6) Ζοάο Φράνκο, δικτάτορας της Πορτογαλίας (1906-10). 7) Μια εκτενέστερη περιγραφή του υπόβαθρου του πραξικοπήματος υπάρχει στο Oldest Ally: a portrait of Salazar ’s Portugal των Fryer και P. Mc Gowan Pinheiro (Λονδίνο, Dobson, 1961). 8) Στις αρχές του ’20, η CGT (αναρχοσυνδικαλιστικής κατεύθυνσης) είχε κατορθώσει ν’ αποκτήσει σημαντικότατα ερείσματα μέσα στην εργατική τάξη, διεκδικώντας έναν αριθμό μελών που ξεπερνούσε τις 100.000. Το 1928, το PCP είχε συρρικνωθεί στα όρια μιας μικροσκοπικής, απομονωμένης σέχτας που αριθμούσε όχι πάνω από 50 μέλη στη Λισαβόνα και 20 στο Πόρτο (The Communist International between the Fifth and Sixth Congresses, Λονδίνο, CPGB, 1928, σ. 280). Μετά από μια δραστική αναδιοργάνωση άρχισε ν’ αναπτύσσεται σε βάρος των αναρχοσυνδικαλιστών. Στις αρχές του ’30, το PCP ήταν σε θέση να ελέγχει μια συνδικαλιστική οργάνωση (την CIS ή Comite Intersindical) με 25.000 μέλη. Η CGT αντέδρασε δυναμικά στην ανακήρυξη του «Νέου Κράτους», το Σεπτέμβρη του 1933. Η Α Μπατάλια κάλεσε επανειλημμένα τους εργαζόμενους να προετοιμαστούν σε γενική απεργία. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, το PCP, καθοδηγούμενο απ’ το Μπέντο Γκονσάλβες, υποστήριζε στις γενικές συνελεύσεις των εργαζόμενων την «απόρριψη» των φασιστικών» συνδικάτων. Κατέκρινε τις εκτός νόμου ενέργειες θεωρώντας ότι «συνέφεραν τους φασίστες», καταγγέλλοντας κάποιες φορές στις αρχές όσους τις υιοθετούσαν. Η εξέγερση δεν μπορεί να «διεκδικηθεί» ούτε απ’ τη CGT, ούτε απ’ το PCP, αν και το δεύτερο κατέκρινε τους εργαζόμενους για «αναρχικές τάσεις» ενώ η πρώτη μιλούσε κάποιες φορές λες κι η ίδια ήταν «η μοναδική οργάνωσή τους». Η εξέγερση αποδείχτηκε ότι διέθετε πολύ ευρύτερη βάση απ’ ότι η αντίστοιχη των υπαρχόντων οργανώσεων. Αποτέλεσμα της ήττας ήταν ο περαιτέρω συγκεντρωτισμός του PCP κι η φαινομενική εξολόθρευση της CGT, της οποίας τα μέλη είχαν διαδραματίσει σημαντικό και ξεκάθαρο ρόλο στην εξέγερση. 9) Δημοσιευμένο στην Α Καπιτάλ, 15 Μάη 1974. 10) Οι διάφοροι πολιτικοί σχηματισμοί θα εξεταστούν λεπτομερέστερα στο κεφάλαιο 7. 11) Το γεγονός αναφέρεται επειδή είναι πραγματικό. Δε θα έπρεπε να «κρύβεται κάτω απ’ το χαλί» επειδή αποτελεί παρέκκλιση απ’ τις παραδοσιακές αριστερές αντιλήψεις επί του θέματος. Η γυναικεία πορνεία αποτελεί επιπλέον μια απολύτως αλλοτριωτική σχέση, στην οποία οι γυναίκες είναι τα αντικείμενα των αντρικών σεξουαλικών φαντασιώσεων και υποχείρια της δύναμής τους – ακόμα κι αν κάποιες γυναίκες, ορισμένες φορές, αποτελούν συμπληρωματικά τμήματα του αξιακού συστήματος που περιλαμβάνει τέτοιες αντιλήψεις.

Κεφάλαιο ΙΙΙ: 1) Η ονομασία άλλαξε επίσημα το Σεπτέμβρη του 1975. Ο προσωρινός «βαφτισμός» είχε γίνει με μπογιά. 2) Η κομμουνιστική εφημερίδα Ο Προλετάριο είχε πρωτοεκδοθεί το 1921. Έβγαινε νόμιμα μέχρι το 1931. Το PCP έβγαλε τότε την Αβάντ που απαγορεύτηκε το 1934 αλλά συνέχισε να εκδίδεται στην εξορία, στη Γαλλία, με κάποια αντίτυπα να επιστρέφουν παράνομα στην Πορτογαλία. Επανεμφανίστηκε τώρα νόμιμα και πάλι. Το πρώτο τεύχος της Πορτουγκάλ Σοσιαλίστα (Σ.Κ.) βγήκε στις 27 Απρίλη 1974 και της Λούτα Ποπουλάρ (MRPP) στις 23 Μάη 1974. 3) Απ’ τις εφημερίδες που υπήρχαν τότε, μόνο η Εσπρέσσο (εβδομαδιαίο φύλλο που βγήκε το 1972) και η Ρεπούμπλικα (ιδρυμένη το 1911 κατά τη διάρκεια της Ρεπουμπλικανικής επανάστασης), δεν υπόκειντο σε «οικογενειακές» πιέσεις. Οι προαναφερθείσες ημερήσιες εφημερίδες διέθεταν ακόμα διευθυντές διορισμένους απ’ το παλιό καθεστώς. Απ’ την 25η Απρίλη και μετά, οι περισσότερες εφημερίδες είχαν καταληφτεί απ’ τους εργαζόμενους σ’ αυτές, οι οποίοι απαιτούσαν την «εκκαθάρισή» τους, έχοντας καταφέρει να εδραιώσουν σημαντικές βάσεις δύναμης μέσα σ’ αυτές. Όμως οι δημοσιογράφοι εξακολουθούσαν ακόμα, γράφοντας τα άρθρα, να ασκούν τη μεγαλύτερη επιρροή. Οι υπόλοιποι εργαζόμενοι μπορούσαν ν’ ασκήσουν βέτο επί των άρθρων αλλά δεν τα έγραφαν ποτέ. Η Α Καπιτάλ, η οποία πριν την 25η Απρίλη παρείχε ένα τύπο δεξιάς δημοσιογραφίας εντυπωσιασμού, είχε αλλάξει ρότα. Τώρα έκανε το ίδιο αλλά στην αριστερή εκδοχή του που συγκάλυπτε σε μεγάλο βαθμό τους πραγματικούς ενόχους του Πορτογαλικού φασισμού. Το βάρος δίνονταν σε άρθρα για τη δολοφονία του Ντελγκάντο και τις διαδηλώσεις ή για τις επισκέψεις ξένων πολιτικών. Σπάνια υπήρχε κάτι που ν’ αναλύει τις πραγματικές συνθήκες του Πορτογαλικού καπιταλισμού ή να κατονομάζει προσωπικά τους βασικούς του φορείς. Ο αριστερός τύπος είχε πολύ μικρότερη αλλά αξιοσημείωτη κυκλοφορία. Πέντε εβδομαδιαία φύλλα (Ρεβολουσάο-PRP-BR, Φροντέιρα-LUAR, Εσκέρντα Σοσιαλίστα-MES,  Λούτα Ποπουλάρ-MRPP, Κομπάτ-ελευθεριακή κομμουνιστική) πουλούσαν κατά μέσο όρο 10.000 αντίτυπα η καθεμιά. 4) Α Καπιτάλ, 2 Ιούνη 1974.  5) Ο συγκεκριμένος ταγματάρχης ήταν της επιρροής του Σ.Κ. Λέγεται ότι ήταν και επίσημο κομματικό μέλος – πράγμα που μπορεί να ίσχυε, μπορεί και όχι. Παρόλο που ελάχιστοι αξιωματικοί σε καίριες θέσεις παραδέχονταν ότι ανήκαν επίσημα στο ένα ή το άλλο πολιτικό κόμμα, πολλοί ταυτίστηκαν με συγκεκριμένες απόψεις – για παράδειγμα, ο Γκονσάλβες με το PCP, ο Μέλο Αντούνες με το Σ.Κ., ο Αβεντίνο Τεϊσέιρα με το MRPP. Κατά μία έννοια, οι στρατιωτικοί ήταν χρησιμότεροι στα πολιτικά κόμματα με τον τρόπο αυτό παρά αν διαλαλούσαν ανοιχτά τις πολιτικές διασυνδέσεις τους. 6) Από προκήρυξη που μοιράστηκε απ’ το MRAI (Επαναστατικό Κίνημα Ανεξάρτητων Καλλιτεχνών).

Κεφάλαιο ΙV: 1) Μια λεπτομερέστερη περιγραφή των αγώνων της ΤΑΡ δημοσιεύτηκε στο Portugal: l’ autre combat των Avila, Ferreira, Lory, Orsoni και Reeve (Spartacus, Παρίσι, 1975). Για το συγκεκριμένο θέμα έχω δανειστεί αρκετό υλικό απ’ τη συγκεκριμένη εξαιρετική αναφορά. Το σχετικό κομμάτι γράφτηκε από έναν Πορτογάλο μετανάστη εργάτη, ο οποίος είχε παρακολουθήσει προσωπικά πολλές απ’ τις συνελεύσεις της ΤΑΡ. Οι συνελεύσεις αυτές ήταν ανοιχτές (χωρίς δικαίωμα ψήφου φυσικά) σ’ όλους τους ενεργούς εργαζόμενους, χωρίς διακρίσεις, ακόμα κι αν δεν εργάζονταν στην ΤΑΡ. Όταν μέλη του PCP προσπάθησαν να εμποδίσουν το συγκεκριμένο αγωνιστή να μιλήσει, οι εργαζόμενοι της ΤΑΡ τον υπερασπίστηκαν, επιβάλλοντας το δικαίωμα λόγου υπέρ οποιουδήποτε ήταν αλληλέγγυος στον αγώνα τους. 2) Η εταιρεία αποτελούνταν συνολικά από 7.300 εργαζόμενους: 3.000 στη συντήρηση και τις μεταφορές, 3.000 διοικητικοί και υπάλληλοι γραφείων και 1.300 ιπτάμενοι. Στους τελευταίους περιλαμβάνονταν οι πιλότοι κι οι εξειδικευμένοι μηχανικοί. 3) Κομπάτ Νο 6, 13 Σεπτέμβρη 1974. 4) Ο Σέκουλο, 29 Σεπτέμβρη 1974. 5) Η Λεγεώνα ήταν παραστρατιωτικό σώμα, ιδρυμένο το 1936. Βασίστηκε στο μοντέλο των μελανοχιτώνων του Μουσολίνι. Περίπου 6.000 απ’ τα μέλη της (γνωστοί ως Βιριάτος) σκοτώθηκαν πολεμώντας υπέρ του Φράνκο στη διάρκεια του Ισπανικού Εμφύλιου. Βαριά εξοπλισμένη και χρησιμοποιώντας ακόμα τα χαρακτηριστικά μπλε πουκάμισά της, αριθμούσε γύρω στα 80.000 μέλη την 25η Απρίλη 1974. 6) Οι διαδηλωτές που βρίσκονταν έ ξ ω απ’ τη φυλακή υπέστησαν την επίθεση των ΜΑΤ, αλλά στη συνέχεια ανέλαβε η COPCON που τους επέτρεψε να συνεχίσουν τη διαμαρτυρία. Οι διαμαρτυρόμενοι μ έ σ α στη φυλακή δήλωσαν ότι θα συνομιλούσαν μόνο με το Στρατηγό Γκαλβάο ντε Μέλο, έναν απ’ τους στενότερους συνεργάτες του Σπίνολα. 7) Μια επίσημη αναφορά επιβεβαίωσε αργότερα ότι η Τράπεζα Εσπίριτο Σάντο χρηματοδότησε την έκδοση των αφισών και την αγορά των εισιτηρίων με το ποσό των 12 εκατομμυρίων εσκούδων. 8) Μια επίσημη αναφορά επιβεβαίωσε αργότερα ότι οι σχεδιαστές του πραξικοπήματος είχαν νοικιάσει τον τελευταίο (12ο) όροφο του ξενοδοχείου Σέρατον –του ψηλότερου κτηρίου της Λισαβόνας- απ’ τον οποίο θα κατεύθυναν τις ενέργειές τους. Το «Φεντεραλιστικό», το «Φιλελεύθερο» και το «Δημοκρατικό Κόμμα» είχαν έρθει σ’ επαφή με το Σπίνολα στις 13 Σεπτέμβρη κι αυτός είχε επιδοκιμάσει τους χειρισμούς τους. Μόνο αργότερα ανακάλυψε ο Σπίνολα ότι υπήρχε και εναλλακτικό πλάνο – αυτό της απομάκρυνσής του και της αντικατάστασής του απ’ τον Αρριάγκα. 9) Δημοσίευμα της Φροντέιρα, Νο 10. 10) Ο Γκαλβάο ντε Μέλο ήταν επικεφαλής της εξεταστικής διαδικασίας εναντίον της PIDE. Δεδομένων όμως των στενών του σχέσεων με τη συγκεκριμένη υπηρεσία και των φίλων που διέθετε σ’ αυτήν, υπονόμευε κάθε κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση. Υπήρχαν 80.000 Λεγεωνάριοι (με 600 πληροφοριοδότες) και 2.162 πράκτορες της PIDE (με 20.000 πληροφοριοδότες). Μέχρι τις 28 Σεπτέμβρη, είχαν συλληφθεί μόνο 927 πράκτορες της PIDE και 200 πληροφοριοδότες. Οι υπόλοιποι βρίσκονταν στην Ισπανία – ή «στεγαζόμενοι» με ασφάλεια μέσα στα διάφορα καινούρια «δημοκρατικά» κόμματα. Η COPCON ανέθεσε το έργο της προετοιμασίας των υποθέσεων της PIDE στο Βίτορ Κρέσπο. Στη διάρκεια των επόμενων μηνών, η προετοιμασία των συγκεκριμένων υποθέσεων θα μετατρέπονταν σε αντικείμενο εσωτερικών κομματικών συγκρούσεων και διένεξης, μιας κι όλα τα κόμματα ήθελαν ν’ αποκτήσουν πρόσβαση στους φακέλους. Στις 23 Μάη 1975, ο Αντισυνταγματάρχης Μιγκέλ Ζούντας (PCP) τοποθετήθηκε προϊστάμενος στην προπαρασκευαστική διαδικασία. Διόρισε επίσης κι άλλα μέλη του PCP για να τον «βοηθήσουν». Αυτό οδήγησε σε μαζικές παραιτήσεις εκ μέρους της Επιτροπής και σε κατηγορίες που αφορούσαν την επιθυμία του PCP να μετατρέψει όλο αυτό το μηχανισμό σε μια νέα πολιτική αστυνομία.

 Κεφάλαιο V: 1) Κομπάτ Νο 10, 8 Νοέμβρη 1974. 2) Επέλεξα να μεταφράσω τα «organizacao de base-comissao de base» ως «ομάδες βάσης» και όχι «ομάδα των απλών μελών» που είναι πιο συνηθισμένο (αλλά και πιο λενινιστικό). Κατά τη γνώμη μου, ο δεύτερος όρος είναι καταλληλότερος για τη στρατιωτική οργάνωση. Οι λενινιστές τον χρησιμοποιούν επειδή θεωρούν ότι η εργοστασιακή οργάνωση ακολουθεί ένα κατά βάση στρατιωτικό μοντέλο. 3) Κομπάτ Νο 13, 12 Δεκέμβρη 1974. 4) Κομπάτ Νο 10, 8 Νοέμβρη 1974. 5) Κομπάτ Νο 8, 11 Οχτώβρη 1974 – από την εφημερίδα των οικοδόμων της εταιρείας «Σοάρες ντα Κόστα». 6) Κομπάτ Νο 17, 14 Φλεβάρη 1975. 7) Κομπάτ Νο 14, Γενάρης 1975. 8) Κομπάτ Νο 11, 22 Νοέμβρη 1974. 9) FAC: Αντι-κομμουνιστικό Μέτωπο, συνδεόμενο με την Πορτογαλική Λεγεώνα. 10) Κομπάτ Νο 17, 14 Φλεβάρη 1975. 11) Το καλοκαίρι του 1976 θα αποκαλύπτονταν ότι υπέρ του υπήρχαν 12 ψήφοι και κατά του, 8. Το MFA είχε ισχυριστεί ότι η ψήφος ήταν «ομόφωνη» για να κρύψει απλώς τις αναπτυσσόμενες διαιρέσεις. Ανάμεσα στους διαφωνούντες ήταν και κάποια κατοπινά μέλη της «Ομάδας των Εννιά». 12)Α Καπιτάλ, 12 Γενάρη 1975. 13) Η Κομπάτ και η Α Μπατάλια ήταν τέτοια παραδείγματα. Αποτελούσε εύστοχη πρόβλεψη των καπιταλιστών το ότι ο Εκόνομιστ έγραψε εκείνη την περίοδο πως το «unicidade» αποτελούσε τη μοναδική καπιταλιστική διέξοδο μιας κι αυτό επέτρεπε το σταθερό έλεγχο του εργατικού δυναμικού, ο οποίος δε θα επιτυγχάνονταν αν υιοθετούνταν ο πλουραλισμός (pluralismo). 14) Η χημική βιομηχανία απασχολούσε γύρω στους 40.000 εργαζόμενους και αντιπροσώπευε το 11 % της συνολικής βιομηχανικής παραγωγής. Ο κλάδος όμως δε χαρακτηρίζονταν από μεγάλο βαθμό συγκέντρωσης, απασχολώντας κατά μέσο όρο 125 εργαζόμενους ανά εργοστάσιο. Η CUF (Ζορζ ντε Μπρίτο) και η Σακόρ (η πετρελαϊκή εταιρεία που ανήκε στους Εσπίριτο Σάντο) κατείχαν το 35 και 15 % του κλάδου αντίστοιχα. Η ICI (Μ. Βρετανία) και η Ρομπιαλάκ (Γαλλία) είχαν σημαντικά μερίδια της πίτας (Capitalismo e Emigracao em Portugal, Carlos Almeida και A. Barreto, Λισαβόνα, 1974). 15) Κομπάτ Νο 10, 8 Νοέμβρη 1974. 16) Α Καπιτάλ, 15 Οχτώβρη 1974. 17) Ο Μέλο Αντούνες είχε επίσης γράψει το πρώτο πρόγραμμα του MFA (βλ. Παράρτημα 1).

Κεφάλαιο VΙ: 1) Τα ποσοστά αυτά προέρχονται απ’ το Capitalismo e Emigracao em Portugal, Carlos Almeida και A. Barreto, Λισαβόνα, 1974). Επιπλέον πληροφορίες απ’ το Inquerito as exploracoes agricolas do Continente, 1968, INE. 2) Σαν Νότο εννοούμε τις περιοχές της Μπέζα, του Καστέλο Μπράνκο, της Εβόρα, του Φάρο, της Λισαβόνας, του Πορταλέγκρε, του Σανταρέμ και του Σετούμπαλ. 3) Ο ALA ήταν το όργανο των ιδιοκτητών μεσαίων και μεγάλων εκτάσεων. 4) Δημοσίευμα της Ρεβολουσάο, 6 Δεκέμβρη 1974. 5) Ρεβολουσάο, 6 Δεκέμβρη 1974. 6) Ρεβολουσάο, 24 Γενάρη 1975.

Κεφάλαιο VΙΙ: 1) Εσκέρντα Σοσιαλίστα Νο 8, 4 Δεκέμβρη 1974. 2) Φροντέιρα Νο 6. 3) Ρεβολουσάο Νο 25.

Κεφάλαιο VΙΙΙ: 1) Τα κινήματα αυτά, οι συναντήσεις τους κι οι ηγετικές τους προσωπικότητες είναι το θέμα του O Movimento dos Capitaes e o 25 de Abril των Avelino Rodrigues, Cesaria Borga και Mario Cardoso Moraes, Λισαβόνα, 1974. 2) Ο Σέκουλο Ιλουστράντο, 19 Οχτώβρη 1974.

Κεφάλαιο ΙΧ: 1) Τα στοιχεία αυτά προέρχονται απ’ το Capitalismo e Emigracao em Portugal, Carlos Almeida και A. Barreto, Λισαβόνα, 1974. 2) Τα στοιχεία αυτά αποτελούν απλώς εκτιμήσεις εξαιτίας των δυσκολιών στην αποτύπωση της παράνομης μετανάστευσης (που οι επίσημες στατιστικές την αγνοούσαν πριν την 25η Απρίλη). 3) Πηγή: Demographic yearbook, 1959 (Νέα Υόρκη: Γραφείο Στατιστικών Μελετών του ΟΗΕ, Τμήμα Οικονομικών και Κοινωνικών Υποθέσεων. 4) Μια τέτοια ιδιωτική κατασκευαστική εταιρεία ( η Σοσιεντάντ ντε Εμπρεϊντάντας, Μπάρρας, Ραϊμούντο & Γκονσάλβες) ανήκε κατά το 1/3 στον Πρωθυπουργό Βάσκο Γκονσάλβες, με το μερίδιό του να φτάνει τα 1,7 εκατ. εσκούδα. Κατείχε επίσης το 50 % των μετοχών (αξίας 2 εκατ. εσκούδων) της «Βίτορ Γκονσάλβες» - μιας ιδιωτικής τράπεζας. 5) Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε απ’ το SAAL (Βορρά) κι εμφανίστηκε στο Νο 12 της Κομπάτ, στις 6 Δεκέμβρη 1974. Αποσπάσματά του δημοσιεύτηκαν επίσης στην Α Καπιτάλ (26 Οχτώβρη 1974). 6) Από κείμενο που δημοσιεύτηκε απ’ το SAAL (Βορρά), τμήματα του οποίου δημοσιεύτηκαν επίσης και στον εθνικό τύπο. 7) Αυτοί οι νόμοι μπορούν να βρεθούν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Diario do Governo), επίσημη έκδοση που κυκλοφορούσε καθημερινά όσο υπήρχαν κυβερνήσεις.

Κεφάλαιο Χ: 1) Α Καπιτάλ, 25 Μάη 1975. 2) Ο Καετάνο είχε καταφύγει στα Κεντρικά της GNR την 25η Απρίλη. Σ’ αυτήν είχε εμπιστευτεί και ο Σπίνολα το έργο του ελέγχου των ραδιοσταθμών στις 28 Σεπτέμβρη. Κι απ’ το Επιτελείο της και πάλι θα διευθύνονταν το πραξικόπημα της 11ης Μάρτη. Κατόπιν αυτών, οι λειτουργίες της GNR θα ελαχιστοποιούνταν, καμιά όμως απ’ τις κατοπινές κυβερνήσεις δε θέλησε στην πραγματικότητα να τη διαλύσει. Ένοιωθαν ότι κάτω από συνθήκες πίεσης, μπορεί και να τη χρειάζονταν. To PCP οργάνωσε ακόμα και μαθήματα για να εκπαιδεύσει την GNR «στο ρόλο μιας αστυνομικής δύναμης κάτω απ’ το σοσιαλισμό». 3) Α Καπιτάλ, 29 Μάη 1975. 4) Le Tigre de Papier: sur le developpement du capitalisme en Chine (Παρίσι, Spartacus, 1972 – Σειρά Β. Νο 48).

Κεφάλαιο ΧΙ: 1) Αυτός πάντως, μέχρι τώρα πρέπει σίγουρα να έχει γεμίσει! 2) Οι εργαζόμενοι της φάρμας ξανα-έπαιξαν την ιστορία του αγώνα τους μπροστά στις κάμερες της κινηματογραφικής ομάδας του PCP, Cinequanon. Η ταινία προβλήθηκε στο RTP και χρησιμοποιήθηκε για την προπαγάνδιση τύπου «στρατιώτες-εργάτες, ενωμένοι» που προωθούνταν εκείνη την περίοδο. «Παρέλειψε» ν’ αναφερθεί στο ρόλο του ηγέτη του FEC m-l που συμμετείχε σ’ όλη την ιστορία. Όταν μοιράζονταν οι ρόλοι, κανένας δεν ήθελε να παίξει τους αδερφούς Γκάρρετ ή τον Υπουργό Εργασίας (PCP), ειδικά τον τελευταίο. Κατά τρόπο ειρωνικό, το πρόσωπο που ενσάρκωσε τον Υπουργό Εργασίας ήταν ο τοπικός ηγέτης του FEC m-l: ο Ζε ντε Ολιβέιρα. 3) Κομπάτ Νο 27, Ιούλης 1975. 4) Το «καπέλωμα» (cupula) είναι ένας πολύ-χρησιμοποιημένος όρος στους κύκλους της εργατικής τάξης και στα κείμενά της. Δεν μπορεί να γίνει ακριβής μετάφραση. Η λέξη υποδηλώνει ότι μια μικρή ομάδα ελέγχει και κατευθύνει μια οργάνωση, ενάντια στη θέληση των μελών της. 5) Βλ. Κομπάτ Νο 26, 1 Ιούλη 1975. 6) «Το μοναδικό στην ουσία Πορτογαλέζικο πράγμα που διαθέτουμε είναι το κοζίντου» (ένα δημοφιλές πιάτο από βραστές πατάτες, λαχανικά,  χοιρινό, βοδινό και λουκάνικο).
7) Εσπρέσσο, 17 Μάη 1975.

Κεφάλαιο ΧΙΙ: 1) Το πρόβλημα ήταν πολύ σύνθετο γιατί ανάμεσα στους «γαιοκτήμονες» υπήρχαν πολλοί αγρότες που κατείχαν 5 εκτάρια και νοίκιαζαν το 1 ή τα 2 απ’ αυτά σ’ άλλους. Αυτός ο τύπος «γαιοκτήμονα» δεν αναγνωρίζονταν ρητά απ’ την προτεινόμενη νομοθεσία. 2) Το SADA ήταν το «μέτωπο» του PCP μέσα στην Επιτροπή Εσωτερικού Εποικισμού (το μεγαλύτερο τμήμα της οποίας είχε μετατραπεί σε IRA). Μετά τις 11 Μάρτη, οι αξιωματούχοι του SADA, απ’ τα γραφεία τους στη Λισαβόνα, δίχασαν τη χώρα τοποθετώντας μέλη του PCP σε ηγετικές θέσεις διάφορων περιοχών. 3) Οικονομικές Μελέτες: Πορτογαλία 1974 (Έκθεση του ΟΟΣΑ). 4) Το ότι το PCP αποδέχτηκε αυτό το σύνθημα (και ιδιαίτερα τη χρήση πληθυντικού αριθμού) φανερώνει το πόσο απεγνωσμένα έψαχνε για συμμάχους. 5) Οι εξηγήσεις τους φανέρωσαν απλώς τη φτώχεια των ιδεών τους. Σύμφωνα με το LCI «το βασικό (για το FUR) είναι ότι επιτρέπει να γίνει το πρώτο βήμα για την “ενοποίηση” της εργατικής τάξης, επιτρέπει την ανάληψη δράσεων ενάντια στην αντιδραστική δεξιά, ισχυροποιεί τις Επιτροπές Γειτονιάς και Εργαζόμενων, καθώς και τις Λαϊκές Συνελεύσεις, στην προσπάθειά τους να οργανώσουν την αυτοάμυνα των μαζών, ενώνει τους εργάτες με τους στρατιώτες και τους προοδευτικούς αξιωματικούς και προωθεί το σχηματισμό μιας Επαναστατικής Κυβέρνησης των Εργατών». Σύμφωνα με το MES, η ίδρυση του FUR ήταν «ιστορικό κι αποφασιστικό βήμα για το χτύπημα της αντίδρασης και κομμάτι της αμετάκλητης προόδου της επαναστατικής διαδικασίας». Το UDP, το οποίο είχε καλεστεί να συμμετέχει αλλά αρνήθηκε, είδε τα πράγματα κάπως διαφορετικά. «Πως μπορεί στ’ αλήθεια (το FUR) ν’ αποτελεί αντιφασιστικό μέτωπο», ρωτούσε, «απ’ τη στιγμή που η κύρια δύναμη στο εσωτερικό του είναι το προδοτικό κόμμα του Κουνιάλ, που σε δεκαέξι μήνες συνεχών κυβερνήσεων, έχει φανερώσει πολλές φορές την ανοχή του προς τους φασίστες κι έχει αντιτεθεί στη ριζική εκκαθάριση των επιχειρήσεων και του κρατικού μηχανισμού;». 6) Ο Οτέλο ήρθε σε ρήξη με τον Γκονσάλβες μετά το λόγο της Αλμάντα. Έστειλε μια προσωπική και φιλική επιστολή στον Γκονσάλβες, του οποίου το Γραφείο το έδωσε στον τύπο, σε μια προσπάθεια απαξίωσης του Οτέλο ως «διασπαστή της ενότητας». Ο Οτέλο έγραφε: «Μ’ αυτό το προσωπικό γράμμα (…) Θα ήθελα να μιλήσουμε πρόσωπο με πρόσωπο (…) Δεν εγκρίνω την επίσκεψή σου στα συντάγματα που βρίσκονται κάτω απ’ τις διαταγές μου. Ο θλιβερός σου λόγος στην Αλμάντα με προκαλεί να υιοθετήσω τη στάση αυτή (…) Βρεθήκαμε μαζί πάνω στη σημαντικότερη καμπή της ιστορίας μας. Τώρα, ήρθε η ώρα του χωρισμού (…) Σου ζητώ ν’ αναπαυθείς, να χαλαρώσεις, να ηρεμήσεις, να σκεφτείς και να διαβάσεις» (Τέμπο, 28 Αυγούστου 1975).

Κεφάλαιο ΧΙΙΙ: 1) Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από επίσημο –αν κι αδημοσίευτο ως τώρα- υλικό του GARA, παρακλαδιού του IRA, που ιδρύθηκε το Γενάρη του 1975, προς υποστήριξη των κοπερατίβων. 2) Τα στελέχη του IRA βρίσκονταν μπροστά σε μια κρίση. Οι απειλές απόλυσης τους έκαναν να κατοχυρώσουν άμεσα τις καταλήψεις. Ήξεραν ότι αν η Έκτη Κυβέρνηση διαρκούσε αρκετά, θα εκκαθαρίζονταν, γι’ αυτό και προσπάθησαν «να νομιμοποιήσουν» όσο το δυνατόν περισσότερες καταλήψεις μέσα στο φθινόπωρο του 1975. 3) «Μοβιμέντο: ενημερωτικό δελτίο των Ενόπλων Δυνάμεων» Νο 25 (14 Αυγούστου 1975).

Κεφάλαιο ΧΙV: 1) Οι δύο πρωινές εφημερίδες της Λισαβόνας, Ο Σέκουλο και Ντιάριο ντε Νοτίσιας, ελέγχονταν απ’ το PCP. Η δεύτερη ήταν κι η πιο σημαντική λόγω της διανομής της σ’ εθνική κλίμακα κι επειδή ήταν η μόνη εφημερίδα με αξιόλογο τμήμα αγγελιών, πράγμα που την έβαζε σε πολλά καφέ και ιδρύματα. Ήταν η εφημερίδα, που περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη, αντανακλούσε την «επίσημη» κυβερνητική πολιτική. Οι πέντε απογευματινές που τυπώνονταν στη Λισαβόνα, ήταν όλες, με την εξαίρεση της Ζορνάλ Νόβο (ανεξάρτητοι σοσιαλδημοκράτες) και της Α Λούτα (όργανο της δεξιάς πτέρυγας του Σ.Κ., μετά απ’ τα γεγονότα της Ρεπούμπλικα), στα χέρια του PCP-FUR. Η Ρεπούμπλικα ελέγχονταν σχεδόν απόλυτα απ’ τα UDP και PRP. Η Ντιάριο ντε Νοτίσιας είχε τη μεγαλύτερη κυκλοφορία. Ακολουθούσαν με τη σειρά, η Α Καπιτάλ, η Ντιάριο Ποπουλάρ, η Ντιάριο ντε Λισμπόα, η Ζορνάλ Νόβο, η Α Λούτα, η Ο Σέκουλο, η Ζορνάλ ντε Νοτίσιας (η πρωινή του Βορρά, που ελάχιστα είχε αλλάξει μετά απ’ την 25η Απρίλη) και η Ρεπούμπλικα. Πέρα απ’ τις ημερήσιες, υπήρχαν και εβδομαδιαίες όπως η Εσπρέσσο (PPD- MRPP-ανεξάρτητοι), η Ο Ζορνάλ (Σ.Κ.-PCP), η Τέμπο (CDS) και διάφορα περιοδικά. 2) Υπήρχαν τέσσερις ραδιοφωνικοί σταθμοί: η Εθνική Ραδιοφωνία (με δύο συνεχή προγράμματα που εξέπεμπαν σ’ όλη τη χώρα) που απηχούσε την κυβερνητική πολιτική, το Ράντιο Κλουμπ Πορτουγκέζ – ιδιωτικό, που εξέπεμπε επίσης συνεχή προγράμματα σ’ εθνική κλίμακα, το Ράντιο Ρενασένσα, πρώην ιδιοκτησία της Καθολικής Εκκλησίας, που είχε τώρα καταληφτεί απ’ τους εργαζόμενους του στη Λισαβόνα (ο αναμεταδότης του Πόρτο παρέμενε στα χέρια της Εκκλησίας και συνέχισε να εκπέμπει τις αντιδραστικότερες σαχλαμάρες, Λειτουργίες κτλ.), ενώ το τέταρτο ραδιόφωνο ήταν μια ομοσπονδία μικρών ιδιωτικών ραδιοσταθμών που περιελάμβανε το Ράντιο Γκράκα, το Ράντιο Πενινσουλάρ, το Ράντιο Βοζ ντε Λισμπόα και το Κλουμπ Ραντιοφόνικο ντε Πορτουγκάλ. Είχε διάφορα προγράμματα, σε διάφορες ώρες της μέρας. Ο μοναδικός τηλεοπτικός σταθμός είχε δύο κανάλια, αμφότερα κρατικά. 3) Σύμφωνα με μια επίσημη κυβερνητική αναφορά που δημοσιοποιήθηκε το 1976, το PRP είχε προσπαθήσει να πείσει τον Οτέλο ότι είχε έρθει η ώρα για μια ένοπλη εξέγερση. Το UDP, που ήταν κι αυτό παρόν, δήλωσε ότι η στιγμή δεν ήταν κατάλληλη. Ο Οτέλο συμφώνησε. 4) Όταν εξετάζουμε την κατάληψη του Ράντιο Ρενασένσα μπορούμε στην πραγματικότητα να διακρίνουμε δύο διαφορετικές «καταλήψεις». Η πρώτη πραγματοποιήθηκε απ’ τους ίδιους τους εργαζόμενους του Ρ.Ρ. Η δεύτερη ήταν «εποικισμός» (τόσο ιδεολογικός, όσο και με τη φυσική έννοια) των κατειλημμένων εγκαταστάσεων από πολιτικές τάσεις, όπως αυτή του UDP. 5) Βλ. Παράρτημα 23 για την απομαγνητοφώνηση μιας χαρακτηριστικής εκπομπής. 6) Στην πραγματικότητα, η ιεραρχία δεν απειλήθηκε ποτέ. Οι στρατιώτες ήταν στρατιώτες. Οι αξιωματικοί, ειδικότερα, διαπνέονταν απ’ την ιεραρχική αντίληψη. Όταν κάποιος εξετάζει τους αρχικούς «λοχαγούς» και αναρωτιέται γιατί, ύστερα από ένα πετυχημένο πραξικόπημα, παρέδωσαν την εξουσία στους στρατηγούς (Σπίνολα και άλλους), «η παράδοση της ιεραρχίας» αποτελεί σημαντικό κομμάτι της οποιασδήποτε σοβαρής απάντησης. 7) CIAC: Κέντρο Εκπαίδευσης Πυροβολικού της Κασκάις (Centro de Instrucao de Artilharia de Cascais). 8) CIOE: Κέντρο Εκπαίδευσης Ειδικών Επιχειρήσεων (Centro de Instrucao Operacional Especial). 9) RIP: Σύνταγμα Πεζικού του Πόρτο. 10) Α Καπιτάλ, 12 Σεπτέμβρη 1975. 11) «Δε διαθέτω πολιτικές αναφορές. Αν τις είχα, θα ήμουν ο Φιντέλ Κάστρο της Ευρώπης, έχω όμως περιορισμένη κουλτούρα (…) αυτή είναι η πρώτη επανάσταση που λαμβάνω μέρος στη ζωή μου», είχε δηλώσει ο Οτέλο μετά απ’ την επιστροφή του απ’ την Κούβα. Στον Οτέλο είχε προταθεί η θέση του Προέδρου, τον Αύγουστο του 1975 αλλά είχε αρνηθεί. Είχε υποστηρίξει την υποψηφιότητα του Κάρλος Φαμπιάο ως Πρωθυπουργού, για να διαδεχτεί το Βάσκο Γκονσάλβες, όμως ο τελευταίος δέχονταν «μόνο υπό τον όρο ότι η Έκτη Κυβέρνηση θα είχε ως βάση της το Πρόγραμμα της Πέμπτης». Οι δυνάμεις της COPCON, υπό τον Οτέλο, έδρασαν σε πολλές περιπτώσεις χωρίς τις ευλογίες του Επαναστατικού Συμβουλίου. 12) RAC: Παράκτιο Σύνταγμα Πυροβολικού, που έδρευε κοντά στη Λισαβόνα. 13) Η Μοσιντάντ Πορτουγκέζα ήταν το φασιστικό κίνημα της νεολαίας: οι «σκαπανείς» που θα εδραίωναν το κορπορατικό κράτος. 14) Σολντάτος εμ Λούτα Νο 1, έντυπο του RASP, 15 Οχτώβρη 1975. 15) ό.π. 16) Η Στρατιωτική Αστυνομία (Σ.Α.), παρόλ’ αυτά, υπερασπίστηκε τις εξεγερμένες μονάδες στις 25 Νοέμβρη. Αργότερα, μια εκπομπή της τηλεόρασης (με σκοπό να δυσφημίσει τη Σ.Α.) έδειξε κάποιον Κάπο Βαρντιάνας που είχε βασανιστεί απ’ τη Σ.Α. στο στρατόπεδό της. Από μέρους της Σ.Α. εκδόθηκε μια ανακοίνωση για να καταγγείλει το γεγονός: «Επρόκειτο για μια απολογία του περιθωρίου. Γιατί δεν είπαν στο λαό, τον οποίο ήθελαν να εξαπατήσουν, ότι η Σ.Α. κυνηγούσε τους κλέφτες, τους σωματέμπορους, τους ναρκομανείς και τους έμπορους, καθώς και τους φονιάδες του ELP; Γιατί δεν είπαν ότι τα άτομα που συλλαμβάνονταν απ’ την Σ.Α. ήταν άνθρωποι που λήστευαν στο φως της μέρας, ότι ήταν οργανωμένοι σε συμμορίες, γεμάτες με μεσάζοντες που πουλούσαν τα κλεμμένα κι ότι δρούσαν υπό την ανοχή των “αρχών”;» (Απ’ το Soldados, sempre ao lado do povo – ανακοινώσεις της Σ.Α. πριν και μετά την 25η Νοέμβρη. Το απόσπασμα προέρχεται απ’ την Τρίτη ανακοίνωση της Σ.Α., σ.17). 17)  Ο Σέκουλο, 11 Νοέμβρη 1975. 18) Οι Γκρέμιο (Gremios) ήταν οι ενώσεις των εργοδοτών στη διάρκεια της Σαλαζαρικής περιόδου.

Κεφάλαιο ΧV: 1) Τέμπο Νόβο, 27 Νοέμβρη 1975. 2) Ο Οτέλο δεν παρακολουθούσε τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου: «δεν αξίζουν φράγκο για τους εργάτες», έλεγε.  
 
Κεφάλαιο ΧVI: 1) Η διαφορά μεταξύ του κρατικο-καπιταλιστικού πλάνου των PCP-FUR και του σχεδίου των «Εννιά»-Σ.Κ. μπορεί πιθανώς ν’ αναλυθεί καλύτερα εξετάζοντας τα κείμενα της COPCON και των Εννιά, του Αύγουστου του 1975. Σε γενικές γραμμές, το Σ.Κ. ήθελε να ισχυροποιήσει τον έλεγχο επί του «Τομέα 1» (παραγωγή των μέσων παραγωγής), ενώ τα PCP-UDP-FUR επιθυμούσαν επίσης να κρατικοποιήσουν τον «Τομέα 2» (παραγωγή των μέσων κατανάλωσης). Τα FUR-UDP διέφεραν απ’ το PCP στ’ ότι ήταν ριζοσπαστικότερα. Όσον αφορά το Σ.Κ., τη βάση για την ανασυγκρότηση την οραματίζονταν με όρους «διεθνών δανείων» προς το κράτος. Οι διάφορες «μάχες για την παραγωγή» των FUR-UDP-PCP θα εναπόθεταν τα μεγαλύτερα βάρη κατευθείαν στις πλάτες των εργαζόμενων. 2) Σαν εξαιρετικό παράδειγμα του πως η ασάφεια αυτή λειτούργησε μέσα στο προλεταριάτο, όπως και για την ιστορική εξέταση του ζητήματος της ανόδου των τεχνοκρατών, βλ. Para um modo de Producao comunista του Joao Bernardo, Afrontamento,  Πόρτο, 1974. 3) Κομπάτ, Νο 41. 4) Ένα ακόμα τρακτέρ παραδόθηκε απ’ τους εργάτες της Λισνάβ τον Απρίλη του 1976, του οποίου η καμπίνα είχε κατασκευαστεί στα ναυπηγεία. 5) Οι πληροφορίες που αναφέρονται προέρχονται απ’ το CLARP, την Επιτροπή για την Απελευθέρωση των Αντι-φασιστών Κρατούμενων. 6) Είδα ένα γελοίο άρθρο σε μια Τροτσκιστική εφημερίδα που έλεγε ότι η 25η Νοέμβρη προέκυψε επειδή δεν υπήρχε εργατικό κόμμα. Μήπως δεν ήξερε ο συντάκτης του ότι υπήρχαν τουλάχιστον καμιά δεκαπενταριά από δαύτα;

         


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις